Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0488

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα T. Ćapeta της 16ης Φεβρουαρίου 2023.


    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:115

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    TAMARA ĆAPETA

    της 16ης Φεβρουαρίου 2023 ( 1 )

    Υπόθεση C‑488/21

    GV

    κατά

    Chief Appeals Officer,

    Social Welfare Appeals Office,

    Minister for Employment Affairs and Social Protection,

    Ιρλανδίας,

    Attorney General

    [αίτηση του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Συντηρούμενο μέλος της οικογένειας εργαζομένου της Ένωσης – Δικαιώματα διαμονής εντός της επικράτειας κράτους μέλους και δικαίωμα σε μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα – Κύκλος των δικαιούχων – Δικαίωμα διαμονής του απευθείας ανιόντος τελούν υπό την προϋπόθεση ότι αυτός εξακολουθεί να έχει την ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους – Υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του οικείου κράτους μέλους – Ίση μεταχείριση των μελών της οικογένειας του διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης»

    I. Εισαγωγικά

    1.

    Σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, ορισμένα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των συντηρούμενων γονέων, δύνανται να πάνε να συναντήσουν διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης στο κράτος μέλος στο οποίο ζει και εργάζεται ο τελευταίος. Εάν ο γονέας ζητήσει τη χορήγηση κοινωνικών παροχών στο κράτος μέλος υποδοχής, χάνει το δικαίωμα διαμονής που τυχόν έχει βάσει του δικαίου της Ένωσης; Μπορούν τα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν έναν τέτοιο γονέα ως υπέρμετρο βάρος για το εθνικό τους σύστημα κοινωνικής πρόνοιας; Περαιτέρω, τι σημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η συντήρηση του γονέα εξαρτάται από διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης;

    2.

    Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα κυριότερα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Court of Appeal (εφετείο, Ιρλανδία).

    3.

    Μολονότι το Δικαστήριο είχε στο παρελθόν αρκετές φορές την ευκαιρία να διευκρινίσει ποιων δικαιωμάτων απολαύουν οι συντηρούμενοι συγγενείς βάσει του δικαίου της Ένωσης και υπό ποιες προϋποθέσεις γεννώνται τα εν λόγω δικαιώματα, οι περισσότερες σχετικές υποθέσεις αφορούσαν συντηρούμενους απευθείας κατιόντες ( 2 ) ή συζύγους ( 3 ). Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να συμπληρώσει την ερμηνεία των δικαιωμάτων που έχουν οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες των διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης.

    II. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    4.

    Η GV είναι Ρουμάνα υπήκοος και μητέρα της AC, Ρουμάνας υπηκόου που διαμένει και εργάζεται στην Ιρλανδία. Η AC έχει αποκτήσει επίσης την ιρλανδική ιθαγένεια με πολιτογράφηση. H GV πήγε να συναντήσει τη θυγατέρα της στην Ιρλανδία το 2017 και έκτοτε διαμένει εκεί. Ουδόλως αμφισβητείται το γεγονός ότι διαμένει νομίμως στην Ιρλανδία ως συντηρούμενη γονέας διακινούμενης εργαζομένης της Ένωσης.

    5.

    Η GV έχει διαμείνει επανειλημμένως στην Ιρλανδία, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος μεταξύ 2009 και 2011, μετά το οποίο επέστρεψε στη Ρουμανία. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 2011 και 2016 μετακινούνταν μεταξύ Ιρλανδίας, Ρουμανίας και Ισπανίας, όπου ζει η έτερη θυγατέρα της. Έχει χωρίσει από τον σύζυγό της τα τελευταία 15 έτη και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν οικονομικά εξαρτημένη από την AC, η οποία περιοδικά πραγματοποιούσε μεταφορές χρημάτων προς αυτήν.

    6.

    Κατά τη διάρκεια του 2017, η GV υπέστη εκφυλιστικές αλλοιώσεις των αρθρώσεών της. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 η GV υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας βάσει του Social Welfare Consolidation Act 2005 (ενοποιημένου νόμου του 2005 περί κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικών υπηρεσιών, Ιρλανδία), όπως έχει τροποποιηθεί.

    7.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η καταβολή του επιδόματος αναπηρίας, την οποία αιτήθηκε η GV, αποσκοπεί στην προστασία από τη φτώχεια. Το εν λόγω επίδομα συνιστά παροχή κοινωνικής πρόνοιας που βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό, χωρίς ο δικαιούχος να υποχρεούται να καταβάλλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Με άλλα λόγια, πρόκειται για χρηματοδοτούμενη από τη γενική φορολογία παροχή. Το επίδομα αναπηρίας χαρακτηρίζεται ως «ειδική μη ανταποδοτικού τύπου παροχή σε χρήμα» κατά την έννοια του κανονισμού 883/2004 ( 4 ). Επομένως, αίτηση για τη χορήγησή του μπορεί να υποβληθεί μόνο στο κράτος μέλος διαμονής ( 5 ), πράγμα που σημαίνει ότι η GV δεν θα μπορούσε να ζητήσει την καταβολή του στο κράτος ιθαγενείας της, δεδομένου ότι διαμένει στην Ιρλανδία.

    8.

    Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι, προκειμένου να μπορεί να λάβει επίδομα αναπηρίας στην Ιρλανδία, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά την ηλικία, την αναπηρία και τους διαθέσιμους πόρους του. Ειδικότερα, το εν λόγω επίδομα χορηγείται μόνο σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει τη γενική ηλικία συνταξιοδότησης ( 6 ). Τα λοιπά κριτήρια επιλεξιμότητας περιλαμβάνουν ιατρικά κριτήρια και ένα εισοδηματικό κριτήριο. Το τελευταίο περιλαμβάνει υπολογισμό του εισοδήματος που αποκομίζει ένα πρόσωπο από άλλο μέλος της οικογένειας.

    9.

    Ακόμα πιο συγκεκριμένα, το ιρλανδικό δίκαιο απαγορεύει την καταβολή επιδόματος αναπηρίας σε πρόσωπο το οποίο δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ιρλανδία ( 7 ). Η συνήθης διαμονή προϋποθέτει ότι το οικείο πρόσωπο έχει δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος.

    10.

    Η αίτηση της GV απορρίφθηκε με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018. Η ασκηθείσα κατά της εν λόγω αποφάσεως διοικητική προσφυγή απορρίφθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2019. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η απόρριψη βασίστηκε στο ότι η GV δεν είχε δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία.

    11.

    Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε εξ ονόματος της GV μια μη κυβερνητική οργάνωση, επανεξετάστηκε η απορριπτική της διοικητικής προσφυγής απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019.

    12.

    Με απόφαση της 2ας Ιουλίου 2019, ο Appeals Officer (υπάλληλος της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας) έκρινε ότι η GV είχε δικαίωμα διαμονής ως συντηρούμενη απευθείας ανιούσα πολίτη της Ένωσης που εργάζεται στην Ιρλανδία, αλλά δεν είχε δικαίωμα να λάβει παροχές κοινωνικής πρόνοιας.

    13.

    Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ασκήθηκε αίτηση αναθεωρήσεως ενώπιον του Chief Appeals Officer (Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας, Ιρλανδία, πρώτου εκκαλούντος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου), ο οποίος, με απόφαση της 23ης Ιουλίου 2019, κατέληξε και αυτός στο συμπέρασμα ότι η GV δεν είχε δικαίωμα να λάβει επίδομα αναπηρίας. Το ως άνω συμπέρασμα αιτιολογήθηκε βάσει του ότι, σύμφωνα με την ιρλανδική νομοθεσία περί μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας περί ιθαγένειας ( 8 ), η GV δεν θα έπρεπε να καταστεί υπέρμετρο βάρος για το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

    14.

    Όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο, η σχετική ρύθμιση του ιρλανδικού δικαίου είναι η European Communities (Free Movement of Persons) Regulations 2015 [κανονιστική απόφαση του 2015 σχετικά με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων)] (SI αριθ. 548 του 2015) (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2015). Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2015 προβλέπει τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής στην Ιρλανδία, ως ακολούθως:

    «Κάθε πρόσωπο που διαμένει στο κράτος δυνάμει των άρθρων 6 ( 9 ), 9 ή 10 έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να διαμένει στο κράτος για όσο διάστημα πληροί τις σχετικές διατάξεις του αντίστοιχου άρθρου και δεν συνιστά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους.»

    15.

    Η GV προσέφυγε κατά της αποφάσεως της 23ης Ιουλίου 2019 ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία). Με απόφαση της 29ης Μαΐου 2020, το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση. Έκρινε δε ότι το ιρλανδικό δίκαιο δεν συνάδει με την οδηγία περί ιθαγένειας, στο μέτρο που εξαρτά το δικαίωμα διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης από προϋπόθεση που έγκειται στο να μην συνιστά το εν λόγω μέλος της οικογένειας υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους. Κατά συνέπεια, όπως έκρινε το High Court (ανώτερο δικαστήριο), άπαξ και αποδειχθεί, κατά τον χρόνο που το μέλος της οικογένειας πηγαίνει να συναντήσει τον εργαζόμενο της Ένωσης, ότι η συντήρηση του εν λόγω μέλους της οικογένειας εξαρτάται από τον συγκεκριμένο εργαζόμενο, δεν απαιτείται το μέλος της οικογένειας να εξακολουθεί να συντηρείται από τον εν λόγω εργαζόμενο προκειμένου να συνεχίσει να έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής.

    16.

    Ο Chief Appeals Officer (Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας, Ιρλανδία) και ο Minister for Employment Affairs and Social Protection (Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Ιρλανδία) άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου), αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση.

    17.

    Αφενός, ο Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας υποστηρίζει ότι ο ορισμός του «μέλους της οικογένειας» στο άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας περιλαμβάνει την απαίτηση να εξακολουθεί το μέλος της οικογένειας να συντηρείται από τον πολίτη της Ένωσης για όσο διάστημα προβάλλεται το παράγωγο δικαίωμα διαμονής. Κατά συνέπεια, το μέλος της οικογένειας δεν απολαύει πλέον αυτού του δικαιώματος όταν παύσει να υφίσταται η σχέση εξάρτησης. Σε περίπτωση χορηγήσεως επιδόματος αναπηρίας στη GV, η συντήρησή της θα έπαυε να εξαρτάται από τη θυγατέρα της και, ως εκ τούτου, η GV δεν θα είχε πλέον παράγωγο δικαίωμα διαμονής σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

    18.

    Αφετέρου, η GV υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη του άρθρου 11, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως στερείται κύρους, καθόσον επιβάλλει την προϋπόθεση του «υπέρμετρου βάρους» στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, χωρίς η εν λόγω προϋπόθεση να περιλαμβάνεται στο άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας. Κατά την GV, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια της «εξάρτησης» έρχεται να επιβεβαιώσει τη θέση της. Η ίδια υποστηρίζει περαιτέρω ότι η θέση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προσβάλλει το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης που της αναγνωρίζεται από το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    19.

    Δεδομένου ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το ιρλανδικό δίκαιο συνάδει προς την οδηγία περί ιθαγένειας, το Court of Appeal (εφετείο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Εξαρτάται το παράγωγο δικαίωμα διαμονής απευθείας ανιόντος ενός εργαζόμενου πολίτη της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της [οδηγία περί ιθαγένειας], από τη διατήρηση της εξάρτησης του ανιόντος αυτού από τον εργαζόμενο;

    2)

    Απαγορεύει η [οδηγία περί ιθαγένειας] σε κράτος μέλος υποδοχής να περιορίζει την πρόσβαση σε επίδομα κοινωνικής πρόνοιας ενός μέλους της οικογένειας εργαζόμενου πολίτη της Ένωσης το οποίο έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής απορρέον από τη σχέση εξάρτησης του μέλους αυτού από τον εν λόγω εργαζόμενο, σε περίπτωση που η πρόσβαση στο επίδομα αυτό θα σήμαινε ότι το εν λόγω μέλος της οικογένειας δεν εξαρτάται πλέον από τον εργαζόμενο;

    3)

    Απαγορεύει η [οδηγία περί ιθαγένειας] σε κράτος μέλος υποδοχής να περιορίζει την πρόσβαση σε επίδομα κοινωνικής πρόνοιας ενός μέλους της οικογένειας εργαζόμενου πολίτη της Ένωσης, το οποίο έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής απορρέον από τη σχέση εξάρτησης του μέλους αυτού από τον εν λόγω εργαζόμενο, για τον λόγο ότι η καταβολή του επιδόματος θα έχει ως συνέπεια το εν λόγω μέλος της οικογένειας να καταστεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους;»

    20.

    Η GV, οι Chief Appeals Officer (Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας), Social Welfare Appeals Office (Υπηρεσία Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας, Ιρλανδία), Minister for Employment Affairs and Social Protection (Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας), Attorney General (Γενικός Εισαγγελέας, Ιρλανδία) (στο εξής: καθών), η Τσεχική, η Δανική και η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 18 Οκτωβρίου 2022, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους η GV, οι καθών, η Τσεχική, η Δανική και η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    III. Σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης

    Α. Η οδηγία περί ιθαγένειας

    21.

    Το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας ορίζει ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, νοούνται ως:

    «“μέλος της οικογένειας”:

    α)

    ο (η) σύζυγος·

    β)

    ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·

    γ)

    οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

    δ)

    οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)».

    22.

    Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας:

    «Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

    α)

    είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

    β)

    διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

    γ)

    έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

    διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

    δ)

    είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).»

