Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020TJ0388

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο πενταμελές τμήμα) της 14ης Απριλίου 2021.
    Ryanair DAC κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών στη Φινλανδία – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Φινλανδία στη Finnair στο πλαίσιο της πανδημίας της νόσου COVID‑19 – Εγγύηση του Δημοσίου για δάνειο – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης – Μέτρο που αποσκοπεί στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους – Έλλειψη στάθμισης των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού – Ίση μεταχείριση – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Υποχρέωση αιτιολόγησης.
    Υπόθεση T-388/20.

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:2021:196

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

    της 14ης Απριλίου 2021 ( *1 )

    «Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών στη Φινλανδία – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Φινλανδία στη Finnair στο πλαίσιο της πανδημίας της νόσου COVID‑19 – Εγγύηση του Δημοσίου για δάνειο – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης – Μέτρο που αποσκοπεί στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους – Έλλειψη στάθμισης των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού – Ίση μεταχείριση – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

    Στην υπόθεση T‑388/20,

    Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, F.‑C. Laprévote, S. Rating και Ι.‑Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Flynn, τον S. Noë και την F. Tomat,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από

    το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον L. Aguilera Ruiz,

    από

    τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την E. de Moustier και τον P. Dodeller,

    και από

    τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

    παρεμβαίνοντες,

    με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2020) 3387 τελικό της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56809 (2020/N) – Φινλανδία – COVID‑19: Εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της Finnair,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg, K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Στις 13 Μαΐου 2020, η Δημοκρατία της Φινλανδίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μέτρο ενίσχυσης υπό τη μορφή εγγύησης του Δημοσίου υπέρ της Finnair, Plc.

    2

    Σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι να βοηθήσει τη Finnair να λάβει από συνταξιοδοτικό ταμείο δάνειο ύψους 600 εκατομμυρίων ευρώ για την κάλυψη των αναγκών της σε κεφάλαιο κίνησης. Η εγγύηση του Δημοσίου καλύπτει το 90 % του δανείου και έχει μέγιστη διάρκεια τριών ετών. Το υπόλοιπο 10 % του δανείου καλύπτεται από εμπορική τράπεζα υπό τους όρους της αγοράς. Η εν λόγω εγγύηση μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων της Finnair έναντι του συνταξιοδοτικού ταμείου.

    3

    Το μέτρο στηρίζεται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύθηκε με τα σημεία 2 και 3.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 19ης Μαρτίου 2020 με τίτλο «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19» (ΕΕ 2020, C 91 I, σ. 1) η οποία τροποποιήθηκε στις 3 Απριλίου 2020 (ΕΕ 2020, C 112 I, σ. 1) (στο εξής: προσωρινό πλαίσιο).

    4

    Στις 18 Μαΐου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 3387 τελικό, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56809 (2020/N) – Φινλανδία COVID‑19: Εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της Finnair, με την οποία αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις κατά του επίμαχου μέτρου, για τον λόγο ότι αυτό ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύθηκε με το προσωρινό πλαίσιο (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    5

    Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το επίμαχο μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση (παράγραφοι 30 έως 35 της προσβαλλομένης απόφασης). Όσον αφορά τη συμβατότητα της ενίσχυσης αυτής με την εσωτερική αγορά, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή έκρινε ρεαλιστικό το σενάριο που παρουσίασαν οι φινλανδικές αρχές σχετικά με την έλλειψη ρευστότητας που επρόκειτο να αντιμετωπίσει η Finnair. Εν συνεχεία, επισήμανε ότι η Finnair είχε επιχειρήσει να λάβει χρηματοδότηση από τις πιστωτικές αγορές, αλλά δεν είχε μπορέσει να καλύψει όλες της τις ανάγκες ρευστότητας. Ειδικότερα, στις 29 Απριλίου 2020, η Finnair ανακοίνωσε ότι το διοικητικό συμβούλιό της είχε αποφασίσει να προβεί σε ανακεφαλαιοποίηση (έκδοση μετοχών), λόγω των οφειλόμενων στην εμφάνιση της νόσου COVID‑19 ζημιών οι οποίες είχαν επηρεάσει τα ίδια κεφάλαιά της. Η Επιτροπή σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, το ύψος της προσφοράς ανερχόταν σε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ και ότι δεν ήταν βέβαιο ότι η συναλλαγή αυτή θα στεφόταν με επιτυχία (παράγραφοι 40 έως 44 της προσβαλλομένης απόφασης). Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία της Finnair για τη φινλανδική οικονομία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο ήταν αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους (παράγραφοι 45 έως 52 της προσβαλλομένης απόφασης). Η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν το επίμαχο μέτρο πληρούσε όλες τις σχετικές προϋποθέσεις του προσωρινού πλαισίου και διαπίστωσε ότι τις πληρούσε (παράγραφος 53 της προσβαλλομένης απόφασης).

    Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής

    6

    Στις 29 Ιουλίου 2020 και αφού η προσφυγή είχε ασκηθεί, η Επιτροπή διόρθωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με την απόφαση C(2020) 5339 τελικό, με τίτλο «Διορθωτικό της απόφασης C(2020) 3387 τελικό, της 18ης Μαΐου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56809 (2020/N) – Φινλανδία COVID‑19: Εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της Finnair». Το διορθωμένο κείμενο της προσβαλλομένης απόφασης δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της Επιτροπής στις 31 Ιουλίου 2020.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    7

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2020, η προσφεύγουσα, Ryanair DAC, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    8

    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    9

    Στις 6 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας έως την έκδοση απόφασης περατώνουσας τις δίκες στις υποθέσεις T‑238/20 και T‑259/20, αίτημα στο οποίο η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στις 9 Ιουλίου 2020. Με απόφαση της 10ης Ιουλίου 2020, ο πρόεδρος του δέκατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα αναστολής της Επιτροπής.

    10

    Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) έκανε δεκτή την αίτηση για εκδίκαση της προσφυγής με την ταχεία διαδικασία.

    11

    Κατόπιν πρότασης του δέκατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    12

    Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιουλίου 2020.

    13

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζήτησε, στις 13 Αυγούστου 2020, τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    14

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 2020, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στο Βασίλειο της Ισπανίας ορισμένα στοιχεία που περιέχονταν στο δικόγραφο της προσφυγής και στη συνοπτική απόδοση του. Επισύναψε μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους.

    15

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στη Δημοκρατία της Φινλανδίας τα στοιχεία περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 14 ανωτέρω.

    16

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Οκτωβρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στη Γαλλική Δημοκρατία τα στοιχεία περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 14 ανωτέρω.

    17

    Με διάταξη της 14ης Οκτωβρίου 2020, ο πρόεδρος του δέκατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και διέταξε να κοινοποιηθούν προσωρινώς μόνον τα υποβληθέντα από την προσφεύγουσα μη εμπιστευτικά κείμενα του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους, εν αναμονή ενδεχομένων παρατηρήσεων των ανωτέρω τριών κρατών μελών επί των αιτημάτων περί εμπιστευτικής μεταχείρισης.

    18

    Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 14ης Οκτωβρίου 2020, επετράπη στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία και στη Δημοκρατία της Φινλανδίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσουν υπόμνημα παρεμβάσεως.

    19

    Στις 29 Οκτωβρίου 2020, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας υπέβαλαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα παρεμβάσεως και δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις σε σχέση με τα αιτήματα περί εμπιστευτικής μεταχείρισης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

    20

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    21

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    22

    Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή στο σύνολό της και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    23

    Η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

    Σκεπτικό

    24

    Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να εκτιμήσει αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 84). Επομένως, υπό το πρίσμα, ειδικότερα, των εκτιμήσεων που οδήγησαν στην ταχεία εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής και της σημασίας που έχει, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για την Επιτροπή, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, η ταχεία απάντηση επί της ουσίας, πρέπει να εξεταστεί ευθύς εξαρχής το βάσιμο της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού της.

