EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0605

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 21ης Σεπτεμβρίου 2023.
Heureka Group a.s. κατά Google LLC.
Αίτηση του Městský soud v Praze για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 102 ΣΛΕΕ – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Εκπρόθεσμη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Χρονικά όρια εφαρμογής – Άρθρο 10 – Προθεσμία παραγραφής – Λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής – Παύση της παράβασης – Γνώση των αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης – Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της περίληψης της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού – Δεσμευτικό αποτέλεσμα απόφασης της Επιτροπής που δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη – Αναστολή ή διακοπή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της έρευνας της Επιτροπής ή έως την ημερομηνία κατά την οποία η απόφασή της καθίσταται απρόσβλητη».
Υπόθεση C-605/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:695

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 21ης Σεπτεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C605/21

Heureka Group a.s.

κατά

Google LLC

[αίτηση του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Αγωγές αποζημιώσεως βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού – Δυνατότητα θεμελιώσεώς τους επί αποφάσεως της Επιτροπής που δεν έχει καταστεί απρόσβλητη – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής ratione temporis – Έναρξη παραβάσεως πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας – Προθεσμία παραγραφής – Συμβατότητα της προϊσχύσασας εθνικής ρυθμίσεως προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης»






Περιεχόμενα


I. Εισαγωγή

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

2. H οδηγία 2014/104

Β. Το δίκαιο της Τσεχίας

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

Α. Η διαδικασία που διεξήγαγε η Επιτροπή στην υπόθεση «Google Shopping» και η απόφαση C(2017) 4444 τελικό

Β. Η αγωγή αποζημιώσεως της Heureka ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V. Ανάλυση

Α. Προκαταρκτικό ερώτημα: Μπορεί το αιτούν δικαστήριο να στηριχθεί σε απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν έχει εισέτι καταστεί απρόσβλητη;

1. Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων της Επιτροπής που δεν έχουν καταστεί εισέτι απρόσβλητες

2. Υποχρέωση αναστολής της κύριας δίκης;

Β. Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: Οι συνέπειες των διαπιστώσεων της αποφάσεως Volvo στην υπό κρίση υπόθεση

1. Το διάστημα της παραβάσεως που έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη

2. Το χρονικό διάστημα της παραβάσεως που έλαβε χώρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη

Γ. Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος: Οι απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις όσον αφορά το προϋφιστάμενο της οδηγίας καθεστώς παραγραφής

1. Μπορεί ο χρόνος παραγραφής να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παραβάσεως; (τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i)

2. Μπορεί ο χρόνος παραγραφής να αρχίσει προτού ο ζημιωθείς λάβει γνώση ότι η συμπεριφορά συνιστά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού; (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο ii)

3. Πρέπει να αναστέλλεται η παραγραφή ενόσω διαρκεί η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως της Επιτροπής; (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημεία iii και iv)

VI. Πρόταση


I.      Εισαγωγή

1.        Σύμφωνα με το καθεστώς παραγραφής που θεσπίζει το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), η προθεσμία παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει πριν από την παύση της παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού και προτού ο ενάγων λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι γνωρίζει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως.

2.        Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο καλείται κατ’ ουσίαν να εξετάσει εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2014/104, απέρρεε ήδη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, η απαίτηση κατά την οποία ο χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παραβάσεως. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης ορισμένων άλλων πτυχών του προϊσχύσαντος εθνικού καθεστώτος παραγραφής, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γνώση του γεγονότος ότι η οικεία συμπεριφορά συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού και την αναστολή της παραγραφής κατά τη διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και κατά τη δικαστική αμφισβήτηση της διαπιστώνουσας την παράβαση αποφάσεως.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

3.        Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (3), το οποίο φέρει τον τίτλο «Βάρος αποδείξεως», ορίζει τα εξής:

«Στο πλαίσιο του συνόλου των εθνικών και των κοινοτικών διαδικασιών εφαρμογής των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ], η απόδειξη της παράβασης του άρθρου [101], παράγραφος 1, ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] βαρύνει το μέρος ή την αρχή που ισχυρίζεται την παράβαση. Η απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου [101], παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ] βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τη διάταξη αυτή.»

4.        Το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού», προβλέπει τα εξής:

«1.      Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου [267 ΣΛΕΕ].

2.      Όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών αποφαίνονται για συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με την απόφαση που έχει λάβει η Επιτροπή.»

5.        Το άρθρο 25, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διάπραξης της παράβασης. Ωστόσο, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα παύσης της παράβασης.»

2.      H οδηγία 2014/104

6.        Η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2014/104 έχει ως εξής:

«Οι εθνικοί κανόνες σχετικά με την έναρξη, τη διάρκεια, την αναστολή ή τη διακοπή των προθεσμιών παραγραφής δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν υπέρμετρα την άσκηση αγωγών αποζημίωσης. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για τις αγωγές οι οποίες στηρίζονται στη διαπίστωση αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου ότι τελέστηκε παράβαση. Προς τούτο, θα πρέπει να εξακολουθεί να είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημίωσης μετά τις διαδικασίες μιας αρχής ανταγωνισμού, με σκοπό την εφαρμογή του ενωσιακού και εθνικού δικαίου ανταγωνισμού. Η προθεσμία παραγραφής δεν θα πρέπει να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παράβασης και προτού ο αιτών λάβει γνώση, ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι έχει γνώση της συμπεριφοράς η οποία συνιστά την παράβαση, του γεγονότος ότι υπέστη ζημία λόγω της παράβασης και της ταυτότητας του παραβάτη ο οποίος προκάλεσε τη ζημία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρούν ή να θεσπίζουν γενικώς ισχύουσες απόλυτες προθεσμίες παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η διάρκεια των απόλυτων προθεσμιών αυτών δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος σε πλήρη αποζημίωση.»

7.        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στα σημεία 1 και 12 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού”, η παράβαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού,

[…]

12)      “τελεσίδικη απόφαση παράβασης”, η σχετική με παράβαση απόφαση η οποία δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να υπόκειται σε τακτικό ένδικο μέσο».

8.        Το άρθρο 9 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ισχύς των εθνικών αποφάσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η παράβαση διάταξης δικαίου ανταγωνισμού η οποία έχει διαπιστωθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή αναθεωρητικού δικαστηρίου θεωρείται πλέον αδιάψευστη για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης που εισάγεται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, δυνάμει των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή δυνάμει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν τελεσίδικη απόφαση της παραγράφου 1 έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η τελεσίδικη απόφαση να μπορεί να υποβληθεί ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και, κατά περίπτωση, να μπορεί να εκτιμηθεί παράλληλα με τυχόν άλλο αποδεικτικό υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.

3.      Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.»

9.        Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προθεσμία παραγραφής», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες περί προθεσμιών παραγραφής για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Οι εν λόγω κανόνες καθορίζουν το πότε αρχίζει η προθεσμία παραγραφής, τη διάρκεια της προθεσμίας και τις συνθήκες υπό τις οποίες η προθεσμία διακόπτεται ή αναστέλλεται.

2.      Η προθεσμία παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει πριν από την παύση της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και προτού ο αιτών λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι γνωρίζει τα εξής:

α)      τη συμπεριφορά και το γεγονός ότι συνιστά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού,

β)      το γεγονός ότι η παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού προκάλεσε ζημία στον ίδιο και

γ)      την ταυτότητα του παραβάτη.

3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης είναι τουλάχιστον πενταετής.

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται ή, αναλόγως προς το εθνικό δίκαιο, διακόπτεται εάν μια αρχή ανταγωνισμού λάβει μέτρα που αποβλέπουν στη διερεύνηση ή τη διαδικασία για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού με την οποία σχετίζεται η αγωγή αποζημίωσης. Η αναστολή λήγει τουλάχιστον ένα έτος μετά την τελεσιδικία της απόφασης για την παράβαση ή μετά την περάτωση της διαδικασίας με άλλον τρόπο.»

Β.      Το δίκαιο της Τσεχικής Δημοκρατίας

10.      Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, πριν από την έναρξη ισχύος του zákon č. 262/2017 Sb. o náhradě škody v oblasti hospodářské soutěže (νόμου αριθ. 262/2017 σχετικά με την αποζημίωση ζημιών σε θέματα ανταγωνισμού) την 1η Σεπτεμβρίου 2017, η παραγραφή της αξιώσεως προς αποζημίωση ρυθμιζόταν αρχικώς, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013, από τον zákon č. 513/1991 Sb., obchodní zákoník (νόμο αριθ. 513/1991, περί εμπορικού κώδικα), και εν συνεχεία, από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως τις 31 Αυγούστου 2017, από τον zákon č. 89/2012 Sb., občanský zákoník (νόμο αριθ. 89/2012 περί αστικού κώδικα). Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορά μεταξύ των δύο συνόλων κανόνων έγκειται στο γεγονός ότι, βάσει του εμπορικού κώδικα, η παραγραφή είναι τετραετής, ενώ βάσει του αστικού κώδικα τριετής. Για τους σκοπούς της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την ερμηνεία και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου (4), χαρακτηρίζει ως κρίσιμες τις διατάξεις του αστικού κώδικα.

11.      Το άρθρο 620, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Στις περιστάσεις που είναι καθοριστικές για την έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων προς αποζημίωση περιλαμβάνονται η γνώση της ζημίας και η γνώση [της ταυτότητας] του προς αποζημίωση υπόχρεου. Τούτο ισχύει, mutatis mutandis, και για την αποκατάσταση της ζημίας.»

12.      Το άρθρο 629, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Η παραγραφή είναι τριετής.»

13.      Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 έως 3, του νόμου 262/2017 στον τομέα του ανταγωνισμού προβλέπει τα εξής:

«(1)      Οι αξιώσεως προς αποζημίωση βάσει του παρόντος νόμου παραγράφονται μετά πέντε έτη· οι διατάξεις των άρθρων 629 και 636 του αστικού κώδικα δεν εφαρμόζονται.

(2)      Η παραγραφή εκκινεί από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της ζημίας, [της ταυτότητας] του υπόχρεου προς αποζημίωση και του περιορισμού του ανταγωνισμού, ή από την ημέρα κατά την οποία όφειλε και μπορούσε να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, αλλά όχι νωρίτερα από την ημέρα κατά την οποία έπαυσε ο περιορισμός του ανταγωνισμού.

(3)      Η παραγραφή αναστέλλεται κατά τη διερεύνηση ή κατά την ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού διαδικασία που αφορά τον ίδιο περιορισμό του ανταγωνισμού, καθώς και για χρονικό διάστημα ενός έτους από την ημέρα κατά την οποία α) κατέστη απρόσβλητη η απόφαση αρχής ανταγωνισμού ή δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται ότι υφίσταται τέτοιος περιορισμός του ανταγωνισμού ή β) η διερεύνηση, η διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού ή η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου έχει με άλλο τρόπο περατωθεί.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

14.      Η Heureka Group a.s. (στο εξής: Heureka), εταιρία που δραστηριοποιείται στην αγορά των υπηρεσιών σύγκρισης τιμών πωλήσεως στην Τσεχική Δημοκρατία, ενάγουσα της κύριας δίκης, άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της Google LLC (στο εξής: Google) ενώπιον του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 2017 στην υπόθεση Google Search (Shopping) [στο εξής: απόφαση C(2017) 4444 τελικό] (5).

Α.      Η διαδικασία που διεξήγαγε η Επιτροπή στην υπόθεση «Google Shopping» και η απόφαση C(2017) 4444 τελικό

15.      Στις 30 Νοεμβρίου 2010 η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου στο οποίο ανέφερε ότι είχε κινήσει διαδικασία κατά της Google βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 σχετικά με ενδεχόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στον τομέα της αναζήτησης στο διαδίκτυο (6).