    23.

    Κατά το άρθρο 24 της οδηγίας περί ιθαγένειας:

    «1.   Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται ρητώς στη συνθήκη και στο παράγωγο δίκαιο, όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της παρούσας οδηγίας, απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της συνθήκης. Το ευεργέτημα του δικαιώματος αυτού εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον έχουν δικαίωμα διαμονής ή μόνιμης διαμονής.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, το κράτος μέλος υποδοχής δεν είναι υποχρεωμένο να χορηγεί δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές κατά τους πρώτους τρεις μήνες της διαμονής, ή, κατά περίπτωση, κατά το μακρότερο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 4 στοιχείο β), ούτε να δίνει, πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, σπουδαστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, αποτελούμενη από σπουδαστικές υποτροφίες ή σπουδαστικά δάνεια σε άλλα πρόσωπα εκτός από μισθωτούς, μη μισθωτούς, σε πρόσωπα που διατηρούν αυτή την ιδιότητα και στα μέλη των οικογενειών τους.»

    Β. Ο κανονισμός για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων

    24.

    Το άρθρο 7 του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων ( 10 ) ορίζει, κατά το μέρος που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, τα εξής:

    «1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

    2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

    […]»

    IV. Ανάλυση

    Α. Προκαταρκτικά ζητήματα

    25.

    Ένα από τα ζητήματα που συζητήθηκαν από τους μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία είναι ότι η οδηγία περί ιθαγένειας, την ερμηνεία της οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο, δεν τυγχάνει εφαρμογής αυτή καθεαυτήν επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης. Μολονότι η σχετική επιχειρηματολογία των μετεχόντων στη διαδικασία με βρίσκει σύμφωνη, θα παραθέσω εντούτοις μια σύντομη επεξήγηση σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η ερμηνεία της οδηγίας περί ιθαγένειας είναι μολαταύτα χρήσιμη για το αιτούν δικαστήριο.

    26.

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, η εν λόγω οδηγία ισχύει για όλους τους πολίτες της Ένωσης οι οποίοι μεταβαίνουν ή διαμένουν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοοι, καθώς και για τα μέλη των οικογενειών τους που τους συνοδεύουν ή πηγαίνουν να τους συναντήσουν.

    27.

    Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν διέπει τα παράγωγα δικαιώματα των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης σε κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος ο εν λόγω πολίτης.

    28.

    Δεδομένου ότι η AC έχει αποκτήσει την ιρλανδική υπηκοότητα, η οδηγία περί ιθαγένειας δεν τυγχάνει πλέον εφαρμογής όσον αφορά τα δικαιώματα της μητέρας της στην Ιρλανδία από το χρονικό σημείο πολιτογράφησης της AC.

    29.

    Ωστόσο, ακόμη και αν η οδηγία περί ιθαγένειας δεν εφαρμόζεται αυτή καθεαυτήν στις περιστάσεις που οδήγησαν στη διαφορά της υπό κρίση υπόθεσης, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εφαρμόζεται «κατ’ αναλογίαν» σε παρόμοιες καταστάσεις ( 11 ).

    30.

    Το παράγωγο δικαίωμα διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης μπορεί να θεμελιώνεται απευθείας στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, το γεγονός ότι ένας υπήκοος κράτους μέλους που μετέβη και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος αποκτά στη συνέχεια την ιθαγένεια αυτού του άλλου κράτους μέλους δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αποστέρηση του δικαιώματός του να έχει μια ομαλή οικογενειακή ζωή, το οποίο κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης ( 12 ).

    31.

    Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι πολίτες της Ένωσης που έχουν ασκήσει την ελευθερία κυκλοφορίας και έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής αποκτώντας την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους να τυγχάνουν, όσον αφορά την οικογενειακή τους ζωή, λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης σε σύγκριση με τους πολίτες της Ένωσης που έχουν επίσης ασκήσει τα δικαιώματά τους κυκλοφορίας, αλλά διατηρούν μόνον την ιθαγένεια του κράτους καταγωγής τους, η οδηγία περί ιθαγένειας καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο των παράγωγων δικαιωμάτων των μελών της οικογένειας των πολιτογραφημένων πολιτών.

    32.

    Επομένως, η οδηγία περί ιθαγένειας κατευθύνει την ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, συγκεκριμενοποιώντας το ελάχιστο περιεχόμενό του.

    33.

    Η εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της οδηγίας περί ιθαγένειας θα βοηθήσει το αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν, με την απόφασή του, ο Chief Appeals Officer (Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας) προσέβαλε τα δικαιώματα που αντλούν τόσο η AC όσο και η GV από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα με τα οποία ζητείται η ερμηνεία της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    34.

    Επιπλέον, φρονώ ότι ο κανονισμός για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων εφαρμόζεται επίσης εμμέσως στη διαφορά της κύριας δίκης. Ο εν λόγω κανονισμός διαμορφώνει το ελάχιστο περιεχόμενο των πρωτογενών δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης οι οποίοι αποκτούν διά της πολιτογράφησης την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο έχουν μετοικήσει ( 13 ). Το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τα προδικαστικά του ερωτήματα στην ερμηνεία της οδηγίας περί ιθαγένειας δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί ( 14 ).

    35.

    Για τον λόγο αυτόν, θα προτείνω μια ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όπως αυτό εξειδικεύεται από τον κανονισμό για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, καθόσον τη θεωρώ χρήσιμη εν προκειμένω, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος. Κατά συνέπεια, θα προτείνω επίσης στο Δικαστήριο την αναδιατύπωση του εν λόγω ερωτήματος κατά τρόπο επιτρέποντα να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

    Β. Επί της ουσίας

    36.

    Η υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει κατ’ ουσίαν συνεπεία της κανονιστικής αποφάσεως του 2015, νομοθετήματος διά του οποίου η Ιρλανδία μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία περί ιθαγένειας. Η ως άνω πράξη μεταφέρει σχεδόν αυτολεξεί τον ορισμό των μελών της οικογένειας ( 15 ), καθώς και τους κανόνες σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας ( 16 ), όπως εισάγονται με την οδηγία περί ιθαγένειας.

    37.

    Η κανονιστική απόφαση του 2015 ρυθμίζει επίσης τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού δικαιώματος των μελών της οικογένειας. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2015 (βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων) εξαρτά, κατ’ ουσίαν, τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής απευθείας ανιόντος από δύο προϋποθέσεις: πρώτον, η συντήρηση του απευθείας ανιόντος να εξαρτάται από τον διακινούμενο πολίτη της Ένωσης ( 17 ) και, δεύτερον, ο ανιών να μη συνιστά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους.

    38.

    Αν ο απευθείας ανιών δεν έχει δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία, δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος αναπηρίας. Αμφότεροι οι λόγοι, ήτοι τόσο η παύση της εξάρτησης όσο και η επιβάρυνση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, προβλήθηκαν στο πλαίσιο των διαφόρων αποφάσεων με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα της GV περί χορηγήσεως του επιδόματος αναπηρίας.

    39.

    Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να εξακριβωθεί αν οι ως άνω δύο προϋποθέσεις για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης.

    40.

    Θα προχωρήσω στην εξέταση των εν λόγω ερωτημάτων με τη σειρά με την οποία τέθηκαν. Ωστόσο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα εγείρει αναγκαστικά ένα άλλο ερώτημα, το οποίο είναι επίσης κρίσιμο για την απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα: τι συνεπάγεται η εξάρτηση; Επομένως, αφού διατυπώσω την άποψή μου σχετικά με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξετάσω το πρόσθετο αυτό ζήτημα, προτού προχωρήσω στην εξέταση του δεύτερου και τρίτου προδικαστικού ερωτήματος.

    1.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος: Συνιστά η εξάρτηση διαρκή προϋπόθεση του δικαιώματος διαμονής;

    41.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν διευκρινίσεις ως προς το αν, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας ( 18 ), αρκεί να υπήρχε εξάρτηση κατά το χρονικό σημείο στο οποίο ο απευθείας ανιών πήγε να συναντήσει τον διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης στο κράτος υποδοχής ή αν πρόκειται για διαρκή προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται προκειμένου να θεμελιώνεται παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος.

    42.

    Συναφώς, τόσο η GV όσο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το στοιχείο της εξάρτησης χρειάζεται να συντρέχει μόνον κατά το χρονικό σημείο στο οποίο ο γονέας πηγαίνει να συναντήσει τον διακινούμενο εργαζόμενο στο κράτος υποδοχής. Προς θεμελίωση της απόψεώς τους, επικαλούνται τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Jia ( 19 ) και Reyes ( 20 ). Στις εν λόγω υποθέσεις, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η εξάρτηση μέλους της οικογένειας από πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμα κυκλοφορίας του/της (ή από σύζυγο πολίτη της Ένωσης που άσκησε αυτό το δικαίωμα) έπρεπε να υφίσταται στη χώρα προέλευσης προ της αποκτήσεως του δικαιώματος διαμονής στο κράτος υποδοχής ( 21 ).

    43.

    Αντιθέτως, η Ιρλανδία και οι λοιπές παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι η GV δύναται να απολαύει του παράγωγου δικαιώματος διαμονής μόνο για όσο χρονικό διάστημα η συντήρησή της εξαρτάται από τη θυγατέρα της. Επομένως, η εξάρτηση συνιστά διαρκή προϋπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας, η οποία θα έπαυε να συντρέχει αν οι ιρλανδικές αρχές της χορηγούσαν το επίδομα ανεργίας.

    44.

    Με τις αποφάσεις Jia και Reyes, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της νομιμότητας των προϋποθέσεων για την απόκτηση άδειας διαμονής άμα τη αφίξει στο κράτος υποδοχής. Καμία από τις εν λόγω υποθέσεις δεν αφορούσε τις προϋποθέσεις διατήρησης του δικαιώματος διαμονής. Περαιτέρω, εν αντιθέσει με όσα ίσχυαν στις υποθέσεις αυτές, στις οποίες είχε απορριφθεί το αίτημα χορηγήσεως άδειας διαμονής, στην υπό κρίση υπόθεση η GV απολαύει ήδη δικαιώματος διαμονής στην Ιρλανδία. Επομένως, η κρίση του Δικαστηρίου στις αποφάσεις Jia και Reyes δεν αρκεί για την επίλυση των ζητημάτων που ανακύπτουν στην υπό κρίση υπόθεση.

    45.

    Ως εκ τούτου, οι δύο ως άνω υποθέσεις δεν αποκλείουν την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η εξάρτηση, ως βάση για τη θεμελίωση παράγωγου δικαιώματος διαμονής, πρέπει να συντρέχει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου παραμονής του γονέα στο κράτος υποδοχής, όπως υποστηρίζουν οι καθών και οι παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις.

    46.

    Τείνω να συμφωνήσω με την τελευταία ως άνω θέση.

    47.

    Αναμφιβόλως, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα των απευθείας ανιόντων. Οι τελευταίοι απολαύουν του εν λόγω δικαιώματος βάσει συνδυαστικής ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας επειδή είναι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες. Το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα διαμονής διαφέρει από το πρωτογενές δικαίωμα διαμονής, το οποίο μπορεί επίσης να αποκτήσει το εν λόγω πρόσωπο ( 22 ), καθόσον συνδέεται με την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας εκ μέρους διακινούμενου πολίτη της Ένωσης, εν προκειμένω εργαζομένου, και εξαρτάται από αυτήν. Κατά συνέπεια, είναι λογικό, κατά την άποψή μου, να πρέπει να συνεχίζεται η εξάρτηση από τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης και μετά την άφιξη του μέλους της άμεσης οικογένειας στο κράτος υποδοχής με σκοπό τη διαμονή σε αυτό.

    48.

    Περαιτέρω, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας, το οποίο ρυθμίζει τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής, καθιστά σαφές ότι τα μέλη της οικογένειας διατηρούν τα απορρέοντα από το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας δικαιώματα ενόσω πληρούν τους όρους της διατάξεως αυτής. Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αφορά τα μέλη της οικογένειας νοούμενα κατά την έννοια του όρου σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δικαιώματα διαμονής υφίστανται ενόσω εξακολουθεί να υπάρχει το στοιχείο της εξάρτησης.

    49.

    Τέλος, το δικαίωμα απευθείας ανιόντος να βρίσκεται στο κράτος υποδοχής θεμελιώνεται ακριβώς στην εξάρτηση του προσώπου αυτού από το τέκνο του. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η οδηγία περί ιθαγένειας αποσκοπεί στη διευκόλυνση και ενίσχυση της άσκησης του θεμελιώδους δικαιώματος κυκλοφορίας ( 23 ). Συνεπώς, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής απευθείας ανιόντος συμβάλλει στην άσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης.

    50.

    Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας, έχει την έννοια ότι η προϋπόθεση της εξαρτήσεως του απευθείας ανιόντος από διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης πρέπει να πληρούται για όσο χρονικό διάστημα ο ανιών αντλεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής από το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο ασκεί ο εργαζόμενος.

    51.

    Ωστόσο, διαφορετικό ζήτημα είναι το αν η υποβολή αιτήσεως για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον εξάρτηση. Το εν λόγω ερώτημα καθιστά, κατ’ αρχάς, απαραίτητη την ερμηνεία της σημασίας του όρου «εξάρτηση».

    2.   Η έννοια του όρου «εξάρτηση»

    52.

    Από τη συνδυαστική ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας προκύπτει σαφώς ότι μόνο οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες έχουν παράγωγο δικαίωμα διαμονής ( 24 ).

