Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0580

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου της 17ης Νοεμβρίου 2022.
    EEW Energy from Waste Großräschen GmbH κατά MNG Mitteldeutsche Netzgesellschaft Strom GmbH.
    Αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Προώθηση της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ – Πρόσβαση στα συστήματα μεταφοράς και διανομής – Κατά προτεραιότητα πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Παραγωγή τόσο από ανανεώσιμες όσο και από συμβατικές πηγές ενέργειας.
    Υπόθεση C-580/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:904

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

    της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( 1 )

    Υπόθεση C‑580/21

    EEW Energy from Waste Großräschen GmbH

    κατά

    MNG Mitteldeutsche Netzgesellschaft Strom GmbH,

    παρισταμένης της

    50 Hertz Transmission GmbH

    [αίτηση του Bundesgerichtshof
    (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ – Εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – Σύμμεικτα απόβλητα που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων – Κατά προτεραιότητα κατανομή στο πλαίσιο της τροφοδότησης του δικτύου ηλεκτροδότησης – Διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της προτεραιότητας αυτής»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Κατά το άρθρο 194, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ενέργειας επιδιώκει, μέσα σε πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, τον στόχο της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ( 2 ). Τα διακυβεύματα της ανάπτυξης αυτής, τα οποία είναι ευρύτατα, ιδίως στην τρέχουσα γεωπολιτική συγκυρία, αναδεικνύονται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2009/28/ΕΚ ( 3 ), η οποία αναφέρεται στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στο πλαίσιο της καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, στην προώθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, στην τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία, καθώς και στη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης και την περιφερειακή ανάπτυξη ( 4 ).

    2.

    Εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την έννοια της «εγκατάστασης ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές» κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, καθώς και την έκταση της κατά προτεραιότητα κατανομής της οποίας τυγχάνει μια τέτοια εγκατάσταση στο πλαίσιο της τροφοδότησης του δικτύου ηλεκτροδότησης. Πιο συγκεκριμένα, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) ζητεί να διευκρινιστεί αν, και σε ποιον βαθμό, αυτή η κατά προτεραιότητα πρόσβαση πρέπει να παρέχεται σε εγκατάσταση η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων.

    3.

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της EEW Energy from Waste Großräschen GmbH (στο εξής: EEW), η οποία εκμεταλλεύεται εγκατάσταση θερμικής επεξεργασίας αποβλήτων, και της MNG Mitteldeutsche Netzgesellschaft Strom GmbH (στο εξής: MNG Strom), διαχειρίστριας δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με αντικείμενο το δικαίωμα της EEW να αποζημιωθεί για τη μείωση της τροφοδοσίας του δικτύου λόγω συμφόρησης. Η 50 Hertz Transmission GmbH (στο εξής: 50 Hertz), διαχειρίστρια δικτύου μεταφοράς σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας από εκείνο στο οποίο δραστηριοποιείται η MNG Strom, μετείχε στη διαδικασία της κύριας δίκης ως παρεμβαίνουσα υπέρ της MNG Strom.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η οδηγία 2001/77/ΕΚ

    4.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/77/ΕΚ ( 5 ), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α)

    “ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”: οι μη ορυκτές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή και γεωθερμική ενέργεια, ενέργεια κυμάτων, παλιρροϊκή ενέργεια, υδραυλική ενέργεια, βιομάζα, αέρια εκλυόμενα από χώρους υγειονομικής ταφής, από εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού και βιοαέρια)·

    β)

    “βιομάζα”: το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των προϊόντων, αποβλήτων και υπολειμμάτων που προέρχονται από τη γεωργία (συμπεριλαμβανομένων των φυτικών και των ζωικών ουσιών), τη δασοκομία και τις συναφείς βιομηχανίες, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων·

    γ)

    “ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”: η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν μόνον ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε υβριδικούς σταθμούς οι οποίοι χρησιμοποιούν συμβατικές πηγές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για την πλήρωση των συστημάτων αποθήκευσης και εξαιρουμένης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τα συστήματα αυτά·

    […]».

    2. Η οδηγία 2009/28

    5.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 11, 25, 60 και 61 της οδηγίας 2009/28 έχουν ως εξής:

    «(1)

    Ο έλεγχος της ευρωπαϊκής ενεργειακής κατανάλωσης καθώς και η αυξημένη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση ενέργειας και την αυξημένη ενεργειακή απόδοση, αποτελούν σημαντικές συνιστώσες της δέσμης μέτρων που απαιτήθηκαν για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και για τη συμμόρφωση προς το πρωτόκολλο του Κιότο στη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος και προς τις περαιτέρω κοινοτικές και διεθνείς δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μετά το 2012. Επίσης, αυτοί οι παράγοντες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, στην προώθηση της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας και στη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης και περιφερειακής ανάπτυξης, ιδίως στις αγροτικές και τις απομονωμένες περιοχές.

    […]

    (11)

    Είναι ανάγκη να τεθούν διαφανείς και αδιαμφισβήτητοι κανόνες για τον υπολογισμό του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και για τον καθορισμό των πηγών αυτών. […]

    […]

    (25)

    Κάθε κράτος μέλος διαθέτει διαφορετικό δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εφαρμόζει διαφορετικά καθεστώτα στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε εθνικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης που αποφέρουν οφέλη μόνον σε σχέση με μορφές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες παράγονται στην επικράτειά τους. […]

    […]

    (60)

    Η κατά προτεραιότητα πρόσβαση και η εγγυημένη πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές είναι σημαντικές για την ένταξη των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών στην εσωτερική αγορά ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, και στο πνεύμα του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/54/ΕΚ [ ( 6 )]. Οι απαιτήσεις για τη διατήρηση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου και για την κατανομή ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εθνικού δικτύου και την ασφαλή λειτουργία του. Η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο παρέχει εξασφάλιση προς τους συνδεδεμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές ότι θα μπορούν πάντοτε να πωλούν και να μεταφέρουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές βάσει κανόνων σύνδεσης, όποτε υπάρχει η πηγή. Στην περίπτωση που η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές είναι εντεταγμένη στην αγορά για άμεση παράδοση, η εξασφαλισμένη πρόσβαση εξασφαλίζει ότι όλη η πωλούμενη ηλεκτρική ενέργεια η οποία λαμβάνει στήριξη διαθέτει πρόσβαση στο δίκτυο, ώστε οι εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο να μπορούν να χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να στηρίζουν ή να θεσπίζουν υποχρεώσεις αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Σε άλλα συστήματα, καθορίζεται πάγια τιμή για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, συνήθως σε συνδυασμό με υποχρέωση αγοράς για το φορέα εκμετάλλευσης του συστήματος. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ήδη κατά προτεραιότητα πρόσβαση.