16.      Το 2013 η Google πρότεινε στην Επιτροπή την ανάληψη ορισμένων δεσμεύσεων προκειμένου να αρθούν οι αντιρρήσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

17.      Στις 27 Μαΐου 2014 η Sdružení pro internetový rozvoj v České republice (Ένωση για την ανάπτυξη του Διαδικτύου στην Τσεχική Δημοκρατία, στο εξής: SPIR), μέλος της οποίας είναι η Heureka, εξέδωσε δελτίο Τύπου στο οποίο εξέφραζε τη διαφωνία της με τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις.

18.      Στις 15 Απριλίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων προς την Google, στην οποία κατέληξε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι οι επίμαχες πρακτικές συνιστούσαν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και, ως εκ τούτου, παραβίαζαν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

19.      Στις 14 Ιουλίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε συμπληρωματική κοινοποίηση αιτιάσεων και κίνησε διαδικασία για παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και κατά της μητρικής εταιρίας της Google, ήτοι της εταιρίας Alphabet, Inc.

20.      Στις 27 Ιουνίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2017) 4444 τελικό. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Google και η Alphabet, Inc., κατόπιν της εκ μέρους της απόκτησης του ελέγχου επί της Google, είχαν παραβεί το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και το άρθρο 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Κατά την Επιτροπή, η Google είχε καταχραστεί τη δεσπόζουσα θέση που κατείχε σε δεκατρείς εθνικές αγορές γενικής αναζήτησης εντός του ΕΟΧ, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς της Τσεχικής Δημοκρατίας, μειώνοντας την κίνηση από τις δικές της σελίδες γενικών αποτελεσμάτων προς τα ανταγωνιστικά εργαλεία σύγκρισης προϊόντων και αυξάνοντας την κίνηση προς το δικό της εργαλείο σύγκρισης, όπερ ήταν δυνατόν ή πιθανόν να επιφέρει αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα στις δεκατρείς αντίστοιχες εθνικές αγορές εξειδικευμένης αναζήτησης για τη σύγκριση προϊόντων, αλλά και στις αντίστοιχες αγορές γενικής αναζήτησης (7).

21.      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω παράβαση είχε διαπραχθεί στην Τσεχική Δημοκρατία από τον Φεβρουάριο του 2013 και ότι η παράβαση συνεχιζόταν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό, ήτοι στις 27 Ιουνίου 2017. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι έπρεπε να υποχρεωθεί η Google να παύσει την προσαπτόμενη συμπεριφορά εντός προθεσμίας 90 ημερών και να μην υιοθετήσει αντίστοιχη συμπεριφορά με το ίδιο αντικείμενο ή το ίδιο αποτέλεσμα στο μέλλον (8).

22.      Στις 12 Ιανουαρίου 2018 η περίληψη της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

23.      Κατά της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό η Google άσκησε προσφυγή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2017. Το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφασή του της 10ης Νοεμβρίου 2021 στην υπόθεση Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763), ακύρωσε την απόφαση C(2017) 4444 τελικό μόνον κατά το μέρος που η Επιτροπή διαπίστωνε παράβαση εκ μέρους της Google σε δεκατρείς εθνικές αγορές γενικής αναζήτησης εντός του ΕΟΧ λόγω της υπάρξεως αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων στις αγορές αυτές, απέρριψε δε την προσφυγή της Google κατά τα λοιπά, επικυρώνοντας ιδίως την ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά την αγορά εξειδικευμένης αναζήτησης για τη σύγκριση προϊόντων.

24.      Κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμεί αναίρεση της Google, ασκηθείσα με δικόγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2022 (9).

Β.      Η αγωγή αποζημιώσεως της Heureka ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

25.      Με δικόγραφο της 25ης Ιουνίου 2020, το οποίο κατατέθηκε στις 26 Ιουνίου 2020, η Heureka άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της Google ενώπιον του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας). Με την αγωγή αυτή ζητείται η αποκατάσταση της ζημίας που η Heureka ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην οποία προέβη η Google στην Τσεχική Δημοκρατία, σύμφωνα με την απόφαση C(2017) 4444 τελικό, κατά το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τις 27 Ιουνίου 2017. Η Heureka δήλωσε ότι η Google τοποθέτησε και εμφάνισε τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών πώλησης στην καλύτερη δυνατή θέση μεταξύ των αποτελεσμάτων στις υπηρεσίες γενικής αναζήτησης, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό τον αριθμό των επισκέψεων στη διαδικτυακή πύλη σύγκρισης τιμών πώλησης Heureka.cz.

26.      Η Google αντέκρουσε την αγωγή, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αξίωση προς αποζημίωση έχει παραγραφεί τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τις 25 Ιουνίου 2016 (10). Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην παραδοχή ότι η Heureka, ήδη πολύ πριν από την έκδοση της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό, ήταν σε θέση να γνωρίζει τόσο τον παραβάτη όσο και το γεγονός ότι είχε υποστεί ζημία.

27.      Όπως παρατηρεί συναφώς η Google, ήταν πρόδηλο ότι φορέας εκμετάλλευσης της μηχανής αναζήτησης με την ονομασία «Google» ήταν η εταιρία Google, ιδίως λόγω του ανακοινωθέντος Τύπου της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2010 (σημείο 15 των παρουσών προτάσεων).

28.      Επιπλέον, η Google θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η δημοσίευση στις 27 Μαΐου 2014 του ανακοινωθέντος Τύπου με το οποίο η SPIR εξέφρασε τη διαφωνία της ως προς τις δεσμεύσεις που υπέβαλε η Google στην Επιτροπή (σημείο 17 των παρουσών προτάσεων) αρκούσε για την έναρξη της παραγραφής.

29.      Για τους λόγους αυτούς, η Google υποστηρίζει ότι η εφαρμοστέα εν προκειμένω παραγραφή είχε αρχίσει να τρέχει από τον Φεβρουάριο του 2013, ήτοι από την έναρξη της παραβάσεως στο τσεχικό έδαφος και από την επέλευση της προβαλλόμενης ζημίας, ή, το αργότερο, από τις 27 Μαΐου 2014, ημερομηνία δημοσιεύσεως του ανακοινωθέντος Τύπου της SPIR.

30.      Κατά την Google, τίποτα δεν εμπόδιζε την Heureka να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρία είχε τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της δίκης επί της αγωγής αυτής, να διευρύνει σταδιακά την έκταση της ζημίας προσθέτοντας σε αυτήν τις εις βάρος της μερικότερες ζημίες οι οποίες επαυξάνονταν προϊόντος του χρόνου.

31.      Στο πλαίσιο αυτό, το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας) διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της προϊσχύσασας εθνικής ρυθμίσεως που διέπει την παραγραφή με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 και, κατά περίπτωση, με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και με την αρχή της αποτελεσματικότητας. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 620, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα, η τριετής παραγραφή εκκινεί από τη στιγμή που ο ζημιωθείς λαμβάνει γνώση, ή μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση, του παραβάτη και της ζημίας που υπέστη. Όσον αφορά την προϋπόθεση περί γνώσεως της ζημίας που προκλήθηκε από τη συγκεκριμένη παράβαση, κατά την ερμηνεία του άρθρου 620, παράγραφος 1, του αστικού κώδικα από το Nejvyšší soud (Ανώτατο Δικαστήριο της Τσεχικής Δημοκρατίας), για την έναρξη της παραγραφής αρκεί η γνώση της επιμέρους ζημίας. Ειδικότερα, σε περίπτωση διαρκών ή επαναλαμβανόμενων παραβιάσεων, η ζημία θα μπορούσε να διαιρεθεί και κάθε «νέα ζημία» θα μπορούσε να προβληθεί χωριστά, ενεργοποιώντας νέα προθεσμία παραγραφής.

32.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, τούτο θα σήμαινε, εν προκειμένω, ότι κάθε γενική αναζήτηση πραγματοποιούμενη στην ιστοσελίδα της Google που είχε ως αποτέλεσμα την τοποθέτηση και την εμφάνιση αποτελεσμάτων ευνοϊκότερων για την υπηρεσία σύγκρισης τιμών της Google θα συνεπαγόταν την έναρξη νέας αυτοτελούς παραγραφής.

33.      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104, ο αστικός κώδικας δεν απαιτεί από τον ζημιωθέντα να γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά συνιστά παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού. Ο αστικός κώδικας δεν περιέχει επίσης κανέναν κανόνα που να επιτρέπει την αναστολή ή τη διακοπή της παραγραφής κατά τη διάρκεια της διερευνήσεως της εν λόγω συμπεριφοράς ή να ορίζει ότι η αναστολή της παραγραφής λήγει το νωρίτερον ένα έτος αφότου κατέστη απρόσβλητη η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση.

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

34.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Městský soud v Praze (περιφερειακό δικαστήριο Πράγας), με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)       Κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2014/104] και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, έχει η οδηγία 2014/104, και ιδίως το άρθρο της 10, άμεση ή έμμεση εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση που αφορά αξίωση αποζημιώσεως για το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε λόγω παραβιάσεως των κανόνων του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η οποία άρχισε πριν την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/104 και έληξε μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, σε περίπτωση κατά την οποία και η αγωγή αποζημιώσεως ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς, ή το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104 έχει εφαρμογή αποκλειστικά ως προς το μέρος της επίμαχης συμπεριφοράς (και το αντίστοιχο μέρος της προξενηθείσας ζημίας) που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2014/104 ή, ενδεχομένως, μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς [της προμνησθείσας οδηγίας];

2)      Μπορεί το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 να ερμηνευθεί, σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό της οδηγίας 2014/104 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και της αρχής της αποτελεσματικότητας, υπό την έννοια ότι ως “εθνικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 [του άρθρου 22]” νοούνται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104, ή με άλλα λόγια, έχει ως προς το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104 και τους κανόνες παραγραφής εφαρμογή η [παράγραφος 1] ή η [παράγραφος 2] του άρθρου 22 της οδηγίας 2014/104;

3)      Συνάδουν με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 ή με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και την αρχή της αποτελεσματικότητας οι διατάξεις του εθνικού δικαίου και η ερμηνεία τους κατά τις οποίες ως “γνώση της ζημίας” που είναι καθοριστική για την έναρξη της “υποκειμενικής” παραγραφής της αξίωσης του ζημιωθέντος νοείται η γνώση εκ μέρους του των “διάφορων επιμέρους ζημιών” οι οποίες προξενούνται σταδιακά από τη διαρκή αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά (επειδή η νομολογία στηρίζεται στην παραδοχή ότι η επίμαχη αξίωση αποζημιώσεως είναι στο σύνολό της διαιρετή) και ως προς τις οποίες αρχίζει χωριστή παραγραφή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώση του ζημιωθέντος για την πλήρη έκταση της ζημίας που προξενήθηκε λόγω της συνολικής παραβάσεως του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ήτοι οι εθνικές διατάξεις και η ερμηνεία τους κατά τις οποίες επιτρέπεται η έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων προς αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε από συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πριν από τη λήξη της συμπεριφοράς αυτής η οποία συνίσταται στην ευνοϊκότερη τοποθέτηση και εμφάνιση της ιδίας υπηρεσίας σύγκρισης τιμών κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ;

4)      Αντιτίθενται το άρθρο 10, παράγραφοι 2, 3 και 4, της οδηγίας 2014/104 ή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και η αρχή της αποτελεσματικότητας σε διατάξεις του εθνικού δικαίου οι οποίες ορίζουν ότι η παραγραφή στην περίπτωση αγωγών αποζημιώσεως είναι τριετής και αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο ζημιωθείς έλαβε γνώση ή μπορούσε να λάβει γνώση της επιμέρους ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου, αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη i) το χρονικό σημείο παύσης της παράνομης συμπεριφοράς, ii) τη γνώση του ζημιωθέντος ως προς αν η συμπεριφορά αποτελούσε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, και κατά τις οποίες επίσης iii) η εν λόγω τριετής παραγραφή δεν αναστέλλεται ούτε διακόπτεται ενόσω η Επιτροπή διεξάγει διαδικασία της οποίας αντικείμενο είναι συνεχιζόμενη εντούτοις παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και iv) δεν ισχύει η αρχή ότι η αναστολή της παραγραφής λήγει τουλάχιστον ένα έτος αφότου καταστεί απρόσβλητη η απόφαση επί της παραβάσεως;»

35.      Κατά τη διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Heureka, η Google και η Επιτροπή.

