Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0365

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 20ής Οκτωβρίου 2022.
    Ποινική διαδικασία κατά MR.
    Αίτηση του Oberlandesgericht Bamberg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Αρχή ne bis in idem – Άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Εξαίρεση από την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – Αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας ή εναντίον άλλων ουσιαστικών συμφερόντων του κράτους μέλους – Άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή ne bis in idem – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Περιορισμοί της αρχής ne bis in idem – Συμβατότητα εθνικής δηλώσεως περί εξαίρεσης από την αρχή ne bis in idem – Εγκληματική οργάνωση – Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών.
    Υπόθεση C-365/21.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:823

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 20ής Οκτωβρίου 2022 ( 1 )

    Υπόθεση C‑365/21

    MR

    παρισταμένης της:

    Generalstaatsanwaltschaft Bamberg

    [αίτηση του Oberlandesgericht Bamberg (εφετείου Bamberg, Γερμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem – Άρθρο 55 – Αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων – Εθνικές δηλώσεις – Συμβατότητα με τα άρθρα 50 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Το Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένως ζητήματα που άπτονται της αρχής ne bis in idem η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (στο εξής: ΣΕΣΣ) ( 2 ), πλην όμως δεν έχει ασχοληθεί παρά μόνο μία φορά με τη συμβατότητα δηλώσεων που περιορίζουν την εν λόγω αρχή, βάσει του άρθρου 55 της ΣΕΣΣ. Στο πλαίσιο της υπόθεσης εκείνης, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να απαντήσει σε ερώτημα επί του ως άνω ζητήματος, δεδομένου ότι η απάντηση την οποία έδωσε το Δικαστήριο σε άλλο ερώτημα στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως ήρε την ανάγκη να αποφανθεί επί του κύρους δηλώσεως ( 3 ). Η υπό κρίση υπόθεση παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει το εν λόγω ζήτημα.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α. Το δίκαιο της Ένωσης

    1.   Η ΣΕΣΣ

    2.

    Ο τίτλος III της ΣΕΣΣ, σχετικά με την «Αστυνομία και ασφάλεια», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το κεφάλαιο 3, το οποίο τιτλοφορείται «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem» και περιλαμβάνει τα άρθρα 54 και 55 της εν λόγω συμβάσεως. Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ορίζει τα εξής:

    «Όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»

    3.

    Το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ διαλαμβάνει τα εξής:

    «1.   Ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της παρούσας σύμβασης, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση·

    β)

    όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους·

    γ)

    όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.

    2.   Συμβαλλόμενο μέρος που προέβη στη δήλωση εξαιρέσεως που προβλέπεται στην παράγραφο 1 [στοιχείο] β) προσδιορίζει τις κατηγορίες των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η εξαίρεση.

    3.   Συμβαλλόμενο μέρος έχει τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να ανακαλεί μια τέτοια δήλωση σχετική με μία ή περισσότερες από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    4.   Οι εξαιρέσεις, που αποτελούν αντικείμενο μιας δηλώσεως κατά την παράγραφο 1, δεν εφαρμόζονται όταν το ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος έχει ζητήσει από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος την ποινική δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή συναίνεσε στην έκδοση του εν λόγω προσώπου.»

    4.

    Κατά το άρθρο 56 της ΣΕΣΣ:

    «Εάν ασκήθηκε νέα ποινική δίωξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος εναντίον προσώπου, το οποίο καταδικάσθηκε αμετάκλητα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, ο χρόνος στερήσεως της ελευθερίας που εκτίθηκε στο έδαφος του τελευταίου τούτου συμβαλλομένου μέρους εξαιτίας αυτών των πραγματικών περιστατικών πρέπει να εκπίπτει από την κύρωση που ενδεχομένως θα επιβληθεί. Θα λαμβάνονται επίσης υπόψη, στο μέτρο που οι εθνικές νομοθεσίες το επιτρέπουν, οι οποιεσδήποτε άλλες κυρώσεις πέραν των στερητικών της ελευθερίας ποινών.»

    5.

    Η ΣΕΣΣ ενσωματώθηκε στο δίκαιο της Ένωσης με το Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( 4 ). Εν συνεχεία, το Πρωτόκολλο (αριθ. 19) σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν το οποίο έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσαρτήθηκε στη Συνθήκη της Λισσαβώνας [στο εξής: πρωτόκολλο (αριθ. 19)] ( 5 ).

    6.

    Κατά το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου (αριθ. 19) ( 6 ):

    «Για τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το κεκτημένο του Σένγκεν και περαιτέρω μέτρα τα οποία λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα εντός του πεδίου ισχύος του θεωρούνται κεκτημένο που πρέπει να γίνει πλήρως αποδεκτό από όλα τα υποψήφια για προσχώρηση κράτη.»

    2.   Η απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ

    7.

    Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ( 7 ), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιόποινες πράξεις σχετικές με συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση»: «Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε μία ή και οι δύο συμπεριφορές που έχουν σχέση με εγκληματική οργάνωση να θεωρούνται αξιόποινες πράξεις: α) η συμπεριφορά προσώπου, το οποίο εκ προθέσεως και εν γνώσει, είτε του σκοπού και της εν γένει δραστηριότητας της εγκληματικής οργάνωσης, είτε της πρόθεσής της να τελέσει τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, συμμετέχει ενεργά στις εγκληματικές δραστηριότητές της, περιλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών ή υλικών μέσων, της στρατολόγησης νέων μελών, καθώς και κάθε μορφής χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της, ενώ γνωρίζει ότι η συμμετοχή του θα συμβάλλει στην τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης· β) η συμπεριφορά προσώπου η οποία συνίσταται σε συμφωνία με ένα ή περισσότερα πρόσωπα ότι θα αναπτυχθεί δραστηριότητα η οποία, αν υλοποιηθεί, θα συνίσταται στην τέλεση αξιόποινων πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, ακόμη και αν το εν λόγω πρόσωπο δεν συμμετέχει στην εκτέλεση της δραστηριότητας αυτής.»

    Β. To γερμανικό δίκαιο

    8.

    Κατά την κύρωση της ΣΕΣΣ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατύπωσε «επιφύλαξη» ( 8 ) ως προς το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ (BGBl. 1994 II, σ. 631), δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη που τυποποιείται στο άρθρο 129 του Strafgesetzbuch (γερμανικού ποινικού κώδικα, στο εξής: StGB).

    9.

    Το άρθρο 129 του StGB, το οποίο επιγράφεται «Συγκρότηση εγκληματικών οργανώσεων», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, έχει ως εξής:

    «(1)   Όποιος συστήνει ή συμμετέχει ως μέλος σε οργάνωση με σκοπό ή αντικείμενο την τέλεση αξιόποινων πράξεων για τις οποίες προβλέπονται ποινές στερητικές της ελευθερίας η μέγιστη των οποίων δεν είναι κατώτερη των δύο ετών τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έως πέντε έτη ή με χρηματική ποινή. Όποιος παρέχει υποστήριξη σε τέτοια οργάνωση ή στρατολογεί μέλη ή υποστηρικτές για αυτήν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έως τρία έτη ή με χρηματική ποινή.

    (2)   Ως οργάνωση νοείται η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα δομημένη ομάδα από περισσότερα από δύο πρόσωπα που επιδιώκει την εξυπηρέτηση ενός προεξέχοντος κοινού σκοπού, ανεξαρτήτως του αν τα μέλη της έχουν καθορισμένους ρόλους, αν εμφανίζει συνέχεια στη σύνθεσή της και αν έχει δομή ανεξάρτητη και πολυσύνθετη.

