Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0807

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Campos Sánchez-Bordona της 27ης Απριλίου 2023.
Deutsche Wohnen SE κατά Staatsanwaltschaft Berlin.
Αίτηση του Kammergericht Berlin για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των προσωπικών δεδομένων – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 4, σημείο 7 – Έννοια του όρου “υπεύθυνος επεξεργασίας” – Άρθρο 58, παράγραφος 2 – Εξουσίες των εποπτικών αρχών να επιβάλλουν διορθωτικά μέτρα – Άρθρο 83 – Επιβολή διοικητικών προστίμων σε νομικό πρόσωπο – Προϋποθέσεις – Περιθώριο χειρισμού των κρατών μελών – Απαίτηση να έχει διαπραχθεί η παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.
Υπόθεση C-807/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:360

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 27ης Απριλίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑807/21

Deutsche Wohnen SE

κατά

Staatsanwaltschaft Berlin

[αίτηση του Kammergericht Berlin
(εφετείου Βερολίνου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Παραβάσεις – Καταλογισμός σε επιχείρηση παράβασης διαπραχθείσας από τους εργαζομένους της – Πιθανή αντικειμενική ευθύνη – Κατ’ αναλογίαν εφαρμογή εννοιών του δικαίου ανταγωνισμού»

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο σε νομικό πρόσωπο για παραβάσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 ( 2 ).

2.

Συγκεκριμένα ζητείται να διευκρινιστεί:

εάν είναι δυνατή η επιβολή κύρωσης σε νομικό πρόσωπο χωρίς να απαιτείται να στοιχειοθετηθεί προηγουμένως ευθύνη φυσικού προσώπου·

εάν η παράβαση για την οποία επιβάλλεται κύρωση πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, ή εάν αρκεί η απλή αντικειμενική παράβαση υποχρέωσης.

I. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης. Ο ΓΚΠΔ

3.

Η αιτιολογική σκέψη 74 διαλαμβάνει τα εξής:

«Θα πρέπει να θεσπιστεί ευθύνη και υποχρέωση αποζημίωσης του υπευθύνου επεξεργασίας για οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας. Ειδικότερα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να υποχρεούται να υλοποιεί κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα και να είναι σε θέση να αποδεικνύει τη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων επεξεργασίας με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικότητας των μέτρων. Τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το πλαίσιο, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας και τον κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων».

4.

Η αιτιολογική σκέψη 150 έχει ως εξής:

«Για την ενίσχυση και την εναρμόνιση των διοικητικών ποινών κατά παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, κάθε εποπτική αρχή θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να υποδεικνύει τις παραβιάσεις, και το ανώτατο όριο και τα κριτήρια για τον καθορισμό των σχετικών διοικητικών προστίμων, τα οποία θα πρέπει να καθορίζονται από την αρμόδια εποπτική αρχή σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι συναφείς περιστάσεις της συγκεκριμένης κατάστασης, με τη δέουσα προσοχή ειδικότερα στη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης και στις συνέπειές της και τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και για την πρόληψη ή τον μετριασμό των συνεπειών της παράβασης. Σε περίπτωση που τα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται σε επιχείρηση, μια επιχείρηση θα πρέπει να νοείται επιχείρηση σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ για τους σκοπούς αυτούς. […] Ο μηχανισμός συνεκτικότητας μπορεί να χρησιμοποιείται επίσης για να προωθήσει μια συνεκτική επιβολή διοικητικών προστίμων […]».

5.

Το άρθρο 4 («Ορισμοί») προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[…]

7)

“υπεύθυνος επεξεργασίας”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που, μόνα ή από κοινού με άλλα, καθορίζουν τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· όταν οι σκοποί και ο τρόπος της επεξεργασίας αυτής καθορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια για τον διορισμό του μπορούν να προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους,

8)

“εκτελών την επεξεργασία”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή, η υπηρεσία ή άλλος φορέας που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου της επεξεργασίας,

[…]

18)

“επιχείρηση”: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τη νομική του μορφή, περιλαμβανομένων των προσωπικών εταιρειών ή των ενώσεων που ασκούν τακτικά οικονομική δραστηριότητα,

[…]».

6.

Το άρθρο 58 («Εξουσίες»), παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:

«Κάθε αρχή ελέγχου διαθέτει όλες τις ακόλουθες διορθωτικές εξουσίες:

α)

να απευθύνει προειδοποιήσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία ότι σκοπούμενες πράξεις επεξεργασίας είναι πιθανόν να παραβαίνουν διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

β)

να απευθύνει επιπλήξεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία όταν πράξεις επεξεργασίας έχουν παραβεί διατάξεις του παρόντος κανονισμού,

γ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να συμμορφώνεται προς τα αιτήματα του υποκειμένου των δεδομένων για την άσκηση των δικαιωμάτων του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό,

δ)

να δίνει εντολή στον υπεύθυνο επεξεργασίας ή στον εκτελούντα την επεξεργασία να καθιστούν τις πράξεις επεξεργασίας σύμφωνες με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εάν χρειάζεται, με συγκεκριμένο τρόπο και εντός ορισμένης προθεσμίας,

[…]

θ)

να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 83, επιπλέον ή αντί των μέτρων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης,

[…]».

7.

Το άρθρο 83 («Γενικοί όροι επιβολής διοικητικών προστίμων») προβλέπει τα εξής:

«1.   Κάθε εποπτική αρχή μεριμνά ώστε η επιβολή διοικητικών προστίμων σύμφωνα με το παρόν άρθρο έναντι παραβάσεων του παρόντος κανονισμού που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 να είναι για κάθε μεμονωμένη περίπτωση αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική.

2.   Τα διοικητικά πρόστιμα, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, επιβάλλονται επιπρόσθετα ή αντί των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) και στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο ι). Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή διοικητικού προστίμου, καθώς και σχετικά με το ύψος του διοικητικού προστίμου για κάθε μεμονωμένη περίπτωση, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:

α)

η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση ή τον σκοπό της σχετικής επεξεργασίας, καθώς και τον αριθμό των υποκειμένων των δεδομένων που έθιξε η παράβαση και τον βαθμό ζημίας που υπέστησαν,

β)

ο δόλος ή η αμέλεια που προκάλεσε την παράβαση,

γ)

οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία για να μετριάσει τη ζημία που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων,

δ)

ο βαθμός ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εφαρμόζουν δυνάμει των άρθρων 25 και 32,

ε)

τυχόν σχετικές προηγούμενες παραβάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία,

στ)

ο βαθμός συνεργασίας με την αρχή ελέγχου για την επανόρθωση της παράβασης και τον περιορισμό των πιθανών δυσμενών επιπτώσεών της,

ζ)

οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επηρεάζει η παράβαση,

η)

ο τρόπος με τον οποίο η εποπτική αρχή πληροφορήθηκε την παράβαση, ειδικότερα εάν και κατά πόσο ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία κοινοποίησε την παράβαση,

θ)

σε περίπτωση που διατάχθηκε προηγουμένως η λήψη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 κατά του εμπλεκόμενου υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία σχετικά με το ίδιο αντικείμενο, η συμμόρφωση με τα εν λόγω μέτρα,

ι)

η τήρηση εγκεκριμένων κωδίκων δεοντολογίας σύμφωνα με το άρθρο 40 ή εγκεκριμένων μηχανισμών πιστοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 42 και

ια)

κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο που προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τα οικονομικά οφέλη που αποκομίστηκαν ή ζημ[ίες] που αποφεύχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από την παράβαση.

