EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0311

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. M. Collins της 14ης Ιουλίου 2022.
CM κατά TimePartner Personalmanagement GmbH.
Αίτηση του Bundesarbeitsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Απασχόληση και κοινωνική πολιτική – Εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης – Οδηγία 2008/104/ΕΚ – Άρθρο 5 – Αρχή της ίσης μεταχείρισης – Ανάγκη διασφαλίσεως, σε περίπτωση παρέκκλισης από την αρχή αυτή, της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων – Συλλογική σύμβαση η οποία προβλέπει χαμηλότερες αποδοχές από τις καταβλητέες στο προσωπικό που προσλαμβάνεται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δικαστικός έλεγχος.
Υπόθεση C-311/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:581

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ANTHONY MICHAEL COLLINS

της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑311/21

CM

κατά

TimePartner Personalmanagement GmbH

[αίτηση του Bundesarbeitsgericht
(Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης – Οδηγία 2008/104/ΕΚ – Άρθρο 5 – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Ίση μεταχείριση όσον αφορά τις αποδοχές – Παρέκκλιση από τους κοινωνικούς εταίρους – Σεβασμός της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων – Συλλογική σύμβαση η οποία προβλέπει χαμηλότερες αποδοχές από τις καταβλητέες σε εργαζομένους που έχουν προσληφθεί από τον έμμεσο εργοδότη»

I. Εισαγωγή

1.

Υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται μια συλλογική σύμβαση που έχει συναφθεί από τους κοινωνικούς εταίρους να παρεκκλίνει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσωρινά απασχολουμένων; Το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) ζητεί από το Δικαστήριο να απαντήσει ειδικότερα σε δύο πτυχές του ως άνω ερωτήματος. Πρώτον, ποια είναι η σχέση μεταξύ της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ( 2 ) και της έννοιας της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων» την οποία πρέπει να σέβονται οι συλλογικές συμβάσεις δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Δεύτερον, κατά πόσον οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου προκειμένου να εξακριβωθεί αν σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων.

II. Σχετικές νομικές διατάξεις

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

2.

Στο προοίμιο της οδηγίας 2008/104 εκτίθενται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι σκοποί:

«(12)

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει, για τους προσωρινά απασχολούμενους, προστατευτικό πλαίσιο το οποίο δεν επιτρέπει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων.

[…]

(14)

Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης, οι οποίοι εφαρμόζονται στους προσωρινά απασχολούμενους πρέπει να είναι τουλάχιστον εκείνοι που θα ίσχυαν για τους εργαζόμενους αυτούς εάν είχαν προσληφθεί από τον έμμεσο εργοδότη για την ίδια θέση.

[…]

(16)

Για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς η πολυμορφία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν τους όρους εργασίας και απασχόλησης, αρκεί να τηρείται το γενικό επίπεδο προστασίας για τους προσωρινά απασχολούμενους.

(17)

Επίσης, σε ορισμένες περιστάσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν, βάσει συμφωνίας που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι σε εθνικό επίπεδο, να παρεκκλίνουν εντός ορίων από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, εφόσον παρέχεται ικανοποιητικό επίπεδο προστασίας.

[…]

(19)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων ούτε θα πρέπει να επηρεάζει τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως φερειπείν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας και πρακτικής, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το προβάδισμα της κοινοτικής νομοθεσίας.»

3.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους εργαζόμενους μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίοι τοποθετούνται σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους.»

4.

Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2008/104, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί:

«[…] στην εξασφάλιση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων και στη βελτίωση της ποιότητας της προσωρινής απασχόλησης, με την εξασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 5, στους προσωρινά απασχολούμενους και με την αναγνώριση των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης ως εργοδοτών, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχόλησης και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας.»

5.

Για τους σκοπούς της οδηγίας 2008/104, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, «βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης» είναι:

«[…] οι όροι εργασίας και απασχόλησης που ορίζονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις συλλογικές συμβάσεις ή/και άλλες δεσμευτικές γενικές διατάξεις που ισχύουν για τον έμμεσο εργοδότη και αφορούν:

i)

τη διάρκεια του χρόνου εργασίας, τις υπερωρίες, τα διαλείμματα, τις περιόδους ανάπαυσης, τη νυκτερινή εργασία, τις άδειες και τις αργίες·

ii)

τις αποδοχές.»

6.

Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/104, το οποίο επιγράφεται «Αρχή της ίσης μεταχείρισης»:

«1.   Οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση.

[…]

3.   Έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, τα κράτη μέλη μπορούν να τους παρέχουν, στο ενδεδειγμένο μέτρο και υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη, την εναλλακτική δυνατότητα να διατηρούν ή να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες θα σέβονται μεν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, παράλληλα όμως θα μπορούν να θεσπίζουν ρυθμίσεις όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολούμενων, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν από εκείνες της παραγράφου 1.

[…]»

7.

Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, το οποίο επιγράφεται «Στοιχειώδεις απαιτήσεις», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ευνοϊκότερες προς τους εργαζομένους ή να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν τη σύναψη από τους κοινωνικούς εταίρους συλλογικών συμβάσεων ευνοϊκότερων προς τους εργαζομένους.»

8.

Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 5 Δεκεμβρίου 2011 ή διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, οπότε τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.»

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

9.

Το άρθρο 9 του Arbeitnehmerüberlassungsgesetz της 3ης Φεβρουαρίου 1995 (νόμου περί διαθέσεως προσωρινώς απασχολουμένων, στο εξής: AÜG), όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017, όριζε τα εξής:

«Είναι άκυρες:

[…]

(2) Συμβάσεις που προβλέπουν, για την περίοδο κατά την οποία ο προσωρινά απασχολούμενος τίθεται στη διάθεση έμμεσου εργοδότη, όρους εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί αποδοχών, οι οποίοι είναι λιγότερο ευνοϊκοί σε σχέση με τους βασικούς όρους εργασίας που ισχύουν για συγκρίσιμο εργαζόμενο στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη· μια συλλογική σύμβαση μπορεί να επιτρέπει παρεκκλίσεις, στο μέτρο που δεν προβλέπει αποδοχές χαμηλότερες από το κατώτατο ωρομίσθιο που ορίζεται με κανονιστική πράξη δυνάμει του άρθρου 3a, παράγραφος 2· στο πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας συλλογικής συμβάσεως, εργοδότες και εργαζόμενοι που δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αυτή μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα εφαρμόζουν τις διατάξεις της· τυχόν παρέκκλιση προβλεπόμενη από συλλογική σύμβαση δεν ισχύει για τους προσωρινά απασχολουμένους οι οποίοι, κατά τους έξι τελευταίους μήνες πριν από την τοποθέτησή τους στον έμμεσο εργοδότη, έπαυσαν να έχουν σχέση εργασίας με τον εν λόγω εργοδότη ή με εργοδότη που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον έμμεσο εργοδότη κατά την έννοια του άρθρου 18 του Aktiengesetz (νόμου περί ανωνύμων εταιριών).»

10.

