EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0159

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Σεπτεμβρίου 2022.
GM κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ.
Αίτηση του Fővárosi Törvényszék για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Ανάκληση του καθεστώτος – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια – Γνωμοδότηση ειδικής αρχής – Πρόσβαση στον φάκελο.
Υπόθεση C-159/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:708

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας – Ανάκληση του καθεστώτος – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια – Γνωμοδότηση ειδικής αρχής – Πρόσβαση στον φάκελο»

Στην υπόθεση C‑159/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης, Ουγγαρία) με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

GM

κατά

Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság,

Alkotmányvédelmi Hivatal,

Terrorelhárítási Központ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen (εισηγητή), Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, I. Ziemele, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο GM, εκπροσωπούμενος από την B. Pohárnok, ügyvéd,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Ζ. Fehér, την R. Kissné Berta και τον M. Tátrai,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A. Hanje,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Azéma, L. Grønfeldt και A. Tokár,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 14 και 17 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), των άρθρων 4, 10, 11, 12, 23 και 45 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60), καθώς και των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής που άσκησε ο GM, υπήκοος τρίτης χώρας, κατά της αποφάσεως της Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság (Εθνικής Γενικής Διευθύνσεως της Αστυνομίας Μεταναστών, Ουγγαρία, στο εξής: γενική διεύθυνση) περί ανακλήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα και περί αρνήσεως χορηγήσεως σε αυτόν του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2011/95

3

Το άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

δ)

“πρόσφυγας”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ευρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, ευρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 12·

[…]

στ)

“πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας».

4

Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας καθορίζει τις περιπτώσεις αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα.

5

Το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα από κυβερνητικό, διοικητικό, δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, όταν:

α)

μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται».

6

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:

[…]

β)

έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα·

[…]

δ)

συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.»

Η οδηγία 2013/32

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 16, 20, 34 και 49 της οδηγίας 2013/32 έχουν ως εξής:

«(16)

Είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας.

[…]

(20)

Σε αυστηρά καθορισμένες περιστάσεις, όταν η αίτηση είναι πιθανώς αβάσιμη ή όταν υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία εξέτασης, ιδίως με την πρόβλεψη μικρότερων αλλά εύλογων προθεσμιών για ορισμένα διαδικαστικά βήματα, με την επιφύλαξη διεξαγωγής επαρκούς και πλήρους εξέτασης και εφόσον ο αιτών έχει πραγματικά πρόσβαση σε βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπει η παρούσα οδηγία.

[…]

(34)

Οι διαδικασίες εξέτασης των αναγκών διεθνούς προστασίας θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εξετάζουν ενδελεχώς τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας.

[…]

(49)

Όσον αφορά την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που τυγχάνουν διεθνούς προστασίας ενημερώνονται δεόντως για την πιθανή επανεξέταση του καθεστώτος τους και έχουν τη δυνατότητα ακροάσεως προτού οι αρχές λάβουν αιτιολογημένη απόφαση ανάκλησής του.»

8

Το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

στ)

“αποφαινόμενη αρχή”: κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις».

9

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως ακολούθως:

«1.   Για όλες τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη ορίζουν αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην εν λόγω αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι υπεύθυνη είναι αρχή διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 προς τους εξής σκοπούς:

α)

διεκπεραίωση υποθέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31)]· και

β)

χορήγηση ή άρνηση εισόδου στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 43, υπό τους όρους όπως προβλέπεται στο άρθρο αυτό και βάσει της αιτιολογημένης γνώμης της αποφαινόμενης αρχής.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αποφαινόμενης αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 να είναι καλά καταρτισμένο. Προς τούτο, τα κράτη μέλη παρέχουν σχετική κατάρτιση […]. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης υπόψη τη σχετική κατάρτιση που αποφασίζεται και αναπτύσσεται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕΥΥΑ). Τα πρόσωπα τα οποία διενεργούν τη συνέντευξη του αιτούντος σύμφωνα με την παρούσα οδηγία διαθέτουν επίσης γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτούντος για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτών μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν.»

10

Το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«2.   Κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, η αποφαινόμενη αρχή εξακριβώνει καταρχάς κατά πόσον οι αιτούντες μπορούν να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες και, σε αντίθετη περίπτωση, εξακριβώνει κατά πόσον οι αιτούντες δικαιούνται επικουρικής προστασίας.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αποφάσεις της αποφαινόμενης αρχής επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας να λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

[…]

δ)

το προσωπικό που εξετάζει αιτήσεις και λαμβάνει αποφάσεις να μπορεί να ζητήσει συμβουλές, εφόσον είναι αναγκαίο, από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων, π.χ. επί ιατρικών, πολιτιστικών ή θρησκευτικών ζητημάτων ή ζητημάτων που άπτονται των παιδιών ή του φύλου.»

11

Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προϋποθέσεις για τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε, όταν απορρίπτεται αίτηση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, να αναφέρονται στην απόφαση οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι και να δίδονται γραπτώς πληροφορίες για τις δυνατότητες προσβολής αρνητικής απόφασης.