    (61)

    Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να διασφαλιστεί πλήρως η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές χωρίς να επηρεάζεται η αξιοπιστία ή η ασφάλεια του διασυνδεδεμένου συστήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να κριθεί σκόπιμο να δοθεί στους εν λόγω παραγωγούς οικονομική αποζημίωση. Ωστόσο, οι στόχοι της παρούσας οδηγίας απαιτούν τη συνεχή αύξηση της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές χωρίς να θίγεται η αξιοπιστία ή η ασφάλεια του συστήματος δικτύου. Προς τούτο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να επιτρέπουν τη μεγαλύτερη διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, μεταξύ άλλων λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των μεταβλητών πηγών και των πηγών που δεν επιδέχονται ακόμη αποθήκευση. […]»

    6.

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Θέτει υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές. Καθορίζει κανόνες για τη στατιστική μεταβίβαση μεταξύ κρατών μελών, για κοινά έργα μεταξύ κρατών μελών και με τρίτες χώρες, τις εγγυήσεις προέλευσης, τις διοικητικές διαδικασίες, την πληροφόρηση και την κατάρτιση και την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. […]»

    7.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ορισμοί της οδηγίας [2003/54].

    Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί και νοούνται ως:

    α)

    “ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές”: η ενέργεια από ανανεώσιμες μη ορυκτές πηγές ήτοι αιολική, ηλιακή, αεροθερμική, γεωθερμική, υδροθερμική και ενέργεια των ωκεανών, υδροηλεκτρική, από βιομάζα, από τα εκλυόμενα στους χώρους υγειονομικής ταφής αέρια, από τα αέρια που παράγονται σε μονάδες επεξεργασίας λυμάτων και από τα βιοαέρια·

    […]

    ε)

    “βιομάζα”: το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων βιολογικής προέλευσης από τη γεωργία (συμπεριλαμβανομένων των φυτικών και των ζωικών ουσιών), τη δασοκομία και τους συναφείς κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών αποβλήτων και των οικιακών απορριμμάτων·

    […]».

    8.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπολογισμός του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», ορίζει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

    «1.   Η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε κάθε κράτος μέλος υπολογίζεται ως το άθροισμα:

    α)

    της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές·

    […]

    3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές υπολογίζεται ως η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σε ένα κράτος μέλος από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, εξαιρουμένης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με συστήματα αποθήκευσης μέσω άντλησης από νερό που έχει προηγουμένως αντληθεί στον άνω ταμιευτήρα.

    Σε εργοστάσια πολλαπλών καυσίμων που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες και συμβατικές πηγές ενέργειας, λαμβάνεται υπόψη μόνο το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, η συμβολή κάθε πηγής ενέργειας υπολογίζεται με βάση το ενεργειακό της περιεχόμενο.

    […]»

    9.

    Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εγγυήσεις προέλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας και της ενέργειας θέρμανσης και ψύξης που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Για να αποδεικνύεται στους τελικούς καταναλωτές το μερίδιο ή η ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο ενεργειακό μείγμα προμηθευτή ενέργειας, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 της οδηγίας [2003/54], τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να είναι δυνατόν να παρέχεται εγγύηση για την προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια.»

    10.

    Το άρθρο 16 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στα δίκτυα και εκμετάλλευση των δικτύων», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ανάπτυξη δικτυακής υποδομής μεταφοράς και διανομής, ευφυών δικτύων, εγκαταστάσεων αποθήκευσης και του συστήματος ηλεκτροδότησης προκειμένου να καταστεί δυνατή η ασφαλής λειτουργία του συστήματος ηλεκτροδότησης ώστε να επιτρέπει την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων μεταξύ κρατών μελών, καθώς και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν επίσης τα κατάλληλα μέτρα για να επιταχύνουν τις διαδικασίες χορήγησης άδειας για δικτυακή υποδομή και για να συντονίσουν την έγκριση της δικτυακής υποδομής με τις διοικητικές διαδικασίες και τις διαδικασίες προγραμματισμού.

    2.   Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων για τη διατήρηση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου, και βάσει διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων που καθορίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές:

    α)

    τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ευρισκόμενοι στο έδαφός τους φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων μεταφοράς και διανομής εγγυώνται τη μεταφορά και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές·

    β)

    τα κράτη μέλη εξάλλου προβλέπουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές έχει προτεραιότητα ή εξασφάλιση πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτροδότησης·

    γ)

    τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την κατανομή των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής, οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων μεταφοράς να δίνουν προτεραιότητα σε εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές στον βαθμό που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού συστήματος ηλεκτροδότησης και βάσει διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τα δέοντα επιχειρησιακά μέτρα σχετικά με το δίκτυο και την αγορά προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι περιορισμοί της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Όταν λαμβάνονται σημαντικά μέτρα για τον περιορισμό των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών προκειμένου να εξασφαλιστούν η ασφάλεια του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και ο ενεργειακός εφοδιασμός, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιοι φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων να υποβάλλουν έκθεση για τα μέτρα αυτά, αναφέροντας τι διορθωτικά μέτρα προτίθενται να λάβουν για την αποφυγή μη σκόπιμων περικοπών.»

    Β.   Το γερμανικό δίκαιο

    11.

    Το άρθρο 3 του Erneuerbare-Energien-Gesetz (γερμανικού νόμου περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στο εξής: EEG), της 25ης Οκτωβρίου 2008, όπως ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως τις 31 Ιουλίου 2014 (στο εξής: EEG του 2012) ( 7 ), φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και έχει ως εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

    1)

    “εγκατάσταση”, κάθε μονάδα ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας […]

    […]

    3)

    “ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”, […] ενέργεια παραγόμενη από βιομάζα […], καθώς και από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των οικιακών απορριμμάτων και των βιομηχανικών αποβλήτων

    […]».

    12.

