Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0202

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Σεπτεμβρίου 2022.
    ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση, κατά Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης.
    Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Τραπεζική ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης – Ετήσιες εισφορές – Εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος – Επιστροφή καταβληθεισών εισφορών – Pro rata temporis.
    Υπόθεση C-202/21 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:734

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Τραπεζική ένωση – Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης – Ετήσιες εισφορές – Εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος – Επιστροφή καταβληθεισών εισφορών – Pro rata temporis»

    Στην υπόθεση C‑202/21 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 30 Μαρτίου 2021,

    ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τον O. Behrends, Rechtsanwalt,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

    Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενο από τους C. J. Flynn και J. Kerlin, επικουρούμενους από την S. Ianc και τους T. Klupsch, B. Meyring και S. Schelo, Rechtsanwälte,

    καθού πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Nijenhuis, την A. Steiblytė και τον Δ. Τριανταφύλλου,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, και A. Kumin, δικαστή,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση, ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV Bank κατά ΕΣΕ (T‑758/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:28), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) της 17ης Οκτωβρίου 2018, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της, αφενός, για εκ νέου υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της για το έτος 2018 και για επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, καθώς και, αφετέρου, για επιστροφή μέρους της εκ των προτέρων εισφοράς της για το έτος 2015 κατόπιν της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός (ΕΕ) 806/2014

    2

    Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), έχει ως εξής:

    «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες:

    α)

    πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη·

    β)

    μητρικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και των μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, εγκατεστημένες σε συμμετέχον κράτος μέλος, όπου υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία που διενεργείται από την ΕΚΤ […]·

    γ)

    εταιρείες επενδύσεων και χρηματοοικονομικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε συμμετέχον κράτος μέλος, εφόσον καλύπτονται από την ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης που διενεργείται από την ΕΚΤ […]».

    3

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Όταν, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο Εξυγίανσης εκτελεί καθήκοντα ή ασκεί εξουσίες, που […] πρέπει να εκτελούνται ή να ασκούνται από την εθνική αρχή εξυγίανσης, το Συμβούλιο Εξυγίανσης, για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος κανονισμού […], θεωρείται ως η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης ή, σε περίπτωση εξυγίανσης διασυνοριακού ομίλου, ως η οικεία αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.»

    4

    Το άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 4, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «2.   Το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει ετησίως, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΚΤ ή την εθνική αρμόδια αρχή και σε στενή συνεργασία με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης, τις επιμέρους εισφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου.

    […]

    4.   Οι δεόντως εισπραχθείσες εισφορές κάθε οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεν επιστρέφονται στις οντότητες αυτές.»

    Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63

    5

    Η αιτιολογική σκέψη 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44), όπως τροποποιήθηκε από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/1434 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2016, L 233, σ. 1) (στο εξής: κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63), έχει ως εξής:

    «Το άρθρο 5 παράγραφος 1 του [κανονισμού 806/2014] προβλέπει ότι το [ΕΣΕ] θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού […], ως η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης, όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες, που […] πρέπει να εκτελούνται ή να ασκούνται από την εθνική αρχή εξυγίανσης. Λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει του άρθρου 70 παράγραφος 7 του [κανονισμού 806/2014], το Συμβούλιο Εξυγίανσης εξουσιοδοτείται να υπολογίζει τις συνεισφορές των ιδρυμάτων στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης […], η έννοια της αρχής εξυγίανσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει και το Συμβούλιο Εξυγίανσης.»

    6

    Το άρθρο 3, σημείο 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

    «[…] Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν […] οι ακόλουθοι ορισμοί:

    […]

    5)

    ως “ετήσια συνεισφορά” νοείται το ποσό […] αντλούμενο από την αρχή εξυγίανσης για την εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς για έκαστο των ιδρυμάτων […]».

    7

    Το άρθρο 12 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρατίθεται στο παρόν τμήμα για το ποσό της ετήσιας συνεισφοράς του, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου συνεισφοράς με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα.

    2.   Μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.»

    8

    Το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του ως άνω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «3.   Εφόσον οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα ιδρύματα στην αρχή εξυγίανσης υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις, η αρχή εξυγίανσης προσαρμόζει την ετήσια συνεισφορά σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες πληροφορίες κατά τον υπολογισμό της ετήσιας συνεισφοράς του εν λόγω ιδρύματος για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.

    4.   Τυχόν διαφορά μεταξύ της ετήσιας συνεισφοράς που υπολογίζεται και καταβάλλεται βάσει των πληροφοριών που υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις και της ετήσιας συνεισφοράς που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί ύστερα από την προσαρμογή της ετήσιας συνεισφοράς διακανονίζεται στο ποσό της ετήσιας συνεισφοράς που οφείλεται για την επόμενη περίοδο. Η προσαρμογή αυτή γίνεται με μείωση ή αύξηση των συνεισφορών κατά την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.»

    Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81

    9

    Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), ορίζει τα εξής:

    «Οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ιδρύματος που δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ακυρώνονται και οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν τις εν λόγω δεσμεύσεις επιστρέφονται.»

    10

    Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού έχει ως εξής:

    «Στη διάρκεια της αρχικής περιόδου, κατά τον υπολογισμό των εισφορών κάθε ιδρύματος, το Ταμείο λαμβάνει υπόψη τις εισφορές που συγκεντρώνονται από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 104 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190),] και μεταφέρονται στο Ταμείο […], αφαιρώντας τις εισφορές αυτές από το ποσό που οφείλει κάθε ίδρυμα.»

    Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/2361

    11

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 2, 4 και 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/2361 της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, σχετικά με το οριστικό σύστημα των εισφορών για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΕ 2017, L 337, σ. 6), ορίζει τα εξής:

    «2.   Όταν το καθεστώς μιας οντότητας ή ενός ομίλου αλλάξει μεταξύ των κατηγοριών που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, η επιμέρους ετήσια εισφορά της (του) για το εν λόγω οικονομικό έτος υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μηνών κατά τους οποίους η οντότητα ή ο όμιλος βρισκόταν στην αντίστοιχη κατηγορία κατά την τελευταία ημέρα του μήνα.

    […]

    4.   Σε περίπτωση που η ΕΚΤ αναφέρει αλλαγή όπως αυτή ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 […], το Συμβούλιο Εξυγίανσης υπολογίζει εκ νέου μόνο την επιμέρους ετήσια εισφορά της εν λόγω οντότητας ή ομίλου για τα οικεία οικονομικά έτη. […]

    5.   Όταν το ποσό μιας επιμέρους ετήσιας εισφοράς που καταβάλλεται είναι υψηλότερο από το ποσό που υπολογίστηκε εκ νέου σύμφωνα με την παράγραφο 4, το Συμβούλιο Εξυγίανσης επιστρέφει τη διαφορά στην εν λόγω οντότητα ή όμιλο. Όταν το ποσό μιας επιμέρους ετήσιας εισφοράς που καταβάλλεται είναι χαμηλότερο από το ποσό που υπολογίστηκε εκ νέου σύμφωνα με την παράγραφο 4, η σχετική οντότητα ή ο όμιλος καταβάλλει τη διαφορά στο Συμβούλιο Εξυγίανσης. Για τους σκοπούς της επιστροφής ή είσπραξης οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, το Συμβούλιο Εξυγίανσης μειώνει ή αυξάνει την επιμέρους ετήσια εισφορά της εν λόγω οντότητας ή του ομίλου κατά το οικονομικό έτος που έπεται του νέου υπολογισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 4.»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    12

    Η ABLV Bank AS ήταν λεττονικό αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, υποκείμενo στην εποπτεία της ΕΚΤ στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ).

    13

    Τον Δεκέμβριο του 2015 η ABLV Bank έλαβε πράξη επιβολής εισφοράς από τη Finanšu un kapitāla tirgus komisija (επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, Λεττονία), με την οποία η εν λόγω επιτροπή την ενημέρωνε για το οφειλόμενο ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς της για το έτος 2015. Η εισφορά αυτή, την οποία κατέβαλε η νυν αναιρεσείουσα (στο εξής: αναιρεσείουσα), μεταφέρθηκε στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ).

