Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0058

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 15ης Σεπτεμβρίου 2022.
    FK κατά Rechtsanwaltskammer Wien.
    Αίτηση του Verwaltungsgericht Wien για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 13 – Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας – Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου – Παράρτημα II – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Πρόσωπο το οποίο ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελβετία, όπου βρίσκεται το κέντρο συμφερόντων των ιδιωτικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, και το οποίο ασκεί το εν λόγω επάγγελμα και σε δύο άλλα κράτη μέλη – Αίτηση πρόωρης συνταξιοδότησης – Εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα στον ενδιαφερόμενο να παραιτηθεί από την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και στην αλλοδαπή.
    Υπόθεση C-58/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:691

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 13 – Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας – Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου – Παράρτημα II – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Πρόσωπο το οποίο ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελβετία, όπου βρίσκεται το κέντρο συμφερόντων των ιδιωτικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων του, και το οποίο ασκεί το εν λόγω επάγγελμα και σε δύο άλλα κράτη μέλη – Αίτηση πρόωρης συνταξιοδότησης – Εθνική νομοθεσία επιβάλλουσα στον ενδιαφερόμενο να παραιτηθεί από την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και στην αλλοδαπή»

    Στην υπόθεση C‑58/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Φεβρουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    FK

    παρισταμένου του:

    Rechtsanwaltskammer Wien,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο FK, εκπροσωπούμενος από τον W. Polster, Rechtsanwalt,

    η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch και την E. Samoilova,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και D. Martin,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του FK και του Rechtsanwaltskammer Wien (Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης, Αυστρία), σχετικά με την απόρριψη της υποβληθείσας από τον FK αιτήσεως χορηγήσεως πρόωρης σύνταξης.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός 883/2004

    3

    Το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    […]

    κδ)

    “παροχή προσύνταξης”: όλες οι παροχές σε χρήμα, εκτός από την παροχή ανεργίας ή την πρόωρη παροχή γήρατος, οι οποίες χορηγούνται μετά από συγκεκριμένη ηλικία σε εργαζόμενο που έχει μειώσει, παύσει ή αναστείλει τις αμειβόμενες επαγγελματικές του δραστηριότητες, έως την ηλικία της συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή πρόωρης συνταξιοδότησης, το δικαίωμα για τις οποίες δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να ευρίσκεται ο ενδιαφερόμενος στη διάθεση των υπηρεσιών απασχόλησης του αρμόδιου κράτους· ως “πρόωρη παροχή γήρατος” νοείται η παροχή η οποία χορηγείται πριν από τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδότησης και η οποία είτε εξακολουθεί να χορηγείται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής είτε αντικαθίσταται από άλλη παροχή γήρατος·

    […]».

    4

    Το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υλικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

    […]

    δ) παροχές γήρατος·

    […]

    θ) παροχές προσύνταξης·

    […]».

    5

    Το άρθρο 11, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

    […]

    3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

    α)

    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·».

    6

    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

    «Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

    α)

    στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του σε αυτό·

    [ή]

    β)

    στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, εάν δεν κατοικεί σε ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του.»

    7

    Κατά το άρθρο 14, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 883/2004:

    «1.   Τα άρθρα 11 έως 13 δεν εφαρμόζονται όσον αφορά στην προαιρετική υπαγωγή ή συνέχιση της ασφάλισης, εκτός εάν, για έναν από τους κλάδους που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, υπάρχει σε ένα κράτος μέλος μόνο σύστημα προαιρετικής ασφάλισης.

    2.   Όταν, δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται σε υποχρεωτική ασφάλιση στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν δύναται να υπαχθεί σε σύστημα προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης άλλου κράτους μέλους. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου, για ένα συγκεκριμένο κλάδο, προβλέπεται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων συστημάτων προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης, ο ενδιαφερόμενος υπάγεται μόνο στο σύστημα το οποίο επιλέγει.

    3.   Ωστόσο, όσον αφορά στις παροχές αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να γίνει δεκτός στο σύστημα προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης κράτους μέλους, ακόμη και εάν υπάγεται υποχρεωτικά στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι στο παρελθόν είχε υπαχθεί στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους λόγω ή συνεπεία της μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητάς του και εφόσον η συρροή αυτή επιτρέπεται ρητά ή σιωπηρά από τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους.»

    8

    Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού:

    «1.   Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 [του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1)] καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    Ωστόσο, ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 παραμένει σε ισχύ και συνεχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα για τους σκοπούς:

    […]

    γ)

    της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο [(ΕΟΧ), της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)], και της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων […] και άλλων συμφωνιών που περιέχουν παραπομπή στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, έως ότου οι εν λόγω συμφωνίες τροποποιηθούν, υπό το πρίσμα του παρόντος κανονισμού.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009

    9

    Το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), το οποίο τιτλοφορείται «Διευκρινίσεις σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 του [κανονισμού 883/2004]», προβλέπει στις παραγράφους 6, 8 και 9 τα εξής:

    «6.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13 παράγραφος 2 του [κανονισμού 883/2004], ως πρόσωπο που “ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη” νοείται ιδίως το πρόσωπο το οποίο ασκεί συγχρόνως ή εναλλάξ μία ή περισσότερες χωριστές μη μισθωτές δραστηριότητες, ανεξάρτητα από τη φύση αυτών των δραστηριοτήτων, σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

    […]

    8.   Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], ως “ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας” που ασκείται σε κράτος μέλος, νοείται ότι ασκείται εκεί ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων.

