Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0212

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 15ης Δεκεμβρίου 2022.
    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά ClientEarth.
    Αίτηση αναιρέσεως – Περιβάλλον – Σύμβαση του Aarhus – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ – Έννοια του “περιβαλλοντικού δικαίου” – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ – Έννοια της “διοικητικής πράξεως” – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Εσωτερική επανεξέταση διοικητικών πράξεων – Απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για την έγκριση της χρηματοδότησης έργου που αφορά σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα – Απόρριψη ως απαράδεκτης της αιτήσεως εσωτερικής επανεξέτασης της εν λόγω αποφάσεως – Ανεξαρτησία της ΕΤΕπ στον τομέα των χρηματοοικονομικών πράξεων – Άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ – Περιεχόμενο.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-212/21 P και C-223/21 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:1003

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 15ης Δεκεμβρίου 2022 ( 1 )

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑212/21 P και C‑223/21 P

    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) (C‑212/21 P)

    και

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή (C‑223/21 P)

    κατά

    ClientEarth

    «Αίτηση αναιρέσεως – Περιβάλλον – Σύμβαση του Aarhus – Κανονισμός 1367/2006 – Επανεξέταση διοικητικών πράξεων που εκδίδονται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος – Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – Χορήγηση δανείου – Αρμοδιότητες των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Έχει μια οργάνωση για την προστασία του περιβάλλοντος δικαίωμα να προσφύγει κατά της χορηγήσεως δανείου από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (στο εξής: ΕΤΕπ ή τράπεζα) λόγω παραβάσεως διατάξεων του περιβαλλοντικού δικαίου; Αυτό είναι εν προκειμένω το κρίσιμο ζήτημα προς εξέταση κατ’ αναίρεση.

    2.

    Κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης του Aarhus ( 2 ), η Ένωση θέσπισε με τον αποκαλούμενο κανονισμό Aarhus ( 3 ) μια διαδικασία επανεξετάσεως, η οποία επιτρέπει ιδίως σε περιβαλλοντικές οργανώσεις να προβάλλουν την εκ μέρους ενωσιακών οργάνων και οργανισμών παράβαση κανόνων του ενωσιακού δικαίου του περιβάλλοντος.

    3.

    Επικαλούμενη τη βάση αυτή, η ClientEarth, ΜΚΟ στον τομέα του περιβάλλοντος, ζήτησε από την ΕΤΕπ να επανεξετάσει την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της για τη χρηματοδότηση σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα στην Ισπανία (στο εξής: επίμαχη απόφαση). Ωστόσο, η τράπεζα αρνήθηκε να προβεί σε επανεξέταση με την αιτιολογία ότι η επίμαχη απόφαση δεν αποτελούσε διοικητική πράξη έχουσα νομικώς δεσμευτική και εξωτερική ισχύ (στο εξής: προσβαλλόμενο έγγραφο).

    4.

    Στην απόφασή του της 27ης Ιανουαρίου 2021, ClientEarth κατά ΕΤΕπ (T‑9/19, EU:T:2021:42) (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε απλώς στην εξέταση της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου εγγράφου. Αντιθέτως, ο ισχυρισμός της τράπεζας ότι η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης της επίμαχης αποφάσεως ήταν απαράδεκτη και για τον λόγο ότι ήταν ασυμβίβαστη προς την ανεξαρτησία της οποίας απολαύει η ΕΤΕπ στον τομέα των χρηματοοικονομικών πράξεων απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο χωρίς αυτό να υπεισέλθει στην ουσία, διότι δεν περιλαμβανόταν στην ως άνω αιτιολογία.

    5.

    Εντούτοις, ο εν λόγω ισχυρισμός της τράπεζας πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, καθόσον άπτεται της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης στην υπό κρίση υπόθεση. Πρέπει, επίσης, να εξεταστούν οι αντιρρήσεις που προβάλλονται σχετικά με τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την αιτιολογία του προσβαλλόμενου εγγράφου.

    II. Νομικό πλαίσιο

    Α.   Η Σύμβαση του Aarhus

    6.

    Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη εξασφαλίζουν ότι το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού τους δικαίου σχετικά με το περιβάλλον. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου απαιτεί οι εν λόγω διαδικασίες να είναι κατάλληλες και αποτελεσματικές, καθώς και αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές.

    Β.   Ο κανονισμός Aarhus

    7.

    Ο κανονισμός Aarhus μεταφέρει, μεταξύ άλλων, στο δίκαιο της Ένωσης το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus όσον αφορά τα όργανα ή τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    8.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus ορίζει διάφορες έννοιες:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    α)

    […]

    γ)

    “όργανο ή οργανισμός της [Ένωσης]”: οιοδήποτε δημόσιο όργανο, οργανισμός, γραφείο ή υπηρεσία που έχει ιδρυθεί από, ή με βάση, τη συνθήκη, […]

    στ)

    “περιβαλλοντικό δίκαιο”: νομοθεσία της [Ένωσης] η οποία, ανεξάρτητα από τη νομική της βάση, συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της […] πολιτικής [της Ένωσης] για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στη συνθήκη, ήτοι τη διαφύλαξη, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και την προαγωγή μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων·

    ζ)

    “διοικητική πράξη”: οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, από όργανο ή οργανισμό της [Ένωσης], και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ·

    η)

    […]».

    9.

    Το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus προβλέπει διαδικασία εσωτερικής επανεξετάσεως:

    «1.   Οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το όργανο ή τον οργανισμό της [Ένωσης] που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος ή, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, θα έπρεπε να είχε εκδώσει την πράξη αυτή.

    […] Στην αίτηση αναφέρονται οι λόγοι της επανεξέτασης.

    2.   Το όργανο ή ο οργανισμός της [Ένωσης] που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση […]. Το όργανο ή ο οργανισμός [της Ένωσης] εκθέτει τους λόγους του σε γραπτή απάντηση […].

    3.   […]»

    10.

    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus αφορά τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης:

    «Η μη κυβερνητική οργάνωση η οποία υπέβαλε αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της συνθήκης.»

    11.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 21 του κανονισμού Aarhus παρέχουν διευκρινίσεις σχετικά με τη διαδικασία επανεξετάσεως:

    «(19)

    Για να εξασφαλισθούν επαρκή και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης, είναι σκόπιμο το όργανο ή ο οργανισμός της [Ένωσης] που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη ή που, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, παρέλειψε να ενεργήσει, να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει την προηγούμενη απόφασή του, ή να ενεργεί, εφόσον το παρέλειψε.

    (20)

    Μη κυβερνητικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος και πληρούν ορισμένα κριτήρια, […] θα πρέπει να δικαιούνται να ζητούν εσωτερική επανεξέταση, σε [ενωσιακό] επίπεδο, πράξεων που θεσπίσθηκαν ή παραλείψεων δυνάμει του περιβαλλοντικού δικαίου από όργανο ή οργανισμό της [Ένωσης], προκειμένου να επανεξετάζονται από το εν λόγω όργανο ή οργανισμό.

    (21)

    Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προηγούμενα αιτήματα για εσωτερική επανεξέταση δεν ικανοποιήθηκαν, η ενδιαφερόμενη μη κυβερνητική οργάνωση θα πρέπει να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της συνθήκης».

    Γ.   Ειδικές διατάξεις για την ΕΤΕπ

    12.

    Το άρθρο 271 ΣΛΕΕ περιέχει ειδικές διατάξεις για τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου σε σχέση με την ΕΤΕπ:

    «Υπό τους όρους των κατωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο επί των διαφορών που αφορούν:

    α) […]

    γ)

    τις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων· κατά των πράξεων αυτών δύνανται να προσφεύγουν, σύμφωνα με το άρθρο 263, μόνον κράτη μέλη ή η Επιτροπή και μόνον λόγω παράβασης των τύπων που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2 και παράγραφοι 5 έως και 7, του καταστατικού της Τράπεζας,

    δ) […]».

    13.

    Η ΕΤΕπ έχει, δυνάμει του άρθρου 308 ΣΛΕΕ, νομική προσωπικότητα διακριτή από εκείνη της Ένωσης. Διοικείται και διευθύνεται από τα δικά της όργανα. Διαθέτει ιδίους πόρους και προϋπολογισμό.

    14.

    Το άρθρο 309 ΣΛΕΕ ορίζει την αποστολή της ΕΤΕπ:

    «Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων έχει ως αποστολή να συμβάλλει στην ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς για το συμφέρον της Ένωσης προσφεύγοντας στην κεφαλαιαγορά και στους ιδίους της πόρους. Για το σκοπό αυτόν, χωρίς να επιδιώκει κέρδος, διευκολύνει με την παροχή δανείων και εγγυήσεων τη χρηματοδότηση των κατωτέρω σχεδίων, σε όλους τους τομείς της οικονομίας:

    α)

    σχεδίων που αποβλέπουν στην αξιοποίηση των λιγότερο ανεπτυγμένων περιοχών,

    β)

    σχεδίων που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό ή στη μετατροπή επιχειρήσεων ή στη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων που συνεπάγεται η εγκαθίδρυση ή η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και που, λόγω της εκτάσεως ή της φύσεώς τους, δεν δύνανται να καλυφθούν πλήρως από τα διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος μέσα χρηματοδοτήσεως,

    γ)

    σχεδίων κοινού ενδιαφέροντος για περισσότερα κράτη μέλη που, λόγω της εκτάσεως ή της φύσεώς τους, δεν δύνανται να καλυφθούν πλήρως από τα διαθέσιμα σε κάθε κράτος μέλος μέσα χρηματοδοτήσεως.

    Η Τράπεζα, κατά την εκτέλεση της αποστολής της, διευκολύνει τη χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων και των άλλων χρηματοδοτικών μέσων της Ένωσης.»

    15.

    Το καταστατικό της ΕΤΕπ προσαρτάται ως πρωτόκολλο αριθ. 5 στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ.

    16.

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του καταστατικού της ΕΤΕπ, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΤΕπ ελέγχει την ορθή διαχείριση της ΕΤΕπ και διασφαλίζει ότι η διαχείρισή της είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των Συνθηκών και του καταστατικού και με τις γενικές οδηγίες του συμβουλίου των διοικητών. Αποφασίζει για την παροχή χρηματοδοτήσεων και ορίζει τα επιτόκια των δανείων.