    14

    Στις 23 Φεβρουαρίου 2018 η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να θεωρηθεί ως ευρισκόμενη σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Την ίδια ημέρα το ΕΣΕ έκρινε, με την απόφαση SRB/EES/2018/09, ότι η λήψη μέτρου εξυγίανσης της αναιρεσείουσας δεν ήταν αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον.

    15

    Στις 26 Φεβρουαρίου 2018 οι μέτοχοι της ABLV Bank κίνησαν διαδικασία που της παρείχε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την εκκαθάρισή της και υπέβαλαν στην επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς αίτηση έγκρισης του σχεδίου εκούσιας εκκαθάρισής της.

    16

    Με την απόφαση SRB/ES/SRF/2018/03, της 12ης Απριλίου 2018, περί υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για το έτος 2018, το ΕΣΕ ενέκρινε τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2018. Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2018, η επιτροπή χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς ενημέρωσε την ABLV Bank ότι το ΕΣΕ είχε εκδώσει την εν λόγω απόφαση και της γνωστοποίησε το καταβλητέο ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς της για το έτος 2018. Η αναιρεσείουσα κατέβαλε το ποσό αυτό στις 3 Ιουλίου 2018.

    17

    Στις 11 Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ, κατόπιν πρότασης της επιτροπής χρηματοπιστωτικών αγορών και κεφαλαιαγοράς, εξέδωσε απόφαση περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της αναιρεσείουσας.

    18

    Με έγγραφο της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, η αναιρεσείουσα ζήτησε από το ΕΣΕ να της επιστρέψει μέρος της εισφοράς που είχε καταβάλει για το έτος 2015, να υπολογίσει εκ νέου την εκ των προτέρων εισφορά που όφειλε για το έτος 2018 και να της επιστρέψει τα ποσά που είχαν αχρεωστήτως καταβληθεί στο πλαίσιο αυτό.

    19

    Με την επίδικη απόφαση, το ΕΣΕ απέρριψε το εν λόγω αίτημα. Το ΕΣΕ εκτίμησε, βάσει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ότι καμία από τις διατάξεις των δύο αυτών κανονισμών δεν προέβλεπε τον εκ νέου υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς της αναιρεσείουσας για το έτος 2018 ή την επιστροφή μέρους αυτής. Ειδικότερα, το ΕΣΕ επισήμανε ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΚΤ συνιστούσε αλλαγή του καθεστώτος κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Επιπροσθέτως, το ΕΣΕ εκτίμησε ότι οι οντότητες οι οποίες είχαν καταβάλει εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 και των οποίων η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε στη συνέχεια δεν είχαν δικαίωμα σε επιστροφή των εκ των προτέρων εισφορών αυτών, όπως δεν είχαν εξάλλου δικαίωμα σε επιστροφή οποιασδήποτε άλλης δεόντως καταβληθείσας εκ των προτέρων εισφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014.

    Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    20

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η ABLV Bank άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

    21

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η αναιρεσείουσα προέβαλε δέκα λόγους ακυρώσεως. Με τους τρεις πρώτους λόγους, προσήπτε, κατ’ ουσίαν, στο ΕΣΕ ότι δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται κατ’ αναλογίαν προς την πάροδο του χρόνου (pro rata temporis). Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούσαν εσφαλμένη ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και, αφετέρου, του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Ο έκτος, ο έβδομος, ο όγδοος, ο ένατος και ο δέκατος λόγος ακυρώσεως αφορούσαν, αντιστοίχως, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της αναλογικότητας, της αρχής nemo auditur propriam turpitudinem allegans (στο εξής: αρχή nemo auditur), παράβαση της απαγόρευσης αντιφατικών μεταξύ τους ενεργειών καθώς και προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας.

    22

    Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, επετράπη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει υπέρ του ΕΣΕ.

    23

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η ABLV Bank.

    24

    Αφού έκρινε την προσφυγή παραδεκτή, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε από κοινού, στις σκέψεις 52 έως 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τους πέντε πρώτους λόγους ακυρώσεως.

    25

    Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος από την ΕΚΤ, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς, δεν αποτελεί περίσταση που παρέχει στο ίδρυμα αυτό δικαίωμα σε εκ νέου υπολογισμό pro rata temporis της εκ των προτέρων εισφοράς του για την περίοδο αυτή και αποφασίζοντας, ως εκ τούτου, να μην επιστρέψει στην ABLV Bank μέρος του ποσού που είχε καταβάλει ως εκ των προτέρων εισφορά για το έτος 2018. Έκρινε επίσης ότι το ΕΣΕ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ιδρύματος από την ΕΚΤ, κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου που προβλέπεται από τον κανονισμό 806/2014, δεν αποτελεί περίσταση που παρέχει στο ίδρυμα αυτό δικαίωμα σε επιστροφή του υπολοίπου της εκ των προτέρων εισφοράς του την οποία κατέβαλε για το έτος 2015.

    26

    Ως εκ τούτου, απέρριψε, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τους πέντε πρώτους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η ABLV Bank.

    27

    Στις σκέψεις 132 έως 180 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο και δέκατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η ABLV Bank.

    Αιτήματα των διαδίκων

    28

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η ABLV Bank ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

    να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας και

    στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποφανθεί επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    29

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την ABLV Bank στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    30

    Η ABLV Bank προβάλλει δεκατρείς λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως οι οποίοι αφορούν, πρώτον, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, δεύτερον, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τρίτον, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361, τέταρτον, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας του «αδικαιολόγητου πλουτισμού», πέμπτον, παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, έκτον, σφάλματα σχετικά με τη συνεκτίμηση της απόφασης SRB/ES/SRF/2018/03 του ΕΣΕ, έβδομον, εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, όγδοον, σφάλματα σχετικά με το καθεστώς των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής, ένατον, νομικά σφάλματα και παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015, δέκατον, νομικά σφάλματα ως προς την απόρριψη του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ενδέκατον, νομικά σφάλματα ως προς την απόρριψη του έβδομου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, δωδέκατον, νομικά σφάλματα ως προς την απόρριψη του όγδοου και ένατου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και, δέκατον τρίτον, σφάλματα όσον αφορά την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

    31

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι πολλοί από τους ανωτέρω λόγους είναι απαράδεκτοι.

    Επί του παραδεκτού

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    32

    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο πρώτος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι καθόσον δεν προσδιορίζουν τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις οποίες αναφέρονται.

    33

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι πολλοί λόγοι αναιρέσεως, ειδικότερα ο πρώτος, ο τρίτος, ο έβδομος και ο όγδοος, δεν αναφέρονται σε ουδεμία συγκεκριμένη σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    34

    Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και από το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, Dragnea κατά Επιτροπής, C‑351/20 P, EU:C:2022:8, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές αυτές και πρέπει να κριθεί απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως στερούμενη συνεπούς δομής, περιοριζόμενη στην προβολή γενικής φύσεως επιχειρημάτων και μη περιέχουσα ακριβή στοιχεία αφορώντα τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τις φερόμενες ως πάσχουσες πλάνη περί το δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    36

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται βεβαίως ότι οι λόγοι αναιρέσεως τους οποίους αφορά η ένσταση απαραδέκτου του ΕΣΕ και της Επιτροπής δεν περιέχουν συστηματική μνεία των σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τις οποίες αφορούν.

    37

    Εντούτοις, οι λόγοι αυτοί προβάλλονται κατ’ ακολουθίαν της δομής της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως διευκρινίζεται εξάλλου στο εισαγωγικό μέρος της αιτήσεως αναιρέσεως.

    38

    Ως εκ τούτου, τα περιεχόμενα στην αίτηση αναιρέσεως στοιχεία καθιστούν δυνατό τον ευχερή εντοπισμό των σκέψεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τις οποίες αφορά καθένας από τους λόγους αναιρέσεως, τα δε αμυντικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν από το ΕΣΕ και την Επιτροπή επιβεβαιώνουν εξάλλου ότι οι εν λόγω διάδικοι ήταν σε θέση να εντοπίσουν τις σχετικές σκέψεις.