    Για να καθορισθεί εάν ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας ασκείται σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ενδεικτικά κριτήρια:

    α)

    σε περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή και

    β)

    σε περίπτωση μη μισθωτής δραστηριότητας, ο κύκλος εργασιών, ο χρόνος εργασίας, ο αριθμός των παρεχόμενων υπηρεσιών ή/και το εισόδημα.

    Στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, λιγότερο από το 25 % των προαναφερόμενων κριτηρίων αποτελούν δείκτη ότι σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων δεν ασκείται στο σχετικό κράτος μέλος.

    9.   Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του [κανονισμού 883/2004], το “κέντρο των συμφερόντων” των δραστηριοτήτων ενός μη μισθωτού καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, και ιδίως τον τόπο στον οποίο βρίσκεται η σταθερή και μόνιμη έδρα των δραστηριοτήτων του εν λόγω προσώπου, το συνήθη χαρακτήρα ή τη διάρκεια των ασκουμένων δραστηριοτήτων, τον αριθμό των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς επίσης τη βούληση του εν λόγω προσώπου, όπως αυτή προκύπτει από τις εν γένει περιστάσεις.»

    Η Συμφωνία ΕΚ‑Ελβετίας

    10

    Η Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Κρατών Μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6), η οποία υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, της 4ης Απριλίου 2002, για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ 2002, L 114, σ. 1, στο εξής: Συμφωνία ΕΚ‑Ελβετίας), ορίζει στο άρθρο 8 τα εξής:

    «Τα συμβαλλόμενα μέρη ρυθμίζουν, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης με στόχο να εξασφαλίσουν ιδίως:

    α)

    την ισότητα μεταχείρισης,

    β)

    τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας,

    γ)

    τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες, για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής, όπως και για τον υπολογισμό του ύψους αυτών,

    δ)

    την καταβολή των παροχών στα πρόσωπα που διαμένουν στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών,

    ε)

    τη διοικητική αλληλοβοήθεια και συνεργασία μεταξύ των αρχών και των θεσμικών οργάνων.»

    11

    Το παράρτημα II της Συμφωνίας ΕΚ‑Ελβετίας, το οποίο αφορά τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, προβλέπει στο άρθρο 1 τα εξής:

    «1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εφαρμόζουν μεταξύ τους, στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, τις κοινοτικές πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά και όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος ή από αντίστοιχους κανόνες.

    2.   Ο όρος “Κράτος(η) μέλος(η)” που εμφαίνεται στις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στο τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος θεωρείται ότι υποδηλώνει, εκτός από τα κράτη που καλύπτονται από τις εν λόγω κοινοτικές πράξεις, και την [Ελβετική Συνομοσπονδία].»

    12

    Το τμήμα A του παραρτήματος II παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 (στο εξής: κανονισμός 1408/71), και στον κανονισμό (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138).

    13

    Το ως άνω παράρτημα II ενημερώθηκε με την απόφαση 1/2012 της Μεικτής Επιτροπής που συστάθηκε βάσει της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, της 31ης Μαρτίου 2012, που αντικαθιστά το παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ 2012, L 103, σ. 51), η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Απριλίου 2012. Το παράρτημα αυτό παραπέμπει έκτοτε στους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009.

    14

    Εξάλλου, από την 1η Ιανουαρίου 2005, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση των κανονισμών 1408/71 και 574/72 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 1), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 883/2004, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 τα «συστήματα συντάξεων των συνταξιοδοτικών φορέων ενώσεων ελευθέριων επαγγελμάτων», τα οποία περιλαμβάνουν την καταβαλλόμενη μετά την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου σύνταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    Το αυστριακό δίκαιο

    15

    Οι διατάξεις που διέπουν την εγγραφή στο μητρώο δικηγορικού συλλόγου στην Αυστρία και τη λήψη της αντίστοιχης συντάξεως γήρατος περιλαμβάνονται στα άρθρα 49 και 50 του Rechtsanwaltsordnung (κώδικα περί δικηγόρων), της 15ης Ιουλίου 1868 (RGBl., 96/1868), όπως ίσχυε στις 23 Δεκεμβρίου 2020 (BGBl. I, 156/2020) (στο εξής: RAO).

    16

    Το άρθρο 49, παράγραφος 2, του RAO ορίζει τα εξής:

    «Υποχρεούνται καταρχήν να καταβάλλουν εισφορές όλα τα πρόσωπα τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο αυστριακού δικηγορικού συλλόγου ή στον κατάλογο των δικηγόρων υπηκόων κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τηρείται σε αυστριακό δικηγορικό σύλλογο, καθώς και οι ασκούμενοι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο αυστριακού δικηγορικού συλλόγου, εκτός αν ήδη υπάγονται υποχρεωτικώς, λόγω της άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου, σε σύστημα ασφαλίσεως γήρατος κράτους μέλους της Ένωσης, άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία [ΕΟΧ] ή της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Δύο ή περισσότεροι δικηγορικοί σύλλογοι μπορούν επίσης να ιδρύσουν κοινό ασφαλιστικό οργανισμό.»