    25

    Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται, ο πρώτος, από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ο δεύτερος, από παραβίαση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, ο τρίτος, από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, ο τέταρτος, από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

    26

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διόρθωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αφότου είχε ασκηθεί η προσφυγή (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το διορθωτικό αφορά αποκλειστικά τυπογραφικά λάθη σε σχέση με τρία μόνον στοιχεία, που παρατίθενται στην υποσημείωση 9 της προσβαλλομένης απόφασης (βλ. σκέψεις 117 έως 124 κατωτέρω). Το διορθωτικό αυτό δεν ασκεί επιρροή στο αντικείμενο και στο πλαίσιο της διαφοράς, όπως αυτά καθορίζονται με την προσφυγή και, ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να προσαρμοσθεί το δικόγραφο της προσφυγής. Εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να λάβει υπόψη το διορθωτικό αυτό κατά την εκτίμηση των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα, προκειμένου να τους προσδώσει πρακτική αποτελεσματικότητα.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ

    27

    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο σκέλη.

    28

    Αφενός, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ένα ατομικό μέτρο υπέρ της Finnair δεν είναι πρόσφορο για την άρση σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας. Υποστηρίζει ότι, με εξαίρεση τον τραπεζικό τομέα, υπάρχουν ελάχιστες αποφάσεις με τις οποίες εγκρίνεται μέτρο στηριζόμενο στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ σε σχέση με μεμονωμένες επιχειρήσεις. Η προσφεύγουσα εκτιμά επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καταδεικνύει κατά τρόπο αξιόπιστο ότι η προστιθέμενη αξία ή οι θέσεις εργασίας που έχει δημιουργήσει η Finnair επιτρέπουν αφ’ εαυτών το συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται για την άρση σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας. Επομένως, κρίνοντας ότι το επίμαχο μέτρο ήρε, αυτό καθεαυτό, μια σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    29

    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή οφείλει να σταθμίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοια στάθμιση και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης. Κατά την προσφεύγουσα, το προσωρινό πλαίσιο δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση να προβεί σε στάθμιση του επίμαχου μέτρου ή οιουδήποτε άλλου ατομικού μέτρου ενίσχυσης που της κοινοποιείται. Τουναντίον, το σημείο 1.2 του προσωρινού πλαισίου επιβάλλει στην Επιτροπή να προβαίνει σε τέτοια στάθμιση.

    30

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

    Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από τον απρόσφορο χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου για την άρση σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας

    31

    Το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι ενισχύσεις για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά.

    32

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ συνιστά παρέκκλιση από τη γενική αρχή του ασύμβατου των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ. απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑150/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:191, σκέψη 146 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ διευκρινίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους είναι ασύμβατες με την εσωτερική αγορά «υπό οποιαδήποτε μορφή». Ως εκ τούτου, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται τόσο στα καθεστώτα ενισχύσεων όσο και στις ατομικές ενισχύσεις.

    33

    Κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δύναται να κηρύξει ενίσχυση συμβατή υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον μπορεί να διαπιστώσει ότι η ενίσχυση αυτή συμβάλλει στην επίτευξη ενός εκ των μνημονευόμενων σκοπών, τους οποίους η αποδέκτρια επιχείρηση δεν θα μπορούσε να επιτύχει με δικά της μέσα υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Με άλλα λόγια, μέτρο ενισχύσεως δεν είναι δυνατόν να κηρυχθεί συμβατό με την εσωτερική αγορά εάν βελτιώνει τη χρηματοοικονομική κατάσταση της αποδέκτριας επιχείρησης χωρίς να είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2009, Kronoply κατά Επιτροπής, T‑162/06, EU:T:2009:2, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    34

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ατομική ενίσχυση όπως η επίμαχη εν προκειμένω μπορεί να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά εφόσον είναι αναγκαία, κατάλληλη και αναλογική για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

    35

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το σημείο 44 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η πανδημία της COVID‑19 προκάλεσε σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας ούτε ότι ο τομέας των αεροπορικών μεταφορών επηρεάζεται ιδιαιτέρως στο σύνολό του από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία αυτή.

    36

    Η ύπαρξη τόσο σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας συνεπεία της πανδημίας της COVID‑19 όσο και σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων της τελευταίας στον τομέα των αερομεταφορών στη Φινλανδία αποδεικνύεται άλλωστε επαρκώς κατά νόμο στις παραγράφους 40 και 41 της προσβαλλομένης απόφασης.

    37

    Στο πλαίσιο αυτό, οι φινλαδικές αρχές διαπίστωσαν ότι η Finnair διέτρεχε κίνδυνο πτώχευσης λόγω της προκληθείσας από την πανδημία της COVID‑19 ξαφνικής συρρίκνωσης της δραστηριότητάς της. Έκριναν ότι τυχόν πτώχευση της Finnair θα είχε με τη σειρά της ως αποτέλεσμα να επηρεασθεί σοβαρά η φινλανδική οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας εφοδιασμού της. Η ύπαρξη δικτύου αερομεταφορών που λειτουργεί σωστά είναι βασικής σημασίας για την οικονομία της χώρας στο σύνολό της, εάν δε το δίκτυο αυτό ενδεχομένως εκλείψει, πολλές περιοχές θα υποστούν σοβαρές συνέπειες. Οι φινλανδικές αρχές έκριναν επομένως ότι, δεδομένης της σημασίας της για τη φινλανδική οικονομία, τυχόν πτώχευση της Finnair θα επιδείνωνε την τρέχουσα σοβαρή διαταραχή της οικονομίας της χώρας (παράγραφος 4 της προσβαλλομένης απόφασης).

    38

    Βασικός σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι να εξασφαλίσει επαρκή ρευστότητα στη Finnair, ώστε αυτή να διατηρήσει τη βιωσιμότητά της και τις αεροπορικές της υπηρεσίες σε μια εποχή κατά την οποία η πανδημία της COVID‑19 διαταράσσει σοβαρά το σύνολο της φινλανδικής οικονομίας, και να αποτρέψει το ενδεχόμενο τυχόν πτώχευση της Finnair να διαταράξει περισσότερο την οικονομία του συγκεκριμένου κράτους μέλους (παράγραφοι 3 και 39 της προσβαλλομένης απόφασης).

    39

    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι η συρρίκνωση της ζήτησης, συνεπεία της εξάπλωσης της COVID‑19 και των περιορισμών στις πτήσεις, είχε άμεσο και δραματικό αρνητικό αντίκτυπο στις ταμειακές ροές της Finnair. Η Επιτροπή έκρινε ότι το σενάριο που παρέθεσαν οι φινλανδικές αρχές φαινόταν ρεαλιστικό και κατεδείκνυε ότι η Finnair αντιμετώπιζε σοβαρές και άμεσες δυσχέρειες να διατηρήσει τη δραστηριότητά της. Η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι η Finnair είχε επιχειρήσει να λάβει χρηματοδότηση από τις πιστωτικές αγορές, αλλά ότι, λόγω της τρέχουσας κατάστασης και των αβέβαιων προοπτικών, δεν μπόρεσε να καλύψει όλες της τις ανάγκες ρευστότητας (παράγραφοι 40 έως 43 της προσβαλλομένης απόφασης). Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις ανωτέρω διαπιστώσεις.

    40

    Αντιθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, κρίνοντας ότι το επίμαχο μέτρο ήρε, αυτό καθεαυτό, μια σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλομένης απόφασης. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν έκρινε με την εν λόγω απόφαση ότι το επίμαχο μέτρο ήρε, αυτό καθεαυτό, τη σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας. Η Επιτροπή επιδίωξε να αποδείξει ότι, λόγω της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία, το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στην άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας που έχει προκαλέσει η πανδημία της COVID‑19.

