EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0289

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2022.
IG κατά Varhoven administrativen sad.
Αίτηση του Administrativen sad Sofia-grad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Εθνικός δικονομικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι προσφυγή που ασκήθηκε προς αμφισβήτηση της συμβατότητας εθνικής διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης καθίσταται άνευ αντικειμένου εάν η διάταξη καταργηθεί εν εκκρεμοδικία.
Υπόθεση C-289/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:920

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Εθνικός δικονομικός κανόνας ο οποίος προβλέπει ότι προσφυγή που ασκήθηκε προς αμφισβήτηση της συμβατότητας εθνικής διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης καθίσταται άνευ αντικειμένου εάν η διάταξη καταργηθεί εν εκκρεμοδικία»

Στην υπόθεση C‑289/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 5ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

IG

κατά

Varhoven administrativen sad,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Ilešič, I. Jarukaitis, και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: R. Stefanova‑Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Απριλίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο IG, εκπροσωπούμενος από την G. Chernicherska και τον A. Slavchev, advokati,

το Varhoven administrativen sad, εκπροσωπούμενο από τις A. Adamova-Petkova, T. Kutsarova-Hristova και τον M. Semov,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Erlbacher και την G. Koleva,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του IG και του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία) σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη ο IG λόγω αποφάσεως του ανωτέρω εθνικού δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η προσφυγή που άσκησε ο IG κατά εθνικής κανονιστικής διατάξεως κατέστη άνευ αντικειμένου κατόπιν της τροποποιήσεως της επίμαχης διατάξεως.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το επιγραφόμενο «Μέτρηση» άρθρο 9 της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ 2012, L 315, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθερμάνσεως ή τηλεψύξης και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.

Παρόμοιος ατομικός μετρητής σε ανταγωνιστική τιμή παρέχεται πάντα όταν:

α)

αντικαθίσταται υπάρχων μετρητής, εκτός αν τούτο είναι τεχνικώς αδύνατο ή δεν είναι οικονομικώς αποδοτικό σε σχέση με τις εκτιμώμενες δυνατότητες μακροπρόθεσμης εξοικονόμησης ενέργειας,

β)

πραγματοποιείται νέα σύνδεση σε νέο κτίριο, ή σε κτίριο που υποβάλλεται σε ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με την οδηγία 2010/31/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ 2010, L 153, σ. 13)].

[…]

3.   […]

Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών στις οποίες παρέχεται τηλεθέρμανση ή τηλεψύξη ή που τα κοινόχρηστα συστήματα ψύξης ή θέρμανσης σε παρόμοια κτίρια είναι διαδεδομένα, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή του κόστους της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στα εν λόγω κτίρια για να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ακρίβεια του καταμερισμού της ατομικής κατανάλωσης. Όπου συντρέχει περίπτωση, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο κατανομής του κόστους για τη θέρμανση ή/και το ζεστό νερό ως εξής:

α)

ζεστό νερό για οικιακές ανάγκες,

β)

θερμότητα που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου με σκοπό τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων (στην περίπτωση που τα κλιμακοστάσια και οι διάδρομοι είναι εξοπλισμένοι με θερμαντικά σώματα),

γ)

θέρμανση διαμερισμάτων.»

4

Το άρθρο 10 της ανωτέρω οδηγίας αφορά, σύμφωνα με τον τίτλο του, τα «Στοιχεία που αφορούν την τιμολόγηση».

Το βουλγαρικό δίκαιο

Ο νόμος περί ενέργειας

5

Το άρθρο 155 του zakon za energetikata (νόμου περί ενέργειας, DV αριθ. 107, της 9ης Δεκεμβρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«(1)   […] Οι καταναλωτές που καταναλώνουν θερμική ενέργεια σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πληρώνουν, κατά την επιλογή τους, τη θερμική ενέργεια που καταναλώνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

1.

[…] σε 11 κατ’ αποκοπήν μηνιαίες δόσεις και σε μια μηνιαία δόση διακανονισμού·

2.