    17

    Το άρθρο 50, παράγραφος 1, του RAO προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι κάθε πρόσωπο που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα έχει δικαίωμα να λάβει σύνταξη γήρατος, σύνταξη αναπηρίας ή σύνταξη επιζώντος, εφόσον πληρούνται οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις και εφόσον επέλθει το γεγονός που θεμελιώνει το δικαίωμα λήψεως της οικείας παροχής.

    18

    Δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 2, του RAO, το δικαίωμα αυτό πρέπει να καθορίζεται στο καταστατικό των ασφαλιστικών οργανισμών σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Το άρθρο 50, παράγραφος 2, σημείο 2, στοιχείο c, περίπτωση aa, του RAO διευκρινίζει ότι, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παραιτηθεί από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην ημεδαπή και την αλλοδαπή.

    19

    Το άρθρο 26 του Verordnung der Vertreterversammlung des österreichischen Rechtsanwaltskammertages über die Versorgungseinrichtungen Teil A der österreichischen Rechtsanwaltskammern (Satzung Teil A 2018) (Κανονισμού διοικητικού συμβουλίου της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Αυστρίας σχετικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς των αυστριακών δικηγορικών συλλόγων, μέρος Α, στο εξής: καταστατικό του 2018 σχετικά το μέρος A) προβλέπει επίσης στην παράγραφο 1, σημείο 8, ως προϋπόθεση για την πρόωρη συνταξιοδότηση, την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος «οπουδήποτε».

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    20

    Ο FK, γεννηθείς το 1954, έχει τόσο την πολωνική όσο και τη γερμανική ιθαγένεια. Από τις 8 Μαρτίου 1984 είναι εγγεγραμμένος στον Δικηγορικό Σύλλογο Κολωνίας (Γερμανία). Ασκεί εκεί επαγγελματική δραστηριότητα όχι μόνον ως Rechtsanwalt, αλλά και ως διερμηνέας και ορκωτός μεταφραστής στην πολωνική γλώσσα. Από της ενάρξεως της ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου, κατέβαλλε εισφορές στο συνταξιοδοτικό σύστημα του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας‑Βεστφαλίας (Γερμανία).

    21

    Το 1996, ο FK ενεγράφη στον Δικηγορικό Σύλλογο Βιέννης στην Αυστρία και άσκησε εκεί το δικηγορικό επάγγελμα, συμπληρωματικώς προς την άσκηση της δραστηριότητάς του στη Γερμανία. Αφότου ενεγράφη στο μητρώο του εν λόγω Δικηγορικού Συλλόγου, κατέβαλλε εισφορές στον αυστριακό ασφαλιστικό οργανισμό.

    22

    Το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του FK παρέμεινε στην Κολωνία έως το 2007, όταν μετέφερε την κατοικία του και το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του στην Ελβετία, όπου και ασκεί πλέον το δικηγορικό επάγγελμα έχοντας εγγραφεί στον κατάλογο των δικηγόρων υπηκόων κράτους μέλους της Ένωσης ή της ΕΖΕΣ, με βάση την εγγραφή του στο μητρώο δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου Κολωνίας.

    23

    Έκτοτε, ο χρόνος που αφιέρωνε ο FK στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στη Γερμανία μειώθηκε σταδιακά υπέρ του χρόνου που αφιέρωνε στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελβετία, και συγκεκριμένα ο FK αφιέρωνε το τελευταίο διάστημα το 70 % του χρόνου εργασίας του στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο γραφείο του στην Ελβετία, έναντι 25 % του χρόνου του στο γραφείο του στη Γερμανία και 5 % στο γραφείο του στην Αυστρία. Εξάλλου, ο χρόνος εργασίας που αφιέρωνε ο FK στο γραφείο του στην Αυστρία ουδέποτε υπερέβη το 10 % του συνολικού χρόνου εργασίας που αφιέρωνε στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

    24

    Ο FK λαμβάνει από το 2018 πρόωρη σύνταξη γήρατος στη Γερμανία, εξακολουθώντας όμως να ασκεί εκεί το δικηγορικό επάγγελμα.

    25

    Ο FK καταβάλλει επίσης εισφορές στο γενικό συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελβετίας.

    26

    Στις 16 Οκτωβρίου 2017, ο FK υπέβαλε στον Δικηγορικό Σύλλογο Βιέννης αίτηση πρόωρης συνταξιοδοτήσεως από 1ης Νοεμβρίου 2017, με την οποία δήλωσε ότι παραιτείται από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Αυστρία, διατηρώντας την εγγραφή του στον Δικηγορικό Σύλλογο Κολωνίας και στον κατάλογο των δικηγόρων υπηκόων κράτους μέλους της Ένωσης ή της ΕΖΕΣ, στην Ελβετία.

    27

    Με την από 29 Μαΐου 2018 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Βιέννης, η αίτησή του απορρίφθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 26, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 29, του καταστατικού του 2018 σχετικά με το μέρος Α, δυνάμει των οποίων η χορήγηση συντάξεως γήρατος προϋποθέτει παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος «οπουδήποτε».

    28

    Στις 3 Αυγούστου 2018, ο FK άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο και το οποίο επικύρωσε την εν λόγω απόφαση.

    29

    Ο FK άσκησε εξαιρετική αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης) ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία). Το δικαστήριο αυτό εξαφάνισε την ανωτέρω απόφαση με το σκεπτικό, κατ’ ουσίαν, ότι το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) παρέλειψε να διαπιστώσει τα εμπίπτοντα στο δίκαιο της Ένωσης πραγματικά περιστατικά, μολονότι ο FK είχε υποστηρίξει ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως γήρατος από την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή.