    17.

    Το άρθρο 19 του καταστατικού της ΕΤΕπ περιέχει διάφορες διαδικαστικές απαιτήσεις:

    «2.   Όταν οι αιτήσεις απευθύνονται μέσω της Επιτροπής, υποβάλλονται για διατύπωση γνώμης στο κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου θα εκτελεσθεί η επένδυση. Όταν απευθύνονται μέσω του κράτους, υποβάλλονται για διατύπωση γνώμης στην Επιτροπή. Όταν προέρχονται απευθείας από επιχείρηση, υποβάλλονται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και στην Επιτροπή.

    Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και η Επιτροπή πρέπει να διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός δύο μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Ελλείψει απαντήσεως εντός της προθεσμίας αυτής, η Τράπεζα δύναται να θεωρήσει ότι δεν υπάρχουν αντιρρήσεις κατά της επένδυσης.

    3.   Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει για τις χρηματοδοτικές πράξεις που του υποβάλλονται από τη διευθύνουσα επιτροπή.

    4. […]

    5.   Σε περίπτωση που η γνώμη της διευθυνούσης επιτροπής είναι αρνητική, το διοικητικό συμβούλιο δεν δύναται να χορηγήσει την εν λόγω χρηματοδότηση παρά μόνο με ομόφωνη απόφασή του.

    6.   Σε περίπτωση που η γνώμη της Επιτροπής είναι αρνητική, το διοικητικό συμβούλιο δύναται να χορηγήσει την εν λόγω χρηματοδότηση μόνο ομοφώνως. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου που διορίζεται με υπόδειξη της Επιτροπής απέχει από την ψηφοφορία.

    7.   Σε περίπτωση που η γνώμη της διευθυνούσης επιτροπής και της Επιτροπής είναι αρνητικές, το διοικητικό συμβούλιο δεν δύναται να χορηγήσει την εν λόγω χρηματοδότηση.

    8. […]»

    18.

    Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού της ΕΤΕπ ρυθμίζει τη δικαιοδοσία:

    «Οι διαφορές μεταξύ της Τράπεζας αφενός και των δανειστών της, οφειλετών της ή των τρίτων αφετέρου επιλύονται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]»

    19.

    Η δήλωση σχετικά με περιβαλλοντικές και κοινωνικές αρχές και πρότυπα, η οποία εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο στις 3 Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής: δήλωση του 2009), και η στρατηγική για το κλίμα με σκοπό την κινητοποίηση χρηματοδότησης για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και ανθεκτική στις κλιματικές μεταβολές, η οποία εγκρίθηκε από την ΕΤΕπ στις 22 Σεπτεμβρίου 2015 (στο εξής: στρατηγική για το κλίμα), καθορίζουν τους στόχους της δραστηριότητας του δανεισμού και τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα έργα που αφορούν το περιβάλλον. Μεταξύ των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνεται ιδίως η συμμόρφωση των χρηματοδοτούμενων έργων με την περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης.

    III. Πραγματικά περιστατικά

    20.

    Η επίμαχη χρηματοδότηση αφορά το έργο της κατασκευής στον δήμο Curtis (Teixeiro), στην επαρχία της Λα Κορούνια, στη Γαλικία (Ισπανία), ενός σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από βιομάζα, παραγωγικής ικανότητας περίπου 50 MW, τροφοδοτούμενου από τα δασικά κατάλοιπα που συλλέγονται σε μια ακτίνα 100 χιλιομέτρων (στο εξής: έργο Curtis).

    21.

    Μετά από διάφορες διαδικαστικές ενέργειες, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΤΕπ ενέκρινε, με την επίμαχη απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, την πρόταση χρηματοδότησης υπό μορφή δανείου.

    22.

    Με έγγραφο της 13ης Απριλίου 2018, η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον φορέα υλοποίησης του έργου σχετικά με την επίμαχη απόφαση, αναφέροντας ότι η προκαταρκτική έγκριση της χρηματοδότησης του έργου Curtis δεν συνεπαγόταν υποχρέωση της ΕΤΕπ να χορηγήσει το δάνειο, αλλά παρείχε στον φορέα υλοποίησης τη δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη του εν λόγω δανείου.

    23.

    Στις 28 Ιουνίου 2018 η επίμαχη απόφαση δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της ΕΤΕπ.

    24.

    Τα επιμέρους στοιχεία των όρων και προϋποθέσεων για τη χρηματοδότηση του έργου Curtis αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του φορέα υλοποίησης και των διαφόρων χρηματοδοτών, στους οποίους περιλαμβάνονταν, πέραν της ΕΤΕπ, μια εμπορική τράπεζα, ένας οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων, μια εθνική τράπεζα οικονομικής ανάπτυξης και ένας ενδιάμεσος δανειστής (mezzanine lender). Αφού συμφωνήθηκαν οι οριστικοί όροι μεταξύ όλων των μερών και ολοκληρώθηκαν οι διάφορες εκθέσεις ελέγχου, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας ελέγχου υποβλήθηκε στη διευθύνουσα επιτροπή της ΕΤΕπ με το τελικό σημείωμα που εγκρίθηκε από αυτήν στις 16 Ιουλίου 2018.

    25.

    Στις 23 Ιουλίου 2018 οι υπηρεσίες της ΕΤΕπ υπέγραψαν εσωτερική συμφωνία σχετικά με τους όρους της σύμβασης χρηματοδότησης του έργου Curtis. Το σχετικό συμβατικό έγγραφο υπεγράφη στις 25 Ιουλίου 2018.

    26.

    Η πρώτη εκταμίευση που αφορούσε τη χρηματοδότηση της ΕΤΕπ πραγματοποιήθηκε στις 29 Αυγούστου 2018. Η κατασκευή του έργου Curtis είχε προβλεφθεί ότι θα ολοκληρωνόταν έως το τέλος του 2019. Όπως επισήμανε η ΕΤΕπ απαντώντας σε ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η εκτέλεση του έργου Curtis έκτοτε προχωρεί κανονικά.

    27.

    Στις 9 Αυγούστου 2018 η ClientEarth υπέβαλε στην τράπεζα αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης της επίμαχης αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus.

    28.

    Με το προσβαλλόμενο έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2018, το οποίο έφερε την υπογραφή της Γενικής Γραμματέα και της αναπληρώτριας προϊσταμένης της Νομικής Υπηρεσίας της, η ΕΤΕπ ενημέρωσε την ClientEarth για την απόρριψη της αιτήσεώς της. Η αίτηση κρίθηκε απαράδεκτη διότι δεν αφορούσε πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο εσωτερικής επανεξέτασης, ήτοι «διοικητική πράξη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus.

    29.

    Με το προσβαλλόμενο έγγραφο, πρώτον, η ΕΤΕπ υποστήριξε ότι η επίμαχη απόφαση δεν έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ και δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα υπέρ τρίτου. Αποτελεί απλώς εσωτερική πράξη, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 19 του καταστατικού της ΕΤΕπ, απαραίτητη για την υπογραφή της αντίστοιχης συμβάσεως χρηματοδότησης. Ωστόσο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την υπογραφή της συμβάσεως ούτε δημιουργεί, για τον αντισυμβαλλόμενο, δικαίωμα να απαιτήσει την υπογραφή της. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι συγκρίσιμη με απόφαση περί αναθέσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, διότι δεν εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας διεπόμενης από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ή ανάλογης με διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού. Εμπίπτει, αντιθέτως, στη διακριτική ευχέρεια της οποίας απολαύει η ΕΤΕπ, δυνάμει των Συνθηκών και του καταστατικού της, όσον αφορά την εμπορική πρακτική και την πολιτική της.

    30.

    Δεύτερον, η ΕΤΕπ υποστήριξε ότι η επίμαχη απόφαση δεν έχει εκδοθεί «δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus.

    31.

    Τρίτον, το προσβαλλόμενο έγγραφο απαντά στο προβαλλόμενο επιχείρημα ότι η ΕΤΕπ είχε δεσμευθεί για την προώθηση των περιβαλλοντικών στόχων στο πλαίσιο της χρήσεως των ιδίων πόρων της. Κατά την ΕΤΕπ, μια τέτοια δέσμευση δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση του έργου Curtis ή οποιαδήποτε άλλη χρηματοδότηση έργου έχουν, ipso facto, εγκριθεί από την ΕΤΕπ βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης. Το επιχείρημα αυτό διευρύνει τεχνητά τα όρια της «νομοθεσίας της Ένωσης» πέραν του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού Aarhus και κατά τρόπο μη συμβατό με τον θεσμικό ρόλο και την αποστολή της ΕΤΕπ κατά το καταστατικό της.

    IV. Η δικαστική διαδικασία

    32.

    Η ClientEarth άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά του προσβαλλόμενου εγγράφου. Η ΕΤΕπ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.

    33.

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, ClientEarth κατά ΕΤΕπ (T‑9/19, EU:T:2021:42), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το προσβαλλόμενο έγγραφο.

    34.

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτο τον αμυντικό ισχυρισμό ότι η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης της επίμαχης αποφάσεως ήταν απαράδεκτη και για τον λόγο ότι ήταν ασυμβίβαστη με την ανεξαρτησία της οποίας απολαύει η ΕΤΕπ στον τομέα των χρηματοοικονομικών πράξεων. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εν λόγω επιχείρημα είχε παρατεθεί στο προσβαλλόμενο έγγραφο μόνο «κατά τρόπο γενικό και αόριστο» ως μέρος της αιτιολογίας με την οποία προβαλλόταν ότι η επίμαχη πράξη δεν συνιστούσε διοικητική πράξη (βλ., ιδίως, σκέψεις 90 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

    35.

    Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ΕΤΕπ εσφαλμένα αρνήθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε εκδοθεί δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος (σκέψεις 117 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως) και ότι είχε νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ (σκέψεις 149 επ. της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως).

    36.

    Η ΕΤΕπ (υπόθεση C‑212/21 P) και η Επιτροπή (υπόθεση C‑223/21 P) άσκησαν αναίρεση.

    37.

