Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0830

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina της 20ής Απριλίου 2023.
Syngenta Agro GmbH κατά Agro Trade Handelsgesellschaft mbH.
Αίτηση του Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Άρθρο 52 – Παράλληλο εμπόριο – Κανονισμός (ΕΕ) 547/2011 – Απαιτήσεις επισήμανσης για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Παράρτημα I, σημείο 1, στοιχεία βʹ και στʹ – Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατόχου της άδειας – Αριθμός παρτίδας.
Υπόθεση C-830/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:319

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 20ής Απριλίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑830/21

Syngenta Agro GmbH

κατά

Agro Trade Handelsgesellschaft mbH

[αίτηση του Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg
(εφετείου Αμβούργου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Άρθρο 28 – Άδεια για διάθεση στην αγορά και χρήση – Άρθρο 52 – Παράλληλο εμπόριο – Κανονισμός (ΕΕ) 547/2011 της Επιτροπής – Άρθρο 1 – Παράρτημα Ι, σημείο 1, στοιχεία βʹ και στʹ– Απαιτήσεις επισήμανσης – Ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατόχου της άδειας – Αριθμός παρτίδας παρασκευάσματος»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΕ) 547/2011 ( 2 ), σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχεία βʹ και στʹ, του παραρτήματος Ι του ίδιου κανονισμού. Ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) 1107/2009 ( 3 ) όσον αφορά τις απαιτήσεις επισήμανσης για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

2.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Syngenta Agro GmbH (στο εξής: ενάγουσα) και της Agro Trade Handelsgesellschaft mbH (στο εξής: εναγομένη) με αντικείμενο την παράλληλη εισαγωγή στη Γερμανία φυτοπροστατευτικών προϊόντων, για τα οποία η ενάγουσα διαθέτει άδεια διάθεσης στην αγορά σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.

Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει σε ποιον βαθμό οι απαιτήσεις επισήμανσης που εφαρμόζονται στη χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά ενός κράτους μέλους, βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, εφαρμόζονται και στην περίπτωση παράλληλου εμπορίου του συγκεκριμένου προϊόντος, βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 1107/2009.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός 1107/2009

4.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 9, 24, 31, 42, 44 και 45 του κανονισμού 1107/2009 έχουν ως εξής:

«(8)

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Κοινότητας. […]

(9)

Προκειμένου να αρθούν κατά το δυνατόν τα εμπόδια στο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία οφείλονται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των κρατών μελών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να καθορίσει εναρμονισμένους κανόνες για την έγκριση των δραστικών ουσιών και τη διάθεση στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στους οποίους θα περιλαμβάνονται και κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και για το παράλληλο εμπόριο. Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι ως εκ τούτου να αυξηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων αυτών και η διαθεσιμότητά τους στα κράτη μέλη.

[…]

(24)

Οι διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας. Ειδικότερα, κατά την αδειοδότηση για φυτοπροστατευτικά προϊόντα, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται, πριν από τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, ότι ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και ότι δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.

[…]

(31)

Για την περίπτωση που πανομοιότυπα φυτοπροστατευτικά προϊόντα αδειοδοτούνται σε πλείονα κράτη μέλη, θα πρέπει να προβλεφθεί στον παρόντα κανονισμό απλουστευμένη διαδικασία για τη χορήγηση άδειας παράλληλου εμπορίου, προκειμένου να διευκολύνεται το εμπόριο αυτών των προϊόντων μεταξύ των κρατών μελών.

[…]

(42)

Η οδηγία 1999/45/ΕΚ [ ( 4 )] […] εφαρμόζεται στην ταξινόμηση, συσκευασία και σήμανση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Ωστόσο, για την περαιτέρω βελτίωση της προστασίας των χρηστών φυτοπροστατευτικών προϊόντων, των καταναλωτών φυτών και φυτικών προϊόντων και του περιβάλλοντος, χρειάζονται επιπλέον ειδικοί κανόνες οι οποίοι να λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς όρους χρήσης των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

[…]

(44)

Θα πρέπει να θεσπισθούν διατάξεις για την τήρηση αρχείων και για την ενημέρωση σχετικά με τη χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, διασφαλίζοντας την ιχνηλασιμότητα πιθανής έκθεσης, να αυξηθεί η αποδοτικότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου και να μειωθεί το κόστος της παρακολούθησης της ποιότητας των υδάτων.

(45)

Οι διατάξεις για τις ρυθμίσεις ελέγχου και επιθεώρησης όσον αφορά την εμπορία και τη χρήση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να εξασφαλίζουν την ορθή, ασφαλή και εναρμονισμένη εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, με σκοπό την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος.»

5.

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο και σκοπός», προβλέπει τα εξής:

«[…]

3.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος και η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, μέσω της εναρμόνισης των κανόνων σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων με παράλληλη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής.

[…]»

6.

Το άρθρο 3 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

10)

“άδεια/αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος”: διοικητική πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους επιτρέπει τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά εντός της επικράτειάς του·

[…]

24)

“κάτοχος άδειας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει άδεια/αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος·

[…]».

7.

Το άρθρο 28 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άδεια για διάθεση στην αγορά και χρήση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν δεν διατίθεται στην αγορά ούτε χρησιμοποιείται αν δεν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, δεν απαιτείται άδεια στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

ε)

διάθεση στην αγορά και χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια παράλληλου εμπορίου σύμφωνα με το άρθρο 52.»

8.

Το άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απαιτήσεις για την άδεια διάθεσης στην αγορά», προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 50, χορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 6, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

[…]».

9.

Το άρθρο 33 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Αίτηση άδειας ή τροποποίηση άδειας», προβλέπει τα εξής:

«1.   Ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν.

[…]

3.   Η αίτηση συνοδεύεται από τα εξής:

[…]

ζ)

σχέδιο ετικέτας.»

10.

Το άρθρο 44 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Ανάκληση ή τροποποίηση άδειας», προβλέπει στις παραγράφους 1, 3 και 4 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθεωρούν μια άδεια οποτεδήποτε υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν πληρούνται πλέον οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 29.

[…]

3.   Το κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί την άδεια, ανάλογα με την περίπτωση, όταν:

α)

δεν πληρούνται ή έχουν παύσει να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 29·

β)

υποβλήθηκαν πλαστά ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·

γ)

δεν τηρήθηκε όρος που περιλαμβανόταν στην άδεια·

δ)

βάσει των εξελίξεων των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ο τρόπος χρήσης και οι χρησιμοποιούμενες ποσότητες δύνανται να τροποποιούνται· ή

ε)

ο κάτοχος της άδειας δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

4.   Όταν ένα κράτος μέλος ανακαλεί ή τροποποιεί μια άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 3, ενημερώνει αμέσως τον κάτοχο της άδειας, τα άλλα κράτη μέλη, την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή και την [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων] […]».

11.

Το άρθρο 52 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παράλληλο εμπόριο», προβλέπει τα εξής:

«1.   Ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν που έχει αδειοδοτηθεί σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος καταγωγής) μπορεί, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια παράλληλου εμπορίου, να εισάγεται, να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται σε άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος εισαγωγής), εάν αυτό το κράτος μέλος καθορίζει ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν είναι πανομοιότυπο ως προς τη σύνθεση με φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο έχει ήδη αδειοδοτηθεί στο έδαφός του (προϊόν αναφοράς). Η αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής.

2.   Η άδεια παράλληλου εμπορίου χορηγείται με απλουστευμένη διαδικασία […] εάν το φυτοπροστατευτικό προϊόν που πρόκειται να εισέλθει στην αγορά είναι πανομοιότυπο σύμφωνα με την παράγραφο 3 […]

3.   Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα θεωρούνται πανομοιότυπα με τα προϊόντα αναφοράς εφόσον:

α)

έχουν παρασκευασθεί από την ίδια επιχείρηση ή από συνδεόμενη επιχείρηση ή κατόπιν αδείας με την ίδια διαδικασία παρασκευής·

β)

είναι πανομοιότυπα ως προς την προδιαγραφή και την περιεκτικότητα δραστικών ουσιών, αντιφυτοτοξικών και συνεργιστικών και ως προς τον τύπο του σκευάσματος· και

γ)

είναι είτε όμοια είτε ισοδύναμα στα υπάρχοντα βοηθητικά και στο μέγεθος, το υλικό ή τη μορφή της συσκευασίας, όσον αφορά στην ενδεχόμενη ανεπιθύμητη επίδραση του προϊόντος επί της ασφάλειας, σε σχέση με την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον.