σε μηνιαίες δόσεις υπολογιζόμενες βάσει της προβλεπόμενης για το κτίριο καταναλώσεως και σε μια μηνιαία δόση διακανονισμού·

3.

σε συνάρτηση με την πραγματική κατανάλωση.

(2)   […] Η επιχείρηση διανομής θερμότητας ή ο προμηθευτής θερμικής ενέργειας χρεώνει την ποσότητα καταναλωθείσας θερμικής ενέργειας βάσει της πραγματικής καταναλώσεως τουλάχιστον άπαξ κατ’ έτος.

(3)   […] Οι κανόνες για τον καθορισμό της προβλεπόμενης καταναλώσεως και ο συμψηφισμός των ποσών που καταβλήθηκαν σε σχέση με την πράγματι καταναλωθείσα θερμική ενέργεια για κάθε πελάτη καθορίζονται με [κανονιστική απόφαση] […]».

Η απόφαση περί τηλεθερμάνσεως

6

Το άρθρο 61, παράγραφος 1, της naredba no 16-334 g. za toplocnabdyavaneto (κανονιστικής αποφάσεως αριθ. 16-334 περί τηλεθερμάνσεως), της 6ης Απριλίου 2007 (DV αριθ. 34, της 24ης Απριλίου 2007), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κανονιστική απόφαση περί τηλεθερμάνσεως), όριζε τα εξής:

«[…] Η κατανομή της καταναλώσεως θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται […] σύμφωνα με τις απαιτήσεις της παρούσας αποφάσεως και του παραρτήματός της.»

7

Το παράρτημα της κανονιστικής αποφάσεως περί τηλεθερμάνσεως καθόριζε τη μέθοδο υπολογισμού της κατανομής της καταναλώσεως θερμικής ενέργειας στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία.

Ο κώδικας διοικητικής δικονομίας

8

Το άρθρο 156 του administrativno-protsesualen kodeks (κώδικα διοικητικής δικονομίας) (DV αριθ. 30, της 11ης Απριλίου 2006) όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας διοικητικής δικονομίας), ορίζει τα εξής:

«1)   […] Με τη σύμφωνη γνώμη των λοιπών καθών και των ενδιαφερόμενων μερών για τα οποία η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευμενής, η διοικητική αρχή δύναται να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την εν λόγω πράξη ή να εκδώσει την πράξη της οποίας την έκδοση είχε αρνηθεί.

2)   Η συναίνεση του προσφεύγοντος είναι επίσης αναγκαία για την ανάκληση της πράξης μετά την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

3)   Η ανακληθείσα πράξη μπορεί να εκδοθεί εκ νέου μόνον εάν συντρέχουν νέες περιστάσεις.

4)   Εάν η προσφυγή κατά της πράξεως συνοδεύεται από αγωγή αποζημιώσεως, η διαδικασία συνεχίζεται σε σχέση με την εν λόγω αγωγή.»

9

Το άρθρο 187 του κώδικα διοικητικής δικονομίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1)   Οι προσφυγές κατά εκτελεστικών κανονιστικών πράξεων δεν υπόκεινται σε καμία προθεσμία.

2)   Είναι απαράδεκτη δεύτερη προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως εάν έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή για τους ίδιους λόγους.»

10

Το άρθρο 195 του ανωτέρω κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«1)   Εκτελεστική κανονιστική πράξη λογίζεται ακυρωθείσα από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της.

2)   Τα έννομα αποτελέσματα κανονιστικής πράξης που κηρύχθηκε άκυρη ή ακυρώθηκε ως ακυρώσιμη αποφασίζονται οίκοθεν από την αρμόδια αρχή εντός μέγιστης προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της.»

11

Κατά το άρθρο 204, παράγραφος 3, του εν λόγω κώδικα, όταν η ζημία προκαλείται από ανακληθείσα διοικητική πράξη, η έλλειψη νομιμότητάς της διαπιστώνεται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή αποζημιώσεως.