36.      Στις 22 Ιουνίου 2022, δηλαδή μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση στις 21 Μαρτίου 2022, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση στην υπόθεση Volvo και DAF Trucks (C‑267/20, στο εξής: απόφαση Volvo, EU:C:2022:494,), στην οποία αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, επί της φύσεως του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/104, καθώς και επί της διαχρονικής εφαρμογής της συγκεκριμένης διατάξεως. Δεδομένων των ομοιοτήτων μεταξύ της υποθέσεως εκείνης και της υπό κρίση υποθέσεως, το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στην εν λόγω απόφαση, θέτοντας το ερώτημα εάν, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως αυτής, εμμένει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.

37.      Με έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2022, το οποίο περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουλίου 2022, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι εμμένει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.

38.      Ωστόσο, με γραπτή ανακοίνωση που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Σεπτεμβρίου 2022, το αιτούν δικαστήριο γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι αποσύρει μεν το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, αλλά εμμένει στο τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

39.      Στις 20 Δεκεμβρίου 2022 το Δικαστήριο και η γενική εισαγγελέας έθεσαν ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση σε όλους τους μετέχοντες στη διαδικασία, επί τον οποίων όλοι υπέβαλαν τις απαντήσεις τους. Παρατηρήσεις κατέθεσε και το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν των ανωτέρω ερωτήσεων, οι οποίες καταχωρίστηκαν ως προσθήκη στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

40.      Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία εκπροσωπήθηκαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2023.

V.      Ανάλυση

41.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον η Heureka, ενάγουσα της κύριας δίκης, η οποία άσκησε την αγωγή της στις 26 Ιουνίου 2020 και η οποία προβάλλει ότι υπέστη ζημία λόγω κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της Google από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τις 27 Ιουνίου 2017, δύναται να αξιώνει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη καθ’ όλη τη διάρκεια του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ή εάν, αντιθέτως, η αξίωση αποζημιώσεως έχει παραγραφεί για ένα μέρος του διαστήματος αυτού.

42.      Το ερώτημα αυτό τίθεται ιδίως διότι, πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, το τσεχικό δίκαιο συνέδεε το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής μόνο με τη γνώση της ζημίας και του υπαιτίου αυτής. Επομένως, η σχετική νομολογία έκρινε ότι το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια μιας διαρκούς παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού μπορούσε να διαιρεθεί σε μερικότερες ζημίες και ότι για κάθε μερικότερη ζημία εκκινούσε νέα, αυτοτελής παραγραφή. Επομένως, η αξίωση προς αποζημίωση παραγραφόταν χωριστά και σταδιακά.

43.      Κατ’ εφαρμογήν της ως άνω νομολογίας και της προϊσχύσασας τριετούς παραγραφής –και εκκινώντας από την παραδοχή ότι, όπως ισχυρίζεται η Google (βλ. σημεία 26 έως 29 των παρουσών προτάσεων), η Heureka γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τη ζημία και τον υπαίτιο αυτής ήδη από την αρχή του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητεί αποζημίωση ή, εν πάση περιπτώσει, πριν από την παύση της παραβάσεως όπως αυτή διαπιστώθηκε από την Επιτροπή–, μέρος της απορρέουσας από την εν λόγω παράβαση αξιώσεως προς αποζημίωση της Heureka είχε ήδη παραγραφεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της (11).

44.      Ωστόσο, εν τω μεταξύ, τέθηκε σε ισχύ η οδηγία 2014/104, το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οποίας εξαρτά την έναρξη της παραγραφής που ισχύει για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού όχι μόνον από την εκ μέρους του ενάγοντος γνώση των ουσιωδών στοιχείων της οικείας παραβάσεως, αλλά επίσης και από την παύση της.

45.      Η οδηγία 2014/104 τέθηκε σε ισχύ στις 26 Δεκεμβρίου 2014. Η προθεσμία για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Την 1η Σεπτεμβρίου 2017 τέθηκε σε ισχύ ο νόμος αριθ. 262/2017 περί αποκαταστάσεως των ζημιών στον τομέα του ανταγωνισμού, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο τσεχικό δίκαιο η οδηγία 2014/104.

46.      Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, ως προς τη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/104 (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα). Εν συνεχεία, ζητεί να διευκρινιστεί εάν ένα καθεστώς παραγραφής όπως εκείνο που προέβλεπε το τσεχικό δίκαιο πριν από την έναρξη ισχύος του εθνικού νόμου για τη μεταφορά της διατάξεως αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη είναι συμβατό με τις απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως και/ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας (τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

47.      Στην απόφαση Volvo το Δικαστήριο διευκρίνισε ήδη ορισμένες πτυχές σχετικά με τη διαχρονική εφαρμογή του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/104. Για τον λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο γνωστοποίησε στο Δικαστήριο ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, αποσύρει το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν οι συγκεκριμένες συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι διαπιστώσεις της αποφάσεως Volvo στην υπό κρίση υπόθεση (υπό Β).

48.      Από την εξέταση αυτή θα προκύψει ότι η απάντηση στο ερώτημα εάν μπορεί η Heureka να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της παραβάσεως εξαρτάται από το εάν ο χρόνος της παραγραφής είχε κατά το εθνικό δίκαιο ήδη παρέλθει για ένα μέρος του διαστήματος αυτού κατά το χρονικό σημείο της λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται, με τη σειρά της, από το εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, συναγόταν ήδη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, ότι τα εθνικά δίκαια δεν μπορούσαν να προβλέπουν την έναρξη της παραγραφής πριν από τον τερματισμό μιας διαρκούς παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης. Το ερώτημα αυτό είναι κατ’ ουσίαν αντίστοιχο προς το τρίτο προδικαστικό ερώτημα και προς το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει επίσης να εξεταστούν και τα σημεία ii, iii και iv του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος, τα οποία αφορούν τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης άλλων πτυχών του προϊσχύσαντος εθνικού καθεστώτος παραγραφής (υπό Γ).

49.      Ωστόσο, πριν απ’ όλα αυτά, τίθεται ένα προκαταρκτικό ερώτημα: Εν προκειμένω, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορούσαν η απόφαση Volvo (12) και η διάταξη Deutsche Bank (13), η απόφαση C(2017) 4444 τελικό της Επιτροπής, επί της οποίας βασίστηκε η Heureka για να αποδείξει την ύπαρξη και τη διάρκεια της παραβάσεως που της προκάλεσε ζημία, δεν έχει εισέτι καταστεί απρόσβλητη (βλ. σημεία 23 και 24 των παρουσών προτάσεων). Από το γεγονός αυτό εγείρεται το ζήτημα εάν το εθνικό δικαστήριο μπορεί παρά ταύτα να στηριχθεί στην απόφαση αυτή για την απόδειξη της επίμαχης παραβάσεως και της διάρκειάς της, καθώς και για τον καθορισμό της επίμαχης στην κύρια δίκη παραγραφής ή εάν οφείλει να αναστείλει την εκδίκαση της υποθέσεως έως ότου η απόφαση καταστεί απρόσβλητη. Στο μέτρο που εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (14), κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα πριν από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο (υπό Α).

Α.      Προκαταρκτικό ερώτημα: Μπορεί το αιτούν δικαστήριο να στηριχθεί σε απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν έχει εισέτι καταστεί απρόσβλητη;

50.      Κατά το άρθρο 2, σημείο 12, της οδηγίας 2014/104, «τελεσίδικη απόφαση παράβασης» είναι η σχετική με παράβαση απόφαση η οποία δεν μπορεί ή δεν μπορεί πλέον να υπόκειται σε τακτικό ένδικο μέσο.

51.      Η απόφαση C(2017) 4444 τελικό δεν είναι ακόμη τελεσίδικη κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, καθόσον προσβλήθηκε με προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763) κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου (σημεία 23 και 24 των παρουσών προτάσεων).

52.      Κωλύει το γεγονός αυτό τον ενάγοντα και το εθνικό δικαστήριο να στηριχθούν στις διαπιστώσεις της αποφάσεως της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη της παραβάσεως και τη διάρκεια αυτής;

53.      Φρονώ πως όχι.

54.      Κατά συνέπεια, μια απόφαση διά της οποίας η Επιτροπή διαπιστώνει παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, έστω και αν δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη, έχει δεσμευτική ισχύ εφόσον δεν έχει ακυρωθεί (υπό 1). Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να συναγάγει από αυτήν τα κατάλληλα συμπεράσματα στο πλαίσιο της ενώπιόν του διαδικασίας και να κρίνει, κατά περίπτωση, εάν πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου η απόφαση της Επιτροπής καταστεί απρόσβλητη, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο (υπό 2). Το ζήτημα του κατά πόσον το εθνικό δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί σε απόφαση της Επιτροπής που δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του εάν πρέπει σε μια τέτοια περίπτωση να αναστέλλεται η παραγραφή (πρβλ. σημεία 132 έως 138 των παρουσών προτάσεων).

1.      Ο δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων της Επιτροπής που δεν έχουν καταστεί εισέτι απρόσβλητες

55.      Υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί (15).

56.      Η αρχή αυτή συνεπάγεται επίσης την υποχρέωση να αναγνωρίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα των πράξεων αυτών εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει διαπιστώσει την έλλειψη νομιμότητάς τους και να γίνεται αποδεκτή η εκτελεστότητά τους εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει την αναστολή της εκτέλεσής τους (16).

57.      Ομολογουμένως, σύμφωνα με το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή είναι δεσμευτική μόνο για τους αποδέκτες της, εφόσον έχει ορίσει. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί επίσης να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα τρίτων, εφόσον τους αφορά άμεσα και ατομικά και μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική τους κατάσταση (17).

58.      Εφόσον μια τέτοια απόφαση παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα για τους αποδέκτες της και για τους τρίτους τους οποίους η διαπιστωθείσα με την εν λόγω απόφαση παράβαση αφορά άμεσα και ατομικά, άλλοι τρίτοι, όπως η Heureka και το αιτούν δικαστήριο, πρέπει επίσης να δύνανται να στηριχθούν στις διαπιστώσεις της εν λόγω αποφάσεως ενόσω αυτή δεν έχει ακυρωθεί. Η υποχρέωση των εθνικών αρχών και δικαστηρίων να τηρούν το τεκμήριο νομιμότητας των αποφάσεων της Επιτροπής απορρέει επίσης από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (18).

59.      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Ο απρόσβλητος χαρακτήρας της τελευταίας αποφάσεως δεν τίθεται από τη διάταξη αυτή ως προϋπόθεση.

60.      Ως προς την πτυχή αυτή, η ως άνω διάταξη διαφέρει από το άρθρο 9 της οδηγίας 2014/104, το οποίο αποδίδει αποδεικτική αξία στις αποφάσεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού μόνον εφόσον είναι απρόσβλητες (19). Η διαφορά αυτή δικαιολογείται από την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (20).