4.   Η αίτηση αδείας παράλληλου εμπορίου περιλαμβάνει τις εξής πληροφορίες:

α)

ονομασία και αριθμός μητρώου του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο κράτος μέλος καταγωγής·

β)

κράτος μέλος καταγωγής·

γ)

ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του κατόχου άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής·

δ)

το πρωτότυπο της ετικέτας και των οδηγιών χρήσης με τις οποίες το προς εισαγωγή φυτοπροστατευτικό προϊόν διανέμεται στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την εξέταση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί μετάφραση των σχετικών μερών του πρωτότυπου των οδηγιών χρήσης·

ε)

ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του αιτούντα·

στ)

ονομασία που δίδεται στο φυτοπροστατευτικό προϊόν που πρόκειται να διανεμηθεί στο κράτος μέλος εισαγωγής·

ζ)

σχέδιο ετικέτας για το προϊόν που προορίζεται να διατεθεί στην αγορά·

η)

δείγμα του προς εισαγωγή προϊόντος εφόσον κρίνεται αναγκαίο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής·

θ)

ονομασία και αριθμός μητρώου του προϊόντος αναφοράς.

[…]

5.   Ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια παράλληλου εμπορίου πρέπει να διατίθεται στην αγορά και να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της άδειας του προϊόντος αναφοράς. Για να διευκολύνονται η παρακολούθηση και οι έλεγχοι, η Επιτροπή ορίζει ειδικές απαιτήσεις ελέγχου για το προς εισαγωγή προϊόν σε κανονισμό που αναφέρεται στο άρθρο 68.

6.   Η άδεια παράλληλου εμπορίου ισχύει για τη διάρκεια ισχύος της άδειας του προϊόντος αναφοράς. Εάν ο κάτοχος άδειας του προϊόντος αναφοράς υποβάλει αίτηση για ανάκληση της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 και εάν εξακολουθούν να τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 29, η ισχύς της άδειας παράλληλου εμπορίου λήγει κατά την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε λήξει κανονικά η άδεια του προϊόντος αναφοράς.

7.   Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 44, 45, 46 και 55 και 56 παράγραφος 4 και τα κεφάλαια VI έως X εφαρμόζονται αντιστοίχως στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου.

8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 44, μια άδεια παράλληλου εμπορίου μπορεί να ανακληθεί εάν η άδεια του εισαχθέντος φυτοπροστατευτικού προϊόντος ανακληθεί στο κράτος μέλος καταγωγής για λόγους ασφαλείας ή αποτελεσματικότητας.

9.   Σε περίπτωση που το προϊόν δεν είναι πανομοιότυπο, κατά την έννοια της παραγράφου 3, με το προϊόν αναφοράς, το κράτος μέλος εισαγωγής μπορεί να χορηγεί την άδεια διάθεσης στην αγορά και χρήσης δυνάμει του άρθρου 29.

[…]

11.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 63, οι αρχές των κρατών μελών διαθέτουν στο κοινό πληροφορίες σχετικά με τις άδειες παράλληλου εμπορίου.»

12.

Το άρθρο 55 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων», προβλέπει τα εξής:

«Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται ορθά.

Η ορθή χρήση περιλαμβάνει την εφαρμογή των αρχών ορθής πρακτικής φυτοπροστασίας και την τήρηση των όρων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 31 και καθορίζονται στη σήμανση. […]»

13.

Το άρθρο 56 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση για δυνητικά επιβλαβείς ή μη αποδεκτές επιδράσεις», προβλέπει στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Ο κάτοχος άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος αναφέρει ετησίως στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αδειοδότησαν το φυτοπροστατευτικό προϊόν του, εάν έχει τυχόν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την απώλεια της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, την ανάπτυξη ανθεκτικότητας και τυχόν απρόβλεπτες επιδράσεις στα φυτά, τα φυτικά προϊόντα ή το περιβάλλον.»

14.

Κατά το άρθρο 65 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σήμανση»:

«1.   Η σήμανση φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιλαμβάνει τις απαιτήσεις ταξινόμησης, σήμανσης και συσκευασίας της [οδηγίας 1999/45] και συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις οι οποίες ορίζονται σε κανονισμό που θεσπίζεται με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 79 παράγραφος 4.

[…]»

2. Ο κανονισμός 547/2011

15.

Δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 547/2011.

16.

Το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011 προβλέπει τα εξής:

«Η επισήμανση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημα I και […] περιέχει, κατά περίπτωση, τις τυποποιημένες φράσεις για ειδικούς κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή για το περιβάλλον, που παρατίθενται στο παράρτημα II, και τις τυποποιημένες φράσεις για τα προληπτικά μέτρα ασφαλείας για την προστασία της υγείας του ανθρώπου ή των ζώων ή την προστασία του περιβάλλοντος, που παρατίθενται στο παράρτημα III.»

17.

Το παράρτημα I του κανονισμού 547/2011, το οποίο επιγράφεται «Απαιτήσεις επισήμανσης που αναφέρονται στο άρθρο 1», προβλέπει τα εξής:

«(1) Η συσκευασία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να περιλαμβάνει κατά τρόπο ευανάγνωστο και ανεξίτηλο τις ακόλουθες πληροφορίες:

[…]

β)

το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας και τον αριθμό αδείας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, καθώς και, αν είναι διαφορετικά, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του υπευθύνου για την τελική συσκευασία και επισήμανση ή και για την τελική επισήμανση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά·

[…]

στ)

τον αριθμό της παρτίδας του παρασκευάσματος και την ημερομηνία παραγωγής·

[…]».

3. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1272/2008

18.

Η οδηγία 1999/45, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1272/2008 ( 5 ).

19.

Η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1272/2008 έχει ως εξής:

«Για να εξασφαλιστεί ότι οι πελάτες θα ενημερώνονται για τους κινδύνους, οι προμηθευτές ουσιών ή μειγμάτων διασφαλίζουν ότι οι ουσίες ή τα μείγματα επισημαίνονται και συσκευάζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό πριν διατεθούν στην αγορά, σύμφωνα με την ταξινόμηση που προκύπτει. […]»

20.

Το άρθρο 1 του κανονισμού 1272/2008, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:

«1.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών, των μειγμάτων και των αντικειμένων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 8, με:

[…]

β)

την καθιέρωση υποχρέωσης:

[…]

ii)

των προμηθευτών να επισημαίνουν και να συσκευάζουν τις ουσίες και τα μείγματα που διατίθενται στην αγορά,

[…]».

21.

Το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:

[…]

26) “Προμηθευτής” είναι ο παραγωγός, εισαγωγέας, μεταγενέστερος χρήστης ή διανομέας που διαθέτει στην αγορά μια ουσία, είτε υπό καθαρή μορφή είτε σε μείγμα, ή ένα μείγμα.

[…]»

22.

Στον τίτλο III του εν λόγω κανονισμού ο οποίος αφορά «Κοινοποίηση του κινδύνου με τη μορφή επισήμανσης», το άρθρο 17 του κανονισμού 1272/2008, το οποίο επιγράφεται «Γενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

«1.   Μια ουσία ή ένα μείγμα που έχει ταξινομηθεί ως επικίνδυνο και περιέχεται σε συσκευασία φέρει επισήμανση που περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του ή των προμηθευτών·

[…]».

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

23.

Το άρθρο 49, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του Gesetz zum Schutz der Kulturpflanzen (νόμου περί προστασίας των αροτραίων καλλιεργειών) θεσπίζει τον ακόλουθο κανόνα για το παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων:

«Οι κάτοχοι άδειας [παράλληλου εμπορίου] οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν, για την επισήμανση σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, τον αριθμό παρτίδας του κατόχου της άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής οφείλουν να τηρούν αρχεία, τα οποία διατηρούνται για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών και από τα οποία προκύπτει η αντιστοιχία μεταξύ του αριθμού παρτίδας που χρησιμοποιούν οι ίδιοι και του αριθμού παρτίδας του κατόχου της άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

24.

H ενάγουσα είναι εταιρία διανομής του ομίλου Syngenta, ο οποίος παρασκευάζει και διανέμει φυτοπροστατευτικά προϊόντα στη Γερμανία και σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εναγομένη, εμπορική επιχείρηση στον γεωργικό τομέα, είναι διανομέας φυτοπροστατευτικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής.

25.