12

Το άρθρο 221, παράγραφος 4, του ίδιου κώδικα έχει ως εξής:

«Όταν, με τη συναίνεση των λοιπών καθών, η διοικητική αρχή ανακαλεί τη διοικητική πράξη ή εκδίδει την πράξη της οποίας την έκδοση είχε αρνηθεί, το [Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο)] αναιρεί, ως πάσχουσα δικονομική πλημμέλεια, τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε σχέση με την εν λόγω πράξη ή την εν λόγω άρνηση έκδοσης πράξης και περατώνει την υπόθεση.»

Ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των δήμων

13

Το άρθρο 1 του Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των δήμων, DV αριθ. 60, της 5ης Αυγούστου 1988) ορίζει τα εξής:

«1.   […] Το Δημόσιο και οι δήμοι ευθύνονται για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε πολίτες και σε νομικά πρόσωπα από παράνομες νομικές πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων και των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση της διοικητικής δραστηριότητας ή επ’ ευκαιρία αυτής […]

2.   […] Επί των μέσων ένδικης προστασίας που ασκούνται δυνάμει της παραγράφου 1 εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπει ο κώδικας διοικητικής δικονομίας […].»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Ο IG άσκησε προσφυγή ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) κατά του σημείου 6.1.1 του παραρτήματος της κανονιστικής αποφάσεως περί τηλεθερμάνσεως (στο εξής: επίμαχη εθνική διάταξη).

15

Με απόφαση της 13ης Απριλίου 2018, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αποφαινόμενο σε τριμελή σύνθεση, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίμαχη εθνική διάταξη, με το σκεπτικό ότι η διάταξη αυτή δεν επέτρεπε την επίτευξη του σκοπού που απορρέει από τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2012/27, τα οποία μεταφέρθηκαν στο βουλγαρικό δίκαιο με το άρθρο 155, παράγραφος 2, του νόμου περί ενέργειας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι του σκοπού να διασφαλισθεί ότι η θερμική ενέργεια τιμολογείται σε συνάρτηση με την πραγματική κατανάλωση.

16

Ο Ministar na energetikata (Υπουργός Ενέργειας, Βουλγαρία) άσκησε αναίρεση ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου), δικάζοντος σε πενταμελή σύνθεση, κατά της αποφάσεως που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη.

17

Με απόφαση που δημοσιεύθηκε στην Darzhaven vestnik στις 20 Σεπτεμβρίου 2019, ο Βούλγαρος νομοθέτης τροποποίησε την επίμαχη εθνική διάταξη.

18

Με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2020, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, διαπίστωσε ότι η επίμαχη εθνική διάταξη είχε τροποποιηθεί με μεταγενέστερη διάταξη διέπουσα τις ίδιες σχέσεις. Για τον λόγο αυτόν, το εν λόγω δικαστήριο αναίρεσε την απόφασή του της 13ης Απριλίου 2018 και έκρινε ότι η ενώπιόν του διαφορά είχε καταστεί άνευ αντικειμένου. Κατά το Varhoven administrativen sad, στο βουλγαρικό δίκαιο, η δυνατότητα προσβολής εκτελεστικών κανονιστικών πράξεων δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία, αλλά αφορά μόνον τις ισχύουσες κανονιστικές πράξεις και όχι εκείνες που έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί, οι οποίες δεν αποτελούν πλέον ισχύον δίκαιο κατά τον χρόνο κατά τον οποίο το δικαστήριο αποφαίνεται επί της ουσίας. Η ανωτέρω απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2020 είναι αμετάκλητη.

19

Κατόπιν αυτού, ο IG άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), κατά του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), με αίτημα την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι του προξένησε η απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2020 του τελευταίου αυτού δικαστηρίου. Προς στήριξη της προσφυγής του, υποστηρίζει ότι, με την απόφαση αυτή, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι η επίμαχη εθνική διάταξη ήταν σε ισχύ και έπρεπε να παράγει τα αποτελέσματά της για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας ασκήσεως της προσφυγής του και της ημερομηνίας καταργήσεως της διατάξεως αυτής. Ο IG υποστηρίζει ότι στερήθηκε τοιουτοτρόπως του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και του δικαιώματος εφαρμογής υπέρ αυτού των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Επιπλέον, αμφισβητεί το βάσιμο της νομολογίας του Varhoven administrativen sad (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) κατά την οποία η τροποποίηση κανονιστικής πράξεως εξομοιώνεται με την ανάκλησή της.

