EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0367

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2024.
Hewlett Packard Development Company LP κατά Senetic S.A.
Αίτηση του Sąd Okręgowy w Warszawie για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ – Διανοητική ιδιοκτησία – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 13 – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρο 15 – Ανάλωση των δικαιωμάτων επί του σήματος – Διάθεση στην αγορά εντός της Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος – Τόπος της πρώτης διάθεσης των προϊόντων στην αγορά από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του – Βάρος αποδείξεως.
Υπόθεση C-367/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:61

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2024 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ – Διανοητική ιδιοκτησία – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 13 – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρο 15 – Ανάλωση των δικαιωμάτων επί του σήματος – Διάθεση στην αγορά εντός της Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) – Συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος – Τόπος της πρώτης διάθεσης των προϊόντων στην αγορά από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του – Βάρος αποδείξεως»

Στην υπόθεση C‑367/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία) με απόφαση της 1ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Hewlett Packard Development Company LP

κατά

Senetic S.A.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič (εισηγητή), ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δεκάτου τμήματος, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Hewlett Packard Development Company LP, εκπροσωπούμενη από τους A. Jodkowski και K. Zielińska‑Piątkowska, adwokaci,

η Senetic S.A., εκπροσωπούμενη από τους S. Dudzik και E. Rumak, radcowie prawni,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους É. Gippini Fournier, S. L. Kalėda και την B. Sasinowska,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, την ερμηνεία του άρθρου 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1), καθώς και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και, αφετέρου, τα άρθρα 34, 35 και 36 ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Hewlett Packard Development Company LP, με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (στο εξής: Hewlett Packard), και της Senetic S.A., με έδρα την Πολωνία, με αντικείμενο την εκ μέρους της τελευταίας εμπορία προϊόντων εξοπλισμού πληροφορικής τα οποία φέρουν σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιούχος των οποίων είναι η Hewlett Packard.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός (ΕΚ) 207/2009

3

Η αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της ΕΕ (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), είχε ως εξής:

«Όπως προκύπτει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ο δικαιούχος του σήματος της ΕΕ δεν μπορεί να απαγορεύει τη χρήση του από τρίτον για προϊόντα που έχουν τεθεί σε εμπορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό το σήμα αυτό, από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του, εκτός αν νόμιμοι λόγοι αιτιολογούν το να αντιταχθεί ο δικαιούχος στην περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο.»

4

Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού έφερε τον τίτλο «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]» και προέβλεπε τα εξής:

«1.   Με την καταχώριση σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] παρέχονται στον δικαιούχο αποκλειστικά δικαιώματα επ’ αυτού. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)

κάθε σημείο που ταυτίζεται με το [σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης] για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρισθεί·

[…]

2.   Μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται, εάν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1:

[…]

β)

η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η κατοχή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό·

γ)

η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο·

[…]».

5

Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού επιγράφεται «[Ανάλωση] του δικαιώματος που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]» και ορίζει τα εξής:

«1.   Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην [Ένωση] από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»

6

Ο κανονισμός 207/2009 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Οκτωβρίου 2017, με τον κανονισμό 2017/1011.

Ο κανονισμός 2017/1001

7

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 του κανονισμού 2017/1001:

«Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική επιβολή των δικαιωμάτων επί του σήματος και ταυτόχρονα να μην παρεμποδίζεται η ελεύθερη ροή του εμπορίου νομίμων προϊόντων, το δικαίωμα του δικαιούχου σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] παύει να υφίσταται σε περίπτωση που, στο πλαίσιο μεταγενέστερης διαδικασίας ενώπιον δικαστηρίου σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (“δικαστήριο σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]”) που είναι αρμόδιο να λάβει απόφαση επί της ουσίας σχετικά με την προσβολή του σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ο διασαφιστής ή ο κάτοχος των προϊόντων μπορεί να αποδείξει ότι ο δικαιούχος του σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν δικαιούται να απαγορεύει τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά στη χώρα τελικού προορισμού.»

8

Η αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Όπως προκύπτει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, είναι σημαντικό ο δικαιούχος σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] να μην μπορεί να απαγορεύει τη χρήση του από τρίτον για προϊόντα που έχουν τεθεί σε εμπορία στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, υπό το σήμα αυτό, από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του, εκτός αν νόμιμοι λόγοι αιτιολογούν το να αντιταχθεί ο δικαιούχος στην περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο.»

9

Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού επιγράφεται «Δικαιώματα που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]» και ορίζει τα εξής:

«1.   Με την καταχώριση σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] παρέχονται στον δικαιούχο αποκλειστικά δικαιώματα επ’ αυτού.