[…]»

12

Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής προβλέπει πλείονες εγγυήσεις για τους αιτούντες.

13

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος, που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε αιτούντα βάσει της εθνικής νομοθεσίας, να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση.

Τα κράτη μέλη δύνανται να κάνουν εξαίρεση όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή εάν θίγονται οι έρευνες σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή οι διεθνείς σχέσεις των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη:

α)

καθιστούν προσβάσιμες στις αρχές που αναφέρονται στο κεφάλαιο V τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές· και

β)

θεσπίζουν στο εθνικό δίκαιο διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αιτούντος.

Όσον αφορά το στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε νομικό ή άλλο σύμβουλο, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες ή πηγές, εφόσον οι πληροφορίες έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας.»

14

Το άρθρο 45 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν η αρμόδια αρχή εξετάζει το ενδεχόμενο ανάκλησης διεθνούς προστασίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς […], ο ενδιαφερόμενος απολαύει των ακόλουθων εγγυήσεων:

α)

ενημερώνεται εγγράφως ότι η αρμόδια αρχή επανεξετάζει αν συγκεντρώνει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας και ενημερώνεται επίσης για τους λόγους της επανεξέτασης αυτής και

β)

έχει τη δυνατότητα να προβάλει, στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης […], τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί η διεθνής προστασία του.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία δίδεται γραπτώς. Η απόφαση αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους και παρέχονται γραπτώς πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσβολής της απόφασης.

4.   Μόλις ληφθεί από την αρμόδια αρχή η απόφαση περί ανάκλησης διεθνούς προστασίας, ισχύουν εξίσου τα άρθρα 20 και 22, το άρθρο 23 παράγραφος 1 και το άρθρο 29.

5.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου εάν ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει παραιτηθεί κατά τρόπο κατηγορηματικό από την αναγνώρισή του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Ένα κράτος μέλος μπορεί ακόμη να θεσπίσει διάταξη σύμφωνα με την οποία η διεθνής προστασία εκπνέει εκ του νόμου σε περίπτωση που ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας έχει αποκτήσει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους.»

15

Το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V αυτής, με τίτλο «Διαδικασίες άσκησης ένδικου [βοηθήματος]», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)

απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

i)

με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,

[…]

γ)

απόφαση ανάκλησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 45.»

Το ουγγρικό δίκαιο

16

Το άρθρο 57, παράγραφοι 1 και 3, του menedékjogról szóló 2007. évi LXXX. törvény (νόμου LXXX του 2007, περί του δικαιώματος ασύλου) ορίζει τα εξής:

«1.   Στις διαδικασίες που διέπονται από τον παρόντα νόμο, το ειδικό όργανο του κράτους γνωμοδοτεί επί των ειδικών ζητημάτων των οποίων η εκτίμηση υπάγεται στις αρμοδιότητές του στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας.

[…]

3.   Η αρμόδια για θέματα ασύλου αρχή δεν δύναται να παρεκκλίνει από τη γνωμοδότηση του ειδικού οργάνου του κράτους εφόσον δεν έχει αρμοδιότητα να εκτιμήσει το περιεχόμενό της.

[…]»

17

Το άρθρο 11 του minősített adat védelméről szóló 2009. évi CLV. törvény (νόμου CLV του 2009, περί προστασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών) προβλέπει τα εξής:

«1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των προσωπικών δεδομένων του τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, κατόπιν αδείας προσβάσεως η οποία χορηγείται από την αρχή διαβαθμίσεως και χωρίς να απαιτείται να διαθέτει ατομικό πιστοποιητικό ασφαλείας. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει, πριν αποκτήσει πρόσβαση στις εθνικές διαβαθμισμένες πληροφορίες, να υποβάλει γραπτή δήλωση εμπιστευτικότητας και να συμμορφώνεται με τους κανόνες προστασίας των εν λόγω πληροφοριών.

2.   Η απόφαση σχετικά με τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εκδίδεται από την αρχή διαβαθμίσεως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και εντός προθεσμίας 15 ημερών από την υποβολή αυτής. Η αρχή διαβαθμίσεως αρνείται τη χορήγηση της άδειας πρόσβασης εάν η γνώση των πληροφοριών θίγει το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση. Η άρνηση χορήγησης της άδειας πρόσβασης πρέπει να αιτιολογείται από την αρχή διαβάθμισης.

3.   Σε περίπτωση άρνησης χορήγησης της άδειας πρόσβασης, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση με διοικητική προσφυγή. […]»

18

Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου αυτού έχει ως ακολούθως:

«Η αρχή επεξεργασίας των διαβαθμισμένων πληροφοριών μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα προσβάσεως του υποκειμένου των δεδομένων στα προσωπικά του δεδομένα, εάν από την άσκηση του δικαιώματος αυτού θίγεται το δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η διαβάθμιση.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

19

Το 2002 ο GM καταδικάστηκε από ουγγρικό δικαστήριο σε στερητική της ελευθερίας ποινή για πράξεις διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών.