20

Το δε Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) υποστηρίζει ότι μια απόφαση, όπως η απόφασή του της 11ης Φεβρουαρίου 2020, με την οποία διαπιστώνεται ότι η διαφορά που υποβλήθηκε στην κρίση του κατέστη άνευ αντικειμένου, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να αποτελέσει η επίμαχη πράξη αντικείμενο ελέγχου νομιμότητας. Συγκεκριμένα, θα ήταν δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 204, παράγραφος 3, του κώδικα διοικητικής δικονομίας, δυνάμει του οποίου όταν η ζημία προκλήθηκε από ανακληθείσα διοικητική πράξη, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή αποζημιώσεως είναι αρμόδιο να διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητας της πράξεως αυτής. Κατά συνέπεια, διασφαλίζεται το δικαίωμα του IG σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, στο μέτρο που αυτός εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αποκατάσταση των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της θεσπίσεως της επίμαχης εθνικής διατάξεως.

21

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη τού είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η τροποποίηση διατάξεως εθνικής κανονιστικής πράξεως επί της οποίας είχε εκδοθεί, πριν από την εν λόγω τροποποίηση, δικαστική απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η αντίθεση της διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης απαλλάσσει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του ελέγχου της αποφάσεως αυτής από την υποχρέωσή του να εκτιμήσει τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης της εν λόγω διατάξεως ως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της. Θεωρεί ότι πρέπει επίσης να διευκρινισθεί αν από το γεγονός ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίμαχη εθνική διάταξη λογίζεται ως ανακληθείσα μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο διοικούμενος που αμφισβήτησε τη νομιμότητα της εν λόγω εθνικής διατάξεως πριν από την ανάκληση είχε δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής και αν η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να κριθεί η συμφωνία της εν λόγω εθνικής διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης μόνον στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που ο εν λόγω διοικούμενος ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της θεσπίσεως της επίμαχης εθνικής διατάξεως συνιστά τέτοια πραγματική δικαστική προσφυγή. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει τις αμφιβολίες του ως προς τα ανωτέρω, δεδομένου ότι η ίδια εθνική διάταξη, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της, θα εξακολουθήσει να διέπει τις έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ήταν σε ισχύ, ενώ μια ανακληθείσα διοικητική πράξη δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

22

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Απαλλάσσεται το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, λόγω τροποποιήσεως διατάξεως εθνικής κανονιστικής πράξεως την οποία προηγουμένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε κηρύξει ασύμβατη με διάταξη του ισχύοντος δικαίου της Ένωσης, από την υποχρέωση να ελέγξει την εφαρμοστέα πριν από την τροποποίηση διάταξη, ήτοι από την υποχρέωση να αποφανθεί κατά πόσον αυτή είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης;

2)

Συνιστά η παραδοχή περί ανακλήσεως της επίμαχης διατάξεως αποτελεσματική δικαστική προσφυγή για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που διασφαλίζει το δίκαιο της Ένωσης (εν προκειμένω το άρθρο 9 και το άρθρο 10 της οδηγίας [2012/27]), με άλλα λόγια υφίσταται αποτελεσματική δικαστική προσφυγή όταν η προβλεπόμενη από το εθνικό δίκαιο δυνατότητα να ελεγχθεί κατά πόσον η επίμαχη εθνική διάταξη ήταν συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης πριν από την τροποποίησή της υφίσταται μόνον όταν το αρμόδιο δικαστήριο επιλαμβάνεται συγκεκριμένης αγωγής αποζημιώσεως, ερειδόμενης στην εν λόγω διάταξη, και μόνο σε σχέση με το πρόσωπο που έχει ασκήσει την εν λόγω αγωγή;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Επιτρέπεται να εξακολουθεί να ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη, κατά την περίοδο από την έκδοση έως την τροποποίησή της, τις έννομες σχέσεις απεριόριστου κύκλου προσώπων τα οποία δεν έχουν ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη στην εν λόγω διάταξη ή επιτρέπεται να μην έχει γίνει εκτίμηση, σε σχέση με τα εν λόγω πρόσωπα, της συμβατότητας του εθνικού κανόνα δικαίου με τον κανόνα δικαίου της Ένωσης για την περίοδο πριν από την τροποποίηση;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