    41

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν απαιτεί να μπορεί η επίμαχη ενίσχυση, αφ’ εαυτής, να άρει τη σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Πράγματι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους, είναι δυνατόν να του επιτραπεί, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές επίσης προϋποθέσεις του άρθρου αυτού, να χορηγήσει κρατικές ενισχύσεις, υπό τη μορφή καθεστώτων ενισχύσεων ή ατομικών ενισχύσεων, οι οποίες συμβάλλουν στην άρση της εν λόγω σοβαρής διαταραχής. Ενδέχεται, επομένως, να πρόκειται για πλείονα μέτρα ενισχύσεων, καθένα εκ των οποίων συμβάλλει στον σκοπό αυτόν. Ως εκ τούτου, προκειμένου μέτρο ενισχύσεως να στηρίζεται βασίμως στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται το εν λόγω μέτρο να αίρει αφ’ εαυτού σοβαρή διαταραχή της οικονομίας κράτους μέλους.

    42

    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν είναι πρόσφορη για την άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας, πρέπει να εξεταστεί αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς ότι, λόγω της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία, το μέτρο αυτό αποσκοπούσε πράγματι στην άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας που προκάλεσε η πανδημία της COVID‑19.

    43

    Για να καταλήξει στο ανωτέρω συμπέρασμα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη πλείονα στοιχεία, μεταξύ των οποίων τη διακίνηση επιβατών, τη μεταφορά φορτίου, τις θέσεις εργασίας, τις αγορές από προμηθευτές και τη συμβολή στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).

    44

    Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη σημασία της Finnair για τη διακίνηση επιβατών (παράγραφος 45 της προσβαλλομένης απόφασης).

    45

    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η Επιτροπή, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, η Finnair εκμεταλλευόταν σημαντικό δίκτυο εσωτερικών και διεθνών πτήσεων το οποίο εξασφάλιζε τη συνδεσιμότητα της Φινλανδίας. Όπως ανέφερε η Επιτροπή, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την προσφεύγουσα, η Finnair ήταν ο κύριος αερομεταφορέας στη Φινλανδία, το δε 2019 διακίνησε περίπου 15 εκατομμύρια επιβάτες, ήτοι το 67 % των συνολικών επιβατών που ταξίδεψαν προς, από και εντός της Φινλανδίας το συγκεκριμένο έτος. Η θέση της ως πρώτου αερομεταφορέα επιβεβαιώνεται από τη στατιστική έκθεση της Finavia για το 2019. Η Finavia είναι η εταιρία που διαχειρίζεται τον αερολιμένα του Ελσίνκι‑Vantaa (Φινλανδία) καθώς και όλους τους περιφερειακούς αερολιμένες της Φινλανδίας. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, οι επιβάτες της Finnair αντιπροσώπευαν άνω του 60 % των επιβατών που διακινήθηκαν με διεθνείς πτήσεις και τουλάχιστον το 80 % των επιβατών που διακινήθηκαν με εσωτερικές πτήσεις. Το συνολικό της μερίδιο αγοράς αντιπροσώπευε άνω του 40 % της αγοράς των αεροπορικών υπηρεσιών στους αερολιμένες της Finavia το 2019. Το ίδιο έτος, οι δύο άλλες κύριες αεροπορικές εταιρίες αντιπροσώπευαν, αντίστοιχα, μόλις το 12 % και το 3,4 % των επιβατών που διακινήθηκαν. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι η Finnair έχει την ιδιαιτερότητα να είναι η μόνη αεροπορική εταιρία που εξυπηρετεί την πλειονότητα των περιφερειακών αερολιμένων της Φινλανδίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και με τακτικές πτήσεις.

    46

    Εν συνεχεία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τον ρόλο της Finnair για τη Φινλανδία όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά φορτίου (παράγραφος 46 της προσβαλλομένης απόφασης).

    47

    Ως προς το ζήτημα αυτό, η Finnair είναι ο κύριος φορέας αεροπορικών μεταφορών φορτίου στη Φινλανδία και καλύπτει τις ανάγκες πολλών επιχειρήσεων εγκατεστημένων επί φινλανδικού εδάφους τόσο για την εξαγωγή όσο και για την εισαγωγή προϊόντων, γεγονός που επίσης δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η Finnair διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο στην Ασία, όπως προκύπτει από άρθρο στον Τύπο που προέρχεται από τον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης Aviation Business News και μνημονεύεται στην υποσημείωση 14 της προσβαλλομένης απόφασης. Αν το δίκτυο αυτό είναι βασικής σημασίας για το εμπόριο μεταξύ φινλανδικών και ασιατικών επιχειρήσεων, είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικό στο πλαίσιο της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία της COVID‑19. Συγκεκριμένα, η Finnair εκτελεί καθημερινά δρομολόγια σύνδεσης με τη Νότια Κορέα, την Κίνα και την Ιαπωνία για μεταφορά φορτίου, προκειμένου να ανταποκριθεί στη φινλανδική ζήτηση προϊόντων, ιδίως φαρμακευτικών προϊόντων και ιατρικού εξοπλισμού, τα οποία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της κρίσης της COVID‑19. Στον βαθμό που τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, όπως οι περιορισμοί μετακίνησης ή η προσωρινή αναστολή λειτουργίας μιας ή περισσότερων κατηγοριών εγκαταστάσεων ανοικτών στο κοινό, έχουν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία, η ασφάλεια εφοδιασμού σε φαρμακευτικά προϊόντα και σε ιατρικό εξοπλισμό που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του ιού είναι στρατηγικής σημασίας για να μειωθούν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και, επομένως, για να επιτευχθεί ταχεία επανεκκίνηση της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους.

    48

    Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι η Finnair ήταν σημαντικός άμεσος και έμμεσος εργοδότης στη Φινλανδία (παράγραφος 47 της προσβαλλομένης απόφασης).

    49

    Επισημαίνεται συναφώς ότι στα τέλη του 2019 η Finnair απασχολούσε περίπου 6800 εργαζομένους, όπερ δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Όπως ανέφερε η Επιτροπή στην παράγραφο 50 της προσβαλλομένης απόφασης, τυχόν πτώχευση της Finnair θα είχε επομένως κοινωνικές συνέπειες ικανές να επιδεινώσουν τη σοβαρή διαταραχή την οποία αντιμετωπίζει επί του παρόντος η φινλανδική οικονομία.

    50

    Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αγορές της Finnair από τους προμηθευτές της ανέρχονταν σε 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019, εκ των οποίων το 40 % προερχόταν από φινλανδικές επιχειρήσεις (παράγραφος 48 της προσβαλλομένης απόφασης).

    51

    Πρέπει να διευκρινισθεί συναφώς ότι ένας από τους κύριους τοπικούς προμηθευτές της Finnair είναι η Finavia. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η κατάσταση της Finavia εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχία ή, στο παρόν πλαίσιο, από την επιβίωση της Finnair. Τουτέστιν, βραχυπρόθεσμα, η ομαλή λειτουργία του αερολιμένα του Ελσίνκι‑Vantaa καθώς και όλων των περιφερειακών αερολιμένων στη Φινλανδία, τους οποίους διαχειρίζεται η Finavia, εξαρτάται από την επιβίωση της Finnair.

    52

    Μια άλλη συμβολή της Finnair στη φινλανδική οικονομία, την οποία έλαβε υπόψη η Επιτροπή, αφορά την έρευνα. Συγκεκριμένα, η Finnair συμμετέχει σε ερευνητικό έργο με σκοπό την ανάπτυξη ηλεκτρικών συσκευών, όπως επιβεβαιώνεται από άρθρο του Σεπτεμβρίου του 2019 στον ιστότοπο αεροναυτικής επικαιρότητας Simple Flying.

