Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0237

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour της 14ης Ιουλίου 2022.
Generalstaatsanwaltschaft München κατά S.M.
Αίτηση του Oberlandesgericht München για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ – Αίτηση τρίτου κράτους προς κράτος μέλος για την έκδοση πολίτη της Ένωσης, υπηκόου άλλου κράτους μέλους, ο οποίος άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας στο πρώτο κράτος μέλος – Αίτηση υποβληθείσα με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής – Απαγόρευση εκδόσεως ισχύουσα μόνο για τους ημεδαπούς – Περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία – Δικαιολόγηση στηριζόμενη στην αποτροπή της ατιμωρησίας – Αναλογικότητα.
Υπόθεση C-237/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:574

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑237/21

Generalstaatsanwaltschaft München

παρισταμένου του:

S.M.

[αίτηση του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ – Αίτηση τρίτου κράτους για την έκδοση πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής – Κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση το οποίο απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του – Περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας – Δικαιολόγηση από τον σκοπό που ανάγεται στην αποτροπή του κινδύνου ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα – Αναλογικότητα – Υποχρέωση έκδοσης κατ’ εφαρμογήν διεθνούς συμβάσεως»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ. Υποβλήθηκε στο πλαίσιο αίτησης έκδοσης την οποία υπέβαλαν οι αρχές της Βοσνίας‑Ερζεγοβίνης στις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τον S.M., Σέρβο, Βόσνιο και Κροάτη υπήκοο, με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής.

2.

Η εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εντάσσεται στο πλαίσιο της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin ( 2 ), σχετικά με την έκδοση, σε τρίτο κράτος, πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης των οποίων έχουν την ιθαγένεια, όταν στα εν λόγω κράτη μέλη υφίσταται κανόνας που απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων τους εκτός της Ένωσης. Από τις υποθέσεις που υποβλήθηκαν στην κρίση του Δικαστηρίου μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, εκείνων που αφορούν αίτηση έκδοσης για τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης, επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση Petruhhin και οι αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2018, Pisciotti ( 3 ), της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija ( 4 ), της17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) ( 5 ), και η διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Peter Schotthöfer & Florian Steiner ( 6 ), και, αφετέρου, εκείνης που αφορά αίτηση έκδοσης για τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius ( 7 ).

3.

Με την ως άνω νομολογία, το Δικαστήριο εφάρμοσε σε υποθέσεις έκδοσης την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Grzelczyk ( 8 ), στην οποία αποφάνθηκε ότι «η ιδιότητα του πολίτη της Ενώσεως τείνει να αποτελέσει τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών, η οποία εξασφαλίζει την ίδια νομική μεταχείριση σε όσους εξ αυτών βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους και υπό την επιφύλαξη των ρητά προβλεπομένων εξαιρέσεων» ( 9 ). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να απαιτεί από κράτος μέλος που δεν επιτρέπει την έκδοση των υπηκόων του να διακριβώνει αν υπάρχουν εναλλακτικά της έκδοσης μέτρα όταν λαμβάνει αίτηση έκδοσης από τρίτο κράτος, η οποία αφορά υπήκοο άλλου κράτους μέλους που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας.

4.

Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις σχετικά με την απόφαση Raugevicius καθώς και σχετικά με τον τρόπο συνδυασμού των διδαγμάτων που αντλούνται από την εν λόγω απόφαση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, η οποία υπεγράφη στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957 ( 10 ).

5.

Με την τελευταία ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση υποβολής από τρίτο κράτος αίτησης έκδοσης πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, με σκοπό όχι την άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, του οποίου η εθνική νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα έκτισης στο έδαφός του αυτής της καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή ποινής, υποχρεούται να εξασφαλίζει στον εν λόγω πολίτη της Ένωσης, εφόσον είναι μόνιμος κάτοικός του, την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την έκδοση ( 11 ).

6.

Διευκρινίζεται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Raugevicius, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, ήτοι η Φινλανδία, είχε προβεί σε δήλωση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως η οποία του παρείχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την έκδοση όχι μόνο των υπηκόων του, αλλά και των υπηκόων άλλων κρατών που διαμένουν στο έδαφός του. Εν αντιθέσει προς τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη σε δήλωση η οποία περιορίζει τον όρο «υπήκοοι», κατά την έννοια της εν λόγω Σύμβασης, μόνο στους υπηκόους της. Το διαφορετικό αυτό πλαίσιο δημιουργεί τις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά την εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση της λύσης που προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Raugevicius, στο μέτρο που, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης εμβέλειας της δήλωσης στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, άρνηση του εν λόγω κράτους μέλους να εκδώσει υπήκοο άλλου κράτους μέλους που διαμένει μόνιμα στο έδαφός του μπορεί να αντιβαίνει στις διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης.

7.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο προεκτεθέν ζήτημα, θα εκθέσω με τις παρούσες προτάσεις τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι η απόφαση Raugevicius δεν έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης την υποχρέωση να αρνείται αυτομάτως και σε κάθε περίπτωση την έκδοση για τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής υπηκόου άλλου κράτους μέλους μονίμως διαμένοντος στο έδαφός του, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε, κατά τη γνώμη μου, ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης οφείλει, δυνάμει των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, να αναζητεί ενεργά μέτρο εναλλακτικό της έκδοσης, το οποίο περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης τον οποίο αφορά η αίτηση έκδοσης. Όταν, παρά τα διαβήματα του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης προς το τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση δεν είναι δυνατή η εξεύρεση μέτρου εναλλακτικού της έκδοσης, τα προμνησθέντα άρθρα δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, την έννοια ότι εμποδίζουν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση να προβεί στην έκδοση του πολίτη της Ένωσης.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως

8.

Το άρθρο 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως ορίζει τα εξής:

«Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν αμοιβαίας αποδόσεως, συμφώνως προς τους κανόνας και υπό τους όρους τους καθοριζομένους εν τοις επομένοις άρθροις ατόμων καταδιωκομένων δι’ εγκλήματα ή καταζητουμένων επί τω σκοπώ εκτίσεως ποινής ή εφαρμογής μέτρου ασφαλείας, υπό των δικαστικών Αρχών του αιτούντος Μέρους.»

9.