    Το άρθρο 8 του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προμήθεια, μεταφορά και διανομή», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων υποχρεούνται να προμηθεύονται, να μεταφέρουν και να διανέμουν, αμελλητί και κατά προτεραιότητα, το σύνολο της προσφερόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές […].»

    13.

    Το άρθρο 11 του εν λόγω νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαχείριση της τροφοδότησης του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων […] δικαιούνται, κατ’ εξαίρεση, να ρυθμίζουν εγκαταστάσεις συνδεδεμένες, άμεσα ή έμμεσα, με το δίκτυό τους […]:

    1)

    εφόσον, σε διαφορετική περίπτωση, θα προκαλούνταν συμφόρηση στον τομέα του σχετικού δικτύου, περιλαμβανομένου και του δικτύου προηγούμενου σταδίου,

    2)

    υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η προτεραιότητα υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας […], εκτός εάν πρέπει να παραμείνουν στο δίκτυο άλλες εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής προς διαφύλαξη της ασφάλειας και της αξιοπιστίας του συστήματος εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια, […]

    […]».

    14.

    Το άρθρο 12 του ίδιου νόμου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξαιρετικές διατάξεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Εάν η τροφοδοσία του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια από εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας […] μειωθεί λόγω συμφόρησης του δικτύου κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, οι φορείς εκμετάλλευσης που θίγονται από το μέτρο αυτό […] αποζημιώνονται για το 95 % των διαφυγόντων εσόδων, πλέον των επιπρόσθετων εξόδων και αφαιρουμένων των δαπανών που εξοικονομήθηκαν. […]»

    15.

    Το άρθρο 16 του EEG του 2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αμοιβής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων οφείλουν να παρέχουν αμοιβή στους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής για την ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από εγκαταστάσεις οι οποίες χρησιμοποιούν αποκλειστικώς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας […], τουλάχιστον στον βαθμό που προβλέπεται στα άρθρα 18 έως 33. […]»

    16.

    Οι ανωτέρω διατάξεις του EEG του 2012 συμπίπτουν κατ’ ουσίαν με τις διατάξεις του EEG όπως ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011 ( 8 ), καθώς και με τις διατάξεις του EEG όπως ίσχυε από την 1η Αυγούστου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 ( 9 ).

    III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    17.

    Η EEW εκμεταλλεύεται εγκατάσταση θερμικής επεξεργασίας αποβλήτων η οποία παράγει ηλεκτρική και θερμική ενέργεια (στο εξής: επίμαχη εγκατάσταση). Η εγκατάσταση αυτή χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικώς βιομηχανικά απόβλητα και οικιακά απορρίμματα τα οποία αναμειγνύονται πριν από την καύση τους και περιέχουν βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα σε ποσοστό το οποίο ποικίλλει και, βάσει των στοιχείων που παρέσχε η EEW, δεν υπερβαίνει το 50 % των αποβλήτων. Η επίμαχη εγκατάσταση διοχετεύει μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της MNG Strom με την οποία έχει συνάψει σύμβαση σύνδεσης και προμήθειας.

    18.

    Μεταξύ των ετών 2011 και 2016, η MNG Strom, στο πλαίσιο της διαχείρισης της ασφάλειας του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, ζήτησε από την EEW, σε διάφορες περιπτώσεις, να μειώσει προσωρινώς την τροφοδοσία του δικτύου λόγω συμφόρησης. Για τον λόγο αυτό, η EEW ζήτησε από την MNG Strom την καταβολή αποζημίωσης ύψους 2,24 εκατομμυρίων ευρώ βάσει, ειδικότερα, των εξαιρετικών διατάξεων του EEG, όπως ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, περιλαμβανομένου του άρθρου 12, παράγραφος 1, του EEG του 2012.

    19.

    Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το αποζημιωτικό αίτημα της EEW με το σκεπτικό ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στην επίμαχη εγκατάσταση δεν προέρχεται αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

    20.

    Η EEW άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η έκβαση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα αν η επίμαχη εγκατάσταση πρέπει να χαρακτηριστεί ως «εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του EEG του 2012. Κατά το δικαστήριο αυτό, το γεγονός ότι η παραγόμενη στην επίμαχη εγκατάσταση ηλεκτρική ενέργεια δεν προέρχεται αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές δεν αποκλείει την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

    21.

    Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επ’ αυτού ότι ο EEG, όπως ίσχυε όταν τέθηκε για πρώτη φορά σε ισχύ το 2000, αφορούσε την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν από εγκαταστάσεις οι οποίες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικώς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εντούτοις, στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 2001/77 και ιδίως του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, στο γερμανικό δίκαιο, το πεδίο εφαρμογής του EEG επεκτάθηκε το 2004 ώστε να συμπεριλαμβάνει το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές σε υβριδικούς σταθμούς οι οποίοι χρησιμοποιούν συμβατικές πηγές ενέργειας.

    22.

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από το γράμμα των εξαιρετικών διατάξεων του άρθρου 12 του EEG 2012 και από την όλη οικονομία του νόμου αυτού προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις, οι οποίες προστέθηκαν για πρώτη φορά στον EEG το 2009, ισχύουν και για τις εγκαταστάσεις που δεν χρησιμοποιούν αποκλειστικώς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επομένως, εφόσον μια εγκατάσταση παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και πρέπει, ως εκ τούτου, να έχει προτεραιότητα κατά την τροφοδότηση του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια, σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο EEG, οποιαδήποτε περικοπή ή διακοπή της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο της διαχείρισης της τροφοδότησης του δικτύου γεννά υποχρέωση αποζημίωσης όπως προβλέπεται από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές διατάξεις.

    23.