Τα εν λόγω προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, φυτοπροστατευτικά προϊόντα της ενάγουσας. Η εναγομένη διανέμει στη Γερμανία σε κλειστά δοχεία της ενάγουσας τα προϊόντα που εισάγει από άλλα κράτη μέλη, αντικαθιστώντας την αρχική ετικέτα με δική της αυτοκόλλητη ετικέτα. Στην εν λόγω ετικέτα αναγράφονται, μεταξύ άλλων, πληροφορίες για την εναγομένη ως εισαγωγέα και διανομέα, αλλά όχι για την ενάγουσα, ως κάτοχο της άδειας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο κράτος μέλος καταγωγής. Επίσης, η εναγομένη αντικαθιστά τον αρχικό αριθμό παρτίδας παρασκευάσματος του παρασκευαστή με τον δικό της αριθμό ταυτοποίησης και διατηρεί αρχείο από το οποίο προκύπτει η αντιστοιχία του δικού της αριθμού ταυτοποίησης με τον αρχικό αριθμό παρτίδας.

26.

Η ενάγουσα άσκησε αγωγή ενώπιον του Landgericht Hamburg (πρωτοδικείου Αμβούργου, Γερμανία) ισχυριζόμενη ότι, με τη συμπεριφορά της, η εναγομένη ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 1 του κανονισμού 547/2011, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχεία βʹ και στʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού. Ως εκ τούτου, η ενάγουσα ζήτησε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να απαγορεύσει στην εναγομένη να διαθέτει στη γερμανική αγορά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα της ενάγουσας τα οποία αποτελούν αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής και: i) από τα οποία έχουν αφαιρεθεί οι σχετικές με το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας πληροφορίες οι οποίες είχαν τεθεί επί της αρχικής συσκευασίας, ή/και ii) από τα οποία έχει αφαιρεθεί και αντικατασταθεί με άλλον αριθμό ταυτοποίησης ο τυπωμένος στην αρχική συσκευασία αριθμός παρτίδας παρασκευάσματος. Όσον αφορά τα ως άνω αιτήματα, η ενάγουσα ζήτησε επίσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να υποχρεώσει την εναγομένη να της παράσχει πληροφορίες και να της καταβάλει αποζημίωση, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε κατά το προ της ένδικης διαδικασίας στάδιο.

27.

Το Landgericht Hamburg (πρωτοδικείο Αμβούργου) έκανε δεκτό το αίτημα της ενάγουσας βάσει του σημείου 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011, όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας. Ωστόσο, απέρριψε το αίτημα βάσει του σημείου 1, στοιχείο στʹ, του ως άνω παραρτήματος, όσον αφορά τον αριθμό παρτίδας του παρασκευάσματος. Τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγομένη άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg (εφετείου Αμβούργου, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

28.

Στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η παράβαση των απαιτήσεων επισήμανσης που καθορίζονται στον κανονισμό 547/2011 θα μπορούσε να συνιστά βάσιμο λόγο για την αποδοχή των αιτημάτων της ενάγουσας βάσει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα του Gesetz gegen den unlauteren Wettbeweb (νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού). Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ορθή ερμηνεία του σημείου 1, στοιχεία βʹ και στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011, στο μέτρο που ο εν λόγω κανονισμός δεν προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες σχετικά με την επισήμανση φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι, όπως προβάλλει η ενάγουσα, θα μπορούσε βάσει γραμματικής ερμηνείας των εν λόγω διατάξεων να υποστηριχθεί ότι πρέπει να αναγράφονται στην ετικέτα του εισαγόμενου προϊόντος τόσο το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής όσο και ο αρχικός αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος, οι σκοποί του κανονισμού 1107/2009 όσον αφορά το παράλληλο εμπόριο θα επέτρεπαν και ευρύτερη ερμηνεία, όπως προβάλλει η εναγομένη.

29.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg (εφετείο Αμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 1 του κανονισμού [547/2011], σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, σημείο 1, στοιχείο βʹ, την έννοια ότι, σε περίπτωση παράλληλης εισαγωγής φυτοπροστατευτικού προϊόντος, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας που χορηγήθηκε στο κράτος μέλος καταγωγής από το οποίο εισήχθη το φυτοπροστατευτικό προϊόν πρέπει να περιλαμβάνονται στη συσκευασία κατά τη διάθεση του προϊόντος στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος;

2)

Έχει το άρθρο 1 του κανονισμού [547/2011], σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, σημείο 1, στοιχείο στʹ, την έννοια ότι, σε περίπτωση παράλληλης εισαγωγής φυτοπροστατευτικού προϊόντος, η συσκευασία πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει αμετάβλητο τον αριθμό παρτίδας που είχε αρχικώς αποδοθεί από τον παρασκευαστή ή μήπως είναι συμβατή με την εν λόγω διάταξη η αφαίρεση του αρχικού αριθμού παρτίδας από τον παράλληλο εισαγωγέα και η αναγραφή επί της συσκευασίας του δικού του αριθμού ταυτοποιήσεως, εφόσον αυτός τηρεί αρχεία από τα οποία προκύπτει η αντιστοιχία μεταξύ των αριθμών παρτίδας που χρησιμοποιεί ο ίδιος και εκείνων του κατόχου της άδειας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο παράλληλης εισαγωγής;»

30.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 2021. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Αυστριακή, η Ελληνική και η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί της υπόθεσης.

IV. Ανάλυση

31.

Με τα προδικαστικά του ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο βʹ και στʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, και, ειδικότερα, να διευκρινίσει αν εισαγωγέας που εισάγει και διαθέτει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά ενός κράτους μέλους βάσει άδειας παράλληλου εμπορίου υποχρεούται να διατηρεί στην ετικέτα του το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας του εν λόγω προϊόντος στο κράτος μέλος καταγωγής (πρώτο προδικαστικό ερώτημα) και τον αριθμό παρτίδας του παρασκευαστή που αποδόθηκε αρχικώς από τον παρασκευαστή (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα) ή αν ο εισαγωγέας μπορεί να αντικαταστήσει τα εν λόγω στοιχεία με δικά του.

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

32.

Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού 547/2011 σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.

33.

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια στο εμπόριο τα οποία οφείλονται στα διαφορετικά επίπεδα προστασίας των κρατών μελών, ο κανονισμός 1107/2009 καθορίζει εναρμονισμένους κανόνες για τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά ( 6 ).

34.

Δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, η διάθεση στην αγορά υπόκειται γενικά στη χορήγηση άδειας από το οικείο κράτος μέλος. Ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά πρέπει να υποβάλει αίτηση άδειας σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν ( 7 ). Στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη χορήγηση της εν λόγω άδειας, το κράτος μέλος πρέπει να εξετάζει αν πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό 1107/2009 για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά –και ιδίως εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 29 του εν λόγω κανονισμού ( 8 ).

35.

Η εξέταση που διενεργεί το κράτος μέλος περιλαμβάνει και τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην επισήμανση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων.

36.

Για τον σκοπό αυτόν, ο κανονισμός 1107/2009 προβλέπει ότι η αίτηση άδειας πρέπει να συνοδεύεται από σχέδιο ετικέτας ( 9 ). Οι απαιτήσεις επισήμανσης που εφαρμόζονται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα είναι εκείνες που προκύπτουν από τον κανονισμό 1272/2008, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε την οδηγία 1999/45 ( 10 ), καθώς και εκείνες που καθορίστηκαν από την Επιτροπή με τον κανονισμό 547/2011, βάσει της ρητής εντολής που περιέχεται συναφώς στο άρθρο 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 ( 11 ). Ειδικότερα, το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011 προβλέπει ότι η επισήμανση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παράρτημά του I, κατά το οποίο στη συσκευασία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να περιλαμβάνονται, «κατά τρόπο ευανάγνωστο και ανεξίτηλο», ορισμένες πληροφορίες. Κατά το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω παραρτήματος, οι πληροφορίες περιλαμβάνουν «το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας».

37.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να αποκτήσει άδεια διάθεσης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, ο αιτών πρέπει να προσκομίσει, μεταξύ άλλων, με την αίτησή του, σχέδιο ετικέτας στο οποίο αναγράφονται το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας ( 12 ). Η άδεια μπορεί να χορηγηθεί από το κράτος μέλος στο οποίο επιδιώκεται η διάθεση στην αγορά μόνον εάν οι ως άνω πληροφορίες αναγράφονται κατά τρόπο ευανάγνωστο και ανεξίτηλο στην ετικέτα του προϊόντος.

38.

Εντούτοις, προβλέπονται πλείονες παρεκκλίσεις από την υποχρέωση εξασφάλισης άδειας πριν από τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά. Οι εν λόγω παρεκκλίσεις απαριθμούνται στο άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, το οποίο αφορά, μεταξύ άλλων, τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια παράλληλου εμπορίου σύμφωνα με το άρθρο 52 του ίδιου κανονισμού.