2.   Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των δικαιούχων που έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ή την ημερομηνία προτεραιότητας του σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ο δικαιούχος του εν λόγω σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο που δεν έχει τη συγκατάθεσή του να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές για προϊόντα ή υπηρεσίες, οποιοδήποτε σημείο εφόσον:

α)

το σημείο είναι ταυτόσημο με το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και χρησιμοποιείται για υπηρεσίες ή προϊόντα που ταυτίζονται με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]·

[…]

3.   Τα ακόλουθα, ειδικότερα, είναι δυνατόν να απαγορεύονται δυνάμει της παραγράφου 2:

[…]

β)

η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η αποθήκευσή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή η παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό·

γ)

η εισαγωγή ή η εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο·

[…]».

10

Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού επιγράφεται «[Ανάλωση] του δικαιώματος που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]» και ορίζει τα εξής:

«1.   Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.»

Η οδηγία 2004/48/ΕΚ

11

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 195, σ. 16, και ΕΕ 2007, L 204, σ. 27), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:

«Η παρούσα οδηγία αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ο όρος “δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας” εμπεριέχει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.»

12

Το άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των μέσων που προβλέπονται ή ενδέχεται να προβλεφθούν με την κοινοτική ή την εθνική νομοθεσία, καθόσον τα εν λόγω μέσα μπορεί να είναι ευνοϊκότερα για τους δικαιούχους, τα μέτρα, οι διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σε οποιαδήποτε προσβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία ή/και την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους.»

13

Το κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας φέρει τον τίτλο «Μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης» και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το άρθρο 3, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενική υποχρέωση» και ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα εν λόγω μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης πρέπει επίσης να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία εμποδίων στο νόμιμο εμπόριο και να προβλέπονται εγγυήσεις κατά της κατάχρησής τους.»

14

Το άρθρο 6 φέρει τον τίτλο «Αποδεικτικά στοιχεία» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου ο οποίος έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ευλόγως διαθέσιμα και επαρκή προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του και ο οποίος, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς του, έχει προβάλλει αποδεικτικά στοιχεία ευρισκόμενα υπό τον έλεγχο του αντιδίκου, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να δύνανται να διατάσσουν την προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων από τον αντίδικο, με την επιφύλαξη ότι διασφαλίζεται η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές πρέπει να θεωρούν ότι ικανό δείγμα σημαντικού αριθμού αντιγράφων ενός έργου ή οποιουδήποτε άλλου προστατευομένου αντικειμένου συνιστά βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο.»

Το πολωνικό δίκαιο

15

Το άρθρο 325 του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας πολιτικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«Το διατακτικό της απόφασης πρέπει να περιέχει την ονομασία του δικαστηρίου, τα ονόματα των δικαστών, του γραμματέα και του εισαγγελέα, εφόσον ο τελευταίος παρενέβη στην υπόθεση, την ημερομηνία και τον τόπο της συνεδρίασης και της έκδοσης της απόφασης, τα ονόματα των διαδίκων και το αντικείμενο της υπόθεσης, καθώς και την απόφαση του δικαστηρίου επί των αιτημάτων των διαδίκων.»

16

Το άρθρο 758 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Τα [sądy rejonowe (περιφερειακά δικαστήρια, Πολωνία)] καθώς και οι δικαστικοί επιμελητές που υπάγονται στα δικαστήρια αυτά είναι αρμόδια για θέματα εκτέλεσης.»

17

Κατά το άρθρο 767 του ίδιου κώδικα:

«1.   Εκτός εάν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά των πράξεων του δικαστικού επιμελητή μπορεί να ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του περιφερειακού δικαστηρίου. Είναι επίσης δυνατή η άσκηση ανακοπής κατά της παράλειψης σύνταξης εγγράφου από τον δικαστικό επιμελητή. Η ανακοπή εξετάζεται από το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο δικαστικός επιμελητής.

2.   Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί από διάδικο ή από άλλο πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα προσβλήθηκαν ή απειλήθηκαν από την πράξη ή από την παράλειψη του δικαστικού επιμελητή.

[…]»

18

Το άρθρο 840 προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει ανακοπή με αίτημα την ολική ή μερική ακύρωση ή τον περιορισμό του εκτελεστικού αποτελέσματος του εκτελεστού τίτλου, εφόσον:

1.

αμφισβητεί τα γεγονότα που δικαιολογούν την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ιδίως εφόσον αμφισβητεί την ύπαρξη υποχρέωσης που διαπιστώνεται με απλό εκτελεστό τίτλο πέραν της δικαστικής απόφασης ή τη μεταβίβαση μιας υποχρέωσης παρά την ύπαρξη επίσημου εγγράφου που τη βεβαιώνει·

2.

μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, έλαβε χώρα γεγονός το οποίο οδήγησε στην απόσβεση της ενοχής ή στην αδυναμία εκτέλεσης· εάν ο τίτλος είναι δικαστική απόφαση, ο οφειλέτης μπορεί επίσης να στηρίξει την ανακοπή σε γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, εξαιρουμένων, πρώτον, της εκπλήρωσης της παροχής, εφόσον η επίκλησή της στην επίμαχη υπόθεση ήταν απαράδεκτη εκ του νόμου, και, δεύτερον, του συμψηφισμού.