Το άρθρο 6 της εν λόγω Σύμβασης, το οποίο επιγράφεται «Έκδοσις υπηκόων», προβλέπει τα εξής:

«1.   

α)

Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών θα έχη την ευχέρειαν αρνήσεως εκδόσεως υπηκόων αυτού.

β)

Έκαστον των Συμβαλλομένων Μερών, δια δηλώσεώς του κατά την υπογραφήν ή την κατάθεσιν του κυρωτικού εγγράφου ή της προσχωρήσεως, θα δύναται να καθορίση ως προς εαυτό, τον όρον “υπήκοος” υπό την έννοιαν του παρόντος [σ]υμφώνου.

[…]»

10.

Κατά την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης, στις 2 Οκτωβρίου 1976, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη στην ακόλουθη δήλωση, κατά την έννοια του άρθρου 6 της εν λόγω Σύμβασης:

«Η έκδοση Γερμανών υπηκόων από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε χώρα της αλλοδαπής απαγορεύεται από το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, [του Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland (Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ( 12 ), της 23ης Μαΐου 1949] και, ως εκ τούτου, ουδέποτε γίνεται δεκτή.

Ο όρος “υπήκοοι” κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως καλύπτει όλους τους Γερμανούς κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.»

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

1. Ο Θεμελιώδης Νόμος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

11.

Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ορίζει τα εξής:

«Ουδείς Γερμανός δύναται να εκδοθεί στην αλλοδαπή. Κατ’ εξαίρεση, νόμος δύναται να προβλέπει την έκδοση προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνές δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται οι αρχές του κράτους δικαίου.»

12.

Το άρθρο 116, παράγραφος 1, του Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ορίζει τα εξής:

«Είναι “Γερμανός” κατά την έννοια του παρόντος Θεμελιώδους Νόμου, υπό την επιφύλαξη διαφορετικής νομοθετικής ρύθμισης, όποιος έχει τη γερμανική ιθαγένεια ή έχει γίνει δεκτός ως πρόσφυγας ή ως εκτοπισθείς με γερμανική καταγωγή ή ως σύζυγος ή απόγονός του στο έδαφος του γερμανικού Ράιχ σύμφωνα με την κατάσταση που ίσχυε την 31η Δεκεμβρίου 1937.»

2. Ο νόμος περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις

13.

Ο Gesetz über die internationale Rechtshilfe in Strafsachen (νόμος περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις) ( 13 ), της 23ης Δεκεμβρίου 1982, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο ( 14 ), περιέχει διατάξεις σχετικά με τη δικαστική συνδρομή μέσω της εκτέλεσης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων στη Γερμανία.

14.

Το άρθρο 48 του IRG ορίζει τα εξής:

«Η δικαστική συνδρομή μπορεί να παρασχεθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με τη μορφή εκτέλεσης ποινής ή κάθε άλλης κύρωσης επιβληθείσας στην αλλοδαπή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση […]».

15.

Κατά το άρθρο 57, παράγραφος 1, του IRG, η καταγνωσθείσα με αλλοδαπή δικαστική απόφαση ποινή μπορεί να εκτελεστεί στη Γερμανία μόνον αν και καθόσον το κράτος στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση συναινεί σε αυτό.

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16.

Στις 5 Νοεμβρίου 2020, βασιζόμενες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, οι αρχές της Βοσνίας‑Ερζεγοβίνης απηύθυναν προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αίτηση με την οποία ζήτησαν την έκδοση του S.M. με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής έξι μηνών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας με απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου Bosanska Krupa (Βοσνία‑Ερζεγοβίνη), της 24ης Μαρτίου 2017. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι κροατικές αρχές ενημερώθηκαν για την εν λόγω αίτηση από τις γερμανικές αρχές.

17.

Ο S.M. έχει την ιθαγένεια της Σερβίας, της Βοσνίας‑Ερζεγοβίνης και της Κροατίας και διαβιοί με τη σύζυγό του από το 2017 στη Γερμανία. Εργάζεται στη Γερμανία από τις 22 Μαΐου 2020 και αφέθηκε ελεύθερος, αφού είχε τεθεί υπό κράτηση με σκοπό την έκδοσή του.

18.

Η Generalstaatsanwaltschaft München (γενική εισαγγελία Μονάχου, Γερμανία) ζήτησε, παραπέμποντας στην απόφαση Raugevicius, να κριθεί η έκδοση του S.M. απαράδεκτη.

19.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, το βάσιμο του αιτήματος της γενικής εισαγγελίας Μονάχου εξαρτάται από το αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν την έκδοση πολίτη της Ένωσης ακόμη και όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης έχει, εκ διεθνούς συμβάσεως, υποχρέωση έκδοσης του εν λόγω πολίτη.

20.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα αυτό δεν απαντήθηκε με την απόφαση Raugevicius δεδομένου ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθυνόταν η αίτηση έκδοσης, ήτοι η Δημοκρατία της Φινλανδίας, είχε έναντι του τρίτου κράτους, στην περίπτωση εκείνη της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το δικαίωμα να μην εκδώσει τον εκζητούμενο. Ειδικότερα, η Δημοκρατία της Φινλανδίας είχε, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, τη δυνατότητα να αρνηθεί την έκδοση υπηκόων της. Σύμφωνα με τη δυνατότητα που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της εν λόγω Συμβάσεως, η Δημοκρατία της Φινλανδίας είχε επιλέξει να ορίσει με τη δήλωση προσχώρησής της, της 12ης Μαΐου 1971, τον όρο «υπήκοοι», κατά την εν λόγω Σύμβαση, υπό την έννοια ότι με αυτόν νοούνται «οι υπήκοοι της Φινλανδίας, της Δανίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας καθώς και οι αλλοδαποί που κατοικούν στα κράτη αυτά». Αφ’ ης στιγμής ο εκζητούμενος ενέπιπτε στον συγκεκριμένο ορισμό, η Δημοκρατία της Φινλανδίας μπορούσε να αρνηθεί να εκδώσει το εν λόγω πρόσωπο χωρίς να παραβεί τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις έναντι του τρίτου κράτους που υπέβαλε την αίτηση έκδοσης.

21.