    30

    Επιληφθέν της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005 στη Γερμανία, όπως και στην Αυστρία, τα ειδικά συστήματα ασφαλίσεως των ελευθέρων επαγγελματιών, συμπεριλαμβανομένων των ελευθέρων επαγγελματιών που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα, εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δυνάμει του παραρτήματος II του κανονισμού αυτού. Από την ως άνω ημερομηνία και έπειτα, ο κανονισμός 1408/71 είχε εφαρμογή στους εν λόγω εργαζομένους, κατόπιν τροποποιήσεώς του σύμφωνα με την οποία δεν θεμελιώνονταν δικαιώματα για τις προγενέστερες περιόδους, έστω και αν οι προηγουμένως συμπληρωθείσες περίοδοι δραστηριότητας λαμβάνονταν υπόψη.

    31

    Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, για τον προσδιορισμό της νομοθεσίας που έχει εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου το οποίο, όπως ο FK, ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή τρία κράτη μέλη, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004.

    32

    Το ως άνω δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως όταν το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου και ο τόπος κατοικίας του δεν βρίσκονται σε κράτος μέλος, καθόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία της διατάξεως, δεν έχει εφαρμογή η νομοθεσία κράτους μέλους.

    33

    Σε περίπτωση που κριθεί εφαρμοστέα η αυστριακή νομοθεσία, το ίδιο δικαστήριο διερωτάται επιπλέον αν ο RAO συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, με το δικαίωμα ιδιοκτησίας και με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, και μάλιστα με την ελευθερία εγκαταστάσεως, και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν θα πρέπει, δυνάμει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, να αφήσει ανεφάρμοστο το άρθρο 50, παράγραφος 2, σημείο 2,στοιχείο c, περίπτωση aa, του RAO.

    34

    Υπογραμμίζοντας ότι στη διαφορά της κύριας δίκης υφίσταται αναντίρρητα διασυνοριακή κατάσταση εμπίπτουσα στο δίκαιο της Ένωσης, καθόσον ο FK είναι εγκατεστημένος σε δύο κράτη μέλη και μια διάταξη του αυστριακού δικαίου επηρεάζει τη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου στη Γερμανία, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα ιδιοκτησίας –και, κατ’ επέκταση, τα περιουσιακά συμφέροντα που συνδέονται με τις προβλεπόμενες από τον νόμο κοινωνικές παροχές, όπως είναι οι συντάξεις γήρατος– είναι απαραβίαστο και τυχόν περιορισμοί του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος πρέπει να δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος, να είναι κατάλληλοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν τα εμπλεκόμενα εν προκειμένω συμφέροντα δικαιολογούν την εξάρτηση της χορηγήσεως συντάξεως γήρατος από την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος τόσο στο αυστριακό έδαφος όσο και στην αλλοδαπή. Συγκεκριμένα, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση είναι ικανή να συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία εγγυώνται οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

    35

    Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει, ως εκ της φύσεώς του, τη συνέχιση της ασκήσεως δραστηριότητας σε κράτη μέλη με την ταυτόχρονη είσπραξη συντάξεως γήρατος σε άλλο κράτος μέλος, καθόσον, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, αντιμετωπίζεται ρητώς το ζήτημα της διαφοράς των ηλικιών συνταξιοδοτήσεως στα κράτη μέλη.

    36

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό δικαστήριο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, στην περίπτωση που το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων ενός προσώπου ευρίσκεται, από ποσοτικής απόψεως, σε τρίτη χώρα στην οποία το πρόσωπο αυτό έχει επίσης την κατοικία του και, επιπλέον, το εν λόγω πρόσωπο ασκεί δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη (στη Γερμανία και στην Αυστρία) η οποία κατανέμεται μεταξύ των δύο κρατών μελών κατά τέτοιο τρόπο ώστε το σαφώς μεγαλύτερο μέρος αυτής ασκείται στο ένα εξ αυτών (εν προκειμένω στη Γερμανία);

    Σε περίπτωση που από την ερμηνεία της διατάξεως αυτής προκύψει ότι είναι εφαρμοστέα η αυστριακή νομοθεσία, [υποβάλλεται το ακόλουθο ερώτημα]:

    2)

    Συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης οι διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 2, σημείο 2, στοιχείο c, περίπτωση aa, του [RAO] και του άρθρου 26, παράγραφος 1, σημείο 8, του καταστατικού του 2018 σχετικά με το μέρος Α, που βασίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του [RAO], ή αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης και προσβάλλουν τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον θέτουν ως προϋπόθεση για τη συνταξιοδότηση την παραίτηση από την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή (άρθρο 50, παράγραφος 2, σημείο 2, στοιχείο c, περίπτωση aa, [του RAO]) ή οπουδήποτε (άρθρο 26, παράγραφος 1, σημείο 8, του καταστατικού του 2018 σχετικά με το μέρος Α);»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    37

    Όσον αφορά τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 11 έως 13 της παρούσας αποφάσεως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμφωνίας ΕΚ‑Ελβετίας, ο όρος «Κράτος(η) μέλος(η)» που περιλαμβάνεται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το τμήμα Α του παραρτήματος αυτού θεωρείται ότι υποδηλώνει, εκτός από τα κράτη μέλη της Ένωσης που καλύπτονται από τις εν λόγω πράξεις, και την Ελβετική Συνομοσπονδία.