20

Ενώ εξέτιε την ποινή αυτή, ο GM υπέβαλε, το 2005, αίτηση ασύλου στην Ουγγαρία. Κατόπιν του αιτήματος αυτού, του αναγνωρίστηκε καθεστώς «υποδοχής», το οποίο εν συνεχεία απώλεσε το 2010.

21

Μετά την υποβολή νέας αιτήσεως ασύλου, χορηγήθηκε στον GM το καθεστώς του πρόσφυγα με απόφαση της 29ης Ιουνίου 2012 του Fővárosi Törvényszék (δικαστηρίου Βουδαπέστης-Πρωτευούσης, Ουγγαρία).

22

Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2019, η γενική διεύθυνση ανακάλεσε το χορηγηθέν στον GM καθεστώς του πρόσφυγα και αρνήθηκε να του χορηγήσει το καθεστώς επικουρικής προστασίας, εφαρμόζοντας συγχρόνως την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Η απόφαση αυτή ελήφθη βάσει μη αιτιολογημένης γνωμοδότησης την οποία εξέδωσαν η Alkotmányvédelmi Hivatal (Υπηρεσία διαφυλάξεως του Συντάγματος, Ουγγαρία) και η Terrorelhárítási Központ (Κεντρική υπηρεσία προλήψεως της τρομοκρατίας, Ουγγαρία) (στο εξής, από κοινού: ειδικά όργανα), με την οποία οι δύο αυτές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαμονή του GM θίγει την εθνική ασφάλεια.

23

Ο GM άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

24

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, κατ’ αρχάς, ως προς τη συμβατότητα της ουγγρικής νομοθεσίας σχετικά με την πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες με το άρθρο 23 της οδηγίας 2013/32 και με διάφορες διατάξεις του Χάρτη.

25

Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι από τη νομολογία του Kúria (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ουγγαρία) προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα δικονομικά δικαιώματα του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται λόγω του ότι στο αρμόδιο δικαστήριο παρέχεται, προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί διεθνούς προστασίας, η δυνατότητα να μελετήσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες στηρίζεται η γνωμοδότηση των ειδικών οργάνων.

26

Αντιθέτως, ούτε ο ενδιαφερόμενος ούτε ο εκπρόσωπός του έχουν, κατ’ εφαρμογήν της ουγγρικής νομοθεσίας, συγκεκριμένη δυνατότητα να εκφέρουν την άποψή τους επί της μη αιτιολογημένης γνωμοδότησης των ειδικών οργάνων. Έχουν, βεβαίως, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση πρόσβασης στις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον ενδιαφερόμενο, πλην όμως δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες θα τους είχε επιτραπεί η πρόσβαση στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας.

27

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στη συνέχεια, ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης του προβλεπόμενου από το ουγγρικό δίκαιο κανόνα δικαίου σύμφωνα με τον οποίο η γενική διεύθυνση υποχρεούται να στηριχθεί σε μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση των ειδικών οργάνων, χωρίς να μπορεί να εξετάσει η ίδια την εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού στην περίπτωση της οποίας έχει επιληφθεί, με αποτέλεσμα να μπορεί να αιτιολογήσει τη δική της απόφαση μόνον παραπέμποντας στην εν λόγω μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι τα ανωτέρω ειδικά όργανα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 2013/32 για τη διενέργεια τέτοιου είδους εξέτασης καθώς και για τη λήψη τέτοιας αποφάσεως και, αφετέρου, ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας δικαίου μπορεί να αποτελεί πρόσκομμα για την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

28

Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατόν, κατά την εκτίμηση της ενδεχόμενης χορήγησης επικουρικής προστασίας κατόπιν της ανακλήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα, να ληφθεί υπόψη ποινική καταδίκη σε ποινή που έχει εκτιθεί πριν από δεκαέξι έτη και της οποίας οι αρχές που χορήγησαν το καθεστώς του πρόσφυγα έλαβαν γνώση, αλλά δεν θεώρησαν ότι αποτελεί λόγο για να αρνηθούν να χορηγήσουν το καθεστώς αυτό.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Törvényszék (δικαστήριο Βουδαπέστης‑Πρωτευούσης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν το άρθρο 11, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, το άρθρο 23, παράγραφος 1 –ειδικότερα το δεύτερο εδάφιο αυτού, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ–, και το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας [2013/32] –λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 47 του Χάρτη– την έννοια ότι επιβάλλουν, αφενός, στην εθνική αρχή κράτους μέλους η οποία εκδίδει απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας για λόγους εθνικής ασφαλείας και, αφετέρου, στα ειδικά όργανα του κράτους τα οποία αποφαίνονται επί της εμπιστευτικότητας των σχετικών πληροφοριών, σε περίπτωση που συντρέχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας [2013/32] εξαίρεση για λόγους εθνικής ασφαλείας, η δε αρμόδια αρχή αναφέρει ότι η δημοσιοποίηση δεδομένων και πληροφοριών θα έθιγε την εθνική ασφάλεια, να διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος αιτών/πρόσφυγας/δικαιούχος επικουρικής προστασίας, καθώς και ο εκπρόσωπός του, απολαύει του δικαιώματος προσβάσεως τουλάχιστον στο ουσιώδες περιεχόμενο των εμπιστευτικών ή διαβαθμισμένων πληροφοριών ή δεδομένων επί των οποίων στηρίζεται η εκδιδόμενη για τους ανωτέρω λόγους απόφαση, καθώς και του δικαιώματος χρήσεως των πληροφοριών ή δεδομένων αυτών κατά τη διαδικασία η οποία οδηγεί στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποια είναι η ακριβής έννοια του “ουσιώδους περιεχομένου” των λόγων εμπιστευτικού χαρακτήρα επί των οποίων στηρίζεται μια τέτοια απόφαση, κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1 –ειδικότερα του δευτέρου εδαφίου αυτού, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ– της οδηγίας [2013/32], ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη;