Το αιτούν δικαστήριο καλείται επί του παρόντος να εξετάσει περίπτωση διαφορετική από την άποψη του διεθνούς δικαίου. Συγκεκριμένα, βάσει της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη, κατά την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης της 2ας Οκτωβρίου 1976, σε δήλωση με την οποία περιόρισε την έννοια του όρου «υπήκοοι» μόνο στα πρόσωπα που διαθέτουν τη γερμανική ιθαγένεια και δεν την επέκτεινε στα πρόσωπα που έχουν τη μόνιμη διαμονή τους στο έδαφός της.

22.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, επιπροσθέτως, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως για την έκδοση του S.M. πληρούνται και ότι δεν υφίστανται εμπόδια στην εν λόγω έκδοση. Ειδικότερα, η έκδοση και οι πράξεις στις οποίες βασίζεται τηρούν τα ελάχιστα πρότυπα του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και δεν παραβιάζουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές ή το αναγκαίο μέτρο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

23.

Εντούτοις το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν τη μη έκδοση του S.M. στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη, δεδομένου ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν εμπίπτει στην έννοια των «υπηκόων», κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, και, επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν μπορεί να εφαρμόσει τη λύση που προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Raugevicius χωρίς να παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την εν λόγω Σύμβαση έναντι της Βοσνίας‑Ερζεγοβίνης.

24.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι είναι δυνατή η εκτέλεση στη Γερμανία της στερητικής της ελευθερίας ποινής που κατέγνωσε το περιφερειακό δικαστήριο Bosanska Krupa (Βοσνία‑Ερζεγοβίνη). Στο μέτρο που ο S.M. ευρίσκεται στη Γερμανία, η Σύμβαση για τη μεταφορά των καταδίκων ( 15 ), την οποία έχουν επικυρώσει τόσο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσο και η Βοσνία‑Ερζεγοβίνη, δεν έχει εφαρμογή. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση της ποινής διέπεται από τα άρθρα 48 επ. του IRG και δεν απαιτεί ούτε να έχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη γερμανική ιθαγένεια ούτε να έχει παράσχει τη συγκατάθεσή του.

25.

Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 1, του IRG, η καταγνωσθείσα από το περιφερειακό δικαστήριο Bosanska Krupa (Βοσνία‑Ερζεγοβίνη) στερητική της ελευθερίας ποινή μπορεί να εκτελεστεί στη Γερμανία μόνον αν και καθόσον το τρίτο κράτος στο οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση συναινεί σε αυτό. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τέτοια συναίνεση δεν υφίσταται, τουλάχιστον επί του παρόντος, δεδομένου ότι οι βοσνιακές αρχές ζήτησαν από τις γερμανικές αρχές να εκδώσουν τον S.M. και όχι να αναλάβουν την εκτέλεση της ποινής που κατεγνώσθη στο εν λόγω πρόσωπο.

26.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht München (εφετείο Μονάχου, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιβάλλουν οι γενικές αρχές που απορρέουν από την [απόφαση Raugevicius] σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, την απόρριψη αίτησης τρίτης χώρας, η οποία στηρίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης […], σχετικά με την έκδοση πολίτη της Ένωσης προς εκτέλεση ποινής, ακόμη και όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει εκ διεθνούς συμβάσεως υποχρέωση έκδοσης, σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση, του πολίτη της Ένωσης επειδή έχει ορίσει τον όρο “υπήκοος” σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της εν λόγω σύμβασης, ώστε να καλύπτει αποκλειστικά τους δικούς του υπηκόους και όχι και τους λοιπούς πολίτες της Ένωσης;»

27.

Η Ισπανική, η Κροατική, η Λιθουανική, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Στις 26 Απριλίου 2022 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην οποία αγόρευσαν η γενική εισαγγελία του Μονάχου, η Γερμανική, η Τσεχική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.

IV. Ανάλυση

28.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την εμβέλεια της απόφασης Raugevicius σε περίπτωση στην οποία η μη έκδοση του εκζητουμένου συνιστά, κατά το αιτούν δικαστήριο, παράβαση της υποχρέωσης που το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης υπέχει, δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, να εκδώσει το εν λόγω πρόσωπο.

29.

Το προδικαστικό ερώτημα συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διαφορά μεταξύ του πλαισίου στο οποίο εντασσόταν η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Raugevicius και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπό κρίση υπόθεση όσον αφορά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως. Όπως προεκτέθηκε, η εν λόγω διαφορά ανάγεται στον ορισμό του όρου «υπήκοοι», κατά την έννοια της εν λόγω Σύμβασης, ο οποίος είναι πιο περιοριστικός στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, καθόσον καταλαμβάνει μόνο τα πρόσωπα που έχουν τη γερμανική ιθαγένεια, βάσει της δήλωσης στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της εν λόγω Σύμβασης. Ως εκ τούτου, εν αντιθέσει προς ό,τι ίσχυε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Raugevicius, άρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να εκδώσει τον S.M. στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη μπορεί να συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν για το εν λόγω κράτος μέλος από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως.

30.

Επομένως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να απαντηθεί αίτηση έκδοσης υποβληθείσα από τρίτο κράτος με σκοπό την εκτέλεση ποινής καταγνωσθείσας στο εν λόγω κράτος, οι υπήκοοι κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης πρέπει να εμπίπτουν στον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση από το δεύτερο κράτος μέλος των υπηκόων του, και τούτο παρά την υποχρέωση έκδοσης που υπέχει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως.

31.

Μολονότι το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου εκκινεί από την παραδοχή ότι μπορεί να υφίσταται έλλειψη συμβατότητας μεταξύ, αφενός, της νομολογίας που διαμόρφωσε το Δικαστήριο σχετικά με την έκδοση των πολιτών της Ένωσης που άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας σε κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου της ιθαγένειάς τους και, αφετέρου, της δήλωσης στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, κατά την οποία μόνον οι Γερμανοί υπήκοοι προστατεύονται από την έκδοση, θα καταδείξω, αντιθέτως, ότι δεν υφίσταται καμία τέτοια αντίθεση.

32.

