EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0284

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Ράντου της 21ης Ιουνίου 2022.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Anthony Braesch κ.λπ.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ – Ενίσχυση αναδιάρθρωσης – Τραπεζικός τομέας – Προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Σχέδιο αναδιάρθρωσης – Δεσμεύσεις εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους – Μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων – Μετατροπή τίτλων μειωμένης εξασφάλισης σε ίδια κεφάλαια – Κάτοχοι ομολόγων – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Ενεργητική νομιμοποίηση – Φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά – Προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών – Παράλειψη κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας – Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Έννοια των “ενδιαφερομένων” – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια του “ενδιαφερόμενου μέρους” – Εθνικά μέτρα που λαμβάνονται υπόψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Απαράδεκτο της προσφυγής.
Υπόθεση C-284/21 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:490

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

της 21ης Ιουνίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑284/21 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Anthony Braesch,

Trinity Investments DAC,

Bybrook Capital Master Fund LP,

Bybrook Capital Hazelton Master Fund LP,

Bybrook Capital Badminton Fund LP

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση για αναδιάρθρωση – Τραπεζικός τομέας – Προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή με την εσωτερική αγορά – Παραδεκτό – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Ενεργητική νομιμοποίηση – Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Έννοια του “ενδιαφερομένου” – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 1, στοιχείο ηʹ – Έννοια του “ενδιαφερόμενου μέρους”»

Εισαγωγή

1.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Φεβρουαρίου 2021, Braesch κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 2 ), η οποία έκρινε παραδεκτή προσφυγή με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 ( 3 ) και με την οποία η Επιτροπή, κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης και βάσει των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές, έκρινε συμβατή με την εσωτερική αγορά την κρατική ενίσχυση της Ιταλικής Δημοκρατίας υπέρ της Banca Monte dei Paschi di Siena (στο εξής: BMPS) ( 4 ).

2.

Η υπόθεση αυτή παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής κατά αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων σχετικά με μέτρο κρατικής ενισχύσεως και, ειδικότερα, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρόσωπα τα οποία δεν είναι ανταγωνιστές δικαιούχου του μέτρου αυτού και δεν προβάλλουν ότι θίγονται από το εν λόγω μέτρο στην αγορά μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ενδιαφερόμενοι», κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ή ως «ενδιαφερόμενα μέρη», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 ( 5 ), ώστε να νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την αμφισβήτηση της ως άνω αποφάσεως.

Ιστορικό της διαφοράς

3.

Οι προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό είναι ο μεν πρώτος ( 6 ) εκπρόσωπος κατόχων ομολόγων τα οποία αποκαλούνται «Floating Rate Equity-Linked Subordinated Hybrid-FRESH» 2008 (στο εξής: ομόλογα FRESH), οι δε λοιποί προσφεύγοντες ( 7 ) κάτοχοι των ομολόγων αυτών.

4.

Τα εν λόγω ομόλογα εκδόθηκαν το 2008 στο πλαίσιο της ακόλουθης συναλλαγής:

η BMPS προέβη σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 950 εκατομμυρίων ευρώ με αποκλειστική κάλυψη από την J. P. Morgan Securities Ltd (στο εξής: JPM), η οποία ενεγράφη για μετοχές της BMPS, ήτοι τις «μετοχές FRESH», και συνήψε με την BMPS σύμβαση επικαρπίας, σύμφωνα με την οποία η ίδια η JPM διατηρεί την ψιλή κυριότητα των ως άνω μετοχών, ενώ η BMPS έχει δικαίωμα επικαρπίας, καθώς και συμφωνία ανταλλαγής εταιριών (στο εξής: συμβάσεις FRESH)·

η JPM έλαβε τα αναγκαία κεφάλαια για την εγγραφή για τις μετοχές FRESH από την Bank of New-York Mellon (Λουξεμβούργο), η οποία αντικαταστάθηκε από τη Mitsubishi UFJ Investor Services & Banking SA (Λουξεμβούργο) (στο εξής: MUFJ)· η τελευταία εξέδωσε, δυνάμει του λουξεμβουργιανού δικαίου, τα ομόλογα FRESH, ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ·

βάσει μιας συμφωνίας ανταλλαγής μεταξύ της JPM και της MUFJ και μιας καταπιστευτικής σύμβασης μεταξύ της τελευταίας και των κατόχων των ομολόγων FRESH ( 8 ), τις οποίες οι προσφεύγοντες χαρακτηρίζουν ως «μέσα FRESH», τα ποσά που εισπράττει η JPM εκ μέρους της BMPS δυνάμει των συμβάσεων FRESH μεταβιβάζονται στην MUFJ και, εν συνεχεία, στους κατόχους ομολόγων FRESH υπό τη μορφή τοκομεριδίων.

5.

Οι ιταλικές αρχές εξέδωσαν, εντός του 2016, την πράξη νομοθετικού περιεχομένου 237/2016 ( 9 ), η οποία καθορίζει το νομικό πλαίσιο για την ενίσχυση ρευστότητας και τις προληπτικές ανακεφαλαιοποιήσεις ( 10 ), και κοινοποίησαν, εντός του 2017, στην Επιτροπή ενίσχυση για την ανακεφαλαιοποίηση της BMPS ύψους 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση) ( 11 ), συνοδευόμενη από σχέδιο αναδιάρθρωσης και δεσμεύσεις ( 12 ).

6.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, με τα οποία τα ίδια κεφάλαια, το υβριδικό κεφάλαιο και οι μετοχές μειωμένης εξασφάλισης συνέβαλλαν στην αντιστάθμιση των ζημιών που είχε ενδεχομένως υποστεί η BMPS πριν από τη χορήγηση της κρατικής ενισχύσεως. Τα μέτρα αυτά περιλάμβαναν την ακύρωση των συμβάσεων FRESH.

7.

Στην επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ ( 13 ), λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («Τραπεζική ανακοίνωση») ( 14 ) και την οδηγία 2014/59/ΕΕ ( 15 ).

8.

Όσον αφορά, ειδικότερα, το συμβατό της επίδικης ενισχύσεως προς την τραπεζική ανακοίνωση, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο καταμερισμός των επιβαρύνσεων των κατόχων μετοχών και τίτλων μειωμένης εξασφάλισης ήταν ο ενδεδειγμένος, καθόσον περιόριζε στο ελάχιστο το κόστος αναδιάρθρωσης και το ποσό της ενισχύσεως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τραπεζικής ανακοίνωσης ( 16 ).

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

9.

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 2018, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

10.

Προς στήριξη της προσφυγής αυτής, οι προσφεύγοντες προέβαλαν πέντε λόγους ακυρώσεως, από τους οποίους ο τελευταίος αφορά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 2015/1589, καθώς και προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους, καθόσον η Επιτροπή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, ενώ υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων που περιλαμβάνονται στην επίμαχη ενίσχυση ( 17 ).