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, μολονότι ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε να ακολουθήσει το δίκαιο της Ένωσης και να αποκλίνει από τον κανόνα ότι λαμβάνεται υπόψη μόνον η ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές, δεν είναι βέβαιο αν, κατά το γερμανικό δίκαιο, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «εγκατάσταση», υπό την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του EEG του 2012, οποιαδήποτε εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής επεξεργάζεται ένα, οσοδήποτε μικρό, κλάσμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με αποτέλεσμα να της παρέχεται προτεραιότητα στο πλαίσιο της σύνδεσης και της τροφοδότησης του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι σχετικές διατάξεις του γερμανικού δικαίου πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με την έννοια της «ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/77. Στη διάταξη αυτή όμως γίνεται λόγος για «υβριδικό σταθμό», έννοια η οποία δεν ορίζεται στην οδηγία και δεν είναι απολύτως σαφής. Ειδικότερα, ο όρος «υβριδικός σταθμός» υποδηλώνει γενικώς, από τεχνικής απόψεως, εγκατάσταση που χρησιμοποιεί πλείονες διαφορετικές τεχνολογίες –παραδείγματος χάρη, ηλιακή ενέργεια και φυσικό αέριο– για την παραγωγή ενέργειας. Βάσει της ως άνω ερμηνείας, η έννοια του υβριδικού σταθμού δεν θα κάλυπτε εγκαταστάσεις οι οποίες, στο πλαίσιο μίας ενιαίας διαδικασίας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χρησιμοποιούν απλώς ένα μείγμα διαφορετικών πηγών ενέργειας, ανανεώσιμων και συμβατικών. Το συμπέρασμα αυτό θα ίσχυε τόσο σε περίπτωση που διαφορετικές πηγές ενέργειας αναμειγνύονται ακριβώς πριν τη χρήση τους για την παραγωγή ενέργειας όσο και σε περίπτωση που εγκατάσταση χρησιμοποιεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανανεώσιμες και ορυκτές πηγές ενέργειας σε ήδη υφιστάμενο μείγμα το οποίο ποικίλλει, χωρίς δυνατότητα εκ των υστέρων μεταβολής, όπως στην περίπτωση της επίμαχης εγκατάστασης.

    24.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ωστόσο ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/77 ορίζει τη βιομάζα ως ανανεώσιμη πηγή ενέργειας και ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας συμπεριλαμβάνει στον ορισμό της βιομάζας το «βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων». Οι διατάξεις αυτές συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από την καύση του βιοαποικοδομήσιμου κλάσματος πρέπει να θεωρείται ως παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ότι οι αντίστοιχες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας πρέπει, επομένως, να χαρακτηρίζονται, κατά το γερμανικό δίκαιο, ως «εγκαταστάσεις» υπό την έννοια του EEG και να έχουν κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.

    25.

    Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, δεδομένου ότι η οδηγία 2001/77 αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/28, η οποία έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης ( 10 ), το γερμανικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με την τελευταία αυτή οδηγία. Το ίδιο δικαστήριο αναφέρει ότι, λαμβάνοντας υπόψη το δίκαιο της Ένωσης, κλίνει προς την άποψη ότι πρέπει να ερμηνεύσει τις διατάξεις του EEG οι οποίες διέπουν την κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο πλαίσιο της τροφοδότησης του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή σε εγκαταστάσεις που δεν στηρίζονται αποκλειστικώς σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μόνον εάν οι ανανεώσιμες και οι συμβατικές πηγές ενέργειας χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο χωριστών συστημάτων. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά εγκαταστάσεις στις οποίες –όπως συμβαίνει με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω αποτέφρωσης αποβλήτων– χρησιμοποιείται ήδη υφιστάμενο μείγμα από ανανεώσιμες και συμβατικές πηγές ενέργειας σε κυμαινόμενα ποσοστά και χωρίς δυνατότητα εκ των υστέρων μεταβολής, οι εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του EEG του 2012 θα έπρεπε να εφαρμόζονται μόνον όταν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπερβαίνει, κατά μέσον όρο, το μερίδιο των συμβατικών πηγών ενέργειας. Στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, η ως άνω ερμηνεία θα σήμαινε ότι η EEW δεν μπορεί να αξιώσει αποζημίωση δυνάμει των εξαιρετικών αυτών διατάξεων, δεδομένου ότι η επίμαχη εγκατάσταση χρησιμοποιεί πηγές ενέργειας οι οποίες είναι ήδη αναμεμειγμένες σε κυμαινόμενα ποσοστά και, σύμφωνα με τα παρασχεθέντα από την EEW στοιχεία, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν υπερτερεί.

    26.

    Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, σε περίπτωση που το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το πεδίο εφαρμογής του καλύπτει εγκαταστάσεις στις οποίες δεν υπερτερεί το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τίθεται το ερώτημα αν υφίσταται κρίσιμο όριο κάτω από το οποίο μια εγκατάσταση που παράγει ηλεκτρική ενέργεια από τέτοιες πηγές ενέργειας δεν πρέπει να θεωρείται πλέον ως «εγκατάσταση που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» κατά την έννοια της συγκεκριμένης διατάξεως.

    27.

    Τέλος, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση κατά την οποία ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη μόνον εν μέρει από βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα έχει κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, χωρεί επίκληση της ratio legis του άρθρου 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/28, που ορίζει ότι στις εγκαταστάσεις πολλαπλών καυσίμων οι οποίες χρησιμοποιούν τόσο ανανεώσιμες όσο και συμβατικές πηγές ενέργειας λαμβάνεται υπόψη μόνον το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό προκειμένου να κριθεί αν η αξίωση αποζημίωσης η οποία στηρίζεται στις εξαιρετικές διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του EEG του 2012 αφορά τα διαφυγόντα έσοδα σε σχέση με το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην επίμαχη εγκατάσταση ή μόνον σε σχέση με το τμήμα της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των σύμμεικτων αποβλήτων.

    28.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, και στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι, κατά την τροφοδότηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, πρέπει να παρέχεται προτεραιότητα και σε εγκαταστάσεις παραγωγής στις οποίες η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται μέσω θερμικής επεξεργασίας μεικτών αποβλήτων που περιέχουν κυμαινόμενο ποσοστό βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Εξαρτάται η παροχή προτεραιότητας, κατά την τροφοδότηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 από το ύψος του ποσοστού βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά τον τρόπο που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα;

    3)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Υφίσταται κρίσιμο κατώτατο όριο όσον αφορά το ποσοστό βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων, κάτω από το οποίο αποκλείεται η εφαρμογή, ως προς την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, των ρυθμίσεων που ισχύουν για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές;

    4)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα: Ποιο είναι ή πώς πρέπει να προσδιορίζεται το ποσοστό του ορίου αυτού;

    5)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα: Είναι δυνατόν, κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων που διέπουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σε περίπτωση ηλεκτρικής ενέργειας η οποία παράγεται μόνον κατά ορισμένο ποσοστό από βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα, να χρησιμοποιηθεί η λογική του άρθρου 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/28 κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι εν λόγω ρυθμίσεις να εφαρμόζονται μόνον ως προς το ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και το ποσοστό αυτό να υπολογίζεται με βάση το ενεργειακό περιεχόμενο κάθε πηγής ενέργειας;»

    29.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η EEW, η MNG Strom, η 50 Hertz και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχουσες στη διαδικασία ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Σεπτεμβρίου 2022.