Προς τούτο, θα υπενθυμίσω ότι, καίτοι παρέσχε στον πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας τη δυνατότητα προστασίας από την έκδοση σε τρίτο κράτος, το Δικαστήριο δεν κατοχύρωσε άνευ ετέρου και απόλυτο δικαίωμα του εν λόγω πολίτη να μην εκδοθεί εκτός της επικράτειας της Ένωσης, αλλά καθιέρωσε την υποχρέωση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να αναζητεί ενεργά την ύπαρξη μέτρου εναλλακτικού της έκδοσης, το οποίο περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης τον οποίο αφορά η αίτηση έκδοσης. Η προεκτεθείσα ανάλυση θα με οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ειδικότητα του δικαίου των συμβάσεων, όπως προκύπτει από τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, δεν περιάγει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης σε κατάσταση αβεβαιότητας ούτε ως προς την υποχρέωση έκδοσης του καταδίκου βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως ούτε ως προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

33.

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση Petruhhin, η οποία αφορούσε, όπως η υπό κρίση υπόθεση, αίτηση έκδοσης προερχόμενη από τρίτο κράτος με το οποίο η Ένωση δεν έχει συνάψει συμφωνία έκδοσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι οι περί εκδόσεως κανόνες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, οι περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ για την ιθαγένεια της Ένωσης, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την άσκηση της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ ( 16 ).

34.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, όμως, ότι υπήκοος κράτους μέλους, έχων ως εκ τούτου την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, ο οποίος άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμένει νομίμως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης ( 17 ). Επομένως, υπό την ιδιότητά του ως πολίτη της Ένωσης, υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος διαμένει σε άλλο κράτος μέλος δικαιούται να επικαλεστεί το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, με το οποίο διατυπώνεται η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ( 18 ).

35.

Η διαπίστωση αυτή ουδόλως θίγεται από το γεγονός ότι ο εκζητούμενος έχει επίσης την ιθαγένεια του τρίτου κράτους που ζητεί την έκδοσή του ( 19 ).

36.

Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι περί εκδόσεως εθνικοί κανόνες ενός κράτους μέλους που προβλέπουν διαφορετική μεταχείριση αναλόγως του αν ο εκζητούμενος είναι υπήκοος αυτού του κράτους μέλους ή υπήκοος άλλου κράτους μέλους, καθόσον έχουν ως αποτέλεσμα να μην παρέχεται στους υπηκόους άλλων κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν νομίμως στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση η έναντι της εκδόσεως προστασία της οποίας τυγχάνουν οι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους, δύνανται να περιορίσουν την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πρώτων στο έδαφος των κρατών μελών ( 20 ). Επομένως, η άνιση μεταχείριση που συνίσταται στη δυνατότητα έκδοσης πολίτη της Ένωσης, ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους άλλου από το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ ( 21 ).

37.

Κατά το Δικαστήριο, τέτοιος περιορισμός δύναται να δικαιολογηθεί μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και είναι ανάλογος προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκεται από το εθνικό δίκαιο ( 22 ).

38.

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου της ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα έχει θεμιτό χαρακτήρα στο δίκαιο της Ένωσης και μπορεί να δικαιολογήσει περιοριστικό μέτρο θεμελιώδους ελευθερίας, όπως αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία των συμφερόντων τα οποία σκοπεί να διασφαλίσει και μόνο στο μέτρο που οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα ( 23 ).

39.

Καίτοι, στις υποθέσεις που έχουν υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών που αφορούν αίτηση έκδοσης για τον σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης και αυτών που αφορούν αίτηση έκδοσης για τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν, εντούτοις, στο σύνολό τους ένα κοινό χαρακτηριστικό, ήτοι την επιβολή υποχρέωσης στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να διακριβώνει αν υπάρχει εναλλακτικό της έκδοσης μέτρο, το οποίο περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του εκζητούμενου πολίτη της Ένωσης, προτού μπορέσει, ελλείψει τέτοιου μέτρου, να προβεί στην έκδοση του εν λόγω πολίτη.

40.

Επομένως, όσον αφορά αίτηση έκδοσης με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η θέση σε εφαρμογή των μηχανισμών συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που υφίστανται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, επί ποινικών υποθέσεων συνιστά, εν πάση περιπτώσει, εναλλακτικό μέτρο που, αφενός, περιορίζει λιγότερο το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας απ’ ό,τι η έκδοση σε τρίτο κράτος με το οποίο η Ένωση δεν έχει συνάψει συμφωνία περί εκδόσεως και, αφετέρου, καθιστά δυνατή την επίτευξη, με τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, του σκοπού καταπολέμησης της ατιμωρησίας προσώπου το οποίο ενδέχεται να διέπραξε ποινικό αδίκημα ( 24 ).

41.

Επομένως, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στην ανταλλαγή πληροφοριών με το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εκζητούμενος, προκειμένου να παρέχεται, ενδεχομένως, η δυνατότητα στις αρχές αυτού του κράτους μέλους να εκδώσουν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής δίωξης. Πρόκειται για τον λεγόμενο «μηχανισμό Petruhhin». Συγκεκριμένα, όταν άλλο κράτος μέλος, στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο διαμένει νομίμως, λαμβάνει αίτηση έκδοσης από τρίτο κράτος, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να ενημερώσει το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει το εν λόγω πρόσωπο και, ενδεχομένως, κατόπιν αιτήματος αυτού του τελευταίου κράτους μέλους, να του παραδώσει το εν λόγω πρόσωπο, βάσει των διατάξεων της απόφασης‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών ( 25 ), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009 ( 26 ).

42.

Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα του «μηχανισμού Petruhhin» να εμποδίζει αίτηση έκδοσης σε τρίτο κράτος δίδοντας προτεραιότητα σε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είναι αυτόματη ( 27 ). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξάρτησε την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού από ορισμένες προϋποθέσεις και έθεσε ορισμένα όρια προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εφαρμογή του δεν θίγει τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου ατιμωρησίας προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα.

43.

Ως εκ τούτου, μεταξύ άλλων, προκειμένου να επιτευχθεί ο προμνησθείς σκοπός, η εφαρμογή του «μηχανισμού Petruhhin» προϋποθέτει ότι το κράτος μέλος του οποίου είναι υπήκοος ο εκζητούμενος πολίτης της Ένωσης έχει δικαιοδοσία, βάσει του εθνικού δικαίου του, να ασκήσει δίωξη κατά του εκζητουμένου για πράξεις τελεσθείσες στην αλλοδαπή ( 28 ). Επιπλέον, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που ενδεχομένως έχει εκδώσει το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εκζητούμενος πρέπει να αφορά τουλάχιστον τις ίδιες πράξεις με εκείνες οι οποίες του προσάπτονται με την αίτηση έκδοσης ( 29 ). Εξάλλου, υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εκζητούμενος ενημερώθηκε από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης για το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που κοινοποιήθηκαν από το τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση στο πλαίσιο της αίτησης έκδοσης, η μη έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός εύλογης προθεσμίας από το πρώτο ως άνω κράτος μέλος μπορεί να καθιστά δυνατή την έκδοση του εν λόγω προσώπου από το δεύτερο κράτος μέλος ( 30 ).