[…]»

19

Το άρθρο 843 προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Ο αιτών οφείλει να παραθέσει στο δικόγραφο όλους τους λόγους που μπορεί να προβάλει στο στάδιο αυτό, άλλως θα στερηθεί το δικαίωμα προβολής τους σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.»

20

Το άρθρο 1050 ορίζει τα εξής:

«1. Όταν ο οφειλέτης υποχρεούται να διενεργήσει πράξη η οποία δεν μπορεί να διενεργηθεί από άλλο πρόσωπο και η διενέργεια της οποίας εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου πρέπει να διενεργηθεί η πράξη, κατόπιν αίτησης του δανειστή και μετά από ακρόαση των διαδίκων, τάσσει προθεσμία στον οφειλέτη για τη διενέργεια της πράξης, επί ποινή προστίμου, σε περίπτωση που δεν το πράξει εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

[…]

3. Εάν η προθεσμία που χορηγήθηκε στον οφειλέτη για τη διενέργεια πράξης έχει παρέλθει χωρίς ο οφειλέτης να προβεί σε αυτή, το δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του δανειστή, επιβάλλει πρόστιμο στον οφειλέτη και ταυτόχρονα ορίζει νέα προθεσμία για τη διενέργεια της πράξης, επί ποινή προσαυξημένου προστίμου.»

21

Το άρθρο 1051 προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν ο οφειλέτης δεσμεύεται από την υποχρέωση να μην προβαίνει ή να μην παρεμποδίζει τις πράξεις του δανειστή, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του διατάσσει, κατόπιν αίτησης του δανειστή, την καταβολή προστίμου, μετά από ακρόαση των διαδίκων και αφού διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του. Το δικαστήριο ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση υποβολής νέας αίτησης από τον δανειστή.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

22

Η Hewlett Packard είναι δικαιούχος αποκλειστικών δικαιωμάτων επί του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HP, το οποίο έχει καταχωριστεί με τον αριθμό 000052449, και του εικονιστικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης HP, το οποίο έχει καταχωριστεί με τον αριθμό 008579021.

23

Εμπορεύεται προϊόντα εξοπλισμού πληροφορικής φέροντα τα εν λόγω σήματα, μέσω εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων οι οποίοι δεσμεύονται να μην πωλούν τα προϊόντα αυτά, πέραν των τελικών χρηστών, σε πρόσωπα που δεν είναι μέλη του δικτύου διανομής της. Επιπλέον, οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι υποχρεούνται να αγοράζουν τα εν λόγω προϊόντα μόνον από άλλους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους ή από την ίδια την Hewlett Packard.

24

Κάθε τεμάχιο των προϊόντων αυτών φέρει αύξοντα αριθμό ώστε να είναι δυνατή η αναγνώρισή του. Η Hewlett Packard διαθέτει εργαλείο πληροφορικής το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, βάση δεδομένων στην οποία καταγράφονται όλα τα τεμάχια ενός προϊόντος και η αγορά για την οποία αυτά προορίζονται. Αντιθέτως, τα εν λόγω τεμάχια δεν διαθέτουν σύστημα σήμανσης που να παρέχει, αφ’ εαυτού, τη δυνατότητα να καθοριστεί αν κάποιο από αυτά προορίζεται ή όχι για την αγορά του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

25

Η Senetic δραστηριοποιείται στη διανομή εξοπλισμού πληροφορικής. Εισήγαγε στην Πολωνία προϊόντα φέροντα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιούχος των οποίων είναι η Hewlett Packard. Αγόρασε τα εν λόγω προϊόντα από πωλητές εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ και όχι από επίσημους διανομείς προϊόντων της Hewlett Packard, αφότου έλαβε από τους ως άνω πωλητές τη διαβεβαίωση ότι η εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων εντός του ΕΟΧ δεν συνιστούσε προσβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων της Hewlett Packard. Επιπλέον, η Senetic ζήτησε, ανεπιτυχώς, από τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της Hewlett Packard να της επιβεβαιώσουν ότι τα ίδια προϊόντα μπορούσαν να διατεθούν στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ χωρίς να υφίσταται προσβολή των αποκλειστικών δικαιωμάτων της εταιρίας.

26

Η Hewlett Packard άσκησε ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων αγωγή με αίτημα την παύση της προσβολής των δικαιωμάτων που αντλεί από τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των οποίων είναι δικαιούχος, ζητώντας να απαγορευθεί γενικώς στη Senetic να εισάγει, να εξάγει, να διαφημίζει και να αποθηκεύει για τους προαναφερθέντες σκοπούς προϊόντα εξοπλισμού πληροφορικής, τα οποία προσδιορίζονται από τα εν λόγω σήματα και δεν έχουν προηγουμένως διατεθεί στην αγορά εντός του ΕΟΧ από την ίδια ή με τη συγκατάθεσή της. Επιπλέον, η Hewlett Packard ζήτησε να υποχρεωθεί η Senetic να αποσύρει τα ως άνω προϊόντα από την αγορά.