11.

Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαΐου 2018, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως αυτής στις 10 Ιουλίου 2018, οι δε διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2020.

12.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να αποφανθεί επί της ουσίας, απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή ( 18 ). Αφού διαπίστωσε, στις σκέψεις 35 έως 41 της ως άνω αποφάσεως, ότι οι προσφεύγοντες είχαν την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου» και του «ενδιαφερόμενου μέρους», κατά την έννοια, αντιστοίχως, του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν, αφενός, έννομο συμφέρον ( 19 ) και, αφετέρου, ενεργητική νομιμοποίηση, καθόσον η επίδικη απόφαση τους αφορούσε άμεσα και ατομικά ως «ενδιαφερομένους» και «ενδιαφερόμενα μέρη» ( 20 ).

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

13.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αποφανθεί το ίδιο επί της προσφυγής σε πρώτο βαθμό και να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, καθώς και να καταδικάσει τους προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό στα δικαστικά έξοδα.

14.

Οι προσφεύγοντες πρωτοδίκως και νυν αναιρεσίβλητοι ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15.

Οι διάδικοι απάντησαν επίσης στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 7 Απριλίου 2022.

Ανάλυση

16.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή των προσφευγόντων σε πρώτο βαθμό, καθόσον έκρινε ότι είχαν έννομο συμφέρον και νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να την ασκήσουν δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Όσον αφορά ειδικότερα την ενεργητική νομιμοποίηση, κρίθηκε ότι οι προσφεύγοντες πρωτοδίκως ζήτησαν παραδεκτώς την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως ως «ενδιαφερόμενα μέρη» και προκειμένου να διασφαλίσουν την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

17.

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έναν μοναδικό λόγο αναιρέσεως, σύμφωνα με τον οποίον το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως χαρακτήρισε τους προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό ως «ενδιαφερόμενα μέρη».

18.

Κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, θα ακολουθήσω ως επί το πλείστον τη διάρθρωση των επιχειρημάτων γύρω από τρία σημεία, την οποία ακολούθησαν οι διάδικοι. Αρχικώς, θα αναλύσω την έννοια της ενεργητικής νομιμοποίησης των «ενδιαφερόμενων μερών» στο δίκαιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, στη συνέχεια, θα εξετάσω την εφαρμογή της έννοιας των «ενδιαφερόμενων μερών» από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, και, τέλος, θα ασχοληθώ εν συντομία με τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι οι διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν επηρεάζουν την ενεργητική νομιμοποίηση των αναιρεσιβλήτων.

Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης των «ενδιαφερόμενων μερών» στο δίκαιο της Ένωσης και στη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

19.

Πρώτον, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή κρίνει ότι ένα σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, κινεί αμελλητί την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση «αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους».

20.

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589 προβλέπει ένα στάδιο προκαταρκτικής εξέτασης των μέτρων ενισχύσεως, το οποίο έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια αρχική γνώμη σχετικά με το αν τα μέτρα αυτά έχουν χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως, καθώς και με το αν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, εκδίδει απόφαση για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων ( 21 ).

21.

Δεύτερον, όσον αφορά το παραδεκτό προσφυγής κατά μιας τέτοιας αποφάσεως, επισημαίνω, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του άρθρου αυτού, να ασκεί προσφυγή, μεταξύ άλλων, κατά των πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά.

22.

Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων που εκδίδεται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589 αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού αυτού. Ειδικότερα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού μπορούν να διασφαλίσουν την τήρηση των εγγυήσεων αυτών μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν μια τέτοια απόφαση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ( 22 ).

23.

Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση είναι απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων και οι προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό επικαλέστηκαν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους ( 23 ), αρκεί να αποδείξουν ότι έχουν την ιδιότητα των ενδιαφερόμενων μερών προκειμένου να θεωρηθεί ότι νομιμοποιούνται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

24.

Τρίτον, υπενθυμίζω ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, νοείται ως ενδιαφερόμενο μέρος, μεταξύ άλλων, κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, και ιδίως ο δικαιούχος της ενισχύσεως, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις ( 24 ). Πρόκειται, επομένως, για απροσδιόριστο αριθμό αποδεκτών ( 25 ). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για να χαρακτηριστεί ένα πρόσωπο, μια επιχείρηση ή μια ένωση επιχειρήσεων «ενδιαφερόμενο μέρος», πρέπει να καταδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι η ενίσχυση υπάρχει κίνδυνος να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της ή επί των προσώπων τα οποία εκπροσωπεί ( 26 ).

25.

Εν προκειμένω, οι αναιρεσίβλητοι δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των «ενδιαφερόμενων μερών» που αναφέρονται ρητώς και ενδεικτικά στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ του κανονισμού 2015/1589 ( 27 ). Συνεπώς, τίθεται το ζήτημα κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος η επίμαχη ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς τους.

26.

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ως ενδιαφερόμενα μέρη μόνον τους προσφεύγοντες που καταδεικνύουν ότι η επίμαχη κρατική ενίσχυση μπορεί να έχει συγκεκριμένη επίπτωση «σε σχέση με τον ανταγωνισμό» επί της καταστάσεώς τους, ενώ οι αναιρεσίβλητοι αντιτείνουν ότι, καίτοι ο προσφεύγων πρέπει να καταδείξει ότι το επίμαχο μέτρο έχει δυσμενή επίπτωση επί της καταστάσεώς του, προκειμένου να αποδείξει την ιδιότητά του ως «ενδιαφερόμενου μέρους», δεν απαιτείται η επίπτωση αυτή να συνδέεται με τον ανταγωνισμό.

27.

Τονίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι η συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεως του προσφεύγοντος μπορεί να είναι συνέπεια του ότι θίγεται η ανταγωνιστική του θέση, ακόμη και όταν δεν υπάρχει άμεση σχέση ανταγωνισμού με τον δικαιούχο του επίμαχου μέτρου, όπως στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, των αποφάσεων 3F κατά Επιτροπής ( 28 ) και Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex ( 29 ), τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή.

28.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση 3F κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε κατ’ αρχάς ότι «δεν αποκλείεται μια συνδικαλιστική οργάνωση να θεωρείται ως “ενδιαφερόμενος” κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ [νυν άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ], οσάκις καταδεικνύει ότι η ίδια ή τα μέλη της θίγονται ενδεχομένως, ως προς τα συμφέροντά τους, από τη χορήγηση ενισχύσεως» και ότι «[π]άντως, προέχει η εν λόγω συνδικαλιστική οργάνωση να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι η ενίσχυση υπάρχει κίνδυνος να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της ή επί των ναυτικών τους οποίους εκπροσωπεί» ( 30 ), χωρίς να διευκρινίζει περαιτέρω την ως άνω έννοια της «συγκεκριμένης επίπτωσης». Εν συνεχεία, εφαρμόζοντας την αρχή αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Δικαστήριο επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «ο προσφεύγων οφείλει πάντοτε να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι επηρεάζονται ενδεχομένως τα συμφέροντά του από τη χορήγηση της ενισχύσεως, πράγμα το οποίο του είναι δυνατόν να πράξει καταδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα τελεί σε ανταγωνιστική θέση έναντι άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων οι οποίες δρουν στην ίδια αγορά» ( 31 ).