44.

Επομένως, τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύουν στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να μεταχειρίζεται διαφορετικά, βάσει κανόνα του συνταγματικού δικαίου του, τους δικούς του υπηκόους και τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών και να επιτρέπει την έκδοση αλλοδαπού για τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης, αλλά όχι ημεδαπού, εφόσον έχει παράσχει προηγουμένως στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους της ιθαγένειας πολίτη της Ένωσης τη δυνατότητα να ζητήσουν την έκδοσή του στο πλαίσιο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και το τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν έχει λάβει κανένα σχετικό μέτρο ( 31 ). Επομένως, το Δικαστήριο δεν δημιούργησε έναν μηχανισμό που παρέχει στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης τη δυνατότητα να αρνείται, σε κάθε περίπτωση, την έκδοση σε τρίτο κράτος, για τον σκοπό της άσκησης ποινικής δίωξης, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, αλλά θέσπισε την υποχρέωση του εν λόγω κράτους μέλους να συνεργάζεται αποτελεσματικά με το κράτος μέλος καταγωγής του πολίτη της Ένωσης προκειμένου το δεύτερο κράτος μέλος να μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

45.

Εν ολίγοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας E. Tanchev, αφότου εξέδωσε την απόφαση Petruhhin, το Δικαστήριο δίνει έμφαση «στην ύπαρξη εναλλακτικής λύσεως διασφαλίζουσας την αποτροπή της ατιμωρησίας στον ίδιο ή σε παρόμοιο βαθμό με την έκδοση» ( 32 ). Επομένως, η προστασία από την έκδοση την οποία μπορεί να αντλήσει από τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ πολίτης της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης παρέχεται μόνο στον βαθμό που το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη μέτρου εναλλακτικού της έκδοσης με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα. Ελλείψει τέτοιου μέτρου, παύει να αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η έκδοση του εκζητούμενου πολίτη της Ένωσης.

46.

Κατά τη γνώμη μου, η λογική που συνίσταται στην αναζήτηση, από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, της ύπαρξης μέτρου εναλλακτικού της έκδοσης με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα πρέπει να εφαρμοστεί επίσης σε περίπτωση αίτησης έκδοσης με σκοπό όχι την άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Φρονώ ότι η παρατήρηση αυτή πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο να διευκρινίσει την εμβέλεια της απόφασης Raugevicius, μόνης απόφασης, έως σήμερα, η οποία αφορά αίτηση έκδοσης εμπίπτουσα στη δεύτερη ως άνω κατηγορία.

47.

Συγκεκριμένα, από την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η ύπαρξη ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου βασίζεται σε ερμηνεία της απόφασης Raugevicius από την οποία συνάγεται ότι πολίτης της Ένωσης ο οποίος διαμένει μόνιμα στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης θα πρέπει αυτομάτως και σε κάθε περίπτωση να τυγχάνει της ίδιας προστασίας από την έκδοση με εκείνη της οποίας τυγχάνουν οι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους. Θεωρώ, όμως, εσφαλμένη την εν λόγω ερμηνεία της απόφασης Raugevicius, στο μέτρο που το Δικαστήριο εξάρτησε την προστασία από την έκδοση για τον σκοπό εκτέλεσης ποινής, η οποία πρέπει να παρασχεθεί σε υπήκοο της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, από την προϋπόθεση ο εν λόγω πολίτης να μπορεί να εκτίσει την ποινή του στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, και τούτο προκειμένου να μην θίγεται ο σκοπός που συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου ατιμωρησίας του εκζητούμενου προσώπου.

48.

Συγκεκριμένα, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο εκκίνησε από τη διαπίστωση ότι, εάν υποτεθεί ότι ο D. Raugevicius μπορεί να θεωρηθεί αλλοδαπός υπήκοος που διαμένει μόνιμα στη Φινλανδία, κατά την έννοια της φινλανδικής νομοθεσίας σχετικά με τη διεθνή συνεργασία όσον αφορά την εκτέλεση ορισμένων ποινικών κυρώσεων ( 33 ), από την εν λόγω νομοθεσία προκύπτει ότι ο D. Raugevicius θα μπορούσε να εκτίσει στη Φινλανδία την ποινή στην οποία καταδικάστηκε στη Ρωσία, εφόσον υπάρχει συναίνεση τόσο του τελευταίου αυτού κράτους όσο και του ίδιου του D. Raugevicius ( 34 ). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, υπό το πρίσμα του σκοπού της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας, οι Φινλανδοί υπήκοοι, αφενός, και οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας και αποδεικνύουν ως εκ τούτου ορισμένο βαθμό ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους αυτού, αφετέρου, ευρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση ( 35 ).

49.

Βάσει των ως άνω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο έκρινε, εν συνεχεία, ότι τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι Φινλανδίας και για τους οποίους έχει υποβληθεί αίτηση έκδοσης εκ μέρους τρίτου κράτους, με σκοπό την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής, να καλύπτονται από τον κανόνα που απαγορεύει την έκδοση ο οποίος ισχύει για τους Φινλανδούς υπηκόους και να μπορούν, υπό τις ίδιες με αυτούς τους τελευταίους προϋποθέσεις, να εκτίουν την ποινή τους στη Φινλανδία ( 36 ). Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που διαμένουν μόνιμα στη Φινλανδία εμφανίζουν τέτοιο βαθμό ενσωμάτωσης στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής ώστε έχουν το δικαίωμα να υπαχθούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, όπως και οι υπήκοοί του, στον κανόνα που επιτρέπει στους τελευταίους να εκτίουν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους την καταγνωσθείσα σε τρίτο κράτος ποινή ( 37 ).

50.