61.      Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 42 της αποφάσεώς του στην υπόθεση Sumal (21), έκρινε ότι, προκειμένου να καταλογιστεί ευθύνη σε νομική οντότητα μιας οικονομικής ενότητας για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, είναι αναγκαίο να επισημαίνεται η συμμετοχή τουλάχιστον μίας νομικής οντότητας, ανήκουσας στην εν λόγω οικονομική ενότητα, στην εν λόγω παράβαση με απόφαση της Επιτροπής η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη (22) ή να αποδεικνύεται αυτοτελώς ενώπιον του οικείου εθνικού δικαστηρίου οσάκις η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως.

62.      Εντούτοις, από τα ανωτέρω ουδόλως προκύπτει ότι ο ζημιωθείς ή το εθνικό δικαστήριο μπορούν να στηριχθούν μόνο στις διαπιστώσεις αποφάσεως της Επιτροπής η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ότι ο αιτών δικαστική προστασία θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να αναμείνει το πέρας της διαδικασίας δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως της Επιτροπής προκειμένου να στηριχθεί στις διαπιστώσεις της αποφάσεως αυτής. Τούτο, όμως, θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή την εκ μέρους των ζημιωθέντων άσκηση του δικαιώματός τους προς αποζημίωση που απορρέει από τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ, ιδίως στο μέτρο που δεν αποκλείεται να παρέλθει η απόλυτη προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος αυτού πριν από την περάτωση της εν λόγω δικαστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, υπάρχει το ενδεχόμενο οι ζημιωθέντες να στερηθούν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή που θεμελιώνεται σε διοικητική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (23).

2.      Υποχρέωση αναστολής της κύριας δίκης;

63.      Ο κατ’ αρχήν δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων της Επιτροπής που δεν έχουν καταστεί εισέτι απρόσβλητες επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, η ανάγκη αναστολής, στην περίπτωση αυτή, της εθνικής διαδικασίας επαφίεται στην κρίση του εθνικού δικαστηρίου. Εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν τη δυνατότητα να στηριχθούν σε απόφαση της Επιτροπής που δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη, η αναστολή της ενώπιόν τους διαδικασίας θα έπρεπε στην πραγματικότητα να αποτελεί αυτόθροη συνέπεια του απρόσβλητου αυτού χαρακτήρα.

64.      Ειδικότερα, ακόμη και από τη διάρθρωση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η δυνατότητα αναστολής της εθνικής διαδικασίας έχει κατά τα φαινόμενα προβλεφθεί από τον νομοθέτη κυρίως για τις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση, αλλά απλώς αναμένεται η λήψη αποφάσεως από την Επιτροπή (24). Αν και δεν διακρίνω γιατί η αναστολή δεν θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί, κατά περίπτωση, χρήσιμη ή ακόμη και αναγκαία όταν η απόφαση της Επιτροπής δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη, με τη διάρθρωση αυτή υπογραμμίζεται ωστόσο ο μη αυτόματος χαρακτήρας της αναστολής σε μια τέτοια περίπτωση.

65.      Ούτε η οδηγία 2014/104 απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια τη συνέχιση της δίκης όταν εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία που αφορά την ίδια παράβαση. Οι διαδικασίες για τη δημόσια και την ιδιωτική εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, είτε από τις δημόσιες αρχές είτε από ιδιώτες, είναι συμπληρωματικές και μπορούν, κατ’ αρχήν, να διεξάγονται εκ παραλλήλου (25). Τούτο θα πρέπει να ισχύει και σε περίπτωση που η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής έχει μεν περατωθεί, ενώ εκκρεμεί ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεώς της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

66.      Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μια γενική υποχρέωση περί αναστολής της εθνικής διαδικασίας θα ενθάρρυνε με προβληματικό τρόπο τις επιχειρήσεις, για τις οποίες έχει διαπιστωθεί από την Επιτροπή ότι παραβίασαν τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης, να προσφεύγουν κατά της σχετικής αποφάσεως και στη συνέχεια να ασκούν αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με μοναδικό σκοπό την παρέλκυση της απονομής της αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

67.      Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον είναι αναγκαία ή σκόπιμη η αναστολή της δίκης που αφορά αξίωση προς αποζημίωση κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής που δεν έχει καταστεί εισέτι απρόσβλητη, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, αφενός, την οικονομία της δίκης, καθώς και την υποχρέωσή που υπέχουν για καλόπιστη συνεργασία με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, παράγοντες που μπορούν, κατά περίπτωση, να συνηγορήσουν υπέρ της αναστολής.

68.      Αφετέρου, είναι σημαντικό να συνεκτιμάται τόσο το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας του ενάγοντος όσο και το δικαίωμα του εναγομένου για ασφάλεια δικαίου, δικαιώματα τα οποία μπορεί να συνηγορούν υπέρ της ανάγκης επιλύσεως της εθνικής διαφοράς εντός εύλογης προθεσμίας (26). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος να παρέλθει η απόλυτη προθεσμία παραγραφής κατά τη διάρκεια της αναστολής, όπως και το στάδιο στο οποίο ευρίσκεται η διαδικασία δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης αποφάσεως ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, δηλαδή το κατά πόσον μπορεί να αναμένεται ή όχι η έκδοση απρόσβλητης αποφάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, καθώς και να εκτιμάται, από το ίδιο το εθνικό δικαστήριο, το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής. Σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το ζήτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (27).

69.      Μια άλλη πτυχή που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της σκοπιμότητας αναστολής είναι η ύπαρξη ή μη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, έκτακτου ένδικου μέσου το οποίο να επιτρέπει, κατά περίπτωση, την επανεξέταση της αποφάσεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την αποζημίωση. Το δίκαιο της Ένωσης δεν φαίνεται να προβλέπει γενικότερη υποχρέωση για τη θέσπιση ενός τέτοιου έκτακτου ένδικου μέσου (28), αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το τσεχικό δίκαιο προβλέπει ένα τέτοιο ένδικο μέσο.

70.      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι μια απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση, όπως η απόφαση C(2017) 4444 τελικό, ακόμη και αν δεν έχει εισέτι καταστεί απρόσβλητη, παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως όπως αυτή της κύριας δίκης. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί στην απόφαση αυτή για να διαπιστώσει την ύπαρξη και τη διάρκεια της παραβάσεως η οποία προβάλλεται ότι προκάλεσε την επίμαχη ζημία. Τούτο δεν θίγει τη δυνατότητα του εν λόγω δικαστηρίου να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία εάν το κρίνει σκόπιμο λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Β.      Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: Οι συνέπειες των διαπιστώσεων της αποφάσεως Volvo στην υπό κρίση υπόθεση

71.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104, το οποίο αφορά την προθεσμία παραγραφής, είναι εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης. Η απάντηση στα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Volvo. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο έχει αποσύρει τα συγκεκριμένα προδικαστικά ερωτήματα, κρίνεται εντούτοις σκόπιμο, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση, να διευκρινιστούν οι συνέπειες της αποφάσεως αυτής για την υπό κρίση υπόθεση.

72.      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εθνικά μέτρα που θεσπίζουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τις ουσιαστικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται αναδρομικώς.

73.      Σύμφωνα με την απόφαση Volvo, το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104 αποτελεί ουσιαστική διάταξη κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (29).

74.      Επομένως, προκειμένου να καθοριστεί η δυνατότητα διαχρονικής εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 10, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση είχε διαμορφωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη ή εάν εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της και μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής (30).

75.      Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει να εξετασθεί εάν, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, ήτοι στις 27 Δεκεμβρίου 2016, είχε παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής που ίσχυε για την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση, όπερ προϋποθέτει τον προσδιορισμό του αφετήριου χρονικού σημείου της εν λόγω παραγραφής (31).

76.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Heureka αξιώνει αποζημίωση για τη ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης στην οποία προέβη η Google, σύμφωνα με την απόφαση C(2017) 4444 τελικό, κατά το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τις 27 Ιουνίου 2017.

77.      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του διαστήματος της παραβάσεως που έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη (υπό 1) και του διαστήματος της παραβάσεως που έλαβε χώρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής (υπό 2).

1.      Το διάστημα της παραβάσεως που έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη

78.      Το τμήμα της παραβάσεως που έλαβε χώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, ήτοι από τις 27 Δεκεμβρίου 2016 έως τις 27 Ιουνίου 2017, εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας.

79.      Εξάλλου, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε contra legem ερμηνεία των εν λόγω εθνικών διατάξεων (32).

80.      Συναφώς, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου, η «γνώση της ζημίας» που απαιτείται από τον αστικό κώδικα για τον καθορισμό της έναρξης της παραγραφής έχει την έννοια, κατά την ερμηνεία που προκρίνεται στη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Τσεχίας, ότι, για την έναρξη της υποκειμενικής παραγραφής, κρίσιμη είναι η γνώση έστω και της μερικότερης ζημίας που προκαλείται από διαρκή παράβαση του δίκαιου ανταγωνισμού.

81.      Ωστόσο, η απαίτηση περί σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς του δικαίου της Ένωσης. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν ορθή η κρίση εθνικού δικαστηρίου ότι αδυνατεί να ερμηνεύσει εθνική διάταξη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης για τον λόγο και μόνον ότι η οικεία διάταξη έχει ερμηνευθεί παγίως κατά τρόπο μη συνάδοντα προς το δίκαιο αυτό (33).

82.      Σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το εθνικό δικαστήριο, δεν είναι κατά τα φαινόμενα αδύνατη η ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο συνάδοντα προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.

83.      Επομένως, όσον αφορά τη ζημία που προκλήθηκε κατά το συγκεκριμένο τμήμα της παραβάσεως, η παραγραφή δεν μπορεί να έχει εκκινήσει πριν από την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/104, ήτοι, μεταξύ άλλων, την παύση της παραβάσεως και τη γνώση από τον ενάγοντα των ουσιωδών στοιχείων της εν λόγω παραβάσεως.

84.      Σύμφωνα με την απόφαση Volvo, μολονότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ο ζημιωθείς να λάβει γνώση των στοιχείων που είναι αναγκαία για την άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως πολύ πριν από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της περιλήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής, ελλείψει άλλης ενδείξεως, μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι ο ζημιωθείς έλαβε από εκείνο το χρονικό σημείο γνώση των αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση της αγωγής του (34).

85.      Ωστόσο, η Google αντιτείνει, εν προκειμένω, ότι η Heureka είχε λάβει γνώση των ουσιωδών στοιχείων της παραβάσεως ήδη πριν από τη δημοσίευση της περιλήψεως της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό στην Επίσημη Εφημερίδα στις 12 Ιανουαρίου 2018. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν όντως ισχύει αυτό. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η παραγραφή για το χρονικό διάστημα της παραβάσεως που είχε λάβει χώρα μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2014/104 στις 27 Δεκεμβρίου 2016 δεν μπορεί να είχε εκκινήσει πριν από την παύση της εν λόγω παραβάσεως. Σύμφωνα με την απόφαση C(2017) 4444 τελικό, η ημερομηνία της παύσης είναι η 27η Ιουνίου 2017. Ωστόσο, τίποτα δεν εμποδίζει το εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, κατά περίπτωση, ότι η εν λόγω παράβαση διήρκεσε περισσότερο απ’ ό,τι διαπιστώθηκε με την απόφαση C(2017) 4444 τελικό, εφόσον αυτό αποδειχθεί δεόντως (35).