    […]

    (5)   Σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της υποπαραγράφου (1) επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως από 6 μήνες έως και 5 έτη. Κατά κανόνα, ιδιαίτερα σοβαρή περίπτωση θεωρείται ότι συντρέχει όταν ο δράστης είναι ηγετικό στέλεχος ή πρόσωπο το οποίο δρα στο παρασκήνιο της οργανώσεως. […]»

    III. Το ιστορικό της διαφοράς, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10.

    Η Generalstaatsanwaltschaft Bamberg/Zentralstelle Cybercrime Bayern (εισαγγελία Bamberg/κεντρική υπηρεσία της εισαγγελίας της Βαυαρίας αρμόδια για τη δίωξη εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο, Γερμανία) διεξάγει έρευνα σε βάρος –μεταξύ άλλων και– του MR, Ισραηλινού υπηκόου, ως υπόπτου για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης και διάπραξη επενδυτικής απάτης.

    11.

    Στις 8 Δεκεμβρίου 2020 ο ανακριτής του Amtsgericht Bamberg (πταισματοδικείου Bamberg, Γερμανία) διέταξε την προσωρινή κράτηση του MR (εθνικό ένταλμα σύλληψης). Ο λόγος που επέβαλε την έκδοση του εντάλματος έγκειτο στον κίνδυνο διαφυγής του κατηγορουμένου. Ο ανακριτής του Amtsgericht Bamberg (πταισματοδικείου Bamberg) έκρινε ότι υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις περί της τελέσεως του αδικήματος της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης σε συρροή με το αδίκημα της απάτης κατ’ επάγγελμα και στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης βάσει των διατάξεων του άρθρου 129, παράγραφος 1 και παράγραφος 5, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του άρθρου 263, παράγραφος 1, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, σημείο 1, και παράγραφος 5, του άρθρου 25, παράγραφος 2, και του άρθρου 53 του StGB. Στις 11 Δεκεμβρίου 2020, βάσει του προεκδοθέντος εθνικού εντάλματος, το Amtsgericht Bamberg (πταισματοδικείο Bamberg) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

    12.

    Ο MR έχει καταδικαστεί σε προγενέστερο χρόνο σε στερητική της ελευθερίας ποινή τεσσάρων ετών για τις αξιόποινες πράξεις της διακεκριμένης απάτης κατ’ επάγγελμα και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με αμετάκλητη απόφαση εκδοθείσα από το Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείο Βιέννης, Αυστρία) την 1η Σεπτεμβρίου 2020. Ο MR έχει εκτίσει μέρος της τετραετούς στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση. Για το υπόλοιπο της ποινής του χορηγήθηκε υπό όρο απόλυση με ισχύ από τις 29 Ιανουαρίου 2021.

    13.

    Ωστόσο, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, με διάταξη εκδοθείσα από το Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείο Βιέννης) στις 29 Ιανουαρίου 2021, ο MR τέθηκε υπό κράτηση στην Αυστρία δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε ο ανακριτής του Amtsgericht Bamberg (πταισματοδικείου Bamberg). Ο MR κρατείτο μέχρι τις 18 Μαΐου 2021. Έκτοτε, ο MR τελεί υπό κράτηση ενόψει απελάσεως (στο Ισραήλ). Σύμφωνα με ανεπίσημες πληροφορίες, κατά πάσα πιθανότητα έχει ήδη μεταβεί στο Ισραήλ.

    14.

    Ο MR προσέφυγε κατά του εθνικού εντάλματος σύλληψης και κατά του –εκδοθέντος βάσει του εθνικού– ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Με διάταξη της 8ης Μαρτίου 2021, το Landgericht Bamberg (πλημμελειοδικείο Bamberg, Γερμανία) απέρριψε ως αβάσιμες τις ως άνω προσφυγές. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον MR από το Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείο Βιέννης) αφορούσε μόνον τις απάτες που τέλεσε εις βάρος των παθόντων στην Αυστρία. Πλην όμως, ο MR διωκόταν κατά τον χρόνο εκείνο για τις απάτες που είχε τελέσει εις βάρος των παθόντων στη Γερμανία. Εφόσον τα πρόσωπα των παθόντων στις ως άνω διαδικασίες ήταν διαφορετικά, δεν επρόκειτο για την ίδια αξιόποινη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ και του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Επικουρικώς, το Landgericht Bamberg (πλημμελειοδικείο Bamberg) παρέπεμψε στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, ο MR διωκόταν για αξιόποινη πράξη βάσει του άρθρου 129 του StGB και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει διατυπώσει επιφύλαξη ως προς την εν λόγω διάταξη κατά τον χρόνο κύρωσης της ΣΕΣΣ.

    15.

    Ο MR προσέφυγε εν συνεχεία κατά της ως άνω διατάξεως του Landgericht Bamberg (πλημμελειοδικείου Bamberg). Η εν λόγω προσφυγή εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο υπέβαλε την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να μπορέσει να αποφανθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    16.

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν υφίσταται κώλυμα για τη δίωξή του βάσει του δικαίου της Ένωσης. Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα έπρεπε να ακυρωθεί το εθνικό ένταλμα σύλληψης και, ως εκ τούτου, θα στερείτο νομικής βάσης και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

    17.

    Η ύπαρξη κωλύματος για τη δίωξη εξαρτάται από το κατά πόσον το γερμανικό εθνικό και το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκαν προκειμένου ο MR να διωχθεί για πράξη για την οποία έχει ήδη διωχθεί και καταδικαστεί από τις αυστριακές αρχές.

    18.

    Τούτο εξαρτάται με τη σειρά του από τα πραγματικά περιστατικά επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκε το γερμανικό εθνικό ένταλμα σύλληψης και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση του Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείου Βιέννης).

    19.

    Βάσει του εθνικού εντάλματος σύλληψης, ο MR κατηγορείται ότι, από κοινού με άλλους συνεργούς, συνέστησε και διατηρούσε ένα δίκτυο επιχειρήσεων με αντικείμενο τις λεγόμενες διαδικτυακές συναλλαγές («cybertrading»), του οποίου οι φερόμενοι εκπρόσωποι («υπεύθυνοι πωλήσεων» και «υπεύθυνοι εξυπηρέτησης») που ήταν επιφορτισμένοι με την προσέλκυση και την εξυπηρέτηση πελατών –κατ’ εφαρμογήν του σχεδίου δράσης– κάνοντας χρήση τηλεφωνικών κέντρων κλήσεων που ήταν εγκατεστημένα στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων χωρών και στη Βουλγαρία, έρχονταν σε επαφή με καλόπιστους υποψήφιους επενδυτές (πελάτες) σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Αυστρία, και τους πρότειναν χρηματικές επενδύσεις υποσχόμενοι υψηλή κερδοφορία. Με τον τρόπο αυτόν, οι εκπρόσωποι του δικτύου προέτρεπαν τους επενδυτές σε καταβολές χρημάτων τα οποία εισέπρατταν απευθείας και παρακρατούσαν ως προϊόν υπεξαίρεσης. Στη συνέχεια, μέσω εξειδικευμένου λογισμικού παραπλανούσαν τους επενδυτές και τους δημιουργούσαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για επενδυτική απώλεια. Τα κέρδη από τα υπεξαιρεθέντα ποσά –αφαιρουμένων των δαπανών για τον εξοπλισμό και το προσωπικό των τηλεφωνικών κέντρων κλήσεων (όπως αμοιβές των εκπροσώπων του δικτύου)– διοχετεύονταν στον κατηγορούμενο και στους συνεργούς του, μέσω διαδοχικών καταθέσεων σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς που λειτουργούσαν ως μέσο για την απόκρυψη του προορισμού των χρηματικών ροών. Ο ρόλος του MR συνίστατο στο ότι ο ίδιος και οι συνεργοί του οργάνωσαν την επιχείρηση η ύπαρξη της οποίας ήταν απαραίτητη για να είναι σε θέση οι εκπρόσωποι του δικτύου να τελέσουν τις επιμέρους πράξεις απάτης εις βάρος των εκάστοτε παθόντων. Επομένως, ο MR άσκησε μόνο διευθυντικά καθήκοντα, ενώ οι εκπρόσωποι του δικτύου που απασχολούνταν στα τηλεφωνικά κέντρα κλήσεων, οι οποίοι κατανέμονταν σε ομάδες ανάλογα με τη μητρική γλώσσα των υποψήφιων θυμάτων (για τη Γερμανία και την Αυστρία στο λεγόμενο «γερμανικό τμήμα»), καθοδηγούνταν από τους διευθυντές των τμημάτων. Κατά τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι πράξεις που αποδίδονται στον MR είναι οι ίδιες με εκείνες στις οποίες στηρίχθηκε τόσο το γερμανικό εθνικό ένταλμα σύλληψης όσο και η καταδικαστική απόφαση του Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείου Βιέννης).

