EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0634

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe της 16ης Μαρτίου 2023.
OQ κατά Land Hessen.
Αίτηση του Verwaltungsgericht Wiesbaden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 22 – Αυτοματοποιημένη ατομική απόφαση – Ιδιωτικά γραφεία οικονομικών πληροφοριών – Αυτοματοποιημένη παραγωγή τιμής πιθανότητας σχετικά με τη μελλοντική ικανότητα προσώπου να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις πίστωσης (“scoring”) – Χρησιμοποίηση της τιμής πιθανότητας από τρίτους.
Υπόθεση C-634/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:220

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 16ης Μαρτίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑634/21

OQ

κατά

Land Hessen,

παρισταμένης της

SCHUFA Holding AG

[αίτηση του Verwaltungsgericht Wiesbaden
(διοικητικού πρωτοδικείου Wiesbaden, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Νομιμότητα της επεξεργασίας – Άρθρο 22 – Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων – Κατάρτιση προφίλ – Ιδιωτικά γραφεία οικονομικών πληροφοριών – Παραγωγή τιμής πιθανότητας της φερεγγυότητας φυσικού προσώπου (βαθμολόγηση) – Διαβίβαση σε τρίτους που λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικών σχέσεων με το εν λόγω πρόσωπο βάσει της συγκεκριμένης τιμής»

I. Εισαγωγή

1.

Αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία), δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) ( 2 ) (στο εξής: ΓΚΠΔ).

2.

Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβάλλεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της OQ, φυσικού προσώπου, προσφεύγουσας, και του Land Hessen (ομόσπονδου κράτους της Έσσης, Γερμανία), εκπροσωπούμενου από τον Hessischer Beauftragter für Datenschutz und Informationsfreiheit (επίτροπο προστασίας δεδομένων και ελευθερίας πληροφόρησης του ομόσπονδου κράτους της Έσσης, στο εξής: HBDI), σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η SCHUFA Holding AG (στο εξής: SCHUFA), ιδιωτικό γραφείο, παρεμβαίνει υπέρ του HBDI. Στο πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητάς της, η οποία συνίσταται στην παροχή στους πελάτες της πληροφοριών σχετικά με τη φερεγγυότητα τρίτων, η SCHUFA παρέσχε σε πιστωτικό ίδρυμα βαθμολογία η οποία αφορούσε την προσφεύγουσα και η οποία αποτέλεσε τη βάση για την άρνηση χορήγησης της πίστωσης που ζήτησε η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα ζήτησε από τη SCHUFA να διαγράψει τη σχετική καταχώριση και να της παράσχει πρόσβαση στα αντίστοιχα δεδομένα, πλην όμως η SCHUFA της κοινοποίησε μόνον τη σχετική βαθμολογία και, γενικά, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η μέθοδος υπολογισμού της βαθμολογίας, χωρίς να την ενημερώσει για τα συγκεκριμένα δεδομένα τα οποία έλαβε υπόψη κατά τον εν λόγω υπολογισμό και για τη σημασία που αποδίδεται στα εν λόγω δεδομένα στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος υπολογισμού εμπίπτει στο επιχειρηματικό απόρρητο.

3.

Στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αρνητική απάντηση της SCHUFA στο αίτημά της αντιβαίνει στο καθεστώς προστασίας των δεδομένων, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των περιορισμών που ο ΓΚΠΔ επιβάλλει στην οικονομική δραστηριότητα των γραφείων οικονομικών πληροφοριών, ειδικότερα όσον αφορά τη διαχείριση των δεδομένων, καθώς και επί της λυσιτέλειας του επιχειρηματικού απορρήτου. Ομοίως, το Δικαστήριο θα πρέπει να διευκρινίσει την έκταση των κανονιστικών εξουσιών που ορισμένες διατάξεις του ΓΚΠΔ αναθέτουν στον εθνικό νομοθέτη κατά παρέκκλιση από τον γενικό σκοπό εναρμόνισης που επιδιώκεται με τη συγκεκριμένη νομική πράξη.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 4, σημείο 4, του ΓΚΠΔ ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[…]

4)

“κατάρτιση προφίλ”: οποιαδήποτε μορφή αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνίσταται στη χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση ορισμένων προσωπικών πτυχών ενός φυσικού προσώπου, ιδίως για την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν την απόδοση στην εργασία, την οικονομική κατάσταση, την υγεία, τις προσωπικές προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντα, την αξιοπιστία, τη συμπεριφορά, τη θέση ή τις μετακινήσεις του εν λόγω φυσικού προσώπου.»

5.

Το άρθρο 6 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομιμότητα της επεξεργασίας», προβλέπει τα εξής:

«1.   Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το υποκείμενο των δεδομένων έχει παράσχει συγκατάθεση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του για έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους σκοπούς,

β)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος ή για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης,

γ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

δ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

ε)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

στ)

η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί.

Το στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία που διενεργείται από δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία για τη συμμόρφωση με την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε), καθορίζοντας ακριβέστερα ειδικές απαιτήσεις για την επεξεργασία και άλλα μέτρα προς εξασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, μεταξύ άλλων για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ.

3.   Η βάση για την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και ε) ορίζεται σύμφωνα με:

α)

το δίκαιο της Ένωσης, ή

β)

το δίκαιο του κράτους μέλος στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Ο σκοπός της επεξεργασίας καθορίζεται στην εν λόγω νομική βάση ή, όσον αφορά την επεξεργασία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε), είναι η αναγκαιότητα της επεξεργασίας για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η εν λόγω νομική βάση μπορεί να περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων: τις γενικές προϋποθέσεις που διέπουν τη σύννομη επεξεργασία από τον υπεύθυνο επεξεργασίας· τα είδη των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία· τα οικεία υποκείμενα των δεδομένων· τις οντότητες στις οποίες μπορούν να κοινοποιούνται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τους σκοπούς αυτής της κοινοποίησης· τον περιορισμό του σκοπού· τις περιόδους αποθήκευσης· και τις πράξεις επεξεργασίας και τις διαδικασίες επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διασφάλιση σύννομης και θεμιτής επεξεργασίας, όπως εκείνα για άλλες ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας όπως προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΧ. Το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο του κράτους μέλους ανταποκρίνεται σε σκοπό δημόσιου συμφέροντος και είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

4.   Όταν η επεξεργασία για σκοπό άλλο από αυτόν για τον οποίο έχουν συλλεγεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα δεν βασίζεται στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ή στο δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους το οποίο αποτελεί αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση των σκοπών που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσο η επεξεργασία για άλλο σκοπό είναι συμβατή με τον σκοπό για τον οποίο συλλέγονται αρχικώς τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων:

α)

τυχόν σχέση μεταξύ των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεχθεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και των σκοπών της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας,

β)

το πλαίσιο εντός του οποίου συλλέχθηκαν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας,

γ)

τη φύση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως για τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 9, ή κατά πόσο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές καταδίκες και αδικήματα υποβάλλονται σε επεξεργασία, σύμφωνα με το άρθρο 10,

δ)

τις πιθανές συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων,

ε)

την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων, που μπορεί να περιλαμβάνουν κρυπτογράφηση ή ψευδωνυμοποίηση.»

6.

Το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία και, εάν συμβαίνει τούτο, το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και στις ακόλουθες πληροφορίες:

[…]

η)

την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 1 και 4 και, τουλάχιστον στις περιπτώσεις αυτές, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

[…]»

7.

Το άρθρο 21 του ΓΚΠΔ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα εναντίωσης», ορίζει τα εξής:

«1.   Το υποκείμενο των δεδομένων δικαιούται να αντιτάσσεται, ανά πάσα στιγμή και για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη κατάστασή του, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, η οποία βασίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο ε) ή στ), περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ βάσει των εν λόγω διατάξεων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν υποβάλλει πλέον τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επεξεργασία, εκτός εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων ή για τη θεμελίωση, άσκηση ή υποστήριξη νομικών αξιώσεων.

[…]»

8.

Το άρθρο 22 του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Αυτοματοποιημένη ατομική λήψη αποφάσεων, περιλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ» έχει ως εξής:

«1.   Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να μην υπόκειται σε απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν η απόφαση:

α)

είναι αναγκαία για τη σύναψη ή την εκτέλεση σύμβασης μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων,

β)

επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας και το οποίο προβλέπει επίσης κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή

γ)

βασίζεται στη ρητή συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και γ), ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων εφαρμόζει κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, τουλάχιστον του δικαιώματος εξασφάλισης ανθρώπινης παρέμβασης από την πλευρά του υπευθύνου επεξεργασίας, έκφρασης άποψης και αμφισβήτησης της απόφασης.

4.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν βασίζονται στις ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1, εκτός αν ισχύει το άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή ζ) και αν υφίστανται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και των έννομων συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων.»

Β. Το γερμανικό δίκαιο

9.

Το άρθρο 31 του Bundesdatenschutzgesetz (νόμου περί προστασίας δεδομένων), της 30ής Ιουνίου 2017 ( 3 ), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 20ής Νοεμβρίου 2019 ( 4 ) (στο εξής: BDSG), φέρει τον τίτλο «Προστασία των οικονομικών συναλλαγών στο πλαίσιο της βαθμολόγησης και της παροχής πληροφοριών σχετικά με τη φερεγγυότητα» και ορίζει τα εξής:

«1)   Η χρήση τιμής πιθανότητας για συγκεκριμένη μελλοντική συμπεριφορά φυσικού προσώπου προς τον σκοπό της λήψεως αποφάσεως περί συνάψεως, εκτελέσεως ή λύσεως συμβατικής σχέσεως με το πρόσωπο αυτό (βαθμολόγηση) επιτρέπεται μόνον εφόσον

1.

έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του δικαίου προστασίας των δεδομένων,

2.

τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της τιμής πιθανότητας βάσει επιστημονικώς αναγνωρισμένης μαθηματικής-στατιστικής διαδικασίας είναι αποδεδειγμένως ουσιώδη για τον υπολογισμό της πιθανότητας της συγκεκριμένης συμπεριφοράς,

3.

για τον υπολογισμό της τιμής πιθανότητας δεν χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικώς δεδομένα διευθύνσεων και

4.

σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως δεδομένων διευθύνσεων, το υποκείμενο των δεδομένων έχει ενημερωθεί πριν από τον υπολογισμό της τιμής πιθανότητας σχετικά με την προβλεπόμενη χρήση των εν λόγω δεδομένων· η ενημέρωση πρέπει να τεκμηριώνεται.

2)   Η χρήση τιμής πιθανότητας που έχει υπολογιστεί από γραφεία οικονομικών πληροφοριών σχετικά με τη φερεγγυότητα και την πρόθεση πληρωμής φυσικού προσώπου επιτρέπεται στην περίπτωση συνεκτιμήσεως πληροφοριών επί απαιτήσεων, μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 και λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά οι απαιτήσεις που αφορούν οφειλόμενες παροχές, οι οποίες δεν έχουν καταβληθεί παρά το ότι έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, και

1.

οι οποίες έχουν διαγνωστεί με τελεσίδικη απόφαση ή με απόφαση που έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ή στηρίζονται σε τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 794 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας),

2.

οι οποίες έχουν διαγνωστεί σύμφωνα με το άρθρο 178 του Insolvenzordnung (πτωχευτικού κώδικα) και δεν αμφισβητήθηκαν από τον οφειλέτη εντός της προθεσμίας ελέγχου,

3.

οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ρητώς από τον οφειλέτη,

4.

στην περίπτωση των οποίων,

α)

μεσολάβησε έγγραφη όχληση στον οφειλέτη τουλάχιστον δύο φορές αφότου κατέστησαν ληξιπρόθεσμες,

β)

έχουν μεσολαβήσει τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες από την πρώτη όχληση,

γ)

ο οφειλέτης ενημερώθηκε εκ των προτέρων, αλλά πάντως το νωρίτερο κατά την πρώτη όχληση, για την πιθανότητα να ληφθούν οι απαιτήσεις αυτές υπόψη από γραφείο οικονομικών πληροφοριών και

δ)

ο οφειλέτης δεν έχει αμφισβητήσει την απαίτηση ή

5.

η συμβατική σχέση στην οποία στηρίζονται οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση λόγω καθυστερήσεων πληρωμής και αναφορικά με τις οποίες ο οφειλέτης έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων για την πιθανότητα να ληφθούν αυτές υπόψη από γραφείο οικονομικών πληροφοριών.