    53

    Τέλος, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το 2017 η Finnair ήταν, κατά τις φινλανδικές αρχές, η δέκατη έκτη σημαντικότερη εταιρία στη Φινλανδία, με κριτήριο τη συμβολή της στο ΑΕΠ της χώρας, με προστιθέμενη αξία ανερχόμενη στα 600 εκατομμύρια ευρώ.

    54

    Από τις ανωτέρω πραγματικές διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον τη σημασία της Finnair για τη φινλανδική οικονομία. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το αληθές των διαπιστώσεων αυτών. Εντούτοις, ενώ παραδέχεται ότι τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την απασχόληση, τις αγορές και τη συμβολή της Finnair στο ΑΕΠ της Φινλανδίας δεν είναι «αμελητέα», εκτιμά ότι δεν είναι αρκούντως σημαντικά, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του εργασιακά ενεργού πληθυσμού και της οικονομίας της Φινλανδίας, ώστε να κηρυχθεί η ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ενώ εξάλλου η προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η Finnair δεν θα εξαλειφόταν «πλήρως» αν η τελευταία πτώχευε.

    55

    Πρώτον, η σύγκριση, όπως αυτή στην οποία προβαίνει η προσφεύγουσα, των σχετικών με τις αγορές και τους εργαζομένους της Finnair στοιχείων, τα οποία μνημονεύονται στις παραγράφους 47 έως 49 της προσβαλλομένης απόφασης, με το ΑΕΠ της Φινλανδίας και με τον αριθμό των εργαζομένων στη Φινλανδία ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή ενέκρινε το επίμαχο μέτρο επειδή αυτή καθεαυτήν η συνέχιση των δραστηριοτήτων της Finnair ήταν ικανή να άρει τη σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας. Για την προσφεύγουσα, το ποσό των 600 εκατομμυρίων ευρώ στο οποίο ανέρχεται η προστιθέμενη αξία της Finnair είναι ελάχιστο σε σύγκριση με εκείνο των 241 δισεκατομμυρίων ευρώ του φινλανδικού ΑΕΠ. Ομοίως, οι 6800 εργαζόμενοι της Finnair αποτελούν ένα πολύ μικρό μόνον μέρος των 2,5 εκατομμυρίων εργαζομένων που απασχολούνται στη Φινλανδία.

    56

    Εντούτοις, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης απόφασης διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία, η περιέλευση της επιχείρησης αυτής σε κατάσταση αφερεγγυότητας θα είχε σοβαρές συνέπειες για τη φινλανδική οικονομία σε κατάσταση κρίσης και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο ήταν πρόσφορο να συμβάλει στην άρση της σοβαρής διαταραχής της εν λόγω οικονομίας, καθόσον αποσκοπούσε στη διατήρηση των δραστηριοτήτων της Finnair.

    57

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Φινλανδίας, η Finnair είναι σημαντική για την ομαλή λειτουργία του δικτύου αερομεταφορών της Φινλανδίας, το οποίο είναι με τη σειρά του βασικής σημασίας για τη φινλανδική οικονομία. Κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης, η Finnair κατείχε μοναδική θέση σε σχέση με όλες τις αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Φινλανδία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι κύριες αεροπορικές εταιρίες για τη Φινλανδία, πέραν της Finnair, ήταν η Norwegian και η SAS, ακολουθούμενες από τη Lufthansa, την KLM και την Air Baltic. Το 2019, η Norwegian διακίνησε το 12 % των επιβατών, ενώ οι επιβάτες της SAS αντιπροσώπευαν το 3,4 % των διακινηθέντων επιβατών. Ενώ η Norwegian εξυπηρετούσε τέσσερις περιφερειακούς αερολιμένες στο βόρειο τμήμα της χώρας και η SAS εξυπηρετούσε επίσης τρεις περιφερειακούς αερολιμένες, η Finnair ήταν η μόνη αεροπορική εταιρία που παρείχε υπηρεσίες, με τακτικές πτήσεις, προς την πλειονότητα των φινλανδικών περιφερειακών αερολιμένων. Επιπλέον, η Finnair διέθετε εκτενέστατο διεθνές δίκτυο, με περισσότερα από 100 δρομολόγια, συνδέοντας τη Φινλανδία με τα κύρια επιχειρηματικά κέντρα της Ευρώπης και άλλων περιοχών του κόσμου, ιδίως της Ασίας. Η Finnair ήταν η μόνη αεροπορική εταιρία που εξυπηρετούσε τακτικά το εσωτερικό φινλανδικό δίκτυο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Περίπου το 30 % της ζήτησης σε υπηρεσίες αερομεταφορών που παρείχε η Finnair για διεθνείς πτήσεις προς και από τη Φινλανδία αφορούσε επιχειρηματικά ταξίδια, ο δε αντίστοιχος αριθμός ανερχόταν σε 50 % για τις εσωτερικές πτήσεις.

    58

    Η σημασία της Finnair για τη φινλανδική οικονομία δεν περιοριζόταν στη μεταφορά επιβατών. Η Finnair ήταν επίσης η κύρια αεροπορική εταιρία στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών φορτίου και ενδεχόμενη πτώχευσή της θα είχε ως συνέπεια τη σημαντική μείωση των συναλλαγών μεταξύ φινλανδικών και ασιατικών επιχειρήσεων, ενώ, από την αρχή της κρίσης, η Finnair συνεργάζεται με την Huoltovarmuuskeskus (εθνική υπηρεσία εφοδιασμού έκτακτης ανάγκης, Φινλανδία) και χρησιμοποιεί το διεθνές δίκτυό της για να ανταποκριθεί στη φινλανδική ζήτηση εξοπλισμού που είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση της πανδημίας της COVID‑19.

    59

    Σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των υπηκόων της Φινλανδίας και της Ένωσης στηρίζεται, επομένως, στις υπηρεσίες της Finnair οι οποίες, αν αυτή κηρυχθεί σε πτώχευση, δεν θα παρέχονται βραχυπρόθεσμα και στο ίδιο μέτρο από άλλες αεροπορικές εταιρίες. Σημειωτέον δε επ’ αυτού ότι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω του κλίματος και της σχετικά απομονωμένης γεωγραφικής θέσης της Φινλανδίας στην Ευρώπη, οι άλλοι τρόποι μεταφοράς δεν αποτελούν πάντοτε ικανοποιητική εναλλακτική λύση έναντι της αεροπλοΐας. Επομένως, άλλοι οικονομικοί φορείς δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη Finnair βραχυπρόθεσμα και στο ίδιο μέτρο.

    60

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το ποσό των 600 εκατομμυρίων ευρώ που αντιπροσωπεύει η προστιθέμενη αξία της Finnair δεν αποτελεί παρά μέρος μόνον του φινλανδικού ΑΕΠ και μολονότι οι 6800 εργαζόμενοι της Finnair δεν αποτελούν παρά ένα μόνο μέρος του αριθμού των εργαζομένων στη Φινλανδία, δεν υπήρχε προφανώς βιώσιμη εναλλακτική λύση σε σχέση με τη συμβολή της Finnair στις ανάγκες της οικονομίας και της συνδεσιμότητας της Φινλανδίας. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της συμβολής αυτής, το επίμαχο μέτρο, το οποίο αποσκοπούσε στη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Finnair κατά τη διάρκεια της κρίσης και μετά την κρίση, ήταν, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πρόσφορο για την άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας.