    Η ΕΤΕπ ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως,

    2)

    να αναιρέσει στο σύνολό της την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ιδίως το διατακτικό της,

    3)

    εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, να απορρίψει την προσφυγή σε πρώτο βαθμό,

    4)

    να καταδικάσει την ClientEarth στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Επιτροπής, τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

    38.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    2)

    να καταδικάσει την ClientEarth στα δικαστικά έξοδα.

    39.

    Η ClientEarth ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει αμφότερες τις αιτήσεις αναιρέσεως και

    2)

    να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της ClientEarth.

    40.

    Οι μετέχοντες στη δίκη κατέθεσαν υπομνήματα στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και συμμετείχαν επίσης στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Οκτωβρίου 2022.

    V. Νομική εκτίμηση

    41.

    Καταρχάς, θα εξετάσω τον ισχυρισμό της τράπεζας και της Επιτροπής ότι η επανεξέταση αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ που αφορούν τη χορήγηση δανείων εκφεύγει σχεδόν εξ ολοκλήρου του δικαστικού ελέγχου και ότι, συνεπώς, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ. κατωτέρω υπό Α). Στη συνέχεια, θα εξετάσω αν το Γενικό Δικαστήριο δέχτηκε ορθώς ότι η επίμαχη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ αποτελούσε διοικητική πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος (βλ. κατωτέρω υπό Β).

    Α.   Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

    42.

    Η τράπεζα και η Επιτροπή προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 86 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό τους που αφορούσε την κατοχυρωμένη στο πρωτογενές δίκαιο αποστολή της ΕΤΕπ, αποφαινόμενο ότι ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστούσε ανεπίτρεπτη συμπλήρωση της αιτιολογίας του προσβαλλόμενου εγγράφου.

    43.

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε, στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα εν λόγω επιχειρήματα δεν προβάλλονται αυτοτελώς στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου εγγράφου. Αντιθέτως, η τράπεζα ανέπτυξε τον συλλογισμό αυτόν μόνο παρεμπιπτόντως, προκειμένου να αποδείξει ότι η επίμαχη απόφαση δεν συνιστά διοικητική πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε εύλογα στη σκέψη 91 ότι, σε περίπτωση που ο εν λόγω ισχυρισμός λαμβάνονταν υπόψη ως αυτοτελής αιτιολογία του προσβαλλόμενου εγγράφου, αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη ( 4 ) μεταγενέστερη υποκατάσταση της αιτιολογίας.

    44.

    Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω ισχυρισμός της τράπεζας και της Επιτροπής είναι άνευ σημασίας στην παρούσα διαδικασία. Πράγματι, παρά την αντίθετη άποψη της τράπεζας, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν μπορούν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως κάθε παραβίαση του πρωτογενούς δικαίου ( 5 ). Ωστόσο, η επιχειρηματολογία σχετικά με την αποστολή της ΕΤΕπ δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το εάν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι καταρχήν αρμόδια να επιληφθούν της παρούσας διαφοράς. Τέτοιες αμφιβολίες μπορούν και πρέπει να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από τα όργανα αυτά βάσει του άρθρου 150 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του άρθρου 129 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ( 6 ).

    45.

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε θέση επί του θέματος αυτού εκτιμώντας, ενδεχομένως, ότι η αρμοδιότητά του προκύπτει από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ ( 7 ), δεδομένου ότι αποδέκτης του προσβαλλόμενου εγγράφου είναι η ClientEarth.

    46.

    Ωστόσο, η εξέταση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης είναι αναγκαία στην υπό κρίση υπόθεση για τον λόγο ότι το άρθρο 271 ΣΛΕΕ περιέχει ειδικούς κανόνες όσον αφορά την αρμοδιότητά τους επί διαφορών στις οποίες συμμετέχει η ΕΤΕπ. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, αν το προσβαλλόμενο έγγραφο θα αποτελούσε πράξη δεκτική προσφυγής με βάση το κανονιστικό πλαίσιο του κανονισμού Aarhus και, στη συνέχεια, αν οι εν λόγω ειδικοί κανόνες για την ΕΤΕπ οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα. Το ερώτημα αυτό είναι διαφορετικό από εκείνο που αφορά τον χαρακτήρα της επίμαχης αποφάσεως ως διοικητικής πράξης που εκδόθηκε δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, το οποίο θα εξετάσω κατωτέρω υπό Β.

    1. Επί του χαρακτήρα του προσβαλλόμενου εγγράφου ως πράξεως δεκτικής προσφυγής

    47.

    Αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, μπορούν να αποτελέσουν όλες οι πράξεις των οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, ανεξαρτήτως του είδους τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων ( 8 ) και είναι ικανές να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας τη νομική του κατάσταση ( 9 ). Προς τούτο επιβάλλεται η εκτίμηση των αποτελεσμάτων της οικείας πράξεως βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως για παράδειγμα του περιεχομένου της, λαμβανομένων, ενδεχομένως, υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε ( 10 ).

    48.

    Με το προσβαλλόμενο έγγραφο απορρίφθηκε αίτηση επανεξετάσεως δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ορισμένες ΜΚΟ μπορούν, με αιτιολογημένη αίτηση, να ζητήσουν την εσωτερική επανεξέταση διοικητικής πράξης από το θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης που την εξέδωσε δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

    49.

    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού Aarhus, η εν λόγω επανεξέταση έχει ως σκοπό την εξασφάλιση επαρκών και αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, και την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού Aarhus, την επανεξέταση δικαιούνται να ζητήσουν ορισμένες ΜΚΟ. Σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί το αίτημα, η ενδιαφερόμενη ΜΚΟ πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 12 και την αιτιολογική σκέψη 21, να μπορεί να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ.

    50.

    Με τον τρόπο αυτό, η διαδικασία επανεξετάσεως κατά τα άρθρα 10 και 12 του κανονισμού Aarhus καθιστά δυνατή την υπέρβαση των εμποδίων που ανακύπτουν από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σε σχέση με την άσκηση περιβαλλοντικής συλλογικής προσφυγής κατά της επανεξετασθείσας πράξεως.

    51.

    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν να ασκούν προσφυγή μόνο κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτες ή που τα αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που τα αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Ωστόσο, κατά κανόνα, μια περιβαλλοντική οργάνωση δεν θίγεται άμεσα και ατομικά από την κανονιστική πράξη της οποίας ζητεί την επανεξέταση, και, συνεπώς, δεν θα μπορούσε να πληροί τους όρους του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    52.

    Όμως, η αρμόδια αρχή της Ένωσης απευθύνει την απόφαση που εκδίδει επί της αιτήσεως επανεξέτασης στην αιτούσα περιβαλλοντική οργάνωση, η οποία μπορεί στη συνέχεια να την προσβάλλει ενώπιον των Δικαστηρίων της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η διαδικασία επανεξετάσεως των άρθρων 10 έως 12 του κανονισμού Aarhus θεσπίζει τις δικονομικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι περιβαλλοντικές οργανώσεις δύνανται να προσβάλλουν εμμέσως ενώπιον των δικαστηρίων διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

    53.

    Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ρητώς την εν λόγω λειτουργία της διαδικασίας επανεξετάσεως χωρίς να εκφράσει καμία αμφιβολία για τη συμβατότητά της με τις επιταγές του άρθρου 263 ΣΛΕΕ ( 11 ). Ο νομοθέτης έχει μάλιστα έκτοτε διευρύνει σημαντικά την εφαρμογή της διαδικασίας αυτής επικαλούμενος την εν λόγω νομολογία. ( 12 )

    54.

    Με την εν λόγω διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης και την επακόλουθη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής η Ένωση υλοποιεί το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus. Κατά τη διάταξη αυτή, κάθε συμβαλλόμενο μέρος εξασφαλίζει ότι το κοινό, όταν πληροί τα κριτήρια που τυχόν καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να προσβάλλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

    55.

    Με το προσβαλλόμενο έγγραφό της, η τράπεζα απέρριψε αίτηση της ClientEarth με την οποία η τελευταία ζητούσε την επανεξέταση της επίμαχης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ. Εν προκειμένω, βεβαίως, η τράπεζα απέρριψε την αίτηση όχι ως αβάσιμη, αλλά ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι η επίμαχη απόφαση δεν αποτελούσε διοικητική πράξη εκδοθείσα δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού Aarhus. Ωστόσο, η κατ’ αυτόν τον τρόπο απόρριψη της αιτήσεως ως απαράδεκτης πρέπει, καταρχήν, να υπόκειται σε προσφυγή όπως και η απόρριψή της ως αβάσιμης.

    56.

    Και τούτο διότι η τυχόν εσφαλμένη άρνηση επανεξέτασης εκ μέρους του οικείου οργάνου ή οργανισμού θίγει το δικαίωμα της ΜΚΟ για διενέργεια επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus. Κατά την έννοια της νομολογίας που αφορά τις δεκτικές προσφυγής πράξεις, στην περίπτωση αυτή προσβάλλονται κατάφωρα τα συμφέροντα της ΜΚΟ λόγω μεταβολής της νομικής της κατάστασης, και ειδικότερα λόγω απόρριψης του δικαιώματός της για εσωτερική επανεξέταση.

    57.

    Ως εκ τούτου, το προσβαλλόμενο έγγραφο της τράπεζας συνιστά, κατ’ αρχήν, πράξη υποκείμενη σε προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

    2. Ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων των δικαστηρίων της Ένωσης από το άρθρο 271 ΣΛΕΕ

    58.

    Ωστόσο, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ διαφοροποιεί το σύστημα της ένδικης προστασίας κατά αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ. Ειδικότερα, κατά των εν λόγω αποφάσεων δύνανται να προσφεύγουν, σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, μόνον κράτη μέλη ή η Επιτροπή και μόνον λόγω παράβασης των τύπων που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2 και παράγραφοι 5 έως και 7, του καταστατικού της ΕΤΕπ ( 13 ).

    59.

    Στη συνέχεια θα καταδείξω ότι ο εν λόγω περιορισμός του δικαστικού ελέγχου εμποδίζει την άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 12 του κανονισμού Aarhus, η οποία έχει ως αντικείμενο την επί της ουσίας επανεξέταση αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ (βλ. κατωτέρω υπό α). Ωστόσο, αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι απλώς ο νομικός χαρακτηρισμός της επίμαχης αποφάσεως για τον σκοπό της εσωτερικής επανεξετάσεώς της από την τράπεζα. Το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ ουδόλως εμποδίζει την εσωτερική επανεξέταση (βλ. κατωτέρω υπό β).