29.

Στην απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, το Δικαστήριο υπενθύμισε εν πρώτοις την αρχή που διατυπώθηκε στη σκέψη 33 της αποφάσεως 3F κατά Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως ενδιαφερόμενο μέρος, «πρέπει να καταδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι υπάρχει κίνδυνος η ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς της», και εφάρμοσε στη συνέχεια την αρχή αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε ότι οι προσφεύγουσες είχαν την ιδιότητα των ενδιαφερόμενων μερών κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/99 (το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589), διότι, κατ’ ουσίαν, οι ως άνω προσφεύγουσες κατέδειξαν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού, καθώς και το ενδεχόμενο να θιγεί η θέση τους στην αγορά εξαιτίας της χορηγήσεως της αμφισβητηθείσας ενισχύσεως ( 32 ).

30.

Καίτοι από τις δύο ως άνω αποφάσεις προκύπτει ότι η επίπτωση επί της θέσεως του προσφεύγοντος στην αγορά, ανεξαρτήτως του αν αυτός είναι άμεσος ανταγωνιστής του δικαιούχου της προβαλλομένης ως κρατικής ενισχύσεως, αρκεί για να χαρακτηριστεί ο προσφεύγων «ενδιαφερόμενο μέρος», ωστόσο δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτών ότι η εν λόγω επίπτωση απαιτείται προκειμένου να γίνει δεκτός ο ως άνω χαρακτηρισμός.

31.

Φρονώ, άλλωστε, ότι η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από την πλέον πρόσφατη απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής ( 33 ), με την οποία το Δικαστήριο, ακολουθώντας την πρόταση του γενικού εισαγγελέα ( 34 ), απέρριψε ρητώς τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού, διαπιστώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ιδιότητα του «ενδιαφερομένου» και σε οργανισμό ο οποίος δεν είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως, εφόσον αποδείξει ότι τα συμφέροντά του μπορούν να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής, προς τούτο δε, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος η εν λόγω ενίσχυση να έχει «συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του» ( 35 ).

32.

Ωστόσο, καίτοι από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην στην ύπαρξη συγκεκριμένης επιπτώσεως επί της καταστάσεως του προσφεύγοντος σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αλλά στην ύπαρξη συγκεκριμένης επιπτώσεως επί της καταστάσεώς του η οποία μπορεί να είναι ευρύτερη, εξακολουθεί να απαιτείται η διαπίστωση της έκτασης και των ορίων μιας τέτοιας συγκεκριμένης επιπτώσεως.

33.

Προς τον σκοπό αυτόν, φρονώ ότι η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» δεν μπορεί να διευρυνθεί έως του σημείου να περιλαμβάνει κάθε μέρος το οποίο μπορεί να διαπιστώνει επιδείνωση της υλικής του καταστάσεως συγκρίνοντάς την απλώς με την κατάσταση πριν την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, χωρίς η απόφαση αυτή, ή ειδικότερα η κρατική ενίσχυση την οποία η εν λόγω απόφαση κρίνει συμβατή με την εσωτερική αγορά, να είναι η αιτία της εν λόγω καταστάσεως, καθώς κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν, εν τοις πράγμασι, την καθιέρωση «actio popularis». Είναι, επομένως, σκόπιμο, προκειμένου να οριστεί η έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους», να γίνεται αναφορά σε ειδικό συμφέρον, ήτοι σε συμφέρον που σχετίζεται με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και αφορά, ως εκ τούτου, στοιχεία κρίσιμα για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά ( 36 ). Κατά τη γνώμη μου, η υιοθέτηση ευρύτερης ερμηνείας θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών.

34.

Είμαι της γνώμης ότι ένα τέτοιο ειδικό συμφέρον, ήτοι συμφέρον συνδεόμενο με την εφαρμογή των κανόνων περί ενισχύσεων, θα μπορούσε να διαπιστωθεί στην περίπτωση που ο προσφεύγων θίγεται (ή υπάρχει κίνδυνος να θιγεί) από τη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως, όταν δηλαδή η ενίσχυση αυτή, όπως εγκρίθηκε από την Επιτροπή στην απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ( 37 ), υπάρχει κίνδυνος να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του ( 38 ), ανεξαρτήτως οποιασδήποτε (πραγματικής και δυνητικής) σχέσης ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με τον δικαιούχο της ενισχύσεως ή οποιασδήποτε επιπτώσεως σε σχέση με τον ανταγωνισμό ( 39 ).

35.

Συναφώς, θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ σε πρόσφατη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 40 ), στην οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε την ιδιότητα των «ενδιαφερόμενων μερών» σε προσφεύγοντες, όπως έναν αλιευτικό συνεταιρισμό και αλιευτικές επιχειρήσεις ή κυβερνήτες αλιευτικών σκαφών, οι οποίοι προσέβαλαν απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων με την οποία η Επιτροπή έκρινε συμβατά με την εσωτερική αγορά έξι γαλλικά έργα υπεράκτιων αιολικών πάρκων, ευρισκομένων εντός θαλάσσιων ζωνών τις οποίες εκμεταλλεύονταν για τους σκοπούς της αλιείας οι προσφεύγοντες αλιείς.

36.

Στην υπόθεση εκείνη, οι προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν προέβαλαν σχέση ανταγωνισμού με τους δικαιούχους της επίμαχης ενισχύσεως, υποστήριξαν ότι υπήρχε κίνδυνος οι επίμαχες ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς τους, ιδίως λόγω των σχεδιαζόμενων κανονιστικών περιορισμών της ναυσιπλοΐας στις ζώνες που αφορούσαν τα έργα αυτά και της δυνητικώς αρνητικής επίδρασης των εν λόγω έργων στο θαλάσσιο περιβάλλον και στους αλιευτικούς πόρους ( 41 ). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν τον κίνδυνο οι εν λόγω ενισχύσεις να έχουν συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς τους, διότι, κατ’ ουσίαν, ο μηχανισμός χορήγησης των ενισχύσεων αυτών δεν συνδεόταν με τον αντίκτυπο που οι προσφεύγοντες αλιείς ισχυρίστηκαν ότι θα έχουν τα επίμαχα έργα επί των δραστηριοτήτων τους ( 42 ).

37.