    61

    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η Finnair δεν θα εξέλιπε «πλήρως» αν αυτή κηρυσσόταν σε πτώχευση, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα περιορίζεται στην προβολή του εν λόγω ισχυρισμού χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις ή να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων αυτός θα μπορούσε να γίνει κατανοητός ή να τεκμηριωθεί. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο βάσει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    62

    Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στην προηγούμενη πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή στις αποφάσεις της καθώς και στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης» (ΕΕ 2008, C 270, σ. 8), αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και μόνον και όχι υπό το πρίσμα μιας προβαλλόμενης προηγούμενης πρακτικής (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2013, Nitrogénművek Vegyipari κατά Επιτροπής, T- 387/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:98, σκέψη 126 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται από το προσωρινό πλαίσιο. Η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης» δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω και δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξει ότι μια επιχείρηση όπως η Finnair δεν μπορούσε να λάβει ατομική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, διότι δεν ήταν τράπεζα συνεπαγόμενη συστημικό κίνδυνο για την οικονομία σε περίπτωση πτώχευσης.

    63

    Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το βάσιμο της περιεχόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίμησης περί του πρόσφορου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου για την άρση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το σύνολο των επιχειρημάτων με τα οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε ότι μια ατομική ενίσχυση, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, μπορούσε να άρει σοβαρή διαταραχή της φινλανδικής οικονομίας, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    64

    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αντλείται από παράβαση της προβαλλομένης υποχρέωσης στάθμισης των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού

    65

    Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, «[δ]ύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά […] οι ενισχύσεις […] για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους». Από το γράμμα της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι οι συντάκτες της θεώρησαν ότι ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης στο σύνολό της κάποιο ή κάποια από τα κράτη μέλη της να είναι σε θέση να ξεπεράσουν μια μείζονα, ή ενδεχομένως και υπαρξιακή κρίση, η οποία δεν θα μπορούσε παρά να έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία όλων των λοιπών κρατών μελών ή ορισμένων από αυτά και, επομένως, για την ίδια την Ένωση. Η γραμματική αυτή ερμηνεία του κειμένου του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνεται από τη σύγκρισή του με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά «ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον», στο μέτρο που το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης περιλαμβάνει μια προϋπόθεση σχετική με την απόδειξη της μη αλλοίωσης των όρων των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, η οποία δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψεις 20 και 39).

    66

    Επομένως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ήτοι, εν προκειμένω, εφόσον το οικείο κράτος μέλος βρίσκεται πράγματι αντιμέτωπο με σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του και εφόσον τα μέτρα ενίσχυσης που λαμβάνονται για την άρση της διαταραχής αυτής είναι, αφενός, αναγκαία για τον σκοπό αυτό και, αφετέρου, κατάλληλα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα εν λόγω μέτρα θεωρείται κατά τεκμήριο ότι λαμβάνονται προς το συμφέρον της Ένωσης, οπότε η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να προβεί η Επιτροπή σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, μια τέτοια στάθμιση δεν έχει λόγο ύπαρξης στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το αποτέλεσμά της θεωρείται κατά τεκμήριο θετικό. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιτυγχάνει την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του δεν μπορεί, κατ’ ουσίαν, παρά να ωφελήσει, γενικά, την Ένωση και, ειδικότερα, την εσωτερική αγορά.

    67

    Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβεί σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα αρνητικά αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού, αντιθέτως προς ό,τι επιτάσσει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, αλλά μόνον να εξακριβώσει εάν το επίμαχο μέτρο ενίσχυσης είναι αναγκαίο, κατάλληλο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας για την άρση της σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η υποχρέωση στάθμισης απορρέει από τον εξαιρετικό χαρακτήρα των συμβατών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κηρύχθηκαν συμβατές βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    68

    Η προσφεύγουσα δεν δύναται επίσης να επικαλεστεί υποχρέωση στάθμισης βάσει του προσωρινού πλαισίου, υποστηρίζοντας ότι το πλαίσιο αυτό δεσμεύει την Επιτροπή και παρέχει μια δεύτερη, χωριστή, βάση ως προς την υποχρέωση της Επιτροπής συναφώς, διότι μια τέτοια υποχρέωση δεν περιλαμβάνεται στο προσωρινό πλαίσιο. Ειδικότερα, το σημείο 1.2 του εν λόγω πλαισίου στο οποίο αναφέρεται η προσφεύγουσα, σχετικά με την «ανάγκη στενού ευρωπαϊκού συντονισμού των εθνικών μέτρων ενίσχυσης», περιλαμβάνει ένα μόνο σημείο, το σημείο 10, το οποίο δεν περιέχει καμία σχετική πρόβλεψη. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν δύναται να το επικαλεστεί.

    69

    Για τους ίδιους λόγους, το επιχείρημα της Επιτροπής, που προβάλλεται επικουρικώς, ότι το ίδιο το προσωρινό πλαίσιο περιέχει μια τέτοια στάθμιση, πρέπει να απορριφθεί.

    70

    Η απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, επίσης δεν μπορεί να τεκμηριώσει την άποψη ότι η Επιτροπή όφειλε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να προβεί σε στάθμιση. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η Επιτροπή είχε εκδώσει απόφαση με την οποία ενέκρινε μεν, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, την εφαρμογή γενικού καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά την εξαρτούσε από ορισμένους όρους. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη διατύπωση των εν λόγω «όρων» προέκυπτε ότι η Επιτροπή είχε κρίνει ότι, για τις περιπτώσεις που υπερέβαιναν ορισμένα όρια που ετέθησαν με την προμνησθείσα απόφαση, η διαπίστωση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του οικείου κράτους μέλους δεν αρκούσε, αφ’ εαυτής, για να δικαιολογήσει την εν λόγω ενίσχυση (απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψεις 127 έως 129). Στη συνέχεια, προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν είχε εξετάσει σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να νοθευθεί ο ανταγωνισμός και να επηρεαστεί το εμπόριο εντός της Ένωσης από την επίμαχη ενίσχυση, ενώ, με την απόφαση με την οποία εγκρίθηκε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, είχε αυτοδεσμευθεί να το πράξει (απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 135).

    71

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130), διαφέρουν από αυτά της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, η ανωτέρω νομολογία δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε να σταθμίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού. Το σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

    72

    Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν είναι ικανά να κλονίσουν το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε στάθμιση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

    73

    Συγκεκριμένα, ως προς το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική όσον αφορά το μερίδιο αγοράς που κατέχει η Finnair και περιέχει, επομένως, εσφαλμένη εκτίμηση της σημασίας της Finnair και των λοιπών αεροπορικών εταιριών για τη συνδεσιμότητα της Φινλανδίας, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς τη σπουδαιότητα της Finnair για την οικονομία και τη συνδεσιμότητα της Φινλανδίας. Όσον αφορά ειδικότερα τις ανακολουθίες που επισήμανε η προσφεύγουσα, το επιχείρημα αυτό θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά την ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης.

    74

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει τις συνέπειες της ενίσχυσης για την εσωτερική αγορά, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναγνωρίζει, όπως και η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι το επίμαχο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στη Finnair, καθόσον την απαλλάσσει από τα έξοδα στα οποία θα έπρεπε να υποβληθεί υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ενίσχυε την ανταγωνιστική θέση της Finnair, και ότι επηρεαζόταν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών –δεδομένου ότι η επιχείρηση αυτή δραστηριοποιείται σε τομέα στον οποίο υπάρχουν συναλλαγές εντός της Ένωσης (παράγραφοι 30 έως 35 της προσβαλλομένης απόφασης). Εντούτοις, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που προηγήθηκε, και την εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που έπεται, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το μέτρο αυτό ήταν αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό για την άρση σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας (παράγραφοι 36 έως 52 της προσβαλλομένης απόφασης). Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το επίμαχο μέτρο πληρούσε τις προϋποθέσεις της παρεκκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορούσε να κηρύξει την επίμαχη ατομική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    75

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθούν όλα τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν στάθμισε τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης όσον αφορά την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού.