    α) Η επίμαχη απόφαση δεν ελέγχεται επί της ουσίας από τα δικαστήρια της Ένωσης

    60.

    Η προσφυγή δεν στρέφεται μεν τυπικά κατά αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πλην όμως θίγει εμμέσως μια τέτοια απόφαση, δεδομένου ότι με το προσβαλλόμενο έγγραφο απορρίφθηκε η υποβληθείσα από την ClientEarth αίτηση επανεξετάσεως της επίμαχης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου. Κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού Aarhus, το αντικείμενο της αιτήσεως εσωτερικής επανεξέτασης είναι η επαναξιολόγηση της πράξεως της οποίας ζητείται η επανεξέταση ( 14 ). Επομένως, η αίτηση αποσκοπεί –σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιεί το Δικαστήριο– στη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα ή της ελλείψεως βασιμότητας της οικείας πράξεως ( 15 ).

    61.

    Κατά συνέπεια, εάν η τράπεζα είχε στηρίξει την απόρριψη της αιτήσεως με το προσβαλλόμενο έγγραφο στο ότι η επίμαχη πράξη ήταν νόμιμη και βάσιμη, η υπό κρίση προσφυγή θα απέβλεπε εμμέσως στον δικαστικό έλεγχο των εν λόγω διαπιστώσεων και, κατ’ επέκταση, της νομιμότητας και βασιμότητας της επίμαχης αποφάσεως.

    62.

    Ένας τέτοιος έμμεσος επί της ουσίας έλεγχος αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ από τα δικαστήρια της Ένωσης δεν θα ήταν συμβατός με τη διάταξη του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ ( 16 ), δεδομένου ότι στις περιπτώσεις που καλύπτονται από την εν λόγω διάταξη οι αρμοδιότητες των δικαστηρίων της Ένωσης είναι σαφώς περιορισμένες σε σχέση με το άρθρο 263.

    63.

    Πρόκειται για περιορισμούς που αφορούν, καταρχάς, τον κύκλο των δυνητικά προσφευγόντων. Αντιθέτως προς το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει δικαίωμα προσφυγής σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ επιτρέπει ρητώς την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ μόνο στα κράτη μέλη ή στην Επιτροπή. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η άσκηση προσφυγής από άλλα πρόσωπα.

    64.

    Επιπροσθέτως, ακόμη και στις προσφυγές των κρατών μελών και της Επιτροπής, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ περιορίζει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης ως προς το αντικείμενο του ελέγχου.

    65.

    Το άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιτρέπει προσφυγές λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή τους ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας.

    66.

    Αντιθέτως, κατά το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ δύναται να ασκηθεί μόνο λόγω παράβασης των τύπων που προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2 και παράγραφοι 5 έως και 7, του καταστατικού της ΕΤΕπ. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, η τράπεζα οφείλει να ενημερώνει τα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά με τις αιτήσεις χρηματοδότησης. Σε περίπτωση που η γνώμη της Επιτροπής ή της διευθύνουσας επιτροπής της ΕΤΕπ είναι αρνητική, το διοικητικό συμβούλιο δύναται να χορηγήσει την εν λόγω χρηματοδότηση μόνον ομοφώνως, ενώ σε περίπτωση που αμφότερες οι γνώμες είναι αρνητικές δεν είναι δυνατή η χορήγηση χρηματοδότησης. Δεδομένου ότι πρόκειται για δικονομικά δικαιώματα της Επιτροπής και των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο, είναι εύλογο να επιτρέπεται μόνον αυτή η μία προσφυγή.

    67.

    Κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας και της Επιτροπής, ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου των χρηματοδοτήσεων της ΕΤΕπ δικαιολογείται από το γεγονός ότι, κατά τη χορήγηση χρηματοδοτήσεων, η τράπεζα ενεργεί όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην αγορά ( 17 ). Ωστόσο, οι αποφάσεις χρηματοδότησης των υπολοίπων τραπεζών δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

    68.

    Οι περιορισμοί του δικαστικού ελέγχου πρέπει να καταλαμβάνουν και το δικαίωμα προσφυγής του άρθρου 12 του κανονισμού Aarhus. Η διάταξη αυτή προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης, ήτοι ιδίως την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Ωστόσο η τράπεζα τονίζει ορθώς ότι οικεία διάταξη αποτελεί και το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Καθόσον η εν λόγω διάταξη αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου με πρωτοβουλία περιβαλλοντικών οργανώσεων και, επιπλέον, απαγορεύει τον επί της ουσίας έλεγχο των αποφάσεων αυτών από τα δικαστήρια της Ένωσης, ένας τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να καταστεί ούτε εμμέσως δυνατός με βάση το άρθρο 12 του κανονισμού Aarhus.

    69.

    Στη συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού Aarhus δεν μπορεί να αντιταχθεί ούτε το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, για την εφαρμογή του οποίου θεσπίστηκε η εν λόγω διάταξη του κανονισμού ( 18 ). Πράγματι, το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεν προβλέπει εξαίρεση για την ΕΤΕπ. Η εν λόγω διεθνούς δικαίου υποχρέωση της Ένωσης πρέπει επίσης, παρά την αντίθετη άποψη της Επιτροπής, να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του παράγωγου δικαίου και ιδίως κατά την ερμηνεία διατάξεων –όπως το άρθρο 12 του κανονισμού Aarhus– οι οποίες έχουν ως σκοπό την εφαρμογή της εν λόγω υποχρεώσεως ( 19 ). Ωστόσο, όπως ορθώς παρατηρεί η τράπεζα, οι επιταγές του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ αποτελούν μέρος του πρωτογενούς δικαίου και, συνεπώς, υπερέχουν των διεθνούς δικαίου υποχρεώσεων της Ένωσης ( 20 ).

    70.

    Ως εκ τούτου, εάν η τράπεζα είχε απορρίψει την αίτηση επανεξέτασης για τον λόγο ότι η επίμαχη απόφαση ήταν κατά την άποψή της νόμιμη και βάσιμη, τα δικαστήρια της Ένωσης δεν θα ήταν αρμόδια να αποφανθούν επί προσφυγής της ClientEarth κατά της αποφάσεως αυτής.

    β) Έλεγχος από τα δικαστήρια της Ένωσης του νομικού χαρακτηρισμού της επίμαχης απόφασης

    71.

    Εντούτοις, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ δεν αποκλείει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να αποφανθούν επί της υπό κρίση προσφυγής.

    72.

    Και τούτο διότι στην πραγματικότητα η προσφυγή δεν στρέφεται εμμέσως κατά της επίμαχης αποφάσεως, καθόσον το αρμόδιο δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί της νομιμότητας ή της βασιμότητάς της. Αντιθέτως, αντικείμενό της είναι αποκλειστικά και μόνον ο νομικός χαρακτηρισμός της επίμαχης αποφάσεως εκ μέρους της τράπεζας, δηλαδή η διαπίστωση ότι δεν πρόκειται για διοικητική πράξη που εκδόθηκε δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος κατά την έννοια του κανονισμού Aarhus.

    73.

    Η μη έμμεση προσβολή της επίμαχης αποφάσεως διά της υπό κρίση προσφυγής καταδεικνύεται ήδη από το γεγονός ότι η επίμαχη απόφαση θα εξακολουθεί να υφίσταται ανεξαρτήτως της έκβασης της υπό κρίση προσφυγής και δεν αμφισβητείται –ούτε εμμέσως– στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Η τυχόν ευδοκίμηση της υπό κρίση προσφυγής μπορεί να έχει ως μόνο αποτέλεσμα την υποχρέωση της τράπεζας να επανεξετάσει εσωτερικώς την επίμαχη απόφαση. Τούτο δεν προδικάζει το ζήτημα αν το αποτέλεσμα της εν λόγω επανεξετάσεως θα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ένδικης προσφυγής.

    74.

    Η εξαίρεση της υπό κρίση προσφυγής από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ συνάδει εξάλλου και με το θεμελιώδες δικαίωμα για αποτελεσματική ένδικη προστασία που κατοχυρώνεται από το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη. Και τούτο διότι το δικαίωμα για εσωτερική επανεξέταση κατά το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus είναι δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το δίκαιο της Ένωσης και, συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος. Βεβαίως, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν δύναται να θεμελιώσει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όταν την αποκλείουν οι Συνθήκες ( 21 ). Ωστόσο, οιοσδήποτε περιορισμός της ένδικης προστασίας, όπως για παράδειγμα ο περιεχόμενος στο άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά ( 22 ).

    75.

    Μια τέτοια εσωτερική επανεξέταση συνάδει, επίσης, με τον ρόλο και την αποστολή της τράπεζας.

    76.

    Αντικρούοντας τον ισχυρισμό της τράπεζας ότι ο κίνδυνος επανεξέτασης και οι συνακόλουθες καθυστερήσεις θα παρακώλυαν δυσανάλογα – ή θα καθιστούσαν ενδεχομένως ακόμη και αδύνατη– την άσκηση της δανειοδοτικής δραστηριότητάς της, η ClientEarth ορθώς υποστηρίζει ότι η τράπεζα δεν αποδεικνύει επαρκώς τον ισχυρισμό αυτόν. Αντιθέτως, η εξέλιξη της διαδικασίας που μεσολάβησε μεταξύ της επίμαχης απόφασης και της σύμβασης δανειοδότησης ( 23 ) καταδεικνύει ότι, σε περίπτωση ταχείας δημοσίευσης της επίμαχης απόφασης, θα απέμεναν περίπου δύο μήνες για τη διενέργεια της εσωτερικής επανεξέτασης.

    77.