    20.

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, δεν υφίσταται κώλυμα για τη δίωξη. Διευκρινίζει επίσης ότι δεν συμμερίζεται την εκτίμηση του Landgericht Bamberg (πλημμελειοδικείου Bamberg), κατά την οποία αυτομάτως αποκλείεται η ταύτιση των αξιόποινων πράξεων λόγω της διαφορετικής ταυτότητας των παθόντων (το γερμανικό ένταλμα σύλληψης αφορά περιουσιακές ζημίες που επήλθαν στη Γερμανία εις βάρος Γερμανών παθόντων, ενώ η απόφαση του Landesgericht Wien (πλημμελειοδικείου Βιέννης) αφορά περιουσιακές ζημίες που επήλθαν στην Αυστρία εις βάρος Αυστριακών παθόντων). Επιπλέον, σε αντίθεση με το Landgericht Bamberg (πλημμελειοδικείο Bamberg), το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον υφίσταται κώλυμα για την ποινική δίωξη βάσει του δικαίου της Ένωσης.

    21.

    Δεδομένου ότι βάσει του εθνικού δικαίου δεν υφίσταται κώλυμα για τη δίωξη, το μοναδικό κρίσιμο ζήτημα που τίθεται είναι εάν υφίσταται δικονομικό κώλυμα λόγω της προβλεπόμενης στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και στο άρθρο 50 του Χάρτη αρχής ne bis in idem. Σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιο κώλυμα, θα πρέπει περαιτέρω να αποσαφηνιστεί κατά πόσον χωρεί, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμογή του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο δεν θα έχει εφαρμογή εφόσον παραμένουν σε ισχύ το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ και η συναφής δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά την κύρωση της ΣΕΣΣ.

    22.

    Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η δήλωση στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά την κύρωση της ΣΕΣΣ όσον αφορά το άρθρο 129 του StGB συνάδει με το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ στο πλαίσιο αυτό (ήτοι όταν η εγκληματική δραστηριότητα της οργάνωσης περιορίζεται αποκλειστικά σε εγκλήματα κατά της περιουσίας και δεν επιδιώκει περαιτέρω σκοπούς πολιτικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς ή κοσμοθεωρητικούς).

    23.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Bamberg (εφετείο Bamberg, Γερμανία), με διάταξη της 4ης Ιουνίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιουνίου 2021, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «(1)

    Συνάδει με το άρθρο 50 του [Χάρτη] και παραμένει εφαρμοστέο το άρθρο 55 της [ΣΕΣΣ], καθόσον επιτρέπει εξαίρεση από την απαγόρευση της σώρευσης διώξεων, δυνάμει της οποίας ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά τον χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της ΣΕΣΣ, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους;

    (2)

    Σε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι καταφατική:

    Αντιβαίνει στα άρθρα 54 και 55 ΣΕΣΣ καθώς και στα άρθρα 50 και 52 του Χάρτη ο τρόπος με τον οποίο τα γερμανικά δικαστήρια ερμηνεύουν τη δήλωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ως προς το άρθρο 129 του [StGB] κατά τον χρόνο κύρωσης της ΣΕΣΣ […], βάσει του οποίου στην εν λόγω δήλωση εμπίπτουν ακόμη και εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες –όπως και αυτή της υπό κρίση υπόθεσης– αναπτύσσουν εγκληματική δραστηριότητα που στρέφεται αποκλειστικά κατά της περιουσίας και δεν επιδιώκουν περαιτέρω σκοπούς πολιτικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς ή κοσμοθεωρητικούς, ούτε αποβλέπουν στην απόκτηση επιρροής με αθέμιτα μέσα στην πολιτική, την ενημέρωση, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη ή την οικονομία;»

    24.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν o MR, η Αυστριακή, η Γαλλική και η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Ιουλίου 2022, οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία, καθώς και η Generalstaatsanwaltschaft Bamberg (εισαγγελία Bamberg), ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

    IV. Ανάλυση

    Α. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    25.

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν δήλωση η οποία πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ συνάδει με το άρθρο 50 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

    26.

    Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα προϋποθέτει μια συνοπτική ταξινόμηση και κατηγοριοποίηση του άρθρου 54 και του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ εντός του νομικού πλαισίου της Ένωσης.

    1.   Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ

    27.

    Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ καθιερώνει την αρχή ne bis in idem στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, ορίζοντας ότι όποιος καταδικάσθηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος ( 9 ) δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.

    28.

    Η αρχή ne bis in idem συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, που ενυπάρχει σε κάθε έννομη τάξη θεμελιούμενη στο κράτος δικαίου. Από τη σύλληψη της εν λόγω αρχής, η χρησιμότητά της έγκειται στην προστασία του ατόμου από την αυθαιρεσία του να δικάζεται το ίδιο άτομο περισσότερες φορές για την ίδια πράξη υπό διαφορετικούς χαρακτηρισμούς ( 10 ). Στο πλαίσιο χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης που χαρακτηρίζεται από την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων, η εν λόγω αρχή ανταποκρίνεται στον «περαιτέρω σκοπό» ( 11 ) της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας. Υπό μια ευρύτερη έννοια, η ίδια αρχή εμπίπτει επίσης στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών: εάν οι αρχές του κράτους μέλους Α έχουν καταδικάσει ή αθωώσει ένα πρόσωπο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, οι αρχές του κράτους μέλους Β θα πρέπει να εμπιστεύονται την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας και δεν θα πρέπει να δύνανται πλέον να ασκήσουν δίωξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως συνηθίζεται και σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης, η αρχή της εδαφικότητας που είναι σύμφυτη με κάθε εθνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης περιορίζεται από τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    29.

    Κατά συνέπεια, την πρώτη φορά που ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση αφορώσα την αρχή ne bis in idem στο πλαίσιο της ΣΕΣΣ –η οποία ήταν μάλιστα η πρώτη περίπτωση όπου τέθηκε ζήτημα ερμηνείας της ΣΕΣΣ ( 12 )– το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή ne bis in idem, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην, είτε εφαρμόζεται σε διαδικασίες με τις οποίες εξαλείφεται η δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης και στις οποίες ενδέχεται να μετέχει δικαστήριο είτε σε δικαστικές αποφάσεις, ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης που εφαρμόζονται στα άλλα κράτη και ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται την εφαρμογή του ποινικού δικαίου που ισχύει στα άλλα κράτη μέλη, έστω και αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας του οδηγούσε σε διαφορετική λύση ( 13 ).