3)

Έχουν το άρθρο 14, παράγραφος 4, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2011/95], και το άρθρο 45, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας [2013/32], καθώς και η αιτιολογική σκέψη 49 της τελευταίας αυτής οδηγίας, την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας ή ο αποκλεισμός από το καθεστώς αυτό χωρεί με μη αιτιολογημένη απόφαση, η οποία στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο σε αυτόματη παραπομπή σε, ομοίως μη αιτιολογημένη, δεσμευτική και μη επιδεχόμενη παρέκκλιση γνωμοδότηση ειδικών οργάνων του κράτους με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου για την εθνική ασφάλεια;

4)

Έχουν οι αιτιολογικές σκέψεις 20 και 34, το άρθρο 4 και το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3 –ειδικότερα το στοιχείο δʹ–, της οδηγίας [2013/32], καθώς και το άρθρο 14, παράγραφος 4, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο δʹ, της οδηγίας [2011/95], την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η εξέταση των λόγων αποκλεισμού και η έκδοση της σχετικής επί της ουσίας αποφάσεως πραγματοποιούνται από ειδικά όργανα του κράτους των οποίων οι διαδικασίες εκφεύγουν της εφαρμογής των ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων της οδηγίας [2013/32] και της οδηγίας [2011/95];

5)

Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι αντιτίθεται στον αποκλεισμό λόγω πραγματικού περιστατικού/αδικήματος το οποίο, μολονότι ήταν ήδη γνωστό πριν από την έκδοση απρόσβλητης αποφάσεως ή διατάξεως περί αναγνωρίσεως του καθεστώτος πρόσφυγα, δεν αποτέλεσε λόγο αποκλεισμού ούτε από την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ούτε από τη χορήγηση επικουρικής προστασίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

30

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 2, το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 23, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

31

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, καίτοι το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, στο άρθρο 11, παράγραφος 2, στο άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στο άρθρο 45, παράγραφοι 1, 3 και 5, της οδηγίας 2013/32, οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν άμεση επιρροή για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, δεδομένου ότι τα ερωτήματα αφορούν κατ’ ουσίαν τον τρόπο προσβάσεως στις πληροφορίες του φακέλου, ο οποίος ρυθμίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

32

Δεύτερον, το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32, το οποίο μνημονεύεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει, αντιθέτως, να ληφθεί υπόψη προκειμένου να δοθεί απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, καθόσον η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ισχύει στις διαδικασίες ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, μόλις ληφθεί από την αρμόδια αρχή η απόφαση περί ανακλήσεως διεθνούς προστασίας.

33

Επομένως, από το άρθρο 45, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι οι κανόνες που θεσπίζονται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, αυτής επιβάλλονται όχι μόνο στις διαδικασίες εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας, αλλά και στις διαδικασίες ανακλήσεως της εν λόγω προστασίας.

34

Τρίτον, όσον αφορά το άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι από το γράμμα του ως άνω άρθρου προκύπτει σαφώς ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν απευθύνεται στα κράτη μέλη, αλλά αποκλειστικώς στα θεσμικά όργανα και στα λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Τούτου δοθέντος, το άρθρο 41 του Χάρτη αποτυπώνει μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία ισχύει ως προς τα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Επομένως, η γενική αυτή αρχή πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διευκρινιστούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας.

37

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο νομικός ή άλλος σύμβουλος που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται με την ιδιότητα αυτή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και που παρέχει συνδρομή ή εκπροσώπηση σε ενδιαφερόμενο βάσει της εθνικής νομοθεσίας να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου του αιτούντος βάσει των οποίων λαμβάνεται ή θα ληφθεί απόφαση.

38

Εντούτοις, το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα αυτόν όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, την εθνική ασφάλεια ή την ασφάλεια των εν λόγω πηγών.