3.   Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία, για τις ίδιες ή για συνδεδεμένες πράξεις επεξεργασίας, παραβιάζει [εκ προθέσεως ή εξ αμελείας] αρκετές διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το συνολικό ύψος του διοικητικού προστίμου δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται για τη βαρύτερη παράβαση.

4.   Παραβάσεις των ακόλουθων διατάξεων επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διοικητικά πρόστιμα έως 10000000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 2 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο […].

5.   Παραβάσεις των ακόλουθων διατάξεων επισύρουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, διοικητικά πρόστιμα έως 20000000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο:

[…]

6.   Η μη συμμόρφωση προς εντολή της εποπτικής αρχής όπως αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 επισύρει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, διοικητικά πρόστιμα έως 20000000 EUR ή, σε περίπτωση επιχειρήσεων, έως το 4 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο.

[…]

8)   Η άσκηση εκ μέρους εποπτικής αρχής των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος άρθρου υπόκειται στις δέουσες δικονομικές εγγυήσεις σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και το δίκαιο του κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πραγματικής δικαστικής προσφυγής και της τήρησης της προσήκουσας διαδικασίας.

[…]»

Β.   Το εθνικό δίκαιο. Ο Ordnungswidrigkeitengesetz (νόμος περί διοικητικών παραβάσεων) ( 3 )

8.

Σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, όταν ένα πρόσωπο ενεργεί ως α) όργανο (ή μέλος του εν λόγω οργάνου) εξουσιοδοτημένο να εκπροσωπεί νομικό πρόσωπο, β) μέλος ένωσης προσώπων με νομική προσωπικότητα εξουσιοδοτημένο να την εκπροσωπεί ή γ) νόμιμος εκπρόσωπος τρίτου, νόμος κατά τον οποίο τα καθήκοντα, οι σχέσεις ή οι ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις συνεπάγονται τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων εφαρμόζεται και σε αυτό, όταν οι εν λόγω περιστάσεις δεν συντρέχουν στην περίπτωσή του, αλλά στην περίπτωση του εκπροσωπούμενου προσώπου.

9.

Δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση ιδιοκτήτη εγκατάστασης (επιχείρησης) ο οποίος αναθέτει σε άλλο πρόσωπο, εν όλω ή εν μέρει, τη διεύθυνση της εγκατάστασης ή την εκτέλεση, υπ’ ευθύνη του, των καθηκόντων που βαρύνουν τον ιδιοκτήτη.

10.

Το άρθρο 30, παράγραφος 1, επιτρέπει την επιβολή διοικητικού προστίμου σε νομικό πρόσωπο όταν το φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί, το διευθύνει ή είναι επιφορτισμένο με τη διαχείρισή του έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα ή έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο.

11.

Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 4, η αυτοτελής επιβολή προστίμου σε νομικό πρόσωπο απαιτεί να μην έχει κινηθεί κάποιου είδους διαδικασία κατά του μέλους του οργάνου ή του εκπροσώπου του νομικού προσώπου ή, αν αυτό έχει συμβεί, η σχετική διαδικασία να έχει παύσει.

12.

Κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, όποιος, ως ιδιοκτήτης εκμετάλλευσης ή επιχείρησης, παραλείπει εκ προθέσεως ή εξ αμελείας να λάβει τα αναγκαία εποπτικά μέτρα προκειμένου να αποτραπεί εντός της εκμετάλλευσης ή της επιχείρησης η αθέτηση των υποχρεώσεων που τον βαρύνουν, αθέτηση η οποία επισείει ποινή ή πρόστιμο, διαπράττει διοικητική παράβαση εάν η αθέτηση αυτή θα μπορούσε να είχε αποτραπεί ή παρεμποδιστεί με κατάλληλα εποπτικά μέτρα, όπως είναι ο διορισμός, η επισταμένη επιλογή και ο έλεγχος των εποπτικών οργάνων.

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Η Deutsche Wohnen SE (στο εξής: Deutsche Wohnen) είναι εταιρία ακινήτων, εισηγμένη στο χρηματιστήριο, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία). Κατέχει έμμεσα, μέσω συμμετοχών, περίπου 163000 αστικά και 3000 εμπορικά ακίνητα.

14.

Οι κύριοι των ακινήτων αυτών είναι θυγατρικές εταιρίες της Deutsche Wohnen («ιδιοκτήτριες εταιρίες») οι οποίες ασκούν την επιχειρησιακή δραστηριότητα του ομίλου, ενώ η Deutsche Wohnen αναλαμβάνει την κεντρική διεύθυνσή του. Οι ιδιοκτήτριες εταιρίες εκμισθώνουν τα αστικά και τα εμπορικά ακίνητα, τα οποία διαχειρίζονται άλλες εταιρίες του ομίλου, γνωστές ως επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.

15.

Στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητάς τους, η Deutsche Wohnen και οι εταιρίες του ομίλου επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μισθωτών των ακινήτων. Μεταξύ των δεδομένων αυτών περιλαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία ταυτότητας, φορολογικά δεδομένα, δεδομένα κοινωνικής ασφάλισης και ασφάλισης υγείας, καθώς και στοιχεία σχετικά με προηγούμενες μισθώσεις.

16.

Στις 23 Ιουνίου 2017, στο πλαίσιο επιτόπιου ελέγχου, η Berliner Beauftragte für den Datenschutz (αρχή προστασίας δεδομένων του Βερολίνου· στο εξής: αρχή προστασίας δεδομένων) επέστησε την προσοχή της Deutsche Wohnen στο γεγονός ότι οι εταιρίες του ομίλου της διατηρούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μισθωτών σε σύστημα ηλεκτρονικής αρχειοθέτησης το οποίο δεν παρείχε τη δυνατότητα να διαπιστωθεί εάν η διατήρηση αυτή ήταν αναγκαία και εάν διασφαλιζόταν η διαγραφή των δεδομένων που δεν ήταν πλέον απαραίτητα.

17.

Εν συνεχεία, η αρχή προστασίας δεδομένων κάλεσε την Deutsche Wohnen να διαγράψει, το αργότερο έως το τέλος του 2017, ορισμένα έγγραφα από το σύστημα ηλεκτρονικής αρχειοθέτησης.

18.

Η Deutsche Wohnen αρνήθηκε να το πράξει δηλώνοντας ότι η διαγραφή αυτή δεν ήταν δυνατή για τεχνικούς και νομικούς λόγους. Η ένσταση αυτή συζητήθηκε σε συνάντηση της Deutsche Wohnen με την αρχή προστασίας δεδομένων, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ανέφερε ότι υφίσταντο τεχνικές λύσεις για τη διαγραφή των δεδομένων. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και η Deutsche Wohnen ανακοίνωσε ότι σκόπευε να θέσει σε εφαρμογή ένα νέο σύστημα που θα αντικαθιστούσε εκείνο ως προς το οποίο είχε διατυπώσει ενστάσεις η αρχή προστασίας δεδομένων.

19.

Στις 5 Μαρτίου 2020, η αρχή προστασίας δεδομένων διενήργησε έλεγχο στα κεντρικά γραφεία του ομίλου, στο πλαίσιο του οποίου ελήφθησαν συνολικώς 16 τυχαία δείγματα από το απόθεμα δεδομένων. Παράλληλα, η Deutsche Wohnen ενημέρωσε την αρχή προστασίας δεδομένων ότι το επίμαχο σύστημα αρχειοθέτησης είχε ήδη τεθεί εκτός λειτουργίας και ότι επέκειτο άμεσα η μεταφορά των δεδομένων στο νέο σύστημα.