23

Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη διότι, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αυτή δεν εκθέτει τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας, σχέση η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται.

24

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Ομοίως, απόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως η οποία πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υποθέσεως, αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι αναγκαία και λυσιτελή. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Επομένως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβάλλονται (απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, SPV Project 1503 κ.λπ., C‑693/19 και C‑831/19, EU:C:2022:395, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία συνοψίζονται στις σκέψεις 14 έως 21 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως, ασκηθείσας από τον IG, με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη ο ίδιος λόγω της παραλείψεως του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) να αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό επί της ασκηθείσας από τον IG προσφυγής ακυρώσεως της επίμαχης εθνικής διατάξεως.

27

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, προς στήριξη της εν λόγω προσφυγής ακυρώσεως, ο IG είχε υποστηρίξει ότι η επίμαχη εθνική διάταξη δεν ήταν σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας 2012/27, όπως, εξάλλου, έκρινε και το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αποφαινόμενο σε τριμελή σύνθεση, με την απόφασή του της 13ης Απριλίου 2018, με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω προσφυγή. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει επίσης ότι, προς στήριξη της αγωγής του αποζημιώσεως, ο IG υποστηρίζει πως το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, κρίνοντας, σύμφωνα με τις διατάξεις του βουλγαρικού δικονομικού δικαίου, ότι η προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει είχε καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της καταργήσεως της επίμαχης εθνικής διατάξεως, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον προσέβαλε το δικαίωμα του IG σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Η εν λόγω παραβίαση του δικαίου της Ένωσης προκάλεσε τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο IG, την αποκατάσταση της οποίας ζητεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

28

Από τα ανωτέρω στοιχεία γίνονται κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, καθώς και η σχέση που το δικαστήριο αυτό θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, των δικονομικών κανόνων του βουλγαρικού δικαίου βάσει των οποίων το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), αποφαινόμενο σε πενταμελή σύνθεση, έκρινε ότι η προσφυγή ακυρώσεως του IG είχε καταστεί άνευ αντικειμένου, όπερ, κατά την άποψη του IG, του προκάλεσε ζημία.

29

Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

30

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) ότι, κατ’ ουσίαν, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη καθόσον αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του δεδικασμένου της δικής του αποφάσεως της 11ης Φεβρουαρίου 2020, αρκεί η επισήμανση ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρεται να υπέστη ο IG λόγω της ως άνω αποφάσεως, η οποία, κατά τον IG, παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, η αναγνώριση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης λόγω αποφάσεως δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό δεν συνεπάγεται, καθ’ εαυτήν, την αμφισβήτηση της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου μιας τέτοιας αποφάσεως (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 39).

31

Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

32

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε δικονομικό κανόνα κράτους μέλους δυνάμει του οποίου, όταν διάταξη του εσωτερικού δικαίου προσβληθείσα με προσφυγή ακυρώσεως ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης καταργείται και παύει, ως εκ τούτου, να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον, η διαφορά θεωρείται ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, οπότε παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής.

33

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, υπό τον όρο, ωστόσο, ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς) (C‑194/19, EU:C:2021:270), σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34

Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, δεν απαιτεί, αυτή καθεαυτήν, να υφίσταται αυτοτελές ένδικο βοήθημα το οποίο να σκοπεί, κυρίως, την αμφισβήτηση της συμφωνίας εθνικών διατάξεων με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης, εφόσον προβλέπονται ένα ή περισσότερα μέσα ένδικης προστασίας τα οποία, έστω και παρεμπιπτόντως, διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης [αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet, C‑432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 47, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2020, YS (Επαγγελματικές συντάξεις του διευθύνοντος προσωπικού), C‑223/19, EU:C:2020:753, σκέψη 96].