39.

Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η οδηγία 91/414/ΕΟΚ ( 13 ), η οποία καταργήθηκε με τον κανονισμό 1107/2009 ( 14 ), δεν περιείχε οποιαδήποτε ρητή διάταξη σχετικά με το παράλληλο εμπόριο. Πλην όμως, με την απόφαση British Agrochemicals Association ( 15 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι για τη διάθεση στην αγορά κράτους μέλους φυτοπροστατευτικού προϊόντος για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να απαιτείται πρόσθετη άδεια, ιδίως εάν το προϊόν αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν σε φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια στο κράτος μέλος εισαγωγής ( 16 ). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να υπόκειται απλώς και μόνον σε απλουστευμένη διαδικασία, προκειμένου, κατ’ ουσίαν, να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τον σκοπό υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος ( 17 ).

40.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κανονισμός 1107/2009 ενσωμάτωσε το άρθρο 52, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παράλληλο εμπόριο» και αποσκοπεί στη διευκόλυνση του εμπορίου φυτοπροστατευτικών προϊόντων μεταξύ κρατών μελών ( 18 ).

41.

Κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 52 του κανονισμού 1107/2009 εμπίπτουν περιπτώσεις στις οποίες φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο χορηγήθηκε άδεια σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος καταγωγής) διατίθεται στην αγορά άλλου κράτους μέλους (κράτος μέλος εισαγωγής) στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια για πανομοιότυπο προϊόν (προϊόν αναφοράς) ( 19 ). Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω διάταξη επιτάσσει τη χορήγηση, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής, άδειας παράλληλου εμπορίου, η οποία εκδίδεται βάσει απλουστευμένης διαδικασίας κατά την οποία πρέπει να εξακριβώνεται ο πανομοιότυπος χαρακτήρας του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο παράλληλου εμπορίου και του προϊόντος αναφοράς ( 20 ).

42.

Εντούτοις, ο κανονισμός 1107/2009 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη όσον αφορά τις απαιτήσεις επισήμανσης που εφαρμόζονται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου και, ειδικότερα, όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, με το οποίο ζητείται να διευκρινιστεί αν η συσκευασία των εν λόγω προϊόντων πρέπει να περιλαμβάνει τις πληροφορίες που συνίστανται στο ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής.

43.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα των επίμαχων διατάξεων, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος ( 21 ).

44.

Όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία, θα ήθελα να επισημάνω ότι ούτε στο γράμμα του άρθρου 1 του κανονισμού 547/2011 ούτε στο γράμμα του σημείου 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται αν το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής πρέπει να αναγράφονται στη συσκευασία φυτοπροστατευτικού προϊόντος κατά την παράλληλη εισαγωγή του στο κράτος μέλος εισαγωγής. Τούτο δεν αποσαφηνίζεται ούτε στο άρθρο 28 του κανονισμού 1107/2009.

45.

Αντιθέτως, στο άρθρο 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπεται ρητώς ότι το κεφάλαιο VII του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Συσκευασία, σήμανση και διαφήμιση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και προσθέτων», πρέπει να εφαρμόζεται στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου. Στο συγκεκριμένο άρθρο διευκρινίζεται ότι το εν λόγω κεφάλαιο πρέπει να εφαρμόζεται «αντιστοίχως».

46.

Επισημαίνεται ότι το κεφάλαιο VII του κανονισμού 1107/2009 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 65, παράγραφος 1, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, προβλέπει ότι η σήμανση φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον κανονισμό 547/2011 ( 22 ). Επομένως, από το άρθρο 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 65, παράγραφος 1, προκύπτει ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, καθώς και το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος Ι του ίδιου κανονισμού έχουν εφαρμογή στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου.

47.

Εντούτοις, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί η χρήση του όρου «αντιστοίχως» στο γράμμα του άρθρου 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009. Συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο επίρρημα ( 23 ) υποδηλώνει ότι οι απαιτήσεις επισήμανσης που εφαρμόζονται για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, μέσω άδειας που χορηγείται βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, μπορούν να προσαρμόζονται, εφόσον είναι αναγκαίο, ώστε να αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του παράλληλου εμπορίου φυτοπροστατευτικών προϊόντων ( 24 ).

48.

Ως εκ τούτου, παραμένει προς διευκρίνιση το ζήτημα εάν το παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικού προϊόντος, όπως ρυθμίζεται από το άρθρο 52 του κανονισμού 1107/2009, συνεπάγεται ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, καθώς και το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται διαφορετικά στο πλαίσιο της διάθεσης του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

49.

Στις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι μετέχοντες στη διαδικασία διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού. Η Ιταλική Κυβέρνηση και η ενάγουσα θεωρούν ότι αμφότερες οι περιπτώσεις πρέπει να υπόκεινται σε πανομοιότυπες απαιτήσεις επισήμανσης, περιλαμβανομένης της μνείας του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής· η Ελληνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και η εναγομένη εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι η άδεια διάθεσης φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, αφενός, και η άδεια παράλληλου εμπορίου, αφετέρου, αποτελούν διοικητικά μέτρα διαφορετικής φύσεως και ότι, επομένως, η απαίτηση του σημείου 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011 πρέπει να προσαρμόζεται σε περίπτωση παράλληλου εμπορίου. Προτείνω στο Δικαστήριο να αποδεχθεί τη δεύτερη ως άνω ερμηνεία.

50.

Όπως προεκτέθηκε, η απαίτηση επισήμανσης που αφορά το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου άδειας, η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι ο κάτοχος της άδειας είναι υπεύθυνος για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά στο έδαφος του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 3, σημεία 10 και 24, του κανονισμού 1107/2009, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους χορηγούν, μέσω ειδικού διοικητικού μέτρου, στο συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο την άδεια διάθεσης του προϊόντος στην αγορά για πρώτη φορά, αφού εξακριβώσουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, ότι πληρούνται οι προβλεπόμενες απαιτήσεις ( 25 ).

51.

Αντιθέτως, σε περίπτωση παράλληλου εμπορίου, βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού 1107/2009, υπεύθυνος για τη διάθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά στο έδαφος του κράτους μέλους εισαγωγής, κατόπιν αξιολόγησης του πανομοιότυπου χαρακτήρα του εισαγόμενου προϊόντος και του προϊόντος αναφοράς ( 26 ), είναι ο κάτοχος της άδειας παράλληλου εμπορίου. Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση Agrimotion ( 27 ), η άδεια παράλληλου εμπορίου έχει ατομικό χαρακτήρα και τούτο συνεπάγεται, κατά το Δικαστήριο, ότι μόνον ο κάτοχος άδειας παράλληλου εμπορίου μπορεί να διαθέσει το οικείο φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά του κράτους μέλους που χορήγησε την εν λόγω άδεια ( 28 ).

52.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, ακόμη και αν μια άδεια χορηγηθείσα βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 και μια άδεια παράλληλου εμπορίου εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 52 του ίδιου κανονισμού έχουν παρόμοιο σκοπό ( 29 ), το πρώτο μέτρο συνδέει τον κάτοχο της άδειας με το κράτος μέλος καταγωγής, ενώ το δεύτερο μέτρο συνδέει τον κάτοχο της άδειας με το κράτος μέλος εισαγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, η χορήγηση άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά του κράτους μέλους καταγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί οποιοδήποτε παράγωγο δικαίωμα για τον κάτοχο της εν λόγω άδειας στο κράτος μέλος εισαγωγής. Επιπλέον, όπως προβάλλει η εναγομένη, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 28, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009 ( 30 ), το παράλληλο εμπόριο δεν απαιτεί τη χορήγηση άδειας («authorisation») στο κράτος μέλος εισαγωγής, αλλά μόνον την έκδοση άδειας («permit») παράλληλου εμπορίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται κάτοχος άδειας («authorisation holder») στο συγκεκριμένο κράτος μέλος όσον αφορά, ειδικότερα, το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο παράλληλου εμπορίου και τούτο συνεπάγεται ότι απαιτείται μνεία του εν λόγω κατόχου άδειας στην ετικέτα του συγκεκριμένου προϊόντος.

53.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ, όπως και η Ελληνική Κυβέρνηση, η Επιτροπή και η εναγομένη, ότι η απαίτηση που καθορίζεται στο σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011 σχετικά με το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας θα πρέπει, σε περίπτωση παράλληλου εμπορίου, να θεωρηθεί ότι αφορά το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου ( 31 ).

54.