    76

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και ο λόγος αυτός στο σύνολό του.

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παραβίαση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως

    77

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, από την όλη οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς επιμέρους ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει συμβατή με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορήγησής της, συνιστά παράβαση άλλων διατάξεων της Συνθήκης, μεταξύ άλλων των σχετικών με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία εγκαταστάσεως. Ομοίως, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορήγησής της, αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, δεν δύναται να κηρυχθεί από την Επιτροπή συμβατή με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51).

    78

    Εν προκειμένω, αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έγκριση από την Επιτροπή μέτρων και αποφάσεων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβιάζει άλλες διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ, όπως την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιμετωπίζει διαφορετικά τη συγκρίσιμη κατάσταση αεροπορικών εταιριών που εκτελούν δρομολόγια προς και από τη Φινλανδία, ευνοώντας τη Finnair χωρίς καμία αντικειμενική δικαιολογία. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού, η προσφεύγουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, την πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης που στηρίζονται στο άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η πανδημία της COVID‑19 είχε σοβαρές επιπτώσεις για όλες τις αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Φινλανδία. Η ανάγκη να διασωθεί αποκλειστικώς η Finnair, αποκλειομένων των λοιπών αεροπορικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη Φινλανδία, δεν αποδεικνύεται, η δε επίμαχη ενίσχυση βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της. Η επίμαχη ενίσχυση αποτελεί μέτρο αμιγούς οικονομικού εθνικισμού. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι τα προηγούμενα μέτρα διάσωσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων το 2008 και η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης» καταδεικνύουν τη σημασία της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων η οποία παραβιάστηκε εν προκειμένω.

    79

    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε προσδιορίσει, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου μέτρου, αν η μορφή της ενίσχυσης που χορηγήθηκε εν προκειμένω, ήτοι η εγγύηση του Δημοσίου για δάνειο, ήταν σύμφωνη προς την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και προς την ελευθερία εγκαταστάσεως. Παραλείποντας να το πράξει, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η χορήγηση της ενίσχυσης αποκλειστικά στη Finnair περιορίζει τα δικαιώματα των λοιπών αεροπορικών εταιριών της Ένωσης να παρέχουν ελεύθερα τις υπηρεσίες τους εντός της εσωτερικής αγοράς. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται αδικαιολόγητο περιορισμό των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    80

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

    Επί της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης

    81

    Επισημαίνεται ότι ατομική ενίσχυση, όπως η επίμαχη, ωφελεί εξ ορισμού μία μόνον επιχείρηση, αποκλειομένων όλων των άλλων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη με εκείνη του δικαιούχου της. Επομένως, εκ της φύσεώς της, τέτοια ατομική ενίσχυση εισάγει διαφορετική μεταχείριση, ή ακόμη και δυσμενή διάκριση, η οποία είναι ωστόσο συμφυής με τον ατομικό χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου. Τυχόν δε ισχυρισμός, όπως αυτός που προβάλλει η προσφεύγουσα, ότι η επίμαχη ατομική ενίσχυση είναι αντίθετη προς την αρχή της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με συστηματική αμφισβήτηση της συμβατότητας με την εσωτερική αγορά κάθε ατομικής ενίσχυσης εξ αιτίας και μόνον του ότι είναι εγγενώς αποκλειστική και εισάγει ως εκ τούτου δυσμενείς διακρίσεις, ενώ το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν ατομικές ενισχύσεις, αρκεί να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 ΣΛΕΕ.

    82

    Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, ότι η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει το επίμαχο μέτρο, καθόσον ωφελεί μόνον τη Finnair, μπορεί να εξομοιωθεί με δυσμενή διάκριση, πρέπει να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και αν είναι αναγκαία, πρόσφορη και αναλογική για την επίτευξή του. Ομοίως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα αναφέρεται στο άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά την εν λόγω διάταξη, απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών «με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους». Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση επιτρέπεται υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης απόφασης. Πρέπει επομένως να εξεταστεί, αφενός, αν ο σκοπός του επίμαχου μέτρου ανταποκρίνεται στις επιταγές της τελευταίας αυτής διάταξης και, αφετέρου, αν οι όροι χορήγησης του επίμαχου μέτρου, ήτοι, εν προκειμένω, το γεγονός ότι αυτό ωφελεί μόνον τη Finnair, καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο.

    83

    Εν προκειμένω, όσον αφορά τον σκοπό του επίμαχου μέτρου, όπως αυτός διευκρινίστηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, το μέτρο αυτό αποσκοπεί στο να διασφαλίσει στη Finnair επαρκή ρευστότητα ώστε να διατηρήσει τη βιωσιμότητά της και τις αεροπορικές της υπηρεσίες ενόσω η πανδημία της COVID‑19 διαταράσσει σοβαρά το σύνολο της φινλανδικής οικονομίας, και στο να αποτρέψει περαιτέρω διαταραχή της εν λόγω οικονομίας λόγω ενδεχόμενης πτώχευσής της.

    84

    Δεδομένου ότι η ύπαρξη τόσο σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας λόγω της πανδημίας της COVID‑19 όσο και σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων της τελευταίας στην αγορά αεροπορικών μεταφορών της Φινλανδίας αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εκτίθεται στη σκέψη 36 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία, ότι ο σκοπός του επίμαχου μέτρου πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    85

    Όσον αφορά το ζήτημα αν οι όροι χορήγησης του επίμαχου μέτρου είναι ικανοί να επιτύχουν τον σκοπό αυτό και δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η παροχή εγγύησης του Δημοσίου αποκλειστικά στη Finnair είναι πρόσφορη προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο και να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    86

    Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ευνοϊκή μεταχείριση της Finnair δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε αναλογική προς τον επιδιωκόμενο από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας σκοπό.

    87

    Επ’ αυτού, επισημαίνεται πρώτον ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, σκοπός του μέτρου δεν είναι η «διατήρηση της εσωτερικής και της διεθνούς αεροπορικής συνδεσιμότητας της Φινλανδίας». Δεδομένου του σκοπού του επίμαχου μέτρου, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 37 και 39 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή της εγγύησης του Δημοσίου αποκλειστικά στη Finnair είναι αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού.

    88

    Εξάλλου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, η ίδια δεν υπείχε καμία υποχρέωση να εξετάσει αν, πέραν της διατήρησης της Finnair, το οικείο κράτος μέλος έπρεπε να διευρύνει τον κύκλο των δικαιούχων της ενίσχυσης, δεδομένου ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον η ανάγκη να διατηρηθεί η συμβολή της Finnair στη φινλανδική οικονομία. Τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει επομένως να απορριφθούν.

    89

    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν βάλλει κατά του ύψους της ενίσχυσης. Εκτιμά, αντιθέτως, ότι το γεγονός ότι η Finnair λαμβάνει το 100 % της ενίσχυσης αυτής, ενώ το μερίδιό της στη συνδεσιμότητα της Φινλανδίας είναι μικρότερο του 100 %, βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με το εν λόγω μέτρο σκοπού και ενέχει, επομένως, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την προσφεύγουσα, ο σκοπός του μέτρου θα επιτυγχανόταν χωρίς δυσμενείς διακρίσεις αν η ενίσχυση χορηγούνταν σε όλες τις αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Φινλανδία, ανάλογα με το μερίδιο αγοράς που τους αντιστοιχεί.

    90

    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση (απόφαση της 17ης Μαΐου 1984, Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 25), με δεδομένο ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς [απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Ιταλία κατά Συμβουλίου (Αλιευτική ποσόστωση για τον ξιφία της Μεσογείου),C‑611/17, EU:C:2019:332, σκέψη 55].