Με την επιφύλαξη των προτάσεών μου στην εν λόγω υπόθεση, η οποία επί του παρόντος κρίνεται κατ’ αναίρεση ( 43 ), η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην ως άνω υπόθεση φρονώ ότι επιβεβαιώνει ότι, μέχρι τούδε, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης, αναγνωρίζοντας, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού του «ενδιαφερόμενου μέρους», τη δυνατότητα να προβάλλεται συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεως του προσφεύγοντος μη σχετιζόμενη κατ’ ανάγκην με τη θέση του στην αγορά, αποκλείει τη δυνατότητα διεύρυνσης του χαρακτηρισμού αυτού ώστε να περιλαμβάνει καταστάσεις στις οποίες η επίπτωση αυτή δεν σχετίζεται άμεσα με την επίμαχη ενίσχυση –συμπεριλαμβανομένων όλων των κρίσιμων στοιχείων για το συμβατό της ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά– και, συνεπώς, με την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ως προς την εν λόγω ενίσχυση.

38.

Εν κατακλείδι, φρονώ ότι η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» απαιτεί την απόδειξη συγκεκριμένης επιπτώσεως επί της καταστάσεως του ως άνω μέρους, η οποία να σχετίζεται με την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και, ειδικότερα, με τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως. Με άλλα λόγια, αν η ενίσχυση αυτή, όπως εγκρίθηκε με την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, αποτελεί την αιτία λόγω της οποίας θίγεται ο προσφεύγων, ο τελευταίος μπορεί να χαρακτηριστεί «ενδιαφερόμενο μέρος».

39.

Κατά τη γνώμη μου, σημαντικές ενδείξεις προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να αντληθούν από την ίδια την επίδικη απόφαση. Πράγματι, καθόσον από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, έλαβε υπόψη τα συμφέροντα ορισμένων μερών ή τις συνέπειες της ενισχύσεως αυτής για άλλα μέρη (όπως συμβαίνει στην περίπτωση των δεσμεύσεων), το γεγονός αυτό συμβάλλει στον προσδιορισμό ενός περιορισμένου κύκλου προσώπων των οποίων τα συμφέροντα θίγονται από την απόφαση αυτή ( 44 ).

Επί της ιδιότητας των προσφευγόντων πρωτοδίκως ως «ενδιαφερόμενων μερών»

40.

Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεώς της, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες νομιμοποιούνταν ενεργητικώς, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να αμφισβητήσουν την επίδικη απόφαση, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ενδιαφερόμενα μέρη» απλώς και μόνον λόγω της οικονομικής ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, ως κάτοχοι ομολόγων FRESH, εξαιτίας των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων που εφάρμοσε η Ιταλική Δημοκρατία στους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης της BMPS. Συνεπώς, κατά την ίδια, το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε υπερβολικά ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους», περιλαμβάνοντας σε αυτήν όχι μόνον τις οντότητες για τις οποίες η κρατική ενίσχυση θα μπορούσε να έχει συνέπειες σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αλλά και τις οντότητες που αμφισβητούν άλλες πτυχές της ενισχύσεως αυτής, οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με τον ανταγωνισμό.

41.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι «ενδιαφερόμενα μέρη» ( 45 ) και ότι προέβαλαν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους ( 46 ). Ουσιαστικά, χωρίς να χαρακτηρίσει τους προσφεύγοντες ως πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως ή να επισημάνει ότι υπήρχε κίνδυνος η επίδικη απόφαση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς τους «σε σχέση με τον ανταγωνισμό», το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω ενίσχυση ενέχει τον κίνδυνο τέτοιας επιπτώσεως επειδή οι δεσμεύσεις των ιταλικών αρχών και, μεταξύ άλλων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης που προκάλεσε την προβαλλόμενη οικονομική ζημία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω ενισχύσεως και, για τον λόγο αυτόν, εξετάστηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτίμησης του συμβατού με την εσωτερική αγορά, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν καθεαυτό το συμβατό των εν λόγω μέτρων με την εσωτερική αγορά ( 47 ).

42.

Η κύρια δυσκολία της υπόθεσης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες σε πρώτο βαθμό δεν θίγονται από τα επίμαχα μέτρα, ήτοι από τη στήριξη της ρευστότητας και την ανακεφαλαιοποίηση υπέρ της BMPS, αλλά μάλλον από τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, τα οποία αποτελούν μέρος των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές για την έγκριση της επίμαχης ενισχύσεως και που συνθέτουν τη δέσμη των μέτρων που κοινοποιήθηκαν από τις εν λόγω αρχές και εγκρίθηκαν από την Επιτροπή.

43.

Υπό το πρίσμα της νομολογίας που εξετάζεται στα σημεία 22 έως 37 των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με τη διαπίστωση ότι οι προβληθείσες περιστάσεις αρκούσαν για να χαρακτηριστούν οι προσφεύγοντες «ενδιαφερόμενα μέρη».

44.

Ειδικότερα, είναι αληθές, κατ’ αρχάς, ότι η ακύρωση των συμβάσεων FRESH, η οποία επέφερε την απώλεια κερδών από την πληρωμή των τοκομεριδίων που συνδέονται με τα ομόλογα FRESH στην κατοχή των προσφευγόντων, ήταν συνέπεια της αποφάσεως των ιταλικών αρχών να εξετάσουν το ενδεχόμενο καταμερισμού των επιβαρύνσεων σε σχέση με τους μετόχους και τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης της BMPS στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης της τελευταίας. Είναι επίσης αληθές ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν καταρχήν το συμβατό των επίμαχων μέτρων με την εσωτερική αγορά.

45.

Εντούτοις, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο ( 48 ), τα επίμαχα μέτρα και οι δεσμεύσεις συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, καθόσον οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούν προϋπόθεση για την αναγνώριση του συμβατού με την εσωτερική αγορά ( 49 ). Ειδικότερα, από τα σημεία 41, 43 και 44 της τραπεζικής ανακοίνωσης προκύπτει ότι ο κατάλληλος καταμερισμός των επιβαρύνσεων από τον οποίον εξαρτά η ως άνω ανακοίνωση τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως συνεπάγεται, κατά προτεραιότητα, την απορρόφηση των ζημιών από τα ίδια κεφάλαια και, ακολούθως, καταρχήν, τη συμβολή των πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης ( 50 ).

46.

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης της BMPS ήταν ανεξάρτητα από την κρατική ενίσχυση και αποτελούσαν ελεύθερη επιλογή των ιταλικών αρχών. Πράγματι, υπενθυμίζω ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της επίμαχης ενισχύσεως, όπως αυτή κοινοποιήθηκε από τις ιταλικές αρχές και εγκρίθηκε από την Επιτροπή, και ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση του συμβατού των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά ( 51 ).

47.

Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων δεν συνιστούν απλή «πραγματική συνθήκη» για την έγκριση της Επιτροπής, αλλά μάλλον προϋπόθεση που επιβλήθηκε από την Επιτροπή με την τραπεζική ανακοίνωση, προκειμένου η κοινοποιηθείσα ενίσχυση να κριθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά ( 52 ).

48.

Ειδικότερα, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η συμμόρφωση με τις διατάξεις περί καταμερισμού των επιβαρύνσεων της ως άνω ανακοίνωσης αρκούσε, αλλά δεν ήταν αναγκαία προκειμένου να κρίνει η Επιτροπή την επίμαχη ενίσχυση σύμφωνη με την εσωτερική αγορά, καθώς και ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να μην προτείνουν στην Επιτροπή τα προβλεπόμενα στην εν λόγω ανακοίνωση μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, εάν έχουν άλλες ιδέες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ποιες «άλλες ιδέες» ή «εξατομικευμένα» μέτρα που προβάλλει το εν λόγω θεσμικό όργανο θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη βασική αρχή του καταμερισμού των επιβαρύνσεων, η οποία διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στο σύστημα που θεσπίστηκε με την ίδια ανακοίνωση για την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ιδίως υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης, όπου η παρέμβαση των ιταλικών αρχών προκειμένου να μην πτωχεύσει η BMPS και η συνακόλουθη ανάγκη έγκρισης της Επιτροπής είχαν εξαιρετικώς επείγοντα χαρακτήρα.

49.

Περαιτέρω, είναι επίσης αληθές, όπως επισημαίνει επικουρικώς η Επιτροπή, ότι οι προσφεύγοντες δεν κατέχουν οι ίδιοι μετοχές FRESH (οι οποίες εκδόθηκαν από την BMPS και για τις οποίες ενεγράφη η JPM) και δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη στις (συναφθείσες μεταξύ της BMPS και της JPM) συμβάσεις FRESH, οι οποίες ακυρώθηκαν κατόπιν των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων, αλλά κατέχουν ομόλογα FRESH (τα οποία εκδόθηκαν από τη MUFJ για να παράσχουν στην JPM τα κεφάλαια που της ήταν απαραίτητα για την εγγραφή της για τις μετοχές FRESH).

50.

Ωστόσο, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της αλληλεξάρτησης μεταξύ των διάφορων συμβατικών δεσμών στους οποίους στηρίζονται τα μέσα FRESH, η ακύρωση των συμβάσεων FRESH μπορούσε να προκαλέσει οικονομική απώλεια στους προσφεύγοντες πρωτοδίκως λόγω των απωλειών από τη μη πληρωμή των τοκομεριδίων που συνδέονται με τα ομόλογα FRESH και, ως εκ τούτου, υπήρχε κίνδυνος η έκδοση της επίδικης αποφάσεως να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς τους. Φρονώ, επομένως, ότι η επίμαχη ενίσχυση, όπως κοινοποιήθηκε από τις ιταλικές αρχές και κρίθηκε με την επίδικη απόφαση σύμφωνη με την εσωτερική αγορά, αν συμπεριληφθούν σε αυτήν οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές για την ως άνω αναγνώριση του συμβατού με την εσωτερικής αγορά, προξενεί ζημία στους προσφεύγοντες ( 53 ).

51.

Τέλος, είμαι της γνώμης ότι η διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 54 ) και η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 55 ), τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, ουδόλως μεταβάλλουν την εκτίμηση αυτή ( 56 ). Ειδικότερα, στη διάταξη Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι κάτοχοι ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης μιας τράπεζας, τα οποία απαλλοτριώθηκαν στο πλαίσιο μέτρου εθνικοποίησης της ίδιας τράπεζας, δεν έχουν έννομο συμφέρον για την αμφισβήτηση αποφάσεως της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων σχετικά με δύο μέτρα ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ως άνω εθνικοποίησης ( 57 ), ωστόσο η εκτίμηση αυτή δεν ασκεί επιρροή για την ερμηνεία της διαφορετικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης ( 58 ). Στην υπόθεση BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι κάτοχοι ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης μιας τράπεζας, η αξία των οποίων είχε μειωθεί λόγω της υπαγωγής της τράπεζας αυτής σε διαδικασία εξυγίανσης, δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικώς να αμφισβητήσουν απόφαση της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων σχετικά με μέτρο ενισχύσεως που κοινοποιήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας εξυγίανσης ( 59 ). Ειδικότερα, στην απόφαση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μείωση της αξίας των επίμαχων ομολόγων οφειλόταν στην απόφαση των εθνικών αρχών να υπαγάγουν την τράπεζα σε διαδικασία εξυγίανσης –έναντι της οποίας δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, λαμβανομένης υπόψη της ελλειμματικής οικονομικής κατάστασης της εν λόγω τράπεζας– και όχι στη χορήγηση της επίμαχης ενισχύσεως, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, στην οποία η ακύρωση των συμβάσεων FRESH είναι συνέπεια των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινοποιηθείσας και εγκριθείσας επίμαχης ενισχύσεως.

52.

Εν κατακλείδι, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν έκρινε την προσφυγή παραδεκτή, απορρίπτοντας την προβληθείσα εκ μέρους της ένσταση απαραδέκτου.

Επί του αλυσιτελούς των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για την εκτίμηση της ύπαρξης ενεργητικής νομιμοποίησης των αναιρεσιβλήτων

53.

Η Επιτροπή δεν προβάλλει αυτοτελή λόγο ακυρώσεως, αλλά διευκρινίζει απλώς ότι το γεγονός ότι οι αναιρεσίβλητοι κίνησαν ένδικη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου κατά της καταγγελίας των συμβάσεων FRESH από την BMPS δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθούν «ενδιαφερόμενα μέρη» και δεν τους προσδίδει ενεργητική νομιμοποίηση προκειμένου να αμφισβητήσουν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Οι διαδικασίες αυτές ασκούν επιρροή μόνον για την εξέταση του έννομου συμφέροντος των αναιρεσιβλήτων, το οποίο συνιστά προϋπόθεση διαφορετική από εκείνη της ενεργητικής νομιμοποίησης που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

54.

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδεμία συνέπεια συνήγαγε από τις εν λόγω ένδικες διαδικασίες όσον αφορά την ιδιότητα των αναιρεσιβλήτων ως ενδιαφερόμενων μερών, κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589.

55.

Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω και, ως εκ τούτου, προβάλλεται αλυσιτελώς.

Επί των δικαστικών εξόδων

56.

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ανωτέρω Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

57.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, προτείνω να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Πρόταση

58.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) T-161/18 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:102).

( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).

( 4 ) Απόφαση C(2017) 4690 τελικό, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.47677 (2017/N) – Ιταλία, νέα ενίσχυση και τροποποιημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης της Banca Monte dei Paschi di Siena (στο εξής: επίδικη απόφαση).