39

Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, να καθιστούν προσβάσιμες τις εν λόγω πληροφορίες ή πηγές στα δικαστήρια που είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας, να θεσπίζουν, στο εθνικό τους δίκαιο, διαδικασίες που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου.

40

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44 και 45 των προτάσεών του, τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα δεν αναφέρονται στις εξουσίες που απονέμονται στα αρμόδια δικαστήρια, αλλά στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου και, επομένως, αφορούν αποκλειστικώς την ερμηνεία της υποχρεώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32.

41

Συναφώς, επισημαίνεται βεβαίως ότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής διευκρινίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της ως άνω οδηγίας, κατά το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν, ιδίως, να παρέχουν σε σύμβουλο του ενδιαφερομένου, ο οποίος έχει υποβληθεί σε έλεγχο ασφαλείας, πρόσβαση στις πληροφορίες του φακέλου ή στις πηγές των οποίων η αποκάλυψη ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, εφόσον οι πληροφορίες ή οι πηγές αυτές έχουν σημασία για την εξέταση της αίτησης ή για τη λήψη απόφασης περί ανάκλησης της διεθνούς προστασίας.

42

Ωστόσο, από το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, και ειδικότερα από τη χρήση του όρου «ιδίως» προκύπτει σαφώς ότι η θέσπιση της διαδικασίας που μνημονεύεται στη διάταξη αυτή δεν αποτελεί τη μόνη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν προς το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 και ότι, επομένως, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίσουν τέτοια διαδικασία.

43

Επομένως, δοθέντος ότι η οδηγία 2013/32 δεν διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου σε περίπτωση που το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελό του περιορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, οι ειδικότερες λεπτομέρειες των θεσπιζόμενων προς τον σκοπό αυτό διαδικασιών εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2020, C. F. (Φορολογικός έλεγχος), C‑430/19, EU:C:2020:429, σκέψη 34, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Απόρριψη μεταγενέστερης αίτησης – Προθεσμία για την άσκηση προσφυγής), C‑651/19, EU:C:2020:681, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

44

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν την τήρηση τόσο των απαιτήσεων που απορρέουν από το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, όσο και του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe, C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψη 34, και της 14ης Μαΐου 2020, Agrobet CZ, C‑446/18, EU:C:2020:369, σκέψη 43), τα οποία επιβάλλουν, κατά τη διοικητική διαδικασία αλλά και κατά μια ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία αντιστοίχως, τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου [πρβλ. αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 45, και της 11ης Μαρτίου 2020, SF (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Εγγύηση διαμεταγωγής στο κράτος μέλος εκτελέσεως), C‑314/18, EU:C:2020:191, σκέψη 58].

45

Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

46

Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).

47

Καθόσον εν λόγω απαίτηση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την παροχή στον αποδέκτη της αποφάσεως, ενδεχομένως διά του νομικού συμβούλου του, συγκεκριμένης δυνατότητας να γνωρίζει τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται το δικαίωμα πρόσβασης σε όλα τα στοιχεία του φακέλου κατά τη διοικητική διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψεις 51 έως 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Όσον αφορά, δεύτερον, την ένδικη διαδικασία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος επιβάλλεται ιδίως στο πλαίσιο διαδικασιών που αφορούν προσφυγές ασκηθείσες στον τομέα της διεθνούς προστασίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 32), προϋποθέτει ότι ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση όχι μόνο στο σκεπτικό της διοικητικής αποφάσεως που τον αφορά, αλλά και σε όλα τα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφασή της, προκειμένου να είναι σε θέση να λάβει, πράγματι, θέση επί των στοιχείων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 53, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Περαιτέρω, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων ή των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στο δικαστήριο για να επηρεάσουν την απόφασή του και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους (απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), όπερ προϋποθέτει ότι πρέπει να παρέχεται στο πρόσωπο το οποίο αφορά απόφαση περί διεθνούς προστασίας η δυνατότητα να λάβει γνώση των στοιχείων του φακέλου του που έχουν τεθεί στη διάθεση του δικαστηρίου το οποίο καλείται να αποφανθεί επί της ασκηθείσας κατά της εν λόγω αποφάσεως προσφυγής.

50

Τούτου δοθέντος, αφ’ ης στιγμής η υποχρέωση την οποία προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32 τυγχάνει εφαρμογής μόνον όταν το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο του ενδιαφερομένου έχει περιοριστεί για έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης δεν συνιστούν απόλυτες προνομίες και ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο –το οποίο απορρέει από τα δικαιώματα αυτά– μπορεί, επομένως, να περιοριστεί, βάσει σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, των συμφερόντων των οποίων γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση της μη κοινοποίησης στοιχείου του φακέλου στο πρόσωπο αυτό, ιδίως σε περίπτωση που τα συμφέροντα αυτά άπτονται της εθνικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 54, 57 και 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Εντούτοις, δεδομένης της ανάγκης τηρήσεως του άρθρου 47 του Χάρτη, η στάθμιση αυτή δεν πρέπει να στερεί τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου από κάθε αποτελεσματικότητα και να καθιστά άνευ περιεχομένου το δικαίωμα προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ιδίως διά της μη γνωστοποίησης στον ίδιο, ή ενδεχομένως στον σύμβουλό του, τουλάχιστον του ουσιαστικού περιεχομένου των λόγων στους οποίους βασίστηκε η απόφαση που ελήφθη και αφορά το πρόσωπό του (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 65).