Το άρθρο 10, παράγραφος 4, του AÜG, όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017, όριζε τα εξής:

«Η εταιρία προσωρινής απασχόλησης οφείλει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο, για την περίοδο κατά την οποία αυτός τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη, τους βασικούς όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί αποδοχών, που ισχύουν για συγκρίσιμο εργαζόμενο στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη. Εάν η συλλογική σύμβαση που διέπει τη σχέση εργασίας προβλέπει παρεκκλίσεις (άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, και άρθρο 9, παράγραφος 2), η εταιρία προσωρινής απασχόλησης πρέπει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο τους όρους εργασίας που ισχύουν βάσει της εν λόγω συλλογικής συμβάσεως. Εάν η ισχύουσα συλλογική σύμβαση προβλέπει αποδοχές χαμηλότερες από το κατώτατο ωρομίσθιο που ορίζεται με κανονιστική πράξη δυνάμει του άρθρου 3a, παράγραφος 2, η εταιρία προσωρινής απασχόλησης οφείλει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο, για κάθε ώρα εργασίας, τις αποδοχές που οφείλονται σε συγκρίσιμο εργαζόμενο του έμμεσου εργοδότη για εργασία μίας ώρας. Σε περίπτωση ακυρότητας της συμβάσεως μεταξύ της εταιρίας προσωρινής απασχόλησης και του προσωρινά απασχολουμένου δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 2, η επιχείρηση προσωρινής απασχολήσεως προσωπικού πρέπει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο τους βασικούς όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί αποδοχών, που ισχύουν για συγκρίσιμο εργαζόμενο στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη.»

11.

Οι ως άνω διατάξεις τροποποιήθηκαν στη συνέχεια.

12.

Το άρθρο 8 του AÜG όπως ισχύει από 1ης Απριλίου 2017, το οποίο επιγράφεται «Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως», προβλέπει τα εξής:

«1)   Η εταιρία προσωρινής απασχόλησης υποχρεούται να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο, για την περίοδο κατά την οποία αυτός τίθεται στη διάθεση του έμμεσου εργοδότη, τους βασικούς όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί αποδοχών, που ισχύουν για συγκρίσιμο εργαζόμενο στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη (αρχή της ίσης μεταχειρίσεως). Αν ο προσωρινά απασχολούμενος λαμβάνει τις αποδοχές που οφείλονται δυνάμει συλλογικής συμβάσεως η οποία εφαρμόζεται σε συγκρίσιμο εργαζόμενο του έμμεσου εργοδότη ή, ελλείψει τέτοιας συμβάσεως, τις αποδοχές που οφείλονται δυνάμει συλλογικής συμβάσεως σε συγκρίσιμους εργαζομένους του οικείου τομέα εργασίας, τεκμαίρεται ότι ο προσωρινά απασχολούμενος τυγχάνει ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου. Αν στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη παρέχεται αμοιβή σε είδος, μπορεί να προβλεφθεί αντισταθμιστική πληρωμή σε ευρώ.

2)   Μια συλλογική σύμβαση μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον δεν προβλέπει αποδοχές χαμηλότερες από το κατώτατο ωρομίσθιο που ορίζεται με κανονιστική πράξη δυνάμει του άρθρου 3a, παράγραφος 2. Εάν η συλλογική σύμβαση προβλέπει παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η εταιρία προσωρινής απασχόλησης πρέπει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο τους όρους εργασίας που ισχύουν δυνάμει της συμβάσεως αυτής. Στο πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας συλλογικής συμβάσεως, εργοδότες και εργαζόμενοι που δεν δεσμεύονται από τη συλλογική σύμβαση μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα εφαρμόζουν τις διατάξεις της. Εάν η συλλογική σύμβαση προβλέπει αποδοχές χαμηλότερες από το κατώτατο ωρομίσθιο που ορίζεται με κανονιστική πράξη δυνάμει του άρθρου 3a, παράγραφος 2, η εταιρία προσωρινής απασχόλησης οφείλει να παρέχει στον προσωρινά απασχολούμενο, για κάθε ώρα εργασίας, τις αποδοχές που οφείλονται σε συγκρίσιμο εργαζόμενο στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη για μία ώρα εργασίας.

3)   Παρέκκλιση προβλεπόμενη από συλλογική σύμβαση κατά την έννοια του εδαφίου 2 δεν ισχύει για τους προσωρινά απασχολουμένους οι οποίοι, κατά τους έξι τελευταίους μήνες πριν από την τοποθέτησή τους στον έμμεσο εργοδότη, έπαυσαν να έχουν σχέση εργασίας με τον εν λόγω εργοδότη ή με εργοδότη που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον έμμεσο εργοδότη κατά την έννοια του άρθρου 18 του Aktiengesetz (νόμου περί ανωνύμων εταιριών).

4)   Μια συλλογική σύμβαση κατά την έννοια του εδαφίου 2 μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τις αποδοχές, για τους πρώτους εννέα μήνες της διαθέσεως εργαζομένου σε έμμεσο εργοδότη. Παρέκκλιση μεγαλύτερης διάρκειας βάσει συλλογικής συμβάσεως επιτρέπεται μόνον εάν:

1. το αργότερο 15 μήνες μετά την τοποθέτηση εργαζομένου σε έμμεσο εργοδότη, του καταβάλλονται τουλάχιστον οι αποδοχές που ορίζονται στη συλλογική σύμβαση ως ισοδύναμες με τις αποδοχές που οφείλονται δυνάμει συλλογικής συμβάσεως σε συγκρίσιμους εργαζομένους του οικείου τομέα εργασίας και

2. μετά από μια περίοδο προσαρμογής στις μεθόδους εργασίας μέγιστης διάρκειας έξι εβδομάδων, οι καταβαλλόμενες αποδοχές προσαρμόζονται σταδιακά στο επίπεδο των προαναφερόμενων αποδοχών.

Στο πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας συλλογικής συμβάσεως, εργοδότες και εργαζόμενοι που δεν δεσμεύονται από τη συλλογική σύμβαση μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα εφαρμόζουν τις διατάξεις της. Το χρονικό διάστημα διαθέσεως του εργαζομένου στον ίδιο έμμεσο εργοδότη βάσει προηγούμενων τοποθετήσεών του από την ίδια ή άλλη εταιρία προσωρινής απασχόλησης λαμβάνεται πλήρως υπόψη, αν το αντίστοιχο χρονικό διάστημα μεταξύ των διαδοχικών τοποθετήσεων δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

5)   Η εταιρία προσωρινής απασχόλησης υποχρεούται να καταβάλλει στον προσωρινά απασχολούμενο, για την περίοδο διαθέσεως του εργαζομένου [σε έμμεσο εργοδότη] και για τις περιόδους μη διαθέσεώς του, τουλάχιστον το κατώτατο ωρομίσθιο που ορίζεται με κανονιστική πράξη δυνάμει του άρθρου 3a, παράγραφος 2.»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

13.

Μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 2017, η TimePartner Personalmanagement GmbH (στο εξής: TimePartner), εταιρία προσωρινής απασχόλησης, προσέλαβε την CM ως προσωρινά απασχολούμενη βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, η CM τέθηκε στη διάθεση έμμεσου εργοδότη στον τομέα του λιανικού εμπορίου για την παροχή υπηρεσιών διεκπεραίωσης παραγγελιών.

14.

Βάσει των όρων συλλογικής συμβάσεως για τους εργαζομένους στον τομέα του λιανικού εμπορίου στη Βαυαρία (Γερμανία), οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονταν απευθείας από έμμεσο εργοδότη έπρεπε να λαμβάνουν μεικτό ωρομίσθιο ύψους 13,64 ευρώ. Εντούτοις, η συλλογική σύμβαση για τους προσωρινά απασχολουμένους που συνήφθη μεταξύ της Interessenverband Deutscher Zeitarbeitsunternehmen (γερμανικής ενώσεως εταιριών προσωρινής απασχόλησης), μέλος της οποίας είναι η TimePartner, και της Deutscher Gewerkschaftsbund (γερμανικής συνομοσπονδίας ενώσεων εργαζομένων), στην οποία μετέχει η Vereinte Dienstleistungsgewerkschaft (ένωση εργαζομένων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών), προέβλεπε παρεκκλίσεις, όσον αφορά τις αποδοχές, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 10 του AÜG (που ίσχυε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017) και στο άρθρο 8 του AÜG (που ίσχυε από 1ης Απριλίου 2017). Κατά συνέπεια, η CM, η οποία ήταν μέλος της ένωσης εργαζομένων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, λάμβανε μεικτό ωρομίσθιο ύψους 9,23 ευρώ.

15.

Η CM άσκησε αγωγή ενώπιον του Arbeitsgericht Würzburg (δικαστηρίου εργατικών διαφορών του Würzburg, Γερμανία) με αίτημα να της καταβληθεί αποζημίωση ύψους 1296,72 ευρώ λόγω της υφιστάμενης διαφοράς στις αποδοχές μεταξύ προσωρινά απασχολουμένων και συγκρίσιμων εργαζομένων οι οποίοι προσλαμβάνονταν απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη. Η CM ισχυρίστηκε ότι οι σχετικές διατάξεις του AÜG και της συλλογικής συμβάσεως για τους προσωρινά απασχολουμένους αντέβαιναν στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/104.

16.

Κατόπιν απορρίψεως της αγωγής της από το Arbeitsgericht Würzburg (δικαστήριο εργατικών διαφορών του Würzburg, Γερμανία), η CM άσκησε έφεση ενώπιον του Landesarbeitsgericht Nürnberg (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Νυρεμβέργης, Γερμανία), το οποίο απέρριψε την έφεσή της.

17.

Εν συνεχεία, η CM άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών). Προκειμένου να αποφανθεί επί της αναιρέσεως, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο πέντε προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πώς ορίζεται η έννοια της “γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων” στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/104] και, ειδικότερα, έχει η έννοια αυτή ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που προβλέπουν, κατά τρόπο δεσμευτικό, το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης ως προστασία για όλους τους εργαζομένους;

2)

Ποιες προϋποθέσεις και ποια κριτήρια πρέπει να πληρούνται για να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις συλλογικής συμβάσεως που αφορούν τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων και παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2008/104], τηρούν την απαίτηση γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων;

α)

Πρέπει ο έλεγχος τηρήσεως της απαίτησης γενικής προστασίας να στηρίζεται –κατά τρόπο αφηρημένο– στους συλλογικούς όρους εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας συλλογικής συμβάσεως ή επιβάλλεται συγκριτική εκτίμηση των όρων εργασίας της συλλογικής συμβάσεως και των όρων εργασίας που ισχύουν στην επιχείρηση στη διάθεση της οποίας τίθενται οι προσωρινά απασχολούμενοι (έμμεσος εργοδότης);

β)

Σε περίπτωση παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές, επιβάλλει η διασφάλιση της γενικής προστασίας, την οποία υπαγορεύει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/104], την ύπαρξη σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ της εταιρίας προσωρινής απασχόλησης και του προσωρινά απασχολουμένου;

3)

Πρέπει ο εθνικός νομοθέτης να υπαγορεύει στους κοινωνικούς εταίρους τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια διασφάλισης της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/104], όταν τους παρέχει τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες περιέχουν διατάξεις παρεκκλίνουσες από την επιταγή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων και το εθνικό καθεστώς συλλογικών συμβάσεων προβλέπει απαιτήσεις οι οποίες τεκμαίρεται ότι εξασφαλίζουν τη δέουσα στάθμιση συμφερόντων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της συλλογικής συμβάσεως (τεκμήριο δίκαιης στάθμισης του οποίου απολαύουν οι συλλογικές συμβάσεις);

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα:

α)

Διασφαλίζεται η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/104], με νομοθετικές διατάξεις οι οποίες, όπως ο Arbeitnehmerüberlassungsgesetz [γερμανικός νόμος περί διαθέσεως προσωρινώς απασχολουμένων] ως έχει από 1ης Απριλίου 2017, προβλέπουν κατώτατο όριο αμοιβής για τους προσωρινά απασχολουμένους, μέγιστη διάρκεια διαθέσεώς τους στον ίδιο έμμεσο εργοδότη, χρονικό περιορισμό της παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές, τη μη εφαρμογή καθεστώτος το οποίο απορρέει από συλλογική σύμβαση και παρεκκλίνει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσωρινά απασχολουμένων οι οποίοι, κατά τους έξι τελευταίους μήνες πριν από την τοποθέτησή τους στον έμμεσο εργοδότη έπαυσαν να έχουν σχέση εργασίας με τον εν λόγω εργοδότη ή με εργοδότη που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον έμμεσο εργοδότη κατά την έννοια του άρθρου 18 του Aktiengesetz [γερμανικού νόμου περί ανωνύμων εταιριών], καθώς και την υποχρέωση του έμμεσου εργοδότη να παρέχει στους προσωρινά απασχολουμένους, καταρχήν υπό τους ίδιους όρους με αυτούς που ισχύουν για τους σταθερά απασχολούμενους εργαζομένους, πρόσβαση σε εγκαταστάσεις ή υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας (όπως, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες φύλαξης παιδιών, συλλογικής εστίασης και μεταφοράς);

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό:

Ισχύει τούτο ακόμη και στην περίπτωση που ανάλογες νομοθετικές διατάξεις, όπως αυτές του Arbeitnehmerüberlassungsgesetz ως ίσχυε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017, δεν προβλέπουν χρονικό περιορισμό της παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές και η απαίτηση ότι η διάθεση του εργαζομένου μπορεί να είναι μόνον “προσωρινή” δεν συγκεκριμενοποιείται από απόψεως χρονικής διάρκειας;

5)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα: Όταν υφίστανται διατάξεις συλλογικών συμβάσεων που παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της [οδηγίας 2008/104], μπορούν τα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν τις εν λόγω συλλογικές συμβάσεις χωρίς περιορισμούς, προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι προβλεπόμενες παρεκκλίσεις σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων ή επιτάσσει το άρθρο 28 του Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης)] ή/και η επισήμανση περί “αυτονομία[ς] των κοινωνικών εταίρων” στην αιτιολογική σκέψη 19 της [οδηγίας 2008/104] να παρέχεται στα συμβαλλόμενα μέρη των συλλογικών συμβάσεων διακριτική ευχέρεια ως προς τον σεβασμό της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων, η οποία μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά μόνον σε περιορισμένο βαθμό και –αν ναι– πόσο ευρεία είναι η ευχέρεια αυτή;»

18.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η CΜ, η TimePartner, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Μαΐου 2022, η CM, η TimePartner, η Γερμανική και η Σουηδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

IV. Εκτίμηση

Α.   Επί του παραδεκτού

19.