86.      Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι, όταν μία και μόνη ενιαία και διαρκής παράβαση εκτείνεται σε ορισμένο χρονικό διάστημα, το χρονικό σημείο κατά το οποίο επέρχεται «παύση της παράβασης» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/104 μπορεί να είναι μόνον το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η παράβαση στο σύνολό της.

87.      Το χρονικό αυτό σημείο ομολογουμένως, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν προσδιορίζεται ρητώς στη συγκεκριμένη διάταξη, αντιθέτως προς ό, τι προέβλεπε η αρχική πρόταση της Επιτροπής (36).

88.      Ωστόσο, η μεταβολή αυτή δεν εδράζεται κατά τα φαινόμενα σε βούληση αντιστροφής του νοήματος, αλλά μάλλον απλουστεύσεως της διατυπώσεως. Ειδικότερα, στο πλαίσιο μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο μια παράβαση «παύει» μπορεί να είναι μόνον το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτή παύει στο σύνολό της. Άλλως, θα έπρεπε να γίνεται αναφορά στο χρονικό σημείο κατά το οποίο «διαπράχθηκε» η παράβαση, όπως στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, το οποίο ορίζει ότι «η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διάπραξης της παράβασης», πλην της περιπτώσεως που «μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, [οπότε] η παραγραφή [της] αρχίζει από την ημέρα παύσης της παράβασης».

89.      Εξάλλου, στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2014/104 ως «παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού» ορίζεται η παράβαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού», γεγονός που συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας της έννοιας της παραβάσεως, για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας, επί τη βάσει της σχετικής με τις εν λόγω διατάξεις νομολογίας. Κατά τη νομολογία δε αυτή, εάν μια σειρά ενεργειών ή μια διαρκής συμπεριφορά εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού, πρόκειται για ενιαία και διαρκή παράβαση (37) (ή, ανάλογα με την περίπτωση, για ενιαία και επαναλαμβανόμενη παράβαση (38)). Η έννοια αυτή παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα επιβολής προστίμου για το σύνολο της ληφθείσας υπόψη παραβατικής περιόδου και καθορίζει την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας παραγραφής, ήτοι την ημερομηνία από την οποία έπαυσε η διαρκής παράβαση (39).

90.      Εν προκειμένω, από την απόφαση C(2017) 4444 τελικό προκύπτει ότι η παράβαση άρχισε στην Τσεχική Δημοκρατία τον Φεβρουάριο του 2013 και συνεχιζόταν κατά τον χρόνο εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως (σημείο 21 των παρουσών προτάσεων). Είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε ρητώς την εν λόγω παράβαση ως «ενιαία και διαρκή παράβαση» κατά την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας. Αυτό οφείλεται ενδεχομένως στο ότι η συγκεκριμένη έννοια χρησιμοποιείται κυρίως για να καταδειχθεί η ενότητα και η συνέχεια παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ οι οποίες διαπράττονται από πλείονες επιχειρήσεις και περιλαμβάνουν διάφορες πτυχές.

91.      Εντούτοις, εν προκειμένω, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσφύγει κανείς στη συγκεκριμένη έννοια, είναι προφανές ότι η παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, την οποία διέπραξε μία μόνον επιχείρηση, συνίστατο σε διαρκή συμπεριφορά επιδιώκουσα έναν και μόνον οικονομικό στόχο και σκοπό, ήτοι τη με ευνοϊκότερο τρόπο τοποθέτηση και προβολή από την Google στις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της του δικού της εργαλείου σύγκρισης προϊόντων, προκειμένου να αυξήσει την κίνηση προς το συγκεκριμένο εργαλείο εις βάρος των ανταγωνιστικών υπηρεσιών σύγκρισης προϊόντων (40). Επομένως, το πέρας της παραβάσεως δεν μπορεί παρά να είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε η διαρκής αυτή συμπεριφορά στο σύνολό της.

92.      Εν κατακλείδι, όσον αφορά το χρονικό διάστημα μετά τη λήξη στις 27 Δεκεμβρίου 2016 της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορούσε να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της διαπιστωθείσας από την Επιτροπή παραβάσεως, ήτοι στις 27 Ιουνίου 2017, εκτός εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η παράβαση έπαυσε σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

2.      Το χρονικό διάστημα της παραβάσεως που έλαβε χώρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη

93.      Αντιθέτως, όσον αφορά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως που έλαβε χώρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή το χρονικό διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2013 έως τις 27 Δεκεμβρίου 2016, η dies a quo (αφετήριο χρονικό σημείο) της παραγραφής εξαρτάται από τους κανόνες του εθνικού δικαίου (41).

94.      Όπως επισημάνθηκε, μεταξύ άλλων στα σημεία 42 και 43 ανωτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, η τριετής παραγραφή κατά τον τσεχικό αστικό κώδικα εκκινούσε μόλις ο ζημιωθείς ελάμβανε γνώση της ζημίας και του υπαιτίου αυτής, χωρίς, κατά την εθνική νομολογία, να απαιτείται για την έναρξή της να αναμένεται και η παύση παραβάσεως όπως η επίμαχη εν προκειμένω. Η ζημία που προκλήθηκε από την εν λόγω παράβαση θεωρήθηκε διαιρετή και, ως εκ τούτου, οι διάφορες προθεσμίες παραγραφής άρχισαν να τρέχουν σταδιακά. Κατ’ εφαρμογήν της συγκεκριμένης νομολογίας, μέρος της αξιώσεως της Heureka προς αποζημίωση είχε ήδη παραγραφεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη.

95.      Προκειμένου, ωστόσο, να προσδιοριστεί εάν χωρεί εφαρμογή των συγκεκριμένων εθνικών διατάξεων ως έχουν επί του μέρους της ζημίας που αξιώνει η Heureka και το οποίο αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, πρέπει να εξεταστεί εάν το εν λόγω νομικό καθεστώς είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, πριν από την οδηγία 2014/104, προέκυπτε ήδη ευθέως από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται επί ενδίκων βοηθημάτων τα οποία αποσκοπούν στην προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης δεν πρέπει να καθιστούν την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή (42). Συνεπώς, το ερώτημα είναι εάν, βάσει των κανόνων αυτών, ακόμη και πριν από την οδηγία 2014/104, ο χρόνος παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού δεν πρέπει να εκκινεί πριν από το πέρας της εν λόγω παραβάσεως.

Γ.      Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος: Οι απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις όσον αφορά το προϋφιστάμενο της οδηγίας καθεστώς παραγραφής

96.      Το ερώτημα περί του ποιες είναι οι απορρέουσες από το δίκαιο της Ένωσης απαιτήσεις όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την έναρξη της παραγραφής για το πριν από την έκδοση της οδηγίας 2014/104 διάστημα αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα καθώς και στο σημείο i του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος (υπό 1). Μόνον σε περίπτωση που από την εξέταση του συγκεκριμένου ερωτήματος συναχθεί ότι, για την έναρξη της παραγραφής, το προϋφιστάμενο της οδηγίας δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτούσε την παύση της παραβάσεως, θα καθίσταντο κρίσιμα τα υπόλοιπα σημεία του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος (υπό 2 και 3).

1.      Μπορεί ο χρόνος παραγραφής να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παραβάσεως; (τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i)

97.      Στις σκέψεις 50 επ. της αποφάσεως Volvo, και ειδικότερα στις σκέψεις 56 και 61, το Δικαστήριο διαπίστωσε, σε σχέση με κατάσταση διεπόμενη από το εθνικό δίκαιο που προϋπήρχε της οδηγίας, ότι οι προθεσμίες παραγραφής που προβλέπει το οικείο εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να αρχίσουν να τρέχουν πριν από την παύση της παραβάσεως.

98.      Ομοίως, στις σκέψεις 78 και 79 της αποφάσεως Manfredi κ.λπ.(43), το Δικαστήριο έκρινε ότι εθνικός κανόνας δυνάμει του οποίου η προθεσμία ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή η σύμπραξη ή η συμπεφωνημένη πρακτική θα μπορούσε να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη την προβολή αξιώσεως αποκαταστάσεως της ζημίας που προκλήθηκε από την εν λόγω απαγορευόμενη σύμπραξη ή πρακτική, ιδίως αν η προβλεπόμενη από τον εθνικό αυτό κανόνα προθεσμία είναι σύντομη και μη δυνάμενη να ανασταλεί. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, υπό τις συνθήκες αυτές, σε περίπτωση διαρκών ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεων, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να παρέλθει η προθεσμία παραγραφής πριν ακόμη παύσει η παράβαση, με αποτέλεσμα οι ζημιωθέντες μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής να στερούνται της δυνατότητας ασκήσεως αγωγής.

99.      Ωστόσο, η Google και η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν μπορούν να μεταφερθούν στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως. Ειδικότερα, σε αντίθεση με την υπόθεση Manfredi κ.λπ., στην υπό κρίση υπόθεση η παραγραφή, ακόμη και κάθε χωριστή παραγραφή, δεν θα μπορούσε να εκκινήσει προτού ληφθεί η αντίστοιχη γνώση. Επομένως, δεν είναι δυνατό να ανακύψει κίνδυνος παρελεύσεως του χρόνου της παραγραφής πριν καν ο ζημιωθείς μπορέσει να ζητήσει αποζημίωση.

100. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η επίμαχη στην υπόθεση Volvo παράβαση ήταν μια μυστική σύμπραξη, της οποίας η προσφεύγουσα στην υπόθεση εκείνη έλαβε εν πάση περιπτώσει γνώση μόνο μετά την παύση της παραβάσεως. Επομένως, η προϋπόθεση ότι η παράβαση πρέπει να έχει παύσει προκειμένου να εκκινήσει η παραγραφή δεν είχε καμία ουσιαστική σημασία για την επίλυση της διαφοράς στη προμνησθείσα υπόθεση.

101. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η παράβαση, κατ’ αυτές, συνίστατο σε δημόσια συμπεριφορά, το δε πρόσωπο το οποίο επέδειξε τη παραβατική συμπεριφορά ήταν γνωστό. Εξάλλου, ο χρόνος της παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει προτού ο ζημιωθείς λάβει γνώση των εν λόγω στοιχείων, επρόκειτο δε για αρκούντως μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, δεν φαίνεται, κατά τη γνώμη τους, απαραίτητο για την άσκηση του δικαιώματος αποζημιώσεως, η έναρξη της παραγραφής να εξαρτάται επιπλέον και από την παύση της παραβάσεως. Ο ζημιωθείς θα μπορούσε κάλλιστα να προσαρμόσει το ποσό των αξιώσεών του με την πάροδο του χρόνου και την επαύξηση της ζημίας.

102. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Cogeco Communications (44), είναι σκόπιμο να εξετάζεται συνολικά το καθεστώς της παραγραφής προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα διάφορα στοιχεία του, εκτιμώμενα στο σύνολό τους, καθιστούν πράγματι αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος αποζημιώσεως. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν συντρέχει, κατά τις ίδιες, τέτοια περίπτωση.

103. Τέλος, υποστηρίζουν ότι, πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, κανένα από τα νομικά συστήματα των κρατών μελών δεν εξαρτούσε την έναρξη της παραγραφής όσον αφορά την παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού από την προϋπόθεση ότι έχει παύσει η παράβαση. Η εν λόγω οδηγία δημιούργησε εν προκειμένω μια εντελώς νέα νομική πραγματικότητα, οι απαιτήσεις της οποίας δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις προϊσχύσασες απαιτήσεις που απέρρεαν από την αρχή της αποτελεσματικότητας. Αν τυχόν απαιτούνταν τέτοιου είδους προϋποθέσεις πριν από τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας, θα υπήρχε, κατ’ αυτές, ο κίνδυνος να αναγνωριστεί στην οδηγία άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα μεταξύ ιδιωτών, όπερ θα ήταν αντίθετο προς την πάγια νομολογία (45).

