Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CN0506

    Υπόθεση C-506/20: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) στις 9 Οκτωβρίου 2020 — T.B. κατά T.D., M.D., P.K., J.L., M.L., O.N., G.Z., A.S., Skarb Państwa — Sąd Najwyższy

    ΕΕ C 44 της 8.2.2021, p. 21–22 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    8.2.2021   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 44/21


    Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Najwyższy (Πολωνία) στις 9 Οκτωβρίου 2020 — T.B. κατά T.D., M.D., P.K., J.L., M.L., O.N., G.Z., A.S., Skarb Państwa — Sąd Najwyższy

    (Υπόθεση C-506/20)

    (2021/