Επισημαίνεται ότι η ως άνω ερμηνεία συνάδει και με τον κανονισμό 1272/2008, ο οποίος, όπως προεξέθεσα, έχει επίσης εφαρμογή στην επισήμανση φυτοπροστατευτικών προϊόντων δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 ( 32 ).

55.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1272/2008 προβλέπει ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος καθώς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των ουσιών καθιερώνοντας υποχρέωση «των προμηθευτών να επισημαίνουν και να συσκευάζουν τις ουσίες και τα μείγματα που διατίθενται στην αγορά» ( 33 ). Ειδικότερα, στον τίτλο III του κανονισμού 1272/2008, σχετικά με την «Κοινοποίηση του κινδύνου με τη μορφή επισήμανσης», το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, προβλέπει ότι ουσία ή μείγμα που έχει ταξινομηθεί ως επικίνδυνο και περιέχεται σε συσκευασία πρέπει να φέρει επισήμανση που περιλαμβάνει «το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του ή των προμηθευτών». Εξάλλου, το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού 1272/2008 προβλέπει ότι ως «προμηθευτής» νοείται ο παραγωγός, εισαγωγέας, μεταγενέστερος χρήστης ή διανομέας που διαθέτει στην αγορά μια ουσία, είτε υπό καθαρή μορφή είτε σε μείγμα, ή ένα μείγμα.

56.

Από τις προμνησθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στην ετικέτα φυτοπροστατευτικού προϊόντος πρέπει να αναγράφονται είτε ο παραγωγός είτε ο εισαγωγέας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, όχι όμως αμφότεροι, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί το κύριο επιχείρημα της ενάγουσας, κατά το οποίο πρέπει να αναγράφονται στην ετικέτα των εν λόγω προϊόντων τόσο οι πληροφορίες που αφορούν τον κάτοχο της άδειας διάθεσης στην αγορά όσο και οι πληροφορίες που αφορούν τον κάτοχο της άδειας παράλληλου εμπορίου.

57.

Η συστηματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 1107/2009, λαμβανομένου επίσης υπόψη του κανονισμού 1272/2008, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο κράτος μέλος καταγωγής δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στην ετικέτα των εν λόγω προϊόντων όταν αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου. Αντιθέτως, από τη συνδυασμένη ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων προκύπτει ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι πρέπει να αναγράφονται στην ετικέτα μόνον το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου.

58.

Όσον αφορά την τελολογική ερμηνεία, επισημαίνεται ότι, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις του 8 και 9, ο κανονισμός 1107/2009 επιδιώκει πλείονες σκοπούς. Αφενός, σκοπός του κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας της Ένωσης ( 34 ). Αφετέρου, ο κανονισμός επιδιώκει να αυξηθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και η διαθεσιμότητά τους στα κράτη μέλη αίροντας τις διαφορές στα επίπεδα προστασίας στα κράτη μέλη και εναρμονίζοντας, ειδικότερα, τους κανόνες σχετικά με το παράλληλο εμπόριο των εν λόγω προϊόντων. Αμφότεροι οι σκοποί επαναλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, στο οποίο μνημονεύεται επίσης ο σκοπός της βελτίωσης της γεωργικής παραγωγής ( 35 ).

59.

Κατά πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 5, του κανονισμού 1107/2009, φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια παράλληλου εμπορίου πρέπει να διατίθεται στην αγορά και να χρησιμοποιείται μόνον σύμφωνα με τις διατάξεις και τις απαιτήσεις της άδειας του προϊόντος αναφοράς. Τούτο σημαίνει ότι η άδεια παράλληλου εμπορίου πρέπει να αντιστοιχεί στις διατάξεις, τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην άδεια του προϊόντος αναφοράς με σκοπό, ειδικότερα, να εξασφαλίζεται η προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος στο κράτος μέλος εισαγωγής ( 36 ). Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 52, παράγραφος 6, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει, περαιτέρω, ότι η διάρκεια ισχύος της άδειας παράλληλου εμπορίου περιορίζεται στη διάρκεια ισχύος της άδειας του πανομοιότυπου προϊόντος αναφοράς.

60.

Επομένως, τόσο για τους καταναλωτές στο κράτος μέλος εισαγωγής όσο και για τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους –οι οποίες είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να εξασφαλίζουν την ορθή, ασφαλή και εναρμονισμένη εφαρμογή των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό 1107/2009 ( 37 )–, οι μόνες κρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο παράλληλου εμπορίου διατίθεται στην αγορά και χρησιμοποιείται όπως το προϊόν αναφοράς είναι οι πληροφορίες που σχετίζονται με την άδεια παράλληλου εμπορίου ( 38 ). Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, ο μόνος υπεύθυνος για τη διάθεση του συγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά του κράτους μέλους εισαγωγής ( 39 ). Από την άποψη αυτή, φρονώ ότι οι περιττεύουν οι πληροφορίες που αφορούν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής.

61.

Επιπλέον, όπως προβάλλει η εναγομένη, τυχόν υποχρέωση αναγραφής του ονοματεπωνύμου του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής θα μπορούσε να έχει συνέπειες όλως απρόσφορες για τον σκοπό της εξασφάλισης της προστασίας της υγείας και του περιβάλλοντος. Εν τέλει, τέτοια μνεία θα μπορούσε να είναι παραπλανητική για τους χρήστες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναζητούν πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις για την εφαρμογή του οικείου φυτοπροστατευτικού προϊόντος στο κράτος μέλος καταγωγής, θεωρώντας ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι δεσμευτικές και για αυτούς. Όπως προεκτέθηκε, όμως, οι απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή φυτοπροστατευτικού προϊόντος –οι οποίες αφορούν, για παράδειγμα, τις καλλιέργειες στις οποίες πρόκειται να εφαρμοστεί, τις δόσεις, τον αριθμό εφαρμογών και τις συνθήκες εφαρμογής– ενδέχεται να διαφέρουν σε κάθε κράτος μέλος ( 40 ). Επομένως, θα υπήρχε κίνδυνος χρήσης του προϊόντος κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις, τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις του κράτους μέλους καταγωγής αντί εκείνων του κράτους μέλους εισαγωγής.

62.

Δεύτερον, είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 8, του κανονισμού 1107/2009, μια άδεια παράλληλου εμπορίου μπορεί να ανακληθεί εάν η άδεια του εισαχθέντος φυτοπροστατευτικού προϊόντος ανακληθεί στο κράτος μέλος καταγωγής για λόγους ασφάλειας ή αποτελεσματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η αναγραφή στην ετικέτα του φυτοπροστατευτικού προϊόντος του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του κατόχου της άδειας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος μπορεί να είναι κρίσιμη.

63.

Εντούτοις, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η αρμόδια αρχή που εκδίδει την άδεια παράλληλου εμπορίου στο κράτος μέλος εισαγωγής διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό της προέλευσης του εισαγόμενου προϊόντος αναγόμενη στον κάτοχο της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες απαιτούνται ρητώς από το άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού 1107/2009 και, επομένως, πρέπει να παρέχονται κατά την υποβολή αίτησης άδειας παράλληλου εμπορίου.

64.

Επομένως, εάν η άδεια για το εισαγόμενο φυτοπροστατευτικό προϊόν ανακληθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, πληροφορία η οποία πρέπει να διαβιβάζεται πάραυτα στις εθνικές αρχές των άλλων κρατών μελών ( 41 ), η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισαγωγής μπορεί να ανακαλέσει τη σχετική άδεια παράλληλου εμπορίου. Συνεπώς, η δυνητική μείωση της ασφάλειας ή της αποτελεσματικότητας του φυτοπροστατευτικού προϊόντος για το οποίο χορηγήθηκε άδεια στο κράτος μέλος καταγωγής δεν δικαιολογεί παρέκκλιση από την ερμηνεία κατά την οποία στην ετικέτα του συγκεκριμένου προϊόντος στο κράτος μέλος εισαγωγής πρέπει να αναγράφονται μόνον το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου.

65.