Επιπλέον, από την απόφαση Raugevicius προκύπτει ότι, σε περίπτωση αίτησης έκδοσης υποβληθείσας από τρίτο κράτος για τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, το εναλλακτικό της έκδοσης μέτρο, το οποίο περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, συνίσταται στη δυνατότητα εκτέλεσης της εν λόγω ποινής στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τοιουτοτρόπως, ο σκοπός που συνίσταται στην προώθηση της κοινωνικής επανένταξης των καταδικασθέντων μετά την εκτέλεση της ποινής τους συγκλίνει με τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου ατιμωρησίας των υπηκόων κρατών μελών διαφορετικών του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης. Συναφώς, επισημαίνω ότι, με το διατακτικό της απόφασης Raugevicius, το Δικαστήριο εξάρτησε την υποχρέωση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να διασφαλίζει, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, σε πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο έδαφός του την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την έκδοση από την προϋπόθεση το εν λόγω κράτος μέλος να προβλέπει τη δυνατότητα έκτισης στο έδαφός του της καταγνωσθείσας σε τρίτο κράτος στερητικής της ελευθερίας ποινής ( 38 ).

51.

Δεδομένου ότι, όπως συνέβη στην περίπτωση του φινλανδικού δικαίου, το δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης εξαρτά την εκτέλεση στο έδαφός του της στερητικής της ελευθερίας ποινής που κατεγνώσθη στο τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση από την εξασφάλιση της συναίνεσης του εν λόγω τρίτου κράτους, η ύπαρξη μέτρου εναλλακτικού της έκδοσης με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας των προσώπων που διέπραξαν ποινικό αδίκημα μπορεί να διαπιστωθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω τρίτο κράτος παρέχει όντως την εν λόγω συναίνεση. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η λύση που προέκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Raugevicius περιλαμβάνει εγγενώς και υποχρεωτικώς τέτοια προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να επιτευχθεί πραγματικά και ουσιαστικά ο σκοπός της αποτροπής του κινδύνου ατιμωρησίας του εκζητουμένου.

52.

Στο πνεύμα αυτό, διευκρινίζεται ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, το οποίο προστατεύει τους υπηκόους του από την έκδοση, δεν μπορεί να μείνει άπρακτο όταν λαμβάνει αίτηση έκδοσης με σκοπό την εκτέλεση ποινής που αφορά πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο έδαφός του. Όταν το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους προβλέπει τη δυνατότητα έκτισης στο έδαφός του στερητικής της ελευθερίας ποινής καταγνωσθείσας από τρίτο κράτος υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω τρίτο κράτος συναινεί σε αυτό, τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να αναζητήσει ενεργά τη συναίνεση του εν λόγω τρίτου κράτους κάνοντας χρήση, για τον σκοπό αυτόν, όλων των μηχανισμών συνεργασίας και συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις που διαθέτει στο πλαίσιο των σχέσεών του με το συγκεκριμένο τρίτο κράτος.

53.

Εάν, παρά την εφαρμογή των ως άνω μηχανισμών, το τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση δεν συναινεί στην έκτιση στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης της επίμαχης στερητικής της ελευθερίας ποινής, τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ δεν εμποδίζουν, σε τέτοια περίπτωση, το εν λόγω κράτος μέλος να προβεί στην έκδοση του εκζητουμένου, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογήν της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως ( 39 ).

54.

Επομένως, η υποχρέωση που υπέχει, βάσει των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να διασφαλίζει σε πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο έδαφός του την ίδια ακριβώς μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσει στους δικούς του υπηκόους όσον αφορά την προστασία από την έκδοση παύει να υφίσταται όταν, ελλείψει συναίνεσης εκ μέρους του τρίτου κράτους που ζητεί την έκδοση, η στερητική της ελευθερίας ποινή που κατεγνώσθη στο εν λόγω τρίτο κράτος δεν μπορεί να εκτελεστεί στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης. Σε τέτοια περίπτωση, η επακόλουθη διαφορετική μεταχείριση των δύο κατηγοριών υπηκόων δικαιολογείται από τον σκοπό της καταπολέμησης της ατιμωρησίας των προσώπων που έχουν διαπράξει ποινικό αδίκημα.

55.

Τέτοια λύση είναι ικανή να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ, αφενός, των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης δυνάμει του δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, των υποχρεώσεων που το ίδιο κράτος μέλος υπέχει κατ’ εφαρμογήν της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το τρίτο κράτος συναινεί στην εκτέλεση της επίμαχης στερητικής της ελευθερίας ποινής στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, η υποβληθείσα αίτηση έκδοσης καθίσταται άνευ αντικειμένου. Σε αντίθετη περίπτωση, το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να προβεί στην έκδοση του εκζητουμένου αφού αναζητήσει ενεργά τη συναίνεση του τρίτου κράτους που ζητεί την έκδοση ( 40 ). Επομένως, η προεκτεθείσα λύση συμβάλλει στη διασφάλιση αποτελεσματικής διεθνούς συνεργασίας βασισμένης σε σχέση εμπιστοσύνης με τα τρίτα κράτη στον τομέα της καταστολής των ποινικών αδικημάτων.

56.

Βάσει της προεκτεθείσας ανάλυσης πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποχρεούται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, να αρνηθεί την έκδοση του S.M. στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη, παρότι δεν έχει τη δυνατότητα να αντιτάξει τέτοια άρνηση στο εν λόγω τρίτο κράτος δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως.

57.

Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η εκτέλεση στη Γερμανία της καταγνωσθείσας στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη εις βάρος του S.M. ποινής φαίνεται δυνατή δυνάμει του γερμανικού δικαίου ( 41 ). Συγκεκριμένα, από το άρθρο 48 και το άρθρο 57, παράγραφος 1, του IRG προκύπτει ότι ποινή καταγνωσθείσα στην αλλοδαπή μπορεί να εκτελεστεί στη Γερμανία, αν το τρίτο κράτος στο οποίο κατεγνώσθη η εν λόγω ποινή συναινεί σε αυτό. Επομένως, ο S.M. θα μπορούσε να εκτίσει στη Γερμανία την ποινή στην οποία καταδικάστηκε στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη, εφόσον το εν λόγω τρίτο κράτος συναινεί.

58.