    IV. Ανάλυση

    Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    30.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 έχει την έννοια ότι η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης η οποία αναγνωρίζεται υπέρ των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να παρέχεται όχι μόνον στις εγκαταστάσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές, αλλά και σε εκείνες οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων.

    31.

    Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την κατανομή των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής, οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων μεταφοράς να δίνουν προτεραιότητα σε εγκαταστάσεις οι οποίες χρησιμοποιούν ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, στον βαθμό που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού συστήματος ηλεκτροδότησης και βάσει διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων.

    32.

    Παρατηρώ ότι η διάταξη αυτή θεσπίστηκε προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, από τεχνικής απόψεως, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας διαθέτουν εγγενώς πεπερασμένη ικανότητα διοχέτευσης ηλεκτρικής ενέργειας και δεν μπορούν κατ’ ανάγκην να διοχετεύσουν το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται ή μπορεί να παραχθεί στις εγκαταστάσεις οι οποίες υπάγονται σε αυτά, σε συνάρτηση με την κατανάλωση που γίνεται ( 11 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να ευνοήσει τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές. Όπως έχει κρίνει δε το Δικαστήριο, μολονότι κατά το άρθρο 32, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/72/ΕΚ ( 12 ) ο διαχειριστής συστήματος διανομής μπορεί να αρνείται την πρόσβαση στο σύστημά του λόγω έλλειψης της αναγκαίας χωρητικότητας, υπό την επιφύλαξη ότι αιτιολογεί και δικαιολογεί την άρνηση αυτή, η εν λόγω δυνατότητα άρνησης παροχής πρόσβασης στο σύστημα εκτιμάται κατά περίπτωση και δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν τέτοιες παρεκκλίσεις γενικώς και χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα, για κάθε διαχειριστή, η τεχνική αδυναμία του συστήματος να ανταποκριθεί στην αίτηση πρόσβασης τρίτων ( 13 ).

    33.

    Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να αποσαφηνιστεί η έννοια του όρου «εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, προκειμένου να κριθεί αν ο όρος αυτός καλύπτει εγκατάσταση η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων. Σε καταφατική περίπτωση, πρέπει να παρέχεται στην εγκατάσταση αυτή κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, όπως προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη, και, εάν ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνηθεί να παράσχει τέτοια πρόσβαση, η εγκατάσταση μπορεί να αξιώσει και να λάβει οικονομική αποζημίωση, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 61 της ως άνω οδηγίας.

    34.

    Η έννοια της «εγκατάστασης ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιεί ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» δεν ορίζεται στην οδηγία 2009/28. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται σε ενωσιακή διάταξη η οποία δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει, κατά κανόνα, να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση, με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση ( 14 ).

    35.

    Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται, πρώτον, ότι από το γράμμα και μόνον του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, το οποίο αναφέρεται απλώς σε εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί με βεβαιότητα αν η διάταξη αυτή αφορά εγκαταστάσεις οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων.

    36.

    Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2001/77 όριζε την «ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» ως «ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν μόνον ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε υβριδικούς σταθμούς οι οποίοι χρησιμοποιούν συμβατικές πηγές ενέργειας» ( 15 ). Ωστόσο, η ως άνω οδηγία δεν ήταν πλέον σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης. Το δε άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ ορίζει την «ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές» ως «ενέργεια από ανανεώσιμες μη ορυκτές πηγές ήτοι αιολική, ηλιακή, αεροθερμική, γεωθερμική, υδροθερμική και ενέργεια των ωκεανών, υδροηλεκτρική, από βιομάζα, από τα εκλυόμενα στους χώρους υγειονομικής ταφής αέρια, από τα αέρια που παράγονται σε μονάδες επεξεργασίας λυμάτων και από τα βιοαέρια». Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε η 50 Hertz στις γραπτές παρατηρήσεις της, ο χαρακτηρισμός της «ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεν εξαρτάται πλέον από την εγκατάσταση στην οποία παράγεται η ηλεκτρική ενέργεια, αλλά αποκλειστικώς από τις πηγές ενέργειας που χρησιμοποιούνται.

    37.

    Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28 προβλέπει ότι η ενέργεια από βιομάζα ( 16 ) θεωρείται ως ενέργεια παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές. Βάσει όμως του ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, η βιομάζα περιλαμβάνει το «βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών αποβλήτων και των οικιακών απορριμμάτων». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η ενέργεια η οποία παράγεται από τη θερμική επεξεργασία σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων πρέπει να θεωρείται, ως προς το κλάσμα αυτό, ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

    38.

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη εγκατάσταση επεξεργάζεται σύμμεικτα απόβλητα τα οποία περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων οικιακών απορριμμάτων και βιομηχανικών αποβλήτων σε διαφορετικά ποσοστά και συνιστούν, συνεπώς, βιομάζα, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας ( 17 ).

    39.

    Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/28 ορίζει ότι, στα εργοστάσια πολλαπλών καυσίμων τα οποία χρησιμοποιούν ανανεώσιμες και συμβατικές πηγές ενέργειας, λαμβάνεται υπόψη μόνο το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Κατά συνέπεια, η οδηγία αυτή δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της, κατ’ αρχήν, τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν εν μέρει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

    40.

    Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας 2009/28, αντικείμενο της οδηγίας αυτής είναι, όπως ορίζεται στο άρθρο της 1, να θεσπίσει ένα κοινό πλαίσιο για την προώθηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θέτοντας, μεταξύ άλλων, δεσμευτικούς εθνικούς στόχους αναφορικά με το μερίδιο το οποίο πρέπει να αντιπροσωπεύει η ενέργεια από τέτοιες πηγές επί της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας ( 18 ). Στο πνεύμα αυτό, το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται τα δέοντα επιχειρησιακά μέτρα σχετικά με το δίκτυο και την αγορά προκειμένου να ελαχιστοποιείται η απώλεια της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 60 της εν λόγω οδηγίας αναφέρεται ότι, όταν η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές είναι εντεταγμένη στην αγορά για άμεση παράδοση, η εγγυημένη πρόσβαση εξασφαλίζει ότι όλη η πωλούμενη ηλεκτρική ενέργεια που απολαύει στήριξης διαθέτει πρόσβαση στο δίκτυο, ώστε οι εγκαταστάσεις που είναι συνδεδεμένες με το δίκτυο να μπορούν να χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές. Η δε αιτιολογική σκέψη 61 της ίδιας οδηγίας διευκρινίζει ότι στόχος της οδηγίας είναι η βιώσιμη αύξηση της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές χωρίς να θίγεται η αξιοπιστία ή η ασφάλεια του δικτύου.

    41.

    Επιπλέον, επισημαίνω ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, σε ό,τι αφορά την εγγυημένη πρόσβαση στο δίκτυο την οποία προβλέπει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/28, στόχος είναι η ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με τρόπο που να διασφαλίζεται ότι όλη η ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από ανανεώσιμες πηγές έχει πρόσβαση στα δίκτυα, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται η μέγιστη δυνατή ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ( 19 ).

    42.

    Κατά συνέπεια, σκοπός της οδηγίας 2009/28 είναι να χρησιμοποιούνται στον μέγιστο δυνατό βαθμό οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αν όμως δεν παρέχεται προτεραιότητα στις εγκαταστάσεις οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων, τότε χάνεται αυτό το ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις περιπτώσεις στις οποίες ο διαχειριστής του δικτύου διανομής αρνείται στον ενδιαφερόμενο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας την πρόσβαση στο δίκτυό του λόγω συμφόρησης.

    43.

    Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 έχει την έννοια ότι η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας η οποία αναγνωρίζεται υπέρ των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να παρέχεται όχι μόνον στις εγκαταστάσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές, αλλά και σε εκείνες οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων.

    Β.   Επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

    44.

    Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 έχει την έννοια ότι μια εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής έχει πρόσβαση κατά προτεραιότητα στο δίκτυο ηλεκτροδότησης μόνον για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων και, σε καταφατική περίπτωση, πώς πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη η ως άνω κατά προτεραιότητα πρόσβαση.

    45.

    Όπως διευκρινίστηκε στο πλαίσιο της απάντησης επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, από το άρθρο 2, στοιχεία αʹ και εʹ, της οδηγίας 2009/28 προκύπτει ότι η ενέργεια που παράγεται από βιομάζα συνιστά μεν ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, όμως, όσον αφορά τα βιομηχανικά απόβλητα και τα οικιακά απορρίμματα, λαμβάνεται υπόψη μόνον το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αυτών. Ως εκ τούτου, μια εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής απολαύει κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, μόνον για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγει από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα, και όχι από το κλάσμα το οποίο αποτελείται από συμβατικά απόβλητα.

    46.

    Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αναφορικά με το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/28, ότι, μολονότι η συγκεκριμένη διάταξη κάνει λόγο για δυνατότητα να καθιερωθεί «εξασφάλιση πρόσβασης» στο δίκτυο υπέρ της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, τούτο ισχύει μόνον όσον αφορά την «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια, και ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί, συνεπώς, να χρησιμεύσει ως νομική βάση για εθνικές διατάξεις περί εγγυημένης πρόσβασης των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές ( 20 ). Η ως άνω ερμηνεία μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν ως προς την κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας.

    47.

    Υπό το πρίσμα της γραμματικής της διατύπωσης, η διάταξη αυτή προβλέπει τέτοια κατά προτεραιότητα πρόσβαση υπέρ των εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, χωρίς να καθορίζει, στην περίπτωση κατά την οποία οι εγκαταστάσεις αυτές χρησιμοποιούν συγχρόνως ανανεώσιμες και συμβατικές πηγές ενέργειας, ένα ελάχιστο ποσοστό ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με άλλα λόγια, η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη προτεραιότητα κατά την τροφοδότηση του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια δεν εξαρτάται από το μέγεθος του κλάσματος των βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι το ποσοστό των συμβατικών αποβλήτων ουδεμία επιρροή ασκεί για την προτεραιότητα αυτή. Επομένως, δεν υπάρχει κρίσιμο όριο κάτω από το οποίο η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές παύει να τυγχάνει κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο ( 21 ).

    48.

    Στον βαθμό που μια εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής απολαύει κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο μόνον για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί πώς πρέπει να εφαρμοστεί στην πράξη η κατά προτεραιότητα πρόσβαση, παραπέμποντας στο άρθρο 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/28.

    49.

    Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνω ότι, από νομικής απόψεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης όχι μόνο δεν προέβη σε εξαντλητική εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων στήριξης της παραγωγής πράσινης ενέργειας, αλλά έλαβε ως αφετηρία, αφενός, τη διαπίστωση ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν διαφορετικά καθεστώτα στήριξης και, αφετέρου, την αρχή ότι επιβάλλεται η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των καθεστώτων αυτών προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να προσδιορίσουν αποτελεσματικά εθνικά μέτρα για την επίτευξη των συνολικών εθνικών δεσμευτικών στόχων που τους θέτει η οδηγία 2009/28 ( 22 ). Εκτιμώ ότι το ίδιο σκεπτικό μπορεί να εφαρμοστεί και για την υλοποίηση του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή της κατά προτεραιότητα πρόσβασης των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο δίκτυο ηλεκτροδότησης.

    50.

    Εξάλλου, από τεχνικής απόψεως, η MNG Strom εξήγησε ότι ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας δεν γνωρίζει, σε πραγματικό χρόνο, σε ποιο ποσοστό χρησιμοποιούνται βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα από μια εγκατάσταση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας όταν καλείται να επιλέξει τη σειρά με την οποία θα επιβληθεί η διακοπή της τροφοδοσίας στις εγκαταστάσεις, δεδομένου ότι ούτε οι ίδιοι οι φορείς εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων αυτών γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ποιο ποσοστό της παραγόμενης ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. Η 50 Hertz, από την πλευρά της, τόνισε ότι η απόφαση περί παροχής προτεραιότητας συνιστά μέτρο έκτακτης ανάγκης το οποίο λαμβάνεται σχεδόν αυτοστιγμεί και ότι έχει επιπτώσεις στους φορείς εκμετάλλευσης σε μεταγενέστερο στάδιο, όπερ σημαίνει ότι τα κριτήρια προτεραιότητας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να δίνονται στον διαχειριστή του δικτύου συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή προέβαλε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι τεχνικώς ανέφικτο να εφαρμοστεί η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο μόνον για μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από μια εγκατάσταση, εν προκειμένω, για το μέρος το οποίο προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

    51.