    39

    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου η οποία αφορά έλλειψη ακρίβειας του πρώτου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έβδομου και του όγδοου λόγου αναιρέσεως.

    Επί της ουσίας

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    40

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, είναι εσφαλμένη, στο μέτρο που η διάταξη αυτή συνεπάγεται απλώς και μόνον ότι οι εκ των προτέρων εισφορές δεν συνιστούν επιστρεπτέες καταθέσεις.

    41

    Πρώτον, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, το Γενικό Δικαστήριο παρεξέκλινε από τη συνήθη έννοια του όρου «οφειλόμενο» και από τη θεωρία του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θεωρώντας ως «οφειλόμενο» κάθε ποσό που αρχικώς καταβλήθηκε δεόντως, ακόμα και αν αποδειχθεί μεταγενέστερα ότι δεν έπρεπε να καταβληθεί για την κρίσιμη περίοδο.

    42

    Επιπροσθέτως, το περιεχόμενο της άρνησης του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 δεν είναι τόσο σαφές όσο διαβεβαίωσε το Γενικό Δικαστήριο. Το περιεχόμενο της εν λόγω άρνησης εξαρτάται από το αντικείμενο το οποίο αφορά, ήτοι επιστρεπτέα κατάθεση ή μεταγενέστερη επανεξέταση των οφειλόμενων ποσών. Ούτε η απουσία αναφοράς, στη διάταξη αυτή, της δυνατότητας προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών σε περίπτωση απώλειας της άδειας λειτουργίας του ενδιαφερόμενου ιδρύματος είναι καθοριστική, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω διάταξη είναι ελάχιστα λεπτομερής.

    43

    Δεύτερον, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 που έγινε δεκτή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ασυνεπής προς άλλα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης.

    44

    Η ερμηνεία αυτή προσκρούει στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 και στο άρθρο 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, τα οποία προβλέπουν δυνατότητες επιστροφής των εκ των προτέρων εισφορών.

    45

    Κατά την άποψή της, η εν λόγω ερμηνεία δεν συνάδει ούτε με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, διότι θα ήταν παράλογο η διάταξη αυτή να ορίζει ορισμένες αλλαγές ως στερούμενες σημασίας για τον μεταγενέστερο προσδιορισμό οφειλής εάν αυτός ο προσδιορισμός εν πάση περιπτώσει αποκλείεται.

    46

    Ομοίως, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι συνεπής προς τη συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967). Στην πραγματικότητα, η συλλογιστική αυτή, η οποία αναφέρεται στο ότι η αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος η οποία επήλθε κατά τη διάρκεια περιόδου συνεισφοράς στο ΕΤΕ δεν είναι κρίσιμη, δεν στηρίζεται στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 αλλά στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

    47

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως τη φύση των εκ των προτέρων εισφορών κρίνοντας ότι δεν συνιστούν καθορισμένες ατομικές εισφορές συναρτώμενες με τους κινδύνους που συνδέονται με ένα ίδρυμα και αναφερόμενες σε συγκεκριμένες περιόδους, όπως τα ασφάλιστρα. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ατομικές εισφορές καθορίζονται ανάλογα με τους κινδύνους και την πιθανότητα είσπραξης νέων εισφορών μετά την αρχική περίοδο που προβλέπει ο κανονισμός 806/2014. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται στον χρόνο και δεν συνδέονται αυτόματα με αντιπαροχή δεν ασκεί επιρροή, καθόσον πρόκειται για χαρακτηριστικά κοινά στο σύνολο των συστημάτων ασφάλισης.

    48

    Τέταρτον, η επιστροφή που ζήτησε η ABLV Bank είναι, εν πάση περιπτώσει, επίσης εφικτή σε πλαίσιο αντίστοιχο προς εκείνο του φορολογικού δικαίου, χωρίς ο καθορισμένος σκοπός της επίτευξης ενός επιπέδου-στόχου αποθεματικών να αρκεί ώστε να αποκλείσει μια πιθανή επιστροφή των καταβληθέντων.

    49

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    50

    Το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι οι δεόντως εισπραχθείσες εκ των προτέρων εισφορές των ιδρυμάτων δεν τους επιστρέφονται.

    51

    Στις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, καταρχάς, ότι το γράμμα της διάταξης δεν επιδέχεται παρερμηνεία ως προς το ότι μια δεόντως εισπραχθείσα εισφορά δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστροφής.

    52

    Το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέχεια, στις σκέψεις 68 έως 73 της ως άνω απόφασης, στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η εν λόγω διάταξη. Επισήμανε ιδίως ότι από τη νομοθεσία της Ένωσης προκύπτει ότι οι εκ των προτέρων εισφορές δεν αφορούν συγκεκριμένο έτος και δεν εξασφαλίζουν οποιαδήποτε αντιπαροχή, τα στοιχεία δε αυτά διακρίνουν τις εκ των προτέρων εισφορές από τα ασφάλιστρα, των οποίων η επιστροφή πρέπει να προβλέπεται σε περίπτωση μεταβολής καταστάσεων που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του έτους.

    53

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 74 και 75 της ίδιας απόφασης, ότι η συνεκτίμηση της εξέλιξης της νομικής και οικονομικής κατάστασης των οικείων ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους μπορεί να εμποδίσει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν ο κανονισμός 806/2014 και ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2015/63, ήτοι να διασφαλιστεί ότι, κατά το πέρας της αρχικής περιόδου οκτώ ετών, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ θα ανέλθουν τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας εντός όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

    54

    Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι από το σαφές γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη βούληση να αποκλείσει γενικώς την επιστροφή των εκ των προτέρων εισφορών που έχουν δεόντως εισπραχθεί.

    55

    Επιπροσθέτως, καθόσον η ABLV Bank ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σε ερμηνεία που παρεκκλίνει από τη συνήθη έννοια του όρου «οφειλόμενος», επισημαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη ουδόλως αναφέρεται στις «οφειλόμενες εισφορές», αλλά στις «δεόντως εισπραχθείσες εισφορές», υποδεικνύοντας, ως εκ τούτου, ότι ο κανόνας της μη επιστροφής που εισάγει εφαρμόζεται στις εκ των προτέρων εισφορές που εισπράχθηκαν κανονικά κατά την ημερομηνία καταβολής τους.

    56

    Επίσης, ενώ η ABLV Bank επικαλείται τον ελάχιστα λεπτομερή χαρακτήρα της ίδιας διάταξης προκειμένου να αναιρέσει τη λυσιτέλεια της περιεχόμενης στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διαπίστωσης, κατά την οποία ουδόλως γίνεται λόγος στη διάταξη για δυνατότητα a posteriori προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών, χωρίς ωστόσο να αμφισβητεί την ουσία της διαπίστωσης του Γενικού Δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω διατύπωση αντικατοπτρίζει την επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να θέσει έναν κανόνα χωρίς εξαιρέσεις.

    57

    Δεύτερον, η επιχειρηματολογία της ABLV Bank κατά την οποία η ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, προσκρούει σε άλλες διατάξεις παράγωγου δικαίου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    58

    Ειδικότερα, καταρχάς, το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 περιορίζεται στον καθορισμό ορισμένων κανόνων που εφαρμόζονται στις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής που αναλαμβάνονται από πιστωτικό ίδρυμα και παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες που οδήγησαν τον νομοθέτη της Ένωσης, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να θεσπίσει ειδικό καθεστώς για τις εν λόγω δεσμεύσεις.

    59

    Εν συνεχεία, μολονότι το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει βεβαίως ότι λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ της εκ των προτέρων εισφοράς που καταβλήθηκε βάσει πληροφοριών που υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις και της εκ των προτέρων εισφοράς που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εν λόγω συνεκτίμηση πρέπει να πραγματοποιείται όχι υπό τη μορφή επιστροφής, όπως εκείνη που ζητεί η ABLV Bank από το ΕΣΕ εν προκειμένω, αλλά στο πλαίσιο υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.

    60

    Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, η οποία έγινε δεκτή στις σκέψεις 66 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 άνευ χρησιμότητας.