Συνεπώς, υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή εναλλακτικού της έκδοσης μέτρου, το οποίο περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του S.M., εξαρτάται από την εξασφάλιση της συναίνεσης της Βοσνίας‑Ερζεγοβίνης.

59.

Τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ επιβάλλουν στις αρμόδιες γερμανικές αρχές να κάνουν χρήση όλων των μηχανισμών συνεργασίας και συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις που διαθέτουν στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το εν λόγω τρίτο κράτος προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συναίνεσή του ώστε η στερητική της ελευθερίας ποινή που κατεγνώσθη στο εν λόγω τρίτο κράτος να εκτελεστεί στη Γερμανία. Τοιουτοτρόπως, οι εν λόγω αρχές θα ενεργήσουν κατά τρόπο που περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του S.M., αποτρέποντας, στο μέτρο του δυνατού, τον κίνδυνο να μείνει ατιμώρητο, λόγω μη εκτέλεσης της εν λόγω ποινής, το ποινικό αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση ( 42 ). Οι εν λόγω αρχές θα διευκολύνουν, συγχρόνως, τον σκοπό της κοινωνικής επανένταξης του καταδικασθέντος μετά την έκτιση της ποινής του ( 43 ).

60.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, αν η Βοσνία‑Ερζεγοβίνη συναινέσει στην εκτέλεση στη Γερμανία της ποινής που κατεγνώσθη εις βάρος του S.M., η αρχική αίτηση έκδοσης θα καταστεί άνευ αντικειμένου και θα αντικατασταθεί από αίτηση ανάληψης της εκτέλεσης της εν λόγω ποινής στη Γερμανία. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν θα υποχρεούται πλέον, δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, να προβεί στην έκδοση του S.M. στη Βοσνία‑Ερζεγοβίνη.

61.

Εάν, αντιθέτως, η Βοσνία‑Ερζεγοβίνη δεν συναινέσει στην εκτέλεση στη Γερμανία της καταγνωσθείσας εις βάρος του S.M. ποινής, οι γερμανικές αρχές δεν θα διαθέτουν κανένα εναλλακτικό της έκδοσης μέτρο για την επίτευξη, με τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, του σκοπού που συνίσταται στην αποτροπή του κινδύνου ατιμωρησίας του εν λόγω πολίτη της Ένωσης. Συνεπώς, δεν θα αντιβαίνει στα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ η έκδοση του S.M. στο εν λόγω τρίτο κράτος, κατά τα προβλεπόμενα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως ( 44 ).

62.

Τέλος, διευκρινίζω ότι, κατά τη γνώμη μου, τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ δεν θα πρέπει να έχουν την έννοια ότι η αναζήτηση από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης εναλλακτικού της έκδοσης μέτρου που περιορίζει λιγότερο την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πολίτη της Ένωσης υποχρεώνει το εν λόγω κράτος μέλος να τροποποιήσει τη δήλωση στην οποία προέβη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, κατά τρόπο ώστε οι υπήκοοι άλλων κρατών μελών που διαμένουν μόνιμα στο εν λόγω κράτος μέλος να τυγχάνουν σε κάθε περίπτωση της ίδιας προστασίας με εκείνη που παρέχεται στους υπηκόους του. Εξάλλου, οι συζητήσεις που διεξήχθησαν επί του ζητήματος αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου κατέδειξαν ότι η δυνατότητα τέτοιας τροποποίησης φαίνεται αμφίβολη από νομικής απόψεως ( 45 ). Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε, δεν θεωρώ ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ ως επιβάλλοντα στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, το οποίο προστατεύει τους υπηκόους του από την έκδοση, την υποχρέωση να διασφαλίζει αυτομάτως και σε κάθε περίπτωση τέτοια προστασία στους υπηκόους άλλων κρατών μελών. Η ερμηνεία που δίνει το Δικαστήριο στα εν λόγω άρθρα είναι μάλλον ότι υποχρεώνουν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης να κάνει χρήση των μηχανισμών συνεργασίας και συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις που διαθέτει –αναλόγως με το αν πρόκειται για αίτηση έκδοσης για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής– στο πλαίσιο των σχέσεών του με το κράτος μέλος την ιθαγένεια του οποίου έχει ο εκζητούμενος ή με το τρίτο κράτος που ζητεί την έκδοση προκειμένου να αναζητήσει ενεργά αν υφίσταται μέτρο εναλλακτικό της έκδοσης το οποίο μπορεί να διασφαλίσει, με τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην αποτροπή της ατιμωρησίας του εκζητουμένου.

V. Πρόταση

63.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Oberlandesgericht München (εφετείου Μονάχου, Γερμανία) ως εξής:

Τα άρθρα 18 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση αίτησης έκδοσης, για τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής, πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης, δεν αντιτίθενται στην απόφαση του συγκεκριμένου κράτους μέλους –του οποίου το εθνικό δίκαιο απαγορεύει την έκδοση των υπηκόων του εκτός της Ένωσης για τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής και προβλέπει τη δυνατότητα έκτισης στο έδαφός του τέτοιας ποινής καταγνωσθείσας στην αλλοδαπή, υπό την προϋπόθεση της συναίνεσης του τρίτου κράτους που ζητεί την έκδοση συναινεί– να προβεί στην έκδοση του πολίτη της Ένωσης σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογήν διεθνούς σύμβασης, όταν δεν μπορεί να αναλάβει ουσιαστικά το ίδιο την εκτέλεση της εν λόγω ποινής.

Επομένως, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης μπορεί να προβεί στην εν λόγω έκδοση μόνον όταν, αφού εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει δυνάμει των άρθρων 18 και 21 ΣΛΕΕ να αναζητήσει ενεργά τη συναίνεση του τρίτου κράτους που ζητεί την έκδοση, κάνοντας χρήση, για τον σκοπό αυτό, κάθε μηχανισμού συνεργασίας και συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις που διαθέτει στο πλαίσιο των σχέσεών του με το εν λόγω τρίτο κράτος, το τρίτο κράτος δεν συναινεί στην έκτιση της επίμαχης ποινής στο έδαφος του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) C‑182/15 (στο εξής: απόφαση Petruhhin, EU:C:2016:630).

( 3 ) C‑191/16 (στο εξής: απόφαση Pisciotti, EU:C:2018:222).