    53.

    Ωστόσο, η οδηγία περί ιθαγένειας δεν αποσαφηνίζει περαιτέρω την έννοια της «εξάρτησης» των απευθείας ανιόντων ( 25 ). Πράγματι, εντοπίζονται αποκλίσεις μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας. Για να παραθέσω μερικές εξ αυτών, το αγγλικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «dependant», το γαλλικό κείμενο τη φράση «à charge», το γερμανικό κείμενο τη φράση «Unterhalt gewährt wird», το ιταλικό κείμενο τη φράση «a carico», το κροατικό κείμενο τον όρο «uzdržavanici», το ολλανδικό κείμενο τη φράση «te hunnen laste», το πολωνικό κείμενο τον όρο «utrzymaniu» και το ρουμάνικο κείμενο τη φράση «în întreținere».

    54.

    Καίτοι φαίνεται ότι ορισμένες από αυτές τις γλωσσικές αποδόσεις δηλώνουν μόνον την οικονομική ή την υλική εξάρτηση, ευλόγως μπορεί να διερωτηθεί κάποιος αν η οδηγία αφορά μόνον αυτού του είδους την εξάρτηση. Με άλλα λόγια, είναι ένα πρόσωπο συντηρούμενο, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, μόνον όταν έχει ανάγκη οικονομικής στήριξης από άλλο πρόσωπο; Εναλλακτικά, μήπως η έννοια της εξάρτησης καταλαμβάνει και άλλες ανάγκες, όπως την ανάγκη για πρακτική ή συναισθηματική υποστήριξη;

    55.

    Δεν προκύπτει κάποια απάντηση συναφώς από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας. Ο ορισμός των μελών της οικογένειας στο άρθρο 2, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας είναι αποτέλεσμα της συμπερίληψης στην εν λόγω νομοθετική πράξη της εν πολλοίς πανομοιότυπης διατάξεως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 ( 26 ). Η εν λόγω διάταξη αναφερόταν στους «συντηρούμεν[ους] ανιόντες» ( 27 ), χωρίς ωστόσο κάποια επεξήγηση σχετικά με τη χρήση του εν λόγω επιθέτου, είτε εντός του νομοθετήματος είτε στο πλαίσιο της σχετικής με αυτό νομολογίας. Στην αρχική πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία περί ιθαγένειας, το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, δεν περιείχε το εν λόγω επίθετο και στη σχετική διάταξη μνημονεύονταν απλώς οι «απευθείας ανιόντες» ( 28 ). Ωστόσο, στην πορεία των προπαρασκευαστικών εργασιών, επανήλθε η διατύπωση του κανονισμού 1612/68, με την εκ νέου προσθήκη της λέξης «συντηρούμενοι» ( 29 ). Οι λόγοι για την αλλαγή αυτή δεν προκύπτουν από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα και, ως εκ τούτου, μόνο υποθέσεις μπορεί κάποιος να κάνει όσον αφορά τη βούληση του νομοθέτη.

    56.

    Οι καθών της κύριας δίκης και οι παρεμβαίνουσες κυβερνήσεις ισχυρίζονται ότι η έννοια της εξάρτησης του συντηρουμένου καλύπτει μόνον την οικονομική εξάρτηση. Κατά συνέπεια, υποστηρίζουν ότι η GV δεν θα συντηρείται πλέον από τη θυγατέρα της αν της χορηγηθεί το επίδομα αναπηρίας. Όπως υποστηρίζουν, θα συντηρείται όχι πλέον όχι από τη θυγατέρα της, αλλά από το κράτος.

    57.

    Πράγματι, σε υποθέσεις που αφορούσαν τα παράγωγα δικαιώματα διαμονής των μελών της άμεσης οικογένειας, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η ανάγκη οικονομικής υποστήριξης θεωρείται εξάρτηση κατά την έννοια της οδηγίας περί ιθαγένειας ( 30 ). Εντούτοις, στις εν λόγω υποθέσεις, το Δικαστήριο δεν είχε κληθεί να εξηγήσει την έννοια της εξάρτησης. Με απλά λόγια, το επίμαχο στις εν λόγω υποθέσεις ιστορικό αφορούσε εξάρτηση υπό την παραπάνω μορφή ( 31 ).

    58.

    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, κατά την εν λόγω νομολογία, μόνον η οικονομική εξάρτηση ασκεί επιρροή για τους σκοπούς της κατοχύρωσης παράγωγων δικαιωμάτων διαμονής δυνάμει της οδηγίας περί ιθαγένειας. Κατά τη γνώμη μου, συντρέχουν διάφοροι λόγοι βάσει των οποίων συνάγεται διαφορετικό συμπέρασμα, ήτοι ότι η εξάρτηση κατά την έννοια της οδηγίας περί ιθαγένειας είναι μια ευρύτερη έννοια, η οποία καταλαμβάνει επίσης συναισθηματικές και πρακτικές ανάγκες.

    59.

    Πρώτον, κατά τη γνώμη μου, η υλική ή οικονομική εξάρτηση είναι ο λιγότερο σημαντικός λόγος για τον οποίον επιτρέπεται σε διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης να φέρει τους γονείς του στο κράτος υποδοχής στο οποίο ζει και εργάζεται. Αν το μόνο ζητούμενο ήταν η οικονομική στήριξη, τούτη θα μπορούσε να παρέχεται και στους γονείς που παραμένουν στις χώρες καταγωγής τους. Δεν θα ήταν απαραίτητο να μεταβούν οι τελευταίοι στο κράτος υποδοχής προκειμένου να τους παρασχεθεί στέγαση ή οικονομική στήριξη για την κάλυψη των αναγκών τροφής ή ένδυσης. Μάλιστα, η παροχή τέτοιας στήριξης στη χώρα καταγωγής των γονέων θα μπορούσε να αποδειχθεί οικονομικότερη, καθόσον εκεί το κόστος διαβίωσης ενδέχεται να είναι χαμηλότερο σε σχέση με εκείνο στο κράτος υποδοχής. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η παροχή συναισθηματικής και πρακτικής υποστήριξης στον γονέα δεν είναι δυνατή, εάν αυτός δεν ζει κοντά στα τέκνα του.

    60.

    Δεύτερον, από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα της οδηγίας περί ιθαγένειας προκύπτει σαφώς ότι ο βασικός λόγος για την αναγνώριση των παράγωγων δικαιωμάτων των μελών της οικογένειας ήταν να καταστεί δυνατή η πραγματική άσκηση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή ( 32 ). Το εν λόγω θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 33 ), εμπεριέχει την ύπαρξη συναισθηματικών δεσμών μεταξύ των μελών της οικογένειας ( 34 ).

    61.

    Τρίτον, μια τόσο ευρεία ερμηνεία της έννοιας της «εξάρτησης» συνάδει με τον στόχο της οδηγίας περί ιθαγένειας να διευκολύνει τους διακινούμενους εργαζομένους της Ένωσης κατά την άσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας. Εάν η GV χρειάζεται τη συντροφιά και τη φροντίδα της θυγατέρας της, αλλά δεν μπορεί να εγκατασταθεί στο κράτος μέλος στο οποίο ζει και εργάζεται η τελευταία, είναι πιθανόν (τουλάχιστον μέχρι να εφευρεθεί η τηλεμεταφορά) η θυγατέρα της να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το κράτος υποδοχής προκειμένου να εγκατασταθεί με τη μητέρα της στο κράτος καταγωγής της ( 35 ). Τούτο θα αποτελούσε εμπόδιο στο δικαίωμα της AC να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών. Ενδέχεται, δε, ο διακινούμενος πολίτης της Ένωσης, τέκνο γονέα ο οποίος είναι υπήκοος τρίτης χώρας και χρειάζεται τέτοιου είδους υποστήριξη, να αναγκαστεί να εγκαταλείψει εντελώς την επικράτεια της Ένωσης.

    62.

    Επί του θέματος αυτού ακριβώς, η νομολογία του Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης αποδίδει σημασία στη διασφάλιση της προστασίας της οικογενειακής ζωής των υπηκόων των κρατών μελών, προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια για την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ( 36 ).

    63.

    Τέλος, η νομολογία παρέχει ενδείξεις ότι το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται την έννοια της εξάρτησης, όπως την πραγματεύεται η οδηγία περί ιθαγένειας, ως έχουσα ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό των οικονομικών αναγκών. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας θα πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά ( 37 ).

    64.

    Επιπλέον, στο πλαίσιο της πρόσφατης νομολογίας σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας, η οποία αφορά μέλη της ευρύτερης οικογένειας, έχει προσδοθεί ευρύτερο περιεχόμενο στην έννοια της εξάρτησης ( 38 ). Μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, παρέχει στα μέλη της οικογένειας πιο περιορισμένα δικαιώματα σε σύγκριση με το δικαίωμα διαμονής που παρέχεται αυτοδικαίως στα μέλη της οικογένειας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας, εντούτοις δεν συντρέχει κανένας λόγος για διαφορετική ερμηνεία της έννοιας της «εξάρτησης» στις διάφορες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, αλλά ούτε και στις διάφορες νομικές πράξεις που ρυθμίζουν τα δικαιώματα των μελών της οικογένειας των διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης ( 39 ).

    65.

    Για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνω στο Δικαστήριο να υιοθετήσει την ευρεία έννοια της εξάρτησης, η οποία συντρέχει οποτεδήποτε ένα πρόσωπο έχει ανάγκη την υλική, οικονομική, πρακτική ή συναισθηματική υποστήριξη μέλους της οικογένειάς του. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η GV δεν έχει πλέον ανάγκη οικονομικής στήριξης από τη θυγατέρα της, ενδέχεται να εξακολουθεί να πληροί την προϋπόθεση της εξάρτησης στην οποία βασίζεται το παράγωγο δικαίωμα διαμονής.

    3.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος: Είναι η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές ικανή να στερήσει το παράγωγο δικαίωμα διαμονής από τον συντηρούμενο ανιόντα ενός διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης;

    66.

    Όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο, το ιρλανδικό δίκαιο αποκλείει την καταβολή επιδόματος αναπηρίας σε πρόσωπο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο εν λόγω κράτος. Συνήθης διαμονή μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνον εφόσον το πρόσωπο έχει δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία. Οι Ιρλανδοί πολίτες δεν μπορούν, βάσει του διεθνούς δικαίου, να στερηθούν το δικαίωμα νόμιμης διαμονής τους στην Ιρλανδία. Εντούτοις, οι υπήκοοι άλλων χωρών πρέπει να θεμελιώνουν το δικαίωμα διαμονής τους επί νομικής βάσεως που να αναγνωρίζεται από το ιρλανδικό δίκαιο. Μια τέτοια νομική βάση είναι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    67.

    Σε αυτό ακριβώς το νομικό πλαίσιο ανακύπτει το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ' ουσίαν, αν το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από την οδηγία περί ιθαγένειας, έχει την έννοια ότι η καταβολή επιδόματος αναπηρίας στον απευθείας ανιόντα ενός εργαζομένου πολίτη της Ένωσης παύει την εξάρτηση του ανιόντος από τον εργαζόμενο και, κατ’ επέκταση, αφαιρεί από τον ανιόντα το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του.

    68.

    Εάν το Δικαστήριο δεχθεί την πρότασή μου όσον αφορά την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ήτοι ότι η εξάρτηση πρέπει να είναι διαρκής προκειμένου ο απευθείας ανιών να έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, τότε η εξάλειψη της εξάρτησης απευθείας ανιόντος από τον διακινούμενο πολίτη της Ένωσης συνεπάγεται την απώλεια του παράγωγου δικαιώματος διαμονής του ανιόντος βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως.

    69.

    Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι η υποβολή αίτησης για τη χορήγηση κοινωνικής παροχής εξαλείφει την εξάρτηση του απευθείας ανιόντος από τον διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης.

    70.

    Κατ' αρχάς, και εφόσον το Δικαστήριο αποδεχθεί την πρότασή μου και ερμηνεύσει διασταλτικά την έννοια της εξάρτησης, η χορήγηση επιδόματος αναπηρίας ενδέχεται να καλύψει την οικονομική εξάρτηση (έστω εν μέρει), αλλά είναι απίθανο να καλύψει τις λοιπές ανάγκες υποστήριξης των ανιόντων συγγενών ( 40 ). Οι ιρλανδικές κρατικές αρχές δύσκολα θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη φροντίδα και τη συναισθηματική υποστήριξη που λαμβάνει κανείς από το τέκνο του.

    71.

    Επομένως, ακόμη και αν το κράτος μέλος υποδοχής καλύπτει μέρος ή ακόμη και το σύνολο του οικονομικού κόστους διαβίωσης του γονέα στο εν λόγω κράτος, ο γονέας εξακολουθεί να εξαρτάται από τον διακινούμενο πολίτη της Ένωσης από τον οποίον αντλεί δικαιώματα διαμονής, εφόσον υπάρχει διαρκής ανάγκη υλικής, συναισθηματικής ή πρακτικής υποστήριξης.

    72.

    Δεύτερον, ακόμη και αν ως εξάρτηση νοείται μόνον η ανάγκη υλικής ή οικονομικής υποστήριξης, η αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας δεν μπορεί να οδηγήσει αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση του επιδόματος θα οδηγήσει σε απώλεια του αντλούμενου από την οδηγία περί ιθαγένειας δικαιώματος διαμονής.

    73.