20.

Στις 30 Οκτωβρίου 2020, η αρχή προστασίας δεδομένων επέβαλε κυρώσεις στην Deutsche Wohnen διότι:

παρέλειψε εκ προθέσεως, μεταξύ της 25ης Μαΐου 2018 και της 5ης Μαρτίου 2019, να λάβει τα αναγκαία μέτρα που θα επέτρεπαν την τακτική διαγραφή των δεδομένων μισθωτών που δεν ήταν πλέον απαραίτητα ή διατηρούνταν παρανόμως για άλλους λόγους·

συνέχισε να διατηρεί δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τουλάχιστον δεκαπέντε συγκεκριμένα κατονομαζόμενων μισθωτών, μολονότι γνώρισε ότι τούτο δεν ήταν, ή δεν ήταν πλέον, αναγκαίο.

21.

Τα επιβληθέντα πρόστιμα ανήλθαν σε 14385000 ευρώ για την εκ προθέσεως παράβαση του άρθρου 25, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, γʹ και εʹ, του ΓΚΠΔ και σε ποσά της τάξεως των 3000 έως 17000 ευρώ για δεκαπέντε παραβάσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

22.

Η Deutsche Wohnen άσκησε προσφυγή κατά των κυρώσεων ενώπιον του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία), το οποίο έκανε δεκτή την προσφυγή.

23.

Η Staatsanwaltschaft Βερολίνου (εισαγγελία Βερολίνου, Γερμανία) άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Kammergericht Berlin (εφετείου Βερολίνου, Γερμανία), το οποίο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 83, παράγραφοι 4 έως 6, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι ενσωματώνει στο εσωτερικό δίκαιο την απορρέουσα από τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ λειτουργική έννοια της επιχείρησης και την αρχή της ευθύνης της επιχείρησης ως λειτουργικής οικονομικής μονάδας, με αποτέλεσμα, κατόπιν διεύρυνσης της αρχής της νομικής οντότητας που διαπνέει το άρθρο 30 του [OWiG], να μπορεί να κινηθεί διοικητική διαδικασία επιβολής προστίμου απευθείας κατά επιχείρησης και να μην απαιτείται, για την επιβολή προστίμου, η διαπίστωση της διάπραξης –ενδεχομένως υπό τον όρο της πλήρωσης όλων των προϋποθέσεων της οικείας διάταξης– διοικητικής παράβασης από ταυτοποιημένο φυσικό πρόσωπο;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Έχει το άρθρο 83, παράγραφοι 4 έως 6, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι η επιχείρηση πρέπει να έχει διαπράξει υπαίτια την παράβαση μέσω ενός εργαζομένου της [άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 [ ( 4 )] (...)] ή αρκεί για την επιβολή προστίμου στην επιχείρηση, κατ’ αρχήν, η αντικειμενική παράβαση καθήκοντος η οποία να καταλογίζεται στην επιχείρηση (“strict liability”)»;

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 2021.

25.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Deutsche Wohnen, η Γερμανική, η Εσθονική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

26.

Στις 9 Νοεμβρίου 2022, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο κάλεσε το αιτούν δικαστήριο να διευκρινίσει:

εάν το άρθρο 130 του OWiG ασκεί ενδεχομένως επιρροή επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος·

για ποιους λόγους θεωρεί αναγκαία την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, οι κυρώσεις επιβλήθηκαν για εκ προθέσεως παράβαση διαφόρων διατάξεων του ΓΚΠΔ.

27.

Οι σχετικές διευκρινίσεις περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 11 Ιανουαρίου 2023.

28.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιανουαρίου 2023 παρέστησαν, πέραν όσων υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, η Ολλανδική Κυβέρνηση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

IV. Ανάλυση

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.

Το πρώτο ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο είναι, εν συνόψει, εάν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε νομικό πρόσωπο για παράβαση του ΓΚΠΔ χωρίς να απαιτείται η παράβαση αυτή να έχει προηγουμένως καταλογιστεί σε φυσικό πρόσωπο.

30.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο έχει εισαγάγει διάφορα στοιχεία περιπλοκότητας στο ερώτημά του:

εντοπίζει στο άρθρο 83, παράγραφοι 4 έως 6, του ΓΚΠΔ τον κανόνα του οποίου η ερμηνεία θα μπορούσε να δώσει απάντηση στο ερώτημά του·

αναφέρεται σε κάτι που περιγράφει ως «απορρέουσα από τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ λειτουργική έννοια της επιχείρησης και αρχή της ευθύνης της επιχείρησης ως λειτουργικής οικονομικής μονάδας».

31.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εσωτερική νομοθεσία επιτρέπει την επιβολή προστίμου σε επιχείρηση μόνον όταν μπορούν να της καταλογιστούν συγκεκριμένες παραβάσεις που έχουν διαπράξει (αποκλειστικά) τα διευθυντικά στελέχη της με καθήκοντα εκπροσώπησης ( 5 ).

32.

Η Deutsche Wohnen και η Γερμανική Κυβέρνηση διαφωνούν με τη διατύπωση αυτή. Κατά την άποψή τους, το άρθρο 30 του OWiG πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 130 του OWiG με τα οποία αποτελεί ένα συνεκτικό σύστημα επιβολής κυρώσεων. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, είναι δυνατή η επιβολή διοικητικής κύρωσης σε επιχείρηση χωρίς να απαιτείται να κινηθεί διαδικασία κατά του φυσικού προσώπου που ενήργησε για λογαριασμό της ( 6 ).

33.

Ερωτηθέν από το Δικαστήριο ως προς τον πιθανό αντίκτυπο του άρθρου 130 του OWiG, το αιτούν δικαστήριο απάντησε ότι το άρθρο αυτό δεν είναι κρίσιμο για τους σκοπούς του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Προς αιτιολόγηση της θέσης του προβάλλει τα εξής:

ακόμη και αν το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 30 του OWiG, επιτρέπει την επιβολή προστίμων σε επιχείρηση, η παρεχόμενη από το πρώτο εκ των άρθρων αυτών προστασία των εννόμων αγαθών είναι πολύ περιορισμένη σε σύγκριση με το καθεστώς ευθύνης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ·

αποδέκτης του άρθρου του 130 του OWiG είναι ο ιδιοκτήτης επιχείρησης που έχει παραβεί ορισμένη υποχρέωση εποπτείας. Η απόδειξη της παράβασης των υποχρεώσεων που βαρύνουν τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης βαίνει πέραν της διαπίστωσης ότι η οικεία προσβολή των έννομων συμφερόντων έχει διαπραχθεί μέσω της ίδιας αυτής επιχείρησης. Η απόδειξη απαιτεί διερεύνηση και αποσαφήνιση των εσωτερικών δομών και διαδικασιών (γενικών και ειδικών), στοιχεία που όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση, αλλά και σε κάθε περίπτωση ομίλων, είναι εξαιρετικά περίπλοκα, με αποτέλεσμα η απόδειξη αυτή να καθίσταται σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη. Συναφώς, τίθεται το ερώτημα εάν οι όμιλοι μπορούν πράγματι να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις ή ιδιοκτήτες επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 130 του OWiG.

34.