    38

    H Συμφωνία ΕΚ‑Ελβετίας, παραπέμποντας ρητώς, με το τμήμα Α του παραρτήματος II αυτής, στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις του, στους κανονισμούς 1408/71 και 883/2004, επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής τους στην Ελβετική Συνομοσπονδία και, ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υπονοεί το αιτούν δικαστήριο με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν πρέπει να θεωρηθεί, για τις ανάγκες της υπό κρίση υποθέσεως, ως τρίτο κράτος, αλλά ως κράτος μέλος.

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    39

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποια είναι η εφαρμοστέα νομοθεσία δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 σε περίπτωση κατά την οποία ο τόπος κατοικίας και το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του ενδιαφερόμενου προσώπου βρίσκονται στην Ελβετία, το δε πρόσωπο αυτό ασκεί επίσης δραστηριότητα σε δύο άλλα κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος II της Συμφωνίας ΕΚ‑Ελβετίας, ήτοι στη Γερμανία και στην Αυστρία, και η άσκηση της δραστηριότητας αυτής κατανέμεται άνισα μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών.

    40

    Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί και, στο πλαίσιο αυτό, να ερμηνεύσει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2017, Otero Ramos, C‑531/15, EU:C:2017:789, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, González Castro, C‑41/17, EU:C:2018:736, σκέψη 54).

    41

    Κατά συνέπεια, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τυπικώς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, παρά το γεγονός ότι το προδικαστικό ερώτημα έπρεπε να αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, λόγω της διευκρινίσεως που δόθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία η Ελβετική Συνομοσπονδία πρέπει να θεωρηθεί ως «κράτος μέλος», στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, ιδίως δε από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2017, Otero Ramos, C‑531/15, EU:C:2017:789, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, González Castro, C‑41/17, EU:C:2018:736, σκέψη 55).

    42

    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέχονται με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να ερμηνεύσει άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

    43

    Από τη νομολογία προκύπτει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 και του κανονισμού 1408/71 έχουν καθιερώσει σύστημα συντονισμού το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό της νομοθεσίας ή των νομοθεσιών που έχουν εφαρμογή επί των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων οι οποίοι, υπό διάφορες περιστάσεις, ασκούν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2008, Derouin, C‑103/06, EU:C:2008:185, σκέψη 20, της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad, C‑269/15, EU:C:2016:802, σκέψη 33, και της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 40).

    44

    Κατ’ εφαρμογήν των κανόνων που προβλέπονται σε αυτό το σύστημα συντονισμού, οι ενδιαφερόμενοι υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους, προς αποφυγήν των περιπλοκών που μπορεί να ανακύψουν από την ταυτόχρονη εφαρμογή περισσοτέρων εθνικών νομοθεσιών και προς εξάλειψη της άνισης μεταχειρίσεως που θα συνεπαγόταν, για τα πρόσωπα που μετακινούνται στο εσωτερικό της Ένωσης, η μερική ή πλήρης σώρευση των εφαρμοστέων νομοθεσιών (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψεις 36 και 37, της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad, C‑269/15, EU:C:2016:802, σκέψεις 35 και 36, και της 16ης Ιουλίου 2020, AFMB κ.λπ., C‑610/18, EU:C:2020:565, σκέψη 40).

    45

    Η αρχή αυτή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους εκφράζεται ιδίως στο άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004, το οποίο καθορίζει τη νομοθεσία που έχει εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου που ασκεί δραστηριότητες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι ένα πρόσωπο που ασκεί κανονικά μη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται είτε στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας του, εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του σε αυτό (άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού), είτε στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, εφόσον δεν κατοικεί σε ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του (άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού).

    46

    Το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 883/2004, ως «ουσιώδες μέρος» μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας που ασκείται σε κράτος μέλος νοείται ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού το οποίο ασκείται εκεί, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων. Για να καθοριστεί αν ασκείται σε κράτος μέλος ουσιώδες μέρος δραστηριότητας, λαμβάνονται υπόψη, στην περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή. Εάν πληρούται λιγότερο από το 25 % των κριτηρίων αυτών, τούτο σημαίνει ότι δεν ασκείται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας αυτής (πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Ryanair, C‑33/21, EU:C:2022:402, σκέψη 63).

    47

    Δεδομένου ότι ο FK κατοικούσε στη Γερμανία, όπου βρισκόταν και το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του προτού μεταφέρει την κατοικία του στην Ελβετία, όπου βρίσκεται σήμερα το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο FK υπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, είτε στη γερμανική είτε στην ελβετική νομοθεσία.

    48

    Εν προκειμένω, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο χρόνος εργασίας που αφιέρωνε ο FK στο γραφείο του στην Αυστρία ουδέποτε υπερέβη το 10 % του συνολικού χρόνου εργασίας που αφιέρωνε στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σύμφωνα με τους κανόνες συγκρούσεως που θεσπίζει ο κανονισμός 883/2004, η αυστριακή νομοθεσία δεν έχει εφαρμογή.