    Όπως παρατήρησε η Επιτροπή, το συμπέρασμα αυτό θα οδηγούσε σε έναν ανεπίτρεπτο ατέρμονα κύκλο: η χορήγηση μιας κοινωνικής παροχής σε ένα μέλος της οικογένειας θα οδηγούσε στην απώλεια του δικαιώματος διαμονής του και, συνακόλουθα, στον αποκλεισμό του από οποιαδήποτε κοινωνική παροχή. Εντούτοις, χωρίς την εν λόγω κοινωνική παροχή, το μέλος της οικογένειας εξαρτάται εκ νέου από τον διακινούμενο πολίτη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής και πληροί μία από τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της κοινωνικής παροχής. Και ούτω καθεξής επ’ άπειρον.

    74.

    Η μόνη περίπτωση να σπάσει αυτός ο παράλογος φαύλος κύκλος είναι να διακοπεί σε κάποιο σημείο. Η ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας εργαζομένου θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εκτιμάται ανεξάρτητα από τη χορήγηση ορισμένου επιδόματος.

    75.

    Το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί την ως άνω προσέγγιση με την απόφαση Lebon, στο πλαίσιο της οποίας εξετάσθηκε το δικαίωμα της συντηρούμενης θυγατέρας διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης να λάβει κοινωνική παροχή, καλούμενη minimex, στο Βέλγιο.

    76.

    Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η αίτηση χορηγήσεως του επιδόματος minimex που υποβάλλει το μέλος της οικογένειας του διακινούμενου εργαζόμενου που συντηρείται από αυτόν δεν μπορεί να επηρεάσει την ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας. Πράγματι, το αντίθετο θα εσήμαινε ότι η χορήγηση του επιδόματος minimex είναι δυνατόν να προκαλέσει στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου την απώλεια της ιδιότητας του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας και επομένως να δικαιολογήσει είτε την παύση της χορηγήσεως του επιδόματος minimex είτε μάλιστα την απώλεια του δικαιώματος διαμονής. Στην πράξη, η λύση αυτή θα αφαιρούσε από το συντηρούμενο μέλος της οικογένειας τη δυνατότητα να ζητήσει το επίδομα minimex και κατ' αυτό τον τρόπο θα παραβίαζε την ίση μεταχείριση που αναγνωρίζεται στον διακινούμενο εργαζόμενο. Επομένως η ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας πρέπει να εξεταστεί ανεξαρτήτως της χορηγήσεως του επιδόματος minimex» ( 41 ). Αν και η απόφαση Lebon αφορούσε απευθείας κατιόντα, η ίδια συλλογιστική θα μπορούσε κάλλιστα να εφαρμοστεί ως προς τους απευθείας ανιόντες ( 42 ).

    77.

    Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι ως εξάρτηση νοείται μόνον η ανάγκη οικονομικής στήριξης (ερμηνεία υπερβολικά στενή, κατά την άποψή μου), η χορήγηση οικονομικής στήριξης από το κράτος μέλος δεν εξαλείφει την εξάρτηση του υποστηριζόμενου προσώπου.

    78.

    Η επιλεξιμότητα για το επίδομα αναπηρίας (για την οποία, σύμφωνα με την ιρλανδική νομοθεσία, πρέπει να πληρούνται ορισμένες ιατρικές και οικονομικές προϋποθέσεις) επιβεβαιώνει και ουχί διαψεύδει την ύπαρξη εξάρτησης. Πράγματι, εάν οι κρατικές αρχές δεν υποστηρίξουν συντηρούμενο μέλος της οικογένειας, καλείται να το συντηρήσει ο βασικός φροντιστής, ήτοι ο διακινούμενος εργαζόμενος της Ένωσης, επωμιζόμενος τις σχετικές δαπάνες.

    79.

    Ως εκ τούτου, η χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικής παροχής σε χρήμα, όπως είναι το επίδομα αναπηρίας, δεν επηρεάζει τη σχέση εξάρτησης του αιτούντος.

    80.

    Προς ενίσχυση του ως άνω συμπεράσματος, αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας δεν περιέχει, ούτε στο στοιχείο αʹ ούτε στο στοιχείο δʹ, απαίτηση αυτάρκειας είτε όσον αφορά τον εργαζόμενο είτε το μέλος της οικογένειάς του, ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής ( 43 ). Η αυτάρκεια ως προϋπόθεση του δικαιώματος διαμονής προβλέπεται μόνο στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της εν λόγω οδηγίας. Θα επανέλθω επ’ αυτού όταν θα εξετάσω το επιχείρημα ότι ένα μέλος της οικογένειας ενδέχεται να καταστεί βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής ( 44 ).

    81.

    Επιπλέον, όπως υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα μέτρα που λαμβάνει το συντηρούμενο μέλος της οικογένειας με σκοπό να ενισχύσει την αυτονομία του στο κράτος μέλος υποδοχής δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να του στερούν το δικαίωμα διαμονής.

    82.

    Διαφορετικά, αυτό θα σήμαινε ότι επιλέξιμα για την καταβολή ειδικού μη ανταποδοτικού επιδόματος θα ήταν μόνο πρόσωπα τα οποία δεν έχουν ανάγκη ένα τέτοιο επίδομα. Ο νόμος δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να οδηγεί σε τέτοιο παράλογο αποτέλεσμα ( 45 ).

    83.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου την απάντηση ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας, έχει την έννοια ότι η αίτηση απευθείας ανιόντος ενός διακινούμενου πολίτη της Ένωσης για τη χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικής παροχής σε χρήμα δεν παύει την εξάρτηση του ανιόντος από τον εργαζόμενο και, ως εκ τούτου, δεν μεταβάλλει το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του ανιόντος.

    4.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος: Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης και οι δημοσιονομικής φύσεως προβληματισμοί των κρατών μελών

    84.

    Όπως εκτέθηκε εξαρχής ( 46 ), η ιρλανδική νομοθεσία προβλέπει ότι ο απευθείας ανιών μπορεί να διατηρήσει το παράγωγο δικαίωμα διαμονής υπό δύο προϋποθέσεις: 1) εάν η συντήρησή του εξαρτάται από τον διακινούμενο πολίτη της Ένωσης και 2) εφόσον δεν συνιστά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους. Επομένως, ακόμη και αν ο ανιών παραμένει συντηρούμενος, θα χάσει το δικαίωμα διαμονής του, αν καταστεί υπέρμετρο βάρος.

    85.

    Με βάση τα παραπάνω, ο Chief Appeals Officer (Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προσφυγών σε υποθέσεις Κοινωνικής Πρόνοιας) έκρινε, με την προσβληθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου απόφαση, ότι, μολονότι η GV έχει δικαίωμα διαμονής, εντούτοις δεν δικαιούται να ζητήσει το επίδομα αναπηρίας, διότι αυτό θα την καθιστούσε υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και θα οδηγούσε στην εκ μέρους της απώλεια του δικαιώματος διαμονής.

    86.

    Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης αντίκειται στον περιορισμό της πρόσβασης του απευθείας ανιόντος ενός διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης στο επίδομα αναπηρίας στο κράτος υποδοχής για τον λόγο ότι η καταβολή μιας τέτοιας παροχής θα έχει ως αποτέλεσμα ο συντηρούμενος ανιών να καταστεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους.

    87.

    Είναι απαραίτητη εξαρχής η υπενθύμιση ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει δικαίωμα κοινωνικής πρόνοιας στους διακινούμενους πολίτες της Ένωσης και στα μέλη των οικογενειών τους. Η οργάνωση του κράτους πρόνοιας υπάγεται κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στην εν λόγω αρμοδιότητα υπάγονται η επιλογή του είδους των παροχών κοινωνικής πρόνοιας και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούν οι δικαιούχοι.

    88.

    Ως εκ τούτου, το ζήτημα δεν είναι κατά πόσον η GV δικαιούται να λάβει επίδομα ανεργίας. Το ζήτημα αυτό θα κριθεί βάσει του ιρλανδικού δικαίου. Ωστόσο, το δίκαιο της Ένωσης αποκτά επιρροή μέσω της αρχής της ίσης μεταχείρισης λόγω ιθαγένειας ( 47 ). Απαγορεύει τις δυσμενείς διακρίσεις εκ μέρους των κρατών μελών εις βάρος των υπηκόων άλλου κράτους μέλους σε σύγκριση με τους ημεδαπούς. Μολονότι εφαρμόζεται απευθείας βάσει της Συνθήκης, η αρχή της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας έχει εξειδικευθεί περαιτέρω στο πλαίσιο διαφόρων πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 24 της οδηγίας περί ιθαγένειας και του άρθρου 7 του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

    89.

    Κατά συνέπεια, η GV μπορεί να αξιώσει πρόσβαση στο επίδομα αναπηρίας επικαλούμενη την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Εφόσον οι Ιρλανδοί υπήκοοι έχουν πρόσβαση στο εν λόγω επίδομα, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για εκείνη.

    90.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, φρονώ ότι υπάρχουν δύο πρόσωπα το δικαίωμα των οποίων σε ίση μεταχείριση θα μπορούσε να θεμελιώσει δικαίωμα της GV να ζητήσει την καταβολή του επιδόματος αναπηρίας.

    91.

    Το πρώτο πρόσωπο είναι η ίδια η GV: ως συντηρούμενη απευθείας ανιούσα διακινούμενου πολίτη της Ένωσης, η GV πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 24 της οδηγίας περί ιθαγένειας, να τύχει ίσης μεταχείρισης με τους Ιρλανδούς πολίτες όσον αφορά την πρόσβασή της στο επίδομα αναπηρίας.

    92.

    Το δεύτερο πρόσωπο είναι η θυγατέρα της GV, η AC. Η άρνηση πρόσβασης στο επίδομα αναπηρίας προς όφελος της συντηρούμενης μητέρας της περιάγει την AC σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους Ιρλανδούς εργαζομένους των οποίων ο συντηρούμενος γονέας μπορεί να αξιώσει την καταβολή του επιδόματος αναπηρίας. Η απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων εις βάρος της AC δεν στηρίζεται μόνο στην ιδιότητά της ως πολίτη της Ένωσης που διαμένει στο κράτος υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας, αλλά μπορεί επίσης να στηριχθεί, όπως προτείνει η Επιτροπή, στην ιδιότητά της ως εργαζομένης που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από τον κανονισμό για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων. Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού κατοχυρώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

    93.

    Στη διάταξη περί παραπομπής και με τη διατύπωση του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε ότι, εν προκειμένω, ο βασικός φροντιστής είναι διακινούμενη εργαζόμενη. Δεν μπορεί, επομένως, να παραγνωριστεί το ενδεχόμενο δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της εν λόγω εργαζομένης στην υπό κρίση υπόθεση.

    94.

    Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να λάβει υπόψη αμφότερες τις ως άνω θεωρήσεις.

    95.

    Θα εξετάσω πρώτα πώς μπορεί η αξίωση της GV για τη χορήγηση του επιδόματος αναπηρίας να στηριχθεί έμμεσα στο δικαίωμα της AC σε ίση μεταχείριση (α) και, κατόπιν, πώς μπορεί να στηριχθεί απευθείας στο δικαίωμα της ίδιας της GV σε ίση μεταχείριση, κατά τα οριζόμενα στην οδηγία περί ιθαγένειας (β) ( 48 ). Εν συνεχεία, θα αξιολογήσω κατά πόσον χωρεί περιορισμός των εν λόγω δικαιωμάτων επί τη βάσει του προβληματισμού ότι η χορήγηση κοινωνικών παροχών σε απευθείας ανιόντα τον καθιστά υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους υποδοχής (γ).

    α)   Η ίση μεταχείριση της AC ως βάση της αξιώσεως της GV για τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας

    96.

    Κατά την άποψή μου, το δικαίωμα της GV να αξιώσει τη χορήγηση επιδόματος αναπηρίας μπορεί να απορρέει από το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης που έχει η AC ως εργαζόμενη που άσκησε το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας.

    97.

    Το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων «συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας».

    98.

    Μπορεί η διαφορετική μεταχείριση του γονέα του διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης σε σχέση με τους γονείς εργαζομένων οι οποίοι είναι υπήκοοι του κράτους υποδοχής να θεωρηθεί ως απαγορευμένη δυσμενής διάκριση βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ;

    99.

    Η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης εφαρμόστηκε περαιτέρω και εξειδικεύθηκε από τον κανονισμό για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι ο εργαζόμενος πολίτης της Ένωσης «απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους» σε άλλο κράτος μέλος ( 49 ).

    100.

    Βάσει των παραπάνω, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον μια κοινωνική παροχή που λαμβάνει ο γονέας εργαζομένου μπορεί να θεωρηθεί ως κοινωνικό πλεονέκτημα του εν λόγω εργαζομένου.

    101.

    Στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση, για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια του όρου «κοινωνικό πλεονέκτημα» στον κανονισμό για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων είναι ευρεία ( 50 ). Περιλαμβάνει «όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια, και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών δύναται επομένως να διευκολύνει την κινητικότητά τους στο εσωτερικό της Ένωσης και, ως εκ τούτου, την ενσωμάτωσή τους στο κράτος μέλος υποδοχής» ( 51 ).

    102.

    Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη επιβεβαιώσει ότι η εν λόγω έννοια μπορεί να καταλαμβάνει κοινωνική παροχή όπως το επίδομα αναπηρίας ( 52 ). Περαιτέρω, έχει επιβεβαιώσει ότι με τον όρο «κοινωνικά πλεονεκτήματα» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων μπορούν να χαρακτηρισθούν και παροχές που εμπίπτουν παράλληλα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, όπως το επίδομα αναπηρίας στην υπό κρίση υπόθεση ( 53 ).