Από τις διευκρινίσεις αυτές προκύπτει ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζεται σε ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία, σε αντίθεση με την άποψη της Γερμανικής Κυβέρνησης, αναγνωρίζει τη δυνατότητα ύπαρξης ενός καθεστώτος ευθύνης των νομικών προσώπων του οποίου τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να το καταστήσουν ασυμβίβαστο με το δίκαιο της Ένωσης.

35.

Το Δικαστήριο δεσμεύεται από το εθνικό νομικό πλαίσιο όπως αυτό περιγράφεται από το αιτούν δικαστήριο ( 7 ), το οποίο είναι ο αυθεντικός ερμηνευτής του εθνικού δικαίου. Τα ερωτήματα που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξεταστούν εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει το Δικαστήριο ( 8 ).

36.

Βάσει, συνεπώς, των παραδοχών αυτών θα εξετάσω το πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

2. Επί των νομικών προσώπων στα οποία μπορεί να επιβληθεί κύρωση βάσει του ΓΚΠΔ

37.

Το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως εμποδίζει να θεωρηθεί η Deutsche Wohnen αυτουργός της παράβασης και να της επιβληθεί κύρωση. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται, αφηρημένα, στον ΓΚΠΔ και εφαρμόστηκε, συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση:

αφηρημένα, όπως εξηγώ εν συνεχεία, η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων απευθείας σε νομικό πρόσωπο για παραβιάσεις της προστασίας δεδομένων όχι μόνον προβλέπεται από διάφορες διατάξεις του ΓΚΠΔ, αλλά αποτελεί, στην πραγματικότητα, έναν από τους βασικούς μηχανισμούς για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του κανονισμού αυτού·

συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, το επίμαχο πρόστιμο επιβλήθηκε στην Deutsche Wohnen λόγω σειράς παραβάσεων του ΓΚΠΔ αποδιδόμενων στην εν λόγω εταιρία ως υπεύθυνη επεξεργασίας δεδομένων ( 9 ). Η εταιρία αυτή ήταν ο αποδέκτης του αιτήματος της αρχής προστασίας δεδομένων, αίτημα στο οποίο απάντησε υπό τους προαναφερθέντες όρους, δίνοντας συνέχεια στις πράξεις που της είχε καταλογίσει η εν λόγω αρχή. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δύσκολο να ταυτοποιηθεί ο αποδέκτης της κύρωσης ( 10 ).

38.

Όσον αφορά την αφηρημένη προσέγγιση, δεν απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση για να επιβεβαιωθεί η θέση ότι είναι δυνατή η επιβολή κυρώσεων απευθείας σε νομικό πρόσωπο ως παραβάτη του ΓΚΠΔ. Η θέση αυτή συνάγεται χωρίς ερμηνευτικές δυσκολίες από την ανάγνωση των άρθρων 4, 58 και 83 του ΓΚΠΔ:

το άρθρο 4 ορίζει τις έννοιες του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, αναφέροντας ρητώς ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να έχουν την ιδιότητα αυτή ( 11

το άρθρο 58, παράγραφος 2, παρέχει στις εποπτικές αρχές ορισμένες «διορθωτικές εξουσίες» έναντι των υπευθύνων επεξεργασίας ή των εκτελούντων την επεξεργασία (ήτοι, έναντι και των νομικών προσώπων). Μεταξύ των διορθωτικών αυτών εξουσιών περιλαμβάνεται η επιβολή «διοικητικού προστίμου» (στοιχείο θʹ)·

κατά την απαρίθμηση των κριτηρίων για τον καθορισμό του ύψους των διοικητικών προστίμων, το άρθρο 83 του ΓΚΠΔ αναφέρεται σε παράγοντες που μπορούν κάλλιστα να συντρέχουν στην περίπτωση των νομικών προσώπων.

39.

Από το σύνολο των διατάξεων αυτών προκύπτει αβίαστα ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι άμεσος αποδέκτης των διοικητικών προστίμων που επισείει ο ΓΚΠΔ για παραβάσεις των διατάξεών του ( 12 ). Το ίδιο αβίαστα ενήργησαν οι αρμόδιες στον τομέα αυτόν εθνικές αρχές, οι οποίες δεν δίστασαν να επιβάλουν πρόστιμα, σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτατα, σε νομικά πρόσωπα που παρέβησαν τον ΓΚΠΔ ( 13 ).

40.

Όσον αφορά τη συγκεκριμένη προσέγγιση, επαναλαμβάνω ότι η αρχή προστασίας δεδομένων απευθύνθηκε στην Deutsche Wohnen υπό την ιδιότητα της τελευταίας ως υπεύθυνης επεξεργασίας δεδομένων, καλώντας τη να διαγράψει από τα αρχεία της ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των μισθωτών, αίτημα προς το οποίο η επιχείρηση αυτή δεν είχε συμμορφωθεί επί ορισμένο χρονικό διάστημα, έως ότου τροποποίησε τα συστήματά της αποθήκευσης.

3. Απαιτείται να καταλογιστεί προηγουμένως η παράβαση σε φυσικό πρόσωπο;

41.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, προϋπόθεση, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, για την επιβολή κυρώσεων απευθείας σε επιχείρηση λόγω παράβασης του ΓΚΠΔ είναι να έχει προηγουμένως στοιχειοθετηθεί ευθύνη φυσικού προσώπου. Τούτο συνάγεται από το άρθρο 30 του OWiG: η επιβολή προστίμου σε επιχείρηση είναι δυνατή μόνον όταν μπορούν να της καταλογιστούν συγκεκριμένες παραβάσεις που έχουν διαπράξει τα διευθυντικά στελέχη της με εξουσίες εκπροσώπησης, σκοπός προς τον οποίον ο εκπρόσωπος πρέπει να έχει παραβεί παρανόμως και υπαιτίως το πραγματικό του αντίστοιχου κανόνα ( 14 ).

42.

Έναντι της ενστάσεως της Γερμανικής Κυβέρνησης, η οποία επικαλείται το άρθρο 130 του OWiG προκειμένου να αμφισβητήσει την ερμηνεία του αιτούντος δικαστηρίου, το τελευταίο προβάλλει όσα έχω ήδη αναφέρει κατά την παράθεση της απάντησής του προς το Δικαστήριο ( 15 ). Εν συνόψει, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι η κατά το ανωτέρω άρθρο προστασία των έννομων αγαθών είναι πολύ περιορισμένη σε σύγκριση με το καθεστώς ευθύνης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

43.

Ωστόσο, ο κανόνας περί της προηγούμενης στοιχειοθέτησης ευθύνης του φυσικού προσώπου, τον οποίο επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, δεν θα είχε εφαρμογή εάν το άρθρο 83, παράγραφοι 4 έως 6, του ΓΚΠΔ υιοθετούσε, κατά τη μεταφορά του στο εθνικό δίκαιο, τη χαρακτηριστική των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ «λειτουργική έννοια της επιχείρησης».

α) Επί της σημασίας της έννοιας που χρησιμοποιείται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ

44.

Σκοπός του άρθρου 83, παράγραφοι 4 έως 6, του ΓΚΠΔ είναι ο υπολογισμός του ύψους των κυρώσεων για τις εκεί μνημονευόμενες παραβάσεις του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, οι τρεις αυτές παράγραφοι προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής κύρωσης σε «επιχείρηση».

45.

Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό πρέπει να νοείται η αναφορά της αιτιολογικής σκέψης 150 του ΓΚΠΔ στον όρο «επιχείρηση» κατά την έννοια των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Υπενθυμίζω ότι, κατά το Δικαστήριο, «το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων, η δε έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του» ( 16 ).

46.

