EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0045

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 31ης Μαρτίου 2022.
Banka Slovenije κατά Državni zbor Republike Slovenije.
Αίτηση του Upravno sodišče Republike Slovenije για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ευρωπαϊκό σύστημα Κεντρικών Τραπεζών – Εθνική κεντρική τράπεζα – Οδηγία 2001/24/ΕΚ – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Αποκατάσταση ζημιών που προκύπτουν από τη θέσπιση μέτρων εξυγιάνσεως – Άρθρο 123 ΣΛΕΕ και άρθρο 21.1 του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ – Άρθρο 130 ΣΛΕΕ και άρθρο 7 του ως άνω πρωτοκόλλου – Ανεξαρτησία – Γνωστοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.
Υπόθεση C-45/21.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:241

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 31ης Μαρτίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑45/21

Banka Slovenije

παρισταμένου του:

Državni zbor Republike Slovenije (Κοινοβουλίου
της Δημοκρατίας της Σλοβενίας)

[αίτηση του Ustavno sodišče Republike Slovenije
(Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος – Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) – Εθνική Κεντρική Τράπεζα (ΕθνΚΤ) ως αρχή εξυγίανσης – Απομείωση και διαγραφή κεφαλαιακών μέσων στο πλαίσιο της ανάκαμψης ή εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος από δημόσια αρχή – Αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών (“No creditor worse off”) – Ευθύνη της ΕθνΚΤ – Αποζημίωση των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών εκ μέρους της ΕθνΚΤ – Άρθρο 123 ΣΛΕΕ – Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 3603/93 – Άρθρο 130 ΣΛΕΕ – Αρχή της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών – Δημοσίευση και πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος κατά τα έτη 2013 και 2014 – Οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΚ – Καθ’ ύλην δυνατότητα εφαρμογής»

I. Εισαγωγή

1.

Η προκειμένη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το σημείο τομής της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής και της τραπεζικής εξυγίανσης. Στο επίκεντρο βρίσκεται το ζήτημα εάν οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως της εξυγίανσης –όταν αυτές επιβαρύνουν την εθνική κεντρική τράπεζα (στο εξής: ΕθνΚΤ) ως αρχή εξυγίανσης– μπορούν να παραβιάζουν την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ ή να θίγουν την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών που κατοχυρώνεται στο άρθρο 130 ΣΛΕΕ.

2.

Το Δικαστήριο έχει εξετάσει, μέχρι σήμερα, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως κυρίως σε σχέση με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: ΕΚΤ) ( 2 ). Το άρθρο 123 ΣΛΕΕ όμως απαγορεύει εν γένει στα κράτη μέλη να αντλούν χρηματοδότηση από την ΕΚΤ ή από τις οικείες ΕθνΚΤ, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι τρίτων ( 3 ).

3.

Η κύρια δίκη αφορά το νομικό καθεστώς πριν από τη θέσπιση ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης σε επίπεδο Ένωσης κατά το έτος 2014 και τη σχετική σύσταση ταμείου εξυγίανσης σε επίπεδο Ένωσης ( 4 ). Κατά τον χρόνο εκείνο, η σλοβενική κεντρική τράπεζα Banka Slovenije ήταν επιφορτισμένη, δυνάμει του εθνικού δικαίου, με την αποστολή της ανάκαμψης και εξυγίανσης των τραπεζών στη Σλοβενία, των οποίων η αφερεγγυότητα θα αποτελούσε κίνδυνο για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ( 5 ).

4.

Πάντως, το πρώην σλοβενικό νομικό καθεστώς δεν προέβλεπε μηχανισμό χρηματοδοτήσεως των δαπανών για την εξυγίανση των τραπεζών. Αντιθέτως, νόμος που τέθηκε σε ισχύ στα τέλη του 2019 επιβάλλει πλέον στην Banka Slovenije την αναδρομική υποχρέωση να αποζημιώσει με δικούς της πόρους, υπό ορισμένες περιστάσεις, τους μετόχους και πιστωτές τραπεζών που είχαν θιγεί από δημόσιο μέτρο ανάκαμψης ή εξυγίανσης κατά τα έτη 2013 και 2014.

5.

Η Banka Slovenije θεωρεί ότι τούτο συνιστά παραβίαση της απαγορεύσεως που προβλέπει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις οι οποίες τη βαρύνουν ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένες, ανησυχεί ότι μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοοικονομική ανεξαρτησία της.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

1.   Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)

6.

Το άρθρο 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπει τη λεγόμενη απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την [ΕΚΤ] ή από τις [ΕθνΚΤ] προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα, από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς, η [ΕΚΤ] ή οι [ΕθνΚΤ].»

7.

Το άρθρο 131 ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι η εθνική νομοθεσία του, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της [ΕθνΚΤ], συμφωνεί με τις Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.»

8.

Το άρθρο 127 ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«1.   Πρωταρχικός στόχος του [ΕΣΚΤ] είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση […]

2.   Τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ είναι:

να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Ένωσης,

να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 219,

να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών,

να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

[…]

5.   Το ΕΣΚΤ συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

6.   Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομοφώνως, μέσω κανονισμών σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μπορεί να αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.»

9.

Το άρθρο 282, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«Η [ΕΚΤ] έχει νομική προσωπικότητα. Έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση του ευρώ. Είναι ανεξάρτητη κατά την άσκηση των εξουσιών της και τη διαχείριση των οικονομικών της. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών σέβονται την ανεξαρτησία αυτή.»

2.   Το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ

10.

Το πρωτόκολλο (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ) ( 6 ) ορίζει στο άρθρο 14.4 τα εξής:

«Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκτελούν και λειτουργίες άλλες από εκείνες που καθορίζονται στο παρόν καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο αποφανθεί, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Οι εν λόγω λειτουργίες εκτελούνται υπ’ ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και δεν θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος των λειτουργιών του ΕΣΚΤ.»

11.

Το άρθρο 28 του καταστατικού αυτού προβλέπει τα εξής:

«28.1.   Το κεφάλαιο της ΕΚΤ ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια [ευρώ]. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται κατά ποσά τα οποία αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, με την ειδική πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 10.3, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41.

28.2.   Μόνοι εγγεγραμμένοι μεριδιούχοι και κάτοχοι του κεφαλαίου της ΕΚΤ είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η εγγραφή στο κεφάλαιο πραγματοποιείται σύμφωνα με την κλείδα κατανομής που καθορίζεται από το άρθρο 29.

[…]»

12.

Το άρθρο 32 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ προβλέπει τα ακόλουθα:

«32.1.   Το εισόδημα που συγκεντρώνουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής του ΕΣΚΤ εφεξής ονομαζόμενο “νομισματικό εισόδημα” κατανέμεται κατά το τέλος κάθε οικονομικού έτους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

32.2.   Το ποσό του νομισματικού εισοδήματος κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας ισούται με το ετήσιο εισόδημα το οποίο της αποφέρουν τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει στην κατοχή της έναντι των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού ταυτοποιούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

[…]»

13.

Κατά το άρθρο 33.1 του καταστατικού αυτού, το υπόλοιπο καθαρό κέρδος της ΕΚΤ, μετά την καταβολή ορισμένου ποσού, διανέμεται στις ΕθνΚΤ με βάση την κλείδα κατανομής που αναλογεί στο κεφάλαιο συμμετοχής τους. Το άρθρο 33.2 προβλέπει ότι, σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ, η ζημία αυτή μπορεί να καλυφθεί από το γενικό αποθεματικό της ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, από το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους, κατ’ αναλογία και μέχρι το ύψος των ποσών που κατανέμονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με το άρθρο 32.5.

14.

Το άρθρο 35.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ορίζει τα εξής:

«Η ΕΚΤ υπόκειται στο καθεστώς ευθύνης που προβλέπεται στο άρθρο 340 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ευθύνονται σύμφωνα με το οικείο εθνικό τους δίκαιο.»

3.   Ο κανονισμός 3603/93

15.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 3603/93 ( 7 ) ορίζει την έννοια των «άλλου είδους πιστωτικών διευκολύνσεων» που περιέχεται στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ ως «κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων».

4.   Η οδηγία 2001/24

16.

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: οδηγία 2001/24) ( 8 ), εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, «στα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 πρώτο και τρίτο σημείο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ [ ( 9 )], υπό την επιφύλαξη των όρων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας».

17.

Βάσει του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24, «αρμόδιες αρχές» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής μπορεί να είναι τόσο οι αρχές του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 ( 10 ) όσο και οι αρχές εξυγίανσης του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 18, της οδηγίας 2014/59 ( 11 ).

18.

Το άρθρο 33 της οδηγίας 2001/24 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Όλα τα πρόσωπα, τα οποία καλούνται να λάβουν ή να δώσουν πληροφορίες στο πλαίσιο των διαδικασιών ενημέρωσης ή διαβουλεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 8, 9, 11 και 19, δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο, σύμφωνα με τους κανόνες και τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 30 της οδηγίας 2000/12/ΕΚ [ ( 12 )], εξαιρέσει των δικαστικών αρχών, για τις οποίες εφαρμόζονται οι ισχύουσες εθνικές διατάξεις.»

19.

Οι διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 8, 9, 11 και 19 αφορούν την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τις αρχές άλλων κρατών μελών ή τρίτων κρατών στα οποία βρίσκεται το υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο έχει επιβληθεί μέτρο εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας.

5.   Η οδηγία 2006/48 (CRD III)

20.

Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: οδηγία 2006/48) ( 13 ), θέσπισε, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, «κανόνες σχετικά με την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και με την προληπτική τους εποπτεία».

21.

Για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ως «αρμόδιες αρχές», κατά το άρθρο 4, σημείο 4, νοούνται «οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να ελέγχουν τα πιστωτικά ιδρύματα».

22.

Το άρθρο 44 της οδηγίας αυτής προέβλεπε, ως πρώτη διάταξη του τμήματος που επιγραφόταν «Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο», τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

Καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώση τους κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του, επιτρέπεται να ανακοινωθούν στα πλαίσια διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.

2.   Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν πληροφορίες κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα οδηγία, όπως και στις άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτές οι πληροφορίες εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο της παραγράφου 1.»

23.

Το άρθρο 158 της οδηγίας 2006/48 όριζε τα εξής:

«1.   Η οδηγία 2000/12/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που παρατίθενται στο Παράρτημα XIII, Μέρος Α, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά στις προθεσμίες ενσωμάτωσης και εφαρμογής που εμφαίνονται στο Παράρτημα XIII, Μέρος Β.

2.   Οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο Παράρτημα XIV.»

6.   Η οδηγία 2013/36 (CRD IV)

24.

Η οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (στο εξής: οδηγία 2013/36) ( 14 ), ρυθμίζει, κατά το άρθρο 1 αυτής, την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τις εποπτικές αρμοδιότητες και τα εργαλεία για την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων.

25.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 36, της οδηγίας 2013/36 παραπέμπει στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 40, του κανονισμού 575/2013 ( 15 ) όσον αφορά τον ορισμό της «αρμόδιας αρχής».

26.

Το άρθρο 4, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/36 ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα εποπτικά καθήκοντα δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών είναι διακριτά και ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που αφορούν την εξυγίανση. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.»

27.

Το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής περιέχει κανόνα σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο ο οποίος είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπος με το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/48. Η παράγραφος 3 της εν λόγω διατάξεως προβλέπει τα εξής:

«Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει της αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 100 της παρούσας οδηγίας ή το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 [ ( 16 )] ή να κοινοποιούν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ με σκοπό τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ανά την Ένωση από την ΕΑΤ.»

28.

Το άρθρο 59, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 ορίζει τα ακόλουθα:

«Παρά τις διατάξεις του άρθρου 53 παράγραφος 1 και του άρθρου 54, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για το δίκαιο περί εποπτείας των ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και στους επιθεωρητές τους που είναι εντεταλμένοι από τις εν λόγω υπηρεσίες.

Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικής εποπτείας, καθώς και πρόληψης και εξυγίανσης υπό πτώχευση ιδρυμάτων. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 1.

[…]»

29.

Δυνάμει του άρθρου 163, η οδηγία 2013/36 καταργεί τις οδηγίες 2006/48 και 2006/49 από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Β. Το σλοβενικό δίκαιο

1.   ZBan-1

30.

Ο Zakon o bančništvu (νόμος για τον τραπεζικό τομέα, στο εξής: ZBan-1) προβλέπει, στο άρθρο 253a, ότι η Banka Slovenjie, ως αρχή εξυγίανσης, μπορεί να διατάξει την απομείωση ή τη διαγραφή των επιλέξιμων υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος που αντιμετωπίζει δυσχέρειες, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος για την αποτροπή της αφερεγγυότητας του ιδρύματος αυτού και, ως εκ τούτου, για τη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του.

31.

Στο άρθρο 261a, παράγραφος 5, του ZBan-1 κατοχυρώνεται η λεγόμενη αρχή «No creditor worse off» (στο εξής: αρχή NCWO), κατά την οποία η εφαρμογή μέτρου δυνάμει του άρθρου 253a του ZBan-1 δεν μπορεί να καταστήσει τη θέση των μετόχων ή πιστωτών χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αφερεγγυότητας του οικείου ιδρύματος.

32.

Κατά το άρθρο 350a, παράγραφος 1, του ZBan-1, οι μέτοχοι και οι πιστωτές πιστωτικού ιδρύματος δύνανται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 223a του ZBan-1, να απαιτήσουν αποζημίωση για ζημία που υπέστησαν λόγω μέτρου εξυγίανσης ή ανάκαμψης που διέταξε η Banka Slovenije. Το άρθρο 223a προβλέπει ότι η Banka Slovenije πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια, εάν κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της, η Banka Slovenije ή τα πρόσωπα για τα οποία αυτή ευθύνεται δεν μπορούσαν ευλόγως να θεωρήσουν, βάσει των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων των οποίων είχαν ή έπρεπε να είχαν λάβει γνώση, ότι η εν λόγω απόφαση είναι νόμιμη.

2.   ZPSVIKOB

α)   Διατάξεις περί αποζημιώσεως των κατόχων διαγραμμένων ή απομειωμένων κεφαλαιακών μέσων

33.

Ο Zakon o postopku sodnega in izvensodnega varstva nekdanjih imetnikov kvalificiranih obveznosti bank (νόμος περί της διαδικασίας δικαστικής και εξωδικαστικής προστασίας των πρώην κατόχων απαιτήσεων που απορρέουν από επιλέξιμες τραπεζικές υποχρεώσεις, στο εξής: ZPSVIKOB) περιέχει διατάξεις σχετικά με την επιβολή δικαιωμάτων αποζημιώσεως που μπορούν να προβάλλουν οι επενδυτές πιστωτικού ιδρύματος βάσει του άρθρου 350a, παράγραφος 1, του ZBan-1 λόγω των μέτρων ανάκαμψης και εξυγίανσης που διέταξε η Banka Slovenije κατά τα έτη 2013 και 2014.

34.