    Επίσης, ο ισχυρισμός αυτός δεν συνάδει με την πρακτική της τράπεζας, η οποία στην πραγματικότητα επανεξετάζει τις χρηματοδοτήσεις της βάσει καταγγελιών –μεταξύ άλλων και όσον αφορά περιβαλλοντικές πτυχές. Αυτό δήλωσε η τράπεζα στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή το 2008 ( 24 ). Μάλιστα, αντικείμενο τέτοιας επανεξέτασης αποτελούσαν ήδη και αντιρρήσεις κατά της επίμαχης χρηματοδότησης οι οποίες αφορούσαν περιβαλλοντικά θέματα ( 25 ). Ως εκ τούτου, η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας δύναται να ελεγχθεί από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή ( 26 ). Η επιτροπή συμμόρφωσης με τη Σύμβαση του Aarhus (Aarhus Convention Compliance Committee, στο εξής: επιτροπή συμμόρφωσης) ( 27 ) δύναται επίσης να επανεξετάζει τις δανειοδοτήσεις της ΕΤΕπ ( 28 ).

    78.

    Αντίθετα προς την άποψη της τράπεζας, η εσωτερική επανεξέταση έχει αυτοτελή αξία, ακόμη και αν δεν ακολουθήσει δικαστικός έλεγχος. Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού Aarhus, είναι σκόπιμο το όργανο ή ο οργανισμός να έχει τη δυνατότητα να επανεξετάζει την προηγούμενη απόφασή του. Επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 20 αναγνωρίζεται το δικαίωμα περιβαλλοντικών οργανώσεων να ζητούν εσωτερική επανεξέταση.

    79.

    Ως εκ τούτου, το δικαίωμα για εσωτερική επανεξέταση αποτελεί ειδική έκφανση της αρχής της συμμετοχής του κοινού, η οποία διέπει τη Σύμβαση του Aarhus ( 29 ) και το δίκαιο του περιβάλλοντος της Ένωσης. Και τούτο διότι η εν λόγω διαδικασία επιτρέπει σε μέρος του κοινού, συγκεκριμένα στις περιβαλλοντικές οργανώσεις, να προβάλλουν αντιρρήσεις κατά του εκάστοτε μέτρου στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αιτήσεώς τους, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη βελτίωσή του. Υπό την έννοια αυτή, η εσωτερική επανεξέταση μπορεί να είναι ακόμη και προς όφελος της τράπεζας, δεδομένου ότι τυχόν προβλήματα μιας δανειοδότησης που έχουν σχέση με το δίκαιο του περιβάλλοντος επηρεάζουν, κατά κανόνα, και τις οικονομικές πτυχές του έργου.

    80.

    Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίγνωση του κινδύνου διενέργειας μεταγενέστερου ελέγχου θα συμβάλλει στην ακόμη επιμελέστερη εξέταση των περιβαλλοντικών πτυχών του εκάστοτε έργου πριν από τη λήψη της αποφάσεως για τη δανειοδότηση. Μια τέτοια διεξοδικότερη προηγούμενη εξέταση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο αιφνιδιασμού από την προβολή αντιρρήσεων στο πλαίσιο αιτήσεως επανεξέτασης και να διευκολύνει την ταχεία διεκπεραίωση των αιτήσεων επανεξέτασης.

    81.

    Τέλος, η κατά τα ως άνω ερμηνεία του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ τουλάχιστον θέτει τον έλεγχο της τράπεζας σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus. Ασφαλώς φαίνεται αμφίβολο ότι η εσωτερική επανεξέταση των δανειοδοτήσεων μπορεί να επιτύχει το απαιτούμενο με βάση το άρθρο 9, παράγραφος 4, επίπεδο αποτελεσματικής ένδικης προστασίας στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, ώστε να αναγνωριστεί ως διοικητική διαδικασία προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3 ( 30 ). Ωστόσο, η εσωτερική επανεξέταση δεν παύει να είναι προτιμότερη από την παντελή έλλειψη ελέγχου.

    82.

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ δεν εμποδίζει την προστασία από τα δικαστήρια της Ένωσης τυχόν δικαιώματος για εσωτερική επανεξέταση αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του κανονισμού Aarhus.

    83.

    Στο πλαίσιο αυτό, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή και το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε εαυτό αρμόδιο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν η ΕΤΕπ ορθώς απέρριψε την αίτηση επανεξετάσεως ως απαράδεκτη.

    Β.   Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    84.

    Οι αιτήσεις αναιρέσεως της τράπεζας και της Επιτροπής δεν αφορούν μόνο τη δυνατότητα επανεξετάσεως των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της ΕΤΕπ, αλλά και το ζήτημα αν η επίμαχη απόφαση αποτελεί διοικητική πράξη εκδοθείσα δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού Aarhus. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πρόκειται για διοικητική πράξη, θα είναι εφαρμοστέα, σύμφωνα με την ως άνω συλλογιστική, η διαδικασία εσωτερικής επανεξετάσεως κατά το άρθρο 10, παρά το γεγονός ότι, λόγω του άρθρου 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το αποτέλεσμα αυτής της επανεξετάσεως δεν θα υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού Aarhus.

    85.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus, ως διοικητική πράξη ορίζεται οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος (βλ. κατωτέρω υπό 2), από όργανο ή οργανισμό της Ένωσης (βλ. κατωτέρω υπό 1), και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ (βλ. κατωτέρω υπό 3).

    1. Αποτελεί η πράξη της ΕΤΕπ πράξη δημόσιας αρχής;

    86.

    Η τράπεζα και η Επιτροπή αμφισβητούν καταρχάς ότι η επίμαχη απόφαση αποτελεί διοικητική πράξη, υποστηρίζοντας ότι η ΕΤΕπ ενήργησε ως τράπεζα και όχι ως δημόσια αρχή.

    87.

    Καθόσον με το επιχείρημα αυτό επιδιώκεται εκ νέου η συναγωγή του συμπεράσματος ότι ο ειδικός ρόλος και αποστολή της ΕΤΕπ αποκλείουν τον έλεγχο από τα δικαστήρια της Ένωσης, παραπέμπω στις παρατηρήσεις μου σχετικά με την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης.

    88.

    Το συγκεκριμένο επιχείρημα προκαλεί επίσης έκπληξη διότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, πρέπει να είναι δυνατή η προσβολή όχι μόνον των πράξεων ή παραλείψεων δημοσίων αρχών, αλλά και των πράξεων και παραλείψεων ιδιωτών οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού τους δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

    89.

    Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό της τράπεζας και της Επιτροπής καθίσταται περισσότερο αληθοφανές υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 18. Εκεί αναφέρεται ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, είναι σκόπιμο ο κανονισμός να αφορά μόνον πράξεις και παραλείψεις δημόσιων αρχών.

    90.

    Η ίδια ιδέα αποτυπώνεται στον ορισμό των αρχών των οποίων οι πράξεις δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο εσωτερικής επανεξετάσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus, πρόκειται για τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται αναμφίβολα και η ΕΤΕπ ( 31 ). Ωστόσο, σύμφωνα με τον ορισμό που παρέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ως τέτοιες αρχές νοούνται οιαδήποτε δημόσια όργανα, οργανισμοί, γραφεία ή υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί από, ή με βάση, τη Συνθήκη. Ο χαρακτηρισμός των εν λόγω αρχών ως «δημοσίων» επαναλαμβάνεται από τον νομοθέτη και στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού Aarhus. Κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή, η Σύμβαση του Aarhus καθορίζει με την ευρεία έννοια τις δημόσιες αρχές, δεδομένου ότι η βασική ιδέα της Σύμβασης είναι ότι, οποτεδήποτε ασκείται δημόσια εξουσία (public authority, autorité publique), θα πρέπει να υφίστανται δικαιώματα για τα άτομα και τις οργανώσεις τους.

    91.

    Συναφώς, η τράπεζα και η Επιτροπή ορθώς θεωρούν ότι, κατά τη χρηματοδότηση στο πλαίσιο συμβάσεως, η ΕΤΕπ δεν ασκεί δημόσια εξουσία υπό την έννοια ασκήσεως κυρίαρχης εξουσίας καταναγκασμού.

    92.

    Η ΕΤΕπ εμφανίζει όμως εν προκειμένω, όπως και σε άλλα πλαίσια ( 32 ), διττό χαρακτήρα: ενεργεί ως ιδιώτης συμβαλλόμενος ο οποίος συγχρόνως ασκεί δημόσια καθήκοντα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 309 ΣΛΕΕ, η τράπεζα συμβάλλει στην ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς για το συμφέρον της Ένωσης. Αυτό αποτελεί επίσης έκφανση της άσκησης δημόσιας εξουσίας.

    93.

    Κατά συνέπεια, η ΕΤΕπ, ασκώντας δημόσια καθήκοντα και δημόσια εξουσία στο πλαίσιο της δανειοδοτικής δραστηριότητάς της, αποτελεί δημόσιο οργανισμό κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Aarhus.

    94.

    Με την ως άνω ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Aarhus διασφαλίζεται ότι ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζει ορθά το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο δʹ, της Σύμβασης του Aarhus, διότι, όπως σωστά παρατηρεί η ClientEarth, ο ορισμός της «δημόσιας αρχής» κατά τη διάταξη αυτή περιλαμβάνει τα θεσμικά όργανα οποιουδήποτε περιφερειακού οργανισμού οικονομικής ολοκλήρωσης, ο οποίος –όπως η Ένωση– είναι μέρος της Σύμβασης.

    95.

    Για τον λόγο αυτόν, η τράπεζα δεν αμφισβήτησε έναντι της επιτροπής συμμόρφωσης την εφαρμογή της Σύμβασης ( 33 ) στην περίπτωσή της και, σε δημοσίευσή της που αφορά τη δική της διαδικασία διαχείρισης καταγγελιών, επισημαίνει ότι οι πράξεις της μπορούν να προσβληθούν ενώπιον της επιτροπής αυτής ( 34 ).

    96.

    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το προβαλλόμενο από την τράπεζα και την Επιτροπή επιχείρημα ότι κατά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως η τράπεζα δεν ενήργησε ως δημόσια αρχή.

    2. Μέτρο που ελήφθη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος

    97.

    Περαιτέρω, η τράπεζα και η Επιτροπή αρνούνται ότι η επίμαχη απόφαση αποτελεί μέτρο που ελήφθη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

    98.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus, ως διοικητική πράξη νοείται μόνο μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος. Κατά το δε άρθρο 10 μπορεί να ζητηθεί μόνον η εσωτερική επανεξέταση διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

    99.