    30.

    Όσον αφορά τη συμβατότητα του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ με τον Χάρτη, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Spasic ( 14 ), ότι, μολονότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι διάταξη όπως το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ σέβεται το βασικό περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη ( 15 ), το ζήτημα αν ο περιορισμός που συνεπάγεται η σχετική με την έκτιση προϋπόθεση την οποία προβλέπει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ έχει ή όχι δυσανάλογο χαρακτήρα πρέπει να εκτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εν λόγω περιορισμός είναι αναλογικός ( 16 ).

    31.

    Στο ίδιο πνεύμα, οι μη δεσμευτικές αλλά χρήσιμες ( 17 ) Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, και δη σχετικά με το άρθρο 50 αυτού, συγκαταλέγουν ρητώς το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ μεταξύ των διατάξεων που καλύπτονται από την οριζόντια διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 18 ).

    2.   Το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ – δηλώσεις εξαίρεσης από την αρχή ne bis in idem

    α)   Γενικές παρατηρήσεις

    32.

    Το άρθρο 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ προβλέπει σειρά εξαιρέσεων από την αρχή ne bis in idem, παρέχοντας στα συμβαλλόμενα μέρη τη δυνατότητα να δηλώσουν ότι δεν θα δεσμεύονται από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί, κατά τον χρόνο της κυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως της ΣΕΣΣ, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του, στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξαίρεση αυτή δεν εφαρμόζεται, εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους, όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση· (β) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά της ασφαλείας του κράτους ή εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών συμφερόντων αυτού του συμβαλλομένου μέρους και (γ) όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είχε λάβει υπόψη η αλλοδαπή δικαστική απόφαση διεπράχθησαν από δημόσιο υπάλληλο αυτού του συμβαλλόμενου μέρους κατά παράβαση των καθηκόντων της θέσεώς του.

    33.

    Κατά το άρθρο 139, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, τα έγγραφα επικυρώσεως, εγκρίσεως ή αποδοχής κατατίθενται στην κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, η οποία γνωστοποιεί την κατάθεση αυτή σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.

    34.

    Από την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στην έννομη τάξη της Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η ΣΕΣΣ συνιστά πράξη του δικαίου της Ένωσης.

    35.

    Προκαταρκτικώς, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά τη νομική φύση τους, τέτοιες δηλώσεις δεν πρέπει να νοούνται ως «επιφυλάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών ( 19 ). Τούτο προκύπτει όχι μόνον από το γεγονός ότι, από την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στην έννομη τάξη της Ένωσης, η ΣΕΣΣ θεωρείται πράξη της Ένωσης η οποία, εξ ορισμού, δεν αφήνει περιθώριο για καμία «επιφύλαξη» βάσει της Συμβάσεως της Βιέννης, αλλά και από το άρθρο 137 της ΣΕΣΣ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα διατυπώσεως «επιφυλάξεων» μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 60 της ΣΕΣΣ ( 20 ). Κατά συνέπεια, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος «δήλωση» και όχι ο όρος «επιφύλαξη» ( 21 ). Μια τέτοια δήλωση θα πρέπει να αναλύεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος επικλήσεως του δημοσίου διεθνούς δικαίου.

    β)   Συμβατότητα με το άρθρο 50 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη

    36.

    Τίθεται, επομένως, συγκεκριμένα το ερώτημα –ως προς το οποίο ζητεί διευκρινίσεις το αιτούν δικαστήριο– αν δήλωση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ συνάδει με τον Χάρτη, ειδικότερα δε με το άρθρο 50 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού. Μια τέτοια εξαίρεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ( 22 ), όπως ρητώς προβλέπει η ΣΕΣΣ, που αποτελεί (πλέον) πράξη του δικαίου της Ένωσης και παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να περιορίζουν θεμελιώδες δικαίωμα, επιβάλλοντάς τους την υποχρέωση γνωστοποιήσεως ενός τέτοιου περιορισμού.

    37.

    Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος της συμβατότητας των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ με τους κανόνες υπέρτερης ισχύος. Με την απόφαση Kossowski ( 23 ), το Δικαστήριο αρνήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ΣΕΣΣ, ήτοι δηλώσεις περί του ότι κράτος μέλος δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του ( 24 ), εξακολουθούν να ισχύουν μετά την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στην έννομη τάξη της Ένωσης, δεδομένου ότι, στην ως άνω υπόθεση, παρήλκε η εξέταση του εν λόγω ζητήματος, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που έδωσε το Δικαστήριο σε άλλο ερώτημα. Ωστόσο, κατόπιν εμπεριστατωμένης αναλύσεως, ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot έκρινε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της ΣΕΣΣ επιφύλαξη «δεν σέβεται το βασικό περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή καθιερώνεται με το άρθρο 50 του Χάρτη» ( 25 ). Θα επανέλθω στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot κατωτέρω ( 26 ).

    38.

    Εξαιρέσεις από την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη είναι καταρχήν δυνατές, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 27 ). Επομένως, όπως και στην περίπτωση της προπαρατεθείσας απόφασης Spasic, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ εξαίρεση πληροί το κριτήριο του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

    39.

    Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

    1) Περιορισμός

    40.

    Δήλωση η οποία πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ συνιστά αναμφίβολα περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος που απορρέει από την αρχή ne bis in idem, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί ακριβώς στον περιορισμό του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

    2) Που να προβλέπεται από τον νόμο

    41.

    Δεδομένου ότι η δυνατότητα υποβολής δηλώσεων και, ως εκ τούτου, επιβολής περιορισμών όσον αφορά την αρχή ne bis in idem προβλέπεται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ, το οποίο εξετάζεται στην υπό κρίση υπόθεση, θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να υποτεθεί ότι προβλέπεται από τον νόμο, όπως επιτάσσει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

    42.

    Ωστόσο, φρονώ ότι το ως άνω νομικό ζήτημα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Πράγματι, το αν εξακολουθεί να εφαρμόζεται το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ συνδέεται άρρηκτα με το αν έχουν εφαρμογή οι θεμελιούμενες σε αυτό δηλώσεις. Με άλλα λόγια, εφόσον δεν είναι δυνατή η επίκληση δηλώσεως, δεν θα έχει πλέον εφαρμογή συνολικά ο μηχανισμός που καθιερώνει το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

    43.

    Όπως ορθώς επισημαίνει η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, προκειμένου να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο της προβλέψεως από τον νόμο, ο εν λόγω νόμος πρέπει, αφενός μεν, να είναι επαρκώς προσβάσιμος, όπερ συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει στη διάθεσή του επαρκείς ενδείξεις ότι ο εν λόγω νόμος είναι πρόσφορος υπό τις περιστάσεις του νομικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στην εκάστοτε περίπτωση και να είναι σε θέση να προβλέψει τις ενδεχόμενες συνέπειες συγκεκριμένης πράξεως, αφετέρου δε, να είναι διατυπωμένος με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα ρύθμισης της συμπεριφοράς του αναλόγως ( 28 ).

    44.