Δυνάμει του άρθρου 31 του ZPSVIKOB, τέτοιο δικαίωμα αποζημιώσεως υφίσταται, εάν η Banka Slovenije δεν μπορεί να αποδείξει ότι το μέτρο ήταν αναγκαίο προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 253a του ZBan-1 ή εάν δεν τηρήθηκε η αρχή NCWO που κατοχυρώνεται στο άρθρο 261a, παράγραφος 5, του ZBan-1.

35.

Επιπλέον, το ZPSVIKOB προβλέπει, στα άρθρα του 4 έως 7, δυνατότητα κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως μόνο για ορισμένους ιδιώτες επενδυτές πιστωτικού ιδρύματος του οποίου τα κεφαλαιακά μέσα διαγράφηκαν ή απομειώθηκαν. Δυνάμει των διατάξεων αυτών, οι επενδυτές των οποίων το ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα δεν υπερβαίνει ορισμένο ποσό ( 17 ) μπορούν να αξιώσουν αποζημίωση ίση με το 80 % της ονομαστικής αξίας των κεφαλαιακών μέσων τους (κατ’ ανώτατο όριο 20000 ευρώ) χωρίς να απαιτείται να αποδείξουν ότι θα είχαν λάβει το ποσό αυτό σε περίπτωση αφερεγγυότητας του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Αποκλείεται, παράλληλα, αποζημίωση ίση προς την αξία της αφερεγγυότητας βάσει του άρθρου 350a σε συνδυασμό με το άρθρο 261a του ZBan-1.

36.

Όσον αφορά τη χρηματοδότηση των δύο τύπων αποζημιώσεως, το άρθρο 40 του ZPSVIKOB προβλέπει κατ’ αρχάς ότι η Banka Slovenije δημιουργεί ειδικά αποθεματικά για τον σκοπό αυτό. Αυτά τροφοδοτούνται από το κέρδος της Banka Slovenije από την 1η Ιανουαρίου 2019 (το οποίο ορίζεται ως το πλεόνασμα των εσόδων έναντι των δαπανών), το οποίο διατίθεται συνήθως, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Zakon o Banki Slovenije (νόμου για την Banka Slovenije, στο εξής: ZBS‑1), κατά ποσοστό 25 % στον προϋπολογισμό του σλοβενικού κράτους και προορίζεται, κατά ποσοστό 75 %, για τον σχηματισμό των γενικών αποθεματικών.

37.

Εάν το ποσό των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων υπερβαίνει το ποσό των ειδικών αποθεματικών που σχηματίσθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ZPSVIKOB προβλέπει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση τα γενικά αποθεματικά της Banka Slovenije που είχαν σχηματισθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2019. Ωστόσο, η εκμετάλλευση των αποθεματικών αυτών δεν μπορεί να υπερβεί το 50 %.

38.

Προκειμένου να καλυφθεί ενδεχόμενη εναπομένουσα ζημία, ο ZPSVIKOB προβλέπει, τέλος, τη δυνατότητα του σλοβενικού Δημοσίου να χορηγήσει ενδιάμεση πίστωση στην Banka Slovenije. Η επιστροφή της πιστώσεως αυτής πραγματοποιείται επίσης από μελλοντικά κέρδη της Banka Slovenije, τα οποία, επομένως, μέχρι την πλήρη επιστροφή, δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον σχηματισμό γενικών αποθεματικών, αντιθέτως προς τις διατάξεις του ZBS‑1.

β)   Οι διατάξεις σχετικά με τη δημοσίευση και την πρόσβαση στα έγγραφα

39.

Τα άρθρα 10 και 22 του ZPSVIKOB προβλέπουν ότι η Banka Slovenije οφείλει να δημοσιεύει στον ιστότοπό της ορισμένα έγγραφα περιληπτικώς και να καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε αυτά εντός εικονικού χώρου δεδομένων σε δυνητικούς ενάγοντες στο πλαίσιο διαφοράς για την καταβολή αποζημιώσεως ή στους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Τα έγγραφα αυτά συνίστανται, μεταξύ άλλων, στα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αφορούν πιστωτικό ίδρυμα που αποτελεί αντικείμενο εξυγίανσης, στις εκθέσεις σχετικά με την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού τέτοιου ιδρύματος (Asset Quality Review, στο εξής: εκθέσεις AQR), καθώς και στην αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση εξυγίανσης.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

40.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) διενεργεί, κατόπιν αιτήσεως της Banka Slovenije, αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας ορισμένων διατάξεων του ZPSVIKOB και του ZBan-1.

41.

Οι νομικές αυτές πράξεις ρυθμίζουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τη δικαστική προβολή των δικαιωμάτων αποζημιώσεως που μπορούν να έχουν οι μέτοχοι και οι πιστωτές χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των οποίων τα κεφαλαιακά μέσα απομειώθηκαν ή διαγράφηκαν στο πλαίσιο των μέτρων που διέταξε η Banka Slovenije, κατά τα έτη 2013 και 2014, ασκώντας τα καθήκοντά της ως αρχή εξυγίανσης. Προβλέπεται, αφενός, αποζημίωση σε περίπτωση παραβιάσεως της αρχής NCWO και, αφετέρου, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ορισμένων ιδιωτών επενδυτών. Υπόχρεη των απαιτήσεων αυτών είναι η Banka Slovenije δυνάμει του ZPSVIKOB.

42.

Ο νόμος αυτός περιέχει, επίσης, διατάξεις σχετικές με τη δημοσίευση και την πρόσβαση στα έγγραφα –ιδίως στα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, στις εκθέσεις AQR και στις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων– τα οποία καθιστούν ευχερέστερη την απόδειξη συνδρομής των προϋποθέσεων αποζημιώσεως.

43.

Ο νομοθέτης εξέδωσε τον ZPSVIKOB περί τα τέλη του 2019 ως αντίδραση σε προγενέστερη απόφαση του Ustavno sodišče (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Σλοβενία). Στην εν λόγω απόφαση, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι δυνατότητες αποζημιώσεως και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις επιβολής τους υπό το κράτος του παλαιού σλοβενικού νομικού καθεστώτος ήσαν ανεπαρκείς και, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικές.

44.

Η Banka Slovenije θεωρεί ότι οι κανόνες σχετικά με τη δική της ευθύνη αποζημιώσεως των κατόχων διαγραμμένων ή απομειωμένων κεφαλαιακών μέσων συνιστούν, μεταξύ άλλων, παραβίαση της απαγορεύσεως νομισματικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και της αρχής της χρηματοοικονομικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που απορρέει από το άρθρο 130 ΣΛΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, η αποζημίωση των μετόχων ή των πιστωτών προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν απαλλοτριωθεί ή των οποίων τα δικαιώματα ιδιοκτησίας έχουν περιορισθεί προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος συνιστά αντικειμενική υποχρέωση του Δημοσίου. Αυτό δεν μπορεί να αναθέσει την εξυγίανση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία συνοδεύεται κατ’ ανάγκη από τέτοιες παρεμβάσεις, σε ΕθνΚΤ χωρίς τη δέουσα χρηματοδότηση. Η χρηματοδότηση των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων την οποία προβλέπει ο ZPSVIKOB συνεπάγεται παρέμβαση στα γενικά αποθεματικά της Banka Slovenije κατά τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο την εκπλήρωση των καθηκόντων της βάσει του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ.

45.

Κατά τη Σλοβενική Κυβέρνηση, δεν υφίσταται παράβαση του άρθρου 123 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι αποζημιώσεις καταβάλλονται, πρωτίστως, από τα κέρδη της Banka Slovenije, μέρος των οποίων διατίθεται, ούτως ή άλλως, κατά κανόνα στον κρατικό προϋπολογισμό. Επιπλέον, το καθορισμένο ελάχιστο ύψος των γενικών αποθεματικών, το οποίο δεν θα μπορούσε να περιορίσει η υποχρέωση αποζημιώσεως, συνιστά επαρκή προστασία έναντι κινδύνων για τη χρηματοοικονομική ανεξαρτησία της Banka Slovenije. Σε περίπτωση υπερβάσεως του εν λόγω ορίου είναι δυνατή η συνδρομή ενδιάμεσης πιστώσεως εκ μέρους του σλοβενικού κράτους.

46.

Όσον αφορά τη δημοσίευση, ήτοι την παροχή πρόσβασης σε ορισμένα έγραφα που εκδόθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων εξυγίανσης ή συνιστούσαν τη βάση των μέτρων αυτών, η Banka Slovenije υποστηρίζει ότι τούτο αντιβαίνει στις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου που απορρέουν από τις οδηγίες 2006/48 και 2013/36. Επιπλέον, η γνώση του περιεχομένου των εγγράφων αυτών δεν είναι αναγκαία για την άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής εκ μέρους των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών. Αντιθέτως, κατά τη Σλοβενική Κυβέρνηση, οι σχετικές διατάξεις των οδηγιών αυτών δεν δύνανται να εφαρμοσθούν στην υπόθεση της κύριας δίκης ούτε ratione temporis ούτε ratione materiae.

IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

47.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) διέταξε την αναστολή της διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)

Έχουν το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ την έννοια ότι αντιτίθενται στο ενδεχόμενο μια ΕθνΚΤ, μέλος του ΕΣΚΤ, να ευθύνεται σε αποζημίωση από ίδιους πόρους έναντι των πρώην κατόχων διαγραφέντων χρηματοοικονομικών μέσων, των οποίων τη διαγραφή αποφάσισε η εν λόγω τράπεζα στο πλαίσιο άσκησης της απονεμόμενης από τον νόμο αρμοδιότητάς της να λαμβάνει έκτακτα μέτρα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την αποτροπή απειλών για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν, στο πλαίσιο μεταγενέστερων ένδικων διαδικασιών, προκύπτει ότι κατά την εν λόγω διαγραφή των χρηματοοικονομικών μέσων δεν τηρήθηκε η αρχή ότι κανένας κάτοχος χρηματοοικονομικού μέσου δεν πρέπει να περιέλθει, λόγω ενός έκτακτου μέτρου, σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε ληφθεί το εν λόγω μέτρο, ενώ, στο πλαίσιο αυτό, η ΕθνΚΤ ευθύνεται: 1) για τη ζημία που θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί βάσει των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, ως είχαν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης της κεντρικής τράπεζας, τις οποίες η τράπεζα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, και 2) για τη ζημία που προέκυψε από τη συμπεριφορά προσώπων τα οποία, καίτοι ενήργησαν στο πλαίσιο άσκησης των εν λόγω αρμοδιοτήτων της κεντρικής τράπεζας κατ’ εντολή της, εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν σύμφωνα με τις εξουσίες που τους ανατέθηκαν, δεν ενήργησαν με την επιμέλεια του έμπειρου και συνετού προσώπου;

2)

Έχουν το άρθρο 123 ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ την έννοια ότι αντιτίθενται στο ενδεχόμενο μια ΕθνΚΤ, μέλος του ΕΣΚΤ, να καταβάλλει, από ίδιους πόρους, ειδικές χρηματικές αποζημιώσεις σε ορισμένους εκ των πρώην κατόχων διαγραφέντων χρηματοοικονομικών μέσων (βάσει του κριτηρίου της περιουσιακής κατάστασης), λόγω διαγραφής των μέσων η οποία αποφασίστηκε από την ανωτέρω τράπεζα στο πλαίσιο άσκησης της απονεμόμενης από τον νόμο αρμοδιότητάς της να λαμβάνει έκτακτα μέτρα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος με σκοπό την αποτροπή απειλών για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στο μέτρο που, στο πλαίσιο αυτό, για τη στοιχειοθέτηση του δικαιώματος αποζημιώσεως αρκεί ότι διαγράφηκε το χρηματοοικονομικό μέσο, χωρίς να ασκεί επιρροή το ζήτημα εάν παραβιάσθηκε ή όχι η αρχή ότι κανένας κάτοχος χρηματοοικονομικού μέσου δεν πρέπει να περιέλθει, λόγω ενός έκτακτου μέτρου, σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε ληφθεί το εν λόγω μέτρο;

3)

Έχουν το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ την έννοια ότι αντιτίθενται στην επιβολή, σε βάρος ΕθνΚΤ, της υποχρέωσης καταβολής αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από την άσκηση των νόμιμων αρμοδιοτήτων της, ανερχόμενης σε ποσό δυνάμενο να θίξει την ικανότητα της εν λόγω τράπεζας να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της; Συναφώς, έχουν σημασία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν παραβιάσθηκε η αρχή της χρηματοοικονομικής ανεξαρτησίας της εθνικής κεντρικής τράπεζας, οι προϋποθέσεις του νόμου βάσει των οποίων επιβάλλεται η εν λόγω ευθύνη;

4)

Έχουν τα άρθρα 53 έως 62 της οδηγίας 2013/36 ή τα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48, τα οποία προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνονται ή προκύπτουν στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών, την έννοια ότι οι δύο αυτές οδηγίες προστατεύουν επίσης την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ελήφθησαν ή προέκυψαν στο πλαίσιο εφαρμογής μέτρων που προορίζονταν για τη διάσωση των τραπεζών με σκοπό την εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν οι κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα των τραπεζών δεν μπορούσαν να εξαλειφθούν με τα συνήθη μέτρα προληπτικής εποπτείας, και μολονότι τα εν λόγω μέτρα θεωρούνταν μέτρα εξυγίανσης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, έχουν τα άρθρα 53 έως 62 της οδηγίας 2013/36 ή τα άρθρα 44 έως 52 της οδηγίας 2006/48, σχετικά με την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που λαμβάνονται ή προκύπτουν στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, την έννοια ότι, για τους σκοπούς της παρεχόμενης από αυτά προστασίας, κρίσιμη είναι η χρονικά μεταγενέστερη οδηγία 2013/36, ακόμη και όταν πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες που ελήφθησαν ή προέκυψαν κατά την περίοδο εφαρμογής της οδηγίας 2006/48, στην περίπτωση που οι εν λόγω πληροφορίες έπρεπε να δημοσιοποιηθούν κατά την περίοδο εφαρμογής της οδηγίας 2013/36;

6)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36 (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο προηγούμενο ερώτημα) την έννοια ότι δεν αποτελούν πλέον εμπιστευτικές πληροφορίες, για τις οποίες ισχύει η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, οι πληροφορίες τις οποίες έχει στη διάθεσή της μια εθνική κεντρική τράπεζα ως όργανο εποπτείας και οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μεταγενέστερο εκείνου κατά το οποίο προέκυψαν, ή οι πληροφορίες που θα μπορούσαν να αποτελούν επαγγελματικό απόρρητο, πλην όμως χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών και, ως εκ τούτου, θεωρείται, κατ’ αρχήν, ότι λόγω παρέλευσης του χρόνου συνιστούν παρωχημένες πληροφορίες και έχουν, συνεπώς, απολέσει τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα; Στην περίπτωση παρωχημένων πληροφοριών που χρονολογούνται από πέντε και πλέον ετών, εξαρτάται η διατήρηση του καθεστώτος εμπιστευτικότητας από το ζήτημα εάν μπορεί να δικαιολογηθεί η εμπιστευτικότητα από άλλους λόγους πέραν της εμπορικής κατάστασης των τραπεζών που έχουν τεθεί υπό εποπτεία ή της εμπορικής κατάστασης άλλων επιχειρήσεων;

