This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021CC0795
Opinion of Advocate General Medina delivered on 9 November 2023.#WEPA Hygieneprodukte GmbH and Others v European Commission.#Appeal – State aid – Aid scheme implemented by the Federal Republic of Germany in favour of large electricity consumers – Exemption from network charges in 2012 and 2013 – Decision declaring the aid scheme incompatible with the internal market – Action for annulment – Time limit for bringing proceedings – Admissibility – Article 107(1) TFEU – Concept of ‘State aid’ – State resources – Parafiscal charge or other compulsory surcharges.#Joined Cases C-795/21 P and C-796/21 P.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina της 9ης Νοεμβρίου 2023.
WEPA Hygieneprodukte GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ ορισμένων μεγάλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας – Απαλλαγή από τα τέλη δικτύου για την περίοδο 2012-2013 – Απόφαση που κηρύσσει το καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Παραδεκτό – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Έννοια της “κρατικής ενισχύσεως” – Κρατικοί πόροι – Οιονεί φορολογική επιβάρυνση ή άλλες υποχρεωτικές εισφορές.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-795/21 P και C-796/21 P.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina της 9ης Νοεμβρίου 2023.
WEPA Hygieneprodukte GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέρ ορισμένων μεγάλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας – Απαλλαγή από τα τέλη δικτύου για την περίοδο 2012-2013 – Απόφαση που κηρύσσει το καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Παραδεκτό – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Έννοια της “κρατικής ενισχύσεως” – Κρατικοί πόροι – Οιονεί φορολογική επιβάρυνση ή άλλες υποχρεωτικές εισφορές.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-795/21 P και C-796/21 P.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:855
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
LAILA MEDINA
της 9ης Νοεμβρίου 2023 ( 1 )
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑795/21 P και C‑796/21 P
WEPA Hygieneprodukte GmbH,
WEPA Deutschland GmbH & Co. KG, πρώην Wepa Leuna και Wepa Papierfabrik Sachsen
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑795/21 P)
και
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
κατά
WEPA Hygieneprodukte GmbH,
WEPA Deutschland GmbH & Co. KG, πρώην Wepa Leuna και Wepa Papierfabrik Sachsen,
Ευρωπαϊκής Επιτροπής (C‑796/21 P)
«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Γερμανία – Καθεστώς ενισχύσεων υπέρ ορισμένων μεγάλων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας – Απαλλαγή από τα τέλη δικτύου για τα έτη 2012 και 2013 – Απόφαση η οποία κηρύσσει το καθεστώς ενισχύσεων ασυμβίβαστο προς την εσωτερική αγορά και παράνομο και διατάσσει την ανάκτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Παραδεκτό – Έννοια της ενισχύσεως – Κρατικοί πόροι – Οιονεί φορολογική επιβάρυνση ή άλλες επιβαρύνσεις αναγκαστικού χαρακτήρα – Κρατικός έλεγχος των κεφαλαίων»
1. |
Οι παρούσες προτάσεις αναπτύσσονται στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑795/21 P και C‑796/21 P. Πρέπει να αναγνωσθούν σε συνδυασμό με τρεις άλλες προτάσεις που αναπτύσσω επίσης σήμερα σε παράλληλες αιτήσεις αναιρέσεως ( 2 ), οι οποίες αφορούν στο σύνολό τους το ίδιο καθεστώς κρατικών ενισχύσεων. Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑795/21 P, η WEPA Hygieneprodukte GmbH και η WEPA Deutschland GmbH & Co. KG, (στο εξής καλούμενες από κοινού: εταιρίες WEPA), κατασκευάστριες χαρτιού υγείας, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2021, Wepa Hygieneprodukte κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑238/19, EU:T:2021:648) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση). Με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε η προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 2018 σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γερμανία υπέρ καταναλωτών βασικού φορτίου σύμφωνα με το άρθρο 19 του StromNEV ( 3 ), για τα έτη 2012 και 2013 (στο εξής: επίμαχη απόφαση). Με την αίτησή της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑796/21 P, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (στο εξής: Γερμανία) ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή άσκησε ανταναίρεση σε αμφότερες τις προαναφερθείσες υποθέσεις, με την οποία ζητεί κι εκείνη την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
I. Το ιστορικό της διαφοράς
2. |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι το ιστορικό είναι πανομοιότυπο με εκείνο στις παράλληλες προτάσεις που ανέπτυξα στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑790/21 P και C‑791/21 P (στο εξής: παράλληλες προτάσεις), αρκεί η παραπομπή στα σημεία 3 έως 14 των παράλληλων προτάσεων και η από κοινού ανάγνωση των προτάσεων στις εν λόγω παράλληλες υποθέσεις. |
II. Νομική ανάλυση
3. |
Με τις δύο όμοιες ανταναιρέσεις της στις υποθέσεις C‑795/21 P και C‑796/21 P, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως. Οι δύο λόγοι ανταναιρέσεως είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυποι με τους δύο πρώτους λόγους των ανταναιρέσεων στις υποθέσεις C‑790/21 P και C‑791/21 P. Στην υπόθεση C‑795/21 P, οι εταιρίες WEPA προβάλλουν δύο λόγους αναιρέσεως. Στην υπόθεση C‑796/21 P, η Γερμανία προβάλλει έναν μόνο λόγο αναιρέσεως. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, με τις παρούσες προτάσεις θα εξεταστούν μόνον ο πρώτος λόγος των ανταναιρέσεων της Επιτροπής (παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως) και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Γερμανίας, ο οποίος συμπίπτει με τους πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως των εταιριών WEPA, στον βαθμό που αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη παρεμβάσεως με «κρατικούς πόρους». |
Α. Ο πρώτος λόγος των ανταναιρέσεων της Επιτροπής: το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως
1. Κύρια επιχειρήματα των διαδίκων
4. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο υιοθετώντας ευρεία ερμηνεία της έννοιας της «δημοσιεύσεως» κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πρώτον, κατά την Επιτροπή, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία το Δικαστήριο προέβη σε παραλληλισμό μεταξύ του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 297 ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, από την εν λόγω νομολογία προκύπτει με σαφήνεια ότι η δημοσίευση αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής μόνον αν αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη ισχύος της επίμαχης πράξεως και αν προβλέπεται από την ίδια τη Συνθήκη. Δεύτερον, όσον αφορά, ειδικότερα, τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Επίσημη Εφημερίδα) αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία περατώνεται επίσημη διαδικασία έρευνας, η δημοσίευση αυτή δεν συνιστά «δημοσίευση» κατά την έννοια του άρθρου 297, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, δεν αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, η Επιτροπή προβάλλει σειρά επιχειρημάτων τα οποία, κατά την άποψή της, στηρίζουν την εκ μέρους της ερμηνεία του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως η οικονομία της εν λόγω διατάξεως, η αρχή της ισότητας των όπλων και ο δημόσιας τάξεως χαρακτήρας των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής. |
5. |
Η Γερμανία και οι εταιρίες WEPA υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία της έννοιας της «δημοσιεύσεως», κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. |
2. Εκτίμηση
6. |
Δεδομένου ότι οι εν λόγω ανταναιρέσεις είναι πανομοιότυπες, λέξη προς λέξη, με εκείνες που ήδη εξέτασα στις παράλληλες προτάσεις μου, θα περιοριστώ στο να παραπέμψω στις προτάσεις αυτές. Πράγματι, οι εν λόγω προτάσεις θα πρέπει να εξεταστούν από κοινού με τις παρούσες. |
7. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατά την οποία ο δικαιούχος της κρατικής ενισχύσεως έλαβε γνώση της επίμαχης αποφάσεως και όχι η ημερομηνία δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει να κρίνει απαράδεκτη την προσφυγή των εταιριών WEPA ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. |
8. |
Όπως διευκρίνισα στα σημεία 20 έως 30 των παράλληλων προτάσεων, προτείνω να απορριφθεί η ερμηνεία της Επιτροπής, η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το γράμμα του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ούτε από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ούτε και από τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. |
9. |
Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 31 των παράλληλων προτάσεων, η υποστηριζόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του δικαιούχου της ενισχύσεως. |