    Το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ φαίνεται, a priori, να πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια: είναι διατυπωμένο με σαφήνεια και επιτρέπει σε κάθε πρόσωπο να αντιλαμβάνεται ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν εξαιρέσεις από την αρχή ne bis in idem προκειμένου να διαφυλάξουν την εθνική τους ασφάλεια ή άλλα εξίσου ουσιαστικά τους συμφέροντα. Εντούτοις, δικαστήρια ορισμένων κρατών μελών (Ιταλία ( 29 ) και Ελλάδα ( 30 )) φαίνεται να διατηρούν αμφιβολίες όσον αφορά το κύρος των δηλώσεων στις οποίες έχουν προβεί τα οικεία κράτη μέλη βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ. Εν προκειμένω, η συλλογιστική είναι ότι οι δηλώσεις δεν είναι πλέον έγκυρες, διότι έχει εκλείψει ο λόγος εφαρμογής του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

    45.

    Όσον αφορά τις δηλώσεις των κρατών μελών που στηρίζονται στην ως άνω διάταξη, φαίνεται να προκύπτει, περαιτέρω, η εξής κατάσταση.

    46.

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την ενσωμάτωση της ΣΕΣΣ στην έννομη τάξη της Ένωσης δυσχερώς μπορεί να γίνει αντιληπτό το πώς θα μπορούσε να παραμείνει σε ισχύ το άρθρο 139 της ΣΕΣΣ, κατά το οποίο τα έγγραφα επικυρώσεως, εγκρίσεως ή αποδοχής κατατίθενται στην κυβέρνηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, η οποία γνωστοποιεί την κατάθεση αυτή σε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Η δημοσίευση των εξαιρέσεων από θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στον Χάρτη, σε περίπτωση κατά την οποία η δυνατότητα παρεκκλίσεως προβλέπεται από πράξη του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να εναπόκειται στην κυβέρνηση του εκάστοτε κράτους μέλους, αλλά πρέπει να συντελείται στο επίπεδο της Ένωσης, κατά προτίμηση στην Επίσημη Εφημερίδα. Πράγματι, το γεγονός ότι οι δηλώσεις δεν δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση (είτε στην Επίσημη Εφημερίδα είτε αλλού) καθιστά δυσχερή τον ακριβή προσδιορισμό των συμβαλλομένων μερών που προέβησαν σε τέτοιες δηλώσεις.

    47.

    Συντρέχει απόλυτη έλλειψη προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας όσον αφορά την ύπαρξη και, ενδεχομένως, τη δημοσίευση των εξαιρέσεων που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη, παρά τα όσα επιτάσσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι σαφές, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους φορείς των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αν εξακολουθεί να έχει εφαρμογή το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

    48.

    Μπορεί να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια ότι οκτώ κράτη μέλη ( 31 ) (τότε «συμβαλλόμενα μέρη») (Δανία, Γερμανία, Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Φινλανδία και Σουηδία) προέβησαν σε δηλώσεις δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ πριν από την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 32 ). Ωστόσο, η γαλλική δήλωση ουδέποτε περιήλθε στον θεματοφύλακα (τη Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση) ( 33 ). Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Ιταλία προέβη σε γνωστοποίηση προς τον θεματοφύλακα. Εξάλλου, κανένα κράτος μέλος δεν φαίνεται να προέβη σε δήλωση σε χρόνο μεταγενέστερο της ενσωμάτωσης του κεκτημένου Σένγκεν στην έννομη τάξη της Ένωσης ( 34 ). Οι Συνθήκες Προσχωρήσεως του 2003, του 2005 και του 2012 προέβλεψαν ότι οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου (αριθ. 19), καθώς και οι πράξεις που βασίζονται σε αυτό ή συνδέονται με αυτό, δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά από την ημερομηνία προσχωρήσεως ( 35 ). Εντούτοις, δεν περιέχουν καμία αναφορά στη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε δηλώσεις, στη σχετική προθεσμία ή στην υποχρέωση καταθέσεώς τους στον θεματοφύλακα ή δημοσιεύσεως. Η ως άνω κατάσταση προκαλεί έντονη ανασφάλεια.

    49.

    Δεδομένου ότι καμία από τις δηλώσεις δεν δημοσιεύθηκε στο επίπεδο της Ένωσης, αδυνατώ να αντιληφθώ πώς πληρούται η απαίτηση της προσβασιμότητας. Δεν είναι εύλογο να αναμένεται από τα άτομα τα οποία δυνητικά αφορούν οι εν λόγω δηλώσεις να ενημερώνονται για τις εκάστοτε εξελίξεις σε κάθε εθνική έννομη τάξη, όπως άφησε να εννοηθεί η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    50.

    Στο προπεριγραφέν πλαίσιο, κατά τη γνώμη μου, είναι εξαιρετικά δυσχερές να θεωρηθεί ότι οι δηλώσεις των οκτώ κρατών μελών εξακολουθούν να είναι νομικά δεσμευτικές. Η όλη κατάσταση φαίνεται υπερβολικά ασαφής και συγκεχυμένη ώστε να παρέχει επαρκώς ασφάλεια όσον αφορά τη νομική βάση του περιορισμού ( 36 ).

    51.

    Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι οι δηλώσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ δεν συνάδουν με την απαίτηση του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ήτοι ότι ο περιορισμός πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο. Δεδομένου ότι, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω, οι εν λόγω δηλώσεις συνδέονται άρρηκτα με το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ, ο μηχανισμός της διατάξεως αυτής θίγεται στο σύνολό του και δεν δύναται πλέον να εφαρμοστεί από τα εθνικά δικαστήρια.

    3) Το βασικό περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem

    52.

    Όσον αφορά το κατά πόσον το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, «σέβεται το βασικό περιεχόμενο» του θεμελιώδους δικαιώματος που απορρέει από την αρχή ne bis in idem, υπογραμμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την προϋπόθεση εκτίσεως που προβλέπει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ότι η εν λόγω προϋπόθεση «δεν αναιρεί την αρχή ne bis in idem αυτή καθαυτήν» ( 37 ). Ωστόσο, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ εξαίρεση, όπως και οι λοιπές εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, θέτει πράγματι υπό αμφισβήτηση την αρχή αυτή καθεαυτήν, δεδομένου ότι ένα κράτος μέλος δύναται να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται καθόλου από την εν λόγω αρχή, σε ορισμένες περιπτώσεις. Όπως υποστηρίζει ο MR με τις γραπτές παρατηρήσεις του, εν αντιθέσει με την προβλεπόμενη στο άρθρο 54 ΣΕΣΣ προϋπόθεση εκτίσεως, η οποία αποσκοπεί στην πρόληψη της φυγοποινίας, η εξαίρεση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ καθιστά δυνατή την εκ νέου άσκηση δίωξης, επιβολή καταδίκης και εκτέλεση ποινής παρά την ύπαρξη αμετάκλητης καταδίκης και την έκτιση της σχετικής ποινής. Τούτο προσκρούει ευθέως στον ίδιο τον σκοπό της αρχής ne bis in idem ( 38 ).

    53.

    Περαιτέρω, παραπέμπω στον γενικό εισαγγελέα Υ. Bot ο οποίος υπογράμμισε, συναφώς, την ιδιαίτερη σημασία που έχει ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ως η συμπληρωματική διάσταση της εσωτερικής αγοράς, που καθορίζει «ένα νομικό πλαίσιο που περιλαμβάνει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης» ( 39 ), συμβάλλοντας τοιουτοτρόπως στην πρόσδοση μιας «συγκεκριμένης διαστάσεως» στην έννοια της ιθαγένειας της Ένωσης ( 40 ). Υπογράμμισε επίσης τη θεμελιώδη σημασία της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως (και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης) σε σχέση με την αρχή ne bis in idem ( 41 ). Υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ επιτρέπει ήδη να λαμβάνεται υπόψη ένα ευρύ φάσμα ποινικών αδικημάτων· η πρόσθετη εφαρμογή της προϋπόθεσης της εδαφικότητας δεν θα ελάμβανε επαρκώς υπόψη την αρχή ne bis in idem.