52

Αντιθέτως, η εν λόγω στάθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο ορισμένων στοιχείων του φακέλου, σε περίπτωση που η κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων ενδέχεται να θίγει κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, καθόσον μπορεί, μεταξύ άλλων, να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή την ελευθερία ατόμων ή να αποκαλύψει τις ειδικές μεθόδους έρευνας που μετέρχονται όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια και, συνεπώς, να παρακωλύσει σοβαρά ή ακόμη και να εμποδίσει τη μελλοντική άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω οργάνων (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψη 66).

53

Ως εκ τούτου, μολονότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει στα κράτη μέλη, ιδίως όταν το απαιτεί η εθνική ασφάλεια, να μην παρέχουν στον ενδιαφερόμενο άμεση πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου του, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί, χωρίς να θίγονται η αρχή της αποτελεσματικότητας, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να περιάγουν το πρόσωπο αυτό σε κατάσταση κατά την οποία ούτε το ίδιο ούτε ο σύμβουλός του είναι σε θέση να λάβουν λυσιτελώς γνώση, ενδεχομένως στο πλαίσιο συγκεκριμένης διαδικασίας κατατείνουσας στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του εν λόγω φακέλου.

54

Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται, αφενός, ότι όταν η δημοσιοποίηση πληροφοριών του φακέλου περιορίζεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου δεν διασφαλίζεται επαρκώς με το να παρέχεται στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να λάβει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άδεια προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές συνοδευόμενη από πλήρη απαγόρευση χρησιμοποίησης των πληροφοριών που ελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή τυχόν ένδικης διαδικασίας.

55

Πράγματι, από τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης, οι οποίες υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 45 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το δικαίωμα προσβάσεως στις πληροφορίες του φακέλου αποσκοπεί στο να έχει ο ενδιαφερόμενος τη δυνατότητα, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να προβάλει, ενώπιον των αρμόδιων αρχών ή δικαστηρίων, την άποψή του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη ή ήδη εκδοθείσα απόφαση.

56

Επομένως, διαδικασία παρέχουσα στον ενδιαφερόμενο ή στον σύμβουλό του τη δυνατότητα προσβάσεως στις πληροφορίες αυτές, ενώ τους απαγορεύει να χρησιμοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες για τους σκοπούς της διοικητικής διαδικασίας ή τυχόν ένδικης διαδικασίας, δεν είναι επαρκής για την προάσπιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του προσώπου αυτού και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση κράτους μέλους προς την υποχρέωση του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32.

57

Αφετέρου, δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις της Ουγγρικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση στηρίζεται στην εκτίμηση ότι τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου διασφαλίζονται επαρκώς διά της παροχής στο αρμόδιο δικαστήριο της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στον φάκελο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ευχέρεια αυτή δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου ή του συμβούλου του στις πληροφορίες του φακέλου.

58

Συγκεκριμένα, εκτός του ότι η ευχέρεια αυτή είναι ανεφάρμοστη κατά τη διοικητική διαδικασία, σεβασμός των δικαιωμάτων υπεράσπισης δεν σημαίνει να διαθέτει το αρμόδιο δικαστήριο όλα τα κρίσιμα στοιχεία για να λάβει την απόφασή του, αλλά να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του εκφράζοντας την άποψή του επί των στοιχείων αυτών.

59

Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από το γεγονός ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι η πρόσβαση των αρμοδίων δικαστηρίων στις πληροφορίες του φακέλου και η θέσπιση διαδικασιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης του ενδιαφερομένου συνιστούν δύο διακριτές και σωρευτικές απαιτήσεις.

60

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

61

Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, καθώς και το άρθρο 4, το άρθρο 10, παράγραφος 2, και το άρθρο 45, παράγραφοι 1, 3 και 4, της οδηγίας 2013/32 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

62

Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η οδηγία 2013/32 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη αναθέτουν συγκεκριμένο ρόλο στην «αποφαινόμενη αρχή», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής ως αφορώσα κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις.

63

Συνακόλουθα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ορίζουν, για όλες τις διαδικασίες, αποφαινόμενη αρχή υπεύθυνη για τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας.

64

Επιπλέον, από το άρθρο 45 της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ότι εναπόκειται στην αποφαινόμενη αρχή να αποφασίσει αν πρέπει να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία.

65

Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει συναφώς ότι είναι βασικό να λαμβάνονται οι αποφάσεις για όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας με βάση τα γεγονότα και πρωτίστως από αρχές το προσωπικό των οποίων έχει την απαραίτητη γνώση ή κατάρτιση στον τομέα της διεθνούς προστασίας.