    Ως περιβαλλοντικό δίκαιο, κατά τον ορισμό του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus, νοείται η νομοθεσία της Ένωσης η οποία, ανεξάρτητα από τη νομική της βάση, συμβάλλει στην επιδίωξη των στόχων της ενωσιακής πολιτικής για το περιβάλλον κατά τα οριζόμενα στο πρωτογενές δίκαιο, ήτοι τη διαφύλαξη, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συνετή και ορθολογική χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων και την προαγωγή μέτρων σε διεθνές επίπεδο για την αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων.

    100.

    Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΤΕπ εξέδωσε την επίμαχη απόφαση βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, και του άρθρου 19, παράγραφος 3, του καταστατικού της ΕΤΕπ, τα οποία ουδόλως αναφέρουν ότι συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος.

    101.

    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 122 έως 124 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η δήλωση του 2009 και η στρατηγική για το κλίμα ( 35 ) πρέπει να εξομοιωθούν με διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus. Και τούτο διότι αποτελούν τα κριτήρια βάσει των οποίων η τράπεζα διασφαλίζει ότι η δανειοδοτική δραστηριότητά της συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος.

    102.

    Το Γενικό Δικαστήριο συνοψίζει συνεπώς, στη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την εκτίμησή του όσον αφορά την επίμαχη απόφαση σε σχέση με το ζήτημα αυτό, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η περιεχόμενη σ’ αυτήν διαπίστωση ότι το έργο Curtis πληρούσε συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας περιβαλλοντικού χαρακτήρα της ΕΤΕπ την καθιστούσε μέτρο το οποίο ελήφθη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

    103.

    Η τράπεζα και η Επιτροπή αντιτάσσουν ότι τα εν λόγω κριτήρια δεν αποτελούν, ήδη από τυπικής απόψεως, νομοθεσία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus (βλ. κατωτέρω υπό β), αλλά τουλάχιστον στερούνται νομικώς δεσμευτικής ισχύος (βλ. κατωτέρω υπό γ).

    104.

    Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, τα δύσκολα αυτά ερωτήματα δεν είναι απαραίτητο να απαντηθούν στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι ο όρος «μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος» πρέπει να ερμηνευθεί, υπό το πρίσμα των περιβαλλοντικών στόχων του ενωσιακού δικαίου και του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, ως κάθε μέτρο το οποίο ενδέχεται να προσκρούει στους κανόνες του δικαίου του περιβάλλοντος.

    α) Παραβίαση του δικαίου του περιβάλλοντος

    105.

    Η έννοια του «μέτρου που λαμβάνεται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος» φαίνεται να περιλαμβάνει, ως εκ του νοήματος του όρου αυτού, αποκλειστικά και μόνον πράξεις οι οποίες εκδίδονται επί τη βάσει ή προς εφαρμογή κανόνων του περιβαλλοντικού δικαίου. Από την ερμηνεία αυτή συνάγεται ότι υπάρχουν μέτρα άλλων τομέων δικαίου τα οποία δεν αποτελούν μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος. Συνεπώς, κρίσιμης σημασίας θα ήταν, τελικώς, το κατά πόσον τα κριτήρια στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση αφορούν το περιβάλλον.

    106.

    Ωστόσο, μια τέτοια ερμηνεία θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα τα μέτρα που επιδιώκουν σκοπούς οι οποίοι εμπίπτουν στο δίκαιο του περιβάλλοντος να υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο ως προς τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του δικαίου αυτού σε σχέση με μέτρα που δεν επιδιώκουν τέτοιους σκοπούς. Στην πραγματικότητα, όμως, τα τελευταία αυτά μέτρα θα μπορούσαν να έχουν σαφώς βαρύτερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, δεδομένου ότι αποδίδεται πιθανότατα μεγαλύτερη προσοχή στην προστασία του περιβάλλοντος όταν επιδιώκεται σκοπός που εμπίπτει στο δίκαιο του περιβάλλοντος από ό,τι στην περίπτωση που δεν υφίσταται τέτοιος σκοπός.

    107.

    Επομένως, τουλάχιστον οι πράξεις της Ένωσης που ενδέχεται να προσβάλλουν κανόνες του δικαίου του περιβάλλοντος πρέπει να θεωρούνται επίσης μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus, ήτοι μέτρα τα οποία, ανεξάρτητα από τη νομική τους βάση, συμβάλλουν στην επιδίωξη των στόχων της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος.

    108.

    Αυτή η ερμηνεία του όρου «μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος» καθιστά τη διαδικασία επανεξετάσεως περισσότερο συνεπή προς τον σκοπό της, ήτοι την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus. Όπως αναγνωρίζεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού Aarhus, η διάταξη αυτή δεν απαιτεί μόνο να γίνεται έλεγχος των μέτρων τα οποία συμβάλλουν στην επίτευξη περιβαλλοντικών σκοπών, αλλά απαιτεί πολύ περισσότερο να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου όλων των πράξεων οι οποίες είναι δυνατόν να προσβάλουν κανόνες του δικαίου του περιβάλλοντος ( 36 ).

    109.

    Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1767 ( 37 ), ο οποίος πάντως θεσπίστηκε μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ο νομοθέτης διευκρίνισε στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ότι το μέτρο που λαμβάνεται «δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος» έχει την ως άνω έννοια.

    110.

    Η ερμηνεία αυτή συνάδει, επίσης, με τη σημασία που αποδίδει το πρωτογενές δίκαιο στην προστασία του περιβάλλοντος. Το άρθρο 191, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επιβάλλει μεν στην Ένωση την υποχρέωση να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα του περιβάλλοντος, πλην όμως, κατά το άρθρο 11 ΣΛΕΕ, οι απαιτήσεις της περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει επιπλέον να ενταχθούν στον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και δράσεων της Ένωσης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος πρέπει επίσης να γίνεται σεβαστός από την Ένωση, το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η τήρηση του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης αποτελεί υποχρέωση όλων των οργάνων και οργανισμών της, ανεξαρτήτως του αν ασκούν αρμοδιότητες στον τομέα αυτόν.

    111.

    Βεβαίως, η τράπεζα ορθώς επισημαίνει ότι, εν γένει, το περιβαλλοντικό δίκαιο της Ένωσης δεν συνεπάγεται υποχρεώσεις προς τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται οι τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοδότησης έργων. Πράγματι, οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν κατά κανόνα τους φορείς των έργων.

    112.

    Ωστόσο, η ΕΤΕπ, ως θεσμικό όργανο της Ένωσης, υπόκειται σε πιο εκτεταμένες υποχρεώσεις από άλλες τράπεζες όσον αφορά τη συμμόρφωση προς το δίκαιο της Ένωσης ( 38 ). Εάν η δανειοδοτική της δραστηριότητα υπονόμευε τους στόχους της Ένωσης, για παράδειγμα με τη χρηματοδότηση έργων που ενδέχεται να προσβάλλουν τους κανόνες του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης, αυτό θα ήταν ασυμβίβαστο προς την αποστολή της να συμβάλλει στους στόχους της Ένωσης ( 39 ). Το ζήτημα αν η τράπεζα έχει συναφώς περιθώριο εκτίμησης ή οφείλει να αρνηθεί τη χρηματοδότηση μόνο σε περίπτωση προφανών παραβάσεων δεν χρειάζεται να κριθεί στην υπό κρίση υπόθεση. Και τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί ήδη μέτρο που ελήφθη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος εφόσον είναι ενδεχόμενο να παραβιάζει το περιβαλλοντικό δίκαιο της Ένωσης.

    113.

    Αντιθέτως δεν είναι πειστικός ο ισχυρισμός της τράπεζας ότι η ενδιαφερόμενη ΜΚΟ θα έπρεπε να στραφεί άμεσα κατά του επίμαχου έργου, για παράδειγμα ασκώντας προσφυγή κατά της έγκρισής του. Και τούτο διότι, παρά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου ( 40 ), δεν είναι βέβαιο ότι η άσκηση μιας τέτοιας προσφυγής ενώπιον των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων θα ήταν δυνατή ή αποτελεσματική.

    114.

    Το κατά πόσον οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της ClientEarth αφορούν τη συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο του περιβάλλοντος ή άλλα ζητήματα δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο έγγραφο δεν περιέχει σχετικές πληροφορίες. Κατά συνέπεια παρέλκει και η εξέταση του κατά πόσον αυτά τα άλλα ζητήματα αποτελούν αντικείμενο «νομοθεσίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus.

    115.

    Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν επομένως χρήσιμο το Δικαστήριο να αντικαταστήσει τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το κατά πόσον τα κριτήρια λήψης αποφάσεων της δήλωσης του 2009 και της στρατηγικής για το κλίμα πρέπει να θεωρηθούν ως περιβαλλοντικό δίκαιο με τις εκτιμήσεις που παρατίθενται ανωτέρω.

    116.

    Θα εξετάσω, στη συνέχεια, τις αντιρρήσεις της τράπεζας και της Επιτροπής κατά του προαναφερθέντος σκεπτικού του Γενικού Δικαστηρίου μόνον για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ακολουθήσει αυτήν την προσέγγιση.

    β) Ο νόμος ως μοναδική μορφή δικαίου του περιβάλλοντος

    117.

    Η Επιτροπή και η τράπεζα υποστηρίζουν ότι ως δίκαιο του περιβάλλοντος μπορούν να νοηθούν μόνο νομοθετικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 289, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ήτοι κανόνες που θεσπίζονται με νομοθετική διαδικασία.

    118.

    Η άποψη της τράπεζας και της Επιτροπής θα μπορούσε να έχει έρεισμα σε ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus, όπως για παράδειγμα την αγγλική και τη γαλλική, όπου για την απόδοση του γερμανικού όρου «Rechtsvorschriften» χρησιμοποιούνται οι όροι «legislation» και «disposition législative» αντίστοιχα. Αντιθέτως, ο όρος «Rechtsvorschriften» που χρησιμοποιείται στο γερμανικό κείμενο δεν καταλαμβάνει μόνον τους τυπικούς νόμους, αλλά κάθε νομικώς δεσμευτικό κανόνα. Συνεπώς, μπορεί να περιλαμβάνει και κριτήρια της τράπεζας που δεν θεσπίστηκαν υπό μορφή τυπικού νόμου.

    119.