Δεν θίγεται η νομιμότητα της επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού τιμών πιθανοτήτων, άλλων δεδομένων που άπτονται της φερεγγυότητας σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του δικαίου προστασίας των δεδομένων.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν έλαβε πίστωση λόγω αξιολόγησης φερεγγυότητας που πραγματοποίησε η SCHUFA. Η SCHUFA είναι εταιρία ιδιωτικού δικαίου, η οποία ασκεί δραστηριότητα παροχής οικονομικών πληροφοριών, παρέχοντας ειδικότερα στους πελάτες της πληροφορίες σχετικά με τη φερεγγυότητα των καταναλωτών. Προς τούτο, η SCHUFA πραγματοποιεί αξιολογήσεις φερεγγυότητας για τις οποίες καταρτίζει, βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών ενός προσώπου, μια εκτίμηση, βασισμένη σε μαθηματική στατιστική διαδικασία, σχετικά με την πιθανότητα μελλοντικής συμπεριφοράς, όπως η εξόφληση πίστωσης.

11.

Η προσφεύγουσα ζήτησε από τη SCHUFA να διαγράψει τα ανακριβή δεδομένα που την αφορούσαν και να της παράσχει πρόσβαση στα καταχωρισμένα δεδομένα που την αφορούσαν. Η SCHUFA κοινοποίησε, μεταξύ άλλων, στην προσφεύγουσα τη βαθμολογία που υπολόγισε σε σχέση με αυτήν και τον βασικό τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας, όχι όμως τον τρόπο επιμέτρησης των διαφόρων δεδομένων στον εν λόγω υπολογισμό. Η SCHUFA θεωρεί ότι δεν υποχρεούται να αποκαλύψει τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποιεί, καθότι αυτές εμπίπτουν στο επαγγελματικό και το επιχειρηματικό απόρρητο. Επιπλέον, η SCHUFA ισχυρίζεται ότι παρέχει πληροφορίες μόνον στους πελάτες της, οι οποίοι λαμβάνουν τις καθαυτό αποφάσεις σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης.

12.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε στον καθού, επόπτη προστασίας δεδομένων, καταγγελία σχετικά με την έκθεση της SCHUFA, με την οποία του ζήτησε να υποχρεώσει την εταιρία να παράσχει και να διαγράψει πληροφορίες σύμφωνα με το αίτημά της. Με την απόφαση που εξέδωσε επί της καταγγελίας, ο HBDI εκτίμησε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια σε σχέση με την εταιρία, με την αιτιολογία ότι πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τον γερμανικό ομοσπονδιακό νόμο περί προστασίας δεδομένων.

13.

Το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί προσφυγής την οποία η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε κατά της απόφασης του καθού. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για να αποφανθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί αν η δραστηριότητα των παρόχων υπηρεσιών οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο της οποίας οι εν λόγω πάροχοι υπολογίζουν βαθμολογίες σχετικά με πρόσωπα και τις διαβιβάζουν σε τρίτους, χωρίς οποιαδήποτε σύσταση ή παρατήρηση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

14.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 22, παράγραφος 1, του [ΓΚΠΔ] την έννοια ότι η αυτοματοποιημένη παραγωγή μιας τιμής πιθανότητας ως προς τη μελλοντική ικανότητα του υποκειμένου των δεδομένων να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις πιστώσεως συνιστά απόφαση η οποία λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας –συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ– και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο, όταν η εν λόγω τιμή που έχει υπολογιστεί βάσει δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων διαβιβάζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε τρίτο υπεύθυνο επεξεργασίας και κάθε τρίτος βασίζει κατά κύριο λόγο την απόφασή του για τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικής σχέσεως με το υποκείμενο των δεδομένων στην εν λόγω τιμή;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Έχουν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 22 του ΓΚΠΔ την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνική διάταξη, σύμφωνα με την οποία, η χρήση τιμής πιθανότητας –εν προκειμένω σχετικά με τη φερεγγυότητα και την πρόθεση πληρωμής φυσικού προσώπου, στο πλαίσιο της συνεκτιμήσεως πληροφοριών επί απαιτήσεων– αναφορικά με μια συγκεκριμένη μελλοντική συμπεριφορά φυσικού προσώπου προς τον σκοπό της λήψεως αποφάσεως ως προς τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικής σχέσεως με το εν λόγω πρόσωπο (βαθμολόγηση) επιτρέπεται μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες επιπλέον προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως;»

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

15.

Η από 1 Οκτωβρίου 2021 απόφαση περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2021.

16.

Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η SCHUFA, η Δανική, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

17.

Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Ιανουαρίου 2023 παρέστησαν οι εκπρόσωποι των διαδίκων της κύριας δίκης, της SCHUFA, της Γερμανικής και της Φινλανδικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής, οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους.

V. Νομική ανάλυση

Α. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18.

Δεδομένου ότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη συνιστά τη βάση για την ανάληψη κάθε συμβατικής υποχρέωσης στην οικονομία της αγοράς, είναι κατ’ αρχήν εύλογο, από επιχειρηματικής απόψεως, οι πάροχοι υπηρεσιών και αγαθών να επιθυμούν να γνωρίζουν τους πελάτες τους, καθώς και τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε τέτοια ανάληψη συμβατικής υποχρέωσης. Τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της αμοιβαίας αυτής εμπιστοσύνης μέσω στατιστικών μεθόδων που παρέχουν στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διαπιστώνουν αν ορισμένα κρίσιμα κριτήρια, περιλαμβανομένης της φερεγγυότητας των πελατών τους, πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τοιουτοτρόπως, τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών βοηθούν τις επιχειρήσεις να συμμορφώνονται προς πλείονες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, το οποίο τους επιβάλλει ακριβώς τη συγκεκριμένη υποχρέωση για ορισμένες κατηγορίες συμβάσεων, ιδίως δε των συμβάσεων πίστωσης ( 5 ). Ορισμένες από τις χρησιμοποιούμενες διαδικασίες μπορεί να βασίζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των πελατών, τα οποία συλλέγονται και υποβάλλονται σε επεξεργασία με αυτοματοποιημένο τρόπο χάρη στην τεχνολογία της πληροφορικής. Στο ως άνω συμφέρον αντιπαρατίθεται εκείνο των υποκειμένων των δεδομένων να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω δεδομένα αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης και καταχώρισης και τις μεθόδους που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις για τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τους πελάτες τους.

19.

Ο ΓΚΠΔ, ο οποίος εφαρμόζεται από τις 25 Μαΐου 2018, δημιούργησε ένα νομικό πλαίσιο, με το οποίο επιδιώκεται η συνεκτίμηση των προμνησθέντων συμφερόντων στο σύνολο της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της θέσπισης ορισμένων περιορισμών στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, ειδικοί περιορισμοί εφαρμόζονται σε σχέση με την αυτοματοποιημένη επεξεργασία η οποία ενδέχεται να παράγει έννομα αποτελέσματα που αφορούν φυσικό πρόσωπο ή το επηρεάζουν σημαντικά. Οι εν λόγω περιορισμοί δικαιολογούνται στο πλαίσιο κατάρτισης προφίλ, ήτοι αξιολόγησης προσωπικών πτυχών με σκοπό την ανάλυση ή την πρόβλεψη της οικονομικής κατάστασης, της αξιοπιστίας ή της συμπεριφοράς φυσικού προσώπου. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνονται οι περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 22 του ΓΚΠΔ, οι οποίοι είναι κρίσιμοι στην υπό κρίση υπόθεση και οι οποίοι σκοπούν τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εμποδίζοντας τη λήψη απόφασης σχετικά με το υποκείμενο των δεδομένων αποκλειστικά και μόνον βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση η οποία να είναι σε θέση να ελέγξει, ενδεχομένως, αν η εν λόγω απόφαση ελήφθη με ορθό, δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο ( 6 ). Η ανθρώπινη παρέμβαση η οποία πρέπει να προβλέπεται στο συγκεκριμένο είδος αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων διασφαλίζει ότι το υποκείμενο των δεδομένων θα έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του, να λάβει αιτιολόγηση της απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο της εν λόγω αξιολόγησης και, σε περίπτωση διαφωνίας με την εν λόγω απόφαση, να την αμφισβητήσει. Η έκταση των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 22 του ΓΚΠΔ αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

20.

Μολονότι ο ΓΚΠΔ δημιούργησε ένα συνολικό κανονιστικό πλαίσιο όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο είναι, κατ’ αρχήν, πλήρες, επισημαίνεται εντούτοις ότι ορισμένες διατάξεις παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν πρόσθετους εθνικούς κανόνες, αυστηρότερους ή εισάγοντες παρεκκλίσεις, οι οποίοι καταλείπουν σε αυτά περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή («ρήτρες παρέκκλισης»), εφόσον οι εν λόγω κανόνες δεν θίγουν το περιεχόμενο και τους σκοπούς του ΓΚΠΔ ( 7 ). Η εμβέλεια της εν λόγω κανονιστικής εξουσίας που διατηρούν τα κράτη μέλη βρίσκεται στο επίκεντρο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος το οποίο θα εξεταστεί με τις παρούσες προτάσεις.

Β. Επί του παραδεκτού

21.

Ο HBDI και η SCHUFA αμφισβητούν το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Επ’ αυτού, η SCHUFA υποστηρίζει ότι η προδικαστική παραπομπή δεν είναι ούτε αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς ούτε αρκούντως αιτιολογημένη· δημιουργεί νέο μέσο παροχής έννομης προστασίας και δεν συνάδει με τις άλλες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε και εν συνεχεία απέσυρε το ίδιο αιτούν δικαστήριο.

1.   Επί της κρισιμότητας των προδικαστικών ερωτημάτων για την επίλυση της διαφοράς

22.

Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που θα εκδοθεί να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει. Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Άρνηση του Δικαστηρίου να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή κρίση επί του κύρους του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα ( 8 ).

23.

Οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις δεν πληρούνται εν προκειμένω, καθότι από το σημείο 40 της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η έκβαση της δίκης εξαρτάται από το πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι η διαμόρφωση βαθμολογίας από γραφείο οικονομικών πληροφοριών συνιστά αυτοτελή απόφαση κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, το εν λόγω γραφείο –και δη η κρίσιμη δραστηριότητά του– εμπίπτει στην απαγόρευση της αυτοματοποιημένης ατομικής αποφάσεως. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχει ειδική νομική βάση στο κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ, και το άρθρο 31 του BDSG είναι το μόνο που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως τέτοια. Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί, όμως, σοβαρές αμφιβολίες για το αν η εν λόγω εθνική διάταξη είναι συμβατή με το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η SCHUFA όχι μόνο ενεργεί χωρίς νομική βάση, αλλά παραβιάζει επίσης την απαγόρευση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δικαιούται να ζητήσει από τον HBDI την (περαιτέρω) ενασχόλησή του με την περίπτωσή της σε επίπεδο εποπτικής αρχής. Επομένως, είναι πρόδηλο ότι η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο είναι κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς.

24.

Η SCHUFA υποστηρίζει επίσης ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη διότι η προσφεύγουσα έχει ήδη ενημερωθεί για τη λογική βάσει της οποίας προκύπτει η βαθμολογία. Εντούτοις, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα επιθυμούσε να ενημερωθεί με όσο το δυνατόν πιο τεκμηριωμένο τρόπο για το σύνολο των δεδομένων που συλλέχθηκαν και για τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της βαθμολογίας. Στο μέτρο που η SCHUFA ενημέρωσε, σε γενικές γραμμές, την προσφεύγουσα για τον βασικό τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας της, όχι όμως και για το ποιες επιμέρους πληροφορίες συνυπολογίζονται και πώς γίνεται η σχετική επιμέτρηση, είναι πρόδηλο ότι η SCHUFA δεν ανταποκρίθηκε στο επίμαχο αίτημα παροχής πληροφοριών. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει να εξακριβωθούν με προδικαστική απόφαση τα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων έναντι γραφείου οικονομικών πληροφοριών, όπως η SCHUFA.

2.   Η ύπαρξη δύο παράλληλων μέσων έννομης προστασίας

25.

Όσον αφορά τον προβαλλόμενο κίνδυνο δημιουργίας νέου μέσου έννομης προστασίας για το υποκείμενο των δεδομένων, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η SCHUFA με τις παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε προσφύγει αρχικώς στα πολιτικά δικαστήρια και προσέφυγε, εν συνεχεία, στο αιτούν διοικητικό δικαστήριο δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Με τις δύο προσφυγές της, η προσφεύγουσα άσκησε μέσα έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 78 και 79 του ΓΚΠΔ, διατάξεις οι οποίες εγγυώνται το δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά της εποπτικής αρχής και κατά του υπευθύνου επεξεργασίας των δεδομένων, αντιστοίχως. Στο μέτρο που τα εν λόγω μέσα έννομης προστασίας συνυπάρχουν κατά τρόπο αυτοτελή, χωρίς το ένα μέσο έννομης προστασίας να έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα υπόλοιπα, μπορούν να ασκούνται παράλληλα ( 9 ). Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην προσφεύγουσα οποιαδήποτε παρατυπία κατά την προάσπιση των δικαιωμάτων της που προστατεύονται από τον ΓΚΠΔ.