( 5 ) Όπως θα εξηγήσω, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια των «ενδιαφερομένων» του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ συμπίπτει με την έννοια του «ενδιαφερόμενου μέρους» του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589 (βλ. υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων). Στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, όπου δεν είναι απαραίτητη η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, θα χρησιμοποιώ εν γένει τον όρο «ενδιαφερόμενο(α) μέρος(η)».

( 6 ) Ο Anthony Braesch.

( 7 ) Trinity Investments DAC, Bybrook Capital Master Fund LP, Bybrook Capital Hazelton Master Fund LP και Bybrook Capital Badminton Fund LP.

( 8 ) Αμφότερες οι συμβάσεις αυτές διέπονται από το λουξεμβουργιανό δίκαιο.

( 9 ) Decreto-legge n. 237 – Disposizioni urgenti per la tutela del risparmio nel settore creditizio (πράξη νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 237, περί επειγουσών διατάξεων για την προστασία των αποταμιεύσεων στον πιστωτικό τομέα), της 23ης Δεκεμβρίου 2016 (GURI αριθ. 299, της 23ης Δεκεμβρίου 2016), η οποία κυρώθηκε σε νόμο και τροποποιήθηκε με τον legge di conversione (νόμο περί μετατροπής), της 17ης Φεβρουαρίου 2017 (GURI αριθ. 43, της 21ης Φεβρουαρίου 2017).

( 10 ) Η παρέμβαση αυτή του Ιταλού νομοθέτη έλαβε χώρα μετά από άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων η οποία διενεργήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο εντός του 2016 από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ) και από την οποία προέκυψε, μεταξύ άλλων, κεφαλαιακό έλλειμμα της BMPS στην περίπτωση του δυσμενούς σεναρίου. Είχε προηγηθεί ενίσχυση αναδιάρθρωσης της Ιταλικής Δημοκρατίας προς την BMPS, με σχέδιο αναδιάρθρωσης και ορισμένες δεσμεύσεις, την οποία είχε ήδη εγκρίνει η Επιτροπή το 2013 και η οποία επεστράφη πλήρως από την BMPS το 2015.

( 11 ) Η ενίσχυση αυτή αποτελούνταν από δύο μέτρα ενίσχυσης υπέρ της BMPS (στο εξής: επίμαχα μέτρα). Το πρώτο συνίστατο σε ενίσχυση ρευστότητας ύψους δεκαπέντε δισεκατομμυρίων ευρώ υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τα χρέη υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας και το δεύτερο συνίστατο σε ενίσχυση για την προληπτική ανακεφαλαιοποίηση της BMPS ύψους 5,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία μνημονεύθηκε στο σημείο 5 των παρουσών προτάσεων.

( 12 ) Της ως άνω κοινοποίησης προηγήθηκε αίτηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης υπό τη μορφή προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης δυνάμει της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 237/2016, την οποία υπέβαλε η MBPS μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να συγκεντρώσει νέα ιδιωτικά κεφάλαια. Ήδη εντός του 2016, μετά από δήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι η MBPS ήταν φερέγγυα, η Επιτροπή είχε εγκρίνει προσωρινά ατομική ενίσχυση ρευστότητας ύψους δεκαπέντε δισεκατομμυρίων ευρώ υπέρ της BMPS, βάσει των δεσμεύσεων που προσφέρθηκαν να αναλάβουν οι ιταλικές αρχές, οι οποίες δεσμεύθηκαν να υποβάλουν σχέδιο αναδιάρθρωσης εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη χορήγηση των εγγυήσεων, εκτός αν η ενίσχυση επιστρεφόταν εντός της ίδιας αυτής προθεσμίας.

( 13 ) Κατά τη διάταξη αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά, μεταξύ άλλων, οι ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους.

( 14 ) ΕΕ 2013, C 216, σ. 1 (στο εξής: τραπεζική ανακοίνωση).

( 15 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190). Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι οι όροι υπό τους οποίους ελήφθησαν τα μέτρα ενισχύσεως ήταν σύμφωνοι με την εξαίρεση του άρθρου 32, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

( 16 ) Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορούσε να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της BMPS και περιλάμβανε επαρκή μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, καθώς και επαρκείς εγγυήσεις για τον περιορισμό των αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Επισήμανε επίσης ότι εξασφαλιζόταν η δέουσα εποπτεία της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

( 17 ) Όσον αφορά τους τέσσερις πρώτους λόγους ακυρώσεως, με τον πρώτο προβαλλόταν παράβαση του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), και έλλειψη αιτιολογίας, με τον δεύτερο ότι η Επιτροπή παρανόμως απαίτησε την ακύρωση των συμβάσεων FRESH, με τον τρίτο ότι η επίδικη απόφαση εισήγε δυσμενή διάκριση εις βάρος των κατόχων των ομολόγων FRESH και με τον τέταρτο ότι η Επιτροπή, εγκρίνοντας την εφαρμογή μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων στα μέσα FRESH, προσέβαλε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των κατόχων των ομολόγων FRESH.

( 18 ) Με την έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο, προφανώς, θέλησε να προσδώσει ευρύτερη εμβέλεια στην απόφασή του.

( 19 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 43 έως 55).

( 20 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 56 έως 63).

( 21 ) Αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσον συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά, οφείλει να εκδώσει απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού, η απόφαση αυτή καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας.

( 22 ) Πρβλ. απόφαση της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C‑83/09 P, στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, EU:C:2011:341, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε χωρίς η Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματά του (πρβλ. απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 59). Απεναντίας, στην περίπτωση που ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο αυτής καθεαυτήν της αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως, το γεγονός και μόνον ότι αυτός μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφερόμενος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, επομένως, να αποδείξει ότι η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, κατά την έννοια της αποφάσεως της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17), κατά την οποία άλλα υποκείμενα δικαίου πέραν των αποδεκτών μιας αποφάσεως μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν τα επηρεάζει λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (πρβλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Για την εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με το παραδεκτό των προσφυγών τρίτων κατά αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, βλέπε, μεταξύ άλλων, Nehl, H. P., «Direct Actions and Judicial Review before the Union Courts», State Aid Law of the European Union, Οξφόρδη, 2016, σ. 419.

( 23 ) Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής.

( 24 ) Για λόγους πληρότητας, διευκρινίζω ότι το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, στον ορισμό της έννοιας του «ενδιαφερόμενου μέρους», επαναλαμβάνει την έννοια των «ενδιαφερομένων» του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όπως αυτή προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C-647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία προ της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 659/99 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1) (του κειμένου που προηγήθηκε του κανονισμού 2015/1589), οι «ενδιαφερόμενοι», υπό την έννοια του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), οι οποίοι επομένως μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ), να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως διότι η απόφαση τους αφορά άμεσα και ατομικά, είναι τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα θίγονται, ενδεχομένως, από τη χορήγηση της ενισχύσεως, ιδίως δε οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις των δικαιούχων της ενισχύσεως αυτής και οι επαγγελματικές οργανώσεις [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής (323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16), και της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 41)].