Η CM υποστηρίζει ότι η απάντηση στο σύνολο των προδικαστικών ερωτημάτων, και ιδίως στο πρώτο εξ αυτών, δεν είναι αναγκαία για να επιλύσει το αιτούν δικαστήριο τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Συναφώς, η CM επισημαίνει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του AÜG δεν περιέχουν καμία αναφορά στην έννοια της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων».

20.

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποτελεί αποκλειστικώς έργο του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει ( 3 ).

21.

Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 4 ). Η δικαιολογητική βάση της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς ( 5 ).

22.

Το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) έχει επιληφθεί διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας η CM, προσωρινά απασχολούμενη, ζητεί να της καταβληθεί αποζημίωση λόγω προβαλλόμενης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές. Υπό το πρίσμα του άρθρου 1 της οδηγίας 2008/104, από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο σημείο 13 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η οδηγία 2008/104 μπορεί να τύχει εφαρμογής στην εν λόγω διαφορά.

23.

Δεδομένου ότι το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) ζητεί από το Δικαστήριο να ορίσει την έννοια της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων» η οποία, όπως ορθώς επισημαίνει η CM, δεν απαντά στον AÜG, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2008/104, προκειμένου να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να προσδιορίσει σε ποιον βαθμό μια συλλογική σύμβαση μπορεί να παρεκκλίνει από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές, τηρώντας παράλληλα την απαίτηση γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

24.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών διαφορών) με τη διάταξη περί παραπομπής.

Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

25.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) ζητεί να οριστεί η έννοια της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων» κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 και, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν η εν λόγω έννοια έχει ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που προβλέπουν, κατά τρόπο δεσμευτικό, το εθνικό δίκαιο και το δίκαιο της Ένωσης ως προστασία για τους εργαζομένους εν γένει.

26.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιτρέπει να προβλέπονται, σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας, παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, εντούτοις η οδηγία δεν προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι τηρείται η απαίτηση αυτή. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι έχουν διατυπωθεί δύο θεωρίες από Γερμανούς νομομαθείς όσον αφορά την ερμηνεία των εν λόγω προϋποθέσεων. Ορισμένοι συγγραφείς είναι της άποψης ότι η «γενική προστασία» παραπέμπει στις γενικές απαιτήσεις που προβλέπει ο νόμος για το σύνολο των εργαζομένων, ανεξαρτήτως αν αυτοί προσλαμβάνονται απευθείας από έμμεσο εργοδότη ή είναι προσωρινά απασχολούμενοι. Άλλοι συγγραφείς εκτιμούν ότι η οδηγία 2008/104 παρέχει μια ειδική μορφή προστασίας στους προσωρινά απασχολουμένους.

27.

Η CM υποστηρίζει ότι ο AÜG αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, καθόσον δεν επιτάσσει οι συλλογικές συμβάσεις να σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Επιπλέον διατείνεται ότι, μολονότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 προβλέπει τη θέσπιση, με συλλογικές συμβάσεις, εναλλακτικών ρυθμίσεων όσον αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης, εντούτοις δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

28.

Η TimePartner επισημαίνει ότι η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2008/104 αναγνωρίζει στους κοινωνικούς εταίρους ευρεία διακριτική ευχέρεια. Επομένως, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής επιτρέπει την πρόβλεψη, σε συλλογικές συμβάσεις, παρεκκλίσεων από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως τόσο προς όφελος όσο και εις βάρος των προσωρινά απασχολουμένων.

29.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η οδηγία 2008/104 αποσκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των προσωρινά απασχολουμένων και των συγκρίσιμων εργαζομένων που προσλαμβάνονται απευθείας από έμμεσο εργοδότη. Η εν λόγω οδηγία δεν θεσπίζει ειδική μορφή προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

30.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η φράση «γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων» του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης που διαλαμβάνονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Η οδηγία αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Δεν αποσκοπεί στην εξασφάλιση για τους προσωρινά απασχολουμένους καλύτερων όρων από εκείνους που ισχύουν για τους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από έμμεσους εργοδότες. Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να προβλέπουν, με συλλογική σύμβαση, ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι θα λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται απευθείας από έμμεσους εργοδότες. Στις περιπτώσεις αυτές, ο σεβασμός της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων επιτάσσει την εκ μέρους των κοινωνικών εταίρων παροχή στους προσωρινά απασχολουμένους άλλων πλεονεκτημάτων, τα οποία δεν παρέχονται στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από έμμεσους εργοδότες.

31.

Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα της, το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 6 ).

32.

Πρώτον, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 προβλέπει ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους την εναλλακτική δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που περιέχουν διατάξεις σχετικές με τους όρους εργασίας και απασχολήσεως των προσωρινά απασχολουμένων, οι οποίες ενδέχεται να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις σέβονται τη γενική προστασία των ως άνω απασχολουμένων.

33.

Δεύτερον, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης στους οποίους εφαρμόζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως περιλαμβάνουν τις αποδοχές ( 7 ). Το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/104 ορίζει επίσης ότι η οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να διευκολύνουν ή να επιτρέπουν τη σύναψη από τους κοινωνικούς εταίρους συλλογικών συμβάσεων ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους.

34.

Τρίτον, παραπέμποντας στις αιτιολογικές σκέψεις 10 και 12 καθώς και στο άρθρο 2 της οδηγίας 2008/104, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η οδηγία αποσκοπεί στη θέσπιση ενός προστατευτικού πλαισίου για τους προσωρινά απασχολουμένους, το οποίο δεν επιτρέπει διακρίσεις, χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και είναι αναλογικό, ενώ ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την ποικιλία των αγορών εργασίας και των εργασιακών σχέσεων ( 8 ).

35.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των προσωρινά απασχολουμένων και να βελτιωθεί η ποιότητα της εργασίας τους, η οδηγία 2008/104 θεσπίζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία εφαρμόζεται στις αποδοχές των προσωρινά απασχολουμένων και των εργαζομένων που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη. Ωστόσο, οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 της οδηγίας 2008/104 εκθέτουν ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν όρους εργασίας και απασχόλησης οι οποίοι παρεκκλίνουν, εντός ορίων, από την εν λόγω αρχή. Στο πλαίσιο αυτό, ενώ το άρθρο 9 της οδηγίας 2008/104 προβλέπει ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν ευνοϊκότερους όρους για τους προσωρινά απασχολουμένους ( 9 ), το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιτρέπει επίσης τις συλλογικές συμβάσεις που προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, υπό την επιφύλαξη ότι οι εν λόγω συμβάσεις σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων.