    Σε σχέση με τις προαναφερθείσες διαφορές μεταξύ της αγγλικής, της γαλλικής και της γερμανικής απόδοσης του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus, υπενθυμίζεται ότι οι διάφορες γλωσσικές αποδόσεις μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα ( 41 ) και ότι καμία γλωσσική απόδοση δεν απολαμβάνει υπεροχής έναντι των άλλων γλωσσικών αποδόσεων ( 42 ). Εάν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος ( 43 ).

    120.

    Όπως προαναφέρθηκε ( 44 ), η διαδικασία της εσωτερικής επανεξέτασης έχει ως σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus. Κατά το άρθρο 22 της εν λόγω Σύμβασης, τα αυθεντικά της κείμενα είναι το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Αντιθέτως προς ό,τι ισχύει στην περίπτωση του κανονισμού Aarhus, στις ως άνω δύο επίσημες γλώσσες της Ένωσης δεν γίνεται αναφορά σε τυπικούς νόμους αλλά στη νομοθεσία ( 45 ), αλλά το ρωσικό κείμενο αναφέρεται μάλλον σε διατάξεις τυπικού νόμου ( 46 ).

    121.

    Ωστόσο, κρίσιμης σημασίας είναι ότι σκοπός του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus είναι να συμβάλει στην αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος στο γενικό πλαίσιο της εν λόγω Σύμβασης. Για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού είναι αδιάφορο το αν οι απαιτήσεις του δικαίου του περιβάλλοντος περιέχονται σε τυπικούς νόμους ή σε άλλου είδους νομοθετικούς κανόνες. Αντίστοιχα, τόσο η αγγλική όσο και η γαλλική απόδοση της αιτιολογικής σκέψης 18 του κανονισμού Aarhus αναφέρονται εν γένει στο περιβαλλοντικό δίκαιο ( 47 ).

    122.

    Ως εκ τούτου, δεν έχει σημασία η μορφή υπό την οποία θεσπίστηκαν τα εφαρμοσθέντα από το διοικητικό συμβούλιο στην επίμαχη απόφαση κριτήρια περιβαλλοντικής φύσεως, αλλά ο νομικώς δεσμευτικός χαρακτήρας τους.

    γ) Δεσμευτικός χαρακτήρας των κριτηρίων επιλεξιμότητας

    123.

    Η τράπεζα και η Επιτροπή αμφισβητούν, επίσης, τον δεσμευτικό χαρακτήρα των κριτηρίων επιλεξιμότητας.

    124.

    Στις σκέψεις 124 και 140 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξομοιώνει τα εφαρμοσθέντα κριτήρια της ΕΤΕπ με νομοθετικές διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus, διότι τα κριτήρια αυτά θεσπίζουν το πλαίσιο για την άσκηση της δραστηριότητας της ΕΤΕπ στον τομέα της χορηγήσεως δανείων για την επίτευξη των στόχων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος.

    125.

    Οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές αρχές και τα πρότυπα που καθορίζει η δήλωση του 2009 περιέχουν εξαιρετικά ευρείς στόχους. Κατά τη δήλωση αυτή, η ΕΤΕπ «εφαρμόζει για όλες τις χρηματοδοτικές πράξεις κατάλληλα πρότυπα ώστε να διασφαλίζει ότι όλα τα χρηματοδοτούμενα από αυτήν έργα είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά αποδεκτά» ( 48 ). Επίσης η ΕΤΕπ «δεν χρηματοδοτεί έργα τα οποία δεν πληρούν τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις του παρόντος εγγράφου πολιτικής. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και έργα τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην εκάστοτε ισχύουσα εθνική και ενωσιακή περιβαλλοντική και κοινωνική νομοθεσία» ( 49 ).

    126.

    Καίτοι η ΕΤΕπ δεν χαρακτηρίζει τη δήλωσή της του 2009 ως κανονιστική πράξη αλλά ως «έγγραφο πολιτικής» ( 50 ), εντούτοις, λόγω της επιτακτικής διατυπώσεως των παρατιθέμενων κριτηρίων, η τράπεζα περιόρισε από μόνη της τη διακριτική της ευχέρεια όσον αφορά τη χρηματοδότηση. Βάσει των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο αυτοπεριορισμός αυτός δεσμεύει την τράπεζα τουλάχιστον έως ότου αυτή τροποποιήσει ή καταργήσει ρητώς τα εν λόγω κριτήρια ( 51 ).

    127.

    Κατά συνέπεια, τουλάχιστον τα κριτήρια επιλεξιμότητας που περιέχουν επαρκώς σαφείς υποχρεώσεις έχουν νομικά δεσμευτική ισχύ και, συνεπώς, αποτελούν έναντι της τράπεζας νομοθεσία κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού Aarhus.

    128.

    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της τράπεζας και της Επιτροπής ότι τα κριτήρια επιλεξιμότητας δεν είναι δεσμευτικά είναι επίσης αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

    3. Νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύς της επίμαχης αποφάσεως

    129.

    Τέλος, η τράπεζα και η Επιτροπή αμφισβητούν ότι η επίμαχη απόφαση έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ.

    130.

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, πράγματι, η επίμαχη απόφαση δεν ισοδυναμούσε με νομική δέσμευση κατά το μέτρο που υπήρχαν άλλες τεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές πτυχές του εν λόγω έργου οι οποίες έπρεπε ακόμη να ελεγχθούν. Ωστόσο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εν λόγω απόφαση παρήγε ορισμένα οριστικά έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων, ιδίως έναντι του φορέα υλοποίησης του έργου, καθόσον διαπίστωνε την επιλεξιμότητα του εν λόγω έργου για χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, υπό το πρίσμα των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πτυχών του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρείχε στον φορέα υλοποίησης τη δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη σύναψη του δανείου.

    131.

    Ο νομικά δεσμευτικός χαρακτήρας και η εξωτερική ισχύς αποτελούν στοιχεία του ορισμού της διοικητικής πράξεως κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus. Με αυτά τα δύο στοιχεία, ο νομοθέτης έλαβε υπόψη την οριοθέτηση μεταξύ τελικών και προπαρασκευαστικών μέτρων κατά την εφαρμογή του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν είναι, καταρχήν, τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση του οργάνου κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα, στο πλαίσιο διαδικασίας πλειόνων σταδίων, που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής απόφασης χωρίς να παράγουν τέτοια αποτελέσματα ( 52 ).

    132.

    Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προετοίμαζε απλώς τη συμφωνία χρηματοδότησης, χωρίς να δημιουργεί ακόμη δικαίωμα για τη χορήγηση της χρηματοδότησης, η τράπεζα και η Επιτροπή θεωρούν ότι πρόκειται για ενδιάμεσο μέτρο μη δεκτικό προσφυγής.

    133.

    Ωστόσο, η εν λόγω θεώρηση της επίμαχης αποφάσεως είναι εξαιρετικά επιφανειακή.

    134.

    Πράγματι, ο λόγος για τη διάκριση μεταξύ τελικών αποφάσεων και ενδιάμεσων μέτρων είναι ότι μια προσφυγή ακύρωσης κατά πράξεων που εκφράζουν προσωρινή γνώμη θα μπορούσε να αναγκάσει το δικαστήριο της Ένωσης να αποφανθεί επί ζητημάτων για τα οποία το οικείο όργανο δεν ήταν ακόμη σε θέση να διατυπώσει τη γνώμη του. Τέτοιου είδους προσφυγές θα είχαν ως συνέπεια την επίσπευση της συζητήσεως επί της ουσίας και τη σύγχυση των διαφόρων σταδίων της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, μια τέτοια προσφυγή δεν συμβιβάζεται ούτε με το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της διοίκησης και του δικαστή της Ένωσης και των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπονται στη Συνθήκη ΛΕΕ, ούτε με τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης και σύννομης διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας ( 53 ).

    135.

    Ωστόσο, τέτοιος κίνδυνος σύγχυσης των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας δεν θα υφίστατο στην περίπτωση προσβολής της επίμαχης αποφάσεως. Πράγματι, με την επίμαχη απόφαση καθορίστηκε οριστικώς η θέση του διοικητικού συμβουλίου. Για τον λόγο αυτό η εν λόγω απόφαση ήταν δεσμευτική εντός της τράπεζας, υπό την έννοια ότι δέσμευε τα όργανα της τράπεζας κατά τη λήψη περαιτέρω αποφάσεων σχετικά με τη χρηματοδότηση. Για να αποκλίνει από αυτήν, το διοικητικό συμβούλιο θα έπρεπε προηγουμένως να ασχοληθεί εκ νέου με το θέμα και να λάβει διαφορετική απόφαση.

    136.

    Εξάλλου, αντιθέτως προς την εντύπωση που προκαλούσε εκ πρώτης όψεως, η επίμαχη απόφαση ήταν τουλάχιστον ικανή να θίξει τα συμφέροντα του φορέα υλοποίησης του έργου. Πράγματι, επέβαλλε στον φορέα του έργου ορισμένους όρους υλοποίησης όσον αφορά τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές του έργου, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις επιλογές του.

    137.

    Τέλος, η δυνατότητα προσβολής της επίμαχης αποφάσεως δεν δύναται να αμφισβητηθεί με το επιχείρημα ότι θα μπορούσε, αντ’ αυτής, να προσβληθεί η συμφωνία χρηματοδότησης. Ασφαλώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία προσφέρει όντως επαρκή δικαστική προστασία ( 54 ). Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν η διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού Aarhus θα επέτρεπε στην τράπεζα να αμφισβητήσει τη συμφωνία χρηματοδότησης που συνήψε με τον φορέα του έργου, δηλαδή να αμφισβητήσει μια σύμβαση. Ως εκ τούτου, είναι πιο αποτελεσματική η διενέργεια της επανεξέτασης πριν από τη σύναψη της συμφωνίας.

    138.

    Για λόγους πληρότητας, επισημαίνεται ότι, εν αντιθέσει προς την άποψη της τράπεζας και της Επιτροπής, το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ δεν επηρεάζει το ζήτημα αν η επίμαχη απόφαση έχει νομικώς δεσμευτική και εξωτερική ισχύ. Πράγματι, όπως ορθά παρατηρεί η ClientEarth, το ζήτημα αυτό είναι διακριτό από το κατά πόσον ένα μέτρο υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

    139.