104. Η επιχειρηματολογία αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

105. Είναι μεν ασφαλώς πιθανόν τα αστικά δίκαια των κρατών μελών να γνωρίζουν τον θεσμό του διαρκούς αδικήματος το οποίο τελείται και παραγράφεται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Ομοίως, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης παραγράφεται σταδιακά όταν η ζημία είναι εξακολουθητική (46).

106. Ωστόσο, η αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, έχει δομικές διαφορές σε σχέση με μια τυπική αστική αγωγή εξωσυμβατικής ευθύνης.

107. Πρώτον, η συγκεκριμένη αγωγή βασίζεται σε δικαίωμα που απορρέει από την πλήρη αποτελεσματικότητα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, το οποίο καθιστά δυνατή την αποκατάσταση όχι μόνον της άμεσης ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη ο ενδιαφερόμενος, αλλά και των έμμεσων ζημιών στη δομή και τη λειτουργία της αγοράς, η οποία δεν μπόρεσε να αναπτύξει την πλήρη οικονομική της αποτελεσματικότητα, ιδίως προς όφελος των οικείων καταναλωτών (47). Οι αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος εφαρμογής των εν λόγω κανόνων (48). Προβάλλοντας το δικαίωμά του προς αποζημίωση, ο ζημιωθείς συμβάλλει στην επίτευξη σκοπών της Ένωσης και καθίσταται με τον τρόπο αυτό «συνήγορος» ή «εκτελεστής» των συμφερόντων της Ένωσης (49).

108. Όταν μια τέτοια αγωγή για την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού με πρωτοβουλία των ιδιωτών (private enforcement) θεμελιώνεται σε παράβαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ, η έννοια της παραβάσεως, που αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που έχει στο πλαίσιο της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης από τις δημόσιες αρχές (public enforcement) (50). Επομένως, η παράβαση στην οποία θεμελιώνεται η αγωγή αποζημιώσεως καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης.

109. Εν συνεχεία, η άσκηση αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης απαιτεί, κατ’ αρχήν, τη διενέργεια πολύπλοκης ανάλυσης πραγματικών περιστατικών και οικονομικών στοιχείων (51). Επιπλέον, η κατάσταση χαρακτηρίζεται συνήθως από ασυμμετρία πληροφόρησης εις βάρος του ζημιωθέντος (52). Κατά συνέπεια, μια εθνική ρύθμιση που ορίζει την ημερομηνία από την οποία εκκινεί η παραγραφή, τη διάρκεια της παραγραφής και τις περιπτώσεις αναστολής ή διακοπής της πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του δικαίου ανταγωνισμού (53).

110. Συναφώς, υφίστανται βεβαίως παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού οι οποίες μπορούν να τελεστούν αμέσως, με μία και μόνη πράξη, όπως η παρακίνηση σε μποϊκοτάζ ή μια ενιαία συμβατική διάκριση εκ μέρους επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση.

111. Ωστόσο, όπως ορθώς υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης όπως η επίμαχη εν προκειμένω αποτελεί μόνον μια συνολική συμπεριφορά η οποία, λόγω της εκτάσεως, της διάρκειας, της εντάσεως και του τρόπου εκτελέσεώς της, οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιώδη στρέβλωση των όρων του ανταγωνισμού ή σε επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα.

112. Επομένως, όπως ακριβώς και στην περίπτωση μιας σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, θα ήταν τεχνητό να επιδιώκεται η «κατάτμηση» της παραβάσεως και της παραγραφής για μια τέτοια παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η οποία, όπως επισημάνθηκε στα σημεία 90 και 91 ανωτέρω, πληροί εξίσου τα κριτήρια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού.

113. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σημαντικό να μην επιτραπεί να παρέλθει ο χρόνος παραγραφής πριν από την παύση της παραβάσεως, προκειμένου να προστατευθεί το δικαίωμα των ζημιωθέντων να λάβουν πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, το οποίο αποτελεί μέρος του νομολογιακού κεκτημένου που προϋπήρχε της οδηγίας (54).

114. Όπως υποστηρίζει, εν προκειμένω, η Heureka, ειδικά στον ψηφιακό τομέα, η παράβαση μπορεί να έχει αντίκτυπο σε διάφορα επίπεδα (εμπόρους, διαφημιζόμενους, χρήστες) και να μεταβάλει τη δομή της αγοράς. Πλην όμως, τυχόν παράβαση στο συγκεκριμένο τομέα και η εξ αυτής απορρέουσα ζημία είναι πολύ δυσχερές να αποδειχθούν πριν από την παύση της παραβάσεως, τυχόν δε απαίτηση να ασκείται η αγωγή και εν συνεχεία να γίνεται προοδευτική προσαρμογής της προσαυξάνοντας τη ζημία που αξιώνεται, καθιστά, επομένως, εξαιρετικά δυσχερή, αν όχι πρακτικώς αδύνατη, την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος πλήρους αποζημιώσεως.

115. Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ήδη το προϋφιστάμενο της οδηγίας δίκαιο της Ένωσης απαιτούσε η έναρξη της παραγραφής να μην επέρχεται προτού οι ζημιωθέντες λάβουν γνώση των στοιχείων που είναι αναγκαία για την άσκηση της αγωγής τους, στα οποία συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού και η ύπαρξη ζημίας (55). Ωστόσο, είναι κατά τα φαινόμενα πολύ δυσχερές να θεωρηθεί ότι υφίσταται τέτοια γνώση πριν από το τέλος μιας σύνθετης παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού.

116. Ως εκ τούτου, το να αντιτάσσεται σε ζημιωθέντα η παραγραφή της αξιώσεως αποκλειστικώς και μόνον επί τη βάσει της προβαλλόμενης γνώσεως εκ μέρους του της παραβάσεως δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου. Αντιθέτως, η διττή προϋπόθεση περί γνώσεως και περί παύσεως της παραβάσεως καθιστά δυνατό τον ακριβή και αξιόπιστο προσδιορισμό του αφετήριου χρονικού σημείου της παραγραφής, ιδίως στην περίπτωση αγωγών που ασκούνται κατόπιν της αποφάσεως της αρχής ανταγωνισμού, προς το συμφέρον τόσο του ζημιωθέντος όσο και του παραβάτη.

117. Αντιστρόφως, θα ήταν κυνικό να αντιτάσσεται στον ζημιωθέντα παραγραφή ενώ η παράβαση είναι ακόμη εν εξελίξει. Επιπλέον, ο κίνδυνος μήπως αντιταχθεί πρόωρα η γνώση του ζημιωθέντος σχετικά με την ύπαρξη της παραβάσεως θα μπορούσε μάλιστα να έχει ως αποτέλεσμα τον δισταγμό των ζημιωθέντων να καταγγείλουν μια παράβαση στην Επιτροπή ή σε μια αρχή ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, να υπονομεύσει την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού.

118. Εξάλλου, η απαίτηση να έχει παύσει η παράβαση πριν από την έναρξη της παραγραφής μπορεί επίσης να οδηγήσει τον παραβάτη να παύσει την οικεία παράβαση ταχύτερα προκειμένου ο χρόνος της παραγραφής να αρχίσει να τρέχει το συντομότερο δυνατόν. Αντιθέτως, ένα καθεστώς που επιτρέπει την κατάτμηση της παραγραφής σε πολλές διαδοχικές dies a quo διασφαλίζει στον παραβάτη ότι διατρέχει μόνο τον διαρκή κίνδυνο να υποχρεωθεί να αποκαταστήσει ένα μικρό μέρος της παραβάσεως, που αντιστοιχεί στον χρόνο της παραγραφής, και, ως εκ τούτου, δεν τον ενθαρρύνει να παύσει την παράβαση.

119. Αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το να απαιτείται, για το αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής, η διττή προϋπόθεση περί γνώσεως και παύσεως της παραβάσεως δεν ενθαρρύνει ούτε τον ζημιωθέντα να παραμείνει αδρανής παρά τη γνώση της παραβάσεως, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην επέλευση της ζημίας. Η αδράνεια αυτή, η οποία αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης, είναι απολύτως δυνατό να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης. Ωστόσο, ο παράγοντας αυτός δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του αφετήριου χρονικού σημείου της παραγραφής.

120. Εξαίρεση στην προϋπόθεση περί παύσεως της παραβάσεως για την έναρξη της παραγραφής είναι κατά τα φαινόμενα νοητή μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό, ιδίως εάν το προϋφιστάμενο της οδηγίας εθνικό δίκαιο διασφαλίζει ότι ο χρόνος της παραγραφής δεν έχει παρέλθει πριν από την παύση αυτή μέσω άλλων διατάξεων, επί παραδείγματι με την εφαρμογή κανόνων που αναστέλλουν ή διακόπτουν την παραγραφή μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση καθίσταται απρόσβλητη. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει ότι απομένει επαρκής χρόνος ώστε να μπορεί ο ζημιωθείς να προετοιμάσει και να ασκήσει την αγωγή του μετά την έκδοση της απρόσβλητης αποφάσεως (56).

121. Στον βαθμό που ο ζημιωθείς προβάλλει το δικαίωμά του προς αποζημίωση, δικαιολογείται να επωφελείται από μια υποκειμενική παραγραφή, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει προτού λάβει γνώση των στοιχείων που είναι αναγκαία για την άσκηση της αγωγής του. Κατά τούτο διαφέρει ο ζημιωθείς από την Επιτροπή, η οποία ασκεί την αντικειμενική αρμοδιότητά της και για την οποία τρέχει μόνο μια αντικειμενική παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διαπράχθηκε ή έπαυσε η παράβαση.

122. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, ο ζημιωθείς βρίσκεται στην ίδια θέση με την Επιτροπή όσον αφορά το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως την οποία επικαλείται. Ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται να τίθεται το πρόσωπο αυτό σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με την Επιτροπή, όσον αφορά την παύση της παραβάσεως, ως κριτήριο για την έναρξη της παραγραφής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στο μέτρο που το πρόσωπο αυτό δεν διαθέτει τις διερευνητικές αρμοδιότητες και τα μέσα έρευνας της Επιτροπής για να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως (57), αλλά εξαρτάται στην πράξη από την απόφαση της Επιτροπής.

123. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προς αποζημίωση και να επιτευχθούν με τον τρόπο αυτό οι στόχοι περί εφαρμογής των κανόνων του δικαίου ανταγωνισμού από τους ζημιωθέντες, είναι αναγκαίο ο χρόνος παραγραφής για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως να μην αρχίζει να τρέχει πριν από την παύση της εν λόγω παραβάσεως.

124. Επομένως, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα της Επιτροπής και της Google, η ratio των αποφάσεων Volvo και Manfredi κ.λπ. (58) μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση. Ως εκ τούτου, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει να αρχίζει ο χρόνος της παραγραφής της αξιώσεως προς αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η συμπεριφορά αυτή στο σύνολό της.

125. Τούτο σημαίνει ότι, στην περίπτωση της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο χρόνος παραγραφής δεν μπορούσε να αρχίσει να τρέχει πριν από την παύση της παραβάσεως, ήτοι μπορούσε να αρχίσει να τρέχει το νωρίτερο στις 27 Ιουνίου 2017 (βλ. σημείο 85 ανωτέρω). Συνεπώς, ο χρόνος της παραγραφής δεν είχε παρέλθει πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη στις 27 Δεκεμβρίου 2016. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση δεν είχε διαμορφωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της ίδιας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, αλλά εξακολούθησε να παράγει τα αποτελέσματά της μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, με αποτέλεσμα το άρθρο 10 της οδηγίας να είναι εφαρμοστέο στην επίμαχη κατάσταση (βλ. σημεία 74 και 75 ανωτέρω).