26.

Υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης στον σχετικό τομέα, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τα δικονομικά ζητήματα της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης ( 10 ). Επομένως, ουδείς αντικειμενικός λόγος συντρέχει ώστε να τεθεί υπό αμφισβήτηση το καθεστώς των μέσων έννομης προστασίας κράτους μέλους, εκτός εάν πλήττεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, για παράδειγμα εάν τα εθνικά δικαστήρια στερούνται την ευχέρεια ή απαλλάσσονται από την υποχρέωση, που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλλουν στο Δικαστήριο ζητήματα ερμηνείας ή κύρους του δικαίου της Ένωσης.

27.

Εν προκειμένω, κανένα στοιχείο δεν υποδηλώνει ότι η ύπαρξη δύο μέσων έννομης προστασίας που καθιστούν δυνατή την άσκηση πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά της εποπτικής αρχής και του υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων, αντιστοίχως, πλήττει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης ή στερεί από τα εθνικά δικαστήρια την ευχέρεια να κάνουν χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας. Αντιθέτως, όπως προεκτέθηκε, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 78 και 79 του ΓΚΠΔ, είναι πρόδηλο ότι ο ΓΚΠΔ δεν αντιτίθεται σε τέτοιο καθεστώς μέσων έννομης προστασίας, αλλά καταλείπει μάλλον στο κράτος μέλος την ευθύνη να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τα δικονομικά ζητήματα της άσκησης των μέσων έννομης προστασίας, σε πλήρη συμμόρφωση προς την αρχή της δικονομικής αυτονομίας. Τούτο αναγνώρισε το Δικαστήριο με την πρόσφατη νομολογία του ( 11 ).

28.

Τέλος, επισημαίνεται ότι η SCHUFA επικρίνει απλώς και μόνο τα μέσα έννομης προστασίας που είναι διαθέσιμα δυνάμει του γερμανικού δικαίου, χωρίς εντούτοις να εκθέτει επακριβώς τον λόγο για τον οποίο απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν θα ήταν χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς. Όπως, όμως, επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η ερμηνεία από το Δικαστήριο του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ θα παράσχει στον καθού τη δυνατότητα να ασκήσει τις εποπτικές εξουσίες που διαθέτει επί της SCHUFA κατά τρόπο που συνάδει προς το δίκαιο της Ένωση. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η επιχειρηματολογία της SCHUFA με την οποία αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι αβάσιμη.

3.   Η προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολόγησης της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

29.

Οι προεκτεθείσες παρατηρήσεις επαρκούν, κατ’ αρχήν, για την απόρριψη της επιχειρηματολογίας της SCHUFA. Για την καλύτερη κατανόηση της υπό κρίση υπόθεσης, φρονώ ότι είναι εντούτοις αναγκαίο να εξεταστεί το επιχείρημα που αφορά την ενδεχόμενη έλλειψη αιτιολόγησης της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η SCHUFA, η απόφαση περί παραπομπής εκθέτει με αρκούντως τεκμηριωμένο τρόπο τα όσα διακυβεύονται με την υπό κρίση υπόθεση ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η προσφεύγουσα επιδιώκει να ασκήσει τα δικαιώματά της έναντι της SCHUFA. Κατά το αιτούν δικαστήριο, εκτός εάν ερμηνευθεί συσταλτικά, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ μπορεί κατ’ αρχήν να παράσχει στην προσφεύγουσα προστασία από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που την αφορούν.

30.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που ορισμένες επιχειρήσεις αποδίδουν στη βαθμολογία που υπολογίζουν τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών για την αξιολόγηση των οικονομικών δυνατοτήτων φυσικού προσώπου, η εν λόγω βαθμολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτοτελής «απόφαση» κατά την έννοια της προμνησθείσας διάταξης. Ερμηνεία υπ’ αυτή την έννοια είναι, κατά το αιτούν δικαστήριο, απαραίτητη για την κάλυψη του νομικού κενού που προκύπτει από το γεγονός ότι το υποκείμενο των δεδομένων δεν θα είναι, άλλως, σε θέση να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω λεπτομερούς αιτιολογίας, εκτιμώ ότι η επιχειρηματολογία της SCHUFA πρέπει να απορριφθεί, η δε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

Γ. Επί της ουσίας

1.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

α)   Η γενική απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ

31.

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ εμφανίζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλους προβλεπόμενους στον εν λόγω κανονισμό περιορισμούς της επεξεργασίας των δεδομένων, καθ’ όσον κατοχυρώνει «δικαίωμα» του υποκειμένου των δεδομένων να μην υπόκειται σε απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά και μόνο βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ. Ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης ορολογίας, η εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν επιτάσσει την ενεργή επίκληση του δικαιώματος από το υποκείμενο των δεδομένων. Συγκεκριμένα, ερμηνεία υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 71 του εν λόγω κανονισμού και λαμβανομένης επίσης υπόψη της οικονομίας της επίμαχης διάταξης, και ιδίως της παραγράφου 2 αυτής, στην οποία απαριθμούνται οι περιπτώσεις στις οποίες τέτοια αυτοματοποιημένη επεξεργασία επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διάταξη θεσπίζει γενική απαγόρευση των αποφάσεων του είδους που προεκτέθηκε. Τούτου λεχθέντος, υπογραμμίζεται ότι η εν λόγω απαγόρευση ισχύει μόνον σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ήτοι ειδικότερα όταν πρόκειται περί απόφασης «η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που […] αφορούν [το υποκείμενο των δεδομένων] ή [η οποία] το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο».

32.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο υπολογισμός βαθμολογίας από γραφείο οικονομικών πληροφοριών εμπίπτει στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ όταν η προκύπτουσα βαθμολογία διαβιβάζεται σε επιχείρηση η οποία τη χρησιμοποιεί με καθοριστικής σημασίας τρόπο για τη λήψη απόφασης σχετικά με τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικής σχέσης με το υποκείμενο των δεδομένων. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτημα αν η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται στα γραφεία οικονομικών πληροφοριών τα οποία θέτουν βαθμολογίες στη διάθεση χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων. Για την εξέταση του ζητήματος αυτού, πρέπει να εξακριβωθεί αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

β)   Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ

1) Η ύπαρξη «κατάρτισης προφίλ» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 4, του ΓΚΠΔ

33.

Η εν λόγω διάταξη επιτάσσει κατ’ αρχάς να υπάρχει αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η δε «κατάρτιση προφίλ» θεωρείται επιμέρους κατηγορία της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, όπως συνάγεται από το γράμμα της διάταξης ( 12 ). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η βαθμολόγηση που πραγματοποιεί η SCHUFA εμπίπτει στον νομικό ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 4, σημείο 4, του ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι στη σχετική διαδικασία χρησιμοποιούνται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για την αξιολόγηση ορισμένων πτυχών των φυσικών προσώπων για την ανάλυση ή την πρόβλεψη πτυχών που αφορούν την οικονομική κατάσταση, την αξιοπιστία ή την πιθανή συμπεριφορά τους. Συγκεκριμένα, από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η μέθοδος που χρησιμοποιεί η SCHUFA παρέχει μια «βαθμολογία» βάσει ορισμένων κριτηρίων, ήτοι ένα αποτέλεσμα από το οποίο μπορούν να αντληθούν συμπεράσματα σχετικά με τη φερεγγυότητα του υποκειμένου των δεδομένων. Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό της επίμαχης διαδικασίας ως «κατάρτισης προφίλ» και, επομένως, η συγκεκριμένη προϋπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται εν προκειμένω.

2) Η απόφαση πρέπει να παράγει «έννομα αποτελέσματα» τα οποία αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων ή να «το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο»

34.

Για την εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ απαιτείται η επίμαχη απόφαση να παράγει «έννομα αποτελέσματα» τα οποία αφορούν το υποκείμενο των δεδομένων ή να «το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο». Επομένως, ο ΓΚΠΔ αναγνωρίζει ότι η αυτοματοποιημένη λήψη απόφασης, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τα υποκείμενα των δεδομένων. Καίτοι ο ΓΚΠΔ δεν ορίζει ούτε τον όρο «έννομα αποτελέσματα» ούτε τη φράση «σημαντικά με παρόμοιο τρόπο», εντούτοις από τη χρησιμοποιούμενη διατύπωση προκύπτει σαφώς ότι η επίμαχη διάταξη θα αφορά μόνον τα αποτελέσματα που έχουν σοβαρές επιπτώσεις. Συναφώς, εφιστάται εκ προοιμίου η προσοχή στο γεγονός ότι στην αιτιολογική σκέψη 71 του ΓΚΠΔ γίνεται ρητώς μνεία σε «αυτόματη άρνηση επιγραμμικής αίτησης πίστωσης» ως χαρακτηριστικό παράδειγμα απόφασης που επηρεάζει «σημαντικά» το υποκείμενο των δεδομένων.

35.

Εν συνεχεία, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, αφενός, στο μέτρο που η επεξεργασία αίτησης πίστωσης συνιστά στάδιο που προηγείται της σύναψης σύμβασης δανείου, η απόρριψη της εν λόγω αίτησης μπορεί να παράγει «έννομα αποτελέσματα» για το υποκείμενο των δεδομένων, το οποίο δεν θα μπορεί πλέον να συνάψει συμβατική σχέση με το οικείο χρηματοδοτικό ίδρυμα. Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η εν λόγω απόρριψη μπορεί επίσης να έχει επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων. Επομένως, μπορεί εύλογα να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το υποκείμενο των δεδομένων θα επηρεαστεί, εν πάση περιπτώσει, «με παρόμοιο τρόπο» κατά την εν έννοια της εν λόγω διάταξης. Ο νομοθέτης της Ένωσης είχε επίγνωση του γεγονότος αυτού κατά την κατάρτιση της αιτιολογικής σκέψης 71 του ΓΚΠΔ, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η προσφεύγουσα, οι προϋποθέσεις της ως άνω διάταξης πληρούνται εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του αν θα δοθεί έμφαση στις νομικές ή στις οικονομικές συνέπειες της άρνησης χορήγησης πίστωσης.

3) Η «απόφαση» πρέπει να «λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας»

36.

Πρέπει να πληρούνται επίσης δύο συμπληρωματικές προϋποθέσεις. Πρώτον, έναντι του υποκειμένου των δεδομένων πρέπει να εκδοθεί πράξη η οποία έχει χαρακτήρα «απόφασης». Δεύτερον, η επίμαχη απόφαση πρέπει να «λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας». Όσον αφορά τη δεύτερη ως άνω προϋπόθεση, από κανένα στοιχείο στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών στην απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι, επιπλέον της μαθηματικής-στατιστικής διαδικασίας που εφαρμόζει η SCHUFA, οι βαθμολογίες διαμορφώνονται με καθοριστικής σημασίας τρόπο μέσω ατομικής αξιολόγησης και εκτίμησης από άνθρωπο. Ως εκ τούτου, η διαμόρφωση της βαθμολογίας ως πράξη που πραγματοποιείται από τη SCHUFA πρέπει να θεωρηθεί απόφαση η οποία «λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας». Τούτου λεχθέντος, δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το χρηματοδοτικό ίδρυμα στο οποίο η SCHUFA κοινοποιεί τη βαθμολογία καλείται να εκδώσει μια θεωρητικά αυτοτελή πράξη έναντι του υποκειμένου των δεδομένων, ήτοι την απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης πίστωσης. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα του ποια εκ των δύο πράξεων μπορεί να χαρακτηριστεί «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί κατωτέρω.

37.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβωθεί η νομική φύση της «απόφασης» και εν συνεχεία η μορφή της. Από ετυμολογικής απόψεως, η έννοια της απόφασης υποδηλώνει «γνώμη» ή «λήψη θέσης» επί συγκεκριμένης καταστάσεως. Η απόφαση πρέπει να έχει επίσης «δεσμευτικό χαρακτήρα» ώστε να διαφοροποιείται από τις απλές «συστάσεις» οι οποίες δεν έχουν, κατ’ αρχήν, οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική συνέπεια ( 13 ). Τούτου λεχθέντος, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει ο HBDI, δεν θεωρώ λυσιτελή την αναλογία προς το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ στο παρόν πλαίσιο, και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι δεν βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του ΓΚΠΔ.

38.

Η έλλειψη νομικού ορισμού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έτεινε προς μια ευρεία έννοια, ικανή να περιλαμβάνει πλείονες πράξεις που μπορούν να επηρεάζουν το υποκείμενο των δεδομένων με πλείονες τρόπους. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, η «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ μπορεί είτε να παράγει «έννομα αποτελέσματα» είτε να επηρεάζει το υποκείμενο των δεδομένων «με παρόμοιο τρόπο», και τούτο συνεπάγεται ότι η επίμαχη «απόφαση» μπορεί να έχει επιπτώσεις οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκην νομικές, αλλά μάλλον οικονομικές και κοινωνικές. Δεδομένου ότι σκοπός του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ είναι η προστασία των φυσικών προσώπων από τα δυνητικώς μεροληπτικά και άδικα αποτελέσματα της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, φρονώ ότι επιβάλλεται η επίδειξη ιδιαίτερης προσοχής, η οποία πρέπει να εκτείνεται επίσης στην ερμηνεία του εν λόγω κανόνα.