66

Προς τούτο, το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε να παρέχονται στην αποφαινόμενη αρχή τα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς και ικανού προσωπικού, για την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας συγκεκριμενοποιεί την υποχρέωση αυτή προβλέποντας επιμέρους λεπτομερέστερες υποχρεώσεις όσον αφορά την κατάρτιση και τις γνώσεις του προσωπικού αυτού.

67

Ωσαύτως, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να εξασφαλίσει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από οιονεί δικαστικό ή διοικητικό όργανο το οποίο διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Addis, C‑517/17, EU:C:2020:579, σκέψη 61) και το οποίο καλείται επίσης να αποφασίσει αν πρέπει να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία.

68

Μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 επιτρέπει βεβαίως στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι είναι δυνατόν ορισμένα περιοριστικά απαριθμούμενα καθήκοντα που άπτονται του τομέα της διεθνούς προστασίας να ανατίθενται σε αρχή διαφορετική από την αποφαινόμενη αρχή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στα καθήκοντα αυτά δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται η εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ή η ανάκληση της προστασίας αυτής, καθήκοντα τα οποία πρέπει επομένως να ανατίθενται απαραιτήτως στην αποφαινόμενη αρχή.

69

Εξάλλου, από το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει ρητώς ότι η διαδικασία εξετάσεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας πρέπει να διεξάγεται από την αποφαινόμενη αρχή και να ολοκληρώνεται, κατόπιν δέουσας εξετάσεως, με απόφαση λαμβανόμενη από την αρχή αυτή.

70

Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συνεκτίμηση ενδεχόμενου κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται.

71

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει δε ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.

72

Η εφαρμογή καθεμιάς εκ των ανωτέρω διατάξεων προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει, σε κάθε περίπτωση ατομικώς, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η κατάσταση του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας ή διατήρησης του καθεστώτος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας εκ των διατάξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani, C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 55).

73

Η εκτίμηση αυτή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, η οποία πρέπει να διεξάγεται συμφώνως προς τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32 και η οποία, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ουγγρική Κυβέρνηση, δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στην εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου.

74

Επομένως, από τους ορισμούς των όρων «πρόσφυγας» και «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, στοιχεία δʹ και στʹ, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι οι ορισμοί αυτοί αφορούν πρόσωπο το οποίο όχι μόνον έχει ανάγκες διεθνούς προστασίας, αλλά, επιπλέον, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ρητρών αποκλεισμού τις οποίες προβλέπει η οδηγία αυτή.

75

Ως εκ τούτου, στην αποφαινόμενη αρχή και μόνον απόκειται να προβεί, υπό τον έλεγχο των δικαστηρίων, στην αξιολόγηση του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, περιλαμβανομένων και εκείνων που αναφέρονται στην εφαρμογή των άρθρων 14 και 17 της οδηγίας 2011/95, αξιολόγηση κατόπιν της οποίας θα αποφανθεί επ’ αυτών (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 40 και 41).

76

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, όταν απορρίπτεται αίτηση σχετιζόμενη με το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας, στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής πρέπει να αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι.

77

Ομοίως, το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή.

78

Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, οι λόγοι που οδήγησαν την αρμόδια αρχή να λάβει την απόφασή της πρέπει να εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση.

79

Από τις ανωτέρω σκέψεις, οι οποίες αφορούν τόσο τον ρόλο της αποφαινόμενης αρχής όσο και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που αυτή υπέχει, προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή δεν μπορεί εγκύρως να περιοριστεί στην εφαρμογή αποφάσεως εκδοθείσας από άλλη αρχή, η οποία τη δεσμεύει βάσει της εθνικής νομοθεσίας, και να λάβει, επί της βάσεως αυτής και μόνον, την απόφαση περί αποκλεισμού από την επικουρική προστασία ή περί ανακλήσεως προηγουμένως χορηγηθείσας διεθνούς προστασίας.

80

Αντιθέτως, η αποφαινόμενη αρχή πρέπει να έχει στη διάθεσή της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να προβαίνει, βάσει των πληροφοριών αυτών, στη δική της αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο της αποφάσεώς της και να την αιτιολογήσει πλήρως.

81

Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει αν λόγοι σχετικοί με την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους πρέπει ή όχι να οδηγήσουν στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπερ αποκλείει το ενδεχόμενο η διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου για την εθνική ασφάλεια να συνεπάγεται αυτομάτως την ανάκληση αυτή.

82

Βεβαίως, οι ανωτέρω διαπιστώσεις ουδόλως αποκλείουν το ενδεχόμενο ένα μέρος των πληροφοριών που χρησιμοποιεί η αρμόδια αρχή για τη διενέργεια της εκτιμήσεώς της να έχει τεθεί στη διάθεσή της από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος της αποφαινόμενης αρχής. Περαιτέρω, ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές μπορούν, ενδεχομένως, να υπαχθούν σε καθεστώς εμπιστευτικότητας εντός του πλαισίου που καθορίζεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32.