10. |
Τέλος, στα σημεία 32 έως 35 των παράλληλων προτάσεων, διευκρινίζω ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, εν προκειμένω, οι εταιρίες WEPA –στις οποίες περιήλθε η επίμαχη απόφαση στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας ανακτήσεως των ενισχύσεων– άσκησαν την προσφυγή τους ακυρώσεως πριν από τη δημοσίευση της επίμαχης αποφάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμά μου. |
11. |
Επομένως, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου που προέβαλε πρωτοδίκως η Επιτροπή έπρεπε να απορριφθεί και ότι η ανταναίρεση της Επιτροπής θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. |
Β. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως των εταιριών WEPA και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Γερμανίας: παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σχετικά με τους κρατικούς πόρους
12. |
Οι αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε η Γερμανία (υποθέσεις C‑791/21 P και C‑794/21 P) είναι πανομοιότυπες. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στην αίτηση αναιρέσεως της Covestro (υπόθεση C‑790/21 P) είναι παρεμφερή με εκείνα που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως (υπόθεση C‑795/21 P). Κατά συνέπεια, οι προτάσεις στις παράλληλες αυτές υποθέσεις θα πρέπει να εξεταστούν από κοινού. |
13. |
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως των εταιριών WEPA (υπόθεση C‑795/21 P) προβάλλεται παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και του περιεχομένου του εθνικού δικαίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του: i) στο ότι η BNetzA είχε καθορίσει με δεσμευτικό τρόπο το ποσό της επίμαχης προσαυξήσεως· ii) στο ότι η BNetzA είχε προβλέψει λεπτομερέστατους κανόνες· και iii) στο ότι οι απώλειες εσόδων που υπέστησαν οι διαχειριστές του δικτύου είχαν καλυφθεί πλήρως από την εν λόγω προσαύξηση. Οι εταιρίες WEPA υποστηρίζουν ότι ουδόλως υφίστανται τα κρίσιμα για την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά που να αποδεικνύουν την ύπαρξη κρατικού ελέγχου επί των ποσών που εισπράχθηκαν. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι εταιρίες WEPA προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο i) παραγνώρισε ότι η επίμαχη προσαύξηση δεν συνιστούσε φορολογική επιβάρυνση, υποχρεωτική φορολογική επιβάρυνση ή οιονεί φορολογική επιβάρυνση και ii) παρερμήνευσε το γεγονός ότι η απαλλαγή των καταναλωτών βασικού φορτίου και η επίμαχη προσαύξηση δεν αποτελούσε ενίσχυση χορηγηθείσα με κρατικούς πόρους. Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, η προϋπόθεση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν πληρούτο, διότι η εν λόγω προσαύξηση δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση ή ενίσχυση χορηγηθείσα με κρατικούς πόρους. |
14. |
Ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Γερμανίας (υπόθεση C‑796/21 P) βασίζεται σε τρία επιχειρήματα: i) το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον διαπίστωσε ότι η ύπαρξη υποχρεωτικής επιβαρύνσεως των καταναλωτών ή των τελικών χρηστών και ο κρατικός έλεγχος επί των κεφαλαίων ή επί των διαχειριστών των κεφαλαίων αυτών αποτελούν κριτήρια τα οποία πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς· ii) το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, όσον αφορά την εκτίμηση του αν υφίσταται «υποχρεωτική επιβάρυνση των καταναλωτών ή των τελικών πελατών», ότι τούτο δεν εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας και τελικού καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και καθόσον έλαβε υπόψη του την υποχρέωση επιβαρύνσεως και όχι τη νομική υποχρέωση καταβολής τελών δικτύου· και iii) το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η χρησιμοποίηση των εισπραχθέντων τελών αποκλειστικά για συγκεκριμένο σκοπό δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ήταν σε θέση το κράτος να διαθέτει τα σχετικά κεφάλαια. |
15. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Γερμανίας και οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως των εταιριών WEPA πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. |
16. |
Δεδομένου ότι τα διάφορα επιχειρήματα σχετικά με τους κρατικούς πόρους τα οποία προέβαλε η Γερμανία και οι εταιρίες WEPA αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό, είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού και σύμφωνα με τη διάρθρωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, είναι κατ’ αρχάς αναγκαίο να εξεταστεί ο διαζευκτικός χαρακτήρας των κριτηρίων· εν συνεχεία, ο χαρακτηρισμός της επίμαχης προσαυξήσεως ( 4 ) ως «φόρου»· και, τέλος, η ύπαρξη κρατικού ελέγχου επί των πόρων που προέρχονται από την επίμαχη προσαύξηση. |
1. Η πρώτη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία (δύο στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς)
α) Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων
17. |
Οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ύπαρξη φόρου και κρατικού ελέγχου επί των κεφαλαίων (ή επί των διαχειριστών των εν λόγω κεφαλαίων) αποτελούσαν «δύο στοιχεία που πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς». Η ύπαρξη και μόνον ενός τέτοιου φόρου δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορούσε «κρατικούς πόρους». |
β) Εκτίμηση
18. |
Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη νομολογία σχετικά με το κριτήριο των «κρατικών πόρων» και εκτίμησε ότι «[κ]ατ’ ουσίαν, η νομολογία του Δικαστηρίου […] στηρίζεται σε δύο κύρια στοιχεία προς εκτίμηση της κρατικής φύσεως των πόρων: αφενός, στην ύπαρξη υποχρεωτικής επιβαρύνσεως των καταναλωτών ή των τελικών πελατών, που καλείται συνήθως «φόρος», ειδικότερα «οιονεί φορολογική επιβάρυνση», και, αφετέρου, στον κρατικό έλεγχο της διαχειρίσεως του σχετικού καθεστώτος, ιδίως μέσω κρατικού ελέγχου των κεφαλαίων ή των διαχειριστών (τρίτων) των κεφαλαίων αυτών. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για δύο στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς» (σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η υπογράμμιση δική μου). |
19. |
Επομένως, κατά το Γενικό Δικαστήριο, «πρέπει να εξακριβωθεί αν ο επίμαχος μηχανισμός [χρηματοδοτήσεως] πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει η συναφής νομολογία όσον αφορά τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων […] και, επομένως, αν η επίμαχη προσαύξηση συνιστά πράγματι υποχρεωτική επιβάρυνση, δυνάμενη, ως εκ τούτου, να εξομοιωθεί με οιονεί φορολογική επιβάρυνση ή, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, αν το κράτος έχει, τουλάχιστον, έλεγχο επί των κεφαλαίων που εισπράττονται ή επί των οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών» (αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σκέψη 76). |
20. |
Η Γερμανία και οι εταιρίες WEPA υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια του «φόρου» και του κρατικού ελέγχου είναι σωρευτικού χαρακτήρα επικαλούμενες, ιδίως, τις αποφάσεις FVE Holýšov I κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 5 ), Γερμανία κατά Επιτροπής ( 6 ) και PreussenElektra ( 7 ). Ωστόσο, αντιθέτως, οι αποφάσεις αυτές, όπως και άλλες (πλέον πρόσφατες) αποφάσεις του Δικαστηρίου συνηγορούν υπέρ του διαζευκτικού χαρακτήρα των κριτηρίων, σύμφωνα με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 57 και 62 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ( 8 ). |
21. |
Φρονώ ότι τα ως άνω επιχειρήματα είναι αβάσιμα καθόσον μπορούν να απορριφθούν βάσει της πλέον πρόσφατης νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία αίρει την όποια αμφιβολία περί του διαζευκτικού ή του σωρευτικού χαρακτήρα των κριτηρίων. |
22. |
Στην απόφαση DOBELES HES ( 9 ), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου ασχολήθηκε με δύο ζητήματα τα οποία είναι κρίσιμα για τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως: i) τον ορισμό της έννοιας του φόρου και ii) τη σχέση μεταξύ του κριτηρίου του φόρου και του κριτηρίου του κρατικού ελέγχου του μηχανισμού χρηματοδοτήσεως. |
23. |
Στη σκέψη 39 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τα σχετικά κριτήρια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς: «το κριτήριο για το οποίο έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη[, ήτοι η ύπαρξη επιβαρύνσεως,] δεν είναι το μόνο βάσει του οποίου μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για “κρατικούς πόρους”, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης. Το γεγονός ότι ορισμένα ποσά παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και συνεπώς στη διάθεση των αρμόδιων εθνικών αρχών αρκεί για να χαρακτηρισθούν ως “κρατικοί πόροι”». |
24. |
Επομένως, αρκεί να πληρούται το ένα ή το άλλο από τα δύο κριτήρια, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη σκέψη 42 της αποφάσεως DOBELES HES, στην οποία το Δικαστήριο αναφέρεται ευθέως στην ύπαρξη «δύο διαζευκτικών κριτηρίων». |