( 25 ) Πρβλ. αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 1984, Intermills κατά Επιτροπής (323/82, EU:C:1984:345, σκέψη 16), και Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (σκέψη 63).

( 26 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής (C‑319/07 P, στο εξής: απόφαση 3F κατά Επιτροπής, EU:C:2009:435, σκέψη 33), και Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (σκέψη 65).

( 27 ) Η διάταξη αυτή παραπέμπει «ιδίως» στις μνημονευόμενες κατηγορίες προσώπων, ήτοι στον δικαιούχο της επίμαχης ενισχύσεως, στις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και στις επαγγελματικές ενώσεις.

( 28 ) Στην υπόθεση εκείνη, η προσφεύγουσα ήταν συνδικαλιστική οργάνωση η οποία διαπραγματεύεται τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στις επιχειρήσεις το εργατικό δυναμικό και η οποία υποστήριξε ότι τα μέτρα ενισχύσεως που αποσκοπούσαν, κατ’ ουσίαν, στην ευνοϊκή μεταχείριση των ναυτικών που απασχολούνταν σε πλοία εγγεγραμμένα στο διεθνές νηολόγιο της Δανίας ήταν ικανά να επηρεάσουν την ανταγωνιστική της θέση έναντι άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων ναυτικών, τα μέλη των οποίων ήταν δικαιούχοι των ως άνω μέτρων.

( 29 ) Στην υπόθεση αυτή, οι προσφεύγουσες ήταν επιχειρήσεις που αγόραζαν την ίδια πρώτη ύλη με τη δικαιούχο της ενισχύσεως, ήτοι ακατέργαστη ξυλεία, και οι οποίες υποστήριξαν ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην ως άνω δικαιούχο μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστική τους θέση στην εν λόγω αγορά ακατέργαστης ξυλείας.

( 30 ) Απόφαση 3F κατά Επιτροπής (σκέψη 33).

( 31 ) Απόφαση 3F κατά Επιτροπής (σκέψη 59.) Δεν είναι, άλλωστε, βέβαιο ότι στο ως άνω απόσπασμα το Δικαστήριο αναφέρεται στην «ανταγωνιστική θέση» υπό την έννοια που της προσδίδει η Επιτροπή, ήτοι στον πραγματικό ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

( 32 ) Απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (σκέψεις 65 έως 71).

( 33 ) C-647/19 P (EU:C:2021:666).

( 34 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής (C-647/19 P, EU:C:2021:347, σημεία 30 και 31 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 35 ) Βλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής (C‑647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεν θεωρώ επίσης ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προσφεύγοντες μπορούσαν να θεωρηθούν δυνητικοί ανταγωνιστές του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως. Ειδικότερα, είναι αληθές ότι στην απόφαση εκείνη το Δικαστήριο υπενθυμίζει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η αναιρεσείουσα είναι ένωση της οποίας ο σκοπός (εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος) δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό (μεγιστοποίηση των κερδών) του δικαιούχου της ενισχύσεως. Κατά τη γνώμη μου, σκοπός του Δικαστηρίου δεν ήταν να στηρίξει την εκτίμησή του σε μια κατάσταση δυνητικού ανταγωνισμού, αλλά να δικαιολογήσει το γεγονός ότι η χορήγηση της ενισχύσεως στον συγκεκριμένο δικαιούχο μπορεί να «θίξει τα συμφέροντα» (όχι κατ’ ανάγκην οικονομικά, δεδομένου ότι πρόκειται για ένωση που επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος) της αναιρεσείουσας και των μελών της (σκέψεις 66 και 67 της εν λόγω αποφάσεως). Εν πάση περιπτώσει, στη σκέψη 57 της ίδιας αποφάσεως (η οποία επαναλαμβάνει το σημείο 30 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, C-647/19 P, EU:C:2021:347), το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να αναγνωριστεί η ιδιότητα του «ενδιαφερομένου» και σε οργανισμό ο οποίος δεν είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως και ότι, προς τούτο, ο οργανισμός αυτός οφείλει να αποδείξει ότι υπάρχει κίνδυνος η εν λόγω ενίσχυση να έχει συγκεκριμένη επίπτωση επί της καταστάσεώς του, χωρίς να διευκρινίζει την έννοια αυτή της «συγκεκριμένης επίπτωσης». Ομοίως, στο σημείο 31 των προτάσεών του, ο γενικός εισαγγελέας επισημαίνει σαφώς ότι «η ιδιότητα του “ενδιαφερόμενου μέρους” δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού» και αποκλείει το ενδεχόμενο το Γενικό Δικαστήριο να υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας την αναιρεσείουσα ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ είχε προηγουμένως διαπιστώσει ότι αυτή «ουδόλως δραστηριοποιούνταν στις αγορές τις οποίες αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα».

( 36 ) Αυτή η περίσταση, άλλωστε, καθιστά λυσιτελείς τις πληροφορίες που θα μπορούσε να προσκομίσει και τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να προβάλει, ενδεχομένως, το ως άνω μέρος κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.

( 37 ) Η οποία περιλαμβάνει, επομένως, όχι μόνον τα μέτρα κρατικής στήριξης υπό αυστηρή έννοια, αλλά και όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την έγκριση της ενισχύσεως ως συμβατής με την εσωτερική αγορά.

( 38 ) Πρβλ. απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής (C-647/19 P, EU:C:2021:666, σκέψη 57).

( 39 ) Βεβαίως, δεδομένου ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει διευκρινίσει μέχρι τούδε το σημείο αυτό, φρονώ ότι θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτή η ερμηνεία της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία, κατ’ ουσίαν, καθόσον ο σκοπός που επιδιώκεται από τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων (και ο οποίος δικαιολογεί την αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα αυτόν) είναι η προστασία του ανταγωνισμού, η δε ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου μέρους» αποτελεί απλώς ειδική έκφανση του οριζόμενου στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ κριτηρίου περί πράξεων που αφορούν άμεσα και ατομικά τον προσφεύγοντα, μόνον η επίπτωση που σχετίζεται με τον ανταγωνισμό είναι κρίσιμη για την εκτίμηση της ενεργητικής νομιμοποίησης του προσφεύγοντος. Πλην όμως, κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία αυτή θα συνεπαγόταν υπερβολικά περιοριστική εφαρμογή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της προσφυγής κατά αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων. Επιπλέον, φρονώ ότι ο συσχετισμός της έννοιας του ρήματος θίγω, ο οποίος εισήχθη από τη νομολογία και μεταφέρθηκε στο άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, με την ύπαρξη επιπτώσεως επί της καταστάσεως του προσφεύγοντος σε σχέση με τον ανταγωνισμό θα αποτελούσε, στην πράξη, την απόδειξη ότι νοθεύεται [θίγεται] ο ανταγωνισμός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (ακόμη και αν πρόκειται για διαφορετική αγορά από εκείνη που επηρεάζεται από το προβαλλόμενο ως κρατική ενίσχυση μέτρο), γεγονός που, πέραν της πολυπλοκότητάς του, θα μπορούσε να υπερβεί το αναγκαίο (και επαρκές) μέτρο για την εξέταση του παραδεκτού μιας προσφυγής και να προδικάσει, σε ορισμένο βαθμό, την εκτίμηση του βασίμου της προσφυγής (τουλάχιστον όσον αφορά τις συνέπειες του προβαλλόμενου ως κρατική ενίσχυση μέτρου στην αγορά).