36.

Επομένως, η έννοια της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων» κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 συνίσταται στην ευχέρεια παρεκκλίσεως από γενική αρχή, ήτοι από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οι διατάξεις αυτού του είδους πρέπει να ερμηνεύονται στενά ( 10 ).

37.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω να γίνει δεκτό ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τις αποδοχές, εις βάρος των προσωρινά απασχολουμένων, μέσω συλλογικής συμβάσεως συναφθείσας δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, τηρώντας παράλληλα την απαίτηση γενικής προστασίας τους.

38.

Η Επιτροπή επισύναψε στις γραπτές παρατηρήσεις της έκθεση που συνέταξε τον Αύγουστο του 2011 η ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη μεταφορά στις εθνικές νομοθεσίες της οδηγίας 2008/104 ( 11 ). Κατά την εν λόγω έκθεση, όταν οι κοινωνικοί εταίροι παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος των προσωρινά απασχολουμένων, μέσω συλλογικής συμβάσεως συναφθείσας δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, η εν λόγω συλλογική σύμβαση δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στον καθορισμό χαμηλότερων αποδοχών, αλλά πρέπει και να αντισταθμίζει τις εν λόγω χαμηλότερες αποδοχές με άλλες διατάξεις που είναι ευνοϊκές για τους προσωρινά απασχολουμένους ( 12 ). Η απαίτηση εξασφαλίσεως μιας τέτοιας ισορροπίας συντελεί στη διασφάλιση της «γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων». Μια ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως χωρίς να παρέχουν κατάλληλα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα για τους θιγόμενους προσωρινά απασχολουμένους θα μπορούσε να καταστήσει την εν λόγω αρχή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας ( 13 ). Θα έθιγε επίσης την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 9 της οδηγίας 2008/104, το οποίο ορίζει ότι η εν λόγω οδηγία θεσπίζει στοιχειώδεις απαιτήσεις ( 14 ).

39.

Κατά συνέπεια, κάθε παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος των βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων που ενδέχεται να απαντά σε συλλογική σύμβαση πρέπει να αντισταθμίζεται με τη χορήγηση πλεονεκτημάτων όσον αφορά άλλους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2008/104. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι οι αποδοχές αποτελούν τόσο θεμελιώδη όρο απασχόλησης ώστε τυχόν παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να δικαιολογείται βάσει των πλέον αυστηρών κανόνων. Επιπλέον, μια παρέκκλιση που αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με πλεονεκτήματα παρεπόμενου χαρακτήρα. Επί παραδείγματι, μια παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που αφορά τις αποδοχές δεν θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εγκύρως με την παροχή κάποιου προωθητικού προϊόντος της εταιρίας.

40.

Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2008/104, τυχόν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος των βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης πρέπει να είναι ανάλογες προς τα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα που μπορούν να χορηγηθούν ( 15 ). Επί παραδείγματι, η μείωση κατά 50 % του ύψους των ετήσιων αποδοχών δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με τη χορήγηση μιας επιπλέον ημέρας ετήσιας άδειας. Μολονότι οι αποδοχές και οι άδειες αποτελούν βασικούς όρους απασχόλησης, η εν λόγω παρέκκλιση που αφορά τις αποδοχές φαίνεται δυσανάλογη σε σχέση με την αξία του αντισταθμιστικού πλεονεκτήματος.

41.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ενδέχεται να αποδειχθεί δυσχερές στην πράξη για τους κοινωνικούς εταίρους να μπορούν να αξιοποιήσουν τις παρεκκλίσεις που επιτρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104. Επισημαίνω απλώς ότι το εν λόγω αποτέλεσμα αποτελεί λογική συνέπεια της νομοθετικής καθιερώσεως μιας ευρείας αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε συνδυασμό με τον κατ’ ανάγκην περιορισμένο αριθμό εξαιρέσεων.

42.

Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, με συλλογική σύμβαση, να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τις αποδοχές, εις βάρος των προσωρινά απασχολουμένων, εφόσον η εν λόγω συλλογική σύμβαση παρέχει αναλογικά αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων με σκοπό να διασφαλιστεί η γενική προστασία τους.

Γ.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

43.

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι η τήρηση της απαίτησης γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να εκτιμάται κατά τρόπο αφηρημένο βάσει συλλογικής συμβάσεως ή συγκεκριμένα με σύγκριση των βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης που ισχύουν για συγκρίσιμους εργαζομένους οι οποίοι έχουν προσληφθεί απευθείας από έμμεσους εργοδότες. Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες αφορούν προσωρινά απασχολουμένους με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία έχουν συνάψει με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

44.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, η CM, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, προβάλλει ότι η τήρηση της απαίτησης γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να εκτιμάται με σύγκριση των όρων εργασίας και απασχόλησης των εν λόγω εργαζομένων με τους ισχύοντες όρους για συγκρίσιμους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη.

45.

Η TimePartner, υποστηριζόμενη από τη Γερμανική Κυβέρνηση, φρονεί ότι η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να εκτιμάται βάσει γενικής εξετάσεως των όρων της επίμαχης συλλογικής συμβάσεως.

46.

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 ορίζει ότι, κατ’ αρχήν, οι βασικοί όροι εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων, κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεώς τους σε έμμεσο εργοδότη, είναι «τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν εάν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση». Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να επιτύχει την προσέγγιση των όρων που ισχύουν για τους προσωρινά απασχολουμένους με εκείνους που διέπουν τις «κανονικές» σχέσεις εργασίας ( 16 ).

47.

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 ορίζει ότι, αν και όταν οι κοινωνικοί εταίροι συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που καθορίζουν όρους εργασίας και απασχόλησης οι οποίοι «διαφέρουν από [εκείνους] της παραγράφου 1» του ίδιου άρθρου, πρέπει να σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων.

48.

Από το γράμμα, τον σκοπό και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2008/104 προκύπτει ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι δικαιούνται τους ίδιους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης που θα ίσχυαν αν είχαν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη. Τούτο προϋποθέτει σύγκριση των όρων που ισχύουν για τον προσωρινά απασχολούμενο βάσει της συλλογικής συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των όρων περί αποδοχών, με εκείνους που ισχύουν στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη ( 17 ). Η εν λόγω σύγκριση πρέπει να γίνεται βάσει των όρων εργασίας και απασχόλησης που ισχύουν για καθεμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες εργαζομένων. Αν οι κοινωνικοί εταίροι κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχει το εθνικό δίκαιο να παρεκκλίνουν από τους όρους που ισχύουν για τους εργαζομένους στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, τότε η οικεία συλλογική σύμβαση πρέπει να παρέχει στους προσωρινά απασχολουμένους άλλα αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα τα οποία δεν διατίθενται στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη, τηρώντας με τον τρόπο αυτό την απαίτηση γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

49.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, η CM υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 δεν επιτρέπει την παρέκκλιση με συλλογικές συμβάσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές των προσωρινά απασχολουμένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης. Η CM υποστηρίζει ότι οι παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές μπορούν να θεσπιστούν μόνον επί τη βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104, πράγμα το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

50.