Στον βαθμό που το ανώτατο ποσό των κυρώσεων για παράβαση του ΓΚΠΔ ορίζεται, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία δεδομένων ή εκτελούσες την επεξεργασία αυτή, σε ποσοστό του «συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους», το σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του εν λόγω ποσού δεν μπορεί να είναι η τυπική νομική προσωπικότητα εταιρίας, αλλά η «οικονομική μονάδα» υπό την προαναφερθείσα έννοια.

47.

Τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται στις παραγράφους του 4 έως 6 πρέπει να είναι «αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά». Μόνον το πρόστιμο του οποίου το ύψος του καθορίζεται βάσει της πραγματικής ή ουσιαστικής οικονομικής ικανότητας του αποδέκτη του παρουσιάζει τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Επομένως, για τον υπολογισμό του ύψους της κύρωσης, ο όρος «επιχείρηση» πρέπει να χρησιμοποιείται υπό την ουσιαστική ή οικονομική έννοιά του και όχι υπό την αμιγώς τυπική.

48.

Ο νομοθέτης της Ένωσης έχει συνεπώς υιοθετήσει τον πραγματικό ή ουσιαστικό ορισμό της «επιχείρησης» ( 17 ), ίδιον του δικαίου ανταγωνισμού, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων για παράβαση του ΓΚΠΔ. Επιμένω, εντούτοις, ότι η αναφορά του ΓΚΠΔ στην ανωτέρω έννοια γίνεται μόνον προς τους σκοπούς αυτούς.

49.

Επομένως, η έννοια της επιχείρησης σύμφωνα με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να είναι κρίσιμη εν προκειμένω για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στην Deutsche Wohnen. Το κατά πόσον η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί υποκείμενη σε κυρώσεις (ορθότερα, αυτουργός της παράβασης) δεν εξαρτάται αυστηρά από την εφαρμογή των δύο αυτών άρθρων της Συνθήκης ΛΕΕ.

50.

Το ανωτέρω ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο οι γενικές αρχές που διέπουν το καθεστώς κυρώσεων του δικαίου ανταγωνισμού (το οποίο έχει ερμηνευθεί ευρέως από το Δικαστήριο) να μπορούν να τύχουν κατ’ αναλογίαν εφαρμογής στην ευθύνη νομικών προσώπων για παραβιάσεις της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ( 18 ).

β) Επί του άμεσου καταλογισμού σε νομικό πρόσωπο

51.

Συνάδει με τον ΓΚΠΔ εθνική ρύθμιση η οποία θέτει ως προϋπόθεση για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα να έχει προηγουμένως κινηθεί διαδικασία κατά φυσικού προσώπου;

52.

Ως εκ της φύσεώς του, ο ΓΚΠΔ έχει, εκτός από γενικό πεδίο εφαρμογής, υποχρεωτικό χαρακτήρα και άμεση εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα υπονομεύονταν εάν τα κράτη μέλη μπορούσαν να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ, όπως οι τελευταίες έχουν οριστικώς διαμορφωθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης.

53.

Είναι αληθές ότι, λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας και των χαρακτηριστικών του αντικειμένου τους, ορισμένες διατάξεις του ΓΚΠΔ παρέχουν στα κράτη μέλη κάποιο περιθώριο ελιγμού όσον αφορά τη διατήρηση ή θέσπιση εθνικών κανόνων με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευση κάποιων εξ αυτών. Τούτο συμβαίνει παραδείγματος χάριν:

όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που γίνεται προς συμμόρφωση με νομική υποχρέωση, προς εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας ( 19

όσον αφορά την επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον ο ΓΚΠΔ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να καθορίζουν τις περιστάσεις ειδικών καταστάσεων επεξεργασίας, μεταξύ άλλων τον ακριβέστερο καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη ( 20 ).

54.

Το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως των κρατών μελών, για το οποίο έγινε λόγος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να διευρυνθεί τόσο ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα καταλογισμού παραβάσεων σε νομικό πρόσωπο όπως, σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, συμβαίνει με το άρθρο 30 του OWiG.

55.

Η διαμόρφωση ενός τέτοιου καθεστώτος ευθύνης νομικών προσώπων θα επέτρεπε να εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του συστήματος κυρώσεων του ΓΚΠΔ παραβάσεις που, σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, πρέπει να αποδίδονται σε νομικό πρόσωπο υπό την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία. Τούτο θα συνέβαινε εάν στις παραβάσεις αυτές δεν είχαν εμπλακεί τα φυσικά πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπηση, διεύθυνση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.

56.

Στον βαθμό που, επαναλαμβάνω, ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων και, υπό την ιδιότητά του αυτή, αυτουργός των καταλογιστέων σε αυτό παραβάσεων του ΓΚΠΔ, η εφαρμογή του άρθρου 30 του OWiG θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδικαιολόγητη αποδυνάμωση ή περιορισμό του πεδίου επιλήψιμων συμπεριφορών, πράγμα που δεν συνάδει με τη γενική πρόβλεψη του ίδιου του ΓΚΠΔ.

57.

Νομικό πρόσωπο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να υφίσταται τις συνέπειες, από απόψεως κυρώσεων, των παραβάσεων του ΓΚΠΔ που διαπράττουν όχι μόνον οι εκπρόσωποι, διευθυντές ή διαχειριστές του, αλλά και τα φυσικά πρόσωπα (εργαζόμενοι, υπό ευρεία έννοια) που ενεργούν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας του νομικού προσώπου και υπό την εποπτεία των ανωτέρω στελεχών.

58.

Στην πραγματικότητα, τα φυσικά αυτά πρόσωπα διαμορφώνουν και καθορίζουν τη βούληση του νομικού προσώπου, υλοποιώντας τη μέσω επιμέρους και ειδικών πράξεων. Οι επιμέρους αυτές πράξεις αποδίδονται τελικώς, ως συγκεκριμένη εκδήλωση της ανωτέρω βούλησης, στο ίδιο το νομικό πρόσωπο.

59.

Πρόκειται, σε τελική ανάλυση, για φυσικά πρόσωπα τα οποία, χωρίς να είναι τα ίδια εκπρόσωποι νομικού προσώπου, ενεργούν υπό την εξουσία εκείνων που, κατά την εκπροσώπηση του τελευταίου, έχουν παραλείψει να ασκήσουν εποπτεία ή έλεγχο επ’ αυτών. Εν τέλει, ο καταλογισμός καταλήγει στο ίδιο το νομικό πρόσωπο, δεδομένου ότι η παράβαση εκ μέρους του εργαζομένου, ο οποίος ενεργεί υπό την εποπτεία των οργάνων διοίκησης του νομικού προσώπου, συνιστά ανεπάρκεια του συστήματος ελέγχου και εποπτείας για το οποίο άμεσα υπεύθυνα είναι τα όργανα αυτά.

60.

Τα προεκτεθέντα αντανακλούν την ερμηνεία του αιτούντος δικαστηρίου επί του εθνικού δικαίου. Ωστόσο, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα άρθρα 9, 30 και 130 του OWiG διαμορφώνουν, από κοινού εφαρμοζόμενα, ένα σύστημα βάσει του οποίου είναι δυνατή η επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις που αποδίδονται σε νομικό πρόσωπο και έχουν διαπραχθεί από φυσικά πρόσωπα μη ασκούντα καθήκοντα διεύθυνσης ή εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, χωρίς να απαιτείται ταυτοποίηση των εν λόγω φυσικών προσώπων ( 21 ).

61.