27

Προς υπεράσπισή της, η Senetic επικαλείται την ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχουν τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζοντας ότι τα οικεία προϊόντα διατέθηκαν προηγουμένως στην αγορά εντός του ΕΟΧ από τη Hewlett Packard ή με τη συγκατάθεσή της.

28

Το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας, Πολωνία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι, ελλείψει συστήματος σήμανσης των προϊόντων της Hewlett Packard, είναι στην πράξη πολύ δύσκολο για έναν ανεξάρτητο διανομέα να αναγνωρίσει την αγορά προορισμού καθενός από τα προϊόντα που προσδιορίζονται από τα οικεία σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολλώ δε μάλλον να αποδείξει ότι τα προϊόντα αυτά διατέθηκαν στην αγορά εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο των σημάτων ή με τη συγκατάθεσή του.

29

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η Senetic θα μπορούσε θεωρητικά να απευθυνθεί στους προμηθευτές της για να λάβει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των επιχειρηματιών που παρενέβησαν σε προγενέστερο στάδιο της αλυσίδας διανομής. Εντούτοις, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q (C‑244/00, EU:C:2003:204), δεδομένου ότι οι προμηθευτές διστάζουν κατά κανόνα να δημοσιοποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού τους, θα ήταν μάλλον απίθανο να αποκτήσει η Senetic πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορίες.

30

Κατά πρώτον, κατά την πρακτική των πολωνικών δικαστηρίων, στο διατακτικό των αποφάσεών τους με τις οποίες γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γίνεται αναφορά σε «προϊόντα τα οποία δεν είχαν προηγουμένως διατεθεί στο εμπόριο εντός του [ΕΟΧ] από τον ενάγοντα (δικαιούχο του σήματος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]) ή με τη συγκατάθεσή του». Η διατύπωση αυτή δεν καθιστά δυνατό, στο στάδιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, τον προσδιορισμό των προϊόντων τα οποία αφορά η εν λόγω διαδικασία και τη διαφοροποίησή τους σε σχέση με τα προϊόντα που εξαιρούνται λόγω της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το επίμαχο σήμα. Επομένως, το διατακτικό των ως άνω αποφάσεων δεν επιβάλλει, στην πραγματικότητα, στους διαδίκους στους οποίους απευθύνεται, διαφορετική υποχρέωση από εκείνη που απορρέει ήδη εκ του νόμου.

31

Λόγω της ως άνω πρακτικής των δικαστηρίων, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα, αφενός, δεν δύναται να εκτελέσει εκουσίως απόφαση που διαπιστώνει την προσβολή και, αφετέρου, εκτίθεται στον κίνδυνο επιβολής κυρώσεων βάσει των άρθρων 1050 και 1051 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επιπλέον, η εν λόγω πρακτική οδηγεί συνήθως στην κατάσχεση όλων των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κυκλοφορούν χωρίς να θίγουν δικαίωμα παρεχόμενο από το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

32

Ομοίως, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 767, 840 και 843 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα προσκρούει σε διάφορα νομικά εμπόδια προκειμένου να μπορέσει να αντιταχθεί επιτυχώς στα διαταχθέντα στο πλαίσιο αυτό μέτρα, διαθέτει δε περιορισμένες μόνο δικονομικές εγγυήσεις.

33

Πρώτον, κατά το άρθρο 767 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όπως ερμηνεύεται από τα πολωνικά δικαστήρια, ανακοπή κατά πράξεως δικαστικού επιμελητή χωρεί μόνον όταν ο δικαστικός επιμελητής δεν τήρησε τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, με την άσκηση της ανακοπής δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί εάν ένα προϊόν που φέρει σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατέθηκε στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του.

34

Δεύτερον, ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπή βάσει του άρθρου 840 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, στο μέτρο που ένδικα βοηθήματα αυτού του είδους δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για τη διευκρίνιση του περιεχομένου της δικαστικής απόφασης που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο.

35

Τρίτον, σύμφωνα με κρατούσα στην πολωνική θεωρία άποψη, το αρμόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση δικαστήριο μπορεί βεβαίως να ακούσει τους διαδίκους, ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 1051 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, μόνον υπό το πρίσμα των στοιχείων που προκύπτουν από την ακρόαση των διαδίκων μπορεί να κρίνει αν ο εναγόμενος στην αγωγή λόγω προσβολής του σήματος ενήργησε σύμφωνα με το περιεχόμενο του εκτελεστού τίτλου, ενώ δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί σε διεξαγωγή αποδείξεων.

36

Τέταρτον, δυνάμει του άρθρου 843, παράγραφος 3, του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν ο οφειλέτης ασκεί ένδικο βοήθημα στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης, πρέπει να παραθέσει όλες τις αιτιάσεις που έχει τη δυνατότητα να προβάλει, άλλως χάνει το δικαίωμά του να τις προβάλει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.

37

Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, υπάρχει κίνδυνος η δικαστική προστασία που ισχύει στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων να περιοριστεί λόγω της πρακτικής των πολωνικών δικαστηρίων ως προς τη διατύπωση του διατακτικού των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται η προσβολή.