    Λαμβανομένου υπόψη του νομικού και τεχνικού αυτού πλαισίου, είμαι της γνώμης ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να υποδείξει λεπτομερώς τον τρόπο εφαρμογής της κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι το καθήκον αυτό ανατίθεται, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28, στα κράτη μέλη, τα οποία είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα τις ιδιαιτερότητες του εθνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας ( 23 ). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η MNG Strom ανέφερε ειδικότερα ότι στη Γερμανία υπάρχουν, σε σχέση με τη διαχείριση του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες, αποσκοπώντας στη διαφύλαξη της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου αυτού, έχουν καθορίσει τη σειρά με την οποία πρέπει να αποσυνδέονται οι εγκαταστάσεις προκειμένου να μειωθεί η φυσική συμφόρηση του δικτύου.

    52.

    Ωστόσο, και υπό το πρίσμα τόσο των γραπτών παρατηρήσεων που κατέθεσαν οι μετέχουσες στη διαδικασία όσο και των προφορικών τους παρατηρήσεων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο να παράσχει ενδείξεις, στηριζόμενες στις διατάξεις της οδηγίας 2009/28, όσον αφορά τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.

    53.

    Ειδικότερα, πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η κατά προτεραιότητα πρόσβαση πρέπει να παρέχεται στον βαθμό που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού συστήματος ηλεκτροδότησης. Για τον λόγο αυτό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 60 της ως άνω οδηγίας, οι απαιτήσεις οι οποίες αφορούν τη διατήρηση της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου και την κατανομή ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εθνικού δικτύου και την εύρυθμη λειτουργία του.

    54.

    Δεύτερον, από το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας καθίσταται επίσης σαφές ότι η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο σύστημα ηλεκτροδότησης πρέπει να παρέχεται βάσει διαφανών και αμερόληπτων κριτηρίων, όπερ σημαίνει ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι σαφή, να έχουν γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων από τα κράτη μέλη και να είναι, ως προς την εφαρμογή τους, προβλέψιμα για όλους τους ενδιαφερομένους.

    55.

    Τρίτον, από τους σκοπούς της οδηγίας 2009/28 συνάγεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν τη μέγιστη δυνατή προτεραιότητα κατά την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης στις εγκαταστάσεις οι οποίες παράγουν ενέργεια αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές, όπερ σημαίνει ότι τυχόν άρνηση πρόσβασης τέτοιων εγκαταστάσεων στο δίκτυο πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση.

    56.

    Τέταρτον, όσον αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων αποβλήτων, εκτιμώ ότι αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν το σχετικό ποσοστό είναι σταθερό σε βάθος χρόνου, δεκτικό υπολογισμού και σημαντικό. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος κατάχρησης, ιδίως σε περίπτωση που είναι τεχνικώς ανέφικτο να εφαρμοστεί η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο αποκλειστικώς σε ένα μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σε μια εγκατάσταση και η τελευταία απολαύει τέτοιας προτεραιότητας μολονότι, στην πράξη, η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται κυρίως από συμβατικές πηγές ενέργειας. Τούτο συμβαίνει, για παράδειγμα, εάν το μερίδιο της ενέργειας το οποίο προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές μεταβάλλεται σημαντικά αναλόγως της εκάστοτε περιόδου, με συνέπεια σε ορισμένες περιόδους το μερίδιο αυτό να είναι μηδενικό ή χαμηλό.

    57.

    Πέμπτον, η EEW ισχυρίζεται ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο για τη διαφορά της κύριας δίκης, λάμβανε συστηματικά από την Umweltbundesamt (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος, Γερμανία) τις προβλεπόμενες στο άρθρο 15 της οδηγίας 2009/28 εγγυήσεις προέλευσης, βάσει των οποίων ήταν σε θέση να αποδείξει ότι το 50 % περίπου της ηλεκτροπαραγωγής της προερχόταν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας αυτής, η «εγγύηση προέλευσης» ορίζεται ως ηλεκτρονικό έγγραφο το οποίο χρησιμεύει μόνον ως απόδειξη προς τον τελικό καταναλωτή ότι δεδομένο μερίδιο ή ποσότητα ενέργειας έχει παραχθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κατά συνέπεια, η εγγύηση αυτή εκδίδεται αναδρομικά και δεν παρέχει πληροφορίες ως προς το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε πραγματικό χρόνο, δηλαδή κατά το χρονικό σημείο στο οποίο ο διαχειριστής του δικτύου καλείται να λάβει την απόφαση να μειώσει προσωρινώς την τροφοδοσία λόγω συμφόρησης ( 24 ). Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η «εγγύηση προέλευσης» δεν μπορεί να χρησιμεύσει, αυτή καθ’ εαυτήν, ως σημείο αναφοράς στο πλαίσιο του καθορισμού των κριτηρίων για την κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας.

    58.

    Έκτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν χωρεί επίκληση της ratio legis του άρθρου 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/28 σε σχέση με ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη μόνον εν μέρει από βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα. Υπενθυμίζω ότι, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε εργοστάσια πολλαπλών καυσίμων που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες και συμβατικές πηγές ενέργειας, λαμβάνεται υπόψη μόνο το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και ότι, για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού, η συμβολή κάθε πηγής ενέργειας υπολογίζεται με βάση το ενεργειακό της περιεχόμενο. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που τους αναγνωρίζεται, εκτιμώ ότι τα κράτη μέλη, ελλείψει ένδειξης περί του αντιθέτου στην οδηγία αυτή, μπορούν να χρησιμοποιήσουν το άρθρο 5, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ως σημείο αναφοράς για την εφαρμογή της κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας ( 25 ). Στο πλαίσιο αυτό, τυχόν αξίωση αποζημίωσης που προβάλλεται από τον φορέα εκμετάλλευσης εγκατάστασης ηλεκτροπαραγωγής κατόπιν της άρνησης πρόσβασης στο δίκτυο λόγω συμφόρησης αφορά αποκλειστικώς το μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα του μείγματος αποβλήτων.