Όπως επισήμανα ανωτέρω, αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του είναι το αιτούν δικαστήριο. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να κρίνουν εάν, σύμφωνα με την εθνική νομολογία και θεωρία που επικαλείται η Γερμανική Κυβέρνηση ( 22 ), οι διατάξεις αυτές επιδέχονται ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνη με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

62.

Εάν η ερμηνεία αυτή ήταν contra legem, η δε πλήρης εφαρμογή των σχετικών κανόνων του ΓΚΠΔ αποδεικνυόταν αδύνατη λόγω της ιδιαίτερης διάρθρωσης του εθνικού συστήματος κυρώσεων, το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να αφήσει ανεφάρμοστο τον ασυμβίβαστο με το δίκαιο της Ένωσης εθνικό κανόνα προκειμένου να διασφαλιστεί η υπεροχή του ΓΚΠΔ.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

63.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφοι 4 έως 6, του ΓΚΠΔ, «η επιχείρηση πρέπει να έχει διαπράξει υπαίτια την παράβαση μέσω ενός εργαζομένου της […] ή αρκεί για την επιβολή προστίμου στην επιχείρηση, κατ’ αρχήν, η αντικειμενική παράβαση καθήκοντος η οποία να αποδίδεται στην επιχείρηση (“strict liability”)» ( 23 ).

64.

Όπως είναι διατυπωμένο, το προδικαστικό αυτό ερώτημα είναι υποθετικό, γεγονός που το καθιστά απαράδεκτο για δύο λόγους.

65.

Πρώτον, σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η κύρωση επιβλήθηκε στην Deutsche Wohnen για δόλια (εκ προθέσεως) συμπεριφορά και όχι για απλή «αντικειμενική παράβαση» του ΓΚΠΔ. Από την παρατεθείσα ανωτέρω έκθεση πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι η εν λόγω επιχείρηση εν γνώσει της και εκ προθέσεως δεν συμμορφώθηκε με το αίτημα της αρχής προστασίας δεδομένων και συνέχισε την προσαπτόμενη σε αυτήν επεξεργασία δεδομένων. Ουδόλως επηρεάζει τον χαρακτηρισμό αυτόν η επίκληση από την επιχείρηση αυτή σειράς τεχνικών και νομικών δυσκολιών για την τροποποίηση των συστημάτων της επεξεργασίας δεδομένων.

66.

Δεύτερον, κληθέν από το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει το ερώτημά του αυτό, το αιτούν δικαστήριο δήλωσε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις της απόφασης περί επιβολής κυρώσεων και ότι, στο μέλλον, το ίδιο αυτό δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί επί των λόγων της προσφυγής κατά της οικείας απόφασης. Εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σχηματίσει την πεποίθηση ότι υπήρξε παράβαση, θα πρέπει να προσδιορίσει το είδος της υπαιτιότητας, όπερ θα εξαρτηθεί από την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

67.

Η διευκρίνιση αυτή καταδεικνύει εκ νέου τον υποθετικό χαρακτήρα του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς δεν είναι κρίσιμος για την επίλυση της διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, αλλά μπορεί, ενδεχομένως, να είναι απαραίτητος σε περίπτωση αναπομπής της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου το τελευταίο να λάβει απόφαση στο μέλλον.

68.

Εν πάση περιπτώσει, και για την περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να υπεισέλθει στην ουσία, φρονώ ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 83, παράγραφοι 4 έως 6, του ΓΚΠΔ, σκοπός του οποίου είναι ο καθορισμός του ύψους των διοικητικών προστίμων.

69.

Το αιτούν δικαστήριο διακρίνει μεταξύ: α) της παράβασης που διαπράττει εργαζόμενος νομικού προσώπου και β) τον δόλο ή την αμέλεια, από πλευράς νομικού προσώπου, κατά τη διάπραξη της εν λόγω παράβασης.

70.

Κατά τη γνώμη μου, η «παράβαση που διαπράττεται από τον εργαζόμενο» είναι στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε σε σχέση με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παράβαση που διαπράττεται από το νομικό πρόσωπο υπό την εξουσία του οποίου ενήργησε ο εν λόγω εργαζόμενος.

71.

Ορθά διατυπωμένο, το ερώτημα αναφέρεται, συνεπώς, στη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε νομικό πρόσωπο για αντικειμενική (μη υπαίτια) παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει ως υπεύθυνος επεξεργασίας ή εκτελών την επεξεργασία δεδομένων.

72.

Για την απάντηση επί του ερωτήματος αυτού, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμη η παραπομπή στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με την αρχή της νομιμότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ).

73.

Καίτοι η ΕΣΔΑ δεν αποτελεί νομική πράξη τυπικώς ενσωματωμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης λόγω της μη προσχώρησης της τελευταίας σε αυτήν, εντούτοις, τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην εν λόγω σύμβαση αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ).

74.

Κατά το Δικαστήριο, «[τ]ο άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται σε αυτόν και αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των αντίστοιχων αυτών δικαιωμάτων χωρίς να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου» ( 24 ).

75.

Ωστόσο, η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ περιέχει στοιχεία μη απολύτως συγκλίνοντα:

αφενός, καίτοι το άρθρο αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στον διανοητικό δεσμό μεταξύ του αντικειμενικού στοιχείου της παράβασης και του φερόμενου ως αυτουργού της, εντούτοις, η λογική της κύρωσης και η ίδια η έννοια της υπαιτιότητας συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι, ως προϋπόθεση για την επιβολή κύρωσης, απαιτείται δεσμός διανοητικής φύσης (γνώση και βούληση) βάσει του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί κάποιο στοιχείο υπαιτιότητας στη συμπεριφορά του άμεσου αυτουργού της παράβασης ( 25

αφετέρου, όπως επισήμανε η Νορβηγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΣΔΑ δεν αντιτίθεται στην πρόβλεψη κυρώσεων για αντικειμενικά περιστατικά. Με την απόφασή του της 7ης Οκτωβρίου 1988, Salabiaku κατά Γαλλίας ( 26 ), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τούτο ισχύει μόνον «κατ’ αρχήν και υπό ορισμένες προϋποθέσεις», διότι η ΕΣΔΑ, καίτοι δεν απαγορεύει τα τεκμήρια, εντούτοις, «υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη, όσον αφορά τον ποινικό τομέα, να τηρούν ορισμένα όρια» ( 27 ).

76.

Στην πραγματικότητα, η εισαγωγή θεωρητικών κατηγοριών του ποινικού δικαίου (nulla poena sine culpa) στο διοικητικό κυρωτικό δίκαιο παρουσιάζει σημαντικές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Η έννοια της υπαιτιότητας (υπό μορφή αμέλειας) μπορεί να καλύπτει περιπτώσεις απλής παράλειψης συμμόρφωσης με νομική διάταξη, όταν το οικείο πρόσωπο όφειλε να γνωρίζει την απαιτούμενη από αυτόν συμπεριφορά.

77.

Υπό το πρίσμα αυτό, οι διάφορες κατηγορίες υπαιτιότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων μικρότερης βαρύτητας, καθώς και οι διάφοροι τύποι καταλογισμού (culpa in vigilando ή in eligendo, παραδείγματος χάριν) θα μπορούσαν να αφορούν συμπεριφορές που, υπό άλλη οπτική γωνία, θα χαρακτηρίζονταν από ορισμένα δικαστήρια ως περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης. Επομένως, τα όρια μεταξύ της μιας και της άλλης κατηγορίας δεν είναι τόσο σαφή στο διοικητικό κυρωτικό δίκαιο όσο φαίνεται να συνάγεται από την απόφαση περί παραπομπής.