Η TimePartner, υποστηριζόμενη από τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, διατείνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που αφορούν προσωρινά απασχολουμένους, ανεξαρτήτως αν έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου ή σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

51.

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος θα ήθελα να προβώ σε τρεις επισημάνσεις.

52.

Πρώτον, αντιθέτως προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 δεν ορίζει ότι η δυνατότητα παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αφορά μόνον τους προσωρινά απασχολουμένους που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

53.

Δεύτερον, ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ορισμένες παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων οι οποίες περιέχουν διατάξεις που παρεκκλίνουν από την εν λόγω αρχή.

54.

Τρίτον, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104 φαίνεται να ερείδεται επί της παραδοχής ότι οι παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν στην περίπτωση των προσωρινά απασχολουμένων που έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης, εφόσον οι εν λόγω απασχολούμενοι εξακολουθούν να αμείβονται στο διάστημα μεταξύ δύο τοποθετήσεων. Αντιθέτως, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιτάσσει να σέβονται οι συλλογικές συμβάσεις τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Όπως προκύπτει από τα σημεία 38 έως 40 των παρουσών προτάσεων, οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις πρέπει να παρέχουν στους προσωρινά απασχολουμένους πλεονεκτήματα για την αντιστάθμιση των μειονεκτημάτων που υφίστανται λόγω παρεκκλίσεων από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η λογική που διέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, η οποία διαφέρει από εκείνη του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104, μπορεί να εφαρμοστεί σε εργαζομένους ανεξαρτήτως της φύσεως της συμβάσεως εργασίας που έχουν συνάψει με εταιρία προσωρινής απασχόλησης. Επομένως, ουδείς λόγος συντρέχει να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 οι εργαζόμενοι που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου με εταιρία προσωρινής απασχόλησης.

55.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ερμηνεύοντας το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 υπό την έννοια ότι:

η τήρηση της απαίτησης γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να εκτιμάται διά της συγκρίσεως μεταξύ των βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων και εκείνων που ισχύουν για συγκρίσιμους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη·

τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους προσωρινά απασχολουμένους που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με έμμεσο εργοδότη.

Δ.   Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

56.

Το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν αμφότερα την υποχρέωση των κρατών μελών να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο τις επιταγές του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 όταν κάνουν χρήση της δυνατότητας που έχουν να επιτρέπουν στους κοινωνικούς εταίρους να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις για προσωρινά απασχολουμένους οι οποίες περιέχουν διατάξεις παρεκκλίνουσες από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Δεδομένου ότι η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στο τρίτο, θα εξετάσω τα δύο αυτά ερωτήματα από κοινού.

57.

Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το ερώτημα αν, σε περίπτωση που κράτος μέλος κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, η εθνική κανονιστική ρύθμιση πρέπει να ορίζει τα λεπτομερή κριτήρια ή προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής προκειμένου να διασφαλίζεται η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ως άνω ερώτημα, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) ζητεί διευκρινίσεις ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν ο AÜG παρέχει επαρκή γενική προστασία στους προσωρινά απασχολουμένους. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ειδικότερα, αν το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι ο σεβασμός της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων διασφαλίζεται με εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις που προβλέπουν τα ακόλουθα: κατώτατο όριο αμοιβής για τους προσωρινά απασχολουμένους, μέγιστη διάρκεια διαθέσεώς τους στον ίδιο έμμεσο εργοδότη, χρονικό περιορισμό της παρεκκλίσεως από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τις αποδοχές, τη μη εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων που αφορούν προσωρινά απασχολουμένους οι οποίοι, κατά τους έξι τελευταίους μήνες πριν από την τοποθέτησή τους σε έμμεσο εργοδότη προσλήφθηκαν απευθείας από αυτόν ή από εργοδότη που ανήκει στον ίδιο όμιλο, την υποχρέωση του έμμεσου εργοδότη να παρέχει στους προσωρινά απασχολουμένους πρόσβαση σε εγκαταστάσεις ή υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας (υπηρεσίες φύλαξης παιδιών, εστίασης, μεταφοράς) υπό τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για τους εργαζομένους που έχουν προσληφθεί απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη, και την απαίτηση να είναι η τοποθέτηση «προσωρινή» δίχως περαιτέρω διευκρίνιση.

58.

Η CM υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιτάσσει να ορίζει η εθνική κανονιστική ρύθμιση τα λεπτομερή κριτήρια ή προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Η CM διατείνεται επίσης ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση που περιγράφεται στη διάταξη περί παραπομπής δεν ανταποκρίνεται στις ως άνω επιταγές.

59.

Αντιθέτως, η TimePartner, υποστηριζόμενη από τη Γερμανική Κυβέρνηση, είναι της άποψης ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ορίσουν συγκεκριμένα κριτήρια ή προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να διασφαλίζεται η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Η TimePartner εκτιμά ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους διακριτική ευχέρεια σύμφωνα με την αυτονομία που τους παρέχεται να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις.

60.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 αναγνωρίζει σιωπηρώς το τεκμήριο ότι οι συλλογικές συμβάσεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων που διαθέτουν εξουσία συλλογικής διαπραγματεύσεως επιτυγχάνουν δίκαιη στάθμιση. Η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνεται, επίσης, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 απαιτεί να σέβονται οι συναφθείσες από τους κοινωνικούς εταίρους συλλογικές συμβάσεις τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις του γερμανικού δικαίου που παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής διασφαλίζουν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων.

61.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, όταν τα κράτη μέλη παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, τότε οφείλουν να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την απαίτηση ότι οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις πρέπει να σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, καθόσον η γερμανική κανονιστική ρύθμιση δεν επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως να αντισταθμίζονται με άλλα πλεονεκτήματα χορηγούμενα στους προσωρινά απασχολουμένους, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων μπορεί να διασφαλιστεί διά της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου.

62.

Κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η διάταξη αυτή αφήνει βέβαια στα κράτη μέλη την επιλογή των μέσων και μεθόδων που διασφαλίζουν την εφαρμογή της οδηγίας, η ελευθερία όμως αυτή διατηρεί ακέραια την υποχρέωση κάθε κράτους που είναι αποδέκτης της οδηγίας να λάβει στο πλαίσιο της εσωτερικής του έννομης τάξης όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο σκοπό ( 18 ).

63.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη μπορούν να αφήνουν, πρωτίστως, στους κοινωνικούς εταίρους τη φροντίδα της υλοποιήσεως των στόχων κοινωνικής πολιτικής που αποτελούν αντικείμενο οδηγίας στον συγκεκριμένο τομέα ( 19 ). Η ευχέρεια αυτή δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να διασφαλίζουν, με τη λήψη κατάλληλων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών μέτρων, ότι όλοι οι εργαζόμενοι δύνανται να τύχουν, σε όλη την έκτασή της, της προστασίας που τους αναγνωρίζει η επίμαχη οδηγία ( 20 ).