    59.

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28 έχει την έννοια ότι μια εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής έχει κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο μόνον για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων. Εναπόκειται στα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, να ορίσουν διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια για τον καθορισμό του τρόπου εφαρμογής της εν λόγω κατά προτεραιότητα πρόσβασης σε μια τέτοια εγκατάσταση.

    V. Πρόταση

    60.

    Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ,

    έχει την έννοια ότι:

    η κατά προτεραιότητα πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης η οποία αναγνωρίζεται υπέρ εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να παρέχεται όχι μόνον στις εγκαταστάσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια αποκλειστικώς από ανανεώσιμες πηγές, αλλά και σε εκείνες οι οποίες παράγουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω θερμικής επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων που περιέχουν κλάσμα βιοαποικοδομήσιμων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων.

    2)

    Το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2009/28

    έχει την έννοια ότι:

    μια εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής τυγχάνει κατά προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο μόνον για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των χρησιμοποιούμενων βιομηχανικών αποβλήτων και οικιακών απορριμμάτων. Εναπόκειται στα κράτη μέλη, στο μέτρο που το επιτρέπει η ασφαλής λειτουργία του εθνικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, να ορίσουν διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο αυτή η κατά προτεραιότητα πρόσβαση εφαρμόζεται σε μια τέτοια εγκατάσταση.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Για την εξέλιξη της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βλ. Johnston, A., και Block, G., EU Energy Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2012, αριθ. 12.01 έως 12.185.

    ( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ 2018, L 328, σ. 82). Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, η οδηγία 2009/28 εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης.

    ( 4 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Elecdey Carcelen κ.λπ. (C‑215/16, C‑216/16, C‑220/16 και C‑221/16, EU:C:2017:705, σκέψη 38 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 5 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2001, L 283, σ. 33). Η εν λόγω οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2009/28.

    ( 6 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 176, σ. 37).

    ( 7 ) BGBl. 2011 Ι, σ. 1634.

    ( 8 ) BGBl. 2008 Ι, σ. 2074.

    ( 9 ) BGBl. 2014 Ι, σ. 1066. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι διαδοχικές αυτές τροποποιήσεις του EEG επήλθαν κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η απόφαση περί παραπομπής. Δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως των τροποποιήσεων αυτών, οι κρίσιμες διατάξεις παρέμειναν ίδιες από πλευράς διατύπωσης και περιεχομένου, θα αναφέρομαι, χάριν απλούστευσης, μόνον στον EEG του 2012.

    ( 10 ) Βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2009/28, τα κράτη μέλη όφειλαν να έχουν μεταφέρει την οδηγία αυτή στο εθνικό τους δίκαιο έως τις 5 Δεκεμβρίου 2010.

    ( 11 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση Fundul Proprietatea (C‑179/20, EU:C:2021:731, σημείο 51). Βλ., επίσης, την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea (C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψεις 59 και 60), κατά την οποία η πρόσβαση στο δίκτυο μεταφοράς δεν είναι απεριόριστη, διότι εξαρτάται από τη μέγιστη δυναμικότητα την οποία μπορεί να αντέξει το σύστημα. Η ανακατανομή διέπεται πλέον από τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2019, L 158, σ. 54). Το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού αυτού την ορίζει ως «μέτρο, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής, ενεργοποιούμενο από έναν ή περισσότερους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ή διαχειριστές συστημάτων διανομής, μεταβάλλοντας την παραγωγή ή την κατανάλωση, ή και τα δύο, ώστε να αλλάξουν οι φυσικές ροές στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας και να μειωθεί μια φυσική συμφόρηση ή διαφορετικά να επιτευχθεί η ασφάλεια συστήματος».

    ( 12 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ 2019, L 158, σ. 125).

    ( 13 ) Απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Solvay Chimica Italia κ.λπ. (C‑262/17, C‑263/17 και C‑273/17, EU:C:2018:961, σκέψη 60).

    ( 14 ) Απόφαση της 2ας Ιουνίου 2022, Τ.Ν. και Ν.Ν. (Δήλωση αποποιήσεως της κληρονομίας) (C‑617/20, EU:C:2022:426, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 15 ) Η υπογράμμιση δική μου. Η οδηγία 2001/77 δεν όριζε την έννοια του «υβριδικού σταθμού», η οποία επιδεχόταν πλείονες ερμηνείες.

    ( 16 ) Σχετικά με τη βιομάζα στην Ένωση, βλ., στην αγγλική γλώσσα, European Commission, Joint Research Centre, Brief on biomass for energy in the European Union, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2019.

    ( 17 ) Υπενθυμίζω ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την ιεράρχηση των αποβλήτων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3), όπου η διάθεση των αποβλήτων καταλαμβάνει την τελευταία θέση.

    ( 18 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2021, Promociones Oliva Park (C‑220/19, EU:C:2021:163, σκέψη 62).

    ( 19 ) Βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea (C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψη 62).

    ( 20 ) Βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, Fondul Proprietatea (C‑179/20, EU:C:2022:58, σκέψη 65).

    ( 21 ) Η εκτίμηση αυτή διευκρινίζεται στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.

    ( 22 ) Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, L.E.G.O. (C‑242/17, EU:C:2018:804, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 23 ) Επισημαίνω ότι ο κανονισμός 2019/943 καθόρισε λεπτομερώς τους κανόνες ανακατανομής, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 13, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, ότι, σε περίπτωση που χρησιμοποιείται μη βασιζόμενη στην αγορά καθοδική ανακατανομή, οι εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής οι οποίες χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπόκεινται σε καθοδική ανακατανομή μόνον εάν δεν υφίσταται καμία άλλη εναλλακτική λύση ή εάν άλλες λύσεις θα οδηγούσαν σε σημαντικά δυσανάλογο κόστος ή σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια του δικτύου. Ωστόσο, ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης.

    ( 24 ) Βλ. επίσης απόφαση της 1ης Ιουλίου 2014, Ålands Vindkraft (C‑573/12, EU:C:2014:2037, σκέψη 90).

    ( 25 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2009/28.

    Top