7)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36 (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο πέμπτο ερώτημα) την έννοια ότι επιτρέπει να ανακοινώνονται αυτόματα τα εμπιστευτικά έγγραφα, τα οποία δεν αφορούν τρίτους που επιχείρησαν να διασώσουν πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία είναι κρίσιμα, από νομικής άποψης, για την έκδοση δικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης που κινήθηκε κατά του αρμόδιου για την προληπτική εποπτεία οργάνου και έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημιώσεως, ακόμη και πριν από την έναρξη της ένδικης διαδικασίας, σε όλους τους δυνητικούς ενάγοντες της δίκης και στους εντολοδόχους τους, χωρίς να κινείται ειδική διαδικασία για την έκδοση απόφασης περί της νομιμότητας της γνωστοποίησης κάθε επιμέρους εγγράφου σε κάθε νομιμοποιούμενο πρόσωπο και χωρίς να πραγματοποιείται στάθμιση των συμφερόντων που διακυβεύονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τούτο δε ακόμη και όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικές με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε τελούν υπό αναγκαστική εκκαθάριση, αλλά τα οποία, αντιθέτως, έχουν λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία διαγράφηκαν χρηματοοικονομικά μέσα μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων;

8)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, έχει το άρθρο 53, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36 (και το άρθρο 44, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/48, ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο πέμπτο ερώτημα) την έννοια ότι επιτρέπει τη δημοσίευση στο διαδίκτυο, κατά τρόπο προσβάσιμο σε όλους, εμπιστευτικών εγγράφων ή σύνοψης των εν λόγω εγγράφων, τα οποία δεν αφορούν τρίτους που επιχείρησαν να διασώσουν πιστωτικό ίδρυμα και τα οποία είναι κρίσιμα, από νομικής άποψης, για την έκδοση δικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης που κινήθηκε κατά του αρμόδιου για την προληπτική εποπτεία οργάνου και έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση αποζημιώσεως, όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικές με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία δεν έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε τελούν υπό αναγκαστική εκκαθάριση, αλλά τα οποία, αντιθέτως, έχουν λάβει κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία διαγράφηκαν χρηματοοικονομικά μέσα μετόχων και πιστωτών μειωμένης εξασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ακόμη και όταν επιβάλλεται, στο πλαίσιο της εν λόγω δημοσίευσης στο διαδίκτυο, η απόκρυψη όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών;»

48.

Η Banka Slovenije, η Σλοβενική Κυβέρνηση, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις επί των ανωτέρω ερωτημάτων στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία παρέστησαν επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Ιανουαρίου 2022.

V. Νομική εκτίμηση

49.

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί κατ’ αρχάς να διευκρινισθεί αν το καθεστώς αποζημιώσεως που θεσπίζουν οι ZPSVIKOB και ZBan-1 παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ. Έπειτα, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά το παραδεκτό του εν λόγω καθεστώτος υπό το πρίσμα της αρχής της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών που απορρέει από το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Τέλος, με το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινισθεί αν η υποχρέωση δημοσιεύσεως και παροχής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα την οποία προβλέπει ο ZPSVIKOB συνάδει με τις οδηγίες 2006/48 και 2013/36.

50.

Το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθούν ως ουσιαστικώς συνδεόμενα μεταξύ τους. Πράγματι, η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως συνδέεται στενά με την αρχή της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών και τη στηρίζει με διάφορους τρόπους.

51.

Ως εκ τούτου, στο πρώτο μέρος των παρουσών προτάσεων θα εξετασθούν από κοινού το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα (υπό Α) και στο πλαίσιο αυτό θα διερευνηθεί κατ’ αρχάς η αρχή της ανεξαρτησίας και, στη συνέχεια, η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως. Στο δεύτερο μέρος, θα εξετάσω το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα (υπό Β).

Α. Επί του πρώτου, του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

1.   Επί της παραβιάσεως της αρχής της ανεξαρτησίας του ΕΣΚΤ που απορρέει από το άρθρο 130 ΣΛΕΕ (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)

52.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξετασθεί πρώτο, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν ο μηχανισμός χρηματοδοτήσεως για πληρωμές αποζημιώσεων που προβλέπει το άρθρο 40 του ZPSVIKOB μπορεί να θίξει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών.

53.

Ειδικότερα, το άρθρο 40 του ZPSVIKOB ορίζει, πρώτον, ότι το σύνολο των κερδών από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την έκδοση δικαστικής αποφάσεως περί καταβολής αποζημιώσεων χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό των ειδικών αποθεματικών. Επομένως, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, αφενός, το σλοβενικό Δημόσιο παραιτείται από το μερίδιο κέρδους που του αναλογεί βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του ZBS‑1 (δηλαδή έως 25 %) και, αφετέρου, το υπόλοιπο κέρδος δεν θα χρησιμοποιηθεί για τον σχηματισμό γενικών αποθεματικών μέχρι την ημερομηνία αυτή. Δεύτερον, τα γενικά αποθεματικά που είχαν σχηματισθεί προηγουμένως, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2019, θα χρησιμοποιηθούν έως το 50 %, επίσης, για τη χρηματοδότηση των πληρωμών αποζημιώσεων, εάν δεν επαρκούν τα ειδικά αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί μέχρι την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Τρίτον, τυχόν υπολειπόμενο ποσό θα χρηματοδοτηθεί μέσω ενδιάμεσης πιστώσεως εκ μέρους του σλοβενικού Δημοσίου. Η επιστροφή πραγματοποιείται επίσης από μεταγενέστερα κέρδη της Banka Slovenije, τα οποία, επομένως, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον σχηματισμό γενικών αποθεματικών έως την πλήρη αποπληρωμή της πιστώσεως ( 18 ).

54.

Η αρχή της ανεξαρτησίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 130 ΣΛΕΕ και υπενθυμίζεται στο άρθρο 7 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, απαγορεύει στην ΕΚΤ, καθώς και στις ΕθνΚΤ και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων να ζητούν ή να δέχονται υποδείξεις από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και απαγορεύει ρητώς στις κυβερνήσεις αυτές να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

55.

Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι η προστασία της ΕΚΤ από εξωτερική επιρροή κατά την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 130 ΣΛΕΕ, διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η ΕΚΤ διαθέτει ίδιους πόρους και ίδιο προϋπολογισμό ( 19 ). Συναφώς, από το ιστορικό θεσπίσεως του κανόνα αυτού προκύπτει επίσης ότι η ανεξαρτησία δεν έχει μόνο λειτουργική, θεσμική και προσωπική διάσταση, αλλά και οικονομική ( 20 ).

56.

Η σχέση αυτή είναι προφανής: Όταν κεντρική τράπεζα εξαρτάται από τη διάθεση χρηματοοικονομικών πόρων εκ μέρους μιας κυβερνήσεως, υφίσταται, φυσικά, ο κίνδυνος η υποστήριξη αυτή να συνοδεύεται, ρητώς ή σιωπηρώς, από ορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη νομισματική πολιτική της συγκεκριμένης κεντρικής τράπεζας, θίγοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ανεξαρτησία της ( 21 ).

57.

Οι συντάκτες των Συνθηκών γνώριζαν τον εν λόγω κίνδυνο. Ως εκ τούτου, στο άρθρο 282, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέφθηκε ότι η ΕΚΤ διαθέτει ίδιο προϋπολογισμό. Αυτός δεν χρηματοδοτείται από πόρους της Ένωσης. Αντιθέτως, τα άρθρα 28 έως 33 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ περιέχουν διατάξεις σχετικά με τα ίδια κεφάλαια, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και τα κέρδη της ΕΚΤ, που διασφαλίζουν ότι η ΕΚΤ μπορεί να χρηματοδοτεί η ίδια τα καθήκοντά της και να μην εξαρτάται οικονομικώς ούτε από τους φορείς της Ένωσης ούτε από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Βάσει του άρθρου 28.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, μέτοχοι της ΕΚΤ δεν είναι τα κράτη μέλη, αλλά οι ΕθνΚΤ. Η ΕΚΤ μπορεί να αυξήσει με απόφασή της τα ίδια κεφάλαια που καταβάλλουν οι ΕθνΚΤ (βλ. άρθρο 28.1 του καταστατικού). Ακόμη και σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών, δεν εξαρτάται από άλλες δημόσιες αρχές (βλ., ιδίως, άρθρο 33.2 του καταστατικού).

58.

Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά σκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας αυτών να ασκούν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο ορθό και αποτελεσματικό και, ως εκ τούτου, να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΚΤ ( 22 ).

59.

Ως εκ τούτου, από το άρθρο 130 ΣΛΕΕ συνάγεται, κατά την εκτίμηση της ΕΚΤ, ότι οι ΕθνΚΤ, ακόμη και από την άποψη των οικονομικών πόρων τους, πρέπει να είναι σε θέση να εκτελούν με πλήρη ανεξαρτησία τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ όπως τους ανατίθενται από το δίκαιο της Ένωσης.

α)   Η ανάγκη επαρκών οικονομικών πόρων των ΕθνΚΤ για την εκπλήρωση ορισμένων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ

60.

Συναφώς, η ΕΚΤ τονίζει ιδίως την υποχρέωση των ΕθνΚΤ να συμβάλλουν σε ενδεχόμενη αύξηση κεφαλαίου της ΕΚΤ βάσει του άρθρου 28.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί, επίσης, ότι η χρησιμοποίηση του συνόλου των μελλοντικών κερδών της Banka Slovenije και του 50 % των γενικών αποθεματικών της για τη χρηματοδότηση των πληρωμών αποζημιώσεων θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα η Banka Slovenije να μη διαθέτει πλέον τους αναγκαίους πόρους για να συμμορφωθεί προς την εν λόγω υποχρέωση.

61.

Ωστόσο, στην πράξη, η αύξηση κεφαλαίου πραγματοποιείται μέσω μεταφοράς πιστώσεων στο πλαίσιο του συστήματος TARGET και δεν απορροφά πραγματικούς ίδιους πόρους των ΕθνΚΤ ( 23 ). Πιο συγκεκριμένα (το ακρωνύμιο TARGET σημαίνει Trans-European Automated Real-time Gross settlement Express Transfer System [Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων σε Συνεχή Χρόνο]), πρόκειται για το σύστημα διεκπεραίωσης καταβολών χωρίς μετρητά μεταξύ των κεντρικών τραπεζών (και των εμπορικών τραπεζών) του Ευρωσυστήματος. Με απλά λόγια, το σύστημα αυτό στηρίζεται σε λογαριασμούς που τηρούν οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος στην ΕΚΤ. Κάθε διασυνοριακή μεταφορά αυξάνει ή μειώνει –ανάλογα με το αν μια εμπορική τράπεζα κράτους μέλους είναι αποδέκτης ή εντολέας της μεταφοράς– το υπόλοιπο του λογαριασμού της ΕθνΚΤ του οικείου κράτους μέλους στην ΕΚΤ. Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για τις εμπορικές τράπεζες, οι λογαριασμοί των ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος δεν απαιτείται να ισοσκελίζονται στο τέλος μιας εργάσιμης ημέρας. Συνεπώς, στο τέλος της ημέρας, μπορεί να γεννηθεί υποχρέωση της ΕθνΚΤ έναντι της ΕΚΤ.

62.

Τούτο σημαίνει ότι, σε περίπτωση αυξήσεως κεφαλαίου, ακόμη και αν υφίσταται οφειλή ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ στο πλαίσιο του συστήματος TARGET, αυτή απλώς αυξάνεται με τη μεταφορά που σκοπεί στην αύξηση κεφαλαίου. Η ΕθνΚΤ όμως δεν υποχρεούται να αντλήσει ή να καλύψει πραγματικά το ποσό αυτό από ίδιους πόρους –παραδείγματος χάριν από τα κέρδη της. Επομένως, η διάθεση των κερδών ΕθνΚΤ για σκοπούς όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν επηρεάζει, στην πράξη, την ικανότητά της να εκπληρώσει την υποχρέωσή της προς αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 28.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ( 24 ). Πράγματι, το αναγκαίο ποσό για την αύξηση κεφαλαίου προκύπτει μάλλον από τη δημιουργία χρημάτων.

63.

Ασφαλώς, η οφειλή στο σύστημα TARGET εμφανίζεται, ενδεχομένως, στο παθητικό του ισολογισμού της οικείας ΕθνΚΤ. Συγχρόνως όμως καταγράφεται στο ενεργητικό αύξηση της αξίας ίση με το ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε η συμμετοχή των οικείων ΕθνΚΤ στην ΕΚΤ ( 25 ). Συνεπώς, επέρχεται μόνον επέκταση του ισολογισμού. Σε περίπτωση που η οικεία ΕθνΚΤ διαθέτει πιστωτικό υπόλοιπο στο σύστημα TARGET, η αύξηση κεφαλαίου αποτελεί για αυτήν απλή ανταλλαγή στοιχείων του ενεργητικού (πιστωτικό υπόλοιπο στο σύστημα TARGET έναντι συμμετοχής στην ΕΚΤ).

64.

Επίσης, η εκπλήρωση των λοιπών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των ΕθνΚΤ που επισημαίνει η ΕΚΤ –δηλαδή η υποχρέωση, κατόπιν σχετικού αιτήματος, για τη διάθεση επιπλέον συναλλαγματικών διαθεσίμων, βάσει του άρθρου 30.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ή για την αντιστάθμιση των ζημιών της ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 33.2– δεν εξαρτάται, κατόπιν ακριβέστερης εξετάσεως, από το αν μια ΕθνΚΤ διαθέτει επαρκείς ίδιους πόρους.

65.

Αφενός, από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Banka Slovenije θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των πληρωμών αποζημιώσεων ( 26 ). Η Σλοβενική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τούτο δεν ισχύει.

66.

Αφετέρου, η υποχρέωση αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 33.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ αφορά, κατ’ ανώτατο όριο, μόνον το ποσό του νομισματικού εισοδήματος που πρόκειται να κατανεμηθεί ( 27 ). Το νομισματικό εισόδημα όλων των ΕθνΚΤ συγκεντρώνεται κατ’ αρχάς στο τέλος του έτους σύμφωνα με το άρθρο 32.1 του καταστατικού και, στη συνέχεια, κατανέμεται στις ΕθνΚΤ βάσει συγκεκριμένης κλείδας που αντικατοπτρίζει τη συμμετοχή τους στην ΕΚΤ (βλ. άρθρο 32.5 του καταστατικού). Στον βαθμό που η ΕΚΤ έχει υποστεί ζημίες, αυτές αφαιρούνται προηγουμένως από το νομισματικό εισόδημα που πρόκειται να κατανεμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32.5 σε συνδυασμό με το άρθρο 33.2 του καταστατικού. Αντιθέτως, δεν υφίσταται επιπρόσθετη υποχρέωση αποζημιώσεως εκ μέρους των ΕθνΚΤ –παραδείγματος χάριν από ίδιους πόρους ( 28 ).