Τρίτον, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009, το άρθρο 44 και το άρθρο 56, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζονται επίσης αντιστοίχως στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου. Βάσει του άρθρου 44 του κανονισμού 1107/2009, η άδεια παράλληλου εμπορίου μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες είναι, κατ’ ουσίαν, περιπτώσεις στις οποίες η υγεία των ανθρώπων ή των ζώων και το περιβάλλον μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο. Εξάλλου, το άρθρο 56, παράγραφος 4, καθιερώνει την υποχρέωση αναφοράς, ετησίως, στις αρμόδιες αρχές τυχόν διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με την απώλεια της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, την ανάπτυξη ανθεκτικότητας και τυχόν απρόβλεπτες επιδράσεις στα φυτά, τα φυτικά προϊόντα ή το περιβάλλον. Αμφότερες οι ως άνω διατάξεις αφορούν τον κάτοχο της άδειας παράλληλου εμπορίου, στο πλαίσιο παράλληλου εμπορίου, για σκοπούς προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος, και τούτο δικαιολογεί την αναγραφή του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσής του στην ετικέτα του οικείου προϊόντος. Αντιθέτως, ο κάτοχος της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής δεν φαίνεται να διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο στο συγκεκριμένο πλαίσιο.

66.

Επομένως, η ερμηνεία που προτείνω να δοθεί στο άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011 και στο σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, κατά την οποία πρέπει, στο πλαίσιο του παράλληλου εμπορίου, να αναγράφονται στην ετικέτα του φυτοπροστατευτικού προϊόντος οι πληροφορίες που αφορούν τον κάτοχο άδειας παράλληλου εμπορίου στο κράτος μέλος εισαγωγής αντί των πληροφοριών που αφορούν τον κάτοχο της άδειας διάθεσης στην αγορά στο κράτος μέλος καταγωγής, φαίνεται ότι επιτυγχάνει πλήρως τον σκοπό της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος.

67.

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τον σκοπό του κανονισμού 1107/2009 περί αύξησης της ελεύθερης κυκλοφορίας φυτοπροστατευτικών προϊόντων, επισημαίνω απλώς και μόνον ότι, κατά τη γνώμη μου, η προεκτεθείσα ερμηνεία δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού. Εξάλλου, δεν φαίνεται να έχει οποιονδήποτε (δυσμενή) αντίκτυπο στους σκοπούς που καθορίζονται στον κανονισμό 1107/2009 περί εξασφάλισης της ανταγωνιστικότητας και βελτίωσης της γεωργικής παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

68.

Η τελολογική ερμηνεία των διατάξεων που αφορούν το παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων δεν αναιρεί το συμπέρασμα που προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία των ίδιων διατάξεων, το οποίο εκτέθηκε στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεων. Αντιθέτως, η αναγραφή μόνον του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του κατόχου της άδειας παράλληλου εμπορίου καθιστά δυνατή την επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος, και τον σεβασμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, που αποτελούν τους γενικούς σκοπούς του κανονισμού 1107/2009 ( 42 ).

69.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, θέλω να επισημάνω ότι καμία από τις μεθόδους ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο αποτελεί αντικείμενο παράλληλου εμπορίου, σύμφωνα με το άρθρο 52 του κανονισμού 1107/2009, πρέπει να φέρει στην ετικέτα του το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής. Αντιθέτως, το άρθρο 1 του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι εισαγωγέας ο οποίος εισάγει και διαθέτει φυτοπροστατευτικό προϊόν στην αγορά κράτους μέλους βάσει άδειας παράλληλου εμπορίου δύναται να αντικαταστήσει τις προμνησθείσες πληροφορίες με τις δικές του.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

70.

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1 του κανονισμού 547/2011 σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 31 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις σχετικά με το αν οι προμνησθείσες διατάξεις έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση παράλληλου εμπορίου, ο αριθμός παρτίδας παρασκευάσματος που αποδόθηκε αρχικώς από τον παρασκευαστή σε φυτοπροστατευτικό προϊόν πρέπει να αναγράφεται αυτός καθεαυτόν στη συσκευασία. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να κρίνει αν διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία επιτρέπει στον εισαγωγέα φυτοπροστατευτικού προϊόντος να αντικαταστήσει την εν λόγω πληροφορία συνάδει με τον κανονισμό 1107/2009 και τον κανονισμό 547/2011, εφόσον ο εισαγωγέας τηρεί αρχεία από τα οποία προκύπτει η αντιστοιχία μεταξύ των δύο αριθμών παρτίδας.

71.

Υπενθυμίζεται ότι το παράρτημα Ι του κανονισμού 547/2011 προβλέπει ότι η συσκευασία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων πρέπει να περιλαμβάνει κατά τρόπο «ευανάγνωστο και ανεξίτηλο» διάφορες πληροφορίες. Κατά το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω παραρτήματος, οι πληροφορίες περιλαμβάνουν «τον αριθμό της παρτίδας του παρασκευάσματος και την ημερομηνία παραγωγής». Για την ερμηνεία της συγκεκριμένη διάταξης πρέπει να εφαρμοστούν, στο πλαίσιο του παρόντος προδικαστικού ερωτήματος, οι ίδιες ερμηνευτικές αρχές οι οποίες εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος ( 43 ).

72.

Όσον αφορά τη γραμματική ερμηνεία, επισημαίνεται καταρχάς ότι ο κανονισμός 547/2011 δεν περιέχει οποιονδήποτε ορισμό του όρου «αριθμός παρτίδας». Εντούτοις, ο ορισμός αυτός περιέχεται σε άλλες πράξεις της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικές με την ασφάλεια των προϊόντων, για παράδειγμα στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1280 ( 44 ), κατά τον οποίο ο όρος «παρτίδα» πρέπει να νοείται ως «ποσότητα αρχικού υλικού, υλικού συσκευασίας ή προϊόντος που υποβάλλεται σε επεξεργασία με μία μόνο διεργασία ή σειρά διεργασιών, ώστε να αναμένεται ομοιογένεια» ( 45 ). Κατά τον ίδιο κανονισμό, ως «αριθμός παρτίδας» νοείται «διακριτός συνδυασμός αριθμών ή γραμμάτων που χαρακτηρίζει μονοσήμαντα μια παρτίδα» ( 46 ). Αμφότεροι οι ορισμοί αποδίδουν την έννοια των σχετικών όρων στην καθομιλουμένη και, επομένως, όπως ορθώς επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση, μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλο σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του σημείου 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011.

73.

Όσον αφορά την τελευταία ως άνω διάταξη, το γεγονός και μόνον ότι απαιτεί τη μνεία «του αριθμού παρτίδας του παρασκευάσματος» του φυτοπροστατευτικού προϊόντος αποκλείει τη δυνατότητα αντικατάστασης του συγκεκριμένου αριθμού από άλλο αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς. Επιπλέον, το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011 δεν περιλαμβάνει μόνον τον όρο «αριθμό παρτίδας», αλλά προβλέπει επίσης ότι στη συσκευασία του φυτοπροστατευτικού προϊόντος πρέπει να αναγράφεται ο «αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος», ο οποίος αποτελεί ευρύτερη σημασιολογική μονάδα.

74.

Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ, αφενός, του αριθμού παρτίδας που αποδίδει ο κατασκευαστής σε φυτοπροστατευτικό προϊόν και, αφετέρου, του συγκεκριμένου παρασκευάσματος του εν λόγω προϊόντος, ήτοι του συγκεκριμένου σκευάσματος ή διαλύματος ( 47 ). Εξάλλου, ο εν λόγω σύνδεσμος υποδηλώνει ότι ο αριθμός παρτίδας που αποδίδεται από τον παρασκευαστή του επίμαχου φυτοπροστατευτικού προϊόντος είναι όντως το μόνο αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς το οποίο πρέπει να αναγράφεται στη συσκευασία του συγκεκριμένου προϊόντος και όχι, για παράδειγμα, ένας αριθμός ο οποίος επιλέγεται κατά τη διακριτική ευχέρεια του παράλληλου εισαγωγέα.

75.

Τέλος, δεδομένου ότι το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011 επιτάσσει να περιλαμβάνονται στη συσκευασία του φυτοπροστατευτικού προϊόντος όχι μόνον ο «αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος» αλλά και η «ημερομηνία παραγωγής», η αναγκαιότητα διατήρησης των αρχικών αναγνωριστικών στοιχείων αναφοράς που αποδίδει ο παρασκευαστής του φυτοπροστατευτικού προϊόντος καθίσταται ακόμη πιο πρόδηλη.

76.

Όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011 και οι διατάξεις του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού πρέπει, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009, να εφαρμόζονται «αντιστοίχως» στο παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Εντούτοις, αντίθετα προς την ανάλυση και το συμπέρασμα που προτείνω στο Δικαστήριο σε σχέση με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ ότι η απαίτηση που αφορά τον αρχικό αριθμό παρτίδας δεν είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται στο πλαίσιο του παράλληλου εμπορίου φυτοπροστατευτικών προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη των γενικών σκοπών του κανονισμού 1107/2009 και του κανονισμού 547/2011.