    103.

    Δεύτερον, ο όρος «κοινωνικό πλεονέκτημα» του εργαζομένου καταλαμβάνει επίσης κοινωνική παροχή, όπως το επίδομα αναπηρίας, η οποία χορηγείται στον γονέα του εργαζομένου και όχι στον ίδιο τον εργαζόμενο.

    104.

    Το Δικαστήριο είχε αρχικώς κρίνει ότι ο όρος «κοινωνικά πλεονεκτήματα» καταλάμβανε μόνο τις παροχές που χορηγούνται στον ίδιο τον εργαζόμενο ( 54 ), εντούτοις η σχετική νομολογία άλλαξε μετά την απόφαση Lebon. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι παροχή χορηγούμενη σε απευθείας κατιόντα είναι ικανή να συνιστά «κοινωνικό πλεονέκτημα» του εργαζομένου, εφόσον η συντήρηση του εν λόγω κατιόντος εξαρτάται από τον εργαζόμενο ( 55 ).

    105.

    Κατά την άποψή μου, η ίδια λογική εφαρμόζεται όσον αφορά τους συντηρούμενους ανιόντες. Η GV συντηρείται από την AC. H AC θα είναι υποχρεωμένη να μεριμνήσει για όλες τις ανάγκες της GV που δεν καλύπτονται από την κρατική πρόνοια. Με άλλα λόγια, αν η GV λάβει το επίδομα αναπηρίας, η εν λόγω καταβολή θα ανακουφίσει και την AC ( 56 ). Αντιθέτως, αν οι ιρλανδικές αρχές αρνηθούν τη χορήγηση της εν λόγω παροχής στη μητέρα της, η AC θα περιέλθει σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με Ιρλανδούς εργαζομένους σε παρόμοια κατάσταση.

    106.

    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν περιέρχεται σε μειονεκτική θέση, η AC θα πρέπει να συγκριθεί με εργαζομένους που είναι Ιρλανδοί υπήκοοι. Οι εν λόγω εργαζόμενοι ενδέχεται να έχουν επίσης γονείς που είναι πολίτες της Ένωσης, αλλά όχι Ιρλανδοί υπήκοοι, και οι οποίοι ενδεχομένως δεν μπορούν να λάβουν επίδομα αναπηρίας εφόσον διαμένουν στο εν λόγω κράτος για διάστημα μικρότερο της πενταετίας ( 57 ). Ωστόσο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι γονείς των Ιρλανδών εργαζομένων θα είναι και οι ίδιοι Ιρλανδοί υπήκοοι και, ως εκ τούτου, θα δικαιούνται να αξιώσουν την καταβολή επιδόματος αναπηρίας. Συναφώς, η δυσμενής διάκριση που εισάγεται εις βάρος της AC επειδή η μητέρα της δεν δύναται να ζητήσει τη χορήγηση του επιδόματος αναπηρίας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως έμμεση διάκριση σε σχέση με κοινωνικά πλεονεκτήματα των οποίων απολαύουν οι ημεδαποί εργαζόμενοι.

    107.

    Τέλος, κατά πάγια νομολογία, τα συντηρούμενα μέλη της οικογένειας είναι οι έμμεσοι δικαιούχοι της ίσης μεταχείρισης που αναγνωρίζεται στους διακινούμενους εργαζομένους κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων ( 58 ). Το Δικαστήριο έχει ήδη συμπεριλάβει τους απευθείας ανιόντες στην κατηγορία των έμμεσων δικαιούχων κατά τα ανωτέρω ( 59 ).

    108.

    Ακόμη και αν είναι μόνον έμμεσοι δικαιούχοι του δικαιώματος του εργαζομένου σε ίση μεταχείριση, οι συντηρούμενοι συγγενείς μπορούν να ζητήσουν ιδίω ονόματι τη χορήγηση κοινωνικών παροχών ( 60 ). Ως εκ τούτου, στερούνται σημασίας τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι καθών και οι κυβερνήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία κρατών μελών –ήτοι ότι το δικαίωμα της AC σε ίση μεταχείριση δεν ασκεί επιρροή λόγω του ότι η GV υπέβαλε την αίτηση ιδίω ονόματι.

    109.

    Η προτεινόμενη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, στο μέτρο που καθιστά δυνατή, όπως επισήμανε πρόσφατα το Δικαστήριο, τη δημιουργία των καλύτερων δυνατών συνθηκών για την ενσωμάτωση των μελών των οικογενειών των πολιτών της Ένωσης που έχουν κάνει χρήση της ελευθερίας αυτής και έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής ( 61 ).

    110.

    Συμπερασματικά, οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης αποκτούν, συνεπώς, δικαίωμα να αξιώσουν τη χορήγηση παροχών, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως κοινωνικό πλεονέκτημα για τον εργαζόμενο της Ένωσης που τους συντηρεί, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων.

    111.

    Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα της κατάστασης εξάρτησης της GV από την AC, η GV μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, για να αξιώσει, ως έμμεση δικαιούχος του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης της θυγατέρας της, τη χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικής παροχής σε χρήμα, όπως το επίδομα αναπηρίας στην υπό κρίση υπόθεση.

    112.

    Επομένως, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και ο σχετικός κανονισμός περιέχουν ήδη απάντηση στη διαφορά που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, θα εξετάσω τώρα τη δυνατότητα να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υπό το πρίσμα της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    β)   Η ίση μεταχείριση της GV ως θεμέλιο του δικαιώματός της να αξιώσει τη χορήγηση του επιδόματος αναπηρίας

    113.

    Το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας ορίζει ότι όλοι οι πολίτες της Ένωσης που διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής βάσει της εν λόγω οδηγίας απολαύουν ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης.

    114.

    Όπως έχει διευκρινίσει η νομολογία, κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να τύχει ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής, εφόσον η διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας περί ιθαγένειας ( 62 ).

    115.

    Δεδομένου ότι η GV είναι η συντηρούμενη ανιούσα διακινούμενης εργαζομένης της Ένωσης, όπως εκτέθηκε στο πρώτο μέρος των παρουσών προτάσεων, πληροί τις προϋποθέσεις της οδηγίας περί ιθαγένειας και, ως εκ τούτου, έχει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία. Συνεπώς, δικαιούται να τύχει ίσης μεταχείρισης.

    116.

    Το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης της GV δυνάμει του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων είναι παράγωγο δικαίωμα που θεμελιώνεται επί του πρωτογενούς δικαιώματος ίσης μεταχείρισης της θυγατέρας της. Ωστόσο, η GV έχει ίδιο πρωτογενές δικαίωμα ίσης μεταχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας. Αφ’ ης στιγμής θεμελιώνει παράγωγο δικαίωμα διαμονής, αποκτά και ίδιο πρωτογενές δικαίωμα να τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης με τους Ιρλανδούς πολίτες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δικαιούται να αξιώσει τη χορήγηση του επιδόματος αναπηρίας υπό τους ίδιους όρους με τους Ιρλανδούς πολίτες.

    117.

    Ωστόσο, οι καθών της κύριας δίκης και η Τσεχική, η Δανική και η Γερμανική Κυβέρνηση θεωρούν ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να χορηγήσουν ένα τέτοιο επίδομα, εάν ο αιτών θα καθίστατο υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

    γ)   Το ζήτημα του «υπέρμετρου βάρους»

    118.

    Ο ισχυρισμός ότι η GV ενδέχεται να αποτελέσει υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους (στο εξής: επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους) προβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση για να εκφράσει τρεις διαφορετικής φύσεως προβληματισμούς. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι η παροχή πρόσβασης στις κοινωνικές παροχές ενδέχεται να περιορίσει τις επιλογές που έχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την πολιτική πρόνοιας. Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται αφορά την αλληλεγγύη. Το τρίτο, που συνδέεται με τα προηγούμενα δύο, αφορά ορισμένους φόβους που σχετίζονται με τον λεγόμενο «τουρισμό πρόνοιας». Θα αναλύσω και τους τρεις προβληματισμούς με τη σειρά, προτού καταλήξω στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα που βασίζονται στους προβληματισμούς αυτούς δεν μπορούν να προβληθούν με σκοπό τον περιορισμό του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης της GV, είτε αυτό νοείται ως έμμεσο δικαίωμα που στηρίζεται στο πρωτογενές δικαίωμα της θυγατέρας της να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης ως διακινούμενη εργαζομένη, είτε ως πρωτογενές δικαίωμα ίσης μεταχείρισης το οποίο απέκτησε η GV μέσω του παράγωγου δικαιώματός της διαμονής.

    1) Το υπέρμετρο βάρος ως παράγοντας προβληματισμού για τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας

    119.

    Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα των εθνικών κοινωνικών πολιτικών πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

    120.

    Σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι «οι χρηματοοικονομικοί λόγοι […] μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους και να επηρεάζουν τη φύση ή την έκταση των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει το κράτος αυτό» ( 63 ). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιοι προβληματισμοί δεν μπορούν να δικαιολογήσουν δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης ( 64 ).

    121.

    Δεδομένου ότι το επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τον περιορισμό των δικαιωμάτων ίσης μεταχείρισης των διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε για τον περιορισμό του παράγωγου δικαιώματος ίσης μεταχείρισης του συντηρούμενου ανιόντος του εργαζομένου, του οποίου το δικαίωμα να αξιώσει τη χορήγηση κοινωνικών παροχών αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα για τον εν λόγω εργαζόμενο.

    122.

    Ως εκ τούτου, η εξέταση της αξίωσης της GV να λάβει το επίδομα αναπηρίας υπό το πρίσμα του δικαιώματος της θυγατέρας της να τυγχάνει ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς εργαζομένους καταδεικνύει ότι η Ιρλανδία δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η GV συνιστά υπέρμετρο βάρος για το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

    123.

    Η απάντηση δεν αλλάζει, κατά τη γνώμη μου, εάν, όσον αφορά τη νομική της κατάσταση, η GV θεωρηθεί απευθείας ανιούσα διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης που απολαύει πρωτογενούς δικαιώματος ίσης μεταχείρισης βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, δυνάμει του παράγωγου δικαιώματος διαμονής που έχει βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    124.

    Και εξηγούμαι: το πρωτογενές δίκαιο παρέχει δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας (τα οποία περιλαμβάνουν το δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης) σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, επιτρέπει όμως την επιβολή όρων στα εν λόγω δικαιώματα δυνάμει του παράγωγου δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου. Η οδηγία περί ιθαγένειας καθορίζει το πλαίσιο των αποδεκτών όρων που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας. Αναγνωρίζοντας τους προβληματισμούς των κρατών μελών, προέβλεψε τη δυνατότητα επιβολής όρων επί των δικαιωμάτων διαμονής των πολιτών της Ένωσης, προκειμένου αυτοί να μην καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής ( 65 ). Στο πλαίσιο αυτό, επέτρεψε στα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στα δικαιώματα διαμονής ορισμένων, ρητά προβλεπόμενων κατηγοριών πολιτών (αλλά όχι άλλων), προβλέποντας ως επιτρεπτή βάση αιτιολόγησης το επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους.

    125.

    Ωστόσο, τούτο είναι δυνατό μόνο σε ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις και μόνο σε σχέση με ορισμένες κατηγορίες πολιτών της Ένωσης οι οποίοι δεν είναι οικονομικά ενεργοί. Τέτοιες περιπτώσεις αφορούν, πρώτον, τους πολίτες των οποίων τα δικαιώματα κυκλοφορίας βασίζονται στην υπόθεση ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για να συντηρήσουν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας) και τους σπουδαστές (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας). Πέραν των ως άνω περιπτώσεων, δεν μπορεί να προβληθεί το επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους.

    126.

    Θα τολμούσα μάλιστα να προσθέσω ότι, ακόμη και όταν χωρεί επιβολή περιορισμών επί των δικαιωμάτων διαμονής των συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, οι εν λόγω περιορισμοί δεν μπορούν να επιβάλλονται αυτομάτως. Παρά την κριτική που έχει, σε κάποιον βαθμό, ασκηθεί από τη θεωρία όσον αφορά τη σαφήνεια της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τους εν λόγω περιορισμούς ( 66 ), μου είναι σαφές ότι ένα κράτος που επιθυμεί να επικαλεστεί ένα τέτοιο επιχείρημα θα πρέπει πρώτα να αποδείξει την ύπαρξη συστημικών απειλών για το εθνικό του σύστημα κοινωνικής πρόνοιας ( 67 ), περαιτέρω δε να αποδείξει ότι οι απειλές αυτές δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος συγκεκριμένου προσώπου σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, όταν επιλέγουν να επικαλεστούν το προβλεπόμενο στη νομοθεσία της Ένωσης επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους, τα κράτη μέλη οφείλουν πάντως να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας ( 68 ).

    127.

    Κάθε πρόσωπο το οποίο απολαύει δικαιώματος διαμονής βάσει της οδηγίας περί ιθαγένειας πρέπει να τυγχάνει στο κράτος υποδοχής της ίδιας μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς. Οι μόνες δυνατές εξαιρέσεις από την ως άνω αρχή προβλέπονται ρητά στο άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας. Ως παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 69 ).

    128.

    Οι απευθείας ανιόντες διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    129.