    91

    Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εξετέθησαν στο πλαίσιο της εξέτασης του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ιδίως εκείνων που εκτίθενται στις σκέψεις 57 έως 59 ανωτέρω, η παροχή της εγγύησης του Δημοσίου αποκλειστικά στη Finnair δεν υπερέβαινε τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδίωκε η Δημοκρατία της Φινλανδίας και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυσανάλογη, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Επιπλέον, ενδεχόμενη χορήγηση της ενίσχυσης σε όλες τις αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Φινλανδία, ανάλογα με το μερίδιό τους στην αγορά, όπως προτείνει η προσφεύγουσα, θα είχε ως συνέπεια τη μείωση του ποσού της ενίσχυσης που χορηγήθηκε στη Finnair, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται οι ανάγκες της σε ρευστότητα, όπερ θα μπορούσε, επομένως, να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη φινλανδική οικονομία, δεδομένης της σημασίας της εταιρίας αυτής για την τελευταία. Επομένως, τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

    92

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης αποκλειστικά στη Finnair δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτή σκοπού. Επομένως, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, συνεπεία του επίμαχου μέτρου, η Finnair τυγχάνει αδικαιολόγητης ευνοϊκής μεταχείρισης.

    93

    Τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

    94

    Πράγματι, εφόσον το επίμαχο μέτρο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί μέτρο αμιγούς οικονομικού εθνικισμού. Το ανακοινωθέν Τύπου της Φινλανδικής Κυβερνήσεως, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, και το οποίο παρατίθεται στο παράρτημα A.3.4 του δικογράφου της προσφυγής, δεν είναι ούτε αυτό ικανό να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο αποτελεί καθαρή έκφραση οικονομικού εθνικισμού.

    95

    Βεβαίως, σύμφωνα με το εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου, το μερίδιο συμμετοχής της Δημοκρατίας της Φινλανδίας στη Finnair ανέρχεται σε 55,8 %. Εντούτοις, ενίσχυση που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, όπως εν προκειμένω, μπορεί να χορηγηθεί σε επιχείρηση ανήκουσα κατά πλειοψηφία στο οικείο κράτος μέλος. Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, το εν λόγω ανακοινωθέν Τύπου υπογραμμίζει τη σημασία των δρομολογίων που εκτελεί η Finnair για την ασφάλεια του εφοδιασμού της Φινλανδίας, για τη μεταφορά εμπορευμάτων και για τη διακίνηση επιβατών, καθώς και τη συμβολή της επιχείρησης αυτής στην εθνική οικονομία. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω ανακοινωθέν δεν είναι ικανό να ανατρέψει την αξιοπιστία των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή και οι οποίες επαναλαμβάνονται στις σκέψεις 39 έως 53 ανωτέρω. Αντιθέτως, συνάδει προς τις εκτιμήσεις αυτές.

    96

    Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης την εκπονηθείσα από την Επιτροπή γενική περιγραφή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και περί υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που ισχύουν στον τομέα των αερομεταφορών κατά την πανδημία της COVID‑19, την προβαλλόμενη πρακτική που ακολουθεί στις προηγούμενες αποφάσεις της η Επιτροπή σχετικά με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, την προβαλλόμενη πρακτική της Επιτροπής σχετικά με προηγούμενα μέτρα διάσωσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εγκρίθηκαν βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης».

    97

    Εντούτοις, για τους λόγους που ήδη εξετέθησαν στη σκέψη 62 ανωτέρω, οι προβαλλόμενες πρακτικές της Επιτροπής και η εν λόγω ανακοίνωση δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω. Εξάλλου, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας ότι η γενική περιγραφή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και περί υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που ισχύουν στον τομέα των αερομεταφορών κατά την πανδημία της COVID‑19 δίνει έμφαση στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, πρέπει να γίνει παραπομπή στις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 81 έως 92 ανωτέρω.

    98

    Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της παραβίασης της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως

    99

    Όσον αφορά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές, ήτοι του τίτλου VI της Συνθήκης ΛΕΕ. Συνεπώς, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται, στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου, από ειδικό νομικό καθεστώς (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 36). Κατά συνέπεια, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν έχει αυτό καθεαυτό εφαρμογή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2011, Neukirchinger, C‑382/08, EU:C:2011:27, σκέψη 22).

    100

    Ως εκ τούτου, μέτρα απελευθέρωσης των υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών μπορούν να θεσπίζονται μόνο βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 38). Όπως δε ορθώς επισήμανε η προσφεύγουσα, βάσει της ως άνω διάταξης ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3), σκοπός του οποίου είναι ακριβώς να καθορίσει, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, Στυλιανάκης, C‑92/01, EU:C:2003:72, σκέψεις 23 και 24).

    101

    Εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές ότι το επίμαχο μέτρο αφορά ατομική ενίσχυση η οποία ωφελεί μόνον τη Finnair, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει υπό ποια έννοια ο αποκλειστικός αυτός χαρακτήρας είναι ικανός να την αποτρέψει από την παροχή υπηρεσιών από τη Φινλανδία και προς τη Φινλανδία ή από την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεώς της στο εν λόγω κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα η επίμαχη ατομική ενίσχυση να παράγει περιοριστικά αποτελέσματα τα οποία υπερβαίνουν το όριο ενεργοποίησης της απαγόρευσης του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά τα οποία, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 42 έως 63 και 82 έως 92 ανωτέρω, είναι παρ’ όλα αυτά αναγκαία και αναλογικά για την άρση της σοβαρής διαταραχής της φινλανδικής οικονομίας την οποία προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    102

    Κατά συνέπεια, το επίμαχο μέτρο δεν είναι δυνατόν να συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία εγκαταστάσεως της προσφεύγουσας ή στην εκ μέρους της ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε ρητώς τη συμβατότητα του μέτρου αυτού με την ελευθερία εγκαταστάσεως και με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

    103

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    104

    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

    105

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν συμμορφώθηκε προς την απορρέουσα από το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ απαίτηση να σταθμίσει τα ευεργετικά αποτελέσματα της ενίσχυσης και τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού και να εξακριβώσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν σύμφωνη προς τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Τα σφάλματα αυτά, εξεταζόμενα μεμονωμένα, αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι ασύμβατη με την εσωτερική αγορά. Η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν, επομένως, ουσιωδώς διαφορετική αν η Επιτροπή είχε διαπιστώσει την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τη συμβατότητα της ενισχύσεως και είχε κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Αρνούμενη να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας και να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη, εν προκειμένω την προσφεύγουσα, προς υποβολή παρατηρήσεων, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα που η προσφεύγουσα αντλεί από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

    106

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

    107

    Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας δεδομένης της μη κίνησης από την Επιτροπή επίσημης διαδικασίας έρευνας, παρά τη φερόμενη ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών, προβάλλεται, στην πραγματικότητα, επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν εξετάσει την εκτίμηση της ενίσχυσης αυτή καθεαυτήν. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο λόγος αυτός σκοπεί να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει παραδεκτώς, υπό την ιδιότητα αυτή, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν θα είχε άλλως τη δυνατότητα να πράξει (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 48, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 44). Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, εξέτασε τους δύο πρώτους λόγους της προσφυγής, οι οποίοι αφορούσαν αυτή καθεαυτήν την εκτίμηση της ενίσχυσης, οπότε παύει να υφίσταται ο σκοπός για τον οποίον προβλήθηκε ο ως άνω λόγος.

    108

    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός στερείται αυτοτελούς περιεχομένου. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτού του λόγου, η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που της αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αποκλειστικώς λόγους ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81, της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), όπως είναι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης ή η ύπαρξη καταγγελιών εκ μέρους τρίτων. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως επαναλαμβάνει συνοπτικά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενες σοβαρές δυσχέρειες.