64.

Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η φύση των μέτρων που θεσπίζονται με συλλογική σύμβαση εργασίας διαφέρει από τη φύση των μέτρων που λαμβάνονται μέσω εθνικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων κατά το ότι οι κοινωνικοί εταίροι, ασκώντας το θεμελιώδες δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις που αναγνωρίζεται στο άρθρο 28 του Χάρτη, θεωρείται ότι μερίμνησαν για την εξισορρόπηση των συμφερόντων κάθε πλευράς ( 21 ).

65.

Όταν η άσκηση του δικαιώματος συλλογικής διαπραγματεύσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη, διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Χάρτη ( 22 ). Επομένως, όταν εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπει τη διαπραγμάτευση συλλογικής συμβάσεως σε τομέα που καλύπτεται από οδηγία, η εξ αυτής απορρέουσα συλλογική σύμβαση πρέπει να είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης εν γένει και ειδικότερα με τη συγκεκριμένη οδηγία ( 23 ). Κατά συνέπεια, όταν οι κοινωνικοί εταίροι συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/104, οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας ( 24 ).

66.

Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που ενδέχεται να προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις θα σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Επομένως, μολονότι η έννοια της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, η υποχρέωση αυτή δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην στα κράτη μέλη να θεσπίζουν λεπτομερείς διατάξεις καθορίζουσες τα κριτήρια ή τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις. Η ως άνω προσέγγιση επιρρωννύεται τόσο από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 25 ).

67.

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, και ειδικότερα τον AÜG, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, προκειμένου να καταλήξει σε αποτέλεσμα σύμφωνο προς τον σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω διάταξη ( 26 ), ήτοι τον σεβασμό της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων. Η εν λόγω ερμηνεία εξαρτάται από την τήρηση των αναγνωρισμένων ορίων της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, ιδίως δε της μη πραγματοποιήσεως contra legem ερμηνείας του εθνικού δικαίου ( 27 ).

68.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι η εφαρμοστέα γερμανική νομοθεσία περιλαμβάνει διατάξεις, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεων, που περιορίζουν τη δυνατότητα των κοινωνικών εταίρων να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Μολονότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ακόμη δε και αν οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν ρητώς στους κοινωνικούς εταίρους την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε τυχόν παρεκκλίσεις να αντισταθμίζονται με άλλα πλεονεκτήματα χορηγούμενα στους προσωρινά απασχολουμένους, ο νόμος περί διαθέσεως προσωρινώς απασχολουμένων (AÜG) δεν φαίνεται, prima facie, να αποτελεί εμπόδιο για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων δυνάμενων να εξασφαλίσουν κατάλληλη ισορροπία.

69.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα την απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι, όταν ένα κράτος μέλος παρέχει στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που περιέχουν διατάξεις σχετικές με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων οι οποίες παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν απαιτείται να προβλέπει η εθνική νομοθεσία λεπτομερείς προϋποθέσεις και κριτήρια προς τα οποία θα πρέπει να συμμορφώνονται οι κοινωνικοί εταίροι, υπό την προϋπόθεση διασφαλίσεως της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

Ε.   Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

70.

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι συλλογικές συμβάσεις που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιον βαθμό τα εν λόγω δικαστήρια μπορούν να ασκούν την ως άνω αρμοδιότητα για να διασφαλίσουν ότι οι συλλογικές συμβάσεις σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, όπως επιτάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104.

71.

Η CM υποστηρίζει ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

72.

Η TimePartner και η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζουν ότι, κατά το γερμανικό δίκαιο, τεκμαίρεται ότι οι συλλογικές συμβάσεις επιτυγχάνουν δίκαιη στάθμιση και λόγω του τεκμηρίου αυτού υπόκεινται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Η εν λόγω προσέγγιση ενισχύεται από την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2008/104 και από το άρθρο 28 του Χάρτη.

73.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο, ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο AÜG επιτάσσει να σέβονται οι συλλογικές συμβάσεις τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων. Στην περίπτωση αυτή, το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αν η συλλογική σύμβαση ανταποκρίνεται στην ως άνω επιταγή.

74.

Κατά πάγια νομολογία, οι κοινωνικοί εταίροι διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή του σκοπού που πρόκειται να επιδιωχθεί στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχολήσεως καθώς και για τον καθορισμό των μέτρων μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός ( 28 ). Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 65 των παρουσών προτάσεων, όταν η άσκηση του δικαιώματος σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη, διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, η άσκησή του πρέπει να είναι σύμφωνη με τις εν λόγω διατάξεις ( 29 ). Κατά συνέπεια, όταν οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν μέτρα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/104, οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

75.

Το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ρήτρες που περιλαμβάνονταν σε συλλογικές συμβάσεις αντέβαιναν σε διατάξεις οδηγιών της Ένωσης ( 30 ). Κατά τη νομολογία, θα ήταν ασυμβίβαστο προς τη φύση του δικαίου της Ένωσης να στερείται το αρμόδιο για την εφαρμογή του εν λόγω δικαίου δικαστήριο της εξουσίας να προβαίνει, κατά τον χρόνο της εν λόγω εφαρμογής, σε ό,τι είναι αναγκαίο για τη μη εφαρμογή των διατάξεων συλλογικής συμβάσεως που δημιουργούν, ενδεχομένως, εμπόδιο στην πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης ( 31 ).

76.

Όπως προκύπτει από τα σημεία 66 έως 68 των παρουσών προτάσεων, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104, όταν τα κράτη μέλη παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες προβλέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει επίσης να απαιτούν ότι οι εν λόγω συλλογικές συμβάσεις θα σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων.

77.

Ο AÜG μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104. Δεδομένου ότι οι νόμιμες παρεκκλίσεις από την αρχή αυτή είναι προαιρετικές, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση μεταφοράς τους στο εσωτερικό δίκαιο ( 32 ). Επιπλέον, όταν το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις οδηγίας, η εν λόγω διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται κατά τρόπο που να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και τούτο περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω παρεκκλίσεις προβλέπονται με συλλογικές συμβάσεις ( 33 ).

78.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο οφείλει μεν να πράξει ό,τι εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, δυνάμει της αρχής της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, προκειμένου να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/104, πλην όμως η αρχή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου ( 34 ).

79.

Η υποχρέωση του αιτούντος δικαστηρίου περιλαμβάνει την εξακρίβωση του κατά πόσον συλλογικές συμβάσεις οι οποίες εισάγουν παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διασφαλίζουν τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, παρέχοντας ορισμένα πλεονεκτήματα στους εν λόγω εργαζομένους προκειμένου να αντισταθμίσουν νομίμως τυχόν παρεκκλίσεις από την ως άνω αρχή. Μολονότι οι κοινωνικοί εταίροι διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια για να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ των εν λόγω παρεκκλίσεων και των αντισταθμιστικών πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους προσωρινά απασχολουμένους, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμήσει αν οι κοινωνικοί εταίροι έχουν πράγματι επιτύχει την εν λόγω ισορροπία. Παρά τον απαιτούμενο σεβασμό της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στους κοινωνικούς εταίρους, δεν υφίσταται τεκμήριο ότι οι συλλογικές συμβάσεις είναι σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης.