( 4 ) C‑897/19 PPU (στο εξής: απόφαση Ruska Federacija, EU:C:2020:262).

( 5 ) C‑398/19 [στο εξής: απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία), EU:C:2020:1032].

( 6 ) C‑473/15 (EU:C:2017:633).

( 7 ) C‑247/17 (στο εξής: απόφαση Raugevicius, EU:C:2018:898).

( 8 ) C‑184/99 (EU:C:2001:458).

( 9 ) Σκέψη 31 της εν λόγω αποφάσεως.

( 10 ) Στο εξής: Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως.

( 11 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 50 και διατακτικό).

( 12 ) BGBl 1949 I, σ. 1 (στο εξής: Θεμελιώδης Νόμος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας).

( 13 ) BGBl. 1982 Ι, σ. 2071.

( 14 ) Κείμενο που δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουνίου 1994 (BGBI. 1994 I, σ. 1537), όπως τροποποιήθηκε τελευταία φορά με το άρθρο 1 του νόμου της 23ης Νοεμβρίου 2020 (BGBl. 2020 I, σ. 2474), στο εξής: IRG.

( 15 ) Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη μεταφορά των καταδίκων, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στο Στρασβούργο την 21η Μαρτίου 1983, STE αριθ. 112.

( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Petruhhin (σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 28).

( 17 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 18 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Raugevicius (σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 21 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Raugevicius (σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Raugevicius (σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Raugevicius (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Ruska Federacija (σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 25 ) ΕΕ 2002, L 190, σ. 1.

( 26 ) ΕΕ 2009, L 81, σ. 24. Βλ., επίσης, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Pisciotti (σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 29 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου καθοδηγείται από τη βούλησή του «να αποτραπεί το οξύμωρο να συνδυαστεί η ενοποίηση του ευρωπαϊκού ποινικού χώρου με ενίσχυση της ατιμωρησίας, ενώ, όπως υπογραμμίστηκε με την απόφαση Petruhhin [σκέψεις 36 και 37], η Ένωση παρέχει στους πολίτες της έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα ελέγχου των εξωτερικών συνόρων καθώς και πρόληψης της εγκληματικότητας και καταπολέμησης του φαινομένου αυτού»: βλ. Lenaerts, K., «L’extradition d’un citoyen de l’Union européenne vers un pays tiers à l’heure de la consolidation de l’espace pénal européen», Sa Justice – L’Espace de Liberté, de Sécurité et de Justice – Liber amicorum en hommage à Yves Bot, Bruylant, Βρυξέλλες, 2022, σ. 383 και 384.

( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Έκδοση στην Ουκρανία) (σκέψεις 53 έως 55). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ελλείψει εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από το κράτος μέλος του οποίου την ιθαγένεια έχει ο εκζητούμενος, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης δύναται να προβεί στην έκδοσή του, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι έχει διακριβώσει προηγουμένως, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η έκδοση αυτή δεν θα έχει ως αποτέλεσμα προσβολή των δικαιωμάτων που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σκέψη 45 της εν λόγω απόφασης και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 31 ) Βλ. απόφαση Pisciotti (σκέψη 56).

( 32 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα E. Tanchev στην υπόθεση Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:128, σημείο 100).

( 33 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 41).

( 34 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 42).

( 35 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 46). Εντούτοις, το Δικαστήριο ανέθεσε στο εθνικό δικαστήριο να διακριβώσει αν ο D. Raugevicius ενέπιπτε στην κατηγορία αυτή των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Κατά τη γνώμη μου, το ίδιο πρέπει να συμβεί, στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά το αν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο S.M. διαμένει μόνιμα στη Γερμανία.

( 36 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 47).

( 37 ) Βλ. Lenaerts, K., «L’extradition d’un citoyen de l’Union européenne vers un pays tiers à l’heure de la consolidation de l’espace pénal européen», Sa Justice – L’Espace de Liberté, de Sécurité et de Justice – Liber amicorum en hommage à Yves Bot, Bruylant, Βρυξέλλες, 2022, σ. 386.

( 38 ) Βλ. απόφαση Raugevicius (σκέψη 50 και διατακτικό).

( 39 ) Υπενθυμίζω ότι τούτο προϋποθέτει ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έκδοσης έχει διακριβώσει προηγουμένως ότι η έκδοση δεν θα συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 19 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

( 40 ) Στο μέτρο που η λύση που προτείνω είναι ικανή να εξαλείψει την έλλειψη συμβατότητας μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, παρότι μνημονεύθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν θεωρώ ότι το άρθρο 351 ΣΛΕΕ είναι λυσιτελές προκειμένου να απαντηθεί το υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα.

( 41 ) Υπενθυμίζω ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, στο μέτρο που ο S.M. ευρίσκεται στη Γερμανία, η Σύμβαση για τη μεταφορά των καταδίκων δεν έχει εφαρμογή.

( 42 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:616, σημείο 82).

( 43 ) Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η κοινωνική επανένταξη του πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι πραγματικά ενταγμένος είναι προς το συμφέρον όχι μόνον του πολίτη αυτού, αλλά και της Ένωσης γενικότερα: βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, B και Vomero (C‑316/16 και C‑424/16, EU:C:2018:256, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 44 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του διαφορετικού περιεχομένου της δήλωσης στην οποία προέβη η Δημοκρατία της Φινλανδίας και εκείνης στην οποία προέβη η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, όσον αφορά τον ορισμό του όρου «υπήκοοι», κατά την έννοια της εν λόγω Σύμβασης, το δεύτερο κράτος μέλος δεν διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το πρώτο κράτος μέλος όσον αφορά τη δυνατότητα να αρνηθεί την έκδοση πολίτη της Ένωσης που διαμένει μόνιμα στο έδαφός του.

( 45 ) Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β’, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως προκύπτει ότι η δήλωση γίνεται κατά την υπογραφή ή την κατάθεση του εγγράφου επικύρωσης ή προσχώρησης, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα τροποποίησης της εν λόγω δήλωσης σε μεταγενέστερο στάδιο. Εξάλλου, η τροποποίηση της εν λόγω δήλωσης με σκοπό την επέκταση της προστασίας από την έκδοση σε κατηγορίες προσώπων διαφορετικές από τους υπηκόους του οικείου κράτους θα μπορούσε να προσκρούει στον σκοπό που επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως.

Top