β)   Η ανάγκη επαρκών οικονομικών πόρων για τη διατήρηση της αξιοπιστίας του ΕΣΚΤ και της εμπιστοσύνης προς αυτό

67.

Αντιθέτως, κατά την εκτίμησή μου, το καθοριστικό στοιχείο για την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ είναι το ακόλουθο: ο μηχανισμός χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 40 του ZPSVIKOB στερεί πλήρως από την Banka Slovenije, επί σειρά ετών, την εξουσία λήψεως αποφάσεων σχετικά με τη χρήση των πόρων της και, επομένως, τη δυνατότητα διατηρήσεως αποθεματικών στο ύψος το οποίο αυτή θεωρεί κατάλληλο.

68.

Αφενός, κατ’ αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση διεκδικεί απλούστατα το δικαίωμα λήψεως αποφάσεων το οποίο ασκούσε προηγουμένως η ΕθνΚΤ με πλήρη ανεξαρτησία.

69.

Αφετέρου, υφίστανται σοβαροί λόγοι για τους οποίους μια ΕθνΚΤ πρέπει να μπορεί να αποφασίζει, με δική της ευθύνη, το ύψος των αποθεματικών που διατηρεί. Πράγματι, η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει την αξιολόγηση των κινδύνων εκ μέρους της ΕθνΚΤ όσον αφορά πράξεις της νομισματικής πολιτικής.

70.

Τα γενικά αποθεματικά συνιστούν αποθέματα για τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνδέονται αναπόφευκτα με τις πράξεις αυτές ( 29 ). Παραδείγματος χάρη, εάν ΕθνΚΤ κρίνει αναγκαία την πώληση αξιογράφων με σκοπό τον περιορισμό της ρευστότητας στην αγορά, για λόγους νομισματικής πολιτικής, θα προβεί στις σχετικές ενέργειες, ακόμη και αν τούτο ενδέχεται να επιφέρει ζημίες. Το ίδιο ισχύει για τις πωλήσεις συναλλάγματος οι οποίες μπορεί να επιβάλλονται για τη ρύθμιση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά δεν αποκλείεται να είναι ζημιογόνες σε περίπτωση ανατιμήσεως του οικείου νομίσματος. Συγχρόνως όμως μια ΕθνΚΤ θα επιδιώξει, σε τέτοιες περιπτώσεις, να δημιουργήσει εκ των προτέρων υψηλότερα αποθεματικά για την απορρόφηση των ζημιών αυτών.

71.

Κατά συνέπεια, το κατάλληλο ύψος αποθεματικών που θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν ζημίες από πράξεις νομισματικής πολιτικής μαρτυρά ότι η οικεία ΕθνΚΤ προέβλεψε και ελέγχει τις επιπτώσεις των μέτρων της.

72.

Εντούτοις, το άρθρο 40 του ZPSVIKOB εμποδίζει, επί σειρά ετών, την Banka Slovenije να δημιουργήσει νέα αποθεματικά και προβλέπει μάλιστα ότι το απόθεμα δύναται να μειωθεί έως το 50 %. Επομένως, σε περίπτωση ζημιών που συνδέονται με πράξεις νομισματικής πολιτικής, ελλοχεύει ο κίνδυνος το καθαρό ίδιο κεφάλαιό της να υπολείπεται του μετοχικού της κεφαλαίου ή να είναι ακόμη και αρνητικό.

73.

Η κατάσταση αυτή είναι προβληματική τουλάχιστον για τρεις λόγους.

74.

Πρώτον, είναι επιζήμια υπό το πρίσμα της λειτουργίας της κεντρικής τράπεζας ως προτύπου για τον τραπεζικό τομέα, ο οποίος οφείλει να τηρεί κανόνες περί ιδίων κεφαλαίων που διαρκώς αυστηροποιούνται.

75.

Δεύτερον, κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση στις αγορές ότι η ΕθνΚΤ εκτιμά εσφαλμένα ή δεν ελέγχει πλέον τις επιπτώσεις των μέτρων νομισματικής πολιτικής που λαμβάνει. Εν πάση περιπτώσει, στην πράξη η διάταξη του άρθρου 40 του ZPSVIKOB στερεί από την Banka Slovenije τον έλεγχο μιας εύλογης απορροφήσεως ενδεχόμενων ζημιών.

76.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ ορθώς τονίζει ότι η εμφάνιση χαμηλού, ή και αρνητικού, ίδιου κεφαλαίου επί μακρά περίοδο μπορεί να βλάψει την αξιοπιστία της ΕθνΚΤ και την εμπιστοσύνη προς αυτήν και, κατ’ επέκταση, το ΕΣΚΤ στο σύνολό του. Εντούτοις, στα σύγχρονα συστήματα παραστατικού νομίσματος –δηλαδή σε νομισματικά συστήματα στα οποία το νόμισμα δεν συνδέεται με την αξία ορισμένων αγαθών, όπως ο χρυσός για παράδειγμα– είναι ουσιώδης η εμπιστοσύνη στην ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να εξασφαλίζουν τη σταθερότητα των τιμών με την εφαρμογή ελεγχόμενων και αποτελεσματικών μέτρων νομισματικής πολιτικής.

77.

Η ΕΚΤ επισημαίνει, συγκεκριμένα, τη σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ καθεστώτος χαμηλών ίδιων κεφαλαίων μιας κεντρικής τράπεζας και της ικανότητάς της να επιδιώκει τον σκοπό της διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών κατά τρόπο αποτελεσματικό και με πλήρη ανεξαρτησία, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη μόνον τις πτυχές της νομισματικής πολιτικής ( 30 ).

78.

Πράγματι, εάν η ικανότητα κεντρικής τράπεζας να δημιουργήσει επαρκή αποθεματικά περιορίζεται εκ του νόμου, με αποτέλεσμα αυτή να περιέλθει σε κατάσταση κατά την οποία εμφανίζει, επί μακρά περίοδο, ελάχιστο ή αρνητικό ίδιο κεφάλαιο, η εν λόγω κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να αναγκασθεί να καταφύγει σε πράξεις νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να αποκομίσει έσοδα, ώστε να αντιμετωπίσει την εντύπωση αστάθειας και να διαφυλάξει την εμπιστοσύνη των αγορών. Τέτοια μέτρα έχουν συχνά πληθωριστικές τάσεις ( 31 ). Με πολύ παραστατικό τρόπο θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η αύξηση του πληθωρισμού αυξάνει την ανάγκη σε μετρητά στον πληθυσμό και τούτο ενισχύει, επίσης, τα έσοδα της κεντρικής τράπεζας που προέρχονται από την έκδοση μετρητών. Τούτο όμως αντιβαίνει προδήλως στον πρωταρχικό σκοπό της διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών.

79.

Ασφαλώς, οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος διαθέτουν περιορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή μέτρων νομισματικής πολιτικής, δεδομένου ότι οι κύριες αποφάσεις υπαγορεύονται από την ΕΚΤ. Ωστόσο, εάν πλείονα κράτη μέλη έθεταν σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική ευρωστία των ΕθνΚΤ μέσω τέτοιων νομοθετικών ρυθμίσεων, η ΕΚΤ θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με την περιγραφόμενη σύγκρουση μεταξύ του σκοπού διατηρήσεως της σταθερότητας των τιμών και του σκοπού της αυξήσεως των εσόδων για το ΕΣΚΤ. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ευχέρεια χειρισμών της ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής καθορίζεται ή περιορίζεται από εθνικούς κανόνες όπως το άρθρο 40 του ZPSVIKOB. Συναφώς, υφίστανται εμπειρικές ενδείξεις ως προς το ότι ο βαθμός εμπιστοσύνης του κοινού στην ικανότητα μιας κεντρικής τράπεζας να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρατηρούμενη ανεξαρτησία της τράπεζας αυτής ( 32 ).

80.

Σε διαφορετική περίπτωση, μοναδική εναλλακτική θα ήταν να ζητηθεί από την κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους να λάβει μέτρα ανακεφαλαιοποίησης. Είναι προφανές ότι τέτοια στήριξη ενδέχεται να παρέχεται υπό όρους και, ως εκ τούτου, να ενέχει κίνδυνο πολιτικής επιρροής στη νομισματική πολιτική ( 33 ).

81.

Τρίτον, οι ανεπαρκείς ίδιοι πόροι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος θα μπορούσαν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιφέρουν ακόμη και πρόβλημα ρευστότητας. Σε σύγκριση με άλλες κεντρικές τράπεζες, οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι η ικανότητά τους να δημιουργούν χρήματα είναι περιορισμένη με βάση το άρθρο 128, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι κάθε έκδοση ευρώ προϋποθέτει την έγκριση της ΕΚΤ. Βεβαίως, το άρθρο 40 του ZPSVIKOB προβλέπει, για τη χρηματοδότηση των πληρωμών αποζημιώσεων, μόνον τη διάθεση του πλεονάσματος εσόδων που απομένει μετά την αφαίρεση όλων των δαπανών. Εντούτοις, εάν τα έσοδα ήσαν χαμηλότερα από τις δαπάνες επί μακρά περίοδο και τα αποθεματικά είχαν εξαντληθεί, η Banka Slovenije δεν θα μπορούσε, λόγω του άρθρου 128, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να δημιουργήσει χρήματα άνευ ετέρου για να καλύψει, παραδείγματος χάριν, τα λειτουργικά και διαχειριστικά της έξοδα. Εάν η ΕΚΤ παρενέβαινε σε μια τέτοια περίπτωση ή ενέκρινε τη δημιουργία επιπλέον χρημάτων για τον σκοπό αυτόν, θα διακυβευόταν η φήμη της.

82.

Επομένως, ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 40 του ZPSVIKOB δύναται να θίξει την ανεξαρτησία και, ως εκ τούτου, τη λειτουργικότητα των ΕθνΚΤ.

γ)   Συμπέρασμα

83.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό καθεστώς σχετικά με τη διάθεση των κερδών ΕθνΚΤ το οποίο εμποδίζει πλήρως, επί σειρά ετών, την ΕθνΚΤ να χρηματοδοτήσει τα γενικά αποθεματικά της και, επιπλέον, προβλέπει ότι τα υφιστάμενα αποθεματικά της εν λόγω ΕθνΚΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι ορισμένο ποσό για τη χρηματοδότηση καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιο καθεστώς ενέχει τον κίνδυνο, σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών συνδεόμενων με πράξεις νομισματικής πολιτικής, το καθαρό ίδιο κεφάλαιο της συγκεκριμένης ΕθνΚΤ να είναι χαμηλότερο από το μετοχικό της κεφάλαιο ή ακόμη και αρνητικό επί μακρά περίοδο.

2.   Επί της απαγορεύσεως της νομισματικής χρηματοδοτήσεως με βάση το άρθρο 123 ΣΛΕΕ (πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

84.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να εξετασθεί πλέον εάν η υποχρέωση της Banka Slovenije να αποζημιώσει από ίδιους πόρους τους επενδυτές τραπεζών, ως προς τις οποίες έχουν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης και ανάκαμψης από δημόσια αρχή, συνιστά επίσης παραβίαση της απαγορεύσεως της νομισματικής χρηματοδοτήσεως.

85.

Κατά το άρθρο 123 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται «οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις» από την ΕΚΤ ή από τις ΕθνΚΤ προς κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 3603/93 ορίζει την έννοια των «άλλου είδους πιστωτικών διευκολύνσεων» ως «κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων».

86.

Λαμβανομένου υπόψη του ορισμού αυτού της νομισματικής χρηματοδοτήσεως, επιβάλλεται να εξετασθεί, πρώτον, αν οι αποζημιώσεις που οφείλει να καταβάλει ενδεχομένως η Banka Slovenije, δυνάμει του ZBan-1 και του ZPSVIKOB, σε μετόχους και πιστωτές προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων, συνιστούν «υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων» (σχετικά υπό α).

87.

Δεύτερον, υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η χρηματοδότηση αντλείται από κέρδη της Banka Slovenije τα οποία, εν πάση περιπτώσει, θα είχαν διατεθεί κατά κανόνα εν μέρει στον κρατικό προϋπολογισμό, επιβάλλεται να εξετασθεί αν τούτο πρέπει να θεωρηθεί ως απαγορευόμενη «χρηματοδότηση» εκ μέρους ΕθνΚΤ, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 3603/93 (σχετικά υπό β).

α)   Επί της εννοίας των «υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων»

88.

Ο ZBan-1 και ο ZPSVIKOB προβλέπουν δύο είδη πληρωμών αποζημιώσεων: πρώτον, την αποζημίωση των επενδυτών τράπεζας ύψους ίσου προς την αξία αφερεγγυότητας των κεφαλαιακών μέσων της, εφόσον αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι κατά την απομείωση ή τη διαγραφή τους δεν τηρήθηκε η αρχή NCWO, διότι η Banka Slovenije δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια (πρώτο ερώτημα) ( 34 ). Υπενθυμίζεται το εξής: βάσει της αρχής αυτής, παρέμβαση του Δημοσίου, όπως η εξυγίανση, δεν μπορεί να καταστήσει τη θέση των επενδυτών χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση τακτικής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Δηλαδή, οι ενάγοντες επενδυτές υποστηρίζουν, στο πλαίσιο των διαφορών περί καταβολής αποζημιώσεως που εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον των σλοβενικών δικαστηρίων, ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας των υπό εξυγίανση τραπεζών, θα είχαν περισσότερα οφέλη από αυτά που έλαβαν κατόπιν της εκκαθαρίσεως ή της εξυγίανσης εκ μέρους της Banka Slovenije.

89.

Δεύτερον, προβλέπεται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τους επενδυτές χαμηλότερου εισοδήματος, η οποία ανέρχεται στο 80 % της ονομαστικής αξίας των κεφαλαιακών μέσων με μέγιστο ποσό αποζημιώσεως τα 20000 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν η αξία αυτή θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας (δεύτερο ερώτημα) ( 35 ).

90.

Όσον αφορά το ζήτημα αν οι εν λόγω υποχρεώσεις καταβολής συνιστούν «υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 3603/93, όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία υποστήριξαν –αν και με διαφορετικά συμπεράσματα– ότι καθοριστικό παράγοντα αποτελεί το αν η σχετική ευθύνη προϋποθέτει ή όχι υπαιτιότητα. Πιο συγκεκριμένα, στο μέτρο που η ευθύνη συνδέεται με υπαιτιότητα της Banka Slovenije, οι απορρέουσες απαιτήσεις συνιστούν «ίδιες» υποχρεώσεις αυτής και όχι «υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων».

91.