77.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με την απαίτηση επισήμανσης που προβλέπεται στο σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011, οι οποίοι συνάδουν επίσης με τους γενικούς σκοπούς του κανονισμού 1107/2009 ( 48 ), είναι να καθίστανται δυνατοί, πρώτον, η ιχνηλασιμότητα του προϊόντος και, δεύτερον, οι στοχευμένοι έλεγχοι. Αυτοί είναι επίσης οι λόγοι που εκτίθενται στο έγγραφο καθοδήγησης που εξέδωσε η Επιτροπή σχετικά με το παράλληλο εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων ( 49 ), στο οποίο προβλέπεται ότι η μνεία του αριθμού παρτίδας πρέπει να «διευκολύνει τους ελέγχους και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου» ( 50 ).

78.

Σε σχέση ειδικότερα με τους προμνησθέντες σκοπούς, ο αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος καθιστά δυνατή την ιχνηλάτηση των προϊόντων που αποτελούν μέρος της ίδιας παρτίδας με απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Άλλωστε, όλα τα προϊόντα που έχουν τον ίδιο αριθμό παρτίδας θεωρούνται ότι έχουν την ίδια σύνθεση και τα ίδια χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, όπως προβάλλει η ενάγουσα, σε περίπτωση προβλήματος στην παραγωγή, τα σχετικά προϊόντα μπορούν να ανακαλούνται από την αγορά αμέσως και με στοχευμένο τρόπο. Συγχρόνως, διασφαλίζεται ότι ανακαλούνται όντως από την αγορά μόνον μονάδες του συγκεκριμένου προϊόντος των οποίων ο αριθμός παρτίδας αντιστοιχεί στην επίμαχη παρτίδα.

79.

Αντιθέτως, ο σκοπός της ιχνηλασιμότητας θα αναιρούνταν εάν ο παράλληλος εισαγωγέας μπορούσε να αφαιρεί τον αρχικό αριθμό παρτίδας του παρασκευάσματος και να τον αντικαθιστά με δικό του αριθμό ταυτοποίησης. Σε τέτοια περίπτωση, ο αρχικός αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος, ο οποίος αποτελεί το μόνο κρίσιμο αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς για σκοπούς ιχνηλασιμότητας, θα έπρεπε να εξακριβώνεται πρώτα σε σύγκριση με τα εσωτερικά αρχεία που τηρεί ο παράλληλος εισαγωγέας, και τυχόν ανάκληση του προϊόντος από την αγορά θα καθίστατο πιο περίπλοκη. Συναφώς, τονίζω ότι, αντίθετα προς τις πληροφορίες που αφορούν το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας, οι οποίες είναι άμεσα διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, οι εν λόγω αρχές δεν φαίνεται να έχουν άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τα αρχεία που τηρεί ο εισαγωγέας. Επιπλέον, η κατάσταση είναι δυσχερέστερη για τους καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα εσωτερικά αρχεία του παράλληλου εισαγωγέα και, επομένως, δεν μπορούν να συγκρίνουν τον επίμαχο αριθμό παρτίδας με εκείνον του προϊόντος τους.

80.

Όσον αφορά τον σκοπό των ελέγχων, είναι πρόδηλο ότι η αντικατάσταση του αρχικού αριθμού παρτίδας θα καθιστούσε επίσης δυσχερέστερη τη διενέργεια στοχευμένων ελέγχων. Σκοπός των εν λόγω ελέγχων που σχετίζονται με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά είναι να εξασφαλίζεται ορθή, ασφαλής και εναρμονισμένη εφαρμογή των απαιτήσεων που καθορίζονται στον κανονισμό 1107/2009 ( 51 ), προκειμένου να διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος. Στο μέτρο που οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής δεν θα έχουν άμεση πρόσβαση στα αρχεία που τηρεί ο παράλληλος εισαγωγέας, οι εν λόγω έλεγχοι θα καθίστανται δυσχερέστεροι, ακόμη και σε επείγουσες περιπτώσεις.

81.

Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις προκύπτει ότι η τελολογική ερμηνεία, η οποία λαμβάνει υπόψη τον σκοπό του κανονισμού 1107/2009 και του κανονισμού 547/2011 περί διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αρχικός αριθμός παρτίδας του παρασκευάσματος δεν μπορεί να αφαιρείται από τη συσκευασία φυτοπροστατευτικού προϊόντος και να αντικαθίσταται με άλλο αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς, ακόμη και αν ο παράλληλος εισαγωγέας τηρεί αρχεία των αριθμών παρτίδων και των αντίστοιχων αναγνωριστικών στοιχείων αναφοράς.

82.

Όσον αφορά τον σκοπό της διευκόλυνσης της ελεύθερης κυκλοφορίας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, η εναγομένη προβάλλει ότι η υποχρέωση του εισαγωγέα να διατηρεί τον αρχικό αριθμό παρτίδας που απέδωσαν στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα οι παρασκευαστές τους θα μπορούσε να ενέχει κίνδυνο κατάχρησης εκ μέρους των παρασκευαστών. Η εναγομένη προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι, εάν μπορούσαν να εντοπίσουν την προέλευση των προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο παράλληλου εμπορίου, οι εν λόγω παρασκευαστές θα μπορούσαν ευχερώς να παρεμποδίσουν το παράλληλο εμπόριο περιορίζοντας, οι ίδιοι ή μέσω συμφωνίας με τους διανομείς στο κράτος μέλος καταγωγής, την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων στον εισαγωγέα. Τούτο θα είχε τελικώς ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς της Ένωσης.

83.

Ωστόσο, επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι κάθε καταχρηστική συμπεριφορά παρασκευαστή φυτοπροστατευτικού προϊόντος, όπως η εκτεθείσα από την εναγομένη –στο κράτος μέλος καταγωγής ή στο κράτος μέλος εισαγωγής–, πρέπει να αντιμετωπίζεται με τα κατάλληλα μέσα τα οποία προβλέπονται στο δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο, για παράδειγμα το άρθρο 101 ή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, τα οποία μνημονεύει, άλλωστε, η εναγομένη στις παρατηρήσεις της. Βεβαίως, τέτοιος κίνδυνος δεν θα πρέπει να αποτρέπεται εις βάρος του σκοπού της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, μέσω της δυσχέρανσης του εντοπισμού του οικείου προϊόντος και της διενέργειας στοχευμένων ελέγχων από τις αρμόδιες αρχές, όπως προεκτέθηκε στα σημεία 77 έως 81 των παρουσών προτάσεων.

84.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι εισαγωγέας ο οποίος εισάγει φυτοπροστατευτικό προϊόν σε ένα κράτος μέλος βάσει άδειας παράλληλου εμπορίου υποχρεούται να διατηρεί τον αριθμό παρτίδας του παρασκευάσματος που αποδόθηκε αρχικώς από τον παρασκευαστή επί της ετικέτας του εν λόγω προϊόντος και δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει με δικό του αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς, ακόμη και αν ο εν λόγω εισαγωγέας τηρεί αρχεία από τα οποία προκύπτει η αντιστοιχία μεταξύ των δύο αριθμών παρτίδας. Επιπλέον, στο μέτρο που διάταξη του εθνικού δικαίου ενδέχεται να επιτρέπει τέτοια αντικατάσταση, θα πρέπει, κατ’ εμέ, να θεωρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.

V. Πρόταση

85.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Hanseatisches Oberlandesgericht Hamburg (εφετείο Αμβούργου, Γερμανία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 547/2011 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις επισήμανσης για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος Ι του ίδιου κανονισμού,

έχει την έννοια ότι εισαγωγέας ο οποίος εισάγει φυτοπροστατευτικό προϊόν σε ένα κράτος μέλος βάσει άδειας παράλληλου εμπορίου δύναται να αντικαταστήσει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος καταγωγής με τη δική του ετικέτα επί του συγκεκριμένου προϊόντος.

2)

Το άρθρο 1 του κανονισμού 547/2011, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το σημείο 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι εισαγωγέας ο οποίος εισάγει φυτοπροστατευτικό προϊόν σε ένα κράτος μέλος βάσει άδειας παράλληλου εμπορίου υποχρεούται να διατηρεί τον αριθμό παρτίδας του παρασκευάσματος που αποδόθηκε αρχικώς από τον παρασκευαστή επί της ετικέτας του εν λόγω προϊόντος και δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει με δικό του αναγνωριστικό στοιχείο αναφοράς, ακόμη και αν ο εν λόγω εισαγωγέας τηρεί αρχεία από τα οποία προκύπτει η αντιστοιχία μεταξύ των δύο αριθμών παρτίδας. Στο μέτρο που διάταξη του εθνικού δικαίου ενδέχεται να επιτρέπει τέτοια αντικατάσταση, η εν λόγω διάταξη δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις απαιτήσεις επισήμανσης για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (ΕΕ 2011, L 155, σ. 176).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων (ΕΕ 1999, L 200, σ. 1).