    61

    Αφενός, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών της, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχει ιδίως ως σκοπό να αποφευχθεί κάθε αβεβαιότητα σχετικά με το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, στο μέτρο που το εν λόγω άρθρο προβλέπει εξαίρεση από την αρχή σύμφωνα με την οποία οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται επί τη βάσει πληροφοριών διαθέσιμων στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς.

    62

    Αφετέρου, το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 έχουν διαφορετικό καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής. Συγκεκριμένα, ενώ η πρώτη από τις εν λόγω διατάξεις αφορά μόνο τις εισφορές στο ΕΤΕ, η δεύτερη αναφέρεται, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στις εισφορές που εισπράττονται από την αρχή εξυγίανσης για την εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση, έννοια η οποία πρέπει να θεωρηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ότι αφορά επίσης το ΕΣΕ, όπως αναφέρει η αιτιολογική σκέψη 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

    63

    Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι, στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967) η οποία αφορούσε τον υπολογισμό εισφοράς σε εθνική αρχή εξυγίανσης, το Δικαστήριο περιορίστηκε σε ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, της μοναδικής διάταξης ως προς την οποία είχε εξάλλου ερωτηθεί, δεν συνεπάγεται ότι εμμέσως απέρριψε την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 η οποία έγινε δεκτή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

    64

    Τρίτον, η αναλογία που επικαλείται η ABLV Bank μεταξύ των εκ των προτέρων εισφορών και των ασφαλίστρων δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιβάλλει στο ΕΣΕ να υποκαθιστά το σαφές γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, με αντίθετο κανόνα, για τον λόγο ότι ο εν λόγω κανόνας είναι, κατά την αναιρεσείουσα, συνήθης στον τομέα των ασφαλίσεων.

    65

    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της ABLV Bank με τα οποία επιδιώκεται να καταδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρονται στις σκέψεις 68 έως 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να αποκλείσει, στη σκέψη 73 της ίδιας απόφασης, την ομοιότητα των χαρακτηριστικών των εκ των προτέρων εισφορών με εκείνα των ασφάλιστρων, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

    66

    Τέταρτον, ούτε η επιχειρηματολογία της ABLV Bank που βάλλει κατά των σκέψεων 74 και 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφορά τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου να αποκτήσει το ΕΤΕ επαρκή χρηματοδοτικά μέσα κατά το πέρας της αρχικής περιόδου των οκτώ ετών, παρόλο που προβαίνει σε επιστροφή εκ των προτέρων εισφορών όταν ένα ίδρυμα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, είναι ικανή να κλονίσει την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 76 της εν λόγω απόφασης.

    67

    Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θα μπορούσε επίσης να επιτύχει τον στόχο που αναφέρεται στη σκέψη 74 της ίδιας απόφασης επιτρέποντας τις εν λόγω επιστροφές, ακόμα και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν επιτρέπει απόκλιση από τις επιλογές του νομοθέτη σχετικά με τα καταλληλότερα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, επιλογές οι οποίες εκφράζονται με το σαφές γράμμα της εν λόγω διάταξης (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ.,C‑275/09, EU:C:2011:154, σκέψη 29).

    68

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    69

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η απώλεια της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να θεωρείται ως «αλλαγή του καθεστώτος», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

    70

    Η ερμηνεία αυτή δεν είναι σύμφωνη με την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, η οποία έγινε δεκτή στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, αν οποιαδήποτε επιστροφή αποκλειόταν κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής, θα ήταν άσκοπος ο αποκλεισμός, με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, της δυνατότητας τέτοιας επιστροφής σε περίπτωση αλλαγής καθεστώτος.

    71

    Επιπροσθέτως, η τελευταία διάταξη αφορά μόνο το ύψος της εκ των προτέρων εισφοράς και όχι την ίδια την αρχή της επιστροφής μιας τέτοιας εισφοράς. Η εν λόγω ερμηνεία προκύπτει σαφώς από την απόδοση της εν λόγω διάταξης στη γερμανική γλώσσα και συνάδει με τις υπόλοιπες γλωσσικές αποδόσεις της διάταξης. Το Δικαστήριο, πριν αποφανθεί ότι μια διασυνοριακή συγχώνευση έπρεπε να θεωρηθεί ως «αλλαγή του καθεστώτος», κατά την έννοια του άρθρου 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηρίχθηκε εξάλλου, στη σκέψη 47 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967), στο γεγονός ότι, κατόπιν μιας τέτοιας πράξης, το οικείο ίδρυμα συνεχίζει να εμπίπτει στον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (ΕΜΕ).

    72

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    73

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 προβλέπει ειδική μέθοδο υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς η οποία πρέπει να εφαρμόζεται όταν ένα ίδρυμα υπόκειται σε εποπτεία μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς.

    74

    Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού αναφέρει ότι μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς, δεν επηρεάζει την καταβλητέα εκ των προτέρων εισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.

    75

    Το Γενικό Δικαστήριο, αφού εξέθεσε στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το γράμμα των ως άνω διατάξεων, παρέπεμψε, στις σκέψεις 80 έως 83 της ίδιας απόφασης, σε μεγάλο μέρος των σκέψεων 35 έως 48 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967). Επί αυτής της βάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, στις σκέψεις 84 και 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΚΤ πρέπει, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που ανέφερε το Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967), να θεωρηθεί ως αλλαγή του καθεστώτος, ακόμα και αν η ανάκληση αυτή συνεπάγεται ότι το επίμαχο ίδρυμα δεν εμπίπτει πλέον στον ΕΜΕ.

    76

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο όρος «αλλαγή του καθεστώτος» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 μπορεί να καλύπτει οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής ή πραγματικής κατάστασης ενός ιδρύματος ικανή να ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψη 35).

    77

    Το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη συνεπάγεται, επιπροσθέτως, ότι το ωφέλημα του υπολογισμού της συνεισφοράς prorata temporis, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, καταρχήν, δεν παρέχεται για πράξη η οποία συνιστά αλλαγή του καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, στο μέτρο που η διάταξη του άρθρου 12, παράγραφος 1, ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψεις 39 και 40).

    78

    Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, αν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη της νομικής και οικονομικής κατάστασης των ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της οικείας χρήσης, δύσκολα θα μπορούσαν να υπολογίσουν κατά τρόπο αξιόπιστο τις τακτικές συνεισφορές του επόμενου έτους και, κατά συνέπεια, να υλοποιήσουν τον σκοπό επίτευξης, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τουλάχιστον του 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψη 43).

    79

    Το Δικαστήριο συνήγαγε από τα στοιχεία αυτά ότι η έννοια της «αλλαγής καθεστώτος», σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, πρέπει να ερμηνευθεί ευρέως ως περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, τη διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση που έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς (απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International, C‑255/18, EU:C:2019:967, σκέψη 44).

    80

    Λαμβανομένου υπόψη ότι οι εκτιμήσεις σχετικά με το γράμμα, το πλαίσιο και τον σκοπό του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 76 έως 78 της παρούσας απόφασης, είναι κρίσιμες όσον αφορά την απώλεια της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ορθώς, στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι εκτιμήσεις αυτές δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό της απώλειας της άδειας λειτουργίας ως «αλλαγής καθεστώτος», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

    81

    Ομοίως, χωρίς να υποπέσει σε νομικό σφάλμα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημα της ABLV Bank κατά το οποίο η έννοια «αλλαγή του καθεστώτος», σύμφωνα με την ίδια διάταξη, δεν αναφέρεται σε αλλαγές που οδηγούν στον εφεξής αποκλεισμό ενός ιδρύματος από τον ΕΜΕ.

    82

    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των αλλαγών καθεστώτος των ιδρυμάτων ανάλογα με το αν οι αλλαγές αυτές οδηγούν το οικείο ίδρυμα εκτός του ΕΜΕ.