    54.

    Πρέπει να ομολογήσω ότι όχι μόνο συμμερίζομαι την ως άνω συλλογιστική, αλλά περαιτέρω φρονώ ότι μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται τόσο στο στοιχείο αʹ όσο και στο στοιχείο βʹ του άρθρου 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ αφορούν την αρχή της εδαφικότητας η οποία διαπνέει το ποινικό δίκαιο: αν, στην περίπτωση του στοιχείου αʹ, το κράτος επιδιώκει να διατηρήσει την ποινική δικαιοδοσία σε περίπτωση τελέσεως πράξεως στο έδαφός του, στην περίπτωση του στοιχείου βʹ το ενδιαφερόμενο κράτος επιδιώκει να διατηρήσει την ποινική δικαιοδοσία όσον αφορά αδικήματα κατά της εθνικής του ασφάλειας και εναντίον άλλων εξίσου ουσιαστικών του συμφερόντων. Κατά συνέπεια, η συλλογιστική που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στην υπόθεση Kossowski εφαρμόζεται mutatis mutandis στην υπό κρίση υπόθεση.

    55.

    Ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη από τη θέσπιση της ΣΕΣΣ. Ειδικότερα, με την προοδευτική ανάπτυξη των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνωρίσεως καθώς και με την έναρξη ισχύος του Χάρτη, φρονώ ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ εξαιρέσεις έχουν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου. Θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης υπήρξε καθοριστική στο πλαίσιο της απόφασης του Δικαστηρίου ότι το σχέδιο συμφωνίας προσχωρήσεως στην ΕΣΔΑ δεν ήταν συμβατό με τις Συνθήκες ( 42 ). Στο πλαίσιο αυτό, δυσχερώς μπορεί να δικαιολογηθεί η διατήρηση εξαιρέσεων όπως η επίμαχη, η οποία προσκρούει προδήλως στην εν λόγω αρχή ( 43 ).

    4) Συμπέρασμα

    56.

    Για όλους τους προεκτεθέντες λόγους, φρονώ ότι οι δηλώσεις δεν ισχύουν πλέον. Αφενός, δεν προβλέπονται από τον νόμο και, αφετέρου, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ δεν σέβεται το βασικό περιεχόμενο της αρχής ne bis in idem. Οι εν λόγω δηλώσεις θα πρέπει να καταργηθούν.

    57.

    Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι οι δηλώσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ δεν συνάδουν με το άρθρο 50 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Οι διατάξεις των ως άνω δηλώσεων δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας.

    Β. Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    58.

    Κατόπιν της αναλύσεώς μου επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση που ακολουθεί γίνεται για λόγους πληρότητας της αναλύσεως και για την περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα όσον αφορά το πρώτο ερώτημα.

    59.

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν αντιβαίνει στα άρθρα 54 και 55 της ΣΕΣΣ καθώς και στα άρθρα 50 και 52 του Χάρτη ερμηνεία κατά την οποία στην πραγματοποιηθείσα βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ δήλωση εμπίπτουν ακόμη και εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες αναπτύσσουν εγκληματική δραστηριότητα που στρέφεται αποκλειστικά κατά της περιουσίας και δεν επιδιώκουν περαιτέρω σκοπούς πολιτικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς ή κοσμοθεωρητικούς, ούτε αποβλέπουν στην απόκτηση επιρροής με αθέμιτα μέσα στην πολιτική, την ενημέρωση, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη ή την οικονομία.

    60.

    Συναφώς, επισημαίνω ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο της «ασφαλείας του κράτους» [στην αγγλική απόδοση «national security», δηλαδή «εθνική ασφάλεια»] στο πλαίσιο του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ. Ο ίδιος όρος [«national security»] περιλαμβάνεται στην αγγλική απόδοση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι η Ένωση σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες των κρατών μελών, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει εν συνεχεία, ειδικότερα, ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους ( 44 ).

    61.

    Το Δικαστήριο, επιδεικνύοντας μεγάλη προσοχή, έχει διαχωρίσει τις σχετικές με την «ασφάλεια του κράτους» εξαιρέσεις από τις συνήθεις σχετικές με τη «δημόσια ασφάλεια» εξαιρέσεις, οι οποίες δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως (ordre public) και επικρατούν στον τομέα της εσωτερικής αγοράς ( 45 ). Έχει κρίνει ότι η εθνική ασφάλεια ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος, όπως είναι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες ( 46 ). Ο σκοπός της διαφυλάξεως της εθνικής ασφάλειας υπερβαίνει τη σημασία των σκοπών της καταπολέμησης της εγκληματικότητας εν γένει, έστω και της σοβαρής, καθώς και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας. Απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας διακρίνονται, ως εκ της φύσεως και της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους, από τον γενικό κίνδυνο πρόκλησης εντάσεων ή έστω σοβαρών διαταράξεων της δημόσιας ασφάλειας. Επομένως, ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα σοβαρότερες από εκείνες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν οι άλλοι αυτοί σκοποί ( 47 ).

    62.

    Δυνάμει της γερμανικής δηλώσεως βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ, η Γερμανία δεν δεσμεύεται από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ όσον αφορά ορισμένα ποινικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων το προβλεπόμενο στο άρθρο 129 του StGB. Η εν λόγω διάταξη καθιστά τιμωρητέα τη συγκρότηση ή υποστήριξη οργανώσεως της οποίας οι στόχοι ή οι δραστηριότητες κατατείνουν στην τέλεση αδικημάτων. Κατόπιν της εκ μέρους της Γερμανίας μεταφοράς της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841 ( 48 ), ως «οργάνωση» ορίστηκε, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, «η εγκαθιδρυμένη επί ένα χρονικό διάστημα δομημένη ομάδα από περισσότερα από δύο πρόσωπα που επιδιώκει την εξυπηρέτηση ενός προεξέχοντος κοινού σκοπού, ανεξαρτήτως του αν τα μέλη της έχουν καθορισμένους ρόλους, αν εμφανίζει συνέχεια στη σύνθεσή της και αν έχει δομή ανεξάρτητη και πολυσύνθετη».

    63.

    Στη Γερμανία, τόσο στη νομολογία όσο και στη θεωρία ουδόλως αμφισβητείται ότι η εν λόγω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην προστασία της δημοσίας τάξεως (ordre public) ( 49 ), αφορά τον αφηρημένο κίνδυνο και την «ιδιαίτερη ποινική απαξία» ( 50 ) που είναι σύμφυτα με τη συγκρότηση εγκληματικής οργανώσεως. Συνεπεία αυτού, επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις σε στάδιο κατά το οποίο ορισμένα (άλλα) εγκλήματα βρίσκονται συνήθως στο στάδιο των προπαρασκευαστικών ενεργειών.

    64.

    Το άρθρο 129 του StGB απαγορεύει την εγκληματική δραστηριότητα πέραν του μάλλον περιορισμένου πεδίου της διαφυλάξεως της ασφαλείας του κράτους. Πράγματι, η εν λόγω διάταξη καταλαμβάνει την περίπτωση συγκρότησης οργανώσεως για την άσκηση κάθε άλλης εγκληματικής δραστηριότητας. Η υπό κρίση υπόθεση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο MR και οι συνεργοί του ανέπτυξαν εγκληματική δραστηριότητα που στρέφεται αποκλειστικά κατά της περιουσίας, κυρίως μέσω της τέλεσης απάτης. Δεν επιδιώχθηκε ούτε υλοποιήθηκε κανένας άλλος σκοπός. Στο πλαίσιο αυτό, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια της Γερμανίας. Η εξαπάτηση σημαντικού, έστω, αριθμού ατόμων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι «ταράζει τα θεμέλια» της έννομης τάξης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( 51 ).