83

Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που έχουν ειδικώς ανατεθεί στην αποφαινόμενη αρχή, το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών και η λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη απόφαση πρέπει να εκτιμώνται ελεύθερα από την αρχή αυτή, η οποία δεν μπορεί, επομένως, να υποχρεωθεί να στηριχθεί σε μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση εκδοθείσα από ειδικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια, βάσει εκτιμήσεως της οποίας η πραγματική βάση δεν της έχει γνωστοποιηθεί.

84

Στο μέτρο που η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο ρόλος που έχει ανατεθεί στα όργανα αυτά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, δυνάμει των άρθρων 72 και 73 ΣΛΕΕ, πρέπει ακόμη να υπομνησθεί ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση των ευθυνών που υπέχουν για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 2ας Ιουλίου 2020, Stadt Frankfurt am Main, C‑18/19, EU:C:2020:511, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85

Πάντως, η κυβέρνηση αυτή περιορίστηκε, συναφώς, στη διατύπωση γενικών παρατηρήσεων, χωρίς να αποδείξει ότι η ειδική κατάσταση που επικρατεί στην Ουγγαρία θα δικαιολογούσε τον περιορισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, του ρόλου που έχει ανατεθεί στις αποφαινόμενες αρχές.

86

Κατά συνέπεια, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 11, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

87

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

88

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 ορίζει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα.

89

Ο λόγος αποκλεισμού από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή επικουρική προστασία αφορά εν γένει σοβαρό έγκλημα, χωρίς να υφίσταται γεωγραφικός ή χρονικός περιορισμός ούτε περιορισμός ανάλογα με τη φύση του εγκλήματος [αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 47, και της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 155].

90

Επομένως, το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 ουδόλως προβλέπει ότι το συγκεκριμένο σοβαρό έγκλημα πρέπει να έχει διαπραχθεί σε πρόσφατο χρόνο ή ότι, στην περίπτωση που ο αιτών έχει κινήσει διαδοχικώς πλείονες διαδικασίες διεθνούς προστασίας, ένα σοβαρό έγκλημα για το οποίο δεν θεωρήθηκε ότι δικαιολογεί την εφαρμογή ρήτρας αποκλεισμού κατά την πρώτη διαδικασία δεν μπορεί πλέον να ληφθεί υπόψη στη συνέχεια. Αντιθέτως, η χρήση της φράσεως «δεν δικαιούται» στη διάταξη αυτή σημαίνει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως αφ’ ης στιγμής διαπιστώσει ότι ο ενδιαφερόμενος έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα.

91

Ούτε από άλλες διατάξεις των οδηγιών 2011/95 ή 2013/32 προκύπτει ότι η αποφαινόμενη αρχή δεσμεύεται για το μέλλον, μετά την ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα, από εκτιμήσεις σχετικές με την εφαρμογή ρήτρας αποκλεισμού κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην αναγνώριση του καθεστώτος αυτού.

92

Τούτου δοθέντος, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ο οποίος αφορά τη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος από τον αιτούντα διεθνή προστασία, μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο ζητούμενο καθεστώς, εμπίπτουν στον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού, για τη δε εκτίμηση της σοβαρότητας του επίμαχου αδικήματος απαιτείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020,Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 154].

93

Επομένως, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

Επί των δικαστικών εξόδων

94

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 45, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής και υπό το πρίσμα της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι όταν απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή περί ανακλήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στηρίζεται σε πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος ή ο σύμβουλός του δύνανται να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές μόνον αφότου λάβουν σχετική άδεια, δεν τους κοινοποιείται δε ούτε το ουσιώδες περιεχόμενο των λόγων επί των οποίων στηρίζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις και δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να χρησιμοποιήσουν στο πλαίσιο διοικητικής ή ένδικης διαδικασίας τις πληροφορίες στις οποίες μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση.

 

2)

Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 10, παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 11, παράγραφος 2, καθώς και το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αποφαινόμενη αρχή υποχρεούται συστηματικώς, στην περίπτωση που όργανα επιφορτισμένα με εξειδικευμένα καθήκοντα συνδεόμενα με την εθνική ασφάλεια έχουν διαπιστώσει, με μη αιτιολογημένη γνωμοδότηση, ότι ένα πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, να αποκλείει το εν λόγω πρόσωπο από την επικουρική προστασία ή να ανακαλεί τη διεθνή προστασία που του είχε χορηγηθεί σε προγενέστερο χρόνο, στηριζόμενη στην ως άνω γνωμοδότηση.

 

3)

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στον αποκλεισμό αιτούντος από την επικουρική προστασία, βάσει της διατάξεως αυτής, λόγω ποινικής καταδίκης η οποία ήταν ήδη γνωστή στις αρμόδιες αρχές όταν αυτές αναγνώρισαν στον αιτούντα, κατόπιν προηγούμενης διαδικασίας, το καθεστώς του πρόσφυγα, το οποίο εν συνεχεία ανακάλεσαν.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Top