39.

Τέλος, υπογραμμίζεται ότι, στο μέτρο που οι πράξεις που αποδίδονται σε ιδιωτικό χρηματοδοτικό ίδρυμα μπορούν επίσης να έχουν σοβαρές συνέπειες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία δράσης του υποκειμένου των δεδομένων σε οικονομία της αγοράς, ιδίως όταν πρόκειται να πιστοποιηθεί η φερεγγυότητα του αιτούντος πίστωση ( 14 ), δεν διακρίνω κανέναν αντικειμενικό λόγο περιορισμού της έννοιας της «απόφασης» αποκλειστικά και μόνον στον δημόσιο τομέα, ήτοι στη σχέση μεταξύ του Δημοσίου και του πολίτη, όπως εμμέσως συνάγεται από την αναλογία που προτείνει ο HBDI. Φρονώ ότι ο χαρακτηρισμός ως «απόφασης» της λήψης θέσης έναντι του υποκειμένου των δεδομένων απαιτεί κατά περίπτωση εξέταση, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων και της σοβαρότητας των αποτελεσμάτων στην έννομη, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του εν λόγω προσώπου ( 15 ).

40.

Βάσει των κριτηρίων που εκτέθηκαν στα ανωτέρω σημεία, πρέπει να εξακριβωθεί εν συνεχεία ποια είναι η κρίσιμη «απόφαση» εν προκειμένω. Όπως προεκτέθηκε, υπάρχει, αφενός, η πράξη με την οποία μια τράπεζα δέχεται ή αρνείται να χορηγήσει πίστωση στον αιτούντα και, αφετέρου, η βαθμολογία που προκύπτει από διαδικασία κατάρτισης προφίλ η οποία πραγματοποιείται από τη SCHUFA. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δυνατόν να δοθεί κατηγορηματική απάντηση στο ως άνω ερώτημα, διότι ο χαρακτηρισμός εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ειδικότερα, ουσιαστική σημασία έχει ο τρόπος διάρθρωσης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η εν λόγω διαδικασία περιλαμβάνει συνήθως πλείονα στάδια, όπως την κατάρτιση προφίλ, τη δημιουργία της βαθμολογίας και την καθαυτό απόφαση που αφορά τη χορήγηση της πίστωσης.

41.

Είναι πρόδηλο ότι, εφόσον ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της εν λόγω διαδικασίας, καμία διάταξη δεν το εμποδίζει να αναθέτει ορισμένα καθήκοντα, μέσω σύμβασης, σε γραφείο οικονομικών πληροφοριών, όπως, για παράδειγμα, την κατάρτιση προφίλ και τη βαθμολόγηση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ουδόλως επιβάλλει τα εν λόγω καθήκοντα να ασκούνται από ένα ή πλείονα όργανα. Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι η ενδεχόμενη ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων σε εξωτερικό πάροχο υπηρεσιών δεν διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην ανάλυση, καθότι τέτοια ανάθεση υπαγορεύεται συνήθως από οικονομικούς και οργανωτικούς παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να διαφέρουν κατά περίπτωση.

42.

Αντιθέτως, καθοριστικής σημασίας είναι η πτυχή που συνδέεται με το αν η διαδικασία λήψης αποφάσεων έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε η βαθμολόγηση από το γραφείο οικονομικών πληροφοριών να προδιαγράφει την απόφαση του χρηματοδοτικού ιδρύματος να χορηγήσει ή να αρνηθεί να χορηγήσει την πίστωση. Εάν η βαθμολόγηση πραγματοποιείται χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επαληθεύσει το αποτέλεσμά της και την ορθότητα της απόφασης που πρόκειται να ληφθεί έναντι του αιτούντος πίστωση, είναι λογικό να θεωρηθεί ότι συνιστά η ίδια την «απόφαση» που μνημονεύεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

43.

Αντίθετη άποψη, βασισμένη στο γεγονός ότι η απόφαση χορήγησης ή άρνησης χορήγησης της πίστωσης λαμβάνεται τυπικά από το χρηματοδοτικό ίδρυμα, όχι μόνον θα συνιστούσε υπέρμετρη τυπολατρία, αλλά ουδόλως θα λάμβανε υπόψη τις ειδικές περιστάσεις μιας τέτοιας περίπτωσης. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο διότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ουδόλως επιτάσσει να έχει η «απόφαση» συγκεκριμένη μορφή. Καθοριστικής σημασίας παράγοντας είναι το αποτέλεσμα που η «απόφαση» παράγει για το υποκείμενο των δεδομένων. Δεδομένου ότι μια αρνητική βαθμολογία μπορεί, αφ’ εαυτής, να έχει δυσμενή αποτελέσματα για το υποκείμενο των δεδομένων, ήτοι να περιορίσει αισθητά την άσκηση των ελευθεριών του, ακόμη και να το στιγματίσει στην κοινωνία, δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί «απόφαση» κατά την έννοια της προμνησθείσας διάταξης, όταν το χρηματοδοτικό ίδρυμα αποδίδει στην εν λόγω βαθμολογία πρωταρχική σημασία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ( 16 ). Συγκεκριμένα, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αιτών πίστωση επηρεάζεται ήδη από το στάδιο αξιολόγησης της φερεγγυότητάς του από το γραφείο οικονομικών πληροφοριών και όχι μόνο στο τελικό στάδιο άρνησης χορήγησης πίστωσης, κατά το οποίο το χρηματοδοτικό ίδρυμα εφαρμόζει απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης στη συγκεκριμένη περίπτωση ( 17 ).

44.

Δεδομένου ότι, πρώτον, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ επιτάσσει η επίμαχη απόφαση να λαμβάνεται «αποκλειστικά» βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας ( 18 ) και, δεύτερον, το γράμμα μιας διάταξης συνιστά, κατά κανόνα, το όριο κάθε ερμηνείας, είναι αναγκαίο η αυτοματοποιημένη επεξεργασία να παραμείνει το μόνο στοιχείο που δικαιολογεί την προσέγγιση του χρηματοδοτικού ιδρύματος έναντι του αιτούντος πίστωση. Τούτο θα συνέβαινε εάν υπήρχε ανθρώπινη συμμετοχή στο πλαίσιο της διαδικασίας, χωρίς εντούτοις να μπορεί να επηρεάσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και της τελικής απόφασης. Το γραφείο οικονομικών πληροφοριών θα έπρεπε να λαμβάνει εν τοις πράγμασι την τελική απόφαση για το χρηματοδοτικό ίδρυμα. Τούτο εξαρτάται από τους εσωτερικούς κανόνες και τις εσωτερικές πρακτικές του οικείου χρηματοδοτικού ιδρύματος, οι οποίες δεν πρέπει γενικά να του καταλείπουν οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή της βαθμολογίας σε αίτηση πίστωσης.

45.

Πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα πραγματικό ζήτημα το οποίο μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εκτιμηθεί καλύτερα από τα εθνικά δικαστήρια. Επομένως, προτείνω να ανατεθεί στο αιτούν δικαστήριο το καθήκον να εξακριβώσει το ίδιο σε ποιο μέτρο το χρηματοδοτικό ίδρυμα δεσμεύεται γενικά από τη βαθμολόγηση που πραγματοποιεί γραφείο οικονομικών πληροφοριών, όπως η SCHUFA, λαμβάνοντας υπόψη τα προμνησθέντα κριτήρια ( 19 ). Θα βασιστώ στις πληροφορίες που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής προκειμένου να δώσω χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

46.

Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ακόμη και αν η ανθρώπινη παρέμβαση είναι κατ’ αρχήν ακόμη δυνατή στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, η απόφαση σύναψης συμβατικής σχέσης με το υποκείμενο των δεδομένων «καθορίζεται στην πράξη σε τέτοιον βαθμό από τη βαθμολογία που έχει διαβιβάσει το γραφείο οικονομικών πληροφοριών ώστε διαπερνά την απόφαση του τρίτου υπευθύνου επεξεργασίας». Κατά το αιτούν δικαστήριο, «για το ενδεχόμενο και τον τρόπο συνάψεως συμβάσεως μεταξύ του τρίτου υπευθύνου επεξεργασίας και του υποκειμένου των δεδομένων αποφασίζει κατά κανόνα η βαθμολογία που έχει διαμορφωθεί βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας από το γραφείο οικονομικών πληροφοριών». Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει επίσης ότι, καίτοι ο τρίτος δεν πρέπει να εξαρτά την απόφασή του από τη βαθμολογία και μόνον, πλην όμως «αυτό κάνει κατά κανόνα στην πράξη». Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι «μολονότι μπορεί παρά την κατ’ αρχήν επαρκή βαθμολογία να μη χορηγηθεί πίστωση (για άλλους λόγους, όπως για παράδειγμα, λόγω ελλείψεως εγγυήσεων ή λόγω αμφιβολιών ως προς την επιτυχία της προς χρηματοδότηση επενδύσεως), η μη επαρκής βαθμολογία, αντιθέτως, οδηγεί σχεδόν πάντα, τουλάχιστον στον τομέα των καταναλωτικών δανείων, σε άρνηση της πιστώσεως, έστω και αν η επένδυση φαίνεται κατά τα λοιπά επικερδής». Τέλος, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι «η αποφασιστική σημασία που έχουν οι βαθμολογίες κατά τη χορήγηση πιστώσεων και τη διαμόρφωση των όρων τους διαφαίνεται και από την περιπτωσιολογία ενώπιον της εποπτικής αρχής προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

47.

Με την επιφύλαξη της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών την οποία πρέπει να διενεργεί κάθε εθνικό δικαστήριο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, φρονώ ότι οι ανωτέρω παρατηρήσεις υποδηλώνουν ότι η βαθμολογία που το γραφείο οικονομικών πληροφοριών διαμορφώνει και κοινοποιεί σε χρηματοδοτικό ίδρυμα τείνει γενικά να προδιαγράφει την απόφαση του εν λόγω ιδρύματος όσον αφορά τη χορήγηση ή την άρνηση χορήγησης της πίστωσης στο υποκείμενο των δεδομένων και, επομένως, η εν λόγω λήψη θέσης πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει μόνον αμιγώς τυπικό χαρακτήρα στο πλαίσιο της διαδικασίας ( 20 ). Ως εκ τούτου, η ίδια η βαθμολογία θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει χαρακτήρα «απόφασης» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

48.

Φρονώ ότι το ως άνω συμπέρασμα είναι εύλογο, καθότι κάθε άλλη ερμηνεία θα ανέτρεπε τον σκοπό που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης με την εν λόγω διάταξη, ήτοι την προστασία των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων. Όπως ορθώς εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, η στενή ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ θα συνεπαγόταν κενό στην έννομη προστασία: το γραφείο οικονομικών πληροφοριών από το οποίο θα έπρεπε να ληφθούν οι πληροφορίες που ζητεί το υποκείμενο των δεδομένων δεν υποχρεούται να τις παράσχει δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ, διότι θεωρείται ότι δεν προβαίνει το ίδιο σε «αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δε χρηματοδοτικό ίδρυμα το οποίο λαμβάνει την απόφασή του βάσει της βαθμολογίας που διαμορφώνεται με αυτοματοποιημένο τρόπο και το οποίο υποχρεούται να παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να τις παράσχει διότι δεν διαθέτει τις εν λόγω πληροφορίες.

49.

Κατά συνέπεια, το χρηματοδοτικό ίδρυμα δεν θα ήταν σε θέση να ελέγξει την αξιολόγηση της φερεγγυότητας του αιτούντος πίστωση σε περίπτωση αμφισβήτησης της απόφασης, όπως επιτάσσει το άρθρο 22, παράγραφος 3, του ΓΚΠΔ, ή να διασφαλίσει δίκαιη, διαφανή και χωρίς διακρίσεις επεξεργασία με κατάλληλες μαθηματικές ή στατιστικές διαδικασίες και με κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, όπως επιτάσσει η αιτιολογική σκέψη 71, έκτη περίοδος, του ΓΚΠΔ ( 21 ). Προς αποφυγή τέτοιας κατάστασης, η οποία είναι σαφές ότι θα αντέβαινε στον νομοθετικό σκοπό που μνημονεύθηκε στο προηγούμενο σημείο, προτείνω μια ερμηνεία του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ η οποία λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές επιπτώσεις της βαθμολόγησης στην κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων.

50.