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση αποτελεί μέτρο που έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού Aarhus. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν οι σχετικές αιτιάσεις της τράπεζας και της Επιτροπής.

    4. Συμπέρασμα

    140.

    Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως τις οποίες άσκησαν η τράπεζα και η Επιτροπή πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

    VI. Δικαστικά έξοδα

    141.

    Όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων (άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου).

    142.

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    143.

    Δεδομένου ότι η ClientEarth ζήτησε την καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα και οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει αυτές να φέρουν, πλέον των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα της ClientEarth που αφορούν τις αιτήσεις αναιρέσεως.

    VII. Πρόταση

    144.

    Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως ακολούθως:

    1)

    Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως.

    2)

    Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν, πλέον των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα της ClientEarth που αφορούν τις αιτήσεις αναιρέσεως.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Σύμβαση του 1998 για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2005, L 124, σ. 4), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1).

    ( 3 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).

    ( 4 ) Αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 61), και της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψη 88).

    ( 5 ) Αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink‘s France (C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67), και της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 28).

    ( 6 ) Βλ αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1990, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου (C‑305/86 και C‑160/87, EU:C:1990:295, σκέψη 18), της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής (C‑417/04 P, EU:C:2006:282, σκέψη 36), της 29ης Νοεμβρίου 2007, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑176/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:730, σκέψη 18), και της 5ης Δεκεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σχέδια διαχείρισης αποβλήτων) (C‑642/18, EU:C:2019:1051, σκέψη 19).

    ( 7 ) Με βάση την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ (T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψεις 35 επ.).

    ( 8 ) Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 54), και της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 62).

    ( 9 ) Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Reynolds Tobacco κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑131/03 P, EU:C:2006:541, σκέψη 54), και της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής (C‑362/08 P, EU:C:2010:40, σκέψη 51).

    ( 10 ) Αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 47), και της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 63).

    ( 11 ) Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψεις 37 και 38), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψεις 63 και 64). Στην ίδια παραδοχή βασίζεται και η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, ClientEarth κατά Επιτροπής (C‑458/19 P, EU:C:2021:802).

    ( 12 ) Υποσημειώσεις 13 και 14 των αιτιολογικών σκέψεων 14 και 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1767 (ΕΕ 2021, L 356, σ. 1).

    ( 13 ) Εξάλλου, αν το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ είχε εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα είχε αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· πρβλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ (T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 39).

    ( 14 ) Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 37), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 63).

    ( 15 ) Αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑82/17 P, EU:C:2019:719, σκέψη 38), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 64).

    ( 16 ) Εξάλλου, αν το άρθρο 271, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ είχε εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα είχε αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ· πρβλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΤΕπ (T‑461/08, EU:T:2011:494, σκέψη 39).

    ( 17 ) Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (Κοινοτικός φόρος) (85/86, EU:C:1988:110, σκέψη 28), και της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (OLAF) (C‑15/00, EU:C:2003:396, σκέψη 101).

    ( 18 ) Βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 18 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού Aarhus, όπως επίσης την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 88).

    ( 19 ) Πρβλ. αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 1992, Poulsen και Diva Navigation (C‑286/90, EU:C:1992:453, σκέψη 9), της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 291), της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ. (C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 123), της 11ης Ιουλίου 2018, Bosphorus Queen Shipping (C‑15/17, EU:C:2018:557, σκέψη 44), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής (C‑784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 77), καθώς επίσης, ειδικότερα όσον αφορά τη Σύμβαση του Aarhus, τις αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 50), της 12ης Μαΐου 2011, Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen (C‑115/09, EU:C:2011:289, σκέψη 41), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Križan κ.λπ. (C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 77).

    ( 20 ) Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 282).

    ( 21 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Katanami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 97).

    ( 22 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 74). Πρβλ. επίσης απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 45).

    ( 23 ) Βλ., ανωτέρω, σημεία 21 έως 25.

    ( 24 ) Μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της 9ης Ιουλίου 2008, σχετικά με τις πληροφορίες που αφορούν τις πολιτικές, τις προδιαγραφές και τις διαδικασίες της Τράπεζας και τη διαχείριση καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών από μη πολίτες και μη κατοίκους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (https://www.ombudsman.europa.eu/en/document/el/3809).

    ( 25 ) Έκθεση της 6ης Σεπτεμβρίου 2021, Curtis biomass power generation plant (καταγγελία υπ’ αριθ. SG/E/2019/04).

    ( 26 ) Βλ., ενδεικτικώς, απόφαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή της 18ης Φεβρουαρίου 2013 στην υπόθεση 48/2012/MHZ – Ισχυρισμός περί εσφαλμένου χειρισμού καταγγελίας κατά της ΕΤΕπ, καθώς και απόφαση της 27ης Απριλίου 2022 σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) έλαβε υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του αγωγού Trans Adriatic Pipeline και του αγωγού Trans-Anatolian Pipeline πριν από τη χρηματοδότηση των έργων (υπόθεση 2030/2020/NH).

    ( 27 ) Πρβλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Edwards (C‑260/11, EU:C:2012:645, σημείο 8), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Gemeinde Altrip κ.λπ. (C‑72/12, EU:C:2013:422, σημείο 101), του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2014:310, σημείο 114) και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe (C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2014:309, σημείο 23), επίσης δε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Folk (C‑529/15, EU:C:2017:1, σημείο 86) και στην υπόθεση Stichting Varkens in Nood κ.λπ. (C‑826/18, EU:C:2020:514, σημείο 77).

    ( 28 ) ΕΤΕπ, Πολιτική διαχείρισης καταγγελιών του Ομίλου ΕΤΕπ (2018, σ. 5), βλ. για παράδειγμα τις διαπιστώσεις και συστάσεις της επιτροπής συμμόρφωσης, της 3ης Απριλίου 2009, Civic Alliance for the Protection of the Bay of Vlora (Albania) κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ACCC/C/2007/21, ECE/MP.PP/C.1/2009/2/Add.1, σημείο 26).

    ( 29 ) Βλ., ιδίως, τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 και τα άρθρα 6 έως 8 της Σύμβασης του Aarhus.

    ( 30 ) Βλ. διαπιστώσεις και συστάσεις της επιτροπής συμμόρφωσης, της 29ης Απριλίου 2008, Wium-Andersen κατά Δανίας (ACCC/C/2006/18, ECE/MP.PP/2008/5/Add.4, σημεία 28 και 33).

    ( 31 ) Αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (Κοινοτικός φόρος) (85/86, EU:C:1988:110, σκέψη 24), και της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (OLAF) (C‑15/00, EU:C:2003:396, σκέψη 75).

    ( 32 ) Αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (Kοινοτικός φόρος) (85/86, EU:C:1988:110, σκέψεις 29 και 30), και της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (OLAF) (C‑15/00, EU:C:2003:396, σκέψη 102).

    ( 33 ) Διαπιστώσεις και συστάσεις της επιτροπής συμμόρφωσης, της 3ης Απριλίου 2009, Civic Alliance for the Protection of the Bay of Vlora (Albania) κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ACCC/C/2007/21, ECE/MP.PP/C.1/2009/2/Add.1, σημείο 26).

    ( 34 ) ΕΤΕπ, Πολιτική διαχείρισης καταγγελιών του Ομίλου ΕΤΕπ (2018, σ. 5).

    ( 35 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 19.

    ( 36 ) Πρβλ. αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987, σκέψη 47), και της 8ης Νοεμβρίου 2022, Deutsche Umwelthilfe (Έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων) (C‑873/19, EU:C:2022:857, σκέψη 68).

    ( 37 ) Παρατίθεται στην υποσημείωση 12.

    ( 38 ) Βλ., ανωτέρω, σημεία 92 και 93.

    ( 39 ) Αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 1988, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (Κοινοτικός φόρος) (85/86, EU:C:1988:110, σκέψεις 29 και 30), και της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΤΕπ (OLAF) (C‑15/00, EU:C:2003:396, σκέψη 102).

    ( 40 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Protect Natur-, Arten- und Landschaftsschutz Umweltorganisation (C‑664/15, EU:C:2017:987).

    ( 41 ) Αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau (30/77, EU:C:1977:172, σκέψεις 13/14), της 27ης Μαρτίου 1990, Cricket St Thomas (C‑372/88, EU:C:1990:140, σκέψη 19), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 43).

    ( 42 ) Αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1990, Cricket St Thomas (C‑372/88, EU:C:1990:140, σκέψη 18), και της 26ης Ιανουαρίου 2021, Hessischer Rundfunk (C‑422/19 και C‑423/19, EU:C:2021:63, σκέψη 65).

    ( 43 ) Αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2016, Kreis Warendorf και Osso (C‑443/14 και C‑444/14, EU:C:2016:127, σκέψη 27), και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Tiketa (C‑536/20, EU:C:2022:112, σκέψη 27).

    ( 44 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 69.

    ( 45 ) Στην αγγλική: «provisions of its national law», στη γαλλική: «dispositions du droit national».

    ( 46 ) «положения национального законодательства».

    ( 47 ) Στην αγγλική: «law relating to the environment», στη γαλλική: «droit de l’environnement».

    ( 48 ) Σημείο 1 του προοιμίου.

    ( 49 ) Σημείο 6 του προοιμίου.

    ( 50 ) Σημείο 6 του προοιμίου.

    ( 51 ) Πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 1975, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (70/74, EU:C:1975:93, σκέψεις 20/23), της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 211), και της 16ης Φεβρουαρίου 2017, H&R ChemPharm κατά Επιτροπής (C‑95/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:125, σκέψη 57).

    ( 52 ) Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 10), της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑147/96, EU:C:2000:335, σκέψεις 26 και 27), και της 6ης Μαΐου 2021, ABLV Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (C‑551/19 P και C‑552/19 P, EU:C:2021:369, σκέψη 39).

    ( 53 ) Αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 20), της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 51), και της 15ης Μαρτίου 2017, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑414/15 P, EU:C:2017:215, σκέψη 45) καθώς και Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑415/15 P, EU:C:2017:216, σκέψη 45).

    ( 54 ) Αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 12), της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 53), και της 15ης Μαρτίου 2017, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑414/15 P, EU:C:2017:215, σκέψη 46), καθώς και Stichting Woonpunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑415/15 P, EU:C:2017:216, σκέψη 46).

    Top