38

Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προστασία των αποκλειστικών δικαιωμάτων στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτη. Συγκεκριμένα, αφενός, περιορίζεται στην περίπτωση κατά την οποία η χρήση ενός σήματος από πρόσωπο διαφορετικό από τον δικαιούχο του θίγει τις λειτουργίες του σήματος. Αφετέρου, για την άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων απαιτείται εξισορρόπηση μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών και της προστασίας των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ιδίως, η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

39

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, υπό τις πραγματικές περιστάσεις της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, μπορεί να εφαρμοστεί η αντιστροφή του βάρους αποδείξεως στην οποία προέβη το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q (C‑244/00, EU:C:2003:204), ή ακόμη και να αποκλειστεί η δυνατότητα του δικαιούχου του σήματος να επικαλεστεί την προστασία που παρέχει το άρθρο 9 και το άρθρο 102 του κανονισμού 207/2009, νυν άρθρο 9 και άρθρο 130 του κανονισμού 2017/1001, αντιστοίχως.

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Έχουν το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού [2017/1001] και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, [ΣΕΕ] την έννοια ότι αντιτίθενται σε πρακτική εθνικών δικαστηρίων των κρατών μελών κατά την οποία τα δικαστήρια:

όταν δέχονται τα αιτήματα του δικαιούχου σήματος να απαγορευθεί η εισαγωγή, η εξαγωγή[,] η διαφήμιση εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να διαταχθεί η απόσυρσή τους από την αγορά,

όταν διατάσσουν, στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, την κατάσχεση των εμπορευμάτων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

μνημονεύουν στις αποφάσεις τους “προϊόντα που δεν έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του”, με συνέπεια ο καθορισμός των προϊόντων που φέρουν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελούν αντικείμενο των ως άνω μέτρων και απαγορεύσεων (ήτοι ο καθορισμός των προϊόντων που δεν έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός του [ΕΟΧ] από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του), λόγω της γενικής διατύπωσης του περιεχομένου της απόφασης, να επαφίεται στην αρχή που είναι επιφορτισμένη με την αναγκαστική εκτέλεση, η οποία βασίζεται προς τούτο σε δηλώσεις του δικαιούχου του σήματος ή σε εργαλεία παρεχόμενα από τον ίδιο (στα οποία συγκαταλέγονται εργαλεία της πληροφορικής και βάσεις δεδομένων), ενώ η δυνατότητα αμφισβήτησης, ενώπιον δικαστηρίου στο πλαίσιο τακτικής διαδικασίας επί της ουσίας, του καθορισμού στον οποίο προέβη η επιφορτισμένη με την αναγκαστική εκτέλεση αρχή αποκλείεται ή περιορίζεται από τη φύση των ενδίκων βοηθημάτων που έχει στη διάθεσή του ο καθού κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων και τη διαδικασία εκτέλεσης;

2.

Έχουν τα άρθρα 34, 35 και 36 [ΣΛΕΕ] την έννοια ότι αποκλείουν τη δυνατότητα επίκλησης εκ μέρους του δικαιούχου κοινοτικού (νυν ενωσιακού) σήματος της προστασίας που παρέχεται βάσει του άρθρου 9 και του άρθρου 102 του κανονισμού [207/2009] (νυν άρθρων 9 και 130 του κανονισμού [2017/1001]) σε περίπτωση που:

ο δικαιούχος κοινοτικού (νυν ενωσιακού) σήματος διανέμει εντός και εκτός του [ΕΟΧ] προϊόντα που φέρουν το εν λόγω σήμα μέσω εξουσιοδοτημένων διανομέων, οι οποίοι μπορούν να μεταπωλούν τα προϊόντα που φέρουν το σήμα σε πρόσωπα που δεν είναι τελικοί χρήστες των προϊόντων αυτών μόνον εφόσον ανήκουν αποκλειστικά στο επίσημο δίκτυο διανομής, ενώ ταυτόχρονα οι εξουσιοδοτημένοι διανομείς υποχρεούνται να αγοράζουν τα προϊόντα αποκλειστικά από άλλους εξουσιοδοτημένους πωλητές ή από τον δικαιούχο του σήματος·

τα προϊόντα που φέρουν το σήμα δεν φέρουν καμία άλλη ένδειξη ή άλλα διακριτικά χαρακτηριστικά που να αποδεικνύουν τον τόπο διαθέσεώς τους στο εμπόριο από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του·

ο εναγόμενος απέκτησε προϊόντα που φέρουν το σήμα εντός του [ΕΟΧ]·

ο εναγόμενος έλαβε διαβεβαιώσεις από τον πωλητή των προϊόντων που φέρουν το σήμα ότι τα προϊόντα αυτά μπορούσαν, σύμφωνα με τον νόμο, να διατεθούν στο εμπόριο εντός του [ΕΟΧ]·

ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαθέτει εργαλείο πληροφορικής (ή άλλο εργαλείο) ούτε χρησιμοποιεί σύστημα σημάνσεως, το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα στον δυνητικό αγοραστή του προϊόντος που φέρει το σήμα να ελέγξει ο ίδιος τη νομιμότητα της κυκλοφορίας των προϊόντων αυτών εντός του [ΕΟΧ] πριν από την αγορά του προϊόντος και αρνείται να προβεί στην εξακρίβωση αυτή κατόπιν αιτήματος του αγοραστή;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

41

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Νοεμβρίου 2021, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη μέχρι την έκδοση της απόφασης της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries (C‑175/21, EU:C:2022:895).