Φρονώ ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι εύλογη, καθότι το γραφείο οικονομικών πληροφοριών θα πρέπει να είναι γενικά η μόνη οντότητα η οποία είναι σε θέση να ενεργήσει κατόπιν αιτημάτων του υποκειμένου των δεδομένων, βασισμένων σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από τον ΓΚΠΔ, ήτοι το δικαίωμα διόρθωσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 16 του ΓΚΠΔ, σε περίπτωση που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που χρησιμοποιήθηκαν για τη βαθμολόγηση αποδεικνύονται ανακριβή, καθώς και το δικαίωμα διαγραφής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17 του ΓΚΠΔ, σε περίπτωση που τα εν λόγω δεδομένα υποβλήθηκαν σε παράνομη επεξεργασία. Στο μέτρο που το χρηματοδοτικό ίδρυμα δεν συμμετέχει κατά κανόνα ούτε στη συλλογή των εν λόγω δεδομένων ούτε στην κατάρτιση προφίλ όταν τα συγκεκριμένα καθήκοντα ανατίθενται σε τρίτο, μπορεί ευλόγως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είναι σε θέση να διασφαλίσει αποτελεσματικά τον σεβασμό των εν λόγω δικαιωμάτων. Το υποκείμενο των δεδομένων δεν θα πρέπει, όμως, να υποχρεούται να υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες μιας τέτοιας ανάθεσης καθηκόντων.

51.

Φρονώ ότι αποτελεσματικότερος τρόπος διασφάλισης της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, ήτοι του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής ζωής του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, είναι να θεωρηθεί το γραφείο οικονομικών πληροφοριών υπεύθυνο, λόγω της διαμόρφωσης της βαθμολογίας –και όχι λόγω της μεταγενέστερης χρήσης της– καθότι κάθε ενδεχόμενη ζημία απορρέει, τελικώς, από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου η βαθμολογία που διαμορφώνει το γραφείο οικονομικών πληροφοριών να χρησιμοποιηθεί από πλήθος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, φαίνεται εύλογο να παρέχεται στο υποκείμενο των δεδομένων η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του απευθείας έναντι αυτού.

52.

Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, εκτιμώ ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ πληρούνται και, επομένως, η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης.

γ)   Η έκταση του δικαιώματος ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ

53.

Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται η σημασία της πλήρους εκπλήρωσης, από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, των υποχρεώσεων ενημέρωσης που υπέχει έναντι του υποκειμένου των δεδομένων. Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λάβει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας όχι μόνον την επιβεβαίωση για το αν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υποβάλλονται ή όχι σε επεξεργασία, αλλά και άλλες πληροφορίες, όπως την ύπαρξη αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, κατά την έννοια του άρθρου 22 του ΓΚΠΔ, σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λογική που ακολουθείται, καθώς και τη σημασία και τις προβλεπόμενες συνέπειες της εν λόγω επεξεργασίας για το υποκείμενο των δεδομένων.

54.

Δεδομένου ότι η SCHUFA αρνήθηκε να αποκαλύψει στην προσφεύγουσα ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού, με την αιτιολογία ότι συνιστά επιχειρηματικό απόρρητο, είναι κρίσιμο να διευκρινιστεί η έκταση του δικαιώματος ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ, ειδικότερα όσον αφορά την υποχρέωση παροχής «σημαντικών πληροφοριών σχετικά μετη λογική που ακολουθείται». Κατά τη γνώμη μου, η συγκεκριμένη διάταξη έχει την έννοια ότι καλύπτει, κατ’ αρχήν, και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιεί γραφείο οικονομικών πληροφοριών προκειμένου να διαμορφώσει μια βαθμολογία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα τα οποία πρέπει να προστατευθούν. Συναφώς, υπενθυμίζεται η αιτιολογική σκέψη 63 του ΓΚΠΔ από την οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το «δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα […] δεν θα πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα ή τις ελευθερίες άλλων, όπως το επαγγελματικό απόρρητο ή το δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας και, ειδικότερα, το δικαίωμα δημιουργού που προστατεύει το λογισμικό» (η υπογράμμιση δική μου).

55.

Από την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 58 και 63 του ίδιου κανονισμού, αντλούνται πλείονα συμπεράσματα. Πρώτον, είναι πρόδηλο ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε πλήρη επίγνωση των συγκρούσεων που μπορούν να ανακύψουν μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη, και, αφετέρου, του δικαιώματος προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη. Δεύτερον, είναι σαφές ότι βούληση του νομοθέτη δεν ήταν να διασφαλίσει την προστασία ενός θεμελιώδους δικαιώματος εις βάρος της προστασίας άλλου. Αντιθέτως, διεξοδικότερη ανάλυση των διατάξεων του ΓΚΠΔ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των ευθυνών.

56.

Η επισήμανση του νομοθέτη της Ένωσης, στην αιτιολογική σκέψη 63 του ΓΚΠΔ, κατά την οποία «οι παράγοντες αυτοί δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την άρνηση παροχής κάθε πληροφορίας στο υποκείμενο των δεδομένων» ( 22 ) έχει, κατά τη γνώμη μου, την έννοια ότι πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να παρέχονται ελάχιστες πληροφορίες προκειμένου να μην θίγεται το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, μολονότι η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου ή της διανοητικής ιδιοκτησίας συνιστά, κατ’ αρχήν, για ένα γραφείο οικονομικών πληροφοριών, νόμιμο λόγο άρνησης αποκάλυψης του αλγορίθμου που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βαθμολογίας του υποκειμένου των δεδομένων, δεν μπορεί εντούτοις να δικαιολογήσει σε καμία περίπτωση την πλήρη άρνηση παροχής πληροφοριών. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν υπάρχουν κατάλληλα μέσα επικοινωνίας, τα οποία διευκολύνουν την κατανόηση, διασφαλίζοντας συγχρόνως κάποιον βαθμό εμπιστευτικότητας.

57.

Φρονώ ότι, στο πλαίσιο αυτό, ιδιαιτέρως κρίσιμο είναι το άρθρο 12, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, δυνάμει του οποίου «[ο] υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων κάθε πληροφορία [δυνάμει του άρθρου 15] σχετικά με την επεξεργασία σε συνοπτική, διαφανή, κατανοητή και εύκολα προσβάσιμη μορφή, χρησιμοποιώντας σαφή και απλή διατύπωση» ( 23 ). Η συγκεκριμένη διάταξη επιρρωννύει τη συλλογιστική που προεκτέθηκε, στο μέτρο που από αυτήν προκύπτει ότι πραγματικός σκοπός του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του ΓΚΠΔ είναι να διασφαλίζεται ότι το υποκείμενο των δεδομένων λαμβάνει πληροφορίες σε κατανοητή και προσβάσιμη μορφή, σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κατά τη γνώμη μου, οι ως άνω απαιτήσεις αποκλείουν εξαρχής την ενδεχόμενη υποχρέωση αποκάλυψης του αλγορίθμου, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητάς του. Συγκεκριμένα, η χρησιμότητα της ανακοίνωσης ενός ιδιαιτέρως πολύπλοκου τύπου θα ήταν αμφίβολη, εάν δεν παρέχονται οι σχετικές αναγκαίες επεξηγήσεις. Επ’ αυτού, εφιστάται η προσοχή στην αιτιολογική σκέψη 58 του ΓΚΠΔ, από την οποία προκύπτει ότι η πλήρωση των απαιτήσεων που προεκτέθηκαν έχει ιδιαίτερη σημασία «σε περιπτώσεις στις οποίες […] η πολυπλοκότητα των χρησιμοποιούμενων τεχνολογιών καθιστ[ά] δύσκολο για το υποκείμενο των δεδομένων να γνωρίζει και να κατανοεί εάν, από ποιον και για ποιο σκοπό συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν» ( 24 ).

58.

Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, θεωρώ ότι η υποχρέωση παροχής «σημαντικών πληροφοριών σχετικά με τη λογική που ακολουθείται» έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει αρκούντως λεπτομερείς επεξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της βαθμολογίας και τους λόγους που οδήγησαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Γενικά, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων συνολικές πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και σχετικά με την αντίστοιχη βαρύτητά τους συγκεντρωτικά, οι οποίες είναι επίσης χρήσιμες για την αμφισβήτηση κάθε «απόφασης» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ ( 25 ).

δ)   Απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα

59.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έχει την έννοια ότι η αυτοματοποιημένη παραγωγή μιας τιμής πιθανότητας ως προς τη μελλοντική ικανότητα του υποκειμένου των δεδομένων να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις πιστώσεως συνιστά απόφαση η οποία λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας –συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ– και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο, όταν η εν λόγω τιμή που έχει υπολογιστεί βάσει δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων διαβιβάζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε τρίτο υπεύθυνο επεξεργασίας και, βάσει καθιερωμένης πρακτικής, κάθε τρίτος βασίζει κατά κύριο λόγο την απόφασή του για τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικής σχέσεως με το υποκείμενο των δεδομένων στην εν λόγω τιμή.

2.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

60.

Μολονότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε μόνον για την περίπτωση που θα δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, φρονώ ότι είναι λυσιτελές και στην περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βαθμολόγηση εμπίπτει στην απαγόρευση αυτοματοποιημένης λήψης απόφασης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Σε τέτοια περίπτωση, όπως ορθώς επισημαίνει η Φινλανδική Κυβέρνηση, θα πρέπει να εξεταστεί αν χωρεί εξαίρεση από την εν λόγω απαγόρευση δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ. Κατά την εν λόγω διάταξη, η απαγόρευση δεν ισχύει «όταν η απόφαση […]επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας».

61.

Η ως άνω διάταξη περιέχει ρητή κανονιστική διακριτική ευχέρεια όταν η αυτοματοποιημένη κατάρτιση προφίλ την οποία αφορά βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο κράτους μέλους. Εάν βασίζεται στο δίκαιο κράτους μέλους, η εθνική νομοθεσία πρέπει να προβλέπει ειδικές εγγυήσεις για το υποκείμενο των δεδομένων. Το Δικαστήριο θα πρέπει, επομένως, να εξακριβώσει αν μπορεί να συναχθεί ότι τούτο «επιτρέπεται» από το άρθρο 6 του ίδιου του ΓΚΠΔ ή από εθνική διάταξη η οποία θεσπίστηκε διά παραπομπής σε νομική βάση προβλεπόμενη στον ΓΚΠΔ. Φρονώ ότι η δεύτερη ως άνω περίπτωση χρήζει διεξοδικής ανάλυσης, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η συμβατότητα του άρθρου 31 του BDSG προς τα άρθρα 6 και 22 του ΓΚΠΔ, και τούτο απαιτεί τα άρθρα 6 και 22 του ΓΚΠΔ να μπορούν να συνιστούν κατάλληλη νομική βάση.

α)   Η ύπαρξη νομικής βάσης στον ΓΚΠΔ με την οποία ανατίθενται κανονιστικές αρμοδιότητες στα κράτη μέλη

62.

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ακριβώς επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη του, καμία από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 22 του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για τη θέσπιση εθνικής διάταξης όπως αυτής του άρθρου 31 του BDSG, με την οποία διατυπώνονται ορισμένοι κανόνες σχετικά με τη βαθμολόγηση. Επομένως, τίθεται το ζήτημα του αν ο εθνικός νομοθέτης εφάρμοσε προσηκόντως τις διατάξεις του ΓΚΠΔ οι οποίες του παρέχουν διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό εθνικών κανόνων σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του ΓΚΠΔ, ακόμη και για τη θέσπιση παρεκκλίσεων από τις διατάξεις του ΓΚΠΔ, σε ορισμένες περιπτώσεις. Η απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι δυσχερής, καθότι ο Γερμανός νομοθέτης δεν μνημονεύει ρήτρα παρέκκλισης στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ( 26 ). Εντούτοις, είναι κρίσιμη κατά μείζονα λόγο διότι το άρθρο 31, παράγραφος 1, σημείο 1, του BDSG ορίζει ρητώς ότι η βαθμολόγηση «επιτρέπεται μόνον εφόσον έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του δικαίου προστασίας των δεδομένων» (η υπογράμμιση δική μου). Όπως θα εκθέσω κατωτέρω, πλείονα στοιχεία με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

1) Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ

63.

Εκ προοιμίου, πρέπει να μνημονευθεί η διάταξη του άρθρου 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να επιτρέπουν απόφαση που λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ, και η οποία θα μπορούσε, επομένως, να αποτελέσει τη νομική βάση. Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι η εν λόγω παράγραφος 2 δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η βαθμολόγηση δενεμπίπτει στην απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα και από την όλη οικονομία του άρθρου 22 του ΓΚΠΔ, η εφαρμογή της παραγράφου 2 προϋποθέτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Ως εκ τούτου, είναι πρόδηλο ότι η εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ θα πρέπει να αποκλειστεί εάν δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

64.

Για λόγους πληρότητας και λαμβανομένης υπόψη της καταφατικής απάντησης που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εκτιμώ ότι πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω διάταξης σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι η βαθμολόγηση που πραγματοποιείται από γραφείο οικονομικών πληροφοριών συνιστά «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1. Εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, παραμένουν αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα το άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού να αποτελεί τη νομική βάση, και τούτο για διάφορους λόγους.