    Εν συνόψει, δεν μπορεί να επιβληθεί περιορισμός στα δικαιώματα διαμονής των συντηρούμενων απευθείας ανιόντων με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω πρόσωπα συνιστούν υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους, ούτε περιορισμός, για οποιονδήποτε λόγο, του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης που απορρέει από το δικαίωμα διαμονής.

    130.

    Τούτο είναι, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, το αποτέλεσμα της νομοθετικής συναίνεσης σε επίπεδο Ένωσης σχετικά με τη θεμιτή ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων της ελευθερίας κυκλοφορίας και των προβληματισμών αναφορικά με τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας των κρατών μελών. Οι εύλογοι προβληματισμοί των κρατών μελών σχετικά με τα συστήματά τους κοινωνικής πρόνοιας ελήφθησαν υπόψη, όπως δήλωσε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    131.

    Αποτέλεσμα της ως άνω νομοθετικής συναίνεσης είναι η παρούσα κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας ούτε οι διακινούμενοι εργαζόμενοι της Ένωσης ούτε οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες τους μπορούν να θεωρηθούν ως υπέρμετρο βάρος από το κράτος υποδοχής. Με άλλα λόγια, τα εν λόγω μέλη της οικογένειας συνιστούν ή δεν συνιστούν υπέρμετρο βάρος κατά τον ίδιο τρόπο που συνιστούν ή δεν συνιστούν υπέρμετρο βάρος οι ημεδαποί του εν λόγω κράτους.

    132.

    Συναφώς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής πρόνοιας κατά τον τρόπο που κρίνουν κατάλληλο. Μπορούν να επιλέξουν τα είδη των χορηγούμενων επιδομάτων ή να αποφασίσουν την κατάργηση ή τη μείωση υφιστάμενου επιδόματος. Ωστόσο, κατά την πραγματοποίηση των ως άνω επιλογών τους, τα κράτη μέλη πρέπει να συνεκτιμούν, ως παράγοντα που θα επηρεάσει τις αποφάσεις τους για τη διαμόρφωση της πολιτικής τους, και τα συντηρούμενα μέλη των οικογενειών των διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης που διαμένουν στη χώρα τους.

    133.

    Ως εκ τούτου, η εξέταση της αξίωσης της GV να λάβει το επίδομα αναπηρίας υπό το πρίσμα του πρωτογενούς της δικαιώματος σε ίση μεταχείριση, το οποίο απορρέει από το παράγωγό δικαίωμά της διαμονής, καταδεικνύει ότι η Ιρλανδία δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η GV συνιστά υπέρμετρο βάρος για το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

    2) Το υπέρμετρο βάρος ως ζήτημα αλληλεγγύης

    134.

    Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό το επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους είναι υπό το πρίσμα της αλληλεγγύης, νοουμένης ως ετοιμότητας συμμετοχής στον καταμερισμό των βαρών. Η αλληλεγγύη αυτή βασίζεται συνήθως στην ένταξη σε μια κοινότητα, είτε αυτή είναι εθνική είτε επαγγελματική, οικογενειακή ή ευρωπαϊκή ( 70 ), γεγονός το οποίο επιτρέπει την εξαίρεση όσων δεν είναι μέλη της εν λόγω κοινότητας, δεδομένου ότι η κατανομή των βαρών με τα εν λόγω πρόσωπα θεωρείται παράλογη ( 71 ).

    135.

    Συναφώς, οι καθών ισχυρίζονται ότι οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες θα πρέπει να είναι επιλέξιμοι για κοινωνικές παροχές όπως το επίδομα αναπηρίας μόνον αφ’ ης στιγμής αποκτήσουν καθεστώς μόνιμης διαμονής, αλλά όχι κατά την πρώτη πενταετία διαμονής τους στο κράτος υποδοχής. Όπως υποστηρίζουν, η διάρθρωση της οδηγίας περί ιθαγένειας απηχεί την εν λόγω θέση, στο μέτρο που διακρίνει μεταξύ βραχείας παραμονής στη χώρα έως τρεις μήνες ( 72 ), παραμονής μεγαλύτερης των τριών μηνών ( 73 ) και, τέλος, καθεστώτος μόνιμης διαμονής, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μετά από πέντε έτη διαμονής στο κράτος υποδοχής ( 74 ). Κατά την άποψη των καθών, κατά την πρώτη πενταετία η ευθύνη για τα μέλη της οικογένειας θα πρέπει να εξακολουθεί να βαρύνει τους διακινούμενους εργαζομένους της Ένωσης τους οποίους τα εν λόγω μέλη πήγαν να συναντήσουν στο κράτος υποδοχής, οι δε φορολογούμενοι στο εν λόγω κράτος δεν θα πρέπει να καλούνται να αναλάβουν τις δαπάνες των εν λόγω μελών της οικογένειας.

    136.

    Πράγματι, η οδηγία περί ιθαγένειας εισάγει σύστημα βαθμιαίας αναγνώρισης δικαιωμάτων με βάση τη διάρκεια παραμονής στο κράτος υποδοχής ( 75 ). Ωστόσο, τούτο δεν απηχεί τη «διαβάθμιση της αλληλεγγύης». Η εν λόγω οδηγία δεν προβλέπει δυνατότητα επιβολής περιορισμών στα δικαιώματα των συντηρούμενων απευθείας συγγενών του διακινούμενου πολίτη της Ένωσης μετά την τρίμηνη παραμονή τους στο κράτος υποδοχής ( 76 ).

    137.

    Η ίση μεταχείριση των απευθείας ανιόντων όσον αφορά την πρόσβασή τους στις κοινωνικές παροχές προάγει στην πραγματικότητα τη σταδιακή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής ( 77 ).

    138.

    Η οδηγία περί ιθαγένειας καθώς και ο κανονισμός για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων απηχούν, ως εκ τούτου, την ύπαρξη «ορισμένου βαθμού οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ των υπηκόων του κράτους [μέλους υποδοχής] και των υπηκόων των λοιπών κρατών μελών», κάτι το οποίο αναγνώρισε το Δικαστήριο στην εμβληματική του απόφαση στην υπόθεση Grzelczyk ( 78 ).

    139.

    Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004, παροχές όπως το επίδομα αναπηρίας μπορούν να ζητηθούν μόνο στο κράτος μέλος διαμονής (βλ. σημείο 7 των παρουσών προτάσεων). Με άλλα λόγια, εάν αυτό το είδος ειδικής μη ανταποδοτικής παροχής προβλεπόταν στη Ρουμανία, η GV δεν θα μπορούσε να ζητήσει τη χορήγησή του από το εν λόγω κράτος, δεδομένου ότι διαμένει στην Ιρλανδία.

    140.

    Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η GV αποτελεί υπέρμετρο βάρος για το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας επειδή δήθεν δεν υπήρξε μέλος της ιρλανδικής κοινωνίας για επαρκές χρονικό διάστημα ώστε να αξίζει την αλληλεγγύη της.

    3) Υπέρμετρο βάρος και τουρισμός πρόνοιας

    141.

    Τέλος, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ σε έναν πρόσθετο προβληματισμό που εξέφρασαν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που μετέχουν στην παρούσα διαδικασία και ο οποίος έχει ανακύψει και στα πολιτικά δρώμενα της Ένωσης καθώς και στη νομική επιστήμη. Σχετίζεται με τον φόβο του λεγόμενου «τουρισμού πρόνοιας». Τα κράτη μέλη, ιδίως εκείνα με υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής προστασίας, εξέφρασαν έντονα τους προβληματισμούς τους όσον αφορά τους πολίτες της Ένωσης που θα επιλέξουν να μετοικήσουν στις χώρες αυτές αποκλειστικά και μόνο για να επωφεληθούν από τα συστήματά τους κοινωνικής πρόνοιας ( 79 ). Η πρακτική αυτή, που συχνά θεωρείται κατάχρηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, εξετάστηκε στην υπόθεση Dano ( 80 ). Στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης κρίθηκε ότι οι οικονομικά ανενεργοί πολίτες της Ένωσης που άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας με αποκλειστικό σκοπό να λάβουν τις κοινωνικές παροχές του κράτους υποδοχής δεν μπορούν να τύχουν ίσης μεταχείρισης βάσει της οδηγίας περί ιθαγένειας ( 81 ).

    142.

    Μπορεί μια τέτοια κατάχρηση να λάβει χώρα όταν ο οικονομικά ανενεργός πολίτης αντλεί το δικαίωμα διαμονής του και το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης από την κυκλοφορία διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης, ο οποίος είναι οικονομικά ενεργός πολίτης; Θα μπορούσε ίσως κάποιος να φανταστεί μια κατάσταση στην οποία ένας πολίτης της Ένωσης αποφασίζει να αναλάβει μισθωτή (ή μη μισθωτή) δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής του μόνο και μόνο προκειμένου να μπορέσει ο απευθείας ανιών (ή οι απευθείας ανιόντες) του να αξιώσει τη χορήγηση κοινωνικών παροχών στο κράτος υποδοχής. Ακόμη και σε ένα τέτοιο απίθανο σενάριο ( 82 ), ο πολίτης της Ένωσης από το δικαίωμα του οποίου απορρέει η ιδιότητα του απευθείας συντηρούμενου ως δικαιούχου θα είναι εργαζόμενος στο κράτος υποδοχής. Η μετακίνηση πολίτη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την απασχόληση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση, αλλά μάλλον ως άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος που απορρέει από τη Συνθήκη. Όταν ένα πρόσωπο εισέρχεται στο κράτος υποδοχής μόνον ως αιτών εργασία, το άρθρο 24, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας επιτρέπει στο κράτος μέλος να αποκλείσει το εν λόγω πρόσωπο και τα μέλη της οικογένειάς του από την πρόσβαση σε ορισμένες παροχές κοινωνικής πρόνοιας, αλλά όχι απαραίτητα σε όλες τις παροχές, όπως τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης ( 83 ). Ωστόσο, όταν τα δικαιώματα των μελών της οικογένειας βασίζονται στα δικαιώματα διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο εν λόγω εργαζόμενος μετακινήθηκε με μοναδικό σκοπό τη λήψη κοινωνικών παροχών.

    143.

    Μολονότι δεν μπορώ να φανταστώ μια τέτοια περίπτωση κατάχρησης, δεν μπορώ πάντως και να την αποκλείσω εντελώς. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, για την αποτροπή του ενδεχόμενου επέλευσης του σχετικού κινδύνου, να χρησιμοποιηθεί το άρθρο 35 της οδηγίας περί ιθαγένειας, το οποίο θεσπίστηκε ειδικά για την πρόληψη του κινδύνου κατάχρησης, καθώς και η νομολογία Dano.

    144.

    Η περίπτωση της υπό κρίση υπόθεσης δεν φαίνεται να εγείρει τέτοιες ανησυχίες. Η AC έχει ήδη εργαστεί και διαμείνει στην Ιρλανδία επί μακρό χρονικό διάστημα. Έχει δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς με την ιρλανδική κοινωνία, γεγονός που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι απέκτησε την ιρλανδική υπηκοότητα στις 17 Ιουλίου 2015 ( 84 ). Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι όλα αυτά ήταν ένα σχέδιο με μόνο στόχο να φέρει τη μητέρα της στην Ιρλανδία για να αξιώσει τη χορήγηση κοινωνικής παροχής ( 85 ).

    145.

    Τα ανωτέρω επιχειρήματα, συνολικώς ή αυτοτελώς θεωρούμενα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις της ίσης μεταχείρισης ( 86 ), η έννοια του υπέρμετρου βάρους για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους δεν αποτελεί νόμιμο λόγο βάσει του οποίου κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση σε ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές σε χρήμα σε συντηρούμενους απευθείας ανιόντες διακινούμενων εργαζομένων της Ένωσης.

    146.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, καθώς και το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, έχουν την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνική ρύθμιση περιορίζουσα την πρόσβαση σε ειδική μη ανταποδοτική παροχή σε χρήμα απευθείας ανιόντος ενός διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης ο οποίος απολαύει παράγωγου δικαιώματος διαμονής βάσει του ότι η συντήρησή του εξαρτάται από τον εν λόγω εργαζόμενο και ο οποίος διαμένει νομίμως επί τρεις και πλέον μήνες στο κράτος διαμονής, με την αιτιολογία ότι η χορήγηση της εν λόγω παροχής θα έχει ως αποτέλεσμα το μέλος αυτό της οικογένειας να καταστεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του εν λόγω κράτους.

    V. Πρόταση

    147.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών,

    έχει την έννοια ότι

    η προϋπόθεση της εξαρτήσεως του απευθείας ανιόντος από διακινούμενο εργαζόμενο της Ένωσης απαιτείται να πληρούται για όσο χρονικό διάστημα ο ανιών αντλεί παράγωγο δικαίωμα διαμονής από το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας το οποίο ασκεί ο εργαζόμενος.

    2)

    Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, και από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38,

    έχει την έννοια ότι

    η αίτηση απευθείας ανιόντος ενός διακινούμενου πολίτη της Ένωσης για τη χορήγηση ειδικής μη ανταποδοτικής παροχής σε χρήμα δεν εξαλείφει την εξάρτηση του ανιόντος από τον εργαζόμενο και, ως εκ τούτου, δεν μεταβάλλει το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του ανιόντος.