42

Κατόπιν απόφασης του Προέδρου του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2022, η Γραμματεία του Δικαστηρίου κοινοποίησε την απόφαση αυτή στο αιτούν δικαστήριο, ζητώντας του να διευκρινίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω απόφασης, εμμένει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ιδίως όσον αφορά το πρώτο ερώτημα. Με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και την οδηγία 2004/48, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε πρακτική των εθνικών δικαστηρίων κατά την οποία το διατακτικό της αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτή αγωγή λόγω προσβολής του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει συνταχθεί με όρους οι οποίοι, λόγω του γενικού χαρακτήρα τους, καταλείπουν στην αρμόδια για την αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω απόφασης αρχή την εξουσία να καθορίσει επί ποιων προϊόντων εφαρμόζεται η απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον καθορισμό των προϊόντων που αφορά η εν λόγω διαδικασία και ότι το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και να αποφασίσει, τηρώντας τις διατάξεις της οδηγίας 2004/48, ποια προϊόντα διατέθηκαν πράγματι στο εμπόριο εντός του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του.

43

Με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυθημερόν, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι αποσύρει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και ότι διατηρεί το δεύτερο.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

44

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Επιπλέον, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στις οποίες το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Impexeco και PI Pharma, C‑253/20 και C‑254/20, EU:C:2022:894, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Εν προκειμένω, με το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία των άρθρων 34, 35 και 36 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διευκρινιστεί αν οι εν λόγω διατάξεις αποκλείουν τη δυνατότητα του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επικαλεστεί την προστασία που παρέχει το άρθρο 9 του κανονισμού 207/2009 ή το άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001, υπό ορισμένες περιστάσεις τις οποίες το αιτούν δικαστήριο απαριθμεί.

46

Συναφώς, υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 15 του κανονισμού 2017/1001 ρυθμίζουν πλήρως το ζήτημα της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα όσον αφορά τα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, αντιστοίχως.

47

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, το βάρος αποδείξεως της ανάλωσης των δικαιωμάτων που παρέχουν τα οικεία σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να βαρύνει αποκλειστικά τον εναγόμενο στην αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στο να φέρει αποκλειστικώς ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα το βάρος αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που τα προϊόντα, τα οποία φέρουν το σήμα και δεν περιλαμβάνουν καμία σήμανση που να παρέχει στους τρίτους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την αγορά στην οποία προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο, διανέμονται δε μέσω δικτύου επιλεκτικής διανομής, τα μέλη του οποίου μπορούν να τα μεταπωλήσουν μόνο σε άλλα μέλη του ίδιου δικτύου ή σε τελικούς χρήστες, αγοράστηκαν από τον εναγόμενο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, αφού οι πωλητές τον είχαν διαβεβαιώσει ότι μπορούσαν να τα διαθέσουν νομίμως στην αγορά και ότι ο δικαιούχος του σήματος αρνείται να προβεί ο ίδιος στην εξακρίβωση αυτή κατόπιν αιτήματος του αγοραστή.

49

Το άρθρο 9 του κανονισμού 207/2009, νυν άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001, απονέμει στον δικαιούχο του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικό δικαίωμα, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, μεταξύ άλλων, τη χωρίς τη συγκατάθεσή του εισαγωγή, προσφορά και διάθεση στο εμπόριο ή την κατοχή με σκοπό την εμπορία προϊόντων που φέρουν το σήμα του (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, νυν άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, προβλέπει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, ορίζοντας ότι το δικαίωμα του δικαιούχου του σήματος αναλώνεται στην περίπτωση που τα προϊόντα έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ υπό το σήμα αυτό από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η εν λόγω διάταξη σκοπεί να συμβιβάσει τα θεμελιώδη συμφέροντα της προστασίας των δικαιωμάτων επί του σήματος, αφενός, και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, αφετέρου (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Προκειμένου να διασφαλιστεί δίκαιη στάθμιση μεταξύ των θεμελιωδών αυτών συμφερόντων, η δυνατότητα επίκλησης της αναλώσεως του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό, οριοθετείται από πολλές απόψεις (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 41).