65.

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 22 του ΓΚΠΔ αφορά μόνον τις αποφάσεις που λαμβάνονται «αποκλειστικά» βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, ενώ, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 31 του BDSG περιέχει, αδιακρίτως, κανόνες που εφαρμόζονται επίσης στις μη αυτοματοποιημένες αποφάσεις, ρυθμίζοντας συγχρόνως τη νομιμότητα της χρήσης της επεξεργασίας δεδομένων για τη διαμόρφωση βαθμολογιών. Με άλλα λόγια, το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 του BDSG είναι πολύ ευρύτερο από εκείνο του άρθρου 22 του ΓΚΠΔ ( 27 ). Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο αν το άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση.

66.

Δεύτερον, όπως επισήμανε και το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 31 του BDSG ρυθμίζει τη «χρήση» μιας τιμής πιθανότητας από οικονομικούς φορείς, όχι όμως και τη «διαμόρφωσή» της από γραφεία οικονομικών πληροφοριών, ζήτημα το οποίο αποτελεί εντούτοις το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος. Τούτο συνάγεται επίσης από τις παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβέρνησης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Όπως εξέθεσα τεκμηριωμένα στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το άρθρο 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ έχει επίσης εφαρμογή στο στάδιο της «διαμόρφωσης» της βαθμολογίας και όχι μόνον στο στάδιο της «χρήσης» της από χρηματοδοτικό ίδρυμα, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ( 28 ). Με άλλα λόγια, σκοπός του άρθρου 31 του BDSG είναι η ρύθμιση περίπτωσης διαφορετικής από εκείνη που εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22 του ΓΚΠΔ, στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔπρέπει να αποκλειστεί ως νομική βάση για τη λήψη εθνικού νομοθετικού μέτρου όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 31 του BDSG.

2) Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, του ΓΚΠΔ

i) Επί των ρητρών με τις οποίες ανατίθενται κανονιστικές αρμοδιότητες στα κράτη μέλη

67.

Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον πληρούται η προϋπόθεση που αφορά έναν από τους λόγους επεξεργασίας που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, πρόκειται περί εξαντλητικού και περιοριστικού καταλόγου των περιπτώσεων στις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη ( 29 ). Επομένως, για να μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη, η διαμόρφωση βαθμολογίας από γραφείο οικονομικών πληροφοριών πρέπει να εμπίπτει σε μια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην ως άνω διάταξη.

68.

Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα μπορούσε κατ’ αρχήν να έχει εφαρμογή το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹκαι στʹ, του ΓΚΠΔ. Κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή της εφαρμογής των κανόνων του ΓΚΠΔ. Διευκρινίζεται, όμως, ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον με σκοπό την τήρηση του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχεία γʹκαι εʹ. Ομοίως, το άρθρο 6, παράγραφος 3, προβλέπει ότι η βάση για την επεξεργασία ορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, εφόσον η επεξεργασία αφορά τις περιπτώσεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, στοιχεία γʹκαι εʹ.

69.

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ειδικότερους κανόνες όταν η επεξεργασία είναι «απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας» ή «απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας». Οι ως άνω προϋποθέσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αυστηρή ρύθμιση της κανονιστικής εξουσίας των κρατών μελών, αποκλείοντας, επομένως, την αυθαίρετη χρήση των ρητρών παρέκκλισης που προβλέπονται στον ΓΚΠΔ, η οποία θα μπορούσε να παρεμποδίσει τον σκοπό της εναρμόνισης του δικαίου στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

70.

Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, στο μέτρο που ορισμένες από τις ως άνω ρήτρες χρησιμοποιούν την ορολογία του ΓΚΠΔ, χωρίς να προβλέπουν οποιαδήποτε ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών, οι χρησιμοποιούμενοι όροι πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο ( 30 ). Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξακριβωθεί κατωτέρω αν η ρύθμιση του άρθρου 31 του BDSG εμπίπτει σε οποιονδήποτε από τους δικαιολογητικούς λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ.

ii) Νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων

– Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ

71.

Από το στοιχείο βʹτης ως άνω διάταξης προκύπτει ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και εφόσον είναι απαραίτητη «για την εκτέλεση σύμβασης της οποίας το υποκείμενο των δεδομένων είναι συμβαλλόμενο μέρος» ή «για να ληφθούν μέτρα κατ’ αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων πριν από τη σύναψη σύμβασης», Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι υπηρεσίες των γραφείων οικονομικών πληροφοριών χρησιμοποιούνται στο στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης σε εξαιρετικές μόνον περιπτώσεις. Το σημαντικότερο στάδιο είναι το στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης, κατά το οποίο λαμβάνονται συνήθως πληροφορίες σχετικά με τη φερεγγυότητα. Φρονώ ότι η υποβολή αίτησης παροχής πληροφοριών σε γραφείο οικονομικών πληροφοριών με σκοπό την εξακρίβωση της φερεγγυότητας επιτρέπεται βάσει της ως άνω διάταξης ( 31 ). Εντούτοις, διευκρινίζεται ότι η εν λόγω διάταξη επιτρέπει μόνον τη διενέργεια ερευνών φερεγγυότητας από δυνητικούς συμβαλλομένους, πιστωτές ή/και παρόχους νομικών υπηρεσιών και θέτει τοιουτοτρόπως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη νόμιμη συλλογή δεδομένων από τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη διάταξη δεν επαρκεί, αφ’ εαυτής, για να αποτελέσει τη νομική βάση που θα νομιμοποιεί γενικά τις δραστηριότητες γραφείου οικονομικών πληροφοριών ( 32 ).

72.

Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι κωδικοποιεί έναν λόγο νομιμότητας της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ δεν αφορά καμία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3, κατά τις οποίες τα κράτη μέλη διαθέτουν κανονιστική αρμοδιότητα. Ως εκ τούτου, στο μέτρο που το άρθρο 6 του ΓΚΠΔ περιέχει εξαντλητική απαρίθμηση των εν λόγω περιπτώσεων, εθνική διάταξη όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 31 του BDSG δεν μπορεί να θεσπιστείαποκλειστικά και μόνον βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ΓΚΠΔ.

– Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ΓΚΠΔ

73.

Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ΓΚΠΔ αφορά την επεξεργασία που σχετίζεται με τη συμμόρφωση προς «έννομη υποχρέωση» του υπευθύνου επεξεργασίας. Τούτο προϋποθέτει απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλει το ίδιο το κράτος. Αντιθέτως, η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις αστικού δικαίου, για παράδειγμα σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ χρηματοδοτικού ιδρύματος και γραφείου οικονομικών πληροφοριών. Εντούτοις, τα χρηματοδοτικά ιδρύματα τα οποία πρέπει να βεβαιωθούν για τη φερεγγυότητα των πελατών τους δυνάμει των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει το εθνικό δίκαιο μπορούν να στηρίζονται στη συγκεκριμένη νομική βάση για τις αντίστοιχες αιτήσεις παροχής πληροφοριών, ώστε να διασφαλίζεται, από την άποψη του γραφείου οικονομικών πληροφοριών, η απόλυτη νομιμότητα των εν λόγω αιτήσεων. Αντιθέτως, η «διαμόρφωση» βαθμολογίας από το γραφείο οικονομικών πληροφοριών δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο το οποίο λαμβάνεται για τη συμμόρφωση προς «έννομη υποχρέωση» που επιβάλλεται στο εν λόγω γραφείο, δεδομένου ότι τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται στο εθνικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν θα ήταν βάσιμη η επίκληση του στοιχείου γʹως νομικής βάσης προκειμένου η δραστηριότητα της βαθμολόγησης να καταστεί νόμιμη επεξεργασία δεδομένων.

– Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ

74.

Εν συνεχεία τίθεται το ζήτημα του αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ θα μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 31 του BDSG. Τούτο θα συνέβαινε εάν η επεξεργασία ήταν «απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας». Αφενός, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, όπως προκύπτει από τον νομοθετικό σκοπό του άρθρου 31 του BDSG, ο οποίος αντικατοπτρίζεται στον τίτλο της συγκεκριμένης διάταξης του εθνικού δικαίου («Προστασία των οικονομικών συναλλαγών στο πλαίσιο της βαθμολογήσεως και της παροχής πληροφοριών σχετικά με τη φερεγγυότητα»), και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ( 33 ), ότι τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας μιας χώρας ( 34 ).

75.

Συγκεκριμένα, στο μέτρο που διαθέτουν σε τρίτους πληροφορίες σχετικά με τη φερεγγυότητα συγκεκριμένων προσώπων, τα εν λόγω γραφεία συμβάλλουν στην προστασία των καταναλωτών, αποτρέποντας τον κίνδυνο υπερχρέωσης ( 35 ), αλλά και στην προστασία των επιχειρήσεων που πωλούν στα εν λόγω πρόσωπα εμπορεύματα ή τους χορηγούν πίστωση. Τα εν λόγω γραφεία διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εμποδίζοντας τη χορήγηση πίστωσης με ανεύθυνο τρόπο σε δανειολήπτες οι οποίοι εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεών τους ( 36 ). Ελλείψει αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν θα είχε στην πράξη τη δυνατότητα να εξασφαλίσει πίστωση λόγω των αναρίθμητων κινδύνων, οι δε οικονομικές συναλλαγές την εποχή των πληροφοριών θα καθίσταντο σημαντικά δυσχερέστερες και οι απόπειρες απάτης δεν θα γίνονταν αντιληπτές. Από την άποψη αυτή, μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν, κατά τα φαινόμενα, τον Γερμανό νομοθέτη στη θέσπιση του άρθρου 31 του BDSG.

76.

Εξάλλου, μολονότι γίνεται δεκτό ότι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μπορούν να ενεργούν για το δημόσιο συμφέρον, είναι πρόδηλο ότι δεν μπορεί οποιοδήποτε «έννομο συμφέρον» να δικαιολογήσει την εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ. Η σχέση με την «άσκηση δημόσιας εξουσίας» και τις αιτιολογικές σκέψεις 45, 55 και 56 του ΓΚΠΔ υποδηλώνει μάλλον ότι η εν λόγω διάταξη αφορά, κατά πρώτον, τις δημόσιες αρχές υπό τη στενή του όρου έννοια καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ασκούν μέρος της δημόσιας εξουσίας και, κατά δεύτερον, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που επεξεργάζονται δεδομένα για σκοπούς δημόσιας υπηρεσίας, για παράδειγμα στους τομείς της «δημόσιας υγείας», της «κοινωνικής προστασίας» και της «διαχείρισης των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης», που μνημονεύονταιρητώς στην αιτιολογική σκέψη 45. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη διάταξη αφορά τα συνήθη καθήκοντα του κράτους.

77.

Ομοίως, παρατηρώ ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56 του ΓΚΠΔ γίνεται μνεία στις «επίσημα αναγνωρισμένες θρησκευτικές ενώσεις» και στα «πολιτικά κόμματα», ήτοι σε οργανώσεις οι οποίες, κατά τα κριτήρια του νομοθέτη της Ένωσης, ασκούν δραστηριότητες χάριν του δημόσιου συμφέροντος και επεξεργάζονται για τον σκοπό αυτό δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Υπό το πρίσμα της ως άνω διαπίστωσης, είναι αμφίβολο αν η συγκεκριμένη διάταξη μπορεί να καλύπτει επίσης τις δραστηριότητες των γραφείων οικονομικών πληροφοριών, περιλαμβανομένης της βαθμολόγησης. Τέτοια ερμηνεία θα διεύρυνε σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της διάταξης και θα καθιστούσε ιδιαιτέρως δυσχερή τον προσδιορισμό των ορίων της συγκεκριμένης ρήτρας παρέκκλισης ( 37 ).

78.

Επιπλέον των ανωτέρω παρατηρήσεων, επισημαίνεται στο πλαίσιο αυτό ότι, μολονότι σκοπός του άρθρου 31 του BDSG είναι η προστασία των οικονομικών συναλλαγών, στην εν λόγω διάταξη δεν μνημονεύεται κανένα συγκεκριμένο καθήκον των γραφείων οικονομικών πληροφοριών ( 38 ). Όπως προεξέθεσα με τις παρούσες προτάσεις, βασιζόμενος στις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με το εθνικό νομικό πλαίσιο, η εν λόγω διάταξη αφορά τη «χρήση» της βαθμολογίας από οικονομικούς φορείς και όχι τη «διαμόρφωση» της εν λόγω βαθμολογίας από γραφεία οικονομικών πληροφοριών ( 39 ). Στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης βρίσκεται, όμως, η νομιμότητα της εν λόγω δραστηριότητας. Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, εκτιμώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση εν προκειμένω.

– Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ

79.

Εν συνεχεία πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη δραστηριότητα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 40 ), η επίμαχη διάταξη προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις για τη σύννομη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι, πρώτον, την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους γνωστοποιούνται τα δεδομένα, δεύτερον, την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος και, τρίτον, την προϋπόθεση ότι δεν προέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων.