35

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η πλήρης αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και η ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων τα οποία οι ιδιώτες αντλούν από αυτό μπορούν να εξασφαλίζονται, ενδεχομένως, βάσει της αρχής της ευθύνης του κράτους για ζημίες που προκαλούνται εις βάρος ιδιωτών λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης για τις οποίες ευθύνεται το οικείο κράτος, καθόσον η αρχή αυτή είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe, C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 54).

36

Εν προκειμένω, το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν την περίπτωση κράτους μέλους το οποίο επέλεξε να προβλέψει, στην εσωτερική έννομη τάξη του, αυτοτελές ένδικο βοήθημα με το οποίο να μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση εθνικής διατάξεως για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι αυτή δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, προβλέποντας συγχρόνως ότι, σε περίπτωση καταργήσεως της εν λόγω διατάξεως, η προσφυγή ακυρώσεως θεωρείται ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, οπότε παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής.

37

Επομένως, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα, είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί, υπό το πρίσμα της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 33 έως 35 της παρούσας αποφάσεως, αν μια τέτοια εθνική δικονομική ρύθμιση συνάδει προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

38

Όσον αφορά, κατά πρώτον, την αρχή της ισοδυναμίας, εθνικός δικονομικός κανόνας όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι σύμφωνος με την ως άνω αρχή, στο μέτρο που εφαρμόζεται αδιακρίτως σε κάθε προσφυγή ακυρώσεως εθνικής διατάξεως, ανεξαρτήτως της νομικής βάσεώς της, και όχι μόνον στις προσφυγές που στηρίζονται στη φερόμενη ασυμβατότητα της επίμαχης διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης.

39

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 52 και 53 των προτάσεών του, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο δικονομικός κανόνας βάσει του οποίου το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) απεφάνθη ότι η προσφυγή ακυρώσεως του IG κατέστη άνευ αντικειμένου δεν έχει εφαρμογή αποκλειστικά στις προσφυγές ακυρώσεως εθνικής διατάξεως που στηρίζονται σε λόγους αντλούμενους από το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν όντως τούτο συμβαίνει.

40

Υπό την επιφύλαξη της ανωτέρω εξακριβώσεως, ένας τέτοιος εθνικός δικονομικός κανόνας είναι σύμφωνος προς την αρχή της ισοδυναμίας.

41

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη συμφωνία προς την αρχή της αποτελεσματικότητας ενός εθνικού δικονομικού κανόνα όπως ο επίμαχος στην κύρια δίκη, διαπιστώνεται, βεβαίως, ότι η κατάργηση διατάξεως του εθνικού δικαίου δεν έχει, από νομικής απόψεως, το ίδιο αποτέλεσμα με την ακύρωσή της.

42

Πράγματι, ενώ η κατάργηση μιας τέτοιας διατάξεως παράγει αποτελέσματα μόνον για το μέλλον (ex nunc), οπότε δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον κεκτημένο χαρακτήρα των εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία παρήγαγε η καταργηθείσα διάταξη επί υφιστάμενων καταστάσεων, η ακύρωση διατάξεως του εθνικού δικαίου επέρχεται αναδρομικώς (ex tunc) κατ’ αρχήν από την ημερομηνία εκδόσεώς της, οπότε τα αποτελέσματα τα οποία παρήγαγε η διάταξη επί υφισταμένων καταστάσεων αίρονται από της ανωτέρω ημερομηνίας.

43

Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, επισημαίνεται επίσης ότι δεν αποκλείεται η κατάργηση, εν εκκρεμοδικία, διατάξεως του εθνικού δικαίου της οποίας την ακύρωση επιδιώκει ο προσφεύγων να παράγει, ως προς αυτόν, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης καταστάσεώς του, τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα της ακυρώσεως την οποία ζητούσε.