    3)

    Το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται από το άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38,

    έχουν την έννοια ότι

    αντίκεινται σε εθνική ρύθμιση περιορίζουσα την πρόσβαση σε ειδική μη ανταποδοτική παροχή σε χρήμα απευθείας ανιόντος ενός διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης ο οποίος απολαύει παράγωγου δικαιώματος διαμονής βάσει του ότι η συντήρησή του εξαρτάται από τον εν λόγω εργαζόμενο και ο οποίος διαμένει νομίμως επί τρεις και πλέον μήνες στο κράτος διαμονής, με την αιτιολογία ότι η χορήγηση της εν λόγω παροχής θα έχει ως αποτέλεσμα το μέλος αυτό της οικογένειας να καταστεί υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του εν λόγω κράτους.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 1987, Lebon (316/85, στο εξής: απόφαση Lebon, EU:C:1987:302), της 26ης Φεβρουαρίου 1992, Bernini (C‑3/90, EU:C:1992:89), της 8ης Ιουνίου 1999, Meeusen (C‑337/97, EU:C:1999:284), της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (C‑413/99, EU:C:2002:493), της 8ης Μαΐου 2013, Alarape και Tijani (C‑529/11, EU:C:2013:290), της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411), της 16ης Ιανουαρίου 2014, Reyes (C‑423/12, στο εξής: απόφαση Reyes, EU:C:2014:16), της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Depesme κ.λπ. (C‑401/15 έως C‑403/15, στο εξής: απόφαση Depesme, EU:C:2016:955), και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248).

    ( 3 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 17ης Απριλίου 1986, Reed (59/85, EU:C:1986:157), της 30ής Μαρτίου 2006, Mattern και Cikotic (C‑10/05, EU:C:2006:220), της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449), της 12ης Μαρτίου 2014, O. και B. (C‑456/12, EU:C:2014:135), της 16ης Ιουλίου 2015, Singh κ.λπ. (C‑218/14, EU:C:2015:476), της 30ής Ιουνίου 2016, NA (C‑115/15, EU:C:2016:487), της 14ης Νοεμβρίου 2017, Lounes (C‑165/16, στο εξής: απόφαση Lounes, EU:C:2017:862), της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ. (C‑673/16, EU:C:2018:385), και της 12ης Ιουλίου 2018, Banger (C‑89/17, EU:C:2018:570).

    ( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, οι εν λόγω παροχές έχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά: 1) προορίζονται να καλύψουν τα έξοδα διαβίωσης των προσώπων που αδυνατούν να τα καλύψουν τα ίδια, 2) δεν χρηματοδοτούνται από εισφορές, αλλά από τη γενική φορολογία, 3) μνημονεύονται στο παράρτημα Χ του κανονισμού 883/2004.

    ( 5 ) Βλ. άρθρο 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004.

    ( 6 ) Βλ. άρθρο 210, παράγραφος 1, στοιχείο a, του Social Welfare Consolidation Act 2005 (ενοποιημένου νόμου του 2005 περί κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικών υπηρεσιών).

    ( 7 ) Βλ. άρθρο 210, παράγραφος 9, του Social Welfare Consolidation Act 2005 (ενοποιημένου νόμου του 2005 περί κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικών υπηρεσιών).

    ( 8 ) Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77) (στο εξής: οδηγία περί ιθαγένειας).

    ( 9 ) Το άρθρο 6 της κανονιστικής αποφάσεως του 2015 αφορά το δικαίωμα διαμονής για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών. Μεταφέρει στην ιρλανδική εθνική έννομη τάξη το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, συμπεριλαμβανομένου του στοιχείου δʹ του εν λόγω άρθρου.

    ( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων).

    ( 11 ) Πρβλ. απόφαση Lounes (σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 12 ) Απόφαση Lounes (σκέψεις 52 και 53).

    ( 13 ) Ο κανονισμός για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, την ίση μεταχείριση εργαζομένου, υπηκόου ενός κράτους μέλους, ο οποίος εργάζεται σε άλλο κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος ιθαγενείας του. Ως εκ τούτου, όπως και η οδηγία περί ιθαγένειας, δεν εφαρμόζεται ως προς τα δικαιώματα των εργαζομένων εντός του κράτους ιθαγενείας τους. Επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί όσον αφορά τα δικαιώματα της AC, η οποία έχει Ιρλανδική ιθαγένεια, στην Ιρλανδία. Εντούτοις, με την ίδια λογική, όπως εξηγήθηκε όσον αφορά την οδηγία περί ιθαγένειας, τα δικαιώματα προσώπου το οποίο έκανε χρήση της ελευθερίας κυκλοφορίας για να μεταβεί για εργασιακούς λόγους σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της αρχικής του ιθαγένειας, τα οποία απορρέουν ευθέως από τα άρθρα 45 και 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να υπόκεινται σε περιορισμούς απλώς και μόνον εκ του ότι το εν λόγω πρόσωπο απέκτησε και την ιθαγένεια του κράτους μέλους υποδοχής.

    ( 14 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, McCarthy (C‑434/09, EU:C:2011:277, σκέψη 24), και της 20ής Οκτωβρίου 2022, Digi (C‑77/21, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:805, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 15 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο b, της κανονιστικής αποφάσεως του 2015, το οποίο εισάγει ορισμό των αναγνωρισμένων μελών της οικογένειας όμοιο (επί λέξει σχεδόν) με εκείνον του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 16 ) Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο a, της κανονιστικής αποφάσεως του 2015, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ιθαγένειας, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών.

    ( 17 ) Η σχετική διάταξη επιβάλλει την εν λόγω υποχρέωση ορίζοντας ότι ένα πρόσωπο διατηρεί το δικαίωμα διαμονής για όσο χρονικό διάστημα πληροί τις σχετικές διατάξεις επί των οποίων θεμελιώνεται η διαμονή, μεταξύ των οποίων και η διάταξη που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 18 ) Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία οι οποίοι υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο συμφωνούν ότι, δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά πολίτη της Ένωσης και όχι υπήκοο τρίτης χώρας, η αναφορά στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας πρέπει να θεωρηθεί ως εκ παραδρομής λάθος, το δε προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας.

    ( 19 ) Απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2007, Jia (C‑1/05, στο εξής: απόφαση Jia, EU:C:2007:1, σκέψη 37).

    ( 20 ) Απόφαση Reyes (σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 21 ) Η υπόθεση Jia αφορούσε αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε υπηκόους τρίτης χώρας, γονείς του συζύγου πολίτη της Ένωσης η οποία ασκούσε το δικαίωμα κυκλοφορίας της. Η υπόθεση Reyes αφορούσε αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, κατιόντα του συζύγου πολίτη της Ένωσης ο οποίος ασκούσε το δικαίωμα κυκλοφορίας του.

    ( 22 ) Το ίδιο πρόσωπο ενδέχεται να αποκτήσει πρωτογενές δικαίωμα διαμονής, σε αντιδιαστολή με το παράγωγο δικαίωμα διαμονής που θεμελιώνεται στην εξάρτηση, δυνάμει άλλων διατάξεων της οδηγίας περί ιθαγένειας. Για παράδειγμα, τούτο μπορεί να συμβεί κατόπιν συμπληρώσεως πέντε ετών διαμονής στο κράτος υποδοχής (άρθρο 16 της οδηγίας αυτής) ή αν το οικείο μέλος της οικογένειας καταστεί οικονομικά ενεργό αναλαμβάνοντας μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος υποδοχής (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας).

    ( 23 ) Απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 24 ) Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τους απευθείας κατιόντες.

    ( 25 ) Όσον αφορά τους απευθείας κατιόντες, κατά την οδηγία περί ιθαγένειας (άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ) λογίζονται αυτοδικαίως ως συντηρούμενοι εάν είναι κάτω των 21 ετών, ωστόσο η εν λόγω οδηγία προβλέπει επίσης τη δυνατότητα διατήρησης της ιδιότητας του συντηρουμένου και μετά την ενηλικίωσή τους.

    ( 26 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

    ( 27 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 28 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, COM(2001) 257 τελικό (ΕΕ 2001, C 270 E, σ. 150).

    ( 29 ) Κοινή θέση (ΕΚ) αριθ. 6/2004, της 5ης Δεκεμβρίου 2003, που καθορίστηκε από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, C 54 E, σ. 12). Στην εν λόγω εκδοχή του κειμένου, το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, αναφερόταν σε «συντηρούμεν[ους] απευθείας ανιόντες», χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις.

    ( 30 ) Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις αφορούσαν απευθείας κατιόντες. Για παράδειγμα, η υπόθεση Lebon αφορούσε τη θυγατέρα διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης, η οποία ήταν η ίδια πολίτης της Ένωσης. Η υπόθεση Reyes αφορούσε τη θυγατέρα (και υπήκοο τρίτης χώρας) διακινούμενου εργαζομένου της Ένωσης. Η υπόθεση Depesme αφορούσε τα τέκνα συζύγων ή καταχωρισμένων συντρόφων διαφόρων διακινούμενων μεθοριακών εργαζομένων. Εξαίρεση αποτελεί η υπόθεση Jia, η οποία αφορούσε συντηρούμενους γονείς.

    ( 31 ) Το μόνο ζήτημα σχετικά με την έννοια της «εξάρτησης» επί του οποίου το Δικαστήριο παρείχε ρητές διευκρινίσεις στις εν λόγω υποθέσεις ήταν το ότι η ιδιότητα του συντηρούμενου μέλους της οικογένειας προκύπτει από πραγματική κατάσταση. Βλ., συναφώς, απόφαση Lebon (σκέψη 22), απόφαση Jia (σκέψη 35) και απόφαση Depesme (σκέψη 58).

    ( 32 ) Βλ., συναφώς, πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, σ. 150, σημείο 2.4. Βλ. επίσης Meduna, M., Stockwell, N., Geyer, F., Adamo, C., Nemitz, P., «Institutional Report», σε Neergaard, U., Jacqueson, C., και Holst-Christensen, N., (επιμ.), Union Citizenship, Development, Impact and Challenges, The XXVI FIDE Congress in Copenhagen, 2014, Congress Publications, Κοπεγχάγη, τόμος 2, σ. 247.

    ( 33 ) Άρθρο 7 του Χάρτη.

    ( 34 ) Βλ., συναφώς, απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Μαρτίου 2013, Butt κατά Νορβηγίας (CE:ECHR:2012:1204JUD004701709, μεταξύ άλλων § 76), με την οποία το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε επί του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο απηχεί το άρθρο 7 του Χάρτη.

    ( 35 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Ruiz Zambrano (C‑34/09, EU:C:2011:124, σκέψεις 42 και 43), με την οποία, μολονότι δεν επρόκειτο για περίπτωση κυκλοφορίας, έγινε δεκτό ότι υφίστατο δικαίωμα διαμονής του γονέα καθώς σε αντίθετη περίπτωση το τέκνο, στατικός πολίτης της Ένωσης, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης. Βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, την απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Subdelegación del Gobierno en Toledo (Διαμονή μέλους της οικογένειας – Ανεπαρκείς πόροι) (C‑451/19 και C‑532/19, EU:C:2022:354, σκέψη 45), που βασίζεται σε παρόμοια συλλογιστική.

    ( 36 ) Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, Carpenter (C‑60/00, EU:C:2002:434, σκέψη 38), και της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 37 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Reyes (σκέψη 23) και απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala) (C‑129/18, EU:C:2019:248, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 38 ) Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Minister for Justice and Equality (Υπήκοος τρίτης χώρας, εξάδελφος πολίτη της Ένωσης) (C‑22/21, EU:C:2022:683, σκέψεις 23 και 27). Πέραν της οικονομικής στήριξης, ελήφθησαν υπόψη και άλλες ανάγκες υποστήριξης, ήτοι λόγοι υγείας καθώς και οι στενοί και προσωπικοί δεσμοί οι οποίοι απορρέουν, για παράδειγμα, από τη διαβίωση εντός της ίδιας εστίας.

    ( 39 ) Η αιτιολογική σκέψη 1 της οδηγίας 2014/54/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (ΕΕ 2014, L 128, σ. 8) αναφέρει ότι η φράση «μέλη της οικογένειάς τους» θα πρέπει να νοείται, στο πλαίσιο του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας περί ιθαγένειας. Τούτο επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα με την απόφαση Depesme (σκέψεις 51 έως 55) και την απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου) (C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψη 51).

    ( 40 ) Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη παραδέχθηκαν ότι, ανεξαρτήτως της καταβολής επιδόματος αναπηρίας, θα εξακολουθούσαν να υφίστανται οι πρακτικές, υλικές και συναισθηματικές διαστάσεις της εξάρτησης μεταξύ της AC και της GV.

    ( 41 ) Απόφαση Lebon (σκέψη 20).

    ( 42 ) Για τις σχετικές παραπομπές, βλ. τη μνημονευόμενη στο σημείο 107 των παρουσών προτάσεων νομολογία.

    ( 43 ) Αυτό ακριβώς το επιχείρημα πρόταξε ο δικαστής Garrett Simons [High Court (ανώτερο δικαστήριο), Ιρλανδία] στην πρωτόδικη απόφαση της κύριας δίκης. Κατά τον δικαστή Simons «[δ]εν υφίσταται απαίτηση αυτάρκειας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ή του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ [της εν λόγω οδηγίας], σε περίπτωση εργαζομένου και συντηρούμενου μέλους της οικογένειας». Απόφαση του High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) της 29ης Μαΐου 2020, GV κατά Chief Appeals Officer, Social Welfare Appeals Office, [2020] IEHC 258, σκέψη 76.

    ( 44 ) Επί του ζητήματος αυτού, βλ. σημεία 118 επ. των παρουσών προτάσεων.

    ( 45 ) Βλ., επί παραδείγματι, MacCormick, N., Rhetoric and the Rule of Law: A Theory of Legal Reasoning, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2005, σ. 138.

    ( 46 ) Βλ. σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.