Κατά την εκτίμηση της Σλοβενικής Κυβέρνησης, η ευθύνη για παραβιάσεις υποχρεώσεων μιας ΕθνΚΤ ρυθμίζεται αποκλειστικώς από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο όπως ορίζει το άρθρο 35.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Εξάλλου, η διάταξη αυτή και το άρθρο 340, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπουν επίσης, όσον αφορά την ΕΚΤ, ότι εκείνη ευθύνεται έναντι των τρίτων για ζημία που προκάλεσε η ίδια ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των οικείων υπηρεσιακών καθηκόντων.

92.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, τούτο ισχύει και όταν η ευθύνη βάσει υπαιτιότητας ενεργοποιείται κατά την άσκηση εθνικών δημόσιων καθηκόντων, δεδομένου ότι μια ΕθνΚΤ εκτελεί τα εν λόγω καθήκοντα «υπ’ ευθύνη» της δυνάμει του άρθρου 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.

93.

Η Banka Slovenije και η ΕΚΤ δεν αντέκρουσαν ρητώς το επιχείρημα αυτό. Πάντως, υποστήριξαν ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επίδικες υποχρεώσεις πληρωμής δεν στηρίζονται σε ευθύνη βάσει υπαιτιότητας, αλλά σε αντικειμενική ευθύνη.

94.

Όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση, τούτο δεν φαίνεται να αμφισβητείται. Συγχρόνως όμως δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η υποχρέωση αποζημιώσεως δυνάμει της αρχής NCWO συνδέεται, de lege lata, με την παράλειψη δέουσας επιμέλειας εκ μέρους της Banka Slovenije και, επομένως, με ένα στοιχείο υπαιτιότητας. Ωστόσο, η Banka Slovenije και η ΕΚΤ προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως βάσει της αρχής NCWO απορρέει άμεσα από το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εξαρτάται, ούτε de lege ferenda, από κάποιο στοιχείο υπαιτιότητας. Συναφώς, πρόκειται ως εκ τούτου, σε κάθε περίπτωση, για «υποχρέωση του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 3603/93.

1) Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η ευθύνη οφείλεται στην ύπαρξη υπαιτιότητας

95.

Όπως θα αναλύσω και στη συνέχεια, πάντως, δεν έχει σημασία για το ζήτημα της παράβασης του άρθρου 123 ΣΛΕΕ το αν η υποχρέωση καταβολής που βαρύνει την ΕθνΚΤ ανάγεται ή όχι σε δική της παράβαση καθήκοντος.

96.

Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός ως «ίδια» υποχρέωση της ΕθνΚΤ ή ως «υποχρέωση του δημόσιου τομέα» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, του κανονισμού 3603/93 μπορεί να εξαρτηθεί αποκλειστικώς από το κατά πόσον η ευθύνη συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων μιας ΕθνΚΤ στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ ή με την εκτέλεση άλλων δημόσιων λειτουργιών κατά την έννοια του άρθρου 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ ( 36 ).

97.

Σε διαφορετική περίπτωση, κράτος μέλος θα μπορούσε να αποφύγει τις οικονομικές του υποχρεώσεις αναθέτοντας στην οικεία ΕθνΚΤ επείγοντα, πλην όμως ιδιαιτέρως επαχθή και δαπανηρά, καθήκοντα προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος ( 37 ). Αυτό ισχύει, ιδίως, για καθήκοντα που ενέχουν κινδύνους περί στοιχειοθετήσεως αστικής ευθύνης και, κατά μείζονα λόγο, όταν η ευθύνη δύναται να στοιχειοθετηθεί λόγω αμέλειας ή ακόμη και άνευ υπαιτιότητας.

98.

Κατά την ανάθεση τέτοιων καθηκόντων σε οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή, το Δημόσιο θα ευθυνόταν εν τέλει για τυχόν προκληθείσες ζημίες· ωστόσο, σε περίπτωση αναθέσεως σε ΕθνΚΤ, οι σχετικές υποχρεώσεις δεν θα επηρέαζαν, κατ’ αρχήν, τα δημόσια ταμεία λόγω του αυστηρού διαχωρισμού μεταξύ του κρατικού προϋπολογισμού και του προϋπολογισμού των κεντρικών τραπεζών ( 38 ). Όπως διευκρινίσθηκε, οι χωριστοί προϋπολογισμοί συνιστούν ουσιώδες στοιχείο για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών ( 39 ). Επομένως, επιβάρυνση του προϋπολογισμού της κεντρικής τράπεζας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με επιβάρυνση του δημόσιου ταμείου.

99.

Τέτοια επιβάρυνση της οικείας ΕθνΚΤ όμως δεν συνάδει με το πνεύμα και τον σκοπό του άρθρου 123 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω διάταξη σκοπεί να αποτρέψει κάθε χρηματοοικονομική συνδρομή του ΕΣΚΤ προς τα κράτη μέλη ( 40 ). Επομένως, η ανάθεση άλλων δημόσιων λειτουργιών σε ΕθνΚΤ, χωρίς ανάλογη χρηματοδότηση, πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ως χρηματοοικονομική συνδρομή προς το οικείο κράτος μέλος, εφόσον οι λειτουργίες αυτές συνδέονται, κατά κανόνα, με δαπάνες τις οποίες, λόγω της αναθέσεως, οφείλει πλέον να αναλάβει η ΕθνΚΤ αντί του κράτους μέλους.

100.

Την εκτίμηση αυτή δεν μεταβάλλει ούτε το άρθρο 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, δυνάμει του οποίου οι ΕθνΚΤ εκτελούν εθνικές λειτουργίες «υπ’ ευθύνη» τους». Η εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζει ποιος πρέπει να αναλάβει την οικονομική επιβάρυνση μιας δραστηριότητας, αλλά περιορίζεται να καθορίσει ποιος πρέπει να φέρει την ευθύνη για αυτήν. Κατά συνέπεια, το άρθρο 14.4 ορίζει ρητώς ότι οι λειτουργίες που εκτελεί ΕθνΚΤ υπ’ ευθύνη της «δεν θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος των λειτουργιών του ΕΣΚΤ».

2) Η χρηματοδότηση της εξυγίανσης ως άλλη δημόσια λειτουργία κατά την έννοια του άρθρου 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ

101.

Η ανάκαμψη με τη συνδρομή των δημοσίων αρχών και η ομαλή εξυγίανση των τραπεζών δεν αποτελεί καθήκον της ΕθνΚΤ στο πλαίσιο του ΕΣΚΤ, αλλά άλλη δημόσια λειτουργία ( 41 ). Τέλος, τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ καθορίζονται στο άρθρο 127 ΣΛΕΕ και συνίστανται κυρίως στην εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής της Ένωσης ( 42 ).

102.

Τα μέτρα εξυγίανσης και ανάκαμψης που επέβαλε η Banka Slovenije κατά τα έτη 2013 και 2014 έπρεπε μάλιστα να θεωρηθούν, κατά τον χρόνο εκείνο, ως αμιγώς εθνική λειτουργία, διότι εφαρμόσθηκαν πριν από την εναρμόνιση των κανόνων για την εξυγίανση των τραπεζών σε επίπεδο Ένωσης που επήλθε με τον κανονισμό ΕΜΕ και την οδηγία 2014/59.

103.

Εντούτοις, ακόμη και μετά τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης, η εξυγίανση των τραπεζών δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως καθήκον του ΕΣΚΤ. Βεβαίως, κατά το άρθρο 127, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, το ΕΣΚΤ συμβάλλει επίσης στην ομαλή εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές ως προς τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

104.

Εξ αυτού όμως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εξυγίανση των τραπεζών αποτελεί καθήκον του ΕΣΚΤ. Τούτο προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 127, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο το ΕΣΚΤ συμβάλλει στην εκ μέρους «των αρμόδιων αρχών» ομαλή άσκηση πολιτικών και δεν είναι αρμόδιο το ίδιο για τις πολιτικές αυτές. Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 παρέχει, βεβαίως, στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, υπό το κράτος του ισχύοντος δικαίου, να ορίσουν την ΕθνΚΤ ως αρχή εξυγίανσης ( 43 ). Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι, σε τέτοια περίπτωση, ανατίθενται στην ΕθνΚΤ εξουσίες δημόσιας διοικήσεως.

105.

Οι διατάξεις του άρθρου 127, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 μαρτυρούν, συνεπώς, απλώς ότι η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων σε ΕθνΚΤ δεν αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στους σκοπούς και στα καθήκοντα του ΕΣΚΤ (βλ. άρθρο 14.4, δεύτερη περίοδος, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ). Το καθήκον εξυγίανσης των τραπεζών όμως δεν καθίσταται καθήκον του ΕΣΚΤ μόνο λόγω της αναθέσεώς του σε ΕθνΚΤ. Εξάλλου, στο επίπεδο της Ένωσης, αρμόδια για την εξυγίανση των τραπεζών δεν είναι η ΕΚΤ, αλλά ένας οργανισμός που έχει συσταθεί ειδικά για τους σκοπούς αυτούς, ήτοι το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (Single Resolution Board, στο εξής: SRB) ( 44 ).

106.

Κατά συνέπεια, η Banka Slovenije, ως αρχή εξυγίανσης, εκτέλεσε, κατά τα έτη 2013 και 2014, άλλη δημόσια λειτουργία κατά την έννοια του άρθρου 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Τέτοια λειτουργία δεν συνιστά λειτουργία του ΕΣΚΤ και, επομένως, πρέπει να χρηματοδοτείται, κατ’ αρχήν, από τα κράτη μέλη.

107.

Η απαίτηση επαρκούς χρηματοδοτήσεως έχει σημασία, ιδίως, στο μέτρο που η ανάκαμψη ή εξυγίανση τράπεζας συνδέεται αναπόφευκτα με ευρείες παρεμβάσεις στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων και των πιστωτών της. Παραδείγματος χάριν, το προϊσχύσαν σλοβενικό δίκαιο εξαρτούσε επίσης την απομείωση και τη μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων από την προϋπόθεση της λήψεως μέτρου ανάκαμψης με τη χρήση δημοσίων πόρων ( 45 ).

108.

Συγχρόνως, ο νόμος του 2019 προβλέπει, αφενός, την κατ’ αποκοπήν υποχρέωση αποζημιώσεως υπέρ ορισμένων επενδυτών δυνάμει των άρθρων 4 έως 7 του ZPSVIKOB. Αφετέρου, η Banka Slovenije ευθύνεται, κατά τον ZBan-1 και τον ZPSVIKOB, για παραβιάσεις της αρχής NCWO και για τη θεμελίωση της ευθύνης αυτής αρκεί η αμέλεια βάσει του άρθρου 223a του ZBan-1. Κατά τη διάταξη αυτή, τέτοια παράλειψη υφίσταται, όταν η ζημία (δηλαδή, εν προκειμένω, η παραβίαση της αρχής NCWO) οφείλεται στη μη συνεκτίμηση πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που η Banka Slovenije γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τη λήψη της αποφάσεώς της.

109.

Πάντως, η κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενη αμέλεια μπορεί να προκύψει σχετικά γρήγορα σε περίπτωση διαπιστώσεως παραβιάσεως της αρχής NCWO.

110.

Το εύρος της αναγκαίας απομείωσης και μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων καθορίζεται πριν από την απόφαση εξυγίανσης μιας τράπεζας βάσει αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών της. Στο πλαίσιο της αποτιμήσεως αυτής, επιχειρείται επίσης να προσδιορισθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποτίμηση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί υπό εξαιρετικά αυξημένη χρονική πίεση –για την ίδια την εξυγίανση είναι διαθέσιμο συνήθως μόνον ένα Σαββατοκύριακο– και να περιορισθεί στα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της τράπεζας. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, αποτίμηση που πραγματοποιείται μετά την εκκαθάριση, λαμβανομένων υπόψη όλων των διαθέσιμων στοιχείων, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ορισμένα κεφαλαιακά μέσα θα είχαν μεγαλύτερη αξία σε περίπτωση αφερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή, βρίσκει εφαρμογή η αρχή NCWO ( 46 ).

111.

Επομένως, το κράτος μέλος πρέπει να αναμένει, ασφαλώς, το ενδεχόμενο να προκύψει τέτοια ευθύνη. Σε περίπτωση αναθέσεως σε οποιαδήποτε άλλη αρχή του κράτους μέλους, οι καταβολές αυτές θα επιβάρυναν, εν τέλει, τον κρατικό προϋπολογισμό. Η Banka Slovenije περιέρχεται στην κατάσταση να οφείλει να καταβάλει τις αντίστοιχες αποζημιώσεις από δικούς της πόρους, μόνο διότι έχει ορισθεί ως αρχή εξυγίανσης. Το γεγονός αυτό καθίσταται ακόμη πιο προφανές όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως που προβλέπουν τα άρθρα 4 έως 7 του ZPSVIKOB.

3) Ενδιάμεσο συμπέρασμα

112.

Κατά συνέπεια, αμφότερα τα είδη πληρωμών αποζημιώσεων πρέπει να θεωρηθούν ως «υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 3603/93.

4) Επικουρικώς: από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν απορρέει αντικειμενική υποχρέωση κράτους μέλους προς αποζημίωση από δημόσιους πόρους βάσει της αρχής NCWO

113.

Πάντως, εάν το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη «υποχρεώσεως του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων» εξαρτάται από το αν η ευθύνη της ΕθνΚΤ προϋποθέτει υπαιτιότητα ή αντικειμενική υποχρέωση, επιβάλλεται να επισημανθεί το εξής: αντιθέτως προς την εκτίμηση της ΕΚΤ, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ρητώς ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη απαιτεί, κατ’ ανάγκη, την τήρηση της αρχής NCWO.

114.

Η αρχή NCWO στηρίζεται στη λογική ότι σε περίπτωση που τράπεζα περιέλθει σε κατάσταση (πιθανής) αδυναμίας πληρωμών, χωρίς κρατική παρέμβαση, η κήρυξή της ως αφερέγγυας είναι η μόνη επιλογή. Σε τέτοια περίπτωση, δηλαδή, τα κεφαλαιακά μέσα δεν θα έχουν πλέον υψηλότερη αγοραία αξία για τους μετόχους και τους πιστωτές από την αξία αφερεγγυότητας ( 47 ). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απομείωση ή διαγραφή κεφαλαιακών μέσων μιας (πιθανώς) προβληματικής τράπεζας, διασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση της αρχής NCWO, δεν συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των θιγόμενων επενδυτών ( 48 ).

115.

Από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί, εξ αντιδιαστολής, ότι υφίσταται κατ’ ανάγκην αδικαιολόγητη παρέμβαση, όταν η αρχή αυτή δεν τηρείται.

116.