52

Ειδικότερα, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001 αποδίδουν την αρχή της αναλώσεως του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο στα προϊόντα που έχουν τεθεί, αντιστοίχως, στην αγορά εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Επομένως, η διάθεση στην αγορά των προϊόντων που φέρουν το εν λόγω σήμα εκτός της Ένωσης ή του ΕΟΧ δεν αναλώνει το δικαίωμα του δικαιούχου να εναντιωθεί, μεταξύ άλλων, στην εισαγωγή και τη διάθεση στην αγορά, εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, των προϊόντων αυτών που πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συγκατάθεσή του, παρέχοντάς του έτσι τη δυνατότητα να ελέγξει την πρώτη διάθεση στο εμπόριο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ των προϊόντων που φέρουν το εν λόγω σήμα (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Ως εκ τούτου, το δικαίωμα που παρέχει το ίδιο το σήμα αναλώνεται μόνο για τα τεμάχια ενός συγκεκριμένου προϊόντος που έχουν διατεθεί στο εμπόριο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ με τη συγκατάθεση του δικαιούχου. Συναφώς, δεν αρκεί το γεγονός ότι ο δικαιούχος του σήματος έχει ήδη διαθέσει στο εμπόριο, εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, άλλα τεμάχια του ίδιου προϊόντος ή προϊόντα παρόμοια με τα εισαγόμενα για τα οποία προβάλλεται η ανάλωση (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Όσον αφορά το ζήτημα ποιο μέρος φέρει το βάρος αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνεται, αφενός, ότι το ζήτημα αυτό δεν διέπεται ούτε από το άρθρο 13 του κανονισμού 207/2009, ούτε από το άρθρο 15 του κανονισμού 2017/1001, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη των δύο αυτών κανονισμών.

56

Αφετέρου, μολονότι οι διαδικαστικές πτυχές του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου του αποκλειστικού δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 9 του κανονισμού 207/2009, νυν άρθρο 9 του κανονισμού 2017/1001, διέπονται, κατ’ αρχήν, από το εθνικό δίκαιο, όπως αυτό έχει εναρμονιστεί με την οδηγία 2004/48, η οποία, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα άρθρα της 1 έως 3, αφορά τα μέτρα, τις διαδικασίες και τα μέτρα αποκατάστασης που είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 56), εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ως άνω οδηγία, και ειδικότερα τα άρθρα της 6 και 7, τα οποία περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II, τμήμα 2, με τίτλο «Αποδείξεις», δεν ρυθμίζει το ζήτημα του βάρους αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα.

57

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ο επιχειρηματίας που κατέχει εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στην αγορά του ΕΟΧ με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον δικαιούχο του εν λόγω σήματος ή με τη συγκατάθεσή του αντλεί δικαιώματα από την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία εγγυώνται τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, τα δε εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τα δικαιώματα αυτά (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι, κατ’ αρχήν, συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης κανόνας του εθνικού δικαίου κράτους μέλους δυνάμει του οποίου η ανάλωση του δικαιώματος που παρέχει το σήμα συνιστά μέσο άμυνας, οπότε το βάρος αποδείξεως φέρει ο εναγόμενος που προβάλλει τον ισχυρισμό αυτόν, έχει όμως επίσης διευκρινίσει ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από την προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων ενδέχεται να επιβάλλουν τροποποιήσεις του εν λόγω κανόνα αποδείξεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q, C‑244/00, EU:C:2003:204, σκέψεις 35 έως 37).

59

Επομένως, οι εθνικοί κανόνες διεξαγωγής και αξιολόγησης της αποδείξεως της ανάλωσης των δικαιωμάτων που παρέχει ένα σήμα πρέπει να είναι σύμφωνοι με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, επομένως, πρέπει να προσαρμόζονται όταν μπορούν να παράσχουν στον δικαιούχο τη δυνατότητα στεγανοποιήσεως των εγχώριων αγορών, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη διατήρηση των διαφορών τιμών μεταξύ των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries,C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60

Κατά συνέπεια, σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα, σε περίπτωση που ο εναγόμενος κατορθώσει να αποδείξει ότι, εάν φέρει ο ίδιος το βάρος αποδείξεως της διαθέσεως των προϊόντων στο εμπόριο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του, υφίσταται πραγματικός κίνδυνος στεγανοποιήσεως των εγχώριων αγορών, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως να προβεί σε προσαρμογή του βάρους αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q, C‑244/00, EU:C:2003:204, σκέψη 39).

61

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, πρώτον, ότι ο δικαιούχος των επίμαχων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκμεταλλεύεται σύστημα επιλεκτικής διανομής στο πλαίσιο του οποίου τα προϊόντα που φέρουν τα εν λόγω σήματα δεν περιλαμβάνουν καμία σήμανση που να παρέχει στους τρίτους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την αγορά στην οποία αυτά προορίζονται να διατεθούν, δεύτερον, ότι ο δικαιούχος αρνείται να γνωστοποιήσει την πληροφορία αυτή σε τρίτους και, τρίτον, ότι οι προμηθευτές του εναγομένου δεν συνηθίζουν να αποκαλύπτουν τις πηγές εφοδιασμού τους.