( 40 ) T-777/19 (EU:T:2021:588, υπό αναίρεση).

( 41 ) Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-777/19, EU:T:2021:588, σκέψη 53).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-777/19, EU:T:2021:588, σκέψεις 97 και 101). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι επιπτώσεις που προβάλλουν οι προσφεύγοντες συνδέονται, αφενός, με τις αποφάσεις των εθνικών αρχών περί εγκαταστάσεως των έργων στις οικείες ζώνες στο πλαίσιο της πολιτικής τους για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και, αφετέρου, με τη ρύθμιση του θαλάσσιου δημόσιου χώρου και με τα τεχνικά μέτρα που εφαρμόζονται στα εν λόγω έργα.

( 43 ) Υπόθεση C-742/21, CAPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, την οποία έχω αναλάβει ως γενικός εισαγγελέας.

( 44 ) Επιπλέον, χάρη στο γεγονός ότι οι καταστάσεις που εξετάζονται στην επίδικη απόφαση, στο πλαίσιο του ελέγχου του συμβατού της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως, αποτρέπεται, κατά τη γνώμη μου, η διεύρυνση του κύκλου των θιγόμενων προσώπων κατά τρόπο που να καθιερώνει «actio popularis».

( 45 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 63).

( 46 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 60 έως 62).

( 47 ) Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 40 και 41).

( 48 ) Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 40).

( 49 ) Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να υιοθετηθεί η ερμηνεία των αναιρεσιβλήτων ότι θίγονται μόνον από το τμήμα της επίδικης αποφάσεως το οποίο αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης. Πράγματι, με την απόφαση αυτή η Επιτροπή δεν έλαβε χωριστή απόφαση σχετικά με το σχέδιο αναδιάρθρωσης, αλλά αποφάνθηκε αποκλειστικά επί του συμβατού της κοινοποιηθείσας από τις ιταλικές αρχές επίμαχης ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία των μέτρων αυτών, συμπεριλαμβανομένων του σχεδίου αναδιάρθρωσης και των μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων που περιέχονται στο σχέδιο αυτό.

( 50 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C-526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 42).

( 51 ) Ειδικότερα, η διατύπωση της επίδικης αποφάσεως (ιδίως, τα σημεία 101 έως 110) με οδηγεί στην εκτίμηση ότι η Επιτροπή έκρινε, τουλάχιστον, τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων ως λίαν σημαντικά, αν όχι καθοριστικά, για να κρίνει συμβατή με την εσωτερική αγορά την επίμαχη ενίσχυση. Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα αν η ενδεχόμενη εξακρίβωση του αντικτύπου των ως άνω μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων στο συμβατό της κοινοποιηθείσας στην Επιτροπή ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά εμπίπτει όχι στην (επί της ουσίας) εκτίμηση του συμβατού της ενισχύσεως, αλλά στην, κατ’ ανάγκη πιο επιφανειακή, εκτίμηση του παραδεκτού της προσφυγής.

( 52 ) Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν «υπό όρους απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589, και ότι δεν επέβαλε επισήμως τις επίμαχες δεσμεύσεις ούτε τις κατέστησε υποχρεωτικές.

( 53 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 37 και 39 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 54 ) T-321/13 (μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175).

( 55 ) T-812/14 RENV (μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:885).

( 56 ) Επιπλέον, ούτε κατά της αποφάσεως αυτής ούτε κατά της ως άνω διατάξεως έχει ασκηθεί αναίρεση.

( 57 ) Υπενθυμίζω ότι στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή, στην αίτησή της αναιρέσεως, δεν επανέλαβε τον ισχυρισμό της για την έλλειψη έννομου συμφέροντος των προσφευγόντων πρωτοδίκως.

( 58 ) Εν πάση περιπτώσει, φρονώ ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω διάταξη διαφέρει θεμελιωδώς από την υπό κρίση υπόθεση, καθόσον οι προσφεύγοντες πρωτοδίκως, κάτοχοι ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης μιας τράπεζας, προέβαλαν ότι τα ομόλογα αυτά απαλλοτριώθηκαν στο πλαίσιο της εθνικοποίησης της εν λόγω τράπεζας, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παράλληλα με την κοινοποίηση δύο μέτρων κρατικών ενισχύσεων υπέρ της ίδιας τράπεζας. Στην περίπτωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο σε πολύ συνοπτική αιτιολογία, έκρινε ότι η Επιτροπή, κατά την εξέταση του συμβατού της επίμαχης ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, έλαβε υπόψη την απαλλοτρίωση αποκλειστικώς ως στοιχείο του γενικότερου πλαισίου και όχι ως προϋπόθεση για το συμβατό των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά (βλ. διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑321/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175, σκέψη 25). Επιπλέον, καίτοι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων λόγω έλλειψης σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ αυτών και του δικαιούχου της επίμαχης ενισχύσεως (βλ. διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑321/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175, σκέψεις 44 έως 48), το έπραξε στο πλαίσιο της εξέτασης ισχυρισμού των ίδιων αυτών προσφευγόντων, με τον οποίο υποστήριζαν ότι ορισμένοι εξ αυτών ήταν και ανταγωνιστές των δικαιούχων της ενισχύσεως (βλ. διάταξη της 26ης Μαρτίου 2014, Adorisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑321/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:175, σκέψη 37).

( 59 ) Συγκεκριμένα, η επίμαχη διαδικασία εξυγίανσης περιλάμβανε τη δημιουργία ενός προσωρινού πιστωτικού ιδρύματος (της «μεταβατικής τράπεζας») στο οποίο μεταφέρθηκαν οι υγιείς εμπορικές δραστηριότητες της τράπεζας, οι δε ζημίες που αφορούσαν τα μεταφερθέντα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού παρέμειναν σε μια «τράπεζα επισφαλειών» και, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που προτάθηκαν στην Επιτροπή από τις εθνικές αρχές, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι κανένα από τα περιουσιακά στοιχεία των κατόχων των χρεωστικών τίτλων μειωμένης εξασφάλισης δεν μπορούσε να μεταφερθεί στη μεταβατική τράπεζα (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑812/14 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:885, σκέψεις 7 έως 14).

Top