( 5 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/ΕΟΚ και 1999/45/ΕΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 (ΕΕ 2008, L 353, σ. 1).

( 6 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού 1107/2009.

( 7 ) Άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009.

( 8 ) Βλ. άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009. Βλ., επίσης, κεφάλαιο III, τμήμα 1, ενότητα 2, με τίτλο «Διαδικασία», του κανονισμού 1107/2009, και ιδίως άρθρο 36.

( 9 ) Άρθρο 33, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 1107/2009.

( 10 ) Άρθρο 60 του κανονισμού 1272/2008.

( 11 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 42 του κανονισμού 1107/2009.

( 12 ) Κατά το άρθρο 3, σημεία 10 και 24, του κανονισμού 1107/2009, ως «κάτοχος της άδειας» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει άδεια/αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος, ήτοι τη διοικητική πράξη με την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους επιτρέπει τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά εντός της επικράτειάς του.

( 13 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1).

( 14 ) Άρθρο 83 του κανονισμού 1107/2009.

( 15 ) Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999 (C‑100/96, EU:C:1999:129).

( 16 ) Όπ.π. (σκέψεις 29 έως 34). Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑201/06, EU:C:2008:104, σκέψη 34).

( 17 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Escalier και Bonnarel (C‑260/06 και C‑261/06, EU:C:2007:659, σκέψεις 39 επ.).

( 18 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 9 και 31 του κανονισμού 1107/2009.

( 19 ) Άρθρο 52, παράγραφοι 1, 3 και 9, του κανονισμού 1107/2009.

( 20 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 31 του κανονισμού 1107/2009 και άρθρο 52, παράγραφοι 3 και 9, του ίδιου κανονισμού.

( 21 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2018, Scotch Whisky Association (C‑44/17, EU:C:2018:415, σκέψη 27).

( 22 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.

( 23 ) Ο όρος «αντιστοίχως» έχει γενικά την έννοια του «κατά παρεμφερή τρόπο». Βλ. μεταξύ άλλων, για τον όρο «correspondingly» στην αγγλική γλώσσα, τον ορισμό στο λεξικό Cambridge, στη διεύθυνση https://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/correspondingly.

( 24 ) Πρβλ. τις αποδόσεις του άρθρου 52, παράγραφος 7, του κανονισμού 1107/2009 στη γαλλική και τη λεττονική γλώσσα, στις οποίες χρησιμοποιούνται αντιστοίχως οι όροι «mutatis mutandis» και «attiecīgi piemēro».

( 25 ) Βλ. υποσημειώσεις 8 και 12 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Άρθρο 52, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1107/2009. Η συγκεκριμένη απλουστευμένη διαδικασία δεν περιλαμβάνει αξιολόγηση των πολυάριθμων απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009, στοιχείο στο οποίο οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, η χρήση, στην αγγλική γλώσσα, των διαφορετικών όρων «authorisation» και «permit» στα άρθρα 28 και 52 του κανονισμού 1107/2009, αντιστοίχως.

( 27 ) Απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021 (C‑912/19, EU:C:2021:173).

( 28 ) Όπ.π. (σκέψη 29). Βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Escalier και Bonnarel (C‑260/06 και C‑261/06, EU:C:2007:659, σκέψη 42).

( 29 ) Βλ., συναφώς, άρθρο 28, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, από το οποίο προκύπτει σαφώς ότι σκοπός αμφοτέρων των μέτρων είναι να καταστήσουν δυνατή τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά.

( 30 ) Βλ., επίσης, σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.

( 31 ) Για λόγους πληρότητας, επισημαίνω επίσης ότι περίπτωση παράλληλου εμπορίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δεύτερου σκέλους της περιόδου στο σημείο 1, παράγραφος βʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011. Βάσει της εν λόγω διάταξης, πέραν του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του κατόχου της άδειας πρέπει να γίνεται επίσης μνεία, εάν είναι διαφορετικά, του ονοματεπωνύμου και της διεύθυνσης του υπευθύνου για τη συσκευασία και την τελική επισήμανση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος. Το συγκεκριμένο σκέλος της περιόδου στο σημείο 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011 αφορά χονδρεμπόρους στους οποίους ο κάτοχος της άδειας πωλεί προϊόντα υπό τον όρο ότι συσκευάζουν οι ίδιοι τα προϊόντα. Δεδομένου ότι οι χονδρέμποροι δεν υπόκεινται σε διαδικασία χορήγησης άδειας, πρέπει να μνημονεύονται ως τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη συσκευασία και την τελική επισήμανση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος, επιπλέον του προσώπου στο οποίο χορηγείται η άδεια διάθεσης του προϊόντος στην αγορά.

( 32 ) Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 18 των παρουσών προτάσεων, η παραπομπή στην οδηγία 1999/45, στο άρθρο 65 του κανονισμού 1107/2009, πρέπει να νοείται πλέον ως παραπομπή στον κανονισμό 1272/2008, ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε την εν λόγω οδηγία.

( 33 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1272/2008.

( 34 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 42 του κανονισμού 1107/2009, στην οποία μνημονεύονται ειδικώς οι σκοποί των απαιτήσεων επισήμανσης που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

( 35 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Agrimotion (C‑912/19, EU:C:2021:173, σκέψη 33).

( 36 ) Πρβλ. άρθρο 31 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Περιεχόμενο των αδειών», ιδίως παράγραφοι 2, 3 και 4. Βλ., επίσης, άρθρο 36, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

( 37 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 45 και Κεφάλαιο VIII του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Έλεγχοι».

( 38 ) Το άρθρο 52, παράγραφος 11, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει την υποχρέωση των αρχών των κρατών μελών να διαθέτουν στο κοινό πληροφορίες σχετικά με τις άδειες παράλληλου εμπορίου.

( 39 ) Όπως ορθώς επισημαίνει η εναγομένη, ο κάτοχος της άδειας παράλληλου εμπορίου είναι υπεύθυνος, ειδικότερα, για την παροχή του «δελτίου δεδομένων ασφάλειας» για το φυτοπροστατευτικό προϊόν που αποτελεί αντικείμενο παράλληλου εμπορίου, το οποίο έχει μεγάλη σημασία σε περίπτωση δηλητηρίασης καταναλωτή από το προϊόν. Βλ. άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1272/2008.

( 40 ) Βλ. άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν αυστηρότερες απαιτήσεις και προϋποθέσεις για την εφαρμογή φυτοπροστατευτικού προϊόντος βάσει εθνικών μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου.

( 41 ) Βλ. άρθρο 44, παράγραφος 4, του κανονισμού 1107/2009.

( 42 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2019, Vaselife International και Chrysal International (C‑445/18, EU:C:2019:968, σκέψη 54).

( 43 ) Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.

( 44 ) Εκτελεστικός κανονισμός της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2021, όσον αφορά μέτρα σχετικά με την ορθή πρακτική διανομής για τις δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται ως αρχικά υλικά σε κτηνιατρικά φάρμακα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2021, L 279, σ. 1).

( 45 ) Άρθρο 2, στοιχείο ιγʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/1280.

( 46 ) Άρθρο 2, στοιχείο ιστʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2021/1280.

( 47 ) Το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι ως «σκευάσματα» νοούνται «μείγματα ή διαλύματα που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες ουσίες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως φυτοπροστατευτικό προϊόν ή πρόσθετο». Μεγαλύτερη αντιστοιχία, από γλωσσολογικής απόψεως, παρατηρείται μεταξύ, αφενός, της απόδοσης της εν λόγω διάταξης στη γαλλική γλώσσα στην οποία χρησιμοποιείται ο όρος «préparations» και, αφετέρου, της απόδοσης στη γαλλική γλώσσα του σημείου 1, στοιχείο στʹ, του παραρτήματος I του κανονισμού 547/2011, στο οποίο γίνεται λόγος για «le numéro de lot et la date de fabrication de la préparation», ήτοι «τον αριθμό παρτίδας και την ημερομηνία παραγωγής του παρασκευάσματος».

( 48 ) Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.

( 49 ) Guidance document concerning the parallel trade of plant protection products, SANCO/10524/2012, 14.7.2015 (έκδοση 5.2).

( 50 ) Όπ.π. (σημείο 4.4.1).

( 51 ) Βλ. υποσημείωση 37 των παρουσών προτάσεων.

Top