Βεβαίως, τόσο σοβαρή προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας απαιτεί κατά κανόνα προσήκουσα αποζημίωση ( 49 ). Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) ( 50 ), σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αποκλείεται να είναι προσήκουσα, για λόγους γενικού συμφέροντος, αποζημίωση χαμηλότερη της αγοραίας αξίας ( 51 ). Τέτοιοι λόγοι γενικού συμφέροντος θα μπορούσαν κάλλιστα να υφίστανται σε ορισμένες περιπτώσεις τραπεζικής εξυγίανσης. Τούτο ισχύει ιδίως, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, τα βάρη αυτά θα πρέπει να αναλάβει το κοινωνικό σύνολο αντί των επενδυτών της τράπεζας, μολονότι μόνον οι επενδυτές αυτοί επωφελήθηκαν από τα κέρδη της σε περιόδους οικονομικής επιτυχίας. Επιπλέον, η διαχειριστική ικανότητα των δημοσίων αρχών θα μπορούσε να περιορισθεί υπερβολικά, εάν αυτές όφειλαν να αποζημιώνουν υποχρεωτικώς, στο ύψος της αξίας αφερεγγυότητας, τους επενδυτές τράπεζας της οποίας η κατάρρευση θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία.

117.

Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει μεν πλέον, δηλαδή υπό το νέο νομικό καθεστώς μετά τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης, ότι οι επενδυτές μιας τράπεζας υπό εξυγίανση μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση δυνάμει της αρχής NCWO. Η αποζημίωση αυτή όμως δεν χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους, αλλά από πόρους του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης, το οποίο τροφοδοτείται από τις συνεισφορές των ίδιων των εμπορικών τραπεζών ( 52 ).

118.

Εν τέλει, από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη δεν απορρέει αντικειμενική –δηλαδή υφιστάμενη πάντοτε και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παράβαση καθήκοντος– υποχρέωση κράτους μέλους να καταβάλλει αποζημίωση από δημόσιους πόρους βάσει της αρχής NCWO. Επομένως, η αποζημίωση αυτή δεν αποτελεί για τον συγκεκριμένο λόγο «υποχρέωση του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων».

119.

Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός των αποζημιώσεων που οφείλονται δυνάμει του σλοβενικού δικαίου ως «υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων» στηρίζεται στο γεγονός ότι οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν απλώς και μόνον από την ανάθεση στην ΕθνΚΤ άλλης δημόσιας λειτουργίας –ήτοι της εξυγίανσης των τραπεζών– χωρίς ανάλογη χρηματοδότηση ( 53 ).

β)   Επί της πηγής της χρηματοδοτήσεως

120.

Εντούτοις, σε δεύτερο στάδιο, τίθεται το ζήτημα αν οποιαδήποτε χρηματοδότηση τέτοιας υποχρεώσεως από πόρους ΕθνΚΤ συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 123 ΣΛΕΕ.

121.

Συναφώς, η Σλοβενική Κυβέρνηση φαίνεται να θεωρεί ότι μόνον η άμεση χρηματοδότηση μέσω δημιουργίας χρημάτων παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδοτήσεως που προβλέπει το άρθρο 123 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, οι πληρωμές αποζημιώσεων χρηματοδοτούνται, βάσει του άρθρου 40 του ZPSVIKOB, από τα κέρδη (που ορίζονται ως πλεόνασμα των εσόδων έναντι των δαπανών) της Banka Slovenije ( 54 ).

122.

Τα κέρδη μιας κεντρικής τράπεζας προέρχονται από τις πράξεις της νομισματικής πολιτικής της. Αυτές εφαρμόζονται, βάσει του άρθρου 18.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, αποκλειστικά και μόνο για την επίτευξη των σκοπών που ορίζει το άρθρο 127 ΣΛΕΕ, πρωτίστως δηλαδή για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Στο πλαίσιο τούτο, κέρδη μπορούν να προκύψουν, μεταξύ άλλων, από την έκδοση μετρητών και από έσοδα από τόκους που προέρχονται από πράξεις αναχρηματοδοτήσεως ( 55 ), αλλά και από έσοδα προερχόμενα από συναλλαγές αξιογράφων ή συναλλάγματος. Τόσο το άρθρο 123 ΣΛΕΕ όσο και ο κανονισμός 3603/93 δεν διευκρινίζουν ρητώς αν η χρησιμοποίηση των πόρων αυτών για δημοσιονομικούς σκοπούς πρέπει να θεωρείται ή όχι ως απαγορευόμενη χρηματοδότηση.

123.

Συναφώς όμως η Επιτροπή τόνισε επίσης το γεγονός ότι μέρος των κερδών της Banka Slovenije, τα οποία αυτή χρησιμοποιεί για τον σχηματισμό των ειδικών αποθεματικών, διανέμονται κατά κανόνα στον κρατικό προϋπολογισμό. Επομένως, τίθεται το εύλογο ερώτημα αν η νομιμότητα του μηχανισμού αποζημιώσεως μπορεί να εξαρτάται από το εάν το εν λόγω μέρος των κερδών της ΕθνΚΤ χρησιμοποιείται άμεσα για την καταβολή των σχετικών αποζημιώσεων ή κατόπιν διαθέσεώς του στον κρατικό προϋπολογισμό.

124.

Η χρήση μέρους των κερδών της ΕθνΚΤ για τη χρηματοδότηση των γενικών δημόσιων δαπανών αποτελεί συνήθη πρακτική σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης ( 56 ). Η πρακτική αυτή είναι συγκρίσιμη με τη χρήση πλεονασμάτων προερχόμενων από την καταβολή προστίμων και χρηματικών ποινών για δημοσιονομικούς σκοπούς. Τέτοιες περιπτώσεις δεν θεωρούνται ως παραβίαση της απαγορεύσεως της νομισματικής χρηματοδοτήσεως, καθόσον τα κέρδη αποτελούν απλώς «υποπροϊόν» των μέτρων νομισματικής πολιτικής μιας ΕθνΚΤ και όχι το αποτέλεσμα οικονομικής δραστηριότητας που σκοπεί στην επίτευξη εσόδων για το Δημόσιο ( 57 ).

125.

Ωστόσο, η δυνατότητα χρήσεως των κερδών αυτών από το κράτος δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον σκοπό της. Ειδάλλως, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστρατήγηση της απαγορεύσεως της νομισματικής χρηματοδοτήσεως ( 58 ).

126.

Παρέκκλιση από τον σκοπό υφίσταται όταν οι σκοποί της νομισματικής πολιτικής υποχωρούν για να εκπληρωθούν χρηματοδοτικοί σκοποί. Αυτό ακριβώς επιδιώκει όμως το άρθρο 40 του ZPSVIKOB.

127.

Πιο συγκεκριμένα, βάσει της διατάξεως αυτής, χρησιμοποιείται για χρηματοδοτικούς σκοπούς –δηλαδή σκοπούς που δεν άπτονται της νομισματικής πολιτικής– όχι μόνον το μέρος των κερδών που διατίθεται κατά κανόνα στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και το μέρος που προορίζεται για τη δημιουργία των γενικών αποθεματικών. Πράγματι, όπως προέκυψε ήδη, ο σχηματισμός επαρκών αποθεματικών εξυπηρετεί επίσης, εν τέλει, τη διατήρηση της ικανότητας ασκήσεως νομισματικής πολιτικής και, επομένως, της λειτουργικότητας μιας κεντρικής τράπεζας ( 59 ). Τούτο ισχύει ιδίως σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη, στην οποία, επιπλέον, τα ήδη σχηματισθέντα αποθεματικά χρησιμοποιούνται για χρηματοδοτικούς σκοπούς έως το 50 %, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών ( 60 ).

128.

Σε γενικές γραμμές, οι πράξεις νομισματικής πολιτικής δεν πρέπει να εξυπηρετούν την επίτευξη εσόδων, αλλά να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών του άρθρου 127 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω όμως το καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 40 του ZPSVIKOB θα μπορούσε να παρακινήσει, ή ακόμη και να προκαλέσει, σε εξαιρετική περίπτωση, την πολιτική πίεση, ώστε να χρησιμοποιηθεί ο μηχανισμός της νομισματικής πολιτικής με σκοπό την επίτευξη κέρδους, ενώ τα κίνητρα νομισματικής πολιτικής θα παύσουν να έχουν πρωτεύουσα σημασία. Για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, η ΕθνΚΤ έχει όντως συμφέρον να αποκαταστήσει, το συντομότερο δυνατόν, την ελευθερία επιλογής της όσον αφορά τη χρήση των κερδών της για τη σχηματισμό αποθεματικών ( 61 ).

129.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως διασφαλίζει και την ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ ( 62 ). Πράγματι, η απαγόρευση αυτή δεν σκοπεί μόνο στη διασφάλιση ορισμένης δημοσιονομικής πειθαρχίας εντός των κρατών μελών ( 63 ). Αντιθέτως, αφενός, σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι κυβερνήσεις των κρατών μελών να αυξήσουν τη νομισματική βάση με τις επιλογές τους στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, να επηρεάσουν, ενδεχομένως, τη νομισματική πολιτική του ΕΣΚΤ ( 64 ). Αφετέρου όμως, εφόσον αποκλείεται η πλήρης πρόσβαση των κυβερνήσεων των κρατών μελών στους πόρους των ΕθνΚΤ, τούτο αποτρέπει επίσης την εκ μέρους των κυβερνήσεων υπονόμευση της χρηματοοικονομικής ανεξαρτησίας της κεντρικής τους τράπεζας.

130.

Εν τέλει, καθεστώς όπως αυτό που προβλέπει το άρθρο 40 του ZPSVIKOB έχει ως αποτέλεσμα η χρήση των κερδών ΕθνΚΤ να παρεκκλίνει από τον σκοπό της ( 65 ). Τούτο συνιστά καταστρατήγηση της απαγορεύσεως που απορρέει από το άρθρο 123 ΣΛΕΕ.

γ)   Συμπέρασμα

131.

Συνεπώς, το άρθρο 123 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό καθεστώς βάσει του οποίου μια ΕθνΚΤ, ως αρχή εξυγίανσης, οφείλει να καταβάλει στους επενδυτές πιστωτικού ιδρύματος του οποίου τα κεφαλαιακά μέσα απομειώθηκαν ή διαγράφηκαν κατόπιν μέτρου ανάκαμψης ή εξυγίανσης που έλαβε η ΕθνΚΤ αποζημίωση χρηματοδοτούμενη ως εξής: κατ’ αρχάς, χρησιμοποιείται το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησε η ΕθνΚΤ μετά από ορισμένη ημερομηνία, καθώς και μέρος των ήδη υφισταμένων αποθεματικών και, σε περίπτωση ανεπάρκειας των αποθεματικών αυτών, παρέχεται πίστωση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, για την αποπληρωμή της οποίας διατίθεται επίσης το σύνολο των μελλοντικών κερδών της ΕθνΚΤ μέχρις ότου επιτευχθεί η εξόφληση.

Τούτο ισχύει τόσο όταν η υποχρέωση αποζημιώσεως δυνάμει του εθνικού δικαίου γεννάται λόγω παραβιάσεως της λεγόμενης αρχής «No creditor worse off», η οποία ανάγεται σε αθέτηση της υποχρεώσεως επιμελείας εκ μέρους της ΕθνΚΤ, όσο και όταν η υποχρέωση αυτή υφίσταται αντικειμενικά έναντι συγκεκριμένης ομάδας επενδυτών, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί παραβίαση της εν λόγω αρχής ή τυχόν αθέτηση της υποχρεώσεως επιμελείας εκ μέρους της ΕθνΚΤ.

Β. Επί του τετάρτου, του πέμπτου, του έκτου, του εβδόμου και του ογδόου προδικαστικού ερωτήματος

132.

Με το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο) ζητεί να διευκρινισθεί, εν τέλει, αν, μεταξύ άλλων, το άρθρο 44, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/48 ή η πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 αντιτίθενται στις διατάξεις των άρθρων 10 έως 22 του ZPSVIKOB.

133.

Οι τελευταίες αυτές διατάξεις επιβάλλουν στην Banka Slovenije να δημοσιεύει, εν όλω ή εν μέρει, στον ιστότοπό της, ορισμένες πληροφορίες και έγγραφα επί των οποίων στήριξε την απόφασή της για την απομείωση ή διαγραφή κεφαλαιακών μέσων στο πλαίσιο των μέτρων ανάκαμψης και εξυγίανσης που έλαβε κατά τα έτη 2013 και 2014 ή να καθιστά δυνατή την πρόσβαση στα στοιχεία αυτά εντός εικονικού χώρου δεδομένων σε δυνητικούς ενάγοντες στο πλαίσιο διαφοράς για την καταβολή αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και τις εκθέσεις Asset Quality Reviews (στο εξής: AQRs) που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εξυγίανση ή την ανάκτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τις αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών τους, βάσει των οποίων η Banka Slovenije αποφάσισε το συγκεκριμένο εύρος της διαγραφής ή της απομειώσεως των κεφαλαιακών μέσων.

134.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η δημοσίευση στον ιστότοπο των πληροφοριών που αφορούν την εκάστοτε τράπεζα πραγματοποιείται συγκεντρωτικά, κατόπιν απόκρυψης όλων των προσωπικών δεδομένων, των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επαγγελματικών απορρήτων, αλλά με μνεία του πιστωτικού ιδρύματος και είναι προσβάσιμη σε όλους. Η πρόσβαση στον εικονικό χώρο δεδομένων παρέχεται σε όλους τους δυνητικούς ενάγοντες στο πλαίσιο διαφοράς αποζημιώσεως και στους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, δηλαδή συγκεκριμένα στους (πρώην) δικαιούχους απομειωμένων ή διαγραμμένων κεφαλαιακών μέσων. Συναφώς, τα προσωπικά δεδομένα αποκρύπτονται και οι εμπιστευτικές πληροφορίες και τα επαγγελματικά απόρρητα επισημαίνονται ως τέτοια.

1.   Επί της καθ’ ύλην δυνατότητας εφαρμογής των οδηγιών 2006/48 και 2013/36

135.

Η οδηγία 2006/48, καλούμενη επίσης «CRD III» (από την αγγλική ονομασία Capital Requirements Directive), περιελάμβανε εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση και την εποπτεία της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Από την 1η Ιανουαρίου 2014 αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2013/36 ή «CRD IV».

136.

Το άρθρο 44 της οδηγίας 2006/48 και το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36 εφαρμόζονται ως προς τη δραστηριότητα των αρχών στις οποίες το εθνικό δίκαιο αναθέτει το καθήκον τραπεζικής εποπτείας ( 66 ) και καθορίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα ορισμένων πληροφοριών που λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προληπτικής εποπτείας.

α)   Αδυναμία άμεσης εφαρμογής σε μέτρα εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24

137.

Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, η Banka Slovenije ασκούσε ήδη, υπό το κράτος της οδηγίας 2006/48, το καθήκον προληπτικής εποπτείας των τραπεζών. Πάντως, τα έκτακτα μέτρα που διατάχθηκαν κατά τα έτη 2013 και 2014, επ’ ευκαιρία των οποίων χρησιμοποιήθηκαν οι επίδικες πληροφορίες και έγγραφα, δεν συνιστούν μέτρα προληπτικής εποπτείας. Αντιθέτως, όπως δέχεται το αιτούν δικαστήριο και όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, τα μέτρα αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, τα οποία έλαβε η Banka Slovenije στο πλαίσιο της (παραλλήλως ασκούμενης) λειτουργίας της ως αρχής εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24. Κατά συνέπεια, οι προαναφερθέντες μετέχοντες στη διαδικασία συμφωνούν επίσης ως προς το ότι οι διατάξεις των οδηγιών 2006/48 και 2013/36 δεν έχουν άμεση εφαρμογή στη δραστηριότητα αυτή της Banka Slovenije.