44

Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, αν με την ασκηθείσα προσφυγή ακυρώσεως σκοπός του εν λόγω προσφεύγοντος ήταν μόνο να επιτύχει να μην παράγει η προσβαλλόμενη διάταξη, στο μέλλον, έννομα αποτελέσματα τα οποία θεωρεί επιζήμια, ενώ τα ενδεχόμενα αποτελέσματα που ήδη παρήγαγε η ίδια διάταξη δεν τον αφορούν.

45

Επομένως, στην περίπτωση που εξετάζεται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας το δικαστήριο, επιλαμβανόμενο προσφυγής περί ακυρώσεως της καταργηθείσας διατάξεως, αποφαίνεται ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως για τον λόγο ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Πράγματι, θα ήταν υπερβολικό, σε μια τέτοια περίπτωση, να απαιτηθεί από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς, ενώ, λόγω της καταργήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως, ο προσφεύγων έχει ήδη επιτύχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε με την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως.

46

Εντούτοις, είναι επίσης δυνατόν, ζητώντας την ακύρωση εθνικής διατάξεως, ο προσφεύγων να επιδιώκει επίσης την ακύρωση των εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία παρήχθησαν από την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και τα οποία του προκαλούν βλάβη. Σε μια τέτοια περίπτωση, μόνη η κατάργηση της εν λόγω διατάξεως δεν θα είχε ως συνέπεια την άρση των αποτελεσμάτων που παρήχθησαν στο παρελθόν, η δε εφαρμογή, σε μια τέτοια περίπτωση, εθνικής δικονομικής διατάξεως δυνάμει της οποίας καταργείται η δίκη για τον λόγο ότι κατέστη άνευ αντικειμένου ενδέχεται να στερήσει από τον προσφεύγοντα την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

47

Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονισθεί για τον λόγο και μόνον ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, το οικείο κράτος μέλος δεν ήταν υποχρεωμένο να προβλέψει στο εσωτερικό του δίκαιο αυτοτελές ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτηση της συμφωνίας των εθνικών διατάξεων προς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης ή για τον λόγο ότι το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει αγωγή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε λόγω της εφαρμογής εθνικής διατάξεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης.

48

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι πολίτες πρέπει να επιλέξουν, μεταξύ των διαφόρων ενδίκων βοηθημάτων τα οποία ενδεχομένως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, εκείνο το οποίο κρίνουν ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στους σκοπούς τους και για την ευδοκίμηση του οποίου θα χρησιμοποιήσουν τα μέσα που διαθέτουν.

49

Επομένως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ένας πολίτης, o οποίος θεωρεί ότι θίγεται από τα αποτελέσματα τα οποία παρήχθησαν από την εφαρμογή εθνικής διατάξεως η οποία φέρεται να αντιβαίνει προς οδηγία, να αποφασίσει, προκειμένου να άρει τα αποτελέσματα αυτά, να ασκήσει προσφυγή περί ακυρώσεως της συγκεκριμένης διατάξεως, όταν το εσωτερικό δίκαιο προβλέπει ένα τέτοιο ένδικο βοήθημα, και όχι αγωγή αποζημιώσεως κατά του οικείου κράτους μέλους.

50

Πράγματι, η ακύρωση της αντιβαίνουσας προς τη σχετική οδηγία εθνικής διατάξεως θα έχει επίσης ως συνέπεια την αναδρομική άρση των εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία παρήγαγε η διάταξη αυτή, άρση την οποία ενδεχομένως ο εν λόγω πολίτης να κρίνει προτιμότερη από την πιθανή επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος του οικείου κράτους μέλους προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω αυτών των εννόμων αποτελεσμάτων.