2.      Μπορεί ο χρόνος παραγραφής να αρχίσει προτού ο ζημιωθείς λάβει γνώση ότι η συμπεριφορά συνιστά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού; (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο ii)

126. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο ii, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν αντιβαίνει στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ και στην αρχή της αποτελεσματικότητας εθνική ρύθμιση η οποία δεν συνδέει το αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής με τη γνώση του γεγονότος ότι η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, όπως προβλέπεται πλέον στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/104. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται εν προκειμένω, εάν εφαρμοστεί η απάντηση την οποία προτείνω στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i, δηλαδή ότι η παραγραφή δεν αρχίζει, σε καμία περίπτωση, πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε το σύνολο της παραβάσεως. Συνεπώς, θα διατυπώσω τη γνώμη μου επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, σημείο ii, μόνον επικουρικώς.

127. Η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει οι προθεσμίες παραγραφής που ισχύουν για τις αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ένωσης να μην αρχίζουν να τρέχουν πριν ο ζημιωθείς λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι έχει λάβει γνώση των αναγκαίων στοιχείων για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως. Στα στοιχεία αυτά συγκαταλέγονται η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού, η ύπαρξη ζημίας, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και της παραβάσεως και η ταυτότητα του παραβάτη (59).

128. Όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας Α. Ράντος, στο πλαίσιο αυτό, ο προσδιορισμός του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο ζημιωθείς λαμβάνει γνώση της «ύπαρξης της παράβασης», υπό την έννοια του νομικού χαρακτηρισμού της επίμαχης συμπεριφοράς, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου. Επομένως, θα ήταν σκόπιμο να ληφθεί ως αφετηρία η παραδοχή ότι, στις αγωγές του τύπου «follow-on», οι οποίες ασκούνται κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής ή εθνικής αρχής ανταγωνισμού (60), μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί, ελλείψει άλλων ενδείξεων, ότι η γνώση των αναγκαίων για την άσκηση της αγωγής στοιχείων λαμβάνεται κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της περιλήψεως της αποφάσεως της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα (ή σε αντίστοιχο κείμενο στην περίπτωση αποφάσεως εθνικής αρχής ανταγωνισμού) (61).

129. Αντιθέτως, στις αγωγές του τύπου «stand-alone», όπου δεν έχει προηγηθεί η έκδοση αποφάσεως αρχής ανταγωνισμού (62), δεν υφίσταται τέτοιο ευρείας δημοσιότητας σημείο αναφοράς για τη γνώση και εναπόκειται εν τέλει στο εθνικό δικαστήριο να προσδιορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ζημιωθείς είχε γνώση της «υπάρξεως της παραβάσεως» αποκλειστικά βάσει των στοιχείων που παρέσχε ο εναγόμενος. Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται να μην υπάρχει καμία αμφιβολία όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών ως παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού, όπερ είναι κατά κανόνα δυσχερές πριν από τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής με διοικητική ή δικαστική απόφαση. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, η γνώση απλών πραγματικών περιστατικών ή διάσπαρτων στοιχείων, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υπόνοιες για παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, δεν αρκεί για να αντιταχθεί στον ζημιωθέντα ότι είχε αντιληφθεί την ύπαρξη της παραβάσεως. Πρέπει να υφίσταται ένα σύνολο συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας επιμελής διάδικος δεν θα μπορούσε ευλόγως να αγνοήσει ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία είχε γνώση ή μπορούσε να έχει γνώση στοιχειοθετούν παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

130. Στο πλαίσιο αυτό, είναι μεν αληθές ότι η διάκριση, όσον αφορά το καθήκον επιμέλειας, μεταξύ εταιριών που αποδεδειγμένα διαθέτουν νομικούς συμβούλους και «επαγγελματιών» καταναλωτών, αφενός, και «απλών» καταναλωτών, αφετέρου, αυξάνει έτι περαιτέρω τη νομική αβεβαιότητα (63). Παρά ταύτα, θα ήταν σκόπιμο το δικαστήριο, κατά την εκτίμηση της γνώσης του ζημιωθέντος για την ύπαρξη της παραβάσεως και του σχετικού καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει, να λάβει υπόψη του τη διάκριση αυτή. Φαίνεται επίσης ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες παραβάσεις, όπως οι συμφωνίες για τις τιμές μεταξύ άμεσων ανταγωνιστών, μπορούν ευχερέστερα να χαρακτηριστούν ως παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες συμπεριφορές, ιδίως εκείνες που λαμβάνουν χώρα σε νέες αγορές και οι οποίες είναι λιγότερο γνωστές και λιγότερο αναλυμένες από τις αρχές ανταγωνισμού.

131. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο ii, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι προθεσμίες παραγραφής που ισχύουν για τις αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβάσεως των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ένωσης δεν πρέπει να εκκινούν πριν ο ζημιωθείς λάβει γνώση ή μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση των στοιχείων που είναι αναγκαία για την άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως, στα οποία συγκαταλέγεται η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού. Όταν η αγωγή αυτή ασκείται κατόπιν αποφάσεως αρχής ανταγωνισμού, η εν λόγω γνώση μπορεί, ελλείψει άλλων ενδείξεων, να θεωρηθεί ευλόγως ότι υφίσταται, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το εθνικό δικαστήριο, από την επίσημη δημοσίευση της περιλήψεως της εν λόγω αποφάσεως. Σε περίπτωση που τέτοια απόφαση δεν έχει εκδοθεί, η γνώση περί υπάρξεως της παραβάσεως μπορεί να αποδειχθεί μόνον εάν υφίσταται μια δέσμη συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας επιμελής διάδικος δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί ότι τα πραγματικά περιστατικά των οποίων είχε γνώση ή μπορούσε να είχε γνώση στοιχειοθετούν παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

3.      Πρέπει να αναστέλλεται η παραγραφή ενόσω διαρκεί η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως της Επιτροπής; (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημεία iii και iv)

132. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημεία iii και iv, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν αναστέλλει ούτε διακόπτει την παραγραφή για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού ενόσω η Επιτροπή διεξάγει διαδικασία με αντικείμενο την εν λόγω συνεχιζόμενη εντούτοις παράβαση, ούτε περιέχει διάταξη σύμφωνα με την οποία η αναστολή της παραγραφής λήγει τουλάχιστον ένα έτος αφότου καταστεί απρόσβλητη η απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση.

133. Όπως ισχύει και με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο ii, το ερώτημα αυτό δεν τίθεται εν προκειμένω εάν εφαρμοστεί η απάντησή μας στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημείο i. Επομένως, θα διατυπώσω τη γνώμη μου επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, σημεία iii και iv, μόνον επικουρικώς.

134. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι εθνικοί κανόνες περί παραγραφής καθιστούν υπερβολικά δυσχερή, αν όχι πρακτικώς αδύνατη, την άσκηση του δικαιώματος ασκήσεως αγωγής, το εθνικό καθεστώς παραγραφής πρέπει να αξιολογείται συνολικά. Επομένως, δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα επιμέρους στοιχεία του καθεστώτος αυτού (64). Η δυνατότητα αναστολής της προθεσμίας κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και κατά τον δικαστικό έλεγχο της αποφάσεώς της είναι μόνον ένα από τα στοιχεία του καθεστώτος αυτού.

135. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο λόγος για την αναστολή της παραγραφής είναι ότι ο ενάγων πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναμείνει το αποτέλεσμα της διερεύνησης από την αρχή ανταγωνισμού και, κατά περίπτωση, τον δικαστικό έλεγχο της αποφάσεώς της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει εάν έχει διαπραχθεί παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού, να λάβει γνώση του περιεχομένου και της διάρκειάς της και να θεμελιώσει στη διαπίστωση αυτή μεταγενέστερη αγωγή αποζημιώσεως.

136. Στην υπόθεση Cogeco Communications, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου καθίσταται υπερβολικά δυσχερής αν η προθεσμία παραγραφής, η οποία αρχίζει πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών κατόπιν των οποίων η εθνική αρχή ανταγωνισμού εκδίδει απόφαση που καθίσταται απρόσβλητη ή ένα δικαστήριο που επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος εκδίδει απόφαση παράγουσα δεδικασμένο, είναι πολύ σύντομη σε σχέση με τη διάρκεια των διαδικασιών αυτών και δεν μπορεί ούτε να ανασταλεί ούτε να διακοπεί κατά τη διάρκειά τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο παρέλευσης της προθεσμίας παραγραφής προτού καν ολοκληρωθούν οι εν λόγω διαδικασίες, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τον ζημιωθέντα να ασκήσει αγωγή που θεμελιώνεται σε μια τέτοια απόφαση (65).

137. Από τη νομολογία αυτή συνάγεται ότι ο ζημιωθείς πρέπει να έχει τη δυνατότητα να θεμελιώσει την αγωγή του στην απόφαση μιας αρχής ανταγωνισμού σχετικά με την επίμαχη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Εργαλείο για τον σκοπό αυτό μπορεί να αποτελέσει η αυτοδίκαιη αναστολή ή διακοπή της παραγραφής κατά τη διάρκεια των διαδικασιών που διεξάγουν οι αρχές ανταγωνισμού. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπάρχουν και άλλοι τρόποι στα εθνικά συστήματα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ζημιωθείς μπορεί να θεμελιώσει την αγωγή του στην απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση.

138. Κατά συνέπεια, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, σημεία iii και iv, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν αντιτίθεται σε ένα καθεστώς παραγραφής των αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού το οποίο δεν αναστέλλει ούτε διακόπτει αυτοδικαίως την παραγραφή ενόσω διαρκεί η διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού ή ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως μιας τέτοιας αρχής. Ωστόσο, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, απαιτεί το εθνικό καθεστώς παραγραφής να παρέχει στον ζημιωθέντα τη δυνατότητα να θεμελιώσει την αγωγή του στην απόφαση αρχής ανταγωνισμού σχετικά με την επίμαχη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

VI.    Πρόταση

139. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία) ως εξής:

1)      Προκειμένου να καθοριστεί η δυνατότητα διαχρονικής εφαρμογής του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να εξακριβωθεί εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης κατάσταση είχε διαμορφωθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη ή αν εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της και μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Προς τούτο, πρέπει να εξετασθεί εάν, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, είχε παρέλθει ο χρόνος παραγραφής που ίσχυε για την επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση, όπερ σημαίνει ότι πρέπει να προσδιοριστεί το αφετήριο χρονικό σημείο της εν λόγω παραγραφής. Κατά το χρονικό διάστημα πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2014/104 στην εσωτερική έννομη τάξη, το αφετήριο χρονικό σημείο της παραγραφής προσδιορίζεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2)      Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία επιτρέπεται η έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων προς αποζημίωση για ζημία που προκλήθηκε από διαρκή συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πριν από το χρονικό σημείο κατά το οποίο παύει η εν λόγω συμπεριφορά στο σύνολό της.