    49

    Μολονότι όμως η πληρότητα του συστήματος κανόνων συγκρούσεως που θέτει σε εφαρμογή ο κανονισμός 883/2004 έχει ως αποτέλεσμα ότι ο νομοθέτης κάθε κράτους μέλους δεν έχει καταρχήν την εξουσία να καθορίζει ελεύθερα την έκταση και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτήν και την επικράτεια εντός της οποίας παράγουν τα αποτελέσματά τους οι εθνικές διατάξεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψεις 34 και 35, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, van den Berg κ.λπ., C‑95/18 και C‑96/18, EU:C:2019:767, σκέψη 50), η αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους δεν μπορεί να στερήσει από ένα κράτος μέλος το οποίο δεν είναι αρμόδιο βάσει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 τη δυνατότητα να χορηγεί σε διακινούμενο εργαζόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οικογενειακές παροχές ή σύνταξη γήρατος, κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου του, ακόμη και στην περίπτωση που, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13 του εν λόγω κανονισμού, το εν λόγω πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2015, Franzen κ.λπ., C‑382/13, EU:C:2015:261, σκέψεις 58 έως 61, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, van den Berg κ.λπ., C‑95/18 και C‑96/18, EU:C:2019:767, σκέψη 53).

    50

    Συγκεκριμένα, μοναδικός σκοπός των κανόνων συγκρούσεως του κανονισμού 883/2004 είναι ο καθορισμός της νομοθεσίας που τυγχάνει εφαρμογής επί των προσώπων τα οποία τελούν σε μία εκ των καταστάσεων που διαλαμβάνονται στις διατάξεις οι οποίες προσδιορίζουν τους εν λόγω κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad, C‑269/15, EU:C:2016:802, σκέψη 37, και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley, C‑430/15, EU:C:2017:74, σκέψη 60). Οι κανόνες συγκρούσεως αυτοί καθεαυτούς δεν αποσκοπούν στον καθορισμό των προϋποθέσεων για την ύπαρξη του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως ασφαλίσεως σε συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1998, Kuusijärvi, C‑275/96, EU:C:1998:279, σκέψη 29 και μνημονευόμενη νομολογία, και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Dumont de Chassart, C‑619/11, EU:C:2013:92, σκέψη 39).

    51

    Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 883/2004 επιτρέπει τη διατήρηση σε ισχύ αυτοτελών συστημάτων που δημιουργούν αυτοτελείς απαιτήσεις έναντι αυτοτελών φορέων, κατά των οποίων ο οικείος δικαιούχος έχει άμεσα δικαιώματα δυνάμει είτε μόνον του εθνικού δικαίου είτε του εθνικού δικαίου συμπληρούμενου εν ανάγκη από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Dumont de Chassart, C‑619/11, EU:C:2013:92, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley, C‑430/15, EU:C:2017:74, σκέψη 57).

    52

    Επομένως, οι κανόνες συγκρούσεως του κανονισμού 883/2004 δεν μπορούν να εφαρμοστούν για τη ρύθμιση του ζητήματος κατά πόσον ο εργαζόμενος θεμελίωσε δικαίωμα σε παροχές βάσει εισφορών που κατέβαλλε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ορισμένου κράτους μέλους.

    53

    Εν προκειμένω, αφενός, υπογραμμίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι εισφορές που κατέβαλε ο αναιρεσείων της κύριας δίκης στα ειδικά συστήματα που εφαρμόζονται στα πρόσωπα που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Αυστρία είχαν εξαιρεθεί του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 883/2004, και ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών από 1ης Ιανουαρίου 2005. Αφετέρου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων της κύριας δίκης επικαλείται την εφαρμογή κανόνων συνυπολογισμού ή λήψης υπόψη περιόδων ασφάλισης που πραγματοποιήθηκαν σε άλλα κράτη μέλη προκειμένου να του χορηγηθεί η πρόωρη σύνταξη γήρατος την οποία αιτείται, η χορήγηση της οποίας στηρίζεται αποκλειστικώς στην εφαρμογή του αυστριακού δικαίου.

    54

    Επομένως, στη διαφορά της κύριας δίκης δεν εγείρεται ζήτημα προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας σύμφωνα με τους κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται στα άρθρα 11 έως 13 του κανονισμού 883/2004, αλλά τίθεται μόνον το ζήτημα της εφαρμογής στον ενδιαφερόμενο του συστήματος που προβλέπεται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους στο οποίο κατέβαλλε εισφορές.

    55

    Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται εξάλλου από την επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε ο FK και η οποία συνίσταται στον χαρακτηρισμό του ειδικού συστήματος που εφαρμόζεται στα πρόσωπα που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα ως «συστήματος προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης».

    56

    Πράγματι, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου τον οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διενεργήσει όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ειδικού αυτού συστήματος ως «συστήματος προαιρετικής υπαγωγής ή συνέχισης της ασφάλισης» τουλάχιστον όσον αφορά τις εισφορές που καταβλήθηκαν από την 1 Ιανουαρίου 2005, ένα τέτοιο σύστημα ασφαλίσεως εξαιρείται ρητώς, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004, από το πεδίο εφαρμογής του θεσπισθέντος με τον κανονισμό αυτόν μηχανισμού προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Επομένως, ο FK μπορεί να υπαχθεί στην κατά τα ανωτέρω προαιρετική συνέχιση ασφαλίσεως στην Αυστρία, μολονότι υπόκειται υποχρεωτικώς στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, εν προκειμένω στην ελβετική νομοθεσία, δεδομένου ότι άρχισε να καταβάλλει εισφορές στο ειδικό σύστημα ασφάλισης των προσώπων που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Αυστρία, ενόσω το εν λόγω σύστημα δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 883/2004, και συνέχισε να καταβάλλει εισφορές σε αυτό.