    65.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι τα άρθρα 54 και 55 της ΣΕΣΣ καθώς και τα άρθρα 50 και 52 του Χάρτη αντιτίθενται σε ερμηνεία βάσει της οποίας στη δήλωση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ εμπίπτουν ακόμη και εγκληματικές οργανώσεις οι οποίες αναπτύσσουν εγκληματική δραστηριότητα που στρέφεται αποκλειστικά κατά της περιουσίας και δεν επιδιώκουν περαιτέρω σκοπούς πολιτικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς ή κοσμοθεωρητικούς, ούτε αποβλέπουν στην απόκτηση επιρροής με αθέμιτα μέσα στην πολιτική, την ενημέρωση, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη ή την οικονομία.

    V. Πρόταση

    66.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Oberlandesgericht Bamberg (εφετείου Bamberg, Γερμανία) ως εξής:

    Οι δηλώσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα δεν συνάδουν με το άρθρο 50 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι διατάξεις τις οποίες αφορούν οι ως άνω δηλώσεις δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).

    ( 3 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski (C-486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 55).

    ( 4 ) ΕΕ 1997, C 340, σ. 93.

    ( 5 ) ΕΕ 2010, C 83, σ. 290.

    ( 6 ) Το οποίο επαναλαμβάνει αυτολεξεί τους όρους του προσαρτημένου στη Συνθήκη του Άμστερνταμ πρωτοκόλλου.

    ( 7 ) ΕΕ 2008, L 300, σ. 42.

    ( 8 ) «Vorbehalt» στη γερμανική γλώσσα.

    ( 9 ) Το γεγονός ότι η ΣΕΣΣ χρησιμοποιεί την έννοια του «συμβαλλόμενου μέρους» αντί του «κράτους μέλους» οφείλεται στη διακυβερνητική της προέλευση.

    ( 10 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Kossowski (C-486/14, EU:C:2015:812, σημείο 36).

    ( 11 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Kossowski (C-486/14, EU:C:2015:812, σημείο 38).

    ( 12 ) Στην εν λόγω υπόθεση, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώθηκε στο πρώην άρθρο 35, παράγραφος 4, ΣΕΕ. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην υπόθεση Gözütok και Brügge (C-187/01 και C-385/01, EU:C:2002:516, σημείο 2).

    ( 13 ) Βλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Gözütok και Brügge (C-187/01 και C-385/01, EU:C:2003:87, σκέψη 33).

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2014 (C-129/14 PPU, EU:C:2014:586).

    ( 15 ) Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C-129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψη 59).

    ( 16 ) Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C-129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψεις 59 επ.).

    ( 17 ) Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, οι επεξηγήσεις καταρτίστηκαν με σκοπό να παράσχουν καθοδήγηση όσον αφορά την ερμηνεία του Χάρτη και πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τόσο από τα δικαστήρια της Ένωσης όσο και από τα δικαστήρια των κρατών μελών.

    ( 18 ) Βλ. Επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 50 – Δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, που περιλαμβάνεται στις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17): «Σύμφωνα με το άρθρο 50, ο κανόνας του δεδικασμένου δεν ισχύει μόνο εντός της δικαιοδοσίας ενός και του αυτού κράτους αλλά επίσης μεταξύ των δικαιοδοσιών διαφόρων κρατών μελών. Αυτό αντιστοιχεί στο κεκτημένο του δικαίου της Ένωσης· βλ. τα άρθρα 54 έως 58 της [ΣΕΣΣ] και την απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, [Gözütok και Brügge (C-187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87)], το άρθρο 7 της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και το άρθρο 10 της Σύμβασης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας. Οι πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω συμβάσεις επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον κανόνα του δεδικασμένου καλύπτονται από την οριζόντια διάταξη του άρθρου 52, παράγραφος 1, σχετικά με τους περιορισμούς. Όσον αφορά τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, δηλαδή την εφαρμογή της αρχής στο εσωτερικό του ιδίου κράτους μέλους, το διασφαλιζόμενο δικαίωμα έχει την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με το αντίστοιχο δικαίωμα της [Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)]».

    ( 19 ) Υπεγράφη στη Βιέννη στις 23 Μαΐου 1969 και τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιανουαρίου 1980 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331). Δυνάμει της διατάξεως αυτής, ο όρος «επιφύλαξη» σημαίνει μονομερή δήλωση, ανεξαρτήτως ονομασίας ή διατυπώσεως, που γίνεται από κράτος κατά την υπογραφή, την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση μιας συνθήκης ή κατά την προσχώρηση σε αυτήν, με την οποία το κράτος αποσκοπεί στον αποκλεισμό ή στην τροποποίηση των εννόμων αποτελεσμάτων ορισμένων διατάξεων της συνθήκης κατά την εφαρμογή τους στο κράτος αυτό.

    ( 20 ) Δυνάμει του άρθρου 60 της ΣΕΣΣ, στις σχέσεις μεταξύ δύο συμβαλλομένων μερών, από τα οποία το ένα δεν είναι μέρος της ευρωπαϊκής σύμβασης εκδόσεως, της 13ης Σεπτεμβρίου 1957, εφαρμόζονται οι διατάξεις της τελευταίας, λαμβανομένων υπόψη των επιφυλάξεων και των δηλώσεων που κατατέθηκαν είτε κατά την επικύρωση της εν λόγω σύμβασης είτε –για τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν είναι μέρη της σύμβασης– κατά την επικύρωση, την κύρωση ή την εφαρμογή της εν λόγω σύμβασης.

    ( 21 ) Επισημαίνεται ότι η πράξη που εξέδωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ αναφέρεται σε «επιφύλαξη» (Vorbehalt) και όχι σε «δήλωση».

    ( 22 ) Βλ. άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

    ( 23 ) Βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016 (C-486/14, EU:C:2016:483).

    ( 24 ) Στην τελευταία αυτή περίπτωση (ήτοι όταν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη της η αλλοδαπή δικαστική απόφαση έλαβαν χώρα είτε εν όλω είτε εν μέρει στο έδαφός του), η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται εάν τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα εν μέρει στο έδαφος του συμβαλλομένου μέρους όπου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση.

    ( 25 ) Βλ. προτάσεις στην υπόθεση Kossowski (C-486/14, EU:C:2015:812, σημείο 68).

    ( 26 ) Βλ. σημείο 55 των παρουσών προτάσεων.

    ( 27 ) Συναφώς, δεν συμφωνώ με το επιχείρημα του MR ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη δεν υπόκειται σε περιορισμούς.

    ( 28 ) Πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 26ης Απριλίου 1979, The Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1979:0426JUD000653874, § 49), και της 29ης Μαρτίου 2010, Medvedyev κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:0329JUD000339403, § 93 επ.).

    ( 29 ) Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2011 (Walz, RG 12396/927), το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) κήρυξε την ιταλική δήλωση ανεφάρμοστη από το χρονικό σημείο ενσωματώσεως της ΣΕΣΣ στο δίκαιο της Ένωσης μέσω της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Το ως άνω δικαστήριο εκτιμά ότι, στο μέτρο που η εν λόγω ενσωμάτωση δεν αφορούσε τις δηλώσεις των κρατών μελών, οι δηλώσεις αυτές, ελλείψει ρητής ανανεώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν παράγουν πλέον αποτελέσματα. Υπογραμμίζει επίσης ότι, εντός της Ένωσης, όταν ο σκοπός είναι η ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η αρχή ne bis in idem πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευρύ, προκειμένου να αποτρέπεται η εκ νέου δίωξη προσώπου, το οποίο ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά στο έδαφος περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν επιτρέπονται πλέον παρεκκλίσεις από την αρχή ne bis in idem, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 55, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ.