    83

    Το γεγονός που επικαλείται η ABLV Bank, ότι η απόδοση της διάταξης στη γερμανική γλώσσα αναφέρεται μόνο στο ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς, δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

    84

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 47 της απόφασης της 14ης Νοεμβρίου 2019, State Street Bank International (C‑255/18, EU:C:2019:967), οι οποίες αφορούν, όπως αναφέρει η σκέψη 45 της ίδιας απόφασης, μόνο την επιβεβαίωση της ευρείας ερμηνείας του όρου «αλλαγή του καθεστώτος», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/63, της οποίας η ορθότητα είχε διαπιστωθεί ήδη στη σκέψη 44 της εν λόγω απόφασης, δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως συνεπαγόμενες ότι το Δικαστήριο σκόπευε να περιορίσει το περιεχόμενο της ως άνω ευρείας ερμηνείας μόνο στις μεταβολές της κατάστασης ενός ιδρύματος οι οποίες δεν οδηγούν σε έξοδο αυτού από τον ΕΜΕ.

    85

    Επιπροσθέτως, το επιχείρημα που προβάλλει η ABLV Bank κατά το οποίο οι ερμηνείες του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, τις οποίες δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι αντιφατικές πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 61 έως 63 της παρούσας απόφασης.

    86

    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    87

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank προβάλλει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο της επέβαλε εσφαλμένως να αποδείξει σύνδεσμο μεταξύ του άρθρου 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηριζόμενο στην εσφαλμένη άποψη ότι η ίδια έκφραση πρέπει καταρχήν να έχει διαφορετική έννοια όταν χρησιμοποιείται σε δυο διαφορετικές διατάξεις, εκτός εάν υπάρχει συγκεκριμένος σύνδεσμος μεταξύ των διατάξεων.

    88

    Αφετέρου, η αντίθεση που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με τις εκ των προτέρων εισφορές και των ειδικότερων συμφερόντων του επίμαχου ιδρύματος τα οποία εξυπηρετούνται από τις εισφορές για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών του ΕΣΕ είναι προδήλως εσφαλμένη. Θα ήταν πιο πρόσφορο να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι εκ των προτέρων εισφορές παρουσιάζουν έναν στενότερο σύνδεσμο με το επίμαχο ίδρυμα, διότι συνδέονται με το προφίλ κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος.

    89

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    90

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 2, 4 και 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 προβλέπει έναν τρόπο υπολογισμού prorata temporis της ετήσιας ατομικής εισφοράς για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών του ΕΣΕ όταν το καθεστώς μιας οντότητας ή ενός ομίλου υπόκειται σε ορισμένες μεταβολές κατά τη διάρκεια του έτους.

    91

    Στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «αλλαγή του καθεστώτος», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά μόνο τις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αντικειμένου και σκοπού μεταξύ των δύο αυτών πράξεων.

    92

    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην εν λόγω σκέψη 86, προκύπτει ότι το επιχείρημα της ABLV Bank κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο της επέβαλε εσφαλμένως να αποδείξει σύνδεσμο μεταξύ του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και του άρθρου 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε, στην εν λόγω σκέψη, στην απουσία συνδέσμου μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων.

    93

    Επιπροσθέτως, η ABLV Bank δεν βάλλει κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι εκ των προτέρων εισφορές και οι εισφορές για την κάλυψη των διοικητικών δαπανών του ΕΣΕ δεν έχουν το ίδιο αντικείμενο.

    94

    Δεδομένου ότι αυτή η διαφορά αντικειμένου αρκεί για να δικαιολογήσει τον υπολογισμό τους με διακριτές και ανεξάρτητες μεθόδους, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ABLV Bank δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα αρνούμενο να λάβει υπόψη το άρθρο 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 για την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

    95

    Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της έννοιας του «αδικαιολόγητου πλουτισμού»

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    96

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις 92 έως 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζονται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η εφαρμογή της έννοιας του «αδικαιολόγητου πλουτισμού» συνεπάγεται ότι εξετάζεται αποκλειστικώς και μόνον η αρχική αιτία της πληρωμής. Αντιθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, πρέπει καταρχήν να λαμβάνονται υπόψη μεταγενέστερες εξελίξεις οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο νομότυπο μιας πληρωμής, λόγος για τον οποίο το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 αποκλείει τη συνεκτίμηση ορισμένων μεταβολών για λόγους διοικητικής απλοποίησης.

    97

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    98

    Στις σκέψεις 94 έως 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες πληρωμές είχαν ως νομικές βάσεις το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, νομικές βάσεις που αποκλείουν τη μερική επιστροφή της εκ των προτέρων εισφοράς για το έτος 2018 και το κύρος των οποίων δεν είχε προσβληθεί από την ABLV Bank.

    99

    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε ρητώς, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη νομικής βάσεως για τον πλουτισμό του ΕΤΕ που απορρέει από το ότι εισέπραξε και κράτησε την εκ των προτέρων εισφορά για το έτος 2018 της ABLV Bank, στο γεγονός ότι οι κρίσιμες διατάξεις αποκλείουν την επιστροφή της εισφοράς αυτής σε περίπτωση μεταβολής του καθεστώτος του οικείου ιδρύματος κατά τη διάρκεια του έτους 2018.

    100

    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός μπορούσε να αποκλεισθεί εκ μόνου του λόγου ότι είχε αποδειχθεί η αρχική αιτία του πλουτισμού, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη νομικής βάσεως για τη διατήρηση των επίμαχων ποσών.

    101

    Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η ABLV Bank στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    102

    Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    103

    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας την οποία προέβαλε με το σημείο 40 του από 12 Ιουνίου 2020 υπομνήματός της απαντήσεως στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

    104

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    105

    Στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στα δικόγραφα της αναιρεσείουσας δεν προβάλλεται, ρητώς ή εμμέσως, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ως προς το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

    106

    Καθόσον η ABLV Bank ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε, συνακόλουθα, να αποφανθεί επί ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας η οποία προβλήθηκε στο σημείο 40 του από 12 Ιουνίου 2020 υπομνήματός της, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ιδίως ως αντικείμενο να εξακριβωθεί εάν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμον στο σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος και, αφετέρου, ότι ο λόγος ο οποίος αντλείται από έλλειψη απαντήσεως του Γενικού Δικαστηρίου σε επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με επίκληση παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο το οποίο εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και από το άρθρο 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, C‑100/16 P, EU:C:2017:194, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    107

    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να παραθέτει σκεπτικό το οποίο να εξετάζει αναλυτικά και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατυπώνουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί, επομένως, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους δεν έγιναν δεκτά τα επιχειρήματά τους από το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Ελληνικός Χρυσός κατά Επιτροπής, C‑100/16 P, EU:C:2017:194, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    108

    Εν προκειμένω, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έκρινε, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το σημείο 40 του υπομνήματος της αναιρεσείουσας της 12ης Ιουνίου 2020, το οποίο αναφέρει ότι θα ήταν παράνομο να γίνει δεκτή η ερμηνεία του άρθρου 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, την οποία πρότεινε το ΕΣΕ, αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου αυτού και όχι το κύρος του χωρίς να προβεί, με τον τρόπο αυτό, σε παραμόρφωση του εν λόγω υπομνήματος.

    109

    Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται σφάλματα όσον αφορά τη συνεκτίμηση της απόφασης SRB/ES/SRF/2018/03 του ΕΣΕ

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    110

    Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του κανόνα κατά τον οποίο μια πρακτική δεν μπορεί να τροποποιήσει το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν είναι πρόσφορη εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ενώ η απόφαση SRB/ES/SRF/2018/03 του ΕΣΕ διέταξε την επιστροφή των καταβληθεισών εκ των προτέρων εισφορών, είναι αναμφισβήτητο ότι μια τέτοια επιστροφή μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως απορρέουσα από κατοχυρωμένο δικαίωμα του δικαιούχου της εν λόγω επιστροφής, χωρίς να μπορεί να γίνει δεκτή επιστροφή εξ ελευθεριότητας εκ μέρους του ΕΣΕ.

    111

    Το επιχείρημα που δέχθηκε επικουρικώς το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την απόφαση SRB/ES/SRF/2018/03 του ΕΣΕ έχει αμιγώς σημασιολογικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η φύση μιας επιστροφής δεν μεταβάλλεται για τον λόγο ότι παρουσιάζεται ως αρνητική πληρωμή ή ότι προϋποθέτει μαθηματική πράξη. Επιπλέον, είναι αυθαίρετο να γίνεται διάκριση μεταξύ μείωσης του ποσού της εισφοράς και επιστροφής.