80.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος, υπενθυμίζω ότι ο ΓΚΠΔ και η νομολογία αναγνωρίζουν ευρύ φάσμα τέτοιων εννόμων συμφερόντων ( 41 ), διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να αναφέρει τα έννομα συμφέροντα που επιδιώκονται στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ. Όπως προεξέθεσα με τις παρούσες προτάσεις, ο νομοθετικός σκοπός του άρθρου 31 του BDSG συνίσταται στη διασφάλιση της νομιμότητας των δραστηριοτήτων που ασκούν γραφεία οικονομικών πληροφοριών, δεδομένου ότι, κατά τον Γερμανό νομοθέτη, τα εν λόγω γραφεία συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας μιας χώρας ( 42 ). Στο μέτρο που οι εν λόγω δραστηριότητες διασφαλίζουν την προστασία διαφόρων οικονομικών φορέων από τους κινδύνους που συνδέονται με την αφερεγγυότητα, οι οποίοι έχουν σοβαρές συνέπειες για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο παρόν στάδιο της ανάλυσης μπορεί να θεωρηθεί ότι η προμνησθείσα εθνική διάταξη επιδιώκει οικονομικό σκοπό ο οποίος μπορεί να συνιστά «έννομο συμφέρον» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ.

81.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την προϋπόθεση που αφορά την αναγκαιότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι παρεκκλίσεις και οι περιορισμοί της αρχής της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο ( 43 ). Επομένως, πρέπει να υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ της επεξεργασίας και του επιδιωκόμενου συμφέροντος, ελλείψει εναλλακτικών λύσεων που να σέβονται περισσότερο την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν αρκεί η επεξεργασία να είναι απλώς χρήσιμη για τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι διατηρεί ορισμένες αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της δραστηριότητας της βαθμολόγησης υπό το πρίσμα των διατάξεων του ΓΚΠΔ, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία πληροφορία η οποία να υποδηλώνει την ενδεχόμενη ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων τα οποία σέβονται περισσότερο την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ελλείψει πληροφοριών περί του αντιθέτου, τείνω να αναγνωρίσω κάποια διακριτική ευχέρεια στην επιλογή των κατάλληλων μέτρων για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

82.

Όσον αφορά, τέλος, τη στάθμιση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας και, αφετέρου, των συμφερόντων ή των θεμελιωδών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του υποκειμένου των δεδομένων, διαπιστώνεται ότι η στάθμιση των διαφόρων διακυβευόμενων συμφερόντων πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω από τον νομοθέτη. Θεσπίζοντας το άρθρο 31 του BDSG, ο Γερμανός νομοθέτης έδωσε προτεραιότητα στα οικονομικά συμφέροντα σε σχέση με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν, όμως, δυνατή μόνον εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ προέβλεπε ρήτρα που θα παρείχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν πιο ειδικές διατάξεις για την προσαρμογή των κανόνων του εν λόγω κανονισμού όσον αφορά την επεξεργασία. Εντούτοις, όπως θα εκθέσω κατωτέρω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

83.

Όπως προκύπτει σαφώς από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, του ΓΚΠΔ, η διατήρηση ή η θέσπιση πιο ειδικών διατάξεων επιτρέπεται μόνον για τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στοιχεία γʹκαι εʹ. Η προεκτεθείσα ανάλυση κατέδειξε ότι το άρθρο 31 του BDSG δεν αφορά καμία περίσταση η οποία θα μπορούσε να εμπίπτει στις ως άνω περιπτώσεις και τούτο αποκλείει ευλόγως τη δυνατότητα επίκλησης του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, του ΓΚΠΔ ως νομικής βάσης. Εφαρμογή στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο στʹ, όχι μόνον θα αντέβαινε στο γράμμα των συγκεκριμένων διατάξεων, αλλά θα ήταν επίσης αντίθετη στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως προκύπτει από το ιστορικό θέσπισης των εν λόγω διατάξεων.

84.

Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 95/46/ΕΚ ( 44 )–της νομικής πράξης που ίσχυε πριν από τον ΓΚΠΔ–, απέκειτο στα κράτη μέλη να «καθορίζουν […] τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα [ήταν] σύννομη». Το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την εν λόγω διάταξη καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς τους που καθιερώνει το άρθρο 5 της οδηγίας 95/46, να χαράσσουν «κατευθυντήριες αρχές» για τη στάθμιση που είναι αναγκαία δυνάμει του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ΓΚΠΔ δεν παρέχει πλέον τέτοια εξουσία στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, η έλλειψη ισοδύναμης διάταξης στον ΓΚΠΔ συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να χαράσσουν κατευθυντήριες αρχές στο εθνικό δίκαιό τους με σκοπό τη διευκρίνιση του«εννόμου συμφέροντος» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω κανονισμού ( 45 ).

85.

Η παραπομπή στις διατάξεις του κεφαλαίου IX που αφορούν «ειδικές περιπτώσεις επεξεργασίας», η οποία περιέχεται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, δεν έχει ως αποτέλεσμα να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ. Πρόκειται μάλλον για παραπομπή σε διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να θεσπίζουν πιο ειδικούς κανόνες σε συγκεκριμένους τομείς, ήτοι όταν η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση προς «έννομη υποχρέωση», κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο γʹ, ή για την εκπλήρωση «καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον» ή κατά την άσκηση «δημόσιας εξουσίας», στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο εʹ ( 46 ). Όπως προεκτέθηκε, οι ως άνω τομείς δεν έχουν, όμως, καμία σχέση με τις περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 31 του BDSG.

86.

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται επίσης ότι, μολονότι η πρόταση κανονισμού που υπέβαλε η Επιτροπή εξουσιοδοτούσε το εν λόγω θεσμικό όργανο να «εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις […] για τον περαιτέρω προσδιορισμό των προϋποθέσεων που αναφέρονται [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ] σε διάφορους τομείς και καταστάσεις επεξεργασίας, μεταξύ άλλων σε σχέση με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν παιδιά», ο νομοθέτης της Ένωσης δεν υιοθέτησε τη συγκεκριμένη πρόταση. Από την ανάλυση του ιστορικού θέσπισης της πράξης προκύπτει ότι οι κανονιστικές εξουσίες των κρατών μελών περιορίστηκαν χάριν μεγαλύτερης εναρμόνισης, προκειμένου να διασφαλιστεί συνεκτική και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως μαρτυρούν επίσης οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 9 και 10 του ΓΚΠΔ ( 47 ). Το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ.

87.

Τέλος, εκτιμώ ότι πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ είχε εφαρμογή, εθνική διάταξη, όπως η επίμαχη διάταξη του άρθρου 31 του BDSG, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή προς το δίκαιο της Ένωσης. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46 υπό την έννοια ότι «κράτος μέλος δεν μπορεί να υπαγορεύει σαφώς για [ορισμένες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα], το αποτέλεσμα της σταθμίσεως των αντιτιθεμένων δικαιωμάτων και συμφερόντων, χωρίς να επιτρέπει διαφορετικό αποτέλεσμα λόγω των ειδικών περιστάσεων συγκεκριμένης περιπτώσεως» ( 48 ). Δεδομένου ότι το γράμμα της ως άνω διάταξης είναι σχεδόν ταυτόσημο με εκείνο της διάταξης που την αντικατέστησε, ήτοι του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ, φρονώ ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία ισχύει ακόμη ( 49 ). Όπως, όμως, εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του εθνικού νομοθέτη δεδομένου ότι, στο μέτρο που το άρθρο 31 του BDSG επιτρέπει τη χρήση βαθμολογιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα οικονομικά συμφέροντα του εν λόγω τομέα αποκτούν προτεραιότητα σε σχέση με το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς εντούτοις να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με μη αποδεκτή διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ.

88.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προσηκόντως ως νομική βάση για τη θέσπιση εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 31 του BDSG.

– Ο δικαιολογητικός λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ

89.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 4, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 23, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ μνημονεύθηκαν ως νομική βάση κατά τη νομοθετική διαδικασία η οποία κατέληξε στη θέσπιση του άρθρου 31 του BDSG. Εντούτοις, εν συνεχεία, η ιδέα της χρησιμοποίησης των εν λόγω διατάξεων ως νομικής βάσης εγκαταλείφθηκε. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι προμνησθείσες διατάξεις δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

90.

Ελλείψει λεπτομερέστερων πληροφοριών, δεν είναι δυνατόν να εκφέρω γνώμη όσον αφορά την ενδεχόμενη δυνατότητα εφαρμογής των προμνησθεισών διατάξεων. Εξάλλου, τούτο δεν είναι αναγκαίο, εφόσον, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, οι εν λόγω διατάξεις δεν διαδραμάτισαν κανέναν ρόλο κατά τη νομοθετική διαδικασία ( 50 ).

iii) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

91.

Στα ανωτέρω σημεία, εξέτασα το ζήτημα του αν τα άρθρα 6 και 22 του ΓΚΠΔ μπορούν να αποτελέσουν τη νομική βάση για τη θέσπιση εθνικής διάταξης, όπως αυτής του άρθρου 31 του BDSG, προκειμένου να δικαιολογηθεί η νομιμότητα της διαμόρφωσης βαθμολογιών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που ασκούν γραφεία οικονομικών πληροφοριών. Πλείονες λόγοι, τους οποίους εξέθεσα διεξοδικά με την ανάλυσή μου, επιρρωννύουν την πεποίθησή μου ότι το ενδεχόμενο αυτό πρέπει να αποκλειστεί. Εν ολίγοις, εκτιμώ ότι, ελλείψει ρητρών παρέκκλισης ή εξαιρέσεων που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να θεσπίσουν πιο ειδικούς κανόνες ή να παρεκκλίνουν από τους κανόνες του ΓΚΠΔ με σκοπό τη ρύθμιση της προμνησθείσας δραστηριότητας, και λαμβανομένου υπόψη του βαθμού εναρμόνισης που επιδιώκεται με τον λόγω κανονισμό, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, πρέπει να θεωρηθεί ότι τέτοια εθνική διάταξη δεν συνάδει με τον ΓΚΠΔ.

92.

Δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο ή να αποφανθεί επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι παρατηρήσεις που αναπτύσσονται με τις παρούσες προτάσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη ως ενδείξεις για την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠΔ, με σκοπό το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να ασκήσει, ενδεχομένως, την εν λόγω αρμοδιότητα αφού εξετάσει το ίδιο το άρθρο 31 του BDSG υπό το πρίσμα των διατάξεων του προμνησθέντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά τη δυνατότητα ερμηνείας της εθνικής νομοθεσίας κατά τρόπο που συνάδει με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

93.

Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Η αρχή αυτή επιβάλλει, ως εκ τούτου, σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των εν λόγω κρατών. Βάσει της αρχής αυτής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας ( 51 ).

β)   Απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

94.

Εκτιμώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 22 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτάσσονται σε εθνική νομοθεσία σχετική με την κατάρτιση προφίλ όταν πρόκειται για κατάρτιση προφίλ διαφορετική από την προβλεπόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, η εθνική νομοθεσία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλη νομική βάση, στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

VI. Πρόταση

95.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 22, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγία 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),

έχει την έννοια ότι:

η αυτοματοποιημένη παραγωγή μιας τιμής πιθανότητας ως προς τη μελλοντική ικανότητα του υποκειμένου των δεδομένων να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις πιστώσεως συνιστά απόφαση η οποία λαμβάνεται αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας –συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης προφίλ– και η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα που το αφορούν ή το επηρεάζει σημαντικά με παρόμοιο τρόπο, όταν η εν λόγω τιμή που έχει υπολογιστεί βάσει δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου των δεδομένων διαβιβάζεται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε τρίτο υπεύθυνο επεξεργασίας και κάθε τρίτος βασίζει κατά κύριο λόγο την απόφασή του για τη σύναψη, την εκτέλεση ή τη λήξη συμβατικής σχέσεως με το υποκείμενο των δεδομένων στην εν λόγω τιμή.

2)

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 22 του κανονισμού 2016/679

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτάσσονται σε εθνική νομοθεσία σχετική με την κατάρτιση προφίλ όταν πρόκειται για κατάρτιση προφίλ διαφορετική από την προβλεπόμενη στο άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή, η εθνική νομοθεσία πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού. Ειδικότερα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλη νομική βάση, στοιχείο το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2016, L 119, σ. 1.

( 3 ) BGBl. 2017 I, σ. 2097.

( 4 ) BGBl. 2019 I, σ. 1626.