62

Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος διανομής, ο προμηθευτής αναλαμβάνει γενικώς να πωλεί τα αναφερόμενα στη σύμβαση αγαθά ή υπηρεσίες, άμεσα ή έμμεσα, μόνο σε επιλεγμένους διανομείς με βάση ορισμένα κριτήρια, υπό την προϋπόθεση ότι οι διανομείς αυτοί αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην πωλούν τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες σε μη εξουσιοδοτημένους διανομείς εντός της περιοχής που καθορίζει ο προμηθευτής για την εφαρμογή του εν λόγω συστήματος.

63

Υπό τις συνθήκες αυτές, το να φέρει ο εναγόμενος στην αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα το βάρος αποδείξεως του τόπου όπου τα φέροντα το σήμα προϊόντα, τα οποία εμπορεύεται, διατέθηκαν για πρώτη φορά στο εμπόριο από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του, θα μπορούσε να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να εμποδίσει τις παράλληλες εισαγωγές των προϊόντων που φέρουν το εν λόγω σήμα, ακόμη και αν ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που θα προέκυπτε σχετικώς δεν θα δικαιολογούνταν από την προστασία του δικαιώματος που παρέχει το ίδιο το σήμα.

64

Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος στην αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα αντιμετωπίζει σημαντικές δυσχέρειες ως προς την προσκόμιση τέτοιας απόδειξης λόγω της κατανοητής απροθυμίας των προμηθευτών του να αποκαλύψουν την πηγή εφοδιασμού τους εντός του δικτύου διανομής του δικαιούχου των επίμαχων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

65

Επιπλέον, ακόμη και αν ο εναγόμενος στην αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα αποδείκνυε ότι τα προϊόντα που φέρουν τα οικεία σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέρχονται από το δίκτυο επιλεκτικής διανομής του δικαιούχου των σημάτων αυτών εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, ο εν λόγω δικαιούχος θα ήταν σε θέση να εμποδίσει κάθε μελλοντική δυνατότητα εφοδιασμού από το μέλος του δικτύου διανομής του το οποίο παρέβη τις συμβατικές του υποχρεώσεις (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q, C‑244/00, EU:C:2003:204, σκέψη 40).

66

Ως εκ τούτου, υπό περιστάσεις όπως αυτές που περιγράφονται στη σκέψη 61 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως να προβεί σε προσαρμογή της κατανομής του βάρους αποδείξεως της ανάλωσης των δικαιωμάτων που παρέχουν τα επίμαχα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετακυλίοντας στον δικαιούχο των σημάτων αυτών το βάρος να αποδείξει ότι πραγματοποίησε ή ενέκρινε την πρώτη θέση σε κυκλοφορία των τεμαχίων των επίμαχων προϊόντων εκτός της Ένωσης ή του ΕΟΧ. Αν τούτο αποδειχθεί, εναπόκειται στον εναγόμενο της αγωγής λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα να αποδείξει ότι τα ίδια τεμάχια εισήχθησαν στη συνέχεια στον ΕΟΧ από τον δικαιούχο του σήματος ή με τη συγκατάθεσή του (πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2003, Van Doren + Q, C‑244/00, EU:C:2003:204, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στο να φέρει αποκλειστικώς ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα το βάρος αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που τα προϊόντα, τα οποία φέρουν το σήμα και δεν περιλαμβάνουν καμία σήμανση που να παρέχει στους τρίτους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την αγορά στην οποία προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο, διανέμονται δε μέσω δικτύου επιλεκτικής διανομής, τα μέλη του οποίου μπορούν να τα μεταπωλήσουν μόνο σε άλλα μέλη του ίδιου δικτύου ή σε τελικούς χρήστες, αγοράστηκαν από τον εναγόμενο εντός της Ένωσης ή του ΕΟΧ, αφού οι πωλητές τον είχαν διαβεβαιώσει ότι μπορούσαν να τα διαθέσουν νομίμως στην αγορά και ότι ο δικαιούχος του σήματος αρνείται να προβεί ο ίδιος στην εξακρίβωση αυτή κατόπιν αιτήματος του αγοραστή.

Επί των δικαστικών εξόδων

68

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 34 και 36 ΣΛΕΕ,

 

έχουν την έννοια ότι:

 

αντιτίθενται στο να φέρει αποκλειστικώς ο εναγόμενος σε αγωγή λόγω προσβολής του δικαιώματος στο σήμα το βάρος αποδείξεως της ανάλωσης του δικαιώματος που παρέχει το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περίπτωση που τα προϊόντα, τα οποία φέρουν το σήμα και δεν περιλαμβάνουν καμία σήμανση που να παρέχει στους τρίτους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν την αγορά στην οποία προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο, διανέμονται δε μέσω δικτύου επιλεκτικής διανομής, τα μέλη του οποίου μπορούν να τα μεταπωλήσουν μόνο σε άλλα μέλη του ίδιου δικτύου ή σε τελικούς χρήστες, αγοράστηκαν από τον εναγόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αφού οι πωλητές τον είχαν διαβεβαιώσει ότι μπορούσαν να τα διαθέσουν νομίμως στην αγορά και ότι ο δικαιούχος του σήματος αρνείται να προβεί ο ίδιος στην εξακρίβωση αυτή κατόπιν αιτήματος του αγοραστή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Top