80.

Τέλος, παρατηρώ ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να δέχεται το αιτούν δικαστήριο, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ανεξαρτήτως της απαντήσεως που θα δοθεί στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 74 έως 79 των παρουσών προτάσεων, η διασφάλιση της συμβατότητας των συλλογικών συμβάσεων με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με την οδηγία 2008/104 αποτελεί έργο των εθνικών δικαστηρίων.

81.

Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι συλλογικές συμβάσεις που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συμβάσεις σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων όπως επιτάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104.

V. Πρόταση

82.

Προτείνω, συνεπώς, στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, έχει την έννοια ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, με συλλογική σύμβαση, να παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τις αποδοχές, εις βάρος των προσωρινά απασχολουμένων, εφόσον η εν λόγω συλλογική σύμβαση παρέχει αναλογικά αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα όσον αφορά τους βασικούς όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων με σκοπό να διασφαλιστεί η γενική προστασία τους.

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι:

η τήρηση της απαίτησης γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων πρέπει να εκτιμάται διά της συγκρίσεως μεταξύ των βασικών όρων εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων και εκείνων που ισχύουν για συγκρίσιμους εργαζομένους που προσλαμβάνονται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη·

τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις οι οποίες παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους προσωρινά απασχολουμένους που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με έμμεσο εργοδότη.

3)

Το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι, όταν κράτος μέλος παρέχει στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις που περιέχουν διατάξεις σχετικές με τους όρους εργασίας και απασχόλησης των προσωρινά απασχολουμένων οι οποίες παρεκκλίνουν από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν απαιτείται να προβλέπει η εθνική νομοθεσία λεπτομερείς προϋποθέσεις και κριτήρια προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνονται οι κοινωνικοί εταίροι, υπό την προϋπόθεση διασφαλίσεως της γενικής προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

4)

Οι συλλογικές συμβάσεις που συνάπτουν οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω συμβάσεις σέβονται τη γενική προστασία των προσωρινά απασχολουμένων όπως επιτάσσει το άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) ΕΕ 2008, L 327, σ. 9.

( 3 ) Απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2010, Winner Wetten (C‑409/06, EU:C:2010:503, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 4 ) Όπ.π. (σκέψη 37).

( 5 ) Όπ.π. (σκέψη 38).

( 6 ) Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Ruben Andersen (C‑306/07, EU:C:2008:743, σκέψη 40), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 7 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2008/104.

( 8 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψη 40).

( 9 ) Πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψη 41), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψεις 33 και 106).

( 10 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger (C‑151/02, EU:C:2003:437, σκέψη 89), της 21ης Οκτωβρίου 2010, Accardo κ.λπ. (C‑227/09, EU:C:2010:624, σκέψη 58), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψεις 56 και 72). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Luso Τemp (C‑426/20, EU:C:2021:995, σημείο 62).

( 11 ) Δημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής στη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/social/BlobServlet?docId=6998&langId=en.

( 12 ) Όπ.π., σ. 24.

( 13 ) Κατά την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2008/104/ΕΚ περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, της 21ης Μαρτίου 2014 [COM(2014) 176 τελικό, σ. 22], η έκταση της χρήσης ορισμένων παρεκκλίσεων από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να έχει οδηγήσει σε καταστάσεις όπου η εφαρμογή της οδηγίας 2008/104 δεν συνεπάγεται πραγματική βελτίωση της προστασίας των προσωρινά απασχολουμένων.

( 14 ) Πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψη 41), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 33).

( 15 ) Πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψεις 70 και 72).

( 16 ) Πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψεις 51 και 52).

( 17 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Luso Τemp (C‑426/20, EU:C:2022:373, σκέψη 50).

( 18 ) Αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, von Colson και Kamann (14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 15), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 94).

( 19 ) Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Ruben Andersen (C‑306/07, EU:C:2008:743, σκέψη 25), της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark (C‑405/08, EU:C:2010:69, σκέψη 39), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 108).

( 20 ) Αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark (C‑405/08, EU:C:2010:69, σκέψη 40), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 109). Βλ., επίσης, άρθρο 11 της οδηγίας 2008/104, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη «διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις μέσω συμφωνίας, οπότε τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να εξασφαλίζουν την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας».

( 21 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi (C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 68).

( 22 ) Πρβλ. αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 67), της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 47), της 28ης Ιουνίου 2012, Erny (C‑172/11, EU:C:2012:399, σκέψη 50), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi (C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 69).

( 23 ) Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 46).

( 24 ) Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 48), της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Hay (C‑267/12, EU:C:2013:823, σκέψη 27), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi (C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 70). Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2008/104, στην οποία διαλαμβάνεται ότι, μολονότι η εν λόγω οδηγία δεν θίγει την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, οι τελευταίοι πρέπει να ασκούν το δικαίωμα διαπραγματεύσεως και συνάψεως συλλογικών συμβάσεων «αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το προβάδισμα της […] νομοθεσίας [της Ένωσης]».

( 25 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψεις 55 έως 57), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν η τοποθέτηση πρέπει να είναι εκ φύσεως προσωρινή, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να προβλέπουν με κανονιστική ρύθμιση μέγιστη διάρκεια για την τοποθέτηση προσωρινά απασχολουμένων σε έμμεσους εργοδότες βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας 2008/104. Ελλείψει σχετικής εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να προβλέπουν την εν λόγω μέγιστη διάρκεια. Βλ., επίσης, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Ruben Andersen (C‑306/07, EU:C:2008:743, σκέψεις 52 έως 54).

( 26 ) Πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψη 65), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 76).

( 27 ) Πρβλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψη 66), και της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler (C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 77).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 29 ) Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει ρήτρα η οποία περιλαμβάνεται σε συλλογική σύμβαση δεν θίγει το δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και σε σύναψη συλλογικών συμβάσεων το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη (απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai, C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 78).

( 30 ) Αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 78), της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 83), της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Hay (C‑267/12, EU:C:2013:823, σκέψη 47), της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi (C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 79), και της 13ης Ιανουαρίου 2022, Koch Personaldienstleistungen (C‑514/20, EU:C:2022:19, σκέψη 46).

( 31 ) Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, Nimz (C‑184/89, EU:C:1991:50, σκέψη 20).

( 32 ) Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Accardo κ.λπ. (C‑227/09, EU:C:2010:624, σκέψη 51).

( 33 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Accardo κ.λπ. (C‑227/09, EU:C:2010:624, σκέψη 55).

( 34 ) Πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, KG (Διαδοχικές τοποθετήσεις στον ίδιο έμμεσο εργοδότη μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης) (C‑681/18, EU:C:2020:823, σκέψεις 65 και 66).

Top