25. |
Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά την ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι επισημαίνοντας στη σκέψη 62 ότι τα ανωτέρω κριτήρια «πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς» ακολούθησε προϋπάρχουσα νομολογία του Δικαστηρίου, προσέγγιση η οποία επιβεβαιώθηκε έκτοτε εκ νέου με την απόφαση DOBELES HES. Ως εκ τούτου, αρκούσε να προσδιορίσει το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είτε την ύπαρξη φόρου είτε κρατικού ελέγχου επί του μηχανισμού χρηματοδοτήσεως, ενώ έκαστο των εν λόγω κριτηρίων θα αρκούσε αφ’ εαυτού για την επιβεβαίωση της εμπλοκής κρατικών πόρων. Επομένως, η επιχειρηματολογία της Γερμανίας ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. |
26. |
Μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δεν το ανέφερε ρητώς, εντούτοις, είμαι της γνώμης ότι από την ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (ιδίως από τη σκέψη 76) προκύπτει σαφώς ότι εξέτασε το δεύτερο κριτήριο χάριν πληρότητας. Δεδομένου ότι ο διαζευκτικός χαρακτήρας των κριτηρίων αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς διαφωνίας μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο καθοδηγήθηκε από την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και εξέτασε αμφότερα τα διαζευκτικά στοιχεία. |
27. |
Εν συνεχεία, προς επίρρωση του επιχειρήματός της ότι τα κριτήρια του «φόρου» και του κρατικού ελέγχου θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, η Γερμανία προβάλλει επίσης ότι η ερμηνεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (η οποία επιβεβαιώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου) αντιβαίνει, σε κάθε περίπτωση, στην οικονομία των Συνθηκών και οδηγεί σε «συνέπειες οι οποίες δεν προβλέπονται στις Συνθήκες». Διευκρινίζει ότι κάθε φόρος ή πρόσθετη επιβάρυνση που επιβάλλεται από το κράτος εμπίπτει κατ’ ανάγκη στην έννοια των «κρατικών πόρων», πράγμα το οποίο αντιβαίνει στη φορολογική κυριαρχία των κρατών μελών. Περαιτέρω προβάλλει ότι σκοπός της απαγόρευσης των παράνομων κρατικών ενισχύσεων είναι να αποφεύγονται οι παραβιάσεις του ελεύθερου ανταγωνισμού από το κράτος, όπερ συνεπάγεται ότι η απαγόρευση καταλαμβάνει μόνον τις παραβιάσεις του ανταγωνισμού που συνδέονται με τον κρατικό προϋπολογισμό ή που αφορούν πόρους που υπόκεινται στην εξουσία διαθέσεως του κράτους |
28. |
Ωστόσο, όπως επισήμανε η Επιτροπή, τα ως άνω επιχειρήματα στηρίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των Συνθηκών ( 10 ) καθώς και σε σύγχυση μεταξύ της νομολογίας σχετικά με τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ, αφενός, και της νομολογίας σχετικά με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, αφετέρου. Η απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπουν τα δύο πρώτα άρθρα εξηγείται από το γεγονός ότι τόσο οι δασμοί όσο και οι φόροι είναι, ως εκ της φύσεώς τους, δημοσιονομικού χαρακτήρα (αποτελούν φόρους που χρησιμοποιεί το κράτος για την επίτευξη πολιτικών στόχων). Επιπλέον, αρκεί η επισήμανση ότι το κύριο αποφασιστικό στοιχείο όσον αφορά τους κρατικούς πόρους είναι ότι η στρέβλωση του ανταγωνισμού αποτελεί έργο του κράτους (και όχι κάποιας επιχειρήσεως). Είναι ωστόσο σημαντικό ότι, σε αντίθεση με όσα φαίνεται να υποστηρίζει η Γερμανία (σημείο 27 των παρουσών προτάσεων), στην οικονομία των Συνθηκών ουδεμία απαντά ένδειξη περί του ότι μόνον οι ενισχύσεις που «χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό» πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις. Πράγματι, η νομολογία του Δικαστηρίου διευκρινίζει απαρέγκλιτα ότι το γεγονός και μόνον ότι η ροή των πόρων διέρχεται αποκλειστικά από φορείς ιδιωτικού δικαίου δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη πραγματικού ελέγχου του κράτους κατά τον ορισμό της έννοιας της ενισχύσεως ( 11 ). |
29. |
Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Γερμανία, η διαφορά μεταξύ, αφενός, των άρθρων 30 και 110 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, του άρθρου 107 ΣΛΕΕ όσον αφορά τη θέση τους εντός του συστήματος της Συνθήκης δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στις υπό κρίση υποθέσεις. Αντιθέτως, οι εν λόγω τρεις διατάξεις έχουν ένα κοινό στοιχείο, ήτοι το γεγονός ότι αφορούν τη δημοσιονομική δράση του κράτους. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, όσον αφορά αμφότερες τις κατηγορίες διατάξεων, ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «κρατικού ελέγχου», προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των κανόνων που περιέχονται στις εν λόγω διατάξεις ( 12 ). |
30. |
Επιπλέον, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός ότι «κάθε νόμιμη [μεταβίβαση] περιουσιακών στοιχείων μεταξύ [νομικών] προσώπων ιδιωτικού δικαίου, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο [εξομοιούται] με χρήση κρατικών πόρων». Επί παραδείγματι, μια ελάχιστη τιμή που καθορίζεται από τον νόμο δεν αποτελεί φόρο. Ως προς το ζήτημα αυτό η παραπομπή στις αποφάσεις PreussenElektra και EEG 2012 είναι αρκετή. Η απόφαση PreussenElektra αφορούσε την ελάχιστη νόμιμη τιμή που εφαρμοζόταν μεταξύ δύο οντοτήτων ιδιωτικού δικαίου. Η οντότητα ιδιωτικού δικαίου που όφειλε να εφαρμόσει την ελάχιστη τιμή δεν μπορούσε να μετακυλίσει το κόστος στους πελάτες της. Κατά συνέπεια, δεν υφίστατο φόρος. |
31. |
Στην απόφαση EEG 2012, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απλή δυνατότητα επιβαρύνσεως των πελατών δεν αρκoύσε για να θεωρηθεί ότι οι χρησιμοποιούμενοι πόροι ήταν κρατικοί πόροι. Η χρησιμοποίηση κρατικών πόρων –υπό τη μορφή φόρου– μπορεί να τεκμαίρεται μόνον αν ο φορέας ιδιωτικού δικαίου που φέρει τη σχετική υποχρέωση υπέχει επίσης την υποχρέωση να μετακυλίσει το επιπλέον κόστος σε τρίτον υπό τη μορφή είσπραξης φόρου από αυτόν. |
32. |
Κατά τη γνώμη μου, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα ως άνω κριτήρια πρέπει να συντρέχουν διαζευκτικώς. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ενέχει συναφώς πλάνη περί το δίκαιο, η δε πρώτη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν η Γερμανία και οι εταιρίες WEPA θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. |
2. Η δεύτερη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία (ο χαρακτηρισμός της επίμαχης προσαυξήσεως ως «φόρου»)
33. |
Οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά το πρώτο από τα διαζευκτικά κριτήρια που εξετάστηκαν ανωτέρω, ότι χαρακτήρισε εσφαλμένα την επίμαχη προσαύξηση ως «φόρο». Προβάλλουν ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του «φόρου» και σε παραμόρφωση του περιεχομένου του εθνικού δικαίου. |
α) Η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων (ο τελικός οφειλέτης της επίμαχης προσαυξήσεως)
34. |
Με την πρώτη ομάδα επιχειρημάτων, οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια του «τελικού καταναλωτή», κατά το εθνικό δίκαιο, δεδομένου ότι ούτε το εθνικό δίκαιο ούτε οι γερμανικές εθνικές αρχές επιβάλλουν υποχρέωση πληρωμής στους καταναλωτές ή στους διαχειριστές συστημάτων. Οι εταιρίες WEPA προβάλλουν, κατ’ ουσίαν ότι, ακόμη και αν, στην πράξη οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μετακύλιαν σε όλες τις περιπτώσεις την προσαύξηση στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, και πάλι τούτο δεν θα αρκούσε, σύμφωνα με την απόφαση EEG 2012 για να διαπιστωθεί ότι υφίσταται υποχρεωτική χρέωση επιβληθείσα από το κράτος. |
35. |
Φρονώ ότι είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν το ζήτημα ποιοι ήταν οι τελικοί οφειλέτες της επίμαχης προσαυξήσεως αποτελεί στοιχείο αποφασιστικής σημασίας. |
36. |
Οι εταιρίες WEPA υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι η είσπραξη της προσαυξήσεως γινόταν μόνον από τους χρήστες του δικτύου και ότι δεν μετακυλιόταν υποχρεωτικά στους τελικούς καταναλωτές της ηλεκτρικής ενέργειας, οπότε θα έπρεπε να έχει θεωρηθεί ως τέλος δικτύου και όχι ως φόρος. Εντούτοις, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ως άνω επιχείρημα δεν ήταν κρίσιμο, λαμβανομένου υπόψη του ότι οι τελικοί οφειλέτες της εν λόγω προσαυξήσεως ήταν οι χρήστες του δικτύου (ήτοι οι ίδιοι οι προμηθευτές καθώς και οι τελικοί καταναλωτές που είναι απευθείας συνδεδεμένοι με το δίκτυο) και όχι άλλοι τελικοί καταναλωτές. |
37. |
Επίσης στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση εντόπιζε σαφώς μια υποχρέωση εισπράξεως και μετακυλίσεως της επίμαχης προσαυξήσεως στους «τελικούς καταναλωτές». Κατά τη γνώμη μου, είναι σημαντικό ότι η εν λόγω ερμηνεία ενισχυόταν από τη σκέψη 20 της αποφάσεως του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) της 6ης Οκτωβρίου 2015, η οποία απορρίπτει το επιχείρημα που προβλήθηκε πρωτοδίκως ότι η επίμαχη προσαύξηση αποτελούσε τέλος δικτύου. Το εν λόγω δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η προσαύξηση δεν αποτελούσε συμβατική αντιπαροχή, αλλά εξωτερική είσπραξη επιβαρύνσεων, η οποία επιβαλλόταν στους οικείους επιχειρηματίες. |
38. |
Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να συνιστά ένα μέτρο «φόρο» ή «φορολογική επιβάρυνση» κατά την έννοια των άρθρων 30 και 110 ΣΛΕΕ, αρκεί το μέτρο αυτό να επιβαρύνει ενδιάμεσα προϊόντα ή υπηρεσίες, χωρίς κατ’ ανάγκην να μετακυλίεται στους τελικούς καταναλωτές των προϊόντων ή των υπηρεσιών σε μεταγενέστερο στάδιο. Η θέση ότι ένας φόρος συνεπάγεται την ύπαρξη κρατικών πόρων μόνον αν ο φόρος αυτός επιβάλλεται στους τελικούς καταναλωτές δεν βρίσκει έρεισμα στην εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου ( 13 ). Πράγματι, εκτιμώ ότι η έννοια του φόρου ή της φορολογικής επιβαρύνσεως, που διαλαμβάνεται στα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως επί τη βάσει τελολογικής ερμηνείας. |
39. |
Ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην εν λόγω νομολογία στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. |
40. |
Φρονώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την προσέγγισή του στο ζήτημα αν οι ιδιωτικοί ή δημόσιοι οργανισμοί, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του καθεστώτος, πρέπει να αναλαμβάνουν τις δαπάνες με δικούς τους οικονομικούς πόρους (κατάσταση στην οποία δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση) ή αν μπορούν να εισπράττουν τους πόρους αυτούς από τρίτους (κατάσταση στην οποία υφίσταται κρατική ενίσχυση). Ελάχιστη σημασία έχει αν οι εν λόγω τρίτοι είναι τελικοί καταναλωτές ή αν αποτελούν ενδιάμεσο κρίκο στην αλυσίδα αξίας. Πράγματι, το μόνο αποφασιστικό στοιχείο είναι το αναδιανεμητικό αποτέλεσμα του φόρου, ήτοι ότι ένα κράτος ή ένας φορέας ιδιωτικού δικαίου εισπράττει τον φόρο αυτόν από τις επιχειρήσεις και τον χρησιμοποιεί για να χρηματοδοτήσει πλεονέκτημα χορηγούμενο σε άλλη κατηγορία επιχειρήσεων. |
41. |
Από την τελολογική ερμηνεία και από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως», κατά τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι η ταυτότητα του υπόχρεου του φόρου δεν ασκεί επιρροή σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Το αποφασιστικό στοιχείο είναι αν ο φόρος αφορά το οικείο προϊόν ή δραστηριότητα αναγκαία σε σχέση με το προϊόν αυτό ( 14 ). |
42. |
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η πρώτη ομάδα επιχειρημάτων θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. |
β) Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων (ο επίμαχος φόρος δεν ήταν αναγκαστικού χαρακτήρα)
1) Η απόφαση της BNetzA του 2011 κηρύχθηκε παράνομη από τα εθνικά δικαστήρια
43. |
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανία δήλωσε, συγκεκριμένα, ότι συντάσσεται με το επιχείρημα που προέβαλαν, οι δικαιούχοι της επίμαχης ενισχύσεως στις εν λόγω παράλληλες αιτήσεις αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε εσφαλμένα στην απόφαση της BNetzA του 2011, ενώ η απόφαση αυτή κρίθηκε παράνομη, αναδρομικά, από τα γερμανικά δικαστήρια. |
44. |
Προκύπτει το ερώτημα αν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να συμπεράνει ότι η επίμαχη προσαύξηση ήταν αναγκαστικού χαρακτήρα στηριζόμενο στην εν λόγω απόφαση της BNetzA, παρά το γεγονός ότι αυτή στη συνέχεια ακυρώθηκε και κηρύχθηκε εξαρχής άκυρη από το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Ντίσελντορφ, Γερμανία) και, κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως, από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία). |
45. |
Υπενθυμίζω ότι από τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity ( 15 ) καθώς και Heiser ( 16 ), προκύπτει ότι ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας εθνικού καθεστώτος δεν μπορεί να εξαλείψει τον χαρακτήρα του ως κρατικής ενισχύσεως. |
46. |
Κατά την απόφαση Heiser, «[α]κόμη και αν υποτεθεί ότι η προβλέπουσα τον διακανονισμό των εκπτώσεων κανονιστική ρύθμιση […] είναι παράνομη, γεγονός παραμένει ότι είναι δυνατόν να παράγει τα αποτελέσματά της ενόσω δεν καταργείται ή, τουλάχιστον, ενόσω δεν διαπιστώνεται η έλλειψη νομιμότητάς της» (η υπογράμμιση δική μου). |
47. |
Ομοίως, σύμφωνα με την απόφαση Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity, «το ότι ένα φορολογικό μέτρο είναι αντίθετο προς άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης εκτός των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ δεν δύναται να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της απαλλαγής από το εν λόγω μέτρο της οποίας τυγχάνουν ορισμένοι υποκείμενοι στον φόρο ως κρατικής ενισχύσεως, ενόσω το επίμαχο μέτρο παράγει αποτελέσματα έναντι των λοιπών υποκειμένων στον φόρο και ούτε έχει καταργηθεί ούτε έχει κριθεί παράνομο και, κατά συνέπεια, μη εφαρμοστέο» (η υπογράμμιση δική μου). |
48. |
Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο Γερμανός νομοθέτης ρύθμισε την κατάσταση κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η αναδρομική διόρθωση της είσπραξης της επίμαχης προσαυξήσεως, κατόπιν της ακυρώσεως από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), και η εξακολούθηση παραγωγής έννομων αποτελεσμάτων και, ως εκ τούτου, η διατήρηση της υποχρέωσης καταβολής του επίμαχου πρόσθετου τέλους. |
49. |
Φρονώ ότι στο δίκαιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, ένα μέτρο πρέπει να εξετάζεται από την άποψη των αποτελεσμάτων του. |
50. |
Κατά τη γνώμη μου, από την προπαρατεθείσα νομολογία προκύπτει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε (στις σκέψεις 74 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) ότι, για τους σκοπούς του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός ότι η απόφαση της BNetzA του 2011 πράγματι εφαρμόστηκε και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα κατά την κρίσιμη περίοδο αποτελούσε στοιχείο αποφασιστικής σημασίας. |
51. |
Η εν λόγω απόφαση ήταν νομικώς δεσμευτική κατά την κρίσιμη περίοδο και επέβαλε στους διαχειριστές του δικτύου την υποχρέωση να εισπράττουν την επίμαχη προσαύξηση από τους χρήστες του δικτύου. |
52. |
Το γράμμα του σημείου 3 της αποφάσεως της BNetzA του 2011 επέβαλε την υποχρέωση εισπράξεως της επίμαχης προσαυξήσεως στους διαχειριστές συστημάτων διανομής, οι οποίοι ήταν, επομένως, υποχρεωμένοι να εισπράττουν την εν λόγω προσαύξηση από τους πελάτες τους. Δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αποτελούσε μέρος του ισχύοντος κατά την κρίσιμη περίοδο καθεστώτος και παρήγε δεσμευτικά αποτελέσματα –κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι τα εν λόγω αποτελέσματα μάλιστα δεν ανακλήθηκαν κατόπιν της ακυρώσεως που κηρύχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια (μέσω διατάξεων οι οποίες κατάργησαν διαδοχικώς το εν λόγω καθεστώς)– το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το καθεστώς που βασιζόταν στην επίμαχη προσαύξηση παρήγαγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα (σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). |
53. |
Η εκτίμησή μου στις παρούσες προτάσεις επιρρωννύεται επίσης από την απόφαση του Δικαστηρίου Deutsche Post κατά Επιτροπής ( 17 ), με την οποία κρίθηκε ότι μια ακυρωθείσα απόφαση εξακολουθεί να είναι ικανή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα. Δεδομένου ότι η προσφυγή ακυρώσεως στην εν λόγω υπόθεση ασκήθηκε πριν το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της ακυρώσεως της επίμαχης αποφάσεως (και, ως εκ τούτου, την αποκλείει αναδρομικώς από την έννομη τάξη), το παραδεκτό της προσφυγής αυτής έπρεπε να έχει εκτιμηθεί κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, δεδομένου ότι η αρνητική απόφαση του 2002 εξακολουθούσε να ισχύει και να αποτελεί μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης. |
54. |
Τέλος, επισημαίνεται συναφώς ότι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων αποτελούσε εξάλλου τον δεδηλωμένο σκοπό του Γερμανού νομοθέτη ( 18 ). |
55. |
Επομένως, φρονώ ότι τα επιχειρήματα τα οποία στηρίζονται στο γεγονός ότι η απόφαση της BNetzA του 2011 κρίθηκε παράνομη από τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. |
2) Τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ (η έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως») και η νομολογία Essent Netwerk Noord (αναγκαστικός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως)
i) Τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ (έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως»)
56. |
Οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, ιδίως στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως», κατά την έννοια των άρθρων 30 και 110 ΣΛΕΕ, διαπιστώνοντας ότι η επίμαχη προσαύξηση αντιστοιχούσε στην εν λόγω έννοια. Βεβαίως, για να δικαιολογήσει το ότι η υποχρέωση εισπράξεως προσαυξήσεως συνδεόμενης με τη χρήση του δικτύου μπορεί επίσης να αποτελεί φόρο, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρεται στην έννοια του φόρου ή της φορολογικής επιβαρύνσεως κατά τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ. |
57. |
Όπως εκτέθηκε στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, η έννοια του φόρου ή της φορολογικής επιβαρύνσεως η οποία διαλαμβάνεται στα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως. |
58. |
Στην απόφαση Essent Netwerk Noord (σκέψη 40), το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ […] επιδιώκουν, συμπληρωματικά, τον σκοπό της απαγορεύσεως κάθε εθνικού φορολογικού μηχανισμού που μπορεί να εισαγάγει διάκριση εις βάρος των προϊόντων που προέρχονται από ή προορίζονται για άλλα κράτη μέλη παρεμποδίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού» (η υπογράμμιση δική μου). |
59. |
Όπως επισημάνθηκε στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, από την έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως», κατά τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι η ταυτότητα του υποχρέου του φόρου δεν ασκεί επιρροή σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Το αποφασιστικής σημασίας στοιχείο είναι αν ο εν λόγω φόρος αφορά το οικείο προϊόν ή δραστηριότητα αναγκαία σε σχέση με το προϊόν αυτό. |
60. |
Στις υπό κρίση υποθέσεις, η επίμαχη προσαύξηση επιβάλλεται για τη χρήση του δικτύου. Κατά την ορθή εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η προσαύξηση δεν αποτελεί αντιπαροχή για τη χρήση του δικτύου, αλλά, αντιθέτως, επιβάρυνση αναγκαστικού χαρακτήρα, είναι αποφασιστικής σημασίας για τον χαρακτηρισμό της ως φόρου. |
61. |
Η χρήση του δικτύου πρέπει να θεωρηθεί ως ενδιάμεσο προϊόν ή, πιο συγκεκριμένα, ως ενδιάμεση υπηρεσία για τους σκοπούς των άρθρων 30 και 110 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που εξετάστηκε ανωτέρω. Επομένως, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επικαλούμενο τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ για τον ορισμό του φόρου ή της φορολογικής επιβαρύνσεως ως επιβαρύνσεως επί παρεχόμενου προϊόντος ή παρεχόμενης υπηρεσίας. |
ii) Η απόφαση Essent Netwerk Noord και η μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου (αναγκαστικός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως)
62. |
Περαιτέρω, η επίλυση του ζητήματος σχετικά με τον αναγκαστικό χαρακτήρα της επιβαρύνσεως ως προϋποθέσεως για τη διαπίστωση της υπάρξεως κρατικών πόρων μπορεί να συναχθεί από την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου, στον βαθμό που οι υπό κρίση υποθέσεις είναι παρόμοιες με την πραγματική κατάσταση που οδήγησε στην απόφαση Essent Netwerk Noord. |
63. |
Η απόφαση Essent Netwerk Noord αφορούσε φόρο στις Κάτω Χώρες. Ένας διαχειριστής δικτύου (πλήρως ελεγχόμενος από δημόσιες αρχές) εισέπραττε από τους εγχώριους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας τέλος (προσαύξηση της τιμής) για τη χρήση του δικτύου του ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως και στις υπό κρίση υποθέσεις, στην απόφαση Essent Netwerk Noord, ο εν λόγω φόρος προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο, ο δε διαχειριστής του δικτύου εισέπραττε χρήματα από τους καταναλωτές και με τον τρόπο αυτό χρηματοδοτούσε την κρατική ενίσχυση. |
64. |
Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε στην εν λόγω απόφαση και επισήμανε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσαύξηση επί της μεταφερόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία καθορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και επιβάλλεται από τη νομοθεσία στους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και εισπράττεται από τους διαχειριστές δικτύων, συνιστούσε “επιβάρυνση” προερχόμενη από κρατικό πόρο». |
65. |
Με την απόφαση Essent Netwerk Noord, το Δικαστήριο διατυπώνει αρκετές σημαντικές σκέψεις οι οποίες αφορούν τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως. |
66. |
Πρώτον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν έχει σημασία αν η φορολογική επιβάρυνση αφορά το προϊόν αυτό καθαυτό, επί παραδείγματι την ηλεκτρική ενέργεια, ή αν η επιβάρυνση αφορά δραστηριότητα που είναι αναγκαία σε σχέση με το προϊόν, επί παραδείγματι, τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας (απόφαση Essent Netwerk Noord, σκέψη 44). Στις υπό κρίση υποθέσεις, η φορολογική επιβάρυνση αφορά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. |
67. |
Δεύτερον, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το γεγονός ότι η προσαύξηση αποτελεί επιβάρυνση που επιβάλλεται μονομερώς είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαπίστωση της υπάρξεως φόρου (απόφαση Essent Netwerk Noord, σκέψη 45). Στις υπό κρίση υποθέσεις, η απόφαση της BNetzA του 2011 επέβαλε στους διαχειριστές του δικτύου διανομής, κατά τρόπο νομικά δεσμευτικό, την υποχρέωση να εισπράττουν την επίμαχη προσαύξηση από τους τελικούς καταναλωτές, ως χρήστες του δικτύου (σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). |
68. |
Τρίτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν έχει σημασία το ότι η χρηματική επιβάρυνση δεν επιβάλλεται από το κράτος» (απόφαση Essent Netwerk Noord, σκέψη 46). Στις υπό κρίση υποθέσεις, οι διαχειριστές των δικτύων διανομής ήταν επιφορτισμένοι με την είσπραξη της επίμαχης προσαυξήσεως. |
69. |
Τέλος, στις υπό κρίση υποθέσεις, όπως και στην περίπτωση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Essent Netwerk Noord, η επίμαχη προσαύξηση αποσκοπούσε στην κάλυψη του κόστους χρησιμοποιήσεως του δικτύου το οποίο έπρεπε κανονικά να επωμίζονται οι ίδιοι οι Γερμανοί καταναλωτές βασικού φορτίου. |
70. |
Ως εκ τούτου, η απαλλαγή των καταναλωτών βασικού φορτίου από τις επιβαρύνσεις δικτύου βελτίωσε την ανταγωνιστική τους θέση. Λόγω του φορολογικού καθεστώτος που διέπει την επίμαχη στις υπό κρίση υποθέσεις προσαύξηση, οι εν λόγω πόροι πρέπει να αναγνωριστούν ως κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επιπλέον, τούτο συνάδει με τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η χρηματοδότηση πλεονεκτήματος από το προϊόν ενός φόρου συνεπάγεται ότι το πλεονέκτημα αυτό προέρχεται από κρατικό πόρο ( 19 ). |
71. |
Φρονώ ότι ιδιαιτέρως σημαντική δεν είναι μόνον η απόφαση Essent Netwerk Noord, αλλά και η απόφαση FVE Holýšov I. Το πραγματικό πλαίσιο αμφοτέρων των εν λόγω αποφάσεων είναι παρόμοιο με αυτό των υπό κρίση υποθέσεων και καταδεικνύουν ότι, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο έχει ήδη ασχοληθεί με τα ζητήματα που ανέκυψαν στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως. |
72. |
Με την απόφαση FVE Holýšov I (σκέψη 46), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν έχει σημασία αν ο επίμαχος μηχανισμός χρηματοδοτήσεως χαρακτηρίζεται, κατά το εθνικό δίκαιο, ως φόρος ή ως οιονεί φορολογική επιβάρυνση. Εκείνο που ενδιαφέρει το δίκαιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων είναι μόνον το γεγονός ότι η εν λόγω επιβάρυνση εισπράττεται και ότι η εν λόγω είσπραξη διατάσσεται μονομερώς και με πράξη του κράτους. |
73. |
Σε αμφότερες τις εν λόγω αποφάσεις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι υφίσταται υποχρέωση μονομερούς εισπράξεως χρημάτων και ότι, επομένως, πρόκειται για κρατικούς πόρους. Το εν λόγω ζήτημα μας οδηγεί στην πρόσφατη απόφαση DOBELES HES (σκέψη 34), η οποία παρέχει περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με την απόφαση Essent Netwerk Noord. Φρονώ ότι πρόκειται για σημαντικό στοιχείο για την έκβαση των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως. |
74. |
Στην εν λόγω σκέψη 34, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «[ό]σον αφορά, δεύτερον, την προϋπόθεση κατά την οποία το πλεονέκτημα πρέπει να χορηγείται “με κρατικούς πόρους”, για τη συνδρομή της οποίας διερωτάται συγκεκριμένα το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ποσά που προέρχονται από προσαύξηση τιμής που επιβλήθηκε από το κράτος στους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν φορολογική επιβάρυνση που πλήττει την ηλεκτρική ενέργεια και προέρχονται από “κρατικούς πόρους” κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» ( 20 ). |
75. |
Υπενθυμίζω ότι η απόφαση DOBELES HES, στις σκέψεις 36 και 37, συνεχίζει επεξηγώντας και άλλη υφιστάμενη νομολογία, πέραν της αποφάσεως Essent Netwerk Noord (ειδικότερα, την απόφαση EEG 2012, σκέψεις 70 και 71). |
76. |
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει τις διαφορές μεταξύ των αποφάσεων EEG 2012 και DOBELES HES. Εξηγεί ότι, στην πρώτη περίπτωση, δεν υπήρχε υποχρεωτική εισφορά, δεδομένου ότι η είσπραξη της επιβαρύνσεως EEG δεν ήταν νομικά δεσμευτική και ήταν μη αναγκαστικού χαρακτήρα. Επομένως, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο για να καθοριστεί αν η επίμαχη επιβάρυνση αποτελεί υποχρεωτική εισφορά είναι ο αναγκαστικός της χαρακτήρας. Το γεγονός και μόνον ότι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει μεταβίβαση χρημάτων δεν είναι αφ’ εαυτού αρκετό. Ωστόσο, στις υπό κρίση υποθέσεις, υφίστατο ακριβώς υποχρέωση εισπράξεως του φόρου (ή της επιβαρύνσεως), ενώ η απόφαση EEG 2012 δεν αφορούσε φόρο. |
77. |
Σε αντίθεση με την κατάσταση που ίσχυε στην απόφαση EEG 2012, η είσπραξη της επίμαχης στις υπό κρίση υποθέσεις προσαυξήσεως δεν αποτελεί εμπορική απόφαση των διαχειριστών δικτύου, αλλά αντιθέτως πραγματοποιείται βάσει νομικών διατάξεων (ειδικότερα, βάσει της αποφάσεως της BNetzA). |
78. |
Επομένως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του επίμαχου στις υπό κρίση υποθέσεις μηχανισμού χρηματοδοτήσεως και του μηχανισμού τον οποίο αφορά η απόφαση EEG 2012. Στις υπό κρίση υποθέσεις η ύπαρξη της προσαυξήσεως και μόνον αρκεί για να θεωρηθεί ότι συνιστά κρατικό πόρο. |
79. |
Όσον αφορά το άλλο από τα δύο κριτήρια της αποφάσεως EEG 2012, ήτοι τον κρατικό έλεγχο (εξουσία διαθέσεως) επί των ίδιων των κεφαλαίων ή επί του φορέα που διαχειρίζεται τα εν λόγω κεφάλαια, όπως είδαμε ανωτέρω, τα δύο κριτήρια είναι διαζευκτικού και όχι σωρευτικού χαρακτήρα. |
80. |
Αν υπήρχε προσαύξηση αναγκαστικού χαρακτήρα στην απόφαση EEG 2012, τότε δεν θα ήταν αναγκαίο να πραγματοποιήσει το Δικαστήριο την ανάλυση στη σκέψη 72 της εν λόγω αποφάσεως. |
81. |
Πράγματι, ακριβώς επειδή δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της σκέψεως 71, το Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να συνεχίσει την επιχειρηματολογία του στη σκέψη 72. |
82. |
Στη σκέψη 71 της ως άνω αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[τ]ο γεγονός, που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο […], ότι, “στην πράξη”, το οικονομικό βάρος που προκύπτει από την επιβάρυνση EEG μετακυλίεται στους τελικούς πελάτες και, ως εκ τούτου, “μπορεί, από την άποψη των αποτελεσμάτων [του], να εξομοιωθεί με φόρο επιβαλλόμενο επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας”, δεν αρκεί για να συναχθεί ότι η επιβάρυνση EEG έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την προσαύξηση τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας την οποία εξέτασε το Δικαστήριο με την απόφαση [Essent Netwerk Noord]». |
83. |
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ξεκινά τη σκέψη 72 με τις λέξεις «κατά συνέπεια»: «Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν, βάσει των δύο άλλων στοιχείων που μνημονεύει […] στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, εντούτοις, να κρίνει ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την επιβάρυνση EEG συνιστούν κρατικούς πόρους εφόσον παραμένουν διαρκώς υπό δημόσιο έλεγχο και, συνεπώς, είναι στη διάθεση των δημόσιων αρχών[…] Στην περίπτωση αυτή, είναι αδιάφορο αν η επιβάρυνση EEG μπορεί ή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί “φόρος”». |
84. |
Με άλλα λόγια, η κατάσταση που ίσχυε στην απόφαση EEG 2012 ήταν εντελώς διαφορετική από τις υπό κρίση υποθέσεις. |
85. |
Στην απόφαση EEG 2012, ο Γερμανός νομοθέτης επέτρεψε στις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας την είσπραξη ορισμένων επιβαρύνσεων, αλλά επρόκειτο απλώς για δυνατότητα και όχι για υποχρέωση. Το κράτος έδωσε στους φορείς εκμετάλλευσης μια επιλογή: αν έκαναν χρήση της δυνατότητας αυτής, οι σχετικές εισπράξεις έπρεπε να διατεθούν για συγκεκριμένη χρήση που θα καθοριζόταν από το κράτος (ήτοι, προοριζόταν για την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους που συνδέεται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Ως εκ τούτου, στην ως άνω υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν υφίστατο υποχρέωση εισπράξεως των επιβαρύνσεων αυτών, το κράτος δεν ήλεγχε τα εν λόγω κεφάλαια. |
86. |
Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις και νομολογία προκύπτει ότι η επίμαχη προσαύξηση αποτελούσε, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση, νομικώς αναγκαστική είσπραξη φόρου, όπως έγινε δεκτό και από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), το οποίο, όπως επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την απόφαση DOBELES HES, αρκεί για να διαπιστωθεί η εμπλοκή κρατικών πόρων. |
87. |
Επομένως, φρονώ ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ουδόλως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο από αυτής της απόψεως. |
88. |
Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα που βασίζονται στα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ (έννοια του «φόρου» ή της «φορολογικής επιβαρύνσεως») καθώς και από την απόφαση Essent Netwerk Noord και τη μεταγενέστερη νομολογία (αναγκαστικός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως) θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. |
3) Η παραμόρφωση του περιεχομένου του εθνικού δικαίου και η έλλειψη υποχρέωσης είσπραξης ή καταβολής της προσαυξήσεως
89. |
Οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εθνικού δικαίου, καθόσον ουδεμία υφίστατο υποχρέωση εισπράξεως της επίμαχης προσαυξήσεως. |
90. |
Πρώτον, η Γερμανία δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εν λόγω διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το εθνικό δίκαιο, η οποία αποτελεί εκτίμηση περί των πραγματικών περιστατικών, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, και όντως το εν λόγω κράτος μέλος δεν έκανε κάτι τέτοιο άμεσα. |
91. |
Δεύτερον, φρονώ ότι ο χαρακτηρισμός της επίμαχης προσαυξήσεως ως φόρου δεν στηρίζεται σε τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου του εθνικού δικαίου. Οι εταιρίες WEPA αμφισβητούν τις εκτιμήσεις περί πραγματικών περιστατικών του Γενικού Δικαστηρίου. Μολονότι προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και παρανόησε το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής του εθνικού δικαίου, αυτό που επιδιώκουν εν τέλει είναι μια νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διενεργήσει μια τέτοια εκτίμηση στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας ( 21 ). |
92. |
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, «[ό]σον αφορά τον έλεγχο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, των διαπιστώσεων του νυν Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την […] εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει, καταρχάς, αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε βάσει των εγγράφων και των άλλων κειμένων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, το γράμμα των επίμαχων εθνικών διατάξεων ή τη σχετική εθνική νομολογία, ακολούθως αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη, υπό το πρίσμα των εν λόγω στοιχείων, σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενό τους και, τέλος, αν το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε κατά την εξέταση του συνόλου των στοιχείων, προκειμένου να διαπιστώσει το περιεχόμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, σε ένα εξ αυτών περιεχόμενο που δεν έχει σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία, εφόσον τούτο συνάγεται καταφανώς από την δικογραφία» ( 22 ). |
93. |
Φρονώ ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA προδήλως δεν πληρούν τις άνω προϋποθέσεις. Πράγματι, δεν αρκεί οι αναιρεσείοντες μόνον να επαναλαμβάνουν γενικά τις εκτιμήσεις περί πραγματικών περιστατικών του Γενικού Δικαστηρίου και να τις συγκρίνουν με τις δικές τους απόψεις περί του ποια πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι η ορθή ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Εν προκειμένω οι αναιρεσείουσες δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα ποιο αποδεικτικό στοιχείο υποτίθεται ότι παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο, ούτε και διευκρινίζουν με ποιον τρόπο η εν λόγω παραμόρφωση προκύπτει προδήλως από τα έγγραφα της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο. |
94. |
Στις σκέψεις 84 και 86 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, βάσει του εθνικού δικαίου (ιδίως της αποφάσεως της BNetzA του 2011), ότι η επίμαχη επιβάρυνση επιβαλλόταν στους τελικούς καταναλωτές. Επομένως, το επιχείρημα ότι υφίσταται «επιβάρυνση», όπως αυτή ορίζεται στην απόφαση Essent Netwerk Noord, μόνον όταν ο υπόχρεος είναι ο τελικός καταναλωτής, προβάλλεται αλυσιτελώς. |
95. |
Όπως διευκρινίστηκε στα σημεία 36 έως 41 των παρουσών προτάσεων, από τη νομολογία προκύπτει ότι σε καμία περίπτωση δεν ασκεί επιρροή η ταυτότητα του υποχρέου του φόρου. Αντιθέτως, το στοιχείο που έχει αποφασιστική σημασία είναι αν ο φόρος αφορά το οικείο προϊόν ή δραστηριότητα αναγκαία σε σχέση με το εν λόγω προϊόν. |
96. |
Επιπλέον, συμμερίζομαι την άποψη της Επιτροπής ότι η υποχρέωση εισπράξεως και η υποχρέωση καταβολής αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ( 23 ), οπότε η εκτίμηση του ζητήματος αν η υποχρέωση καταβολής που επιβάλλεται στους χρήστες του δικτύου απέρρεε από την εθνική νομοθεσία ή από την απόφαση της BNetzA του 2011 είναι επίσης άνευ σημασίας. |
97. |
Επομένως, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την παραμόρφωση του περιεχομένου του εθνικού δικαίου και την έλλειψη υποχρεώσεως εισπράξεως της επίμαχης προσαυξήσεως και την έλλειψη υποχρεώσεως καταβολής της πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθούν ως αβάσιμα. |
4) Μη πλήρης αντιστάθμιση της απώλειας εσόδων και του κόστους
98. |
Οι εταιρίες WEPA διατείνονται, κατ’ ουσίαν, ότι, σε αντίθεση προς όσα τεκμαίρει το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, οι εθνικές αρχές δεν παρείχαν στους διαχειριστές δικτύου πλήρη αντιστάθμιση της απώλειας εσόδων και του κόστους που προέκυπταν εξαιτίας της απαλλαγής από τις επιβαρύνσεις του δικτύου. |
99. |
Σε αντίθεση προς τα ως άνω επιχειρήματα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι η επίμαχη προσαύξηση καθιστούσε δυνατή την πλήρη αντιστάθμιση της ζημίας που υπέστησαν οι διαχειριστές του δικτύου εξαιτίας των απαλλαγών από τα τέλη δικτύου. Τούτο προέκυψε από το άρθρο 19, παράγραφος 2, έκτη και έβδομη περίοδος, της κανονιστικής αποφάσεως StromNEV 2011 ( 24 ) και από την απόφαση της BNetzA του 2011. Εκείνο που είχε σημασία για την εκτίμηση της προσαυξήσεως υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων ήταν το γεγονός ότι η απαλλαγή των καταναλωτών βασικού φορτίου από τα τέλη δικτύου και το εξ αυτής απορρέον πλεονέκτημα χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την προσαύξηση ( 25 ). |
100. |
Ωστόσο, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε νομικός μηχανισμός που να διασφαλίζει την πλήρη αντιστάθμιση της προκληθείσας ζημίας (ιδίως λόγω της αδυναμίας μετακυλίσεως του κόστους της επίμαχης προσαυξήσεως σε περίπτωση μη εισπράξιμων απαιτήσεων). Πράγματι, ο χαρακτηρισμός της επίμαχης προσαυξήσεως ως οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως αρκεί για να θεωρηθεί το προϊόν της εν λόγω επιβαρύνσεως ως κρατικός πόρος, χωρίς να χρειάζεται το κράτος να δεσμεύεται να αντισταθμίσει τις ζημίες που προκύπτουν από τη μη καταβολή της εν λόγω προσαυξήσεως, ιδίως σε περίπτωση μη εισπράξιμων απαιτήσεων. |
101. |
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη μη πλήρη αντιστάθμιση της απώλειας εσόδων και του κόστους θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. |
102. |
Φρονώ ότι από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής ή ως αβάσιμη. |
3. Η τρίτη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία (ύπαρξη κρατικού ελέγχου επί των πόρων που προέκυπταν από την επίμαχη προσαύξηση)
α) Τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων
103. |
Οι εταιρίες WEPA υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, βάσει εσφαλμένης περιγραφής του εθνικού δικαίου, ότι υφίσταται κρατικός έλεγχος επί των κεφαλαίων που προκύπτουν από την επίμαχη προσαύξηση. Το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, υπό τις ως άνω περιστάσεις, ότι το κριτήριο των «κρατικών πόρων» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πληρούτο, παρερμήνευσε την έννοια των κρατικών ενισχύσεων. |
104. |
Η Γερμανία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι σκέψεις 62 έως 64 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αντιφάσκουν προς τις σκέψεις 98 και 99 της αποφάσεως αυτής. Όσον αφορά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το στοιχείο που έχει αποφασιστική σημασία είναι ο έλεγχος και η εξουσία διαθέσεως των οικείων κεφαλαίων. Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η σχέση μεταξύ του προμηθευτή και του τελικού καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για να συναχθεί, εν προκειμένω, η ύπαρξη επιβαρύνσεως αναγκαστικού χαρακτήρα, για τον λόγο ότι η επίμαχη προσαύξηση δεν επιβαρύνει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά τη χρήση του δικτύου. |
β) Εκτίμηση
105. |
Λαμβανομένου υπόψη του διαζευκτικού χαρακτήρα των δύο κριτηρίων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω στην εκτίμησή μου, το γεγονός ότι υφίσταται φόρος είναι ήδη αρκετό για την αναγνώριση του κρατικού χαρακτήρα των πόρων. Δεδομένου ότι το κριτήριο του «φόρου» πληρούται εν προκειμένω και ότι η συναφής εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου είναι ορθή, η τρίτη ομάδα επιχειρημάτων των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως είναι αλυσιτελής και η εξέτασή της παρέλκει. |
106. |
Ως εκ τούτου, θα διατυπώσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις χάριν πληρότητας και μόνον. |
107. |
Μολονότι το κριτήριο του «φόρου» πληρούται και η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου –και, πλέον κατ’ αναίρεση, η εκτίμηση του Δικαστηρίου μπορεί να σταματήσει στο σημείο αυτό– γεγονός παραμένει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί του κριτηρίου του «κρατικού ελέγχου» θα πρέπει και εκείνη να επικυρωθεί εν προκειμένω. |
108. |
Οι πρόσθετες δαπάνες που προκύπτουν από την απαλλαγή ορισμένων καταναλωτών από τα τέλη δικτύου μετακυλίστηκαν στους τελικούς καταναλωτές, σύμφωνα με τις δεσμευτικές διατάξεις της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους ( 26 ). Επιπλέον, ο μηχανισμός της επίμαχης προσαυξήσεως παρείχε στους διαχειριστές του δικτύου πλήρη αντιστάθμιση για την απώλεια εσόδων, δεδομένου ότι το ποσό της εν λόγω προσαυξήσεως ήταν προσαρμοσμένο προς το ποσό των απαιτούμενων λόγω της επίμαχης απαλλαγής πόρων ( 27 ). |
109. |
Όσον αφορά το επιχείρημα των εταιριών WEPA ότι το ύψος της εν λόγω προσαυξήσεως δεν είχε καθοριστεί από το κράτος, αρκεί να επισημανθεί ότι οι διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς δεν διέθεταν κανένα περιθώριο ως προς τον καθορισμό της εν λόγω επιβαρύνσεως και ότι, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υφίστατο κρατικός έλεγχος επί των κεφαλαίων, ήτοι επί του όλου μηχανισμού εισπράξεως και κατανομής της επίμαχης προσαυξήσεως. |
110. |
Η Γερμανία και οι εταιρίες WEPA επικαλούμενες την απόφαση EEG 2012, υποστηρίζουν ότι η αποκλειστική κατανομή των πόρων που προέκυπταν από την επίμαχη επιβάρυνση αποκλείει τον κρατικό έλεγχο. Εντούτοις, όπως ορθώς διευκρινίζει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 108 και 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο, με την απόφαση αυτή, δεν ανέτρεψε την πάγια νομολογία του, η οποία εξάλλου επιβεβαιώθηκε από πιο πρόσφατη νομολογία ( 28 ), αλλά περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι, ελλείψει άλλων στοιχείων, το στοιχείο αυτό δεν ήταν από μόνο του αποφασιστικής σημασίας για την απόδειξη της υπάρξεως τέτοιου ελέγχου. Πράγματι, στις υπό κρίση υποθέσεις, το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε σαφώς ένα άλλο τέτοιο στοιχείο: την ύπαρξη φόρου. |
111. |
Το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται κρατικός έλεγχος επί του όλου μηχανισμού εισπράξεως της επίμαχης προσαυξήσεως αντικρούεται από το γεγονός ότι υφίσταται δεσμευτική σχέση προορισμού μεταξύ, αφενός, της επίμαχης προσαυξήσεως (ως οιονεί φορολογικής επιβαρύνσεως) και, αφετέρου, της ενισχύσεως που χορηγείται υπό τη μορφή απαλλαγής από τέλη δικτύου. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν υφίσταται τέτοια σχέση μεταξύ του μέτρου ενισχύσεως και της χρηματοδότησής του, από την ύπαρξη φόρου, ο οποίος χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως σε σαφώς καθορισμένο βαθμό, προκύπτει αυτοδικαίως ότι η ενίσχυση χορηγείται από κρατικούς πόρους (ήτοι, από το προϊόν του φόρου) ( 29 ). |
112. |
Τέλος, επισημαίνω ότι οι κανόνες που διέπουν την επίμαχη στις υπό κρίση υποθέσεις επιβάρυνση φαίνεται να είναι αυστηρότεροι από τον επίμαχο στην απόφαση EEG 2012 φόρο, δεδομένου ότι η υπό κρίση επιβάρυνση στηρίζεται σε δεσμευτικές νομικές διατάξεις σε αντίθεση με μια απόφαση εμπορικού/ενδοτικού χαρακτήρα των διαχειριστών δικτύου στην εν λόγω υπόθεση. |
113. |
Επομένως, η τρίτη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν οι εταιρίες WEPA και η Γερμανία θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί ως αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη. |
114. |
Κατά συνέπεια, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως που προβάλλουν οι εταιρίες WEPA και ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Γερμανία, στον βαθμό που αφορούν την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη παρεμβάσεως με κρατικούς πόρους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. |
III. Πρόταση
115. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο: i) να απορρίψει τον πρώτο λόγο των ανταναιρέσεων της Επιτροπής· και ii) να απορρίψει τον πρώτο και δεύτερο λόγο αναιρέσεως που προβάλλουν οι εταιρίες WEPA και τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως που προβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στον βαθμό που οι λόγοι αυτοί αφορούν την προϋπόθεση της υπάρξεως παρεμβάσεως με κρατικούς πόρους.
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
( 2 ) Πρόκειται για τις ακόλουθες τρεις ομάδες συνεκδικαζόμενων υποθέσεων: i) τις C‑790/21 P και C‑791/21 P, ii) τις C‑792/21 P και C‑793/21 P και iii) τις C‑794/21 P και C‑800/21 P. Συνολικά, 37 καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αυτοί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παρόμοιες προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως. Οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι τέσσερις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου τις οποίες αφορούν οι υπό κρίση παράλληλες αιτήσεις αναιρέσεως χαρακτηρίστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο ως «πιλοτικές υποθέσεις».
( 3 ) Απόφαση (ΕΕ) 2019/56, της 28ης Μαΐου 2018, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.34045 (2013/c) (πρώην 2012/NN) (κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2018) 3166) (ΕΕ 2019, L 14, σ. 1). Ο όρος «StromNEV» στον τίτλο της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται στη Stromnetzentgeltverordnung (ομοσπονδιακή κανονιστική απόφαση για τα τέλη του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας).
( 4 ) Βλ. σημεία 8 έως 12 των παράλληλων προτάσεων. Κατ’ ουσίαν, οι διαχειριστές συστημάτων διανομής εισέπρατταν από τους τελικούς καταναλωτές προσαύξηση της οποίας το ποσό μετακυλιόταν στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ως αντιστάθμιση για την απώλεια εσόδων λόγω της απαλλαγής. Η εν λόγω απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών δικτύου ίσχυε για τους καταναλωτές βασικού φορτίου (στο εξής: επίμαχη απαλλαγή).
( 5 ) Απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021 (C‑850/19 P, EU:C:2021:740, στο εξής: απόφαση FVE Holýšov I).
( 6 ) Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019 (C‑405/16 P, EU:C:2019:268, στο εξής: απόφαση EEG 2012).
( 7 ) Απόφαση της 13ης Μαρτίου 2001 (C‑379/98, EU:C:2001:160, στο εξής: απόφαση PreussenElektra).
( 8 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις EEG 2012, σκέψη 72· της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ. (C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψεις 64 έως 66)· της 17ης Ιουλίου 2008, Essent Netwerk Noord κ.λπ. (C‑206/06, στο εξής: απόφαση Essent Netwerk Noord, EU:C:2008:413, σκέψη 66)· της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, ENEA (C‑329/15, EU:C:2017:671, σκέψη 30) [το Δικαστήριο απορρίπτει το πρώτο κριτήριο, την ύπαρξη φόρου, αλλά εξετάζει το δεύτερο κριτήριο, την κρατική διαχείριση της χρήσεως των κεφαλαίων (σκέψη 31) και το τρίτο κριτήριο, τον κρατικό έλεγχο επί των οντοτήτων που διαχειρίζονται τα κεφάλαια (σκέψεις 34 και 35)]· και FVE Holýšov I (σκέψη 46).
( 9 ) Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, DOBELES HES (C‑702/20 και C‑17/21, EU:C:2023:1, στο εξής: απόφαση DOBELES HES).
( 10 ) Η Γερμανία παραβλέπει την ακριβή οικονομία των Συνθηκών. Το άρθρο 30 ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ, κεφάλαιο 1, με τίτλο «Η Τελωνειακή Ένωση»· το άρθρο 110 ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται στον τίτλο VII, κεφάλαιο 2, το οποίο επιγράφεται «Φορολογικές Διατάξεις». Τα εν λόγω άρθρα περιέχουν απόλυτη απαγόρευση των διακρίσεων. Ως προς το σημείο αυτό διαφέρουν από το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο II, κεφάλαιο 3, το οποίο επιγράφεται «Η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών», το οποίο διέπει την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και το οποίο, σε αντίθεση με τα άρθρα 30 και 110 ΣΛΕΕ, προβλέπει συγχρόνως τη δυνατότητα δικαιολογήσεως των περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.
( 11 ) Βλ. διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2014, Elcogás (C‑275/13, EU:C:2014:2314, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά TV2/Danmark (C‑656/15 P, EU:C:2017:836, σκέψη 48).
( 12 ) Βλ. σημείο 28 και υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων.
( 13 ) Συγκεκριμένα, απόφαση Essent Netwerk Noord κ.λπ. (σκέψη 49).
( 14 ) Όπ.π.
( 15 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016 (C‑164/15 P και C‑165/15 P, EU:C:2016:990, σκέψη 69).
( 16 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005 (C‑172/03, EU:C:2005:130, σκέψη 38).
( 17 ) Judgment of 24 October 2013 (C‑77/12 P, EU:C:2013:695, paragraphs 65 and 66).
( 18 ) Κατά το έγγραφο 18/8915 της Bundestag (Γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή), της 22ας Ιουνίου 2016, σ. 39, «οι διατάξεις του νέου άρθρου 24, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, και δεύτερο εδάφιο, σημείο 5, του EnWG τίθενται σε ισχύ αναδρομικώς από την 1η Ιανουαρίου 2012 δυνάμει του νέου άρθρου 9, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω νόμου. Επομένως, και οι τροποποιήσεις ισχύουν, αναδρομικώς, επί γεγονότος τετελεσμένου και παρελθόντος, ήτοι επί της εισπράξεως της [επίμαχης] προσαυξήσεως σχετικά με την τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. […] Η αναδρομική ισχύς που προβλέπεται στο νέο άρθρο 9 είναι επίσης αναγκαία για να αποσαφηνιστεί μια διφορούμενη νομική κατάσταση. […] Η ακύρωση θα οδηγούσε σε πολύπλοκες αμοιβαίες αντισταθμίσεις, χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πρώην οφειλετών της προσαυξήσεως».
( 19 ) Απόφαση Essent Netwerk Noord (σκέψη 66).
( 20 ) Συναφώς, το Δικαστήριο μνημονεύει την απόφαση Essent Netwerk Noord (σκέψεις 47 και 66).
( 21 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, QuaMa Quality Management κατά EUIPO (C‑139/17 P, EU:C:2018:608, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
( 22 ) Απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά OHIM (C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 53).
( 23 ) Όταν η ρυθμιστική αρχή απαιτεί από οντότητα που υπόκειται στη ρύθμιση να εισπράξει έναν φόρο, απαιτεί ταυτόχρονα από τον οφειλέτη του φόρου να τον καταβάλει. Διαφορετικά, η εν λόγω οντότητα δεν θα ήταν σε θέση να εκπληρώσει την επιβληθείσα από την αρχή υποχρέωσή της.
( 24 ) Η κανονιστική απόφαση StromNEV, Stromnetzentgeltverordnung (ομοσπονδιακή κανονιστική απόφαση για τα τέλη δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας), της 25ης Ιουλίου 2005, όπως τροποποιήθηκε με τον Energiewirtschaftsgesetz (νόμο περί προστασίας του ενεργειακού εφοδιασμού), όπως τροποποιήθηκε με τον Gesetz zur Neuregelung energiewirtschaftlicher Vorschriften (νόμο περί αναθεωρήσεως της νομοθεσίας στον τομέα της ενέργειας), της 26ης Ιουλίου 2011, BGBl. 2011 I, σ. 1554.
( 25 ) Βλ. ιδίως, σκέψεις 91 έως 98 of της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 26 ) Όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 86 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 27 ) Όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 90 και 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 28 ) Βλ. αποφάσεις Essent Netwerk Noord (σκέψη 69)· της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ. (C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 66)· και την απόφαση EEG 2012 (σκέψη 76). Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Αυστρία κατά Επιτροπής,T‑251/11 (EU:T:2014:1060, σκέψη 70).
( 29 ) Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2005, Streekgewest (C‑174/02, EU:C:2005:10, σκέψη 26)· της 27ης Οκτωβρίου 2005, Distribution Casino France κ.λπ. (C‑266/04 έως C‑270/04, C‑276/04 και C‑321/04 έως C‑325/04, EU:C:2005:657, σκέψη 40)· και απόφαση Essent Netwerk Noord (σκέψη 90).