78.

Ασφαλώς, όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη δυνατότητα θέσπισης καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης στον τομέα των κυρώσεων. Ούτως έπραξε, παραδείγματος χάριν, με την απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017, Euro-Team και Spirál-Gép, κρίνοντας τα εξής:

«[όσον αφορά] το συμβατό της καθιερώσεως αντικειμενικής ευθύνης προς την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ένα τέτοιο σύστημα που τιμωρεί την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δεν είναι, αυτό καθεαυτό, ασυμβίβαστο προς το δίκαιο αυτό»·

«η θέσπιση συστήματος αντικειμενικής ευθύνης δεν είναι δυσανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, όταν το σύστημα αυτό είναι ικανό να ενθαρρύνει τα πρόσωπα τα οποία αφορά να τηρούν τις διατάξεις κανονισμού και όταν οι επιδιωκόμενοι σκοποί είναι γενικού ενδιαφέροντος ικανού να δικαιολογήσει τη θέσπιση ενός τέτοιου συστήματος» ( 28 ).

79.

Παρά ταύτα, η νομολογία αυτή έχει καθιερωθεί σε τομείς διαφορετικούς από αυτόν της προστασίας δεδομένων, οι οποίοι αφορούσαν παράβαση θετικών υποχρεώσεων τυπικής κυρίως φύσεως: επρόκειτο για κυρώσεις που επιβλήθηκαν για τη χρήση τμήματος αυτοκινητόδρομου χωρίς την καταβολή των προβλεπομένων διοδίων ( 29 ) ή για τη μη τήρηση διατάξεων σχετικά με τη χρήση φύλλων καταγραφής της συσκευής ελέγχου βαρέου οχήματος ( 30 ).

80.

Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που θεσπίζει ο ΓΚΠΔ –μεταξύ των οποίων εκείνες που άπτονται της επεξεργασίας δεδομένων (άρθρο 5 του ΓΚΠΔ) και της νομιμότητάς της (άρθρο 6 του ΓΚΠΔ)–, η εκτίμηση ως προς την τήρησή τους περιλαμβάνει μια σύνθετη διαδικασία αξιολόγησης και απόφανσης, η οποία βαίνει πέραν της απλής διαπίστωσης ορισμένης τυπικής παράβασης.

81.

Σε κάθε περίπτωση, φρονώ ότι το άρθρο 83 του ΓΚΠΔ επιβεβαιώνει την αδυναμία θέσπισης καθεστώτος αντικειμενικής ευθύνης (χωρίς υπαιτιότητα) στον τομέα των κυρώσεων, ήτοι απαιτεί την ύπαρξη δόλου ή αμέλειας στην τιμωρητέα συμπεριφορά. Τούτο συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, από διάφορες παραγράφους του εν λόγω άρθρου:

σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η επιβολή προστίμων έναντι παραβάσεων είναι «αναλογική». Η αρχή της αναλογικότητας των κυρώσεων κατοχυρώνεται από το άρθρο 49 του Χάρτη και, κατ’ επέκταση, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως·

η παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, αναφέρεται ρητώς στον «δόλο ή την αμέλεια που προκάλεσε την παράβαση» ως καθοριστικό παράγοντα τόσο για την επιβολή διοικητικού προστίμου όσο και για το ύψος του ( 31 ). Οι λοιποί παράγοντες που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως ιαʹ της ίδιας αυτής παραγράφου εξειδικεύουν τις κρίσιμες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, αρκετοί δε από αυτούς ενέχουν μια υποκειμενική συνιστώσα ( 32 ), χωρίς ο απλός αντικειμενικός χαρακτήρας της παράβασης να εμφανίζεται στον κατάλογο αυτό·

η παράγραφος 3 προβλέπει ότι, σε περίπτωση ταυτόχρονης «εκ προθέσεως ή εξ αμελείας» παράβασης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία περισσότερων διατάξεων του ΓΚΠΔ (συρροή παραβάσεων), το συνολικό ύψος του διοικητικού προστίμου δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται για τη βαρύτερη παράβαση. Τεκμαίρεται, συνεπώς, ότι οι αμιγώς αντικειμενικές παραβάσεις, στον βαθμό που δεν σωρεύονται με τις εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβάσεις, δεν ασκούν επιρροή για τους σκοπούς της επιβολής κυρώσεων.

82.

Η θέση που μόλις διατύπωσα θα μπορούσε να είναι άνευ αντικειμένου εάν, όπως υποστηρίζουν ορισμένες από τις παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις, η απουσία ρητών διατάξεων ως προς το σημείο αυτό στον ΓΚΠΔ συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν είτε ένα σύστημα υποκειμενικής ευθύνης (δόλος ή αμέλεια) είτε ένα σύστημα που περιλαμβάνει και την αντικειμενική ευθύνη.

83.

Αναγνωρίζω ότι η θέση των κυβερνήσεων αυτών έχει κάποια επιχειρηματολογική βάση: στον βαθμό που το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ αναφέρεται στον δόλο ή την αμέλεια ως παράγοντες για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, και όχι ως απαραίτητα (ουσιώδη) στοιχεία της ίδιας της παραβατικής συμπεριφοράς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το άρθρο αυτό παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διαμορφώσουν κατά την κρίση τους τα ουσιώδη αυτά στοιχεία της παράβασης.

84.

Φρονώ, ωστόσο, όπως και η Επιτροπή, ότι η ορθή ερμηνεία του συστήματος κυρώσεων του ΓΚΠΔ, του οποίου η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής δεν αμφισβητείται, συνηγορεί υπέρ μιας ενιαίας και συνεκτικής λύσης ( 33 ) για όλα τα κράτη μέλη και όχι υπέρ μιας λύσης που θα επέτρεπε σε έκαστο εξ αυτών να αποφασίζει αυτοτελώς εάν οι παραβάσεις που επισείουν κυρώσεις πρέπει να εκτείνονται και σε όσες δεν διαπράττονται εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

85.

Κατά τη γνώμη μου, η καταλληλότητα της ενιαίας λύσης (και η αδυναμία επιμέρους λύσεων) επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις του ΓΚΠΔ που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως και οι οποίες επαναλαμβάνουν την ανάγκη κολασμού των παραβάσεων με ισοδύναμες κυρώσεις ( 34 ). Δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ισοδυναμία εάν κάθε κράτος μέλος ήταν ελεύθερο να προβλέπει κυρώσεις για παραβάσεις διαφορετικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που συνίστανται σε απλές αντικειμενικές παραβάσεις χωρίς κανένα στοιχείο δόλου ή αμέλειας.

V. Πρόταση

86.

Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Kammergericht Berlin (εφετείο Βερολίνου, Γερμανία) ως εξής:

«Το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημείο 7, και το άρθρο 83 του ίδιου κανονισμού,

έχει την έννοια ότι:

η επιβολή διοικητικού προστίμου σε νομικό πρόσωπο υπεύθυνο για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εξαρτάται από την προηγούμενη στοιχειοθέτηση παράβασης διαπραχθείσας από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα στην υπηρεσία του εν λόγω νομικού προσώπου.

Τα διοικητικά πρόστιμα που μπορούν να επιβληθούν σύμφωνα με τον κανονισμό 2016/679 προϋποθέτουν δόλο ή αμέλεια στην παραβατική συμπεριφορά».