51

Επομένως, από το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 48 έως 49 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η κατάσταση προσφεύγοντος υπηκόου κράτους μέλους του οποίου το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει αυτοτελή προσφυγή με κύριο αίτημα την αμφισβήτηση της συμφωνίας εθνικής διατάξεως προς το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση των πολιτών σε άλλο κράτος μέλος του οποίου το εσωτερικό δικονομικό δίκαιο προβλέπει τέτοια προσφυγή η οποία, εντούτοις, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου σε περίπτωση καταργήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως.

52

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το να κριθεί ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως σε περίπτωση καταργήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως, χωρίς ο προσφεύγων να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει ότι, παρά την κατάργησή της, εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την ακύρωση της εν λόγω διατάξεως, μπορεί να καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον εν λόγω προσφεύγοντα από το δίκαιο της Ένωσης.

53

Η δυνατότητα του εν λόγω προσφεύγοντος να ασκήσει, σε μια τέτοια περίπτωση, νέα αγωγή αποζημιώσεως κατά του οικείου κράτους μέλους, με αίτημα να αποκατασταθεί η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των αποτελεσμάτων τα οποία παρήχθησαν από την εφαρμογή της προσβαλλομένης διατάξεως και, προς τούτο, να κριθεί, αυτή τη φορά παρεμπιπτόντως, ότι η συγκεκριμένη διάταξη είναι ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης, δεν αρκεί για τη διασφάλιση του δικαιώματος του ίδιου προσφεύγοντος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, δεν αποκλείεται να προκύπτουν για τον ίδιο δικονομικής φύσεως μειονεκτήματα, μεταξύ άλλων, σχετικά με τα έξοδα, τη διάρκεια της διαδικασίας και τους κανόνες εκπροσωπήσεως, ικανά να καταστήσουν εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Impact, C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 51).

54

Ο κίνδυνος αυτός συντρέχει κατά μείζονα λόγο, εάν η κατάργηση της προσβαλλόμενης διατάξεως και η διαπίστωση ότι εξέλιπε το αντικείμενο της προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωσή της λαμβάνουν χώρα σε προχωρημένο στάδιο της δίκης, όπως συνέβη εν προκειμένω, όπου διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης ότι εξέλιπε το αντικείμενο της διαφοράς.

55

Επομένως, μολονότι η αναγνωριζόμενη στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν αντιτίθεται, σε όλες τις περιπτώσεις, στο να θεωρείται ότι προσφυγή περί ακυρώσεως εθνικής διατάξεως η οποία φέρεται ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης έχει καταστεί άνευ αντικειμένου σε περίπτωση καταργήσεως της προσβαλλομένης διατάξεως, εντούτοις, η ως άνω αρχή αντιτίθεται, αντιθέτως, στην κατάργηση της δίκης για έναν τέτοιο λόγο χωρίς προηγουμένως οι διάδικοι να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν το ενδεχόμενο συμφέρον τους να συνεχισθεί η δίκη και, ως εκ τούτου, χωρίς η σχετική απόφαση να λάβει υπόψη ένα τέτοιο συμφέρον.

56

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε δικονομικό κανόνα κράτους μέλους δυνάμει του οποίου, όταν διάταξη του εσωτερικού δικαίου προσβληθείσα με προσφυγή ακυρώσεως ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης καταργείται και παύει, ως εκ τούτου, να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον, η διαφορά θεωρείται ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, χωρίς προηγουμένως οι διάδικοι να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν το ενδεχόμενο συμφέρον τους να συνεχισθεί η δίκη και χωρίς να ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο συμφέρον.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

57

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως η οποία δόθηκε στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η αρχή της αποτελεσματικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε δικονομικό κανόνα κράτους μέλους δυνάμει του οποίου, όταν διάταξη του εσωτερικού δικαίου προσβληθείσα με προσφυγή ακυρώσεως ως αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης καταργείται και παύει, ως εκ τούτου, να παράγει τα αποτελέσματά της για το μέλλον, η διαφορά θεωρείται ότι έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, χωρίς προηγουμένως οι διάδικοι να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν το ενδεχόμενο συμφέρον τους να συνεχισθεί η δίκη και χωρίς να ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο συμφέρον.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top