    57

    Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει την ευχέρεια να αποφασίσει αν θα συνεχίσει ή θα διακόψει την υπαγωγή σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για ορισμένες περιόδους, καθόσον η επιλογή αυτή παράγει αποτελέσματα ως προς την έκταση της μελλοντικής παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Bouman, C‑114/13, EU:C:2015:81, σκέψη 58).

    58

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004 δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου το οποίο κατοικεί στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται επίσης το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, ενώ ασκεί παράλληλα δραστηριότητα σε δύο άλλα κράτη μέλη, η άσκηση της οποίας κατανέμεται άνισα μεταξύ αυτών, προκειμένου να καθοριστεί αν το εν λόγω πρόσωπο θεμελιώνει άμεσα δικαιώματα έναντι των φορέων ενός εκ των δύο αυτών άλλων κρατών μελών βάσει των εισφορών που κατέβαλλε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου.

    Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    59

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη ζητούμενη πρόωρη συνταξιοδότηση από την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος όχι μόνο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, αλλά και στην αλλοδαπή.

    60

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η περίπτωση προσώπου, υπηκόου κράτους μέλους, το οποίο ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα και το οποίο μετακινείται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει εκεί δραστηριότητα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος μπορεί να εμπίπτει είτε στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως, εφόσον συνήθως εισπράττει αμοιβή από τον πελάτη, είτε στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στην περίπτωση που η αμοιβή του έχει τη μορφή μισθού (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1995, Gebhard, C‑55/94, EU:C:1995:411, σκέψεις 22 έως 25, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 23).

    61

    Όσον αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη στην κύρια δίκη αυστριακή ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 883/2004 δεν θεσπίζει κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλειας, αλλά διατηρεί σε ισχύ διαφορετικά εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας. Τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων τους κοινωνικής ασφάλειας και, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει στη νομοθεσία του, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν εντούτοις να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της ΣΛΕΕ σχετικά με την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Salgado González, C‑282/11, EU:C:2013:86, σκέψεις 35 έως 37, της 5ης Νοεμβρίου 2014, Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψεις 33 έως 35, και της 21ης Οκτωβρίου 2021, Zakład Ubezpieczeń Społecznych I Oddział w Warszawie, C‑866/19, EU:C:2021:865, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    62

    Επιπλέον, το σύνολο των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και ελευθερίας εγκαταστάσεως έχει ως σκοπό να καταστήσει ευχερέστερη την εκ μέρους των πολιτών της Ένωσης άσκηση πάσης φύσεως επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε όλο το έδαφος της Ένωσης και απαγορεύει τα μέτρα που θα μπορούσαν να αποδειχθούν δυσμενή για τους πολίτες αυτούς στην περίπτωση που θα επιθυμούσαν να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 94, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψη 36).

    63

    Κατά συνέπεια, οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν οποιοδήποτε εθνικό μέτρο το οποίο, έστω και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους πολίτες της Ένωσης, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, Gouvernement de la Communauté française και gouvernement wallon, C‑212/06, EU:C:2008:178, σκέψη 45, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψη 38).

    64

    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση μπορεί να εφαρμοστεί αδιακρίτως σε όλα τα πρόσωπα που ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας.

    65

    Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι μια προϋπόθεση όπως αυτή που προβλέπεται στην αυστριακή νομοθεσία, η οποία απαιτεί την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, μπορεί να αποτρέψει τα πρόσωπα που έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σε τέτοια σύνταξη από το να κάνουν χρήση της ελευθερίας τους εγκαταστάσεως ή της ελεύθερης κυκλοφορίας.

    66

    Επιπλέον, μολονότι η κατά τα ανωτέρω παραίτηση μπορεί να γίνει δεκτή για ένα πρόσωπο το οποίο άσκησε το σύνολο της επαγγελματικής του δραστηριότητας στην Αυστρία, είναι, εντούτοις, πιο δύσκολο να γίνει δεκτή για ένα πρόσωπο το οποίο έκανε χρήση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ή ακόμη και της ελεύθερης κυκλοφορίας, και το οποίο είναι αναγκασμένο, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, διότι δεν έχει συμπληρώσει εκεί τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδοτήσεως.

    67

    Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνιστά εμπόδιο στις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ, η ύπαρξη του οποίου επιτρέπεται μόνον εφόσον επιδιώκει θεμιτό σκοπό ο οποίος συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΛΕΕ και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του μέτρου αυτού πρέπει επίσης να είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του επιδιωκόμενου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου προς τούτο μέτρου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2013, Wencel, C‑589/10, EU:C:2013:303, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομοθεσία, της 5ης Νοεμβρίου 2014, Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψη 46, και της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Onofrei, C‑218/19, EU:C:2020:1034, σκέψη 32).

    68

    Συναφώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος ο οποίος δικαιολογεί το συγκεκριμένο μέτρο συνάγεται από τον σκοπό του επίμαχου στην κύρια δίκη συστήματος, ο οποίος συνίσταται στην αντικατάσταση, από τη συγκεκριμένη σύνταξη, προγενέστερου εισοδήματος στο οποίο δεν θα προστίθενται εισοδήματα από δραστηριότητα που ασκείται κατά πλήρη απασχόληση. Ο σκοπός συνίσταται όχι μόνο στην προστασία των προσώπων που συνεχίζουν να ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα από τον ανταγωνισμό εκ μέρους εκείνων που έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί, αλλά και στη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας του συγκεκριμένου συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο δεν εμπίπτει στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του κοινού δικαίου και χρηματοδοτείται από διανεμητικό σύστημα, κατ’ αντιδιαστολή προς τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα.