    112

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    113

    Στις σκέψεις 98 και 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματα της ABLV Bank κατά της απόφασης SRB/ES/SRF/2018/03 του ΕΣΕ ήταν αλυσιτελή, στο μέτρο που μια απλή πρακτική του ΕΣΕ δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια την τροποποίηση του περιεχομένου των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων της Ένωσης, πριν διευκρινίσει, επικουρικώς, στις σκέψεις 100 έως 102 της ίδιας απόφασης, ότι τα επιχειρήματα αυτά ήταν αβάσιμα.

    114

    Διαπιστώνεται ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η απλή πρακτική θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τους εφαρμοστέους επ’ αυτών κανόνες και δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να δημιουργήσει δεσμευτικό για αυτά προηγούμενο (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑271/94, EU:C:1996:133, σκέψη 24, και της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 54).

    115

    Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ΕΣΕ όντως δέχθηκε, στην απόφασή του SRB/ES/SRF/2018/03, τη δυνατότητα ορισμένων επιστροφών εκ των προτέρων εισφορών, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο.

    116

    Το γεγονός ότι το ΕΣΕ δεν μπορεί εγκύρως να προβαίνει σε ελευθεριότητες προς πιστωτικά ιδρύματα δεν ασκεί, στο πλαίσιο αυτό, επιρροή, στο μέτρο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ΕΣΕ, εκδίδοντας την απόφαση SRB/ES/SRF/2018/03, συμμορφώθηκε προς τον κανόνα αυτόν και, επιπλέον, ερμήνευσε ορθώς τους κανόνες παράγωγου δικαίου στους οποίους υπόκειται.

    117

    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας κατά των σκέψεων 98 και 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    118

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι σκέψεις 100 έως 102 της αποφάσεως αυτής πρέπει να θεωρηθούν επάλληλες, όπερ συνεπάγεται ότι η επιχειρηματολογία που βάλλει κατά των εν λόγω σκέψεων είναι αλυσιτελής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Dovgan κατά EUIPO, C‑142/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:487, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    119

    Ως εκ τούτου, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    120

    Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η δυνατότητα αναθεωρήσεως των εκ των προτέρων εισφορών που προβλέπει η διάταξη αυτή καταδεικνύει ότι η ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, δεν είναι ορθή.

    121

    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    122

    Το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, έκρινε, στις σκέψεις 107 και 108 της ίδιας απόφασης, ότι η προτεινόμενη από την αναιρεσείουσα ερμηνεία των διατάξεων αυτών, κατά την οποία κάθε εισφορά μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερων προσαρμογών, δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα τους και ότι η μεταβολή των συνθηκών την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις αναφερόμενες στις εν λόγω διατάξεις λογιστικές αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις.

    123

    Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank δεν προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς δεν εφάρμοσε το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, αλλά ότι δέχθηκε μια ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 η οποία δεν είναι συμβατή με το ως άνω άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4.

    124

    Πλην όμως, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    125

    Επομένως, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το παραδεκτό του.

    Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται σφάλματα σχετικά με το καθεστώς των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    126

    Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των επιχειρημάτων της, στο μέτρο που η ίδια δεν προέβαλε, με τα δικόγραφά της πρωτοδίκως, ότι οι εκ των προτέρων εισφορές της αποτελούσαν αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής.

    127

    Από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προκύπτει ότι πρέπει να διενεργούνται υπολογισμοί όταν μια οντότητα αποχωρεί από το ΕΤΕ και, ως εκ τούτου, ότι η ερμηνεία του κανονισμού 806/2014 στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη.

    128

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο όγδοος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    129

    Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει ότι οι αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής ιδρύματος που δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 ακυρώνονται και οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν τις εν λόγω δεσμεύσεις επιστρέφονται.

    130

    Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι δεσμεύσεις αυτές είναι διαφορετικής φύσεως από τις εκ των προτέρων εισφορές και υπόκεινται, για τον λόγο αυτό, σε ειδικό καθεστώς το οποίο δεν μπορεί να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, σε εισφορές όπως αυτές που κατέβαλε η ABLV Bank.

    131

    Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι από τις σκέψεις 110 και 111 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι η εκ των προτέρων εισφορά της για το έτος 2018 αποτελούνταν από αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής.

    132

    Πρέπει να υπογραμμιστεί, ειδικότερα, ότι το Γενικό Δικαστήριο ρητώς απέρριψε, στη σκέψη 111 της εν λόγω αποφάσεως, τη δυνατότητα «κατ’ αναλογίαν» εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

    133

    Επομένως, το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται παραμόρφωση των δικογράφων που υπέβαλε η ABLV Bank πρωτοδίκως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    134

    Αφετέρου, η αναιρεσείουσα, βεβαίως, ορθώς υποστηρίζει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 συνεπάγεται ότι το γεγονός ότι ένα ίδρυμα παύει να εμπίπτει στον ΕΜΕ μπορεί να οδηγήσει στη λήψη εκ μέρους του ΕΣΕ ορισμένων μέτρων σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές που κατέβαλε το ίδρυμα αυτό. Εντούτοις, ουδόλως επικρίνει τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής και των λοιπών εκ των προτέρων εισφορών και επιμένει, αντιθέτως, στην ύπαρξη των διαφορών αυτών.

    135

    Υπό τις συνθήκες αυτές, από την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει νομικό σφάλμα.

    136

    Ως εκ τούτου, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του ενάτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα και παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    137

    Με τον ένατο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank προβάλλει πλείονα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο αποφαινόμενο επί της επιχειρηματολογίας της σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015.

    138

    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς εξομοίωσε τις εισφορές αυτές με τις μεταγενέστερες εισφορές, παρόλο που οι εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 διατηρήθηκαν κεχωρισμένως μέχρι την επιστροφή τους στα οικεία ιδρύματα.

    139

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

    140

    Ειδικότερα, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η διάταξη αυτή δεν προέβλεψε ότι η επιστροφή των επίμαχων εισφορών πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά εντός περιόδου οκτώ ετών. Στο πλαίσιο αυτό, ο αποκλεισμός από το ευεργέτημα της επιστροφής των ιδρυμάτων που δεν υποχρεούνται πλέον να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορεί να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι η κατάστασή τους συναφώς είναι απόρροια της αδικαιολόγητης αναβολής της προβλεπόμενης επιστροφής. Η έλλειψη υπολογισμού για να ρυθμιστεί η κατάσταση των εν λόγω ιδρυμάτων προκαλεί έκπληξη, στο μέτρο που, σε μια τέτοια κατάσταση, προβλέπεται υπολογισμός στο άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

    141

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς αναφέρθηκε στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, καθόσον οι εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 δεν εισπράχθηκαν δυνάμει του κανονισμού αυτού και οι εφαρμοστέοι σε αυτό το είδος εισφορών κανόνες δεν περιλαμβάνουν ανάλογες διατάξεις.

    142

    Τέταρτον, η θέση που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως αντιφάσκει προς εκείνη που υιοθετήθηκε κατά την επί της ουσίας εκτίμηση σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015.

    143

    Πέμπτον, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι, παραπέμποντας στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, δέχεται ότι το ζήτημα των μεταβολών που επήλθαν κατά τη διάρκεια του έτους είναι κρίσιμο.

    144

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο ένατος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    145

    Αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο ΕΣΕ, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε καταρχάς, στη σκέψη 117 της ίδιας απόφασης, ότι οι εισφορές αυτές, μετά τη μεταφορά τους, συγκεντρώθηκαν αδιακρίτως με τις λοιπές εκ των προτέρων εισφορές εντός του ΕΤΕ.