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2018, L 127, σ. 2, και ΕΕ 2021, L 74, σ. 35· στο εξής: ΓΚΠΔ).

( 3 ) Νόμος της 24ης Μαΐου 1968 (BGBl. I 481· III/454-1), όπως ίσχυε στις 19 Φεβρουαρίου 1987 (BGBl. I, σ. 602) και έχει τροποποιηθεί με τον νόμο της 19ης Ιουνίου 2020 (BGBl. I, σ. 1328· στο εξής: OWiG).

( 4 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

( 5 ) Ενότητα ΙΙ, σημείο 1, της απόφασης περί παραπομπής. Βλ. σημεία 41 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 6 ) Σημείο 45 των γραπτών παρατηρήσεων της Deutsche Wohnen και σημεία 24 και 25 των γραπτών παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβέρνησης.

( 7 ) Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των καθηκόντων των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, καθώς και να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο. Απόφαση της 26ης Απριλίου 2017, Farkas (C‑564/15, EU:C:2017:302, σκέψη 37).

( 8 ) Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár (C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 50)]. Καμία από τις περιστάσεις αυτές δεν συντρέχει εν προκειμένω.

( 9 ) Παρά την απροθυμία της Deutsche Wohnen να αποδεχθεί την ιδιότητα αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, γεγονός παραμένει ότι τα χαρακτηριστικά της ανταποκρίνονται στον ορισμό του «υπευθύνου επεξεργασίας» κατά το άρθρο 4 του ΓΚΠΔ. Τούτο ισχύει ανεξάρτητα από την ευθύνη που πράγματι της αναλογεί για τις παραβάσεις που της καταλογίζονται ως «υπεύθυνης» της επεξεργασίας.

( 10 ) Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν, για τον καθορισμό του ύψους της επιβλητέας κύρωσης, πρέπει να ληφθεί ενδεχομένως υπόψη η ένταξη της Deutsche Wohnen και των θυγατρικών της σε μεγαλύτερη οικονομική μονάδα. Παρά τα φαινόμενα, στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής δεν εγείρονται, κατ’ ακριβολογία, τα κλασικά προβλήματα καταλογισμού ευθύνης μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών ή ομίλων εταιριών.

( 11 ) Το άρθρο 4, σημείο 7, του ΓΚΠΔ ορίζει ως «υπεύθυνο επεξεργασίας», καθ’ ο μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, το «νομικό πρόσωπο […] που, μόν[ο] ή από κοινού με άλλα, καθορίζ[ει] τους σκοπούς και τον τρόπο της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»· κατά το άρθρο 4, σημείο 8, ως «εκτελών την επεξεργασία» νοείται το «νομικό πρόσωπο […] που επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό του υπευθύνου της επεξεργασίας».

( 12 ) Το νομικό πρόσωπο είναι επίσης αποδέκτης, όπως είναι φυσικό, του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά νομικά δεσμευτικής απόφασης εποπτικής αρχής που το αφορά (άρθρο 78, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ) και, ως εκ τούτου, κατά οποιουδήποτε διοικητικού προστίμου του επιβληθεί.

( 13 ) Παραδείγματος χάριν, η ιρλανδική αρχή προστασίας δεδομένων επέβαλε, στις 31 Δεκεμβρίου 2022, πρόστιμα ύψους 210 εκατομμυρίων ευρώ στο Facebook και 180 εκατομμυρίων ευρώ στο Instagram.

( 14 ) Ενότητα ΙΙ, σημείο 1, της απόφασης περί παραπομπής.

( 15 ) Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψη 47).

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Απριλίου 2014, Areva κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑247/11 P και C‑253/11 P, EU:C:2014:257, σκέψη 123).

( 18 ) Όπως έχω ήδη αναφέρει, τα προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιριών για τους σκοπούς της επιβολής κυρώσεων εκφεύγουν του αντικειμένου της υπό κρίση προδικαστικής διαδικασίας. Επιπλέον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν θέτει ερωτήματα σχετικά με το βάρος απόδειξης των προσαπτόμενων πράξεων.

( 19 ) Αιτιολογική σκέψη 10 του ΓΚΠΔ.

( 20 ) Όπ.π.

( 21 ) Σημείο 25 των γραπτών παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβέρνησης. Έναντι του επιχειρήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει, όπως προαναφέρθηκε, ότι, ακόμη και σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 30 του OWiG, η παρεχόμενη από το εθνικό δίκαιο προστασία των εννόμων αγαθών είναι πολύ περιορισμένη σε σύγκριση με το καθεστώς ευθύνης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

( 22 ) Σημείο 25 των γραπτών παρατηρήσεων της Γερμανικής Κυβέρνησης, υποσημειώσεις 16 έως 18.

( 23 ) Ο όρος strict liability αντιστοιχεί, όπως αποδίδεται συνήθως στις μεταφρασμένες στην αγγλική γλώσσα αποφάσεις του Δικαστηρίου, στις εκφράσεις responsabilidad objetiva (ισπανική απόδοση), responsabilité objective (γαλλική απόδοση), responsabilità oggettiva (ιταλική απόδοση), responsabilidade objetiva (πορτογαλική απόδοση), objektiven Verantwortlichkeit (γερμανική απόδοση) και objectieve aansprakelijkheid (ολλανδική απόδοση).

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob (C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψη 36).

( 25 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Ιανουαρίου 2009, Sud Fondi κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2009:0120JUD007590901, § 116).

( 26 ) CE:ECHR:1988:1007JUD001051983.

( 27 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 7ης Οκτωβρίου 1988, Salabiaku κατά Γαλλίας, § 27 και 28.

( 28 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017, Euro-Team και Spirál-Gép (C‑497/15 και C‑498/15, EU:C:2017:229, σκέψεις 53 και 54), με παράθεση της απόφασης της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Urbán (C‑210/10, EU:C:2012:64, σκέψεις 47 και 48 αντιστοίχως).

( 29 ) Απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017, Euro-Team και Spirál-Gép (C‑497/15 και C‑498/15, EU:C:2017:229).

( 30 ) Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Urbán (C‑210/10, EU:C:2012:64).

( 31 ) Βλ., ωστόσο, σημεία 82 και 83 των παρουσών προτάσεων.

( 32 ) Παραδείγματος χάριν, το στοιχείο αʹ αναφέρεται στον σκοπό της επεξεργασίας, το στοιχείο γʹ στα μέτρα που λαμβάνονται για τον μετριασμό των ζημιών, το στοιχείο δʹ στον βαθμό ευθύνης σε συνάρτηση με τα εφαρμοζόμενα μέτρα και το στοιχείο στʹ στον βαθμό συνεργασίας με την εποπτική αρχή.

( 33 ) Η αιτιολογική σκέψη 150 του ΓΚΠΔ αναφέρεται στη συνεκτική επιβολή διοικητικών προστίμων από τα κράτη μέλη. Αντιθέτως, στα τελευταία επιτρέπεται να αποφασίζουν «εάν και σε ποιο βαθμό μπορούν να επιβάλλονται διοικητικά πρόστιμα σε δημόσιες αρχές». Το ανωτέρω ισχύει με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τη Δανία και την Εσθονία στις οποίες αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 151 και των περιπτώσεων που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 152.

( 34 ) Η αιτιολογική σκέψη 10 του ΓΚΠΔ κάνει λόγο για «συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα […] (η υπογράμμιση δική μου)». Η αιτιολογική σκέψη 11 αναφέρει ότι οι παραβάσεις πρέπει να επισείουν ισοδύναμες κυρώσεις, διατύπωση που επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 13.

Top