    69

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τον θεμιτό χαρακτήρα που μπορούν να ενέχουν οι σκοποί της πολιτικής απασχολήσεως, όπως είναι οι σκοποί που συνίστανται, μεταξύ άλλων, στη θέσπιση ορίων ηλικίας υποχρεωτικής παύσης της δραστηριότητας προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία μιας πιο ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Fuchs και Köhler, C‑159/10 και C‑160/10, EU:C:2011:508, σκέψη 50).

    70

    Συγκεκριμένα, η νομιμότητα ενός τέτοιου σκοπού γενικού συμφέροντος που άπτεται της πολιτικής απασχόλησης δεν μπορεί ευλόγως να αμφισβητηθεί, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, η επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης αποτελεί έναν από τους σκοπούς που επιδιώκει η Ένωση (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Comune di Gesturi, C‑670/18, EU:C:2020:272, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    71

    Μολονότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι εθνική νομοθεσία η οποία ρυθμίζει την αγορά εργασίας με σκοπό την ελευθέρωση των θέσεων εργασίας που καταλαμβάνουν πρόσωπα τα οποία προσεγγίζουν την ηλικία συνταξιοδοτήσεως και τη διαφύλαξη του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επαγγελματιών είναι κατάλληλη για τη διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει, αντιθέτως, να γίνει δεκτό ότι, εφόσον απαιτεί την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους και στην αλλοδαπή, μπορεί να βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού.

    72

    Συγκεκριμένα, εθνική ρύθμιση η οποία απαιτεί την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος τόσο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους όσο και στην αλλοδαπή, προκειμένου να προστατευτούν τα πρόσωπα που εξακολουθούν να ασκούν το συγκεκριμένο επάγγελμα από τον ανταγωνισμό εκ μέρους προσώπων τα οποία έχουν ήδη ζητήσει να συνταξιοδοτηθούν, φαίνεται να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, καθόσον αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τον περιορισμό της παραίτησης από την άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας μόνο στην εθνική επικράτεια ή ακόμη και σε περιορισμένη γεωγραφική περιοχή εντός άλλου κράτους μέλους. Εξάλλου, μια τέτοια ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως και διατηρήσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν έχουν εναρμονιστεί μεταξύ των κρατών μελών, αλλά απλώς συντονίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, και ότι οι ενδιαφερόμενοι ενδέχεται να πρέπει να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμά τους σε άλλα κράτη μέλη προκειμένου να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα δυνάμει των οικείων εθνικών νομοθεσιών.

    73

    Επιπλέον, η προϋπόθεση της παραιτήσεως του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή φαίνεται να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να προστεθούν στην ούτως καταβαλλόμενη πρόωρη σύνταξη τα εισοδήματα από δραστηριότητα πλήρους απασχολήσεως.

    74

    Όσον αφορά τον σκοπό που συνίσταται στην οικονομική βιωσιμότητα του επίμαχου ειδικού συστήματος, μολονότι ο κίνδυνος σοβαρού πλήγματος στη χρηματοοικονομική ισορροπία συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, Kohll, C‑158/96, EU:C:1998:171, σκέψη 41, και της 11ης Ιανουαρίου 2007, ITC, C‑208/05, EU:C:2007:16, σκέψη 43), εντούτοις, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν προκύπτει σαφώς για ποιο λόγο η χρηματοδότηση του ειδικού αυτού συστήματος, η οποία εξαρτάται από τις εισφορές των καλυπτομένων προσώπων, θα κινδύνευε να πληγεί σοβαρά από το γεγονός ότι πρόσωπα τα οποία θεμελιώνουν δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδοτήσεως από το συγκεκριμένο σύστημα εξακολουθούν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα σε άλλα κράτη μέλη.

    75

    Επομένως, μολονότι εναπόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν και σε ποιον βαθμό η επίμαχη εθνική ρύθμιση πληροί την προϋπόθεση της αναλογικότητας όσον αφορά την επίτευξη του σκοπού της οικονομικής βιωσιμότητας του οικείου ειδικού συστήματος, προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικά μέσα.

    76

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη ζητούμενη πρόωρη συνταξιοδότηση από την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, χωρίς να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το κράτος μέλος εντός του οποίου ασκείται η οικεία δραστηριότητα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    77

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση προσώπου το οποίο κατοικεί στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται επίσης το κέντρο συμφερόντων των δραστηριοτήτων του, ενώ ασκεί παράλληλα δραστηριότητα σε δύο άλλα κράτη μέλη, η άσκηση της οποίας κατανέμεται άνισα μεταξύ αυτών, προκειμένου να καθοριστεί αν το εν λόγω πρόσωπο θεμελιώνει άμεσα δικαιώματα έναντι των φορέων ενός εκ των δύο αυτών άλλων κρατών μελών βάσει των εισφορών που κατέβαλλε κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου.

     

    2)

    Τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη ζητούμενη πρόωρη συνταξιοδότηση από την παραίτηση του ενδιαφερομένου από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, χωρίς να λαμβάνεται ιδίως υπόψη το κράτος μέλος εντός του οποίου ασκείται η οικεία δραστηριότητα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top