    146

    Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 119 έως 127 της αποφάσεως αυτής, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για το αίτημα επιστροφής που υπέβαλε η αναιρεσείουσα. Επισήμανε, συναφώς, ότι η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει δικαίωμα επιστροφής και ότι διευκρινίζει μόνον τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθήσει το ΕΣΕ προκειμένου να ληφθούν υπόψη, κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, οι εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 που μεταφέρθηκαν σε αυτό από τα κράτη μέλη.

    147

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 128 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 διέπονταν πλέον, όπως και οι λοιπές εισφορές, από το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014.

    148

    Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η επιχειρηματολογία της ABLV Bank δεν αποδεικνύει ότι η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 120 έως 127 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ενέχει νομικό σφάλμα.

    149

    Η διάταξη αυτή ορίζει ότι το ΕΣΕ, κατά την αρχική περίοδο, όταν υπολογίζει τις εκ των προτέρων εισφορές κάθε ιδρύματος, λαμβάνει υπόψη τις εκ των προτέρων εισφορές που εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη και οι οποίες μεταφέρθηκαν στο ΕΤΕ, αφαιρώντας τες από το ποσό που οφείλει το ίδρυμα.

    150

    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 120 έως 122 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τόσο από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 όσο και από το αντικείμενο του εκτελεστικού κανονισμού, ήτοι από τη διευκρίνιση των όρων υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών κάθε ιδρύματος στο ΕΤΕ, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει δικαίωμα κάθε ιδρύματος να του επιστραφεί το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη και μεταφέρθηκαν στο ΕΤΕ. Επομένως, η εν λόγω διάταξη προβλέπει απλώς ότι στη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών στο ΕΤΕ πρέπει να περιληφθεί πράξη αφαιρέσεως των εν λόγω εισφορών.

    151

    Ως εκ τούτου, όπως υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ίδρυμα το οποίο δεν καλείται πλέον να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ δεν μπορεί να επωφεληθεί της εν λόγω πράξης αφαιρέσεως, δεδομένου ότι δεν υπόκειται πλέον σε αυτή τη μέθοδο υπολογισμού.

    152

    Η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατη με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού, στο μέτρο που η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αφορά το ειδικό καθεστώς των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής, δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα τη διευκρίνιση των κανόνων που εφαρμόζονται στις εκ των προτέρων εισφορές που εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη και μεταφέρθηκαν στο ΕΤΕ.

    153

    Δεύτερον, στο μέτρο που η επιχειρηματολογία της ABLV Bank πρέπει να νοηθεί ως βάλλουσα κατά της παρατυπίας της πρακτικής του ΕΣΕ που συνίστατο στη σταδιακή διενέργεια της αφαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου που προβλέπει ο κανονισμός 806/2014, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια παρατυπία, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, έπρεπε να προβληθεί κατά των αποφάσεων που καθόριζαν κάθε έτος τις εκ των προτέρων εισφορές, προκειμένου να καταδειχθεί ότι οι εν λόγω αποφάσεις στηρίζονταν σε μέθοδο υπολογισμού αντίθετη προς τη διάταξη αυτή.

    154

    Αντιθέτως, επιχειρηματολογία στηριζόμενη στην παρατυπία μιας τέτοιας πρακτικής δεν είναι ικανή να καταδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι το ΕΣΕ, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω διάταξη, ήταν υποχρεωμένο να προβεί, κατά την έξοδο ιδρύματος από το πεδίο του ΕΜΕ, σε επιστροφή της εκ των προτέρων εισφοράς του ιδρύματος αυτού που εισπράχθηκε από κράτος μέλος και μεταφέρθηκε στο ΕΤΕ, χωρίς οποιαδήποτε πράξη ετήσιου υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλει το εν λόγω ίδρυμα.

    155

    Επομένως, τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται η παρατυπία της πρακτικής του ΕΣΕ η οποία συνίστατο στη διενέργεια της αφαίρεσης την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 σταδιακά κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου που προβλέπει ο κανονισμός 806/2014, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

    156

    Τρίτον, δεδομένου ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 αφορά «τις δεόντως εισπραχθείσες εισφορές» χωρίς να διακρίνει μεταξύ των εκ των προτέρων εισφορών τις οποίες εισέπραξε απευθείας το ΕΣΕ και των εκ των προτέρων εισφορών που μεταφέρθηκαν σε αυτό από τα κράτη μέλη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 128 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στο σύνολο των εν λόγω εκ των προτέρων εισφορών που τέθηκαν στη διάθεση του ΕΣΕ.

    157

    Τέταρτον, τα επιχειρήματα της ABLV Bank που αφορούν αντιφάσεις μεταξύ της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το έτος 2015 και άλλων τμημάτων του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κριθούν απαράδεκτα, σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει σαφώς τη φύση των αντιφάσεων της αιτιολογίας τις οποίες προτίθεται να επικαλεσθεί.

    158

    Πέμπτον, δεδομένου ότι από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, αφενός, ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν προβλέπει δικαίωμα επιστροφής των εκ των προτέρων εισφορών που εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη και μεταφέρθηκαν στο ΕΤΕ και, αφετέρου, ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 είχε εφαρμογή στις εν λόγω εισφορές, προκύπτει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 117 και 128 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει καμία διάκριση, στο πλαίσιο του ΕΤΕ, μεταξύ των εν λόγω εισφορών και των εκ των προτέρων εισφορών που εισπράχθηκαν άμεσα από το ΕΣΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για τη δικαιολόγηση του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    159

    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι σχετικές με την εκτίμηση αυτή σκέψεις πρέπει να θεωρηθούν διατυπωθείσες ως εκ περισσού, τα επιχειρήματα της ABLV Bank με τα οποία επικρίνονται οι σκέψεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 118 της παρούσας αποφάσεως.

    160

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο ένατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος, εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του δεκάτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα κατά την απόρριψη του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    161

    Με τον δέκατο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στις σκέψεις 134 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση δεν παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ενέχει νομικό σφάλμα, διότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 έχει την έννοια που του προσέδωσε το Γενικό Δικαστήριο, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σαφής, λόγω ιδίως της ύπαρξης περιπτώσεων επιστροφής των εκ των προτέρων εισφορών.

    162

    Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    163

    Στις σκέψεις 136 έως 138 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ΕΣΕ δεν παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αιτιολόγησε την εκτίμηση αυτή διαπιστώνοντας ότι η επίδικη απόφαση ήταν προβλέψιμη, καθόσον στηριζόταν στο άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014, το οποίο αποτελεί σαφή και ακριβή διάταξη που δεν προβλέπει καμία εξαίρεση ή άμβλυνση.

    164

    Η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει νομικό σφάλμα, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας απόφασης, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι οι δεόντως εισπραχθείσες εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επιστροφής.

    165

    Επιπλέον, μολονότι η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες προβλέπουν ότι το ΕΣΕ όφειλε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιστρέψει εκ των προτέρων εισφορές, υπενθυμίζεται ότι από την εξέταση του πρώτου, του τρίτου, του έβδομου, του όγδοου και του ένατου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι τα επιχειρήματα της ABLV Bank σχετικά με το άρθρο 17, παράγραφοι 3 και 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το άρθρο 7, παράγραφος 3, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 καθώς και το άρθρο 7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/2361 δεν είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιας υποχρεώσεως επιστροφής.

    166

    Κατά συνέπεια, ο δέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα κατά την απόρριψη του έβδομου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    167

    Με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε «ριζική και ακραία» ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την αρχή της αναλογικότητας. Θεωρεί επίσης ότι εσφαλμένως έκρινε ότι το ΕΣΕ δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως.

    168

    Επιπροσθέτως, η ABLV Bank βάλλει κατά της απόρριψης από το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσεται στο σημείο 23 του δικογράφου της προσφυγής, ως απαράδεκτης. Υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή ήταν αρκούντως ακριβής ώστε να είναι παραδεκτή και δεν απαιτούσε λεπτομερή ανάλυση του παραδείγματος που προβλήθηκε προς στήριξή της.

    169

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    170

    Στις σκέψεις 142 έως 152 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας που αφορούσαν την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, επισήμανε, στη σκέψη 147 της απόφασης, αφενός, ότι το ΕΣΕ δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 καθώς και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 και, αφετέρου, ότι η ABLV Bank δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά των διατάξεων αυτών.