3)      Σύμφωνα με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι προθεσμίες παραγραφής που ισχύουν για τις αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβάσεων των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ένωσης δεν πρέπει να αρχίζουν να τρέχουν προτού ο ζημιωθείς λάβει γνώση, ή μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση, των στοιχείων που είναι αναγκαία για την άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η ύπαρξη παραβάσεως του δικαίου ανταγωνισμού. Όταν η αγωγή ασκείται κατόπιν αποφάσεως αρχής ανταγωνισμού, η γνώση αυτή μπορεί, ελλείψει άλλων ενδείξεων, να θεωρηθεί ευλόγως ότι υφίσταται, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το εθνικό δικαστήριο, από την επίσημη δημοσίευση της περιλήψεως της εν λόγω αποφάσεως. Σε περίπτωση που τέτοια απόφαση δεν έχει εκδοθεί, η γνώση περί υπάρξεως της παραβάσεως μπορεί να αποδειχθεί μόνον εάν υφίσταται μια δέσμη συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας επιμελής διάδικος δεν μπορούσε ευλόγως να αγνοεί ότι τα πραγματικά περιστατικά των οποίων είχε γνώση ή μπορούσε να είχε γνώση στοιχειοθετούν παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού.

4)      Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, δεν αντιτίθεται σε καθεστώς παραγραφής των αξιώσεων προς αποζημίωση λόγω παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού, το οποίο δεν αναστέλλει ούτε διακόπτει αυτοδικαίως την παραγραφή ενόσω διαρκεί η διαδικασία που διεξάγεται ενώπιον αρχής ανταγωνισμού ή ο δικαστικός έλεγχος της αποφάσεως την οποία έχει εκδώσει η εν λόγω αρχή. Ωστόσο, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αποτελεσματικότητας, απαιτεί το εθνικό καθεστώς παραγραφής να παρέχει στον ζημιωθέντα τη δυνατότητα να θεμελιώσει την αγωγή του στην απόφαση αρχής ανταγωνισμού σχετικά με την επίμαχη παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      ΕΕ 2014, L 349, σ. 1.


3      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


4      Βλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2023, Statul român (C‑107/23 PPU, EU:C:2023:606, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


5      Απόφαση C(2017) 4444 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2017, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ [υπόθεση AT.39740 – Google Search (Shopping)] (στο εξής: απόφαση Google Shopping).


6      Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18)· IP/10/1624, https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/fr/ip_10_1624.


7      Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763, σκέψεις 55, 57, 67 και 70).


8      Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763, σκέψεις 71 και 666).


9      Εκκρεμής υπόθεση C‑48/22 P, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping).


10      Η συγκεκριμένη ημερομηνία προκύπτει αφαιρώντας χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από την ημερομηνία καταθέσεως της αγωγής της Heureka (25 Ιουνίου 2020). Η Google, σε αντίθεση με το αιτούν δικαστήριο (βλ. σημείο 10 των παρουσών προτάσεων), θεωρεί ότι κρίσιμη εθνική νομοθεσία είναι ο εμπορικός κώδικας, στον οποίο προβλέπεται τετραετής παραγραφή (βλ., επίσης, σημείο 10 των παρουσών προτάσεων) με αφετηρία το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση, ή θα μπορούσε να είχε λάβει γνώση, της ζημίας και του προς αποζημίωση υπόχρεου.  


11      Το αιτούν δικαστήριο εκκινεί κατά τα φαινόμενα από την παραδοχή αυτή, διότι, εάν θεωρούσε ότι είχε λάβει τη γνώση αυτή μόνον μετά την παύση της παραβάσεως στις 27 Ιουνίου 2017, ακόμη και αν εφάρμοζε την προϊσχύσασα τριετή παραγραφή που προέβλεπε ο τσεχικός αστικός κώδικας, η απορρέουσα από την επίμαχη παράβαση αξίωση σε καμία περίπτωση δεν θα είχε ακόμη παραγραφεί στο σύνολό της κατά την άσκηση της αγωγής της Heureka στις 26 Ιουνίου 2020. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα ήταν αναγκαίο να εξεταστεί η προϋπόθεση περί παύσεως της παραβάσεως για την έναρξη της παραγραφής.


12      Απόφαση Volvo (σκέψη 18).


13      Διάταξη της 6ης Μαρτίου 2023, Deutsche Bank (Σύμπραξη – Παράγωγα επιτοκίου σε ευρώ) (C‑198/22 και C‑199/22, EU:C:2023:166, σκέψη 19).


14      Βλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής) (C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. (C‑137/92 P, EU:C:1994:247, σκέψη 48), της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB (C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 53), και της 5ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑475/01, EU:C:2004:585, σκέψη 18).


16      Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Ελλάδας (63/87, EU:C:1988:285, σκέψη 10), και της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Hoechst κατά Επιτροπής (46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψη 64).


17      Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, COFAZ κατά Επιτροπής (C‑169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 24), της 31ης Μαρτίου 1998, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑68/94 και C‑30/95, EU:C:1998:148, σκέψεις 48 έως 58), και της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 90)· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Métropole Télévision κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑528/93, T‑542/93, T‑543/93 και T‑546/93, EU:T:1996:99, σκέψεις 59 έως 64), και διάταξη της 18ης Σεπτεμβρίου 2006,Wirtschaftskammer Kärnten and best connect Ampere Strompool κατά Επιτροπής (T‑350/03, EU:T:2006:257, σκέψη 54).


18      Πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2013, Deutsche Lufthansa (C‑284/12, EU:C:2013:755, σκέψη 41).


19      Πρβλ. επίσης, όσον αφορά την προ της ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 2014/104 κατάσταση, απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, Repsol Comercial de Productos Petrolíferos (C‑25/21, EU:C:2023:298, σκέψεις 61 έως 63), καθώς και προτάσεις μου στην υπόθεση Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:32, σημείο 93).


20      Πρβλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:32, σημείο 96).


21      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal (C‑882/19, EU:C:2021:800).


22      Η υπογράμμιση δική μου.


23      Πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 52).


24      Πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, RegioJet (C‑57/21, EU:C:2023:6, σκέψη 64). Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής: «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102 ΣΛΕΕ], οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου [267 ΣΛΕΕ]» (η υπογράμμιση δική μου).


25      Βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, RegioJet (C‑57/21, EU:C:2023:6, σκέψεις 65 και 66), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση RegioJet (C‑57/21, EU:C:2022:363, σημεία 45 και 46).


26      Πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής) (C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 45). Βλ. επίσης, mutatis mutandis, τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα T. Ćapeta στην υπόθεση DB Station & Service (C‑721/20, EU:C:2022:288, σημείο 88).


27      Βλ., ιδίως, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452, σκέψεις 12 έως 20). Βλ. επίσης, για την περίπτωση αμφιβολιών ως προς το κύρος ή την ερμηνεία της αποφάσεως της Επιτροπής, αποφάσεις της 1ης Αυγούστου 2022, Daimler (Συμπράξεις – Απορριμματοφόρα) (C‑588/20, EU:C:2022:607, σκέψεις 27 έως 36), και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής (C‑689/19 P, EU:C:2021:142, σκέψη 144).


28      Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψεις 28, 29 και 38 έως 41).


29      Απόφαση Volvo (σκέψεις 43 έως 47).


30      Απόφαση Volvo (σκέψη 48).


31      Απόφαση Volvo (σκέψη 49).


32      Απόφαση Volvo (σκέψη 52).


33      Βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Instituto Madrileño de Investigación y Desarrollo Rural, Agrario y Alimentario (C‑726/19, EU:C:2021:439, σκέψη 86 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


34      Απόφαση Volvo (σκέψεις 64 έως 71).


35      Κατά την Heureka, η Google έπαυσε την προσαπτόμενη συμπεριφορά μόλις στις 27 Σεπτεμβρίου 2017. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται, ιδίως, στο γεγονός ότι, με το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η παράβαση εξακολουθούσε να υφίσταται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, ενώ, με το άρθρο 3, υποχρέωσε την Google να παύσει την παράβαση το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της εν λόγω αποφάσεως. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει τον ισχυρισμό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πραγματική ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως C(2017) 4444 τελικό στις 30 Ιουνίου 2017 (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Google στο πλαίσιο της προσφυγής της κατά της εν λόγω αποφάσεως), και να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η παράβαση.


36      Βλ. άρθρο 10, παράγραφος 3, της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβιάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουνίου 2013, COM(2013) 404 τελικό.


37      Αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C‑49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψη 81), της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 258), και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C‑441/11 P, EU:C:2012:778, σκέψη 41).


38      Αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής (T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 88), και της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψεις 484 και 498).


39      Απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Trelleborg Industrie και Trelleborg κατά Επιτροπής (T‑147/09 και T‑148/09, EU:T:2013:259, σκέψη 62).


40      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2021, Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping) (T‑612/17, EU:T:2021:763, σκέψεις 68 και 69).


41      Πρβλ. απόφαση Volvo (σκέψη 50).


42      Πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψεις 42 και 43), και Volvo (σκέψη 50).


43      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006 (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461).


44      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019 (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 45)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:32, σημείο 81).


45      Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori (C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψεις 19 έως 30).


46      Βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Γερμανία) κατά Επιτροπής (C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 35)· βλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής (T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψεις 69 και 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 20ής Ιανουαρίου 2021, Folschette κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑884/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:27, σκέψη 25).


47      Πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Courage και Crehan (C‑453/99, EU:C:2001:465, σκέψη 26), και της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Tráficos Manuel Ferrer (C‑312/21, EU:C:2023:99, σκέψη 42).


48      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal (C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 37).


49      Βλ., συναφώς, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Tráficos Manuel Ferrer (C‑312/21, EU:C:2022:712, σημείο 57).


50      Βλ., mutatis mutandis, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2019, Skanska Industrial Solutions κ.λπ. (C‑724/17, EU:C:2019:204, σκέψη 47), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal (C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 38).


51      Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 46), Volvo (σκέψη 54), και της 20ής Απριλίου 2023, Repsol Comercial de Productos Petrolíferos (C‑25/21, EU:C:2023:298, σκέψη 60).


52      Αποφάσεις Volvo (σκέψη 55), και της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Tráficos Manuel Ferrer (C‑312/21, EU:C:2023:99, σκέψη 43).


53      Αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 47), Volvo (σκέψη 53), και της 20ής Απριλίου 2023, Repsol Comercial de Productos Petrolíferos (C‑25/21, EU:C:2023:298, σκέψη 60).


54      Αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, Manfredi κ.λπ. (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461, σκέψη 95), και της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Tráficos Manuel Ferrer (C‑312/21, EU:C:2023:99, σκέψη 35).


55      Απόφαση Volvo (σκέψεις 56 έως 61).


56      Πρβλ. Commission staff working paper accompanying the white paper on Damages actions for breach of the EC antitrust rules, SEC(2008) 404, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/PDF/?uri=CELEX:52008SC0404, σημείο 238.


57      Βλ., επί του τελευταίου αυτού σημείου, απόφαση Volvo (σκέψη 55).


58      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006 (C‑295/04 έως C‑298/04, EU:C:2006:461).


59      Απόφαση Volvo (σκέψεις 56 έως 60).


60      Βλ., για τον ορισμό αυτό, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Repsol Comercial de Productos Petrolíferos (C‑25/21, EU:C:2022:659, σημεία 32 έως 35).


61      Πρβλ. απόφαση Volvo (σκέψη 71) και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Volvo και DAF Trucks (C‑267/20, EU:C:2021:884, σημεία 122 και 123).


62      Βλ. επίσης, για τον ορισμό αυτό, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Repsol Comercial de Productos Petrolíferos (C‑25/21, EU:C:2022:659, σημεία 32 έως 35).


63      Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Volvo και DAF Trucks (C‑267/20, EU:C:2021:884, σημεία 121 και 122).


64      Πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψεις 45 έως 55)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:32, σημείο 81), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου στην υπόθεση Volvo και DAF Trucks (C‑267/20, EU:C:2021:884, σημείο 101).


65      Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Cogeco Communications (C‑637/17, EU:C:2019:263, σκέψη 52).

Top