138.

Εντούτοις, τόσο η Banka Slovenije όσο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν ότι τουλάχιστον τμήμα των πληροφοριών, των οποίων τη δημοσίευση ή παροχή πρόσβασης προβλέπουν τα άρθρα 10 έως 22 του ZPSVIKOB, συνδέεται καθ’ ύλην με την προληπτική εποπτεία των τραπεζών.

139.

Συναφώς, από το άρθρο 48, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/48 σε συνδυασμό με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως και από το άρθρο 59, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι πληροφορίες οι οποίες προστατεύονται στο πλαίσιο προληπτικής εποπτείας δεν στερούνται της προστασίας αυτής με τη γνωστοποίηση ή τη χρήση τους σε πλαίσιο εξυγίανσης. Πράγματι, οι πρώτες διατάξεις προβλέπουν ότι επιτρέπεται η γνωστοποίηση σε αρχές εξυγίανσης, εφόσον εξασφαλίζεται ότι οι πληροφορίες αυτές τυγχάνουν τουλάχιστον ισοδύναμης προστασίας με την προβλεπόμενη στο άρθρο 44 της οδηγίας 2006/48 και στο άρθρο 63 της οδηγίας 2013/36.

140.

Εν προκειμένω, επιβάλλεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων για τη διαπίστωση του αναγκαίου εύρους απομειώσεως και διαγραφής κεφαλαιακών μέσων και, αφετέρου, των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και των AQRs.

141.

Η αποτίμηση αποτελεί ουσιώδες και τυπικό διαδικαστικό στάδιο της λήψεως μέτρου εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως από δημόσια αρχή ( 67 ). Όπως διαπιστώθηκε, τα μέτρα αυτά δεν καλύπτονται από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 2006/48 και 2013/36 ( 68 ).

142.

Αντιθέτως, είναι ορθό ότι οι τακτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και οι AQRs συνιστούν εργαλεία προληπτικής εποπτείας ( 69 ). Συνολικά, γίνεται λόγος για μια κοινώς καλούμενη Comprehensive Assessment [συνολική αξιολόγηση], το αποτέλεσμα της οποίας έχει ως σκοπό, κατά κανόνα, να εξασφαλίσει διαφάνεια ως προς τη δυνατότητα επιβαρύνσεως μιας τράπεζας και να ενισχύσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την εμπιστοσύνη στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Επομένως, το επαγγελματικό απόρρητο βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 δεν αποκλείει τη δημοσίευση προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

143.

Επιπλέον, από την απόφαση της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων σχετικά με έκτακτα μέτρα για τα έτη 2013 και 2014 προκύπτει ότι η Σλοβενία προέβη, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, στις επίμαχες, εν προκειμένω, προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων καθώς και στις AQRs, ειδικά για την προετοιμασία των μέτρων εξυγιάνσεως (τα οποία συνίσταντο κατ’ ουσίαν σε κρατική ανακεφαλαιοποίηση), καθώς και στην έγκρισή τους βάσει του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων ( 70 ). Επομένως, δεν φαίνεται να συντρέχει περίπτωση κατά την οποία πληροφορίες εντασσόμενες σε πλαίσιο προληπτικής εποπτείας, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/48 ή του άρθρου 59, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36, γνωστοποιούνταν στην αρχή εξυγίανσης.

β)   Δυνατότητα εφαρμογής των οδηγιών 2006/48 και 2013/36 διά παραπομπής;

144.

Ωστόσο, το άρθρο 33 της οδηγίας 2001/24, σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης και εκκαθαρίσεως όσον αφορά τις τράπεζες, περιέχει παραπομπή στο επαγγελματικό απόρρητο «σύμφωνα με τους κανόνες και τους όρους που προβλέπονται στο [άρθρο 30] της [οδηγίας 2000/12]», η οποία, βάσει της μεταβατικής διατάξεως στο άρθρο 158, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/48 που αντικατέστησε την οδηγία 2000/12, λογίζεται ως παραπομπή στα άρθρα 44 επ. αυτής. Δεδομένου ότι η οδηγία 2006/48 καταργήθηκε με την οδηγία 2013/36, η εν λόγω παραπομπή, μετά την έναρξη ισχύος της, πρέπει να λογίζεται ως παραπέμπουσα στα άρθρα 53 επ. της οδηγίας 2013/36 (βλ. άρθρο 163 της οδηγίας 2013/36).

145.

Η Banka Slovenije συμπεραίνει από αυτό ότι ιδίως το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36 εφαρμόζεται, επίσης, ως προς τα μέτρα εξυγίανσης και εκκαθάρισης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

146.

Εντούτοις, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η οδηγία 2001/24 δεν αποσκοπούσε στην εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα της εξυγιάνσεως και της εκκαθαρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 71 ). Αντιθέτως, η οδηγία αυτή πρέπει να ρυθμίζει μόνον την αμοιβαία αναγνώριση τέτοιων μέτρων στα κράτη μέλη ( 72 ). Κατά συνέπεια, το άρθρο 33 της εν λόγω οδηγίας, όπως προκύπτει και από το γράμμα του, αφορά μόνον πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των αρχών διαφόρων κρατών μελών στο πλαίσιο διαδικασιών ενημερώσεως ή διαβουλεύσεως που αποσκοπούν ακριβώς στην αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων αυτών. Στον βαθμό όμως που τούτο προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, οι επίδικες στην κύρια δίκη πληροφορίες δεν έχουν σχέση με τέτοιες διασυνοριακές διαδικασίες.

147.

Αντιθέτως προς την προληπτική εποπτεία των τραπεζών για την οποία είχε θεσπισθεί ενιαία νομοθεσία ήδη από το 2000 ( 73 ), η τραπεζική εξυγίανση εναρμονίσθηκε πρώτα με την οδηγία 2014/59, το 2014, και έπειτα με τον κανονισμό ΕΜΕ –επομένως, μετά τη λήψη των εξεταζόμενων, εν προκειμένω, μέτρων.

148.

Συνεπώς, η παραπομπή που περιέχει το άρθρο 33 της οδηγίας 2001/24 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των πληροφοριών που αφορούν μέτρο εξυγίανσης ή εκκαθαρίσεως το οποίο διεπόταν προηγουμένως αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο. Πιο συγκεκριμένα, η εναρμόνιση των προϋποθέσεων των μέτρων αυτών δεν προβλεπόταν υπό το κράτος της οδηγίας 2001/24.

γ)   Δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2006/48 σε περίπτωση ασκήσεως καθηκόντων προληπτικής εποπτείας και εξυγίανσης από την ίδια αρχή;

149.

Υπό αυτό το πρίσμα, τέλος, πρέπει να απορριφθούν και τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2006/48. Η Επιτροπή είχε υποστηρίξει, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι από το γεγονός και μόνον ότι, υπό το κράτος ισχύος της οδηγίας 2006/48, η Σλοβενία είχε αναθέσει το καθήκον της εξυγίανσης των τραπεζών –το οποίο δεν καλύπτει η οδηγία αυτή– στην ίδια αρχή που ασκούσε και το καθήκον της τραπεζικής προληπτικής εποπτείας –την οποία ρυθμίζει η οδηγία 2006/48– προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται και για την εξυγίανση των τραπεζών.

150.

Η οδηγία 2006/48, πάντως, δεν περιέχει τέτοια πρόβλεψη. Βεβαίως, η εν λόγω οδηγία –αντιθέτως προς τις μεταγενέστερες οδηγίες ( 74 )– δεν προβλέπει αυστηρό θεσμικό διαχωρισμό μεταξύ της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών και της εξυγίανσης των τραπεζών. Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι η προληπτική εποπτεία των τραπεζών και η εξυγίανση των τραπεζών υπόκεινται στους ίδιους κανόνες, ιδίως στο μέτρο που η τραπεζική εξυγίανση δεν είχε εναρμονισθεί στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης υπό το κράτος της οδηγίας 2006/48 ( 75 ).

151.

Επιπλέον, από την απλή ανάθεση καθηκόντων εξυγίανσης στην εποπτεύουσα αρχή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το οικείο κράτος μέλος θέλησε να υπαχθεί στο εναρμονισμένο νομικό καθεστώς για τις εποπτικές αρχές όσον αφορά και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων. Αντιθέτως, τέτοιο ενδεχόμενο θα προϋπέθετε τη διαπίστωση από τα εθνικά δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους ότι το οικείο κράτος μέλος προτίθεται να δεσμεύεται από τις διατάξεις της οδηγίας ακόμη και σε τομέα μη καλυπτόμενο από αυτήν ( 76 ). Στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει το αντίθετο, δεδομένου ότι το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει ακριβώς αν, κατά την περίοδο πριν από τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης και τη συνακόλουθη εναρμόνιση της τραπεζικής εξυγίανσης, οι οδηγίες περί προληπτικής εποπτείας των τραπεζών εφαρμόζονταν και ως προς τα καθήκοντα των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών.

δ)   Συμπέρασμα

152.

Επομένως, το άρθρο 44 της οδηγίας 2006/48 και το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36 δεν εφαρμόζονται ούτε επί των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και των εκθέσεων AQRs ενός πιστωτικού ιδρύματος, που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την εφαρμογή μέτρου εξυγιάνσεως ή εκκαθαρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24 και μόνον υπό το κράτος ισχύος της οδηγίας αυτής, ούτε επί της σχετικής αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος.

153.

Κατόπιν του ανωτέρω συμπεράσματος, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο, στο έκτο, στο έβδομο και το όγδοο προδικαστικό ερώτημα.

2.   Επί της σημασίας της δημοσιεύσεως σχετικών εγγράφων και παροχής προσβάσεως σε αυτά με σκοπό την αποτελεσματική προβολή δικαιωμάτων των (πρώην) κατόχων απομειωμένων ή διαγραμμένων κεφαλαιακών μέσων

154.

Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τις απαιτήσεις που έχει θέσει το ΕΔΔΑ όσον αφορά την προστασία της ιδιοκτησίας. Στην απόφασή του επί της υποθέσεως Pintar κ.λπ. κατά Σλοβενίας διαπίστωσε ότι το σλοβενικό νομικό καθεστώς πριν από τη θέσπιση ή την εφαρμογή του ZPSVIKOB συνιστούσε παραβίαση της δικονομικής διαστάσεως του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας με βάση το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων των (πρώην) κατόχων απομειωμένων ή διαγραμμένων κεφαλαιακών μέσων.

155.

Κατά το ΕΔΔΑ, η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και των εγγράφων, βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση περί απομειώσεως και διαγραφής των οικείων κεφαλαιακών μέσων, εμποδίζει τα πρόσωπα αυτά να κατανοήσουν υπό ποιες συνθήκες έλαβε χώρα η παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους και τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η παρέμβαση αυτή ( 77 ).

156.

Πάντως, η γνώση των περιστάσεων και των λόγων αυτών είναι αναγκαία για την ενδεχόμενη άσκηση ενδίκου μέσου κατά της προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει ότι τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και οι εκθέσεις AQRs αποτελούν κρίσιμες πληροφορίες συναφώς ( 78 ).

VI. Πρόταση

157.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 130 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 για το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό καθεστώς σχετικά με τη διάθεση των κερδών ΕθνΚΤ το οποίο εμποδίζει πλήρως, επί σειρά ετών, την ΕθνΚΤ να χρηματοδοτήσει τα γενικά αποθεματικά της και, επιπλέον, προβλέπει ότι τα υφιστάμενα αποθεματικά της εν λόγω ΕθνΚΤ μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι ορισμένο ποσό για τη χρηματοδότηση καθηκόντων δημόσιας υπηρεσίας. Πιο συγκεκριμένα, τέτοιο καθεστώς ενέχει τον κίνδυνο, σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών συνδεόμενων με πράξεις νομισματικής πολιτικής, το καθαρό ίδιο κεφάλαιο της συγκεκριμένης ΕθνΚΤ να είναι χαμηλότερο από το μετοχικό της κεφάλαιο ή ακόμη και αρνητικό επί μακρά περίοδο.

2)

Το άρθρο 123 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό καθεστώς βάσει του οποίου μια ΕθνΚΤ, ως αρχή εξυγίανσης, οφείλει να καταβάλει στους επενδυτές πιστωτικού ιδρύματος του οποίου τα κεφαλαιακά μέσα απομειώθηκαν ή διαγράφηκαν κατόπιν μέτρου ανάκαμψης ή εξυγίανσης που έλαβε η ΕθνΚΤ αποζημίωση χρηματοδοτούμενη ως εξής: κατ’ αρχάς, χρησιμοποιείται το σύνολο των κερδών που πραγματοποίησε η ΕθνΚΤ μετά από ορισμένη ημερομηνία, καθώς και μέρος των ήδη υφισταμένων αποθεματικών και, σε περίπτωση ανεπάρκειας των αποθεματικών αυτών, παρέχεται πίστωση εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, για την αποπληρωμή της οποίας διατίθεται επίσης το σύνολο των μελλοντικών κερδών της ΕθνΚΤ μέχρις ότου επιτευχθεί η εξόφληση.

Τούτο ισχύει τόσο όταν η υποχρέωση αποζημιώσεως δυνάμει του εθνικού δικαίου γεννάται λόγω παραβιάσεως της λεγόμενης αρχής «No creditor worse off», η οποία ανάγεται σε αθέτηση της υποχρεώσεως επιμελείας εκ μέρους της ΕθνΚΤ, όσο και όταν η υποχρέωση αυτή υφίσταται αντικειμενικά έναντι συγκεκριμένης ομάδας επενδυτών, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί παραβίαση της εν λόγω αρχής ή τυχόν αθέτηση της υποχρεώσεως επιμελείας εκ μέρους της ΕθνΚΤ.

3)

Το άρθρο 44 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται ούτε επί των αποτελεσμάτων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και των εκθέσεων Asset Quality Review ενός πιστωτικού ιδρύματος, που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την εφαρμογή μέτρου εξυγίανσεως ή εκκαθαρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24 και μόνον υπό το κράτος ισχύος της οδηγίας αυτής, ούτε επί της σχετικής αποτιμήσεως των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

( 2 ) Ιδίως στις αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400), και της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κλπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000).

( 3 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 3603/93, για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104 Β, παράγραφος 1, της συνθήκης [νυν άρθρο 123 ΣΛΕΕ και άρθρο 125 ΣΛΕΕ] (στο εξής: κανονισμός 3603/93) (ΕΕ 1993, L 332, σ. 1).