    171

    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι από τις εκτιμήσεις σχετικά με την εξέταση του πρώτου και του δεύτερου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το ΕΣΕ όφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και του άρθρου 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, να απορρίψει το αίτημα επιστροφής που υπέβαλε η αναιρεσείουσα. Επομένως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ δεν διέθετε συναφώς κανένα περιθώριο εκτίμησης.

    172

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στις σκέψεις 147 και 148 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η έλλειψη περιθωρίου εκτιμήσεως του ΕΣΕ συνεπάγεται ότι δεν μπορούσε βασίμως να του προσαφθεί ότι, απορρίπτοντας το αίτημα επιστροφής, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, εκτός αν προβαλλόταν το επιχείρημα ότι οι διατάξεις που το υποχρέωναν να λάβει απορριπτική απόφαση ήταν ανίσχυρες λόγω της ασυμβατότητάς τους προς την αρχή αυτή.

    173

    Ωστόσο, από την απόρριψη του πέμπτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο των δικογράφων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προβάλει τέτοια ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.

    174

    Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η αιτιολογία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αρκούσε για να δικαιολογήσει την απόρριψη του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως.

    175

    Επομένως, τα επιχειρήματα με τα οποία η ABLV Bank βάλλει κατά άλλων στοιχείων της αιτιολογίας του Γενικού Δικαστηρίου σχετικών με την απόρριψη του εβδόμου λόγου ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθούν αλυσιτελή, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 118 της παρούσας αποφάσεως.

    176

    Συνεπώς, ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

    Επί του δωδέκατου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται νομικά σφάλματα κατά την απόρριψη του όγδοου και του ένατου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    177

    Με τον δωδέκατο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα την αρχή nemo auditur.

    178

    Ειδικότερα, προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή αυτή, δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί αν το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63 ερμηνεύθηκαν δεόντως από το ΕΣΕ, αλλά να εκτιμηθεί αν ο οργανισμός αυτός είχε δημιουργήσει ο ίδιος παρανόμως τις συνθήκες τις οποίες επικαλέστηκε στη συνέχεια. Τούτο όμως συνέβη εν προκειμένω, καθόσον η απώλεια της άδειας λειτουργίας της αναιρεσείουσας ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της απόφασης SRB/EES/2018/09 του ΕΣΕ, η οποία εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητας του ΕΣΕ και ήταν παράνομη. Το ΕΣΕ δεν μπορεί να επικαλεστεί την έλλειψη ακύρωσης της απόφασης αυτής, δεδομένου ότι υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις του της 23ης Φεβρουαρίου 2018 δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

    179

    Επιπλέον, η εκτίμηση στη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία οι παράνομες ενέργειες του ΕΣΕ δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης, ισοδυναμεί με το να θεωρείται ότι η αρχή nemo auditur στερείται οποιουδήποτε περιεχομένου.

    180

    Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στον ένατο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ο οποίος αφορούσε τον αντιφατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς που συνίστατο στον αποκλεισμό ιδρύματος από καθεστώς που καλύπτει τους κινδύνους, με παράλληλη διακράτηση της εισφοράς που καθορίστηκε σε συνάρτηση με το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος αυτού.

    181

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    182

    Στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι καμία παράνομη πράξη ή παράλειψη δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ εν προκειμένω, διότι το ΕΣΕ ορθώς εφάρμοσε το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 171 της ίδιας απόφασης, ότι η απόφαση SRB/EES/2018/09 του ΕΣΕ δεν αποτελούσε αντικείμενο της προσφυγής ακυρώσεως σε πρώτο βαθμό και δεν μπορούσε, ως εκ τούτου, να θεμελιώσει παράνομη πράξη ή παράλειψη του ΕΣΕ. Εξάλλου, στη σκέψη 172 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος ακυρώσεως που στηριζόταν σε προβαλλόμενη αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους του ΕΣΕ ήταν αλυσιτελής καθόσον δεν κατέτεινε στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

    183

    Όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το βάσιμο του όγδοου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η ABLV Bank, διαπιστώνεται βεβαίως ότι, στο μέτρο που, με τον λόγο αυτό, η αναιρεσείουσα σκόπευε να προβάλει την εικαζόμενη παρατυπία της απόφασης SRB/EES/2018/09 του ΕΣΕ, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με τη συμβατότητα της επίδικης απόφασης με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 και με το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, ήταν αλυσιτελείς.

    184

    Αντιθέτως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να τεκμαίρεται, για τους σκοπούς της εφαρμογής της αρχής nemo auditur, ότι η απόφαση SRB/EES/2018/09 του ΕΣΕ ήταν παράτυπη, ενώ δεν ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω απόφασης.

    185

    Η περίσταση που επικαλείται η ABLV Bank, ότι δηλαδή το ΕΣΕ θεωρεί ότι η απόφαση αυτή δεν συνιστά βλαπτική πράξη, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, από τη σκέψη 66 της αποφάσεως της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369), προκύπτει ότι το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας εξυγίανσης, κατά τη διάρκεια της οποίας εκδόθηκε η απόφαση SRB/EES/2018/09 του ΕΣΕ, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.

    186

    Όσον αφορά, δεύτερον, τον ένατο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε πρωτοδίκως η ABLV Bank, υπογραμμίζεται ότι το επιχείρημα που αφορά την παράλειψη απόφανσης επί του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς τον λόγο αυτό στη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    187

    Επιπλέον, δεδομένου ότι η ως άνω σκέψη αναφέρεται σε λόγο που δεν αφορά τη μη τήρηση της αρχής nemo auditur, αλλά τη φερόμενη αντιφατική συμπεριφορά του ΕΣΕ, η αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο, στην εν λόγω σκέψη, εφάρμοσε εσφαλμένως την ως άνω αρχή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

    188

    Κατά συνέπεια, ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί του δεκάτου τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά σφάλματα σχετικά με την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    189

    Με τον δέκατο τρίτο λόγο αναιρέσεως, η ABLV Bank υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κρίνοντας ότι η επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως μπορούσε να συναχθεί από την άσκηση προσφυγής και από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σε θέση να αποφανθεί.

    190

    Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως καταδεικνύεται από την επανειλημμένη επίκληση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, στοιχείων ξένων προς την απόφαση αυτή και από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ειδικότερα, η προβαλλόμενη σαφήνεια του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 806/2014 διαψεύδεται από την αναφορά, σε μια από τις ερωτήσεις αυτές, σε «επιστροφή» και από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στο γράμμα της διατάξεως αυτής.

    191

    Το ΕΣΕ και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    192

    Στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ΕΣΕ είχε προσδιορίσει, στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είχαν ουσιώδη σημασία. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η απόφαση αυτή παρέσχε τη δυνατότητα στη μεν ABLV Bank να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η εν λόγω απόφαση, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

    193

    Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει μεν να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του, η αιτιολογία όμως αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Υπό την έννοια αυτή, δεν απαιτείται να παραθέτει η αιτιολογία εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξης (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    194

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε, στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα κριτήρια που απορρέουν από αυτή την πάγια νομολογία προκειμένου να εκτιμήσει την επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης αποφάσεως. Ειδικότερα, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής παρέσχε τη δυνατότητα στην αναιρεσείουσα να υπερασπισθεί τα δικαιώματά της και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

    195

    Επιπλέον, εφόσον ουδόλως απαιτείται, σύμφωνα με την εν λόγω πάγια νομολογία, η αιτιολογία αποφάσεως να είναι εξαντλητική, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη στη συλλογιστική του στοιχεία που αποσαφηνίζουν την αιτιολογία αυτή και ότι διεξήγαγε έρευνα προκειμένου να διαφωτισθεί η εν λόγω αιτιολογία δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου που εκτίθεται στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    196

    Κατά συνέπεια, ο δέκατος τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    197

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

    198

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    199

    Δεδομένου ότι η ABLV Bank ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί να φέρει, πέραν των εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το ΕΣΕ και η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η ABLV Bank AS, υπό εκκαθάριση, φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top