    109

    Για τους λόγους αυτούς διαπιστώνεται ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επί της ουσίας τους ως άνω λόγους, παρέλκει η εξέταση του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

    Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

    110

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η συλλογιστική της Επιτροπής στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι είτε ανύπαρκτη, είτε ταυτολογική, είτε αντιφατική.

    111

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, αμφισβητεί την ορθότητα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

    112

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και εξ αυτής πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα εάν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του προμνησθέντος άρθρου πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψη 79, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑279/08 P, EU:C:2011:551, σκέψη 125).

    113

    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού.

    114

    Ωστόσο, από τις σκέψεις 65 έως 67 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δεν επιβάλλει στάθμιση των ευεργετικών αποτελεσμάτων της ενίσχυσης με τα δυσμενή αποτελέσματά της επί των όρων των εμπορικών συναλλαγών και επί της διατήρησης ανόθευτου ανταγωνισμού.

    115

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν η ενίσχυση εισήγε ή όχι δυσμενείς διακρίσεις και αν ήταν σύμφωνη προς τις αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

    116

    Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει τα στοιχεία εκείνα, τα οποία υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 39, 44 έως 53 και 56 έως 59 ανωτέρω, βάσει των οποίων μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας μπορούσε να χορηγήσει την επίμαχη ενίσχυση αποκλειστικά στη Finnair.

    117

    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει ανακολουθία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον εκτίθενται τα μερίδια αγοράς της Finnair στην παράγραφο 45 και στην υποσημείωση 9 της εν λόγω απόφασης. Το μερίδιο αγοράς ύψους 67 % της Finnair στην αγορά των υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών στη Φινλανδία, είτε πρόκειται για εσωτερικές είτε για διεθνείς πτήσεις, δεν είναι συνεπές, με γνώμονα τα στοιχεία που παρατίθενται στην υποσημείωση 9 της προσβαλλομένης απόφασης. Εξάλλου, τα στοιχεία αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα της ανεξάρτητης ανάλυσης που εκπονήθηκε για λογαριασμό της προσφεύγουσας. Η ανακολουθία αυτή είναι κατά μείζονα λόγο σοβαρή, καθόσον το μερίδιο αγοράς της Finnair είναι στοιχείο που επηρέασε σημαντικά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση περί της σημασίας της Finnair για τη φινλανδική οικονομία.

    118

    Συναφώς, η παράγραφος 45 της προσβαλλομένης απόφασης αναφέρει τα εξής:

    «Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η Finnair εκμεταλλεύεται σημαντικό εσωτερικό και διεθνές δίκτυο που εξασφαλίζει τη συνδεσιμότητα εντός και προς τη Φινλανδία. Η Finnair είναι ο κύριος αερομεταφορέας στη Φινλανδία, το δε 2019 διακίνησε 15 περίπου εκατομμύρια επιβάτες (το 67 % του συνόλου των επιβατών που διακινήθηκαν προς, από και εντός της Φινλανδίας το 2019) […]».

    119

    Η δε υποσημείωση 9 της προσβαλλομένης απόφασης ανέφερε αρχικώς τα εξής:

    «Σύμφωνα με την έκθεση της Finavia για το έτος 2019, η Finnair κατείχε μερίδιο αγοράς ανερχόμενο στο 67 % των επιβατών που διακινήθηκαν με διεθνείς πτήσεις και στο 80 % των επιβατών που διακινήθηκαν με πτήσεις εσωτερικού. Το συνολικό της μερίδιο αγοράς ανέρχεται στο 45 % της αγοράς αεροπορικών υπηρεσιών της Φινλανδίας».

    120

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ανακολουθίες μεταξύ των μεριδίων αγοράς της Finnair που παρατίθενται στην παράγραφο 45 και στην υποσημείωση 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως οφείλονται απλώς σε τυπογραφικό λάθος, το οποίο δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση της Επιτροπής και δεν είναι δυνατόν να παραπλάνησε την προσφεύγουσα.

    121

    Συγκεκριμένα, στις 29 Ιουλίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 5339 τελικό, με τίτλο «Διορθωτικό της απόφασης C(2020) 3387 τελικό σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56809 (2020/N) – Φινλανδία COVID‑19: Εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της Finnair». Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως διορθώθηκε, δημοσιεύθηκε στη συνέχεια στον ιστότοπο της Επιτροπής στις 31 Ιουλίου 2020, όπως η τελευταία ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Σύμφωνα με το διορθωμένο κείμενο της προσβαλλομένης απόφασης, οι επιβάτες που διακινήθηκαν από τη Finnair αντιπροσώπευαν το 67 % του συνόλου των επιβατών που διακινήθηκαν εντός, προς και από τη Φινλανδία το 2019. Η Finnair κατείχε μερίδιο αγοράς ανερχόμενο στο 62 % των επιβατών που διακινήθηκαν με διεθνείς πτήσεις και στο 83 % των επιβατών που διακινήθηκαν με εσωτερικές πτήσεις. Το συνολικό της μερίδιο αγοράς ανέρχεται στο 44 % της αγοράς αεροπορικών υπηρεσιών της Φινλανδίας. Το σφάλμα που προσάπτει η προσφεύγουσα, το οποίο αφορούσε αποκλειστικά την υποσημείωση 9, διορθώθηκε επομένως από την Επιτροπή.

    122

    Σημειωτέον ότι από το αρχικό κείμενο της προσβαλλομένης απόφασης προέκυπτε με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία ότι η Finnair ήταν ο κύριος αερομεταφορέας επιβατών για τη Φινλανδία το 2019, με μερίδιο αγοράς ανερχόμενο στο 67 % των επιβατών που διακινήθηκαν εντός, προς και από τη Φινλανδία το 2019, οπότε παρείχετο η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, στη δε προσφεύγουσα να αμφισβητήσει το βάσιμό της, όπως καταδεικνύει το περιεχόμενο του δικογράφου της προσφυγής της.

    123

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τυπογραφικό λάθος στην υποσημείωση 9 της προσβαλλομένης απόφασης δεν είναι ικανό να καταστήσει πλημμελή την αιτιολογία της ώστε να δικαιολογείται η ακύρωσή της για τον λόγο αυτόν.

    124

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ανεξάρτητη ανάλυση η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό της προσφεύγουσας βάσει των στοιχείων του Official Airline Guide (επίσημου οδηγού των αεροπορικών εταιριών) και προσκομίστηκε στο παράρτημα A.3.2 του δικογράφου της προσφυγής δίνει διαφορετική εικόνα των μεριδίων αγοράς της Finnair, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα μερίδια αγοράς που παρουσίασαν η μεν Επιτροπή στην παράγραφο 45 της προσβαλλομένης απόφασης, η δε προσφεύγουσα στο παράρτημα A.3.2, δεν είναι βεβαίως πανομοιότυπα. Ωστόσο, οι αποκλίσεις αυτές, οι οποίες είναι αμελητέες, οφείλονται ενδεχομένως στις διαφορετικές πηγές από τις οποίες προέρχονται τα κρίσιμα μερίδια αγοράς. Συναφώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Finavia, κύριος διαχειριστής των αερολιμένων της Φινλανδίας, και επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι λιγότερο αξιόπιστα από εκείνα του Official Airline Guide.

    125

    Εκ των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ότι, κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    126

    Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας στο σύνολό της και, συγχρόνως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικής μεταχείρισης, δεδομένου ότι το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας δεν διατύπωσαν συναφώς καμία αντίρρηση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    127

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης.

    128

    Εξάλλου, βάσει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Η Ryanair DAC φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχείρισης.

     

    3)

    Το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φινλανδίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

     

    Van der Woude

    Kornezov

    Buttigieg

    Kowalik-Bańczyk

    Hesse

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Απριλίου 2021.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top