    ( 47 ) Η απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνιστά ένα από τα θεμέλια του δικαίου της Ένωσης. Αποτυπώνεται πλέον στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ και αποτελεί μέρος όλων των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Επαναλαμβάνεται επίσης στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη.

    ( 48 ) Επέλεξα αυτή τη σειρά διότι, από την θέσπιση της ιθαγένειας της Ένωσης με τις Συνθήκες, η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων νοείται πλέον ως ειδικότερη έκφραση της ιθαγένειας. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, «το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο θεσπίζει εν γένει το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων […]». Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2021, MH και ILA (Συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε περίπτωση πτώχευσης) (C‑168/20, EU:C:2021:907, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 49 ) Στη θέση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού για την ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων υπήρχε προηγουμένως το άρθρο 7, παράγραφος 2, της ρύθμισης την οποία αυτός διαδέχθηκε, ήτοι του κανονισμού 1612/68. Συνεπώς, η σχετική με τον εν λόγω κανονισμό νομολογία είναι κρίσιμη για την κατανόηση της έννοιας του «κοινωνικού πλεονεκτήματος» στον ισχύοντα κανονισμό. Πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 34).

    ( 50 ) Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, Cristini (32/75, EU:C:1975:120, σκέψη 12).

    ( 51 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρόκειται για συγκεκριμένη διατύπωση η οποία επαναλαμβάνεται παγίως στη νομολογία του Δικαστηρίου από την απόφαση της 31ης Μαΐου 1979, Even και ONPTS (207/78, EU:C:1979:144, σκέψη 22) και εξής.

    ( 52 ) Αποφάσεις της 27ης Μαΐου 1993, Schmid (C‑310/91, EU:C:1993:221, σκέψη 18), και της 5ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑206/10, EU:C:2011:283, σκέψη 34).

    ( 53 ) Πρβλ. αποφάσεις της 27ης Μαΐου 1993, Schmid (C‑310/91, EU:C:1993:221, σκέψη 17), και της 2ας Απριλίου 2020, Caisse pour l’avenir des enfants (Τέκνο συζύγου μεθοριακού εργαζομένου) (C‑802/18, EU:C:2020:269, σκέψεις 45 και 46).

    ( 54 ) Απόφαση της 11ης Απριλίου 1973, S. (76/72, EU:C:1973:46, σκέψη 9).

    ( 55 ) Ωστόσο, στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, ήτοι ότι η επίμαχη παροχή δεν αποτελούσε πλεονέκτημα του εργαζομένου, διότι ο πατέρας του αιτούντος δεν συντηρούσε πλέον τον κατιόντα του. Βλ. απόφαση Lebon (σκέψη 13).

    ( 56 ) Spaventa, E. (επιμ.), Rennuy, N., Minderhoud, P., The legal status and rights of the family members of EU mobile workers, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση για την απασχόληση, τις κοινωνικές υποθέσεις και την κοινωνική ένταξη, Διεύθυνση E – Κινητικότητα εργαζομένων και διεθνείς υποθέσεις, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο, 2022, σ. 17.

    ( 57 ) Πράγματι, σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση έχει περιέλθει η AC κατόπιν της πολιτογραφήσεώς της. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν και Ιρλανδοί υπήκοοι οι οποίοι απέκτησαν μεν την εν λόγω ιθαγένεια από τη γέννησή τους, αλλά των οποίων οι γονείς δεν είναι Ιρλανδοί υπήκοοι.

    ( 58 ) Σχετικά με τους συντηρούμενους κατιόντες διακινούμενου εργαζομένου βλ. Lebon (σκέψη 12) και αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1992, Bernini (C‑3/90, EU:C:1992:89, σκέψη 26), και της 2ας Απριλίου 2020, PF κ.λπ. (C‑830/18, EU:C:2020:275, σκέψη 26). Σχετικά με τον σύζυγο διακινούμενου εργαζομένου, βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑269/07, EU:C:2009:527, σκέψη 65).

    ( 59 ) Αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, Castelli (261/83, EU:C:1984:280, σκέψη 10), της 6ης Ιουνίου 1985, Frascogna (157/84, EU:C:1985:243, σκέψη 23), και της 9ης Ιουλίου 1987, Frascogna (256/86, EU:C:1987:359, σκέψη 6).

    ( 60 ) Απόφαση Lebon (σκέψη 13).

    ( 61 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 62 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358, σκέψη 69).

    ( 63 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑542/09, ECLI:EU:C:2012:346, σκέψη 57).

    ( 64 ) Όπ.π. Βλ. επίσης αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ. (C‑20/12, EU:C:2013:411, σκέψεις 51 και 52) και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Thiele Meneses (C‑220/12, EU:C:2013:683, σκέψη 43).

    ( 65 ) Αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 66 ) Βλ., για παράδειγμα, Verschueren, H., «Free Movement or Benefit Tourism: The Unreasonable Burden of Brey», European Journal of Migration and Law, τόμος 16, 2014, σ. 147-179· Thym, D., «The Elusive Limits of Solidarity: Residence Rights of and Social Benefits for Economically Inactive Union Citizens», CMLRev, τόμος 52, 2015, σ. 17-50, στη σ. 28.

    ( 67 ) Για να ληφθεί υπόψη ένα τέτοιο επιχείρημα ως πιθανή βάση αιτιολόγησης των περιορισμών που επιβάλλονται στα δικαιώματα κυκλοφορίας, το κράτος μέλος που προβάλλει το επιχείρημα του υπέρμετρου βάρους θα πρέπει να τεκμηριώσει ότι υφίσταται πραγματική απειλή για το εθνικό του σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, προσκομίζοντας συναφώς αξιόπιστα και επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 13ης Απριλίου 2010, Bressol κ.λπ. (C‑73/08, EU:C:2010:181, σκέψη 71). Βλ. επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Prinz (C‑523/11 και C‑585/11, EU:C:2013:90, σημεία 61 έως 64).

    ( 68 ) Πρβλ. Dougan, M., «The constitutional dimension to the case-law on Union citizenship», E.L.Rev. τόμος 31(5), 2006, σ. 613-641.

    ( 69 ) Απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Familienkasse Niedersachsen-Bremen (C‑411/20, EU:C:2022:602, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 70 ) Supiot, A., La solidarité, Enquête sur un principe juridique, Odile Jacob, Παρίσι, 2015, σ. 12· De Witte, F., Justice in the EU, The Emergence of Transnational Solidarity, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2015, κεφάλαιο 4 (όπου προβάλλεται ειδικώς το επιχείρημα της κοινοτικής προσέγγισης όσον αφορά τις ελάχιστες παροχές αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως είναι οι ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές), σ. 151-155.

    ( 71 ) Μια τέτοια θεώρηση του επιχειρήματος του υπέρμετρου βάρους μπορεί, κατά την άποψή μου, να εξηγήσει τη νομολογία που αναγνώρισε ως δικαιολογημένη την απαίτηση ενός πραγματικού δεσμού ή ορισμένου βαθμού ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους υποδοχής για την απόκτηση δικαιωμάτων διαμονής και την αξίωση χορηγήσεως σχετικών κοινωνικών παροχών. Βλ., για παράδειγμα, όσον αφορά τους αιτούντες εργασία, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, D’Hoop (C‑224/98, EU:C:2002:432, σκέψη 39), της 23ης Μαρτίου 2004, Collins (C‑138/02, EU:C:2004:172, σκέψεις 67 έως 69), και της 4ης Ιουνίου 2009, Βάτσουρας και Κουπατάντζε (C‑22/08 και C‑23/08, EU:C:2009:344, σκέψεις 38 και 39). Όσον αφορά τους σπουδαστές βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2005, Bidar (C‑209/03, EU:C:2005:169, σκέψεις 62 και 63), της 23ης Οκτωβρίου 2007, Morgan και Bucher (C‑11/06 και C‑12/06, EU:C:2007:626, σκέψεις 43 και 44), της 18ης Νοεμβρίου 2008, Förster (C‑158/07, EU:C:2008:630, σκέψη 54), της 18ης Ιουλίου 2013, Prinz και Seeberger (C‑523/11 και C‑585/11, EU:C:2013:524, σκέψεις 36 και 37), και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Thiele Meneses (C‑220/12, EU:C:2013:683, σκέψεις 35 και 36), ή της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψεις 36 έως 39).

    ( 72 ) Άρθρο 6 της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 73 ) Άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 74 ) Κεφάλαιο IV της οδηγίας περί ιθαγένειας.

    ( 75 ) Το σύστημα αυτό αναπαράγει, κατ’ ουσίαν, τα στάδια και τις προϋποθέσεις του καθεστώτος διαμονής που προβλέπονται στις διάφορες πράξεις του δικαίου της Ένωσης και στην προγενέστερη της εν λόγω οδηγίας νομολογία. Η ένταξη σε συγκεκριμένη κοινότητα μπορεί, κατά τον τρόπο αυτόν, να οδηγήσει τελικά στο δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Ziolkowski και Szeja (C‑424/10 και C‑425/10, EU:C:2011:866, σκέψη 38), και της 1ης Αυγούστου 2022, Familienkasse Niedersachsen-Bremen (C‑411/20, EU:C:2022:602, σκέψη 30).

    ( 76 ) Ακόμη και κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, η δυνατότητα εξαιρέσεως καταλαμβάνει μόνο ειδικές μη ανταποδοτικές παροχές σε χρήμα και όχι άλλα επιδόματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Συναφώς, βλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Familienkasse Niedersachsen-Bremen (C‑411/20, EU:C:2022:602, σκέψη 53).

    ( 77 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση Lounes (σκέψη 56).

    ( 78 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk (C‑184/99, ECLI:EU:C:2001:458, σκέψη 44). Σχετικά με την αρχή της αλληλεγγύης και τα καθεστώτα κοινωνικής ασφαλίσεως βλ. προμνημονευθείσα απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre (C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63).

    ( 79 ) Για παράδειγμα, τον Μάιο του 2013, οι υπουργοί τεσσάρων κρατών μελών, ήτοι της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, διαμαρτυρήθηκαν για την «απάτη και τη συστηματική κατάχρηση που λαμβάνει χώρα όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία». Βλ., για παράδειγμα, Blauberger, M. και Schmidt, S. K., «Welfare migration? Free movement of EU citizens and access to social benefits», Research and Politics, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014, σ. 1-7. Βλ. επίσης, Pascouau, Υ., «Strong attack against the freedom of movement of EU citizens: Turning back the clock», σχόλιο της 30/04/2013 στην ιστοσελίδα του European Policy Centre.

    ( 80 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358).

    ( 81 ) Πρβλ. την ερμηνεία της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2014, Dano (C‑333/13, EU:C:2014:2358) στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 68).

    ( 82 ) Στο πλαίσιο μελέτης που πραγματοποιήθηκε εξ αναθέσεως από την Επιτροπή το 2016 δεν προέκυψαν στοιχεία που να υποδηλώνουν βασίμως ότι τα κίνητρα των πολιτών της Ένωσης όταν ασκούν την ελευθερία κυκλοφορίας σχετίζονται με τη χορήγηση παροχών. Βλ., για παράδειγμα, «A fact finding analysis on the impact on the Member States’ social security systems of the entitlements of non-active intra-EU migrants to special non-contributory cash benefits and healthcare granted on the basis of residence», Τελική έκθεση της ICF GHK σε συνεργασία με την Milieu Ltd., Γενική Διεύθυνση για την απασχόληση, τις κοινωνικές υποθέσεις και την κοινωνική ένταξη μέσω σύμβασης πλαισίου της Γενικής Διεύθυνσης Δικαιοσύνης, 2013. Βλ. επίσης Mantu, S. και Minderhoud, P., «Exploring the limits of social solidarity: welfare tourism and EU citizenship», UNIO – EU Law Jounal, τόμος 2(2), 2016, σ. 4-19.

    ( 83 ) Απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, Familienkasse Niedersachsen-Bremen (C‑411/20, EU:C:2022:602, σκέψη 53).

    ( 84 ) Όπως κατέστησαν σαφές οι συνήγοροι της αιτούσας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Σύμφωνα με το τροποποιηθέν ενοποιημένο κείμενο του Irish Nationality and Citizenship Act 1956 (ιρλανδικού νόμου του 1956 περί υπηκοότητας και ιθαγένειας), ένας ενήλικος άγαμος κάτοικος του ΕΟΧ πρέπει να πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να πολιτογραφηθεί (άρθρο 15 του εν λόγω νόμου): α) να είναι άνω των 18 ετών, β) να παρουσιάζει εχέγγυα ήθους, γ) να έχει συμπληρώσει διαρκή διαμονή ενός έτους στο κράτος αμέσως πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων οκτώ ετών από τη χρονική αυτή περίοδο να έχει διαμείνει συνολικά στο κράτος επί τέσσερα έτη, δ) να προτίθεται καλόπιστα να συνεχίσει να διαμένει στο κράτος μετά την πολιτογράφησή του και ε) να είναι πρόθυμος να παραστεί σε τελετή πολιτογράφησης και να προβεί σε δήλωση πίστης.

    ( 85 ) Όσον αφορά τη συζήτηση σχετικά με την επιρροή των πραγματικών περιστατικών στις υποθέσεις επί των οποίων καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο, βλ. Davies, G., «Has the Court changed, or have the cases? The deservingness of litigants as an element in Court of Justice citizenship adjudication», Journal of European Public Policy, τόμος 25, 2018, σ. 1442-1460.

    ( 86 ) Ήτοι, ουσιαστικά, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις διαμονής.

    Top