    ( 30 ) Με την απόφαση 1/2011, της 9ης Ιουνίου 2011, το τακτικό ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (Ελλάδα) έκρινε ότι η δήλωση της Ελλάδας, όπως και οι δηλώσεις των λοιπών κρατών μελών, δεν ισχύει πλέον. Ο προβλεπόμενος από την ελληνική δήλωση περιορισμός δεν αποτελεί αναγκαίο περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ούτε ανταποκρίνεται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος: λαμβανομένης υπόψη της ταυτότητας των αξιών και του νομικού πολιτισμού των κρατών μελών, η άσκηση δίωξης και η επιβολή ποινικής κυρώσεως για το οικείο αδίκημα δεν είναι αναγκαίες και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σκοπός γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

    ( 31 ) Πέραν των αναφερθέντων κρατών μελών, σε δηλώσεις προέβησαν επίσης η Νορβηγία, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο.

    ( 32 ) Τούτο προκύπτει από τη συνδυαστική ανάγνωση των διαθέσιμων πηγών. Βλ. Gölly, S., ‘NE BIS IN IDEM’. Das unionsrechtliche Doppelverfolgungsverbot, Βιέννη, 2017, σ. 102 έως 151, ιδίως σ. 113· Schomburg, W., Wahl, T., σε Schomburg, W., Lagodny, O., Gleß, S., Hackner, T., Internationale Rechtshilfe in Strafsachen = Διεθνής συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, 6η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο 2020, SDÜ Art. 55, σημείο 1a· Commission staff working document - Annex to the Green Paper on conflicts of jurisdiction and the principle of ne bis in idem in criminal proceedings (Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει το έγγραφο «Πράσινο βιβλίο σχετικά με τις συγκρούσεις δικαιοδοσίας και την αρχή ne bis in idem στις ποινικές διαδικασίες») [COM(2005) 696 final], SEC(2005) 1767, Βρυξέλλες, 23 Δεκεμβρίου 2005, σ. 47· σημείωμα της Προεδρίας του Συμβουλίου προς την επιτροπή του άρθρου 36, με τίτλο «Δηλώσεις των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 55 της σύμβασης Σένγκεν», Βρυξέλλες, 1 Ιουνίου 2006, 10061/06 (COPEN 61, COMIX 514, σ. 2).

    ( 33 ) Τούτο επισημάνθηκε και από τη Γαλλία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

    ( 34 ) Το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου για την ενσωμάτωση του κεκτημένου Σένγκεν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ορίζει κατ’ ουσίαν ότι το κεκτημένο Σένγκεν πρέπει να γίνει πλήρως αποδεκτό από όλα τα υποψήφια για προσχώρηση κράτη.

    ( 35 ) Βλ., επί παραδείγματι, άρθρο 3 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33).

    ( 36 ) Επιπλέον, εάν θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να ισχύει η εξαίρεση του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ, θα οδηγούμασταν σε μια κατάσταση χειρότερη από την à la carte εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης: κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε, κατ’ ουσίαν, με στέρηση «προνομίων» εις βάρος όσων κρατών μελών προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε μεταγενέστερο στάδιο.

    ( 37 ) Βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C-129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψη 58).

    ( 38 ) Πρόκειται προφανώς για κατάσταση διαφορετική από εκείνη της αποφάσεως της 22ας Μαρτίου 2022, bpost (C-117/20, EU:C:2022:202, σκέψη 43), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα σώρευσης των διώξεων και των κυρώσεων σέβεται το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 50 του Χάρτη, σε περίπτωση που η εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει τη δίωξη και την επιβολή κυρώσεων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά λόγω της ίδιας παράβασης ή για την επιδίωξη του ίδιου σκοπού, αλλά προβλέπει μόνον τη δυνατότητα σώρευσης διώξεων και κυρώσεων βάσει διαφορετικών ρυθμίσεων.

    ( 39 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Kossowski (C-486/14, EU:C:2015:812, σημείο 44).

    ( 40 ) Όπ.π.

    ( 41 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Kossowski (C-486/14, EU:C:2015:812, σημείο 43).

    ( 42 ) Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψεις 168, 191 έως 194 και 258).

    ( 43 ) Στο ίδιο πνεύμα, στη νομική θεωρία έχει επισημανθεί επίσης ότι οι περιορισμοί που εισήγαγε το άρθρο 55 της ΣΕΣΣ στην αρχή ne bis in idem καταργήθηκαν συνεπεία της ανάπτυξης της ποινικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, λόγος για τον οποίο θα πρέπει να προκρίνεται η ελευθερία του ενδιαφερομένου και όχι η προβληθείσα από κράτος εξαίρεση. Βλ., συναφώς, Schomburg, W., Wahl, T., όπ.π., SDÜ Art. 55, σημείο 11, όπου αναφέρεται επίσης, εμφατικά και κάθετα, ότι η αμοιβαία αναγνώριση δεν είναι έννοια μονοδιάστατη, σκοπούσα την ικανοποίηση της libido puniendi των κρατών μελών, αλλά λειτουργεί και προς όφελος του ατόμου.

    ( 44 ) Σημειώνω παρεμπιπτόντως ότι, σε άλλες γλωσσικές αποδόσεις της ΣΕΣΣ, δεν υφίσταται τέτοια αντιστοιχία μεταξύ της ορολογίας του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ (στη γαλλική: sûreté de l’État· στη γερμανική: Sicherheit) και του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ (στη γαλλική: sécurité nationale· στη γερμανική: nationale Sicherheit). Εν πάση περιπτώσει, δεν προσδίδω κανονιστική βαρύτητα στις ως άνω επουσιώδεις σημασιολογικές αποκλίσεις.

    ( 45 ) Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο 36, το άρθρο 45, παράγραφος 3, το άρθρο 52 και το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ καθώς επίσης το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37).

    ( 46 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C-511/18, C-512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 135). Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2022, SpaceNet και Telekom Deutschland (C-793/19 και C-794/19, EU:C:2022:702, σκέψη 92).

    ( 47 ) Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C-511/18, C-512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 136).

    ( 48 ) Βλ. Vierundfünfzigstes Gesetz zur Änderung des Strafgesetzbuches Umsetzung des Rahmenbeschluses 2008/841/JI des Rates vom 24. Oktober 2008 zur Bekämpfung der organisierten Kriminalität (Πεντηκοστός τέταρτος νόμος περί τροποποιήσεως του ποινικού κώδικα – Μεταφορά της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος), νόμος της 17ης Ιουλίου 2017, Bundesgesetzblätter I, σ. 2440.

    ( 49 ) Βλ., για παράδειγμα, Heger, M., σε Lackner, Κ., Kühl, Κ., Heger, Μ., Strafgesetzbuch. Kommentar, 29η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2018, άρθρο 129, σημείο 1.

    ( 50 ) Βλ. Schäfer, J., Anstötz, S., σε Erb, V., Schäfer, J., Münchener Kommentar zum Strafgesetzbuch, Band 3, 4η έκδ., C.H. Beck, Μόναχο, 2021, άρθρο 129, σημείο 2.

    ( 51 ) Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι δραστηριότητες του MR επηρέασαν το γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά. Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε εμμέσως ότι απειλή που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος κράτους μέλους ισοδυναμεί με συμφέρον αντίστοιχο με εκείνο της ασφάλειας του κράτους σύμφωνα με το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ.

    Top