( 4 ) Βλ. άρθρα 67 επ. του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (στο εξής: κανονισμός ΕΜΕ) (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

( 5 ) Η συμβατότητα της διαμορφώσεως των εν λόγω εξουσιών με το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως με το δικαίωμα ιδιοκτησίας βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, ΕU:C:2016:570).

( 6 ) ΕΕ 2016, C 202, σ. 230.

( 7 ) Βλ. παραπομπή στην υποσημείωση 3.

( 8 ) ΕΕ 2001, L 125, σ. 15.

( 9 ) Βλ., σχετικά με τις παραπομπές στην οδηγία 2000/12/ΕΚ, το σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 3). Ως αρμόδια αρχή νοείται, συναφώς, «η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από το εθνικό δίκαιο και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύουν ιδρύματα ως υπαγόμενα στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος».

( 11 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (στο εξής: οδηγία 2014/59) (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).

( 12 ) Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2000 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2000, L 126, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2000/12). Βλ., σχετικά με τη σημασία των παραπομπών στην οδηγία 2000/12 μετά την κατάργησή της, το σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 13 ) ΕΕ 2006, L 177, σ. 1.

( 14 ) ΕΕ 2013, L 176, σ. 338.

( 15 ) Βλ. υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων.

( 16 ) Κανονισμός (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής.

( 17 ) Συνολικού ύψους 18278,16 ευρώ.

( 18 ) Βλ., σχετικά, σημεία 36 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 19 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΚΤ (C‑11/00, EU:C:2003:395, σκέψη 132).

( 20 ) Βλ. την έκθεση της Νομισματικής Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση μετά την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου (Krägenau, Europäische Wirtschafts- und Währungsunion, 1η έκδ., 1993, έγγραφο 36, σημείο 36), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Επιτροπή κατά ΕΚΤ (C‑11/00, EU:C:2002:556, σημείο 154).

( 21 ) Βλ. Cukierman, Central Bank Finances and Independence – How Much Capital Should a CB Have?, Tel Aviv University, 2006, σ. 3.

( 22 ) Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2003, Επιτροπή κατά ΕΚΤ (C‑11/00, EU:C:2003:395, σκέψεις 130 και 134), της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 40), και της 26ης Φεβρουαρίου 2019, Rimšēvičs και ΕΚΤ κατά Λεττονίας (C‑202/18 και C‑238/18, EU:C:2019:139, σκέψη 46).

( 23 ) Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως της ΕΚΤ, της 13ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την καταβολή της αύξησης του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (EZB/2010/27) (ΕΕ 2011, L 11, σ. 54).

( 24 ) Langer, σε: Siekmann (επιμ.), EWU-Kommentar, Vorbemerkungen zu Art. 28‑33 der Satzung des ESZB und der EZB, σημείο 9.

( 25 ) Langer, σε: Siekmann (επιμ.), EWU-Kommentar, Vorbemerkungen zu Art. 28‑33 der Satzung des ESZB und der EZB, σημείο 10.

( 26 ) Φαίνεται επίσης ότι αποκλείεται η Banka Slovenije να όφειλε, βάσει του μηχανισμού χρηματοδοτήσεως του ZPSVIKOB, να εκποιήσει συναλλαγματικά διαθέσιμα για λόγους που δεν άπτονται της νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30.4. Πράγματι, κατά το άρθρο 31 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, τέτοιες πράξεις χρήζουν προηγούμενης εγκρίσεως από την ΕΚΤ.

( 27 ) Δηλαδή τα έσοδα από την κυκλοφορία μετρητών και τα έσοδα από τόκους που προκύπτουν από τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως με τις εμπορικές τράπεζες.

( 28 ) Siekmann, «Die Einstandspflicht der Bundesrepublik Deutschland für die Deutsche Bundesbank und die Europäische Zentralbank», Institute for Monetary and Financial Stability Working Paper Series αριθ. 120 (2017), σ. 10· Langer, σε: Siekmann (επιμ.), EWU-Kommentar, Art. 33 der Satzung des ESZB und der EZB, σημείο 9.

( 29 ) Βλ., για την ΕΚΤ, άρθρο 33.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. Βλ., σχετικά, και απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 125).

( 30 ) Δεδομένου ότι μια κεντρική τράπεζα μπορεί να παράγει, κατά κανόνα, η ίδια το νόμιμο μέσο πληρωμής, το αρνητικό ίδιο κεφάλαιο δεν πρέπει να εξομοιώνεται με την αφερεγγυότητα. Ως εκ τούτου, το κατά πόσον οι κεντρικές τράπεζες χρειάζονται εν γένει ίδιο κεφάλαιο είναι αμφιλεγόμενο, βλ. Adler/Castro/Tovat/Kramer, «Does Central Bank Capital Matter for Monetary Policy?», IMF Working Paper, τεύχος 60 (2012), σ. 3 επ.· Siekmann, «Die Einstandspflicht der Bundesrepublik Deutschland für die Deutsche Bundesbank und die Europäische Zentralbank», Institute for Monetary and Financial Stability Working Paper Series αριθ. 120 (2017), σ. 34. Εντούτοις, οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος διαθέτουν την εξουσία αυτή μόνο σε περιορισμένο βαθμό, βλ. σχετικά, κατωτέρω, σημείο 81 των παρουσών προτάσεων.

( 31 ) Βλ. Bindseil/Manzanares/Weller, «The Role of Central Bank Capital Revisited», ECB Working Paper Series αριθ. 392, Σεπτέμβριος 2004, σ. 27· Cukiermann, Central Bank Finances and Independence – How Much Capital Should a CB Have?, Tel Aviv University, 2006, σ. 7· Johnson/Zelmer, «Implications of New Accounting Standarfs for the Bank of Canada’s Balance Sheet», Bank of Canada Discussion Paper 2007-2, σ. 16.

( 32 ) Bindseil/Manzanares/Weller, «The Role of Central Bank Capital Revisited», ECB Working Paper Series αριθ. 392, Σεπτέμβριος 2004, σ. 24.

( 33 ) Βλ., σχετικά, και Cukiermann, Central Bank Finances and Independence – How Much Capital Should a CB Have?, Tel Aviv University, 2006, σ. 3 επ.

( 34 ) Βλ., σχετικά με τις προϋποθέσεις για την εν λόγω ευθύνη, τα σημεία 31, 32, και 34 των παρουσών προτάσεων.

( 35 ) Βλ., σχετικά, σημείο 35 των παρουσών προτάσεων.

( 36 ) Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και η τρέχουσα πρακτική της ΕΚΤ, βλ. μόνον Convergence Report June 2016, σ. 30, Convergence Report June 2020, σ. 31, και γνωμοδότηση CON/2015/22, σημεία 2.3.1. επ.

( 37 ) Αρκεί να ληφθεί υπόψη η –ομολογουμένως απίθανη– περίπτωση, κατά την οποία κράτος μέλος αναθέτει στην οικεία ΕθνΚΤ την κατασκευή και λειτουργία υποδομών όπως οδοί, σιδηρόδρομοι ή αερολιμένες.

( 38 ) Βεβαίως, εν προκειμένω, το σλοβενικό Δημόσιο παραιτείται προσωρινά από το μερίδιό του στα κέρδη της Banka Slovenije και, επομένως, από δημοσιονομικούς πόρους· τούτο όμως αποτελεί απλώς μια συνιστώσα του μηχανισμού χρηματοδοτήσεως. Βλ. σχετικά, ακολούθως, σημεία 122 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 39 ) Βλ., ιδίως, σημεία 55 έως 57 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 132), της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 95), και της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000, σκέψη 103).

( 41 ) Η ομαλή εξυγίανση ή ανάκαμψη των τραπεζών με τη συνδρομή των δημοσίων αρχών εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, δεδομένου ότι η αφερεγγυότητα των τραπεζών, λόγω των συστημικών λειτουργιών τους, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στην πραγματική οικονομία και, επομένως, πρέπει να αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού· βλ., παραδείγματος χάριν, αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας 2014/59, καθώς και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Banco de Portugal κ.λπ. (C‑504/19, EU:C:2020:943, σημείο 1).

( 42 ) Βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 94).

( 43 ) Επί του παρόντος, σε 15 κράτη μέλη, τα καθήκοντα της εθνικής αρχής εξυγίανσης εκτελεί (και) η αντίστοιχη ΕθνΚΤ, βλ. https://www.eba.europa.eu/about-us/organisation/resolution-committee/resolution-authorities.

( 44 ) Ομοίως, άλλωστε, ούτε η τραπεζική εποπτεία μπορεί να θεωρηθεί ως καθήκον του ΕΣΚΤ μετά τη δημιουργία της Τραπεζικής Ένωσης, μολονότι, στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, το καθήκον αυτό ασκεί εν μέρει η ΕΚΤ. Πράγματι, τα καθήκοντα εποπτείας πρέπει να διαχωρίζονται αυστηρά από τα καθήκοντα νομισματικής πολιτικής, βλ., για παράδειγμα, τις αιτιολογικές σκέψεις 65 και 66 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (κανονισμός 1024/2013) (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63). Η εποπτεία των τραπεζών και η εξυγίανση των τραπεζών πρέπει να διακρίνονται, επίσης, αυστηρά μεταξύ τους, βλ. άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59.

( 45 ) Βλ., σχετικά, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 26).

( 46 ) Βλ., αναλυτικά, σχετικά με τη σημασία και τη λειτουργία των διαφόρων αποτιμήσεων, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Aeris Invest κατά SRB και Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά SRB (C‑874/19 P και C‑934/19 P, EU:C:2021:563, σημεία 57 έως 68 και 74 έως 78).

( 47 ) Βλ. σχετικά, αναλυτικώς, τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Aeris Invest κατά SRB και Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά SRB (C‑874/19 P και C‑934/19 P, EU:C:2021:563, σημεία 112 έως 118).

( 48 ) Αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 78 και 79), και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 73 και 74).

( 49 ) Απόφαση της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών) (C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 87).

( 50 ) Δεδομένου ότι το άρθρο 17 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η τελευταία διάταξη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως όριο ελάχιστης προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, πρβλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών) (C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψη 72).

( 51 ) Βλ., σχετικά, απόφαση του ΕΔΔΑ της 25ης Μαρτίου 1999, Παπαχελάς κατά Ελλάδας (CE:ECHR:1999:0325JUD003142396, § 48).

( 52 ) Βλ. άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού ΕΜΕ.

( 53 ) Βλ. σημεία 96 επ. και το συμπέρασμα στο σημείο 112 των παρουσών προτάσεων.

( 54 ) Βλ. σχετικά, αναλυτικώς, σημείο 53 των παρουσών προτάσεων.

( 55 ) Πρόκειται για το λεγόμενο νομισματικό εισόδημα, βλ. άρθρο 32.2 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.

( 56 ) Στην περίπτωση της ΕΚΤ, το άρθρο 33.1, στοιχείο βʹ, του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ προβλέπει ότι το υπόλοιπο καθαρό κέρδος, μετά τον σχηματισμό αποθεματικών, διανέμεται στις ΕθνΚΤ κατ’ αναλογία προς τα μερίδιά τους στο κεφάλαιο.

( 57 ) Siekmann, «Die Verwendung des Gewinns der EZB und der Bundesbank, Institute for Monetary and Financial Stability», Working Paper αριθ. 3 (2006), σ. 13 και 14.

( 58 ) Βλ., σχετικά με την καταστρατήγηση της απαγορεύσεως, την έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3603/93 και απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, ΕU:C:2015:400, σκέψη 101).

( 59 ) Βλ. σχετικά, αναλυτικώς, σημεία 77 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 60 ) Βλ., σχετικά, σημεία 70 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 61 ) Βλ. σχετικά, ιδίως, σημεία 78 και 79 των παρουσών προτάσεων.

( 62 ) Βλ. σχετικά, ήδη εισαγωγικώς, σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.

( 63 ) Βλ., ως προς αυτό, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 100), και της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ. (C‑493/17, EU:C:2018:1000, σκέψη 107).

( 64 ) Τούτο συμβαίνει, μολονότι η νομισματική πολιτική του ΕΣΚΤ –αντιθέτως προς μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη– δεν σκοπεί κυρίως στον έλεγχο της χρηματοοικονομικής βάσης ή της ποσότητας χρημάτων, αλλά στη σταθερότητα των τιμών, βλ. σχετικά, για παράδειγμα, Deutsche Bundesbank, «Die Rolle von Banken, Nichtbanken und Zentralbank im Geldschöpfungsprozess», μηνιαία έκθεση Απριλίου 2017, σ. 28.

( 65 ) Στις ετήσιες εκθέσεις συγκλίσεως, η ΕΚΤ θεωρεί, κατά κανόνα, ότι είναι κρίσιμο, όσον αφορά την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως, το γεγονός ότι σταθερά ποσά ή κέρδη που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί προϋπολογίζονται για συγκεκριμένους δημοσιονομικούς σκοπούς· βλ. Convergence Report June 2016, σ. 31, και Convergence Report June 2020, σ. 33.

( 66 ) Βλ. άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας 2006/48 και άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 36, της οδηγίας 2013/36.

( 67 ) Βλ., υπό το κράτος του σημερινού νομικού καθεστώτος, άρθρο 20 του κανονισμού ΕΜΕ και άρθρο 36 της οδηγίας 2014/59. Βλ., σχετικά με τη σημασία της αποτιμήσεως αυτής στο πλαίσιο εξυγίανσης, σημείο 110 των παρουσών προτάσεων και τις παραπομπές στην υποσημείωση 46.

( 68 ) Βλ. σημεία 135 και 137 των παρουσών προτάσεων.

( 69 ) Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 100 της οδηγίας 2013/36.

( 70 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33229 (2012/C) – (πρώην 2011/N) – Αναδιάρθρωση της NLB – Σλοβενία, που προτίθεται να χορηγήσει η Σλοβενία υπέρ της Nova Ljubljanska banka d.d. (ΕΕ 2014, L 246, σ. 28). Βλ., σχετικά, και απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, Pintar κ.λπ. κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2021:0914JUD004996914, § 7 και 9).

( 71 ) Αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, LBI (C‑85/12, EU:C:2013:697, σκέψη 39), και της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 104).

( 72 ) Αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, LBI (C‑85/12, EU:C:2013:697, σκέψη 39), και της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 104).

( 73 ) Ιδίως με τις προαναφερθείσες οδηγίες 2000/21, 2006/48 και 2013/36.

( 74 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 7, της οδηγίας 2013/36 και άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59.

( 75 ) Κατά την εκτίμησή μου, άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η οδηγία 2006/48 δεν μνημονεύει την εξυγίανση των τραπεζών και δεν επιβάλλει, κατ’ επέκταση, θεσμικό διαχωρισμό από το καθήκον της προληπτικής εποπτείας.

( 76 ) Πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C‑268/15, EU:C:2016:874, σκέψεις 53 και 56).

( 77 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, Pintar κ.λπ. κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2021:0914JUD004996914, § 107).

( 78 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Σεπτεμβρίου 2021, Pintar κ.λπ. κατά Σλοβενίας (CE:ECHR:2021:0914JUD004996914, § 99 και 100).

Top