( 5 ) Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τα άρθρα 18 και 21 της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34), καθώς και τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

( 6 ) Από τις «Κατευθυντήριες γραμμές για την αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων και την κατάρτιση προφίλ για τους σκοπούς του κανονισμού 2016/679», οι οποίες εγκρίθηκαν στις 3 Οκτωβρίου 2017 από την ομάδα εργασίας για την προστασία δεδομένων του άρθρου 29, προκύπτει ότι η κατάρτιση προφίλ και η αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων μπορεί να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων. Ειδικότερα, η κατάρτιση προφίλ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση υφιστάμενων στερεοτύπων και του κοινωνικού διαχωρισμού. Επιπλέον, στο μέτρο που η ελευθερία επιλογής των υποκειμένων των δεδομένων μπορεί να περιοριστεί όσον αφορά ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, η κατάρτιση προφίλ μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση παροχής υπηρεσιών και προϊόντων και στη δημιουργία αδικαιολόγητων διακρίσεων.

( 7 ) Βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Meta Platforms Ireland (C‑319/20, EU:C:2022:322, σκέψεις 57 και 60).

( 8 ) Βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Pegaso και Sistemi di Sicurezza (C‑521/18, EU:C:2020:867, σκέψεις 26 και 27).

( 9 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2022:661, σημεία 43 επ.).

( 10 ) Βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 45).

( 11 ) Βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 57).

( 12 ) Βλ. κείμενα στην ισπανική («tratamiento automatizado, incluida la elaboración de perfiles»), τη δανική («automatisk behandling, herunder profilering»), τη γερμανική («einer automatisierten Verarbeitung – einschließlich Profiling»), την εσθονική («automatiseeritud töötlusel, sealhulgas profiilianalüüsil»), την αγγλική («automated processing, including profiling»), τη γαλλική («un traitement automatisé, y compris le profilage») και την πολωνική («zautomatyzowanym przetwarzaniu, w tym profilowaniu») γλώσσα (η υπογράμμιση δική μου).

( 13 ) Πρβλ. Bygrave, L. A., «Article 22. Automated individual decision-making, including profiling», σε Kuner, C., Bygrave, L. A., Docksey, C., (επιμ.), The EU General Data Protection Regulation (GDPR), Οξφόρδη, 2020, σ. 532.

( 14 ) Ο Abel, R., «Automatisierte Entscheidungen im Einzelfall gem. Art. 22 DS-GVO – Anwedungsbereich und Grenzen im nicht-öffentlichen Bereich», Zeitschrift für Datenschutz, 7/2018, σ. 307, εκτιμά ότι η εν λόγω διάταξη αφορά «αποφάσεις» που έχουν επιπτώσεις στην έννομη κατάσταση του υποκειμένου των δεδομένων ή διαταράσσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα την οικονομική ή προσωπική ανάπτυξή του.

( 15 ) Οι Helfrich, M., Sydow, G., DS-GVO/BDSG, 2η έκδ., Baden-Baden, 2018, άρθρο 22, σημείο 51, εκτιμούν ότι είναι αποφασιστικής σημασίας να εξακριβωθεί αν το υποκείμενο των δεδομένων επηρεάζεται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του, για παράδειγμα, από τις συνέπειες παρατήρησης ή αξιολόγησης οι οποίες είναι ικανές να το επηρεάσουν με μη αμελητέο τρόπο στο πλαίσιο της ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.

( 16 ) Οι Bernhardt, U., Ruhrman, I., Schuler, K., Weichert, T., «Evaluation der Europäischen Datentschutz-Grundverordnung», κείμενο της 18ης Ιουλίου 2019, Netzwerk Datenschutzexpertise, σ. 7, θεωρούν ότι οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της κατάρτισης προφίλ εμφανίζουν μεγάλες δυνατότητες δυσμενούς διάκρισης και μπορούν να προκαλέσουν ζημία και, ως εκ τούτου, εκτιμούν ότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απαγόρευση του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ αφορά όλες τις μορφές πλήρους και σύνθετης κατάρτισης προφίλ.

( 17 ) Πρβλ. Sydow, G., Marsch, N., DS-GVO/BDSG, 3η έκδ., Baden-Baden, 2022, άρθρο 31 του BDSG, σημείο 5, κατά τους οποίους η βαθμολόγηση είναι ικανή να επηρεάσει τα υποκείμενα των δεδομένων σημαντικά και με παρόμοιο τρόπο με απόφαση παράγουσα έννομα αποτελέσματα.

( 18 ) Βλ. κείμενο στην ισπανική («únicamente»), τη δανική («alene»), τη γερμανική («ausschließlich»), την εσθονική («üksnes»), την αγγλική («solely»), τη γαλλική («exclusivement») και την πολωνική («wyłącznie») γλώσσα.

( 19 ) Φρονώ ότι τέτοια προσέγγιση είναι αναγκαία κατά μείζονα λόγο διότι ούτε η SCHUFA ούτε ο HBDI μπόρεσαν να δώσουν σαφή απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο ζήτημα του αν οι βαθμολογίες τείνουν να προδιαγράφουν τις αποφάσεις των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Εντούτοις, ο εκπρόσωπος της SCHUFA επισήμανε ότι τα χρηματοδοτικά ιδρύματα επωφελούνται της πείρας και των ικανοτήτων των γραφείων οικονομικών πληροφοριών για την εξακρίβωση της φερεγγυότητας φυσικού προσώπου, και τούτο θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να ερμηνευθεί ως ένδειξη άσκησης μη αμελητέας επιρροής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

( 20 ) Η Blasek, K., «Auskunfteiwesen und Kredit-Scoring in unruhigem Fahrwasser – Ein Spagat zwischen Individualschutz und Rechtssicherheit», Zeitschrift für Datenschutz, 8/2022, σ. 436 και 438, εκτιμά ότι η εφαρμογή του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν μπορεί να αποκλειστεί στις περιπτώσεις στις οποίες οι υπάλληλοι τράπεζας δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αυτοματοποιημένες αξιολογήσεις (κατάρτιση προφίλ, βαθμολογίες) που πραγματοποιούν τα γραφεία οικονομικών πληροφοριών. Κατά τη συγγραφέα, οι τράπεζες δεν θα πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εξωτερική αυτή πληροφορία, αλλά θα πρέπει μάλλον να την επαληθεύουν οι ίδιες με κατάλληλο τρόπο.

( 21 ) Πρβλ. Horstmann, J., Dalmer, S., «Automatisierte Kreditwürdigkeitsprüfung. Externes Kreditscoring im Lichte des Verbots automatisierter Einzelfallentscheidungen», Zeitschrift für Datenschutz, 5/2022, σ. 263.

( 22 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 23 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 24 ) Βλ., Zanfir-Fortuna, G., «Article 15. Right of access by the data subject», σε Kuner, C., Bygrave, L. A., Docksey, C., (επιμ.), The EU General Data Protection Regulation (GDPR), Οξφόρδη, 2020, σ. 463.

( 25 ) Πρβλ. «Κατευθυντήριες γραμμές για την αυτοματοποιημένη λήψη αποφάσεων και την κατάρτιση προφίλ για τους σκοπούς του κανονισμού 2016/679», οι οποίες εγκρίθηκαν στις 3 Οκτωβρίου 2017 από την ομάδα εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία δεδομένων, σ. 31 και 33.

( 26 ) Βλ. «Entwurf eines Gesetzes zur Anpassung des Datenschutzrechts an die Verordnung (EU) 2016/679 und zur Umsetzung der Richtlinie (EU) 2016/680 (Datenschutz-Anpassungs- und -Umsetzungsgesetz EU – DSAnpUG-EU)», Bundesrat – Drucksache 110/17 της 2.2.2017, σ. 101 και 102, και Abel, R., «Einmeldung und Auskunfteitätigkeit nach DS-GVO und § 31 BDSG – Frage der Rechtssicherheit im neuen Recht», Zeitschrift für Datenschutz, 3/2018, σ. 105, ο οποίος επικρίνει το σχέδιο νόμου, καθότι δεν μνημονεύει τη ρήτρα παρέκκλισης στην οποία βασίζεται το άρθρο 31 του BDSG, και διατυπώνει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της εν λόγω διάταξης προς το δίκαιο της Ένωσης.

( 27 ) Πρβλ. Horstmann, J., Dalmer, S., «Automatisierte Kreditwürdigkeitsprüfung. Externes Kreditscoring im Lichte des Verbots automatisierter Einzelfallentscheidungen», Zeitschrift für Datenschutz, 5/2022, σ. 265.

( 28 ) Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 99).

( 30 ) Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής) (C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 81).

( 31 ) Πρβλ. von Lewinski, K., Pohl, D., «Auskunfteien nach der europäischen Datenschutzreform – Brüche und Kontinuitäten der Rechtslage», Zeitschrift für Datenschutz, 1/2018, σ. 19.

( 32 ) Πρβλ. Abel, R., «Einmeldung und Auskunfteitätigkeit nach DS-GVO§ 31 BDSG – Frage der Rechtssicherheit im neuen Recht», Zeitschrift für Datenschutz, 3/2018, σ. 106.

( 33 ) Βλ. «Entwurf eines Gesetzes zur Anpassung des Datenschutzrechts an die Verordnung (EU) 2016/679 und zur Umsetzung der Richtlinie (EU) 2016/680 (Datenschutz-Anpassungs- und -Umsetzungsgesetz EU – DSAnpUG-EU)», Bundesrat – Drucksache 110/17 της 2.2.2017, σ. 101 και 102. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι τούτος είναι όντως ο νομοθετικός σκοπός του άρθρου 31 του BDSG.

( 34 ) Βλ., συναφώς, Guggenberger, N., Sydow, G., Bundesdatenschutzgesetz, 1η έκδ., Baden-Baden, 2020, παράγραφος 31, σημεία 2 και 5.

( 35 ) Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψεις 40 και 42), όσον αφορά την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης, υποχρέωση η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τη διενέργεια έρευνας στις κατάλληλες βάσεις δεδομένων. Κατά το Δικαστήριο, σκοπός της εν λόγω υποχρέωσης είναι η προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους υπερχρέωσης και αφερεγγυότητας, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας των συμφερόντων τους και διευκολύνοντας τη δημιουργία εύρυθμης εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης.

( 36 ) Βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Schyns (C‑58/18, EU:C:2019:467, σκέψεις 45 και 46), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι σκοπός της υποχρέωσης του πιστωτικού φορέα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/17, να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από τη χορήγηση πίστωσης, είναι να αποφεύγεται η ανεύθυνη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά, η οποία μπορεί να υπονομεύσει τα θεμέλια του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

( 37 ) Πρβλ. Sydow, G., Marsch, N., DS-GVO/BDSG, 3η έκδ., Baden-Baden, 2022, παράγραφος 31 BDSG, σημείο 6, και Abel, R., «Einmeldung und Auskunfteitätigkeit nach DS-GVO§ 31 BDSG – Frage der Rechtssicherheit im neuen Recht», Zeitschrift für Datenschutz, 3/2018, σ. 105.

( 38 ) Βλ., συναφώς, Guggenberger, N., Sydow, G., Bundesdatenschutzgesetz, 1η έκδ., Baden-Baden, 2020, παράγραφος 31, σημείο 5.

( 39 ) Βλ. σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Απόφαση της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M. (C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 106).

( 41 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Meta Platforms κ.λπ. (Γενικοί όροι χρήσης κοινωνικού δικτύου) (C‑252/21, EU:C:2022:704, σημείο 60).

( 42 ) Βλ. σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.

( 43 ) Βλ. αποφάσεις της 4ης Μαΐου 2017, Rīgas satiksme (C‑13/16, EU:C:2017:336, σκέψη 30), και της 17ης Ιουνίου 2021, M.I.C.M. (C‑597/19, EU:C:2021:492, σκέψη 110).

( 44 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).

( 45 ) Πρβλ. Heberlein, H., DS-GVO – Kommentar, Μόναχο, 2017, άρθρο 6, σημεία 28 και 32.

( 46 ) Πρβλ. Heberlein, H., όπ.π., σημείο 32, και Roßnagel, A., σε Simitis, S., Hornung, G., Spiecker, I., (επιμ.), Datenschutzrecht, Μόναχο, 2019, άρθρο 6, σημείο 23.

( 47 ) Βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Leistritz (C‑534/20, EU:C:2022:495, σκέψη 26).

( 48 ) Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Breyer (C‑582/14, EU:C:2016:779, σκέψη 62).

( 49 ) Βλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Vyriausioji tarnybinės etikos komisija (C‑184/20, EU:C:2022:601, σκέψη 66), με την οποία το Δικαστήριο ερμήνευσε με ομοιόμορφο τρόπο ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 95/46 και του ΓΚΠΔ.

( 50 ) Οι Guggenberger, N., Sydow, G., Bundesdatenschutzgesetz, 1η έκδ., Baden-Baden, 2020, παράγραφος 31, σημείο 6, επιρρωννύουν την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά τον αλυσιτελή χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων για την επιλογή νομικής βάσης για τη θέσπιση του άρθρου 31 του BDSG.

( 51 ) Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2022, Ligue des droits humains (C‑817/19, EU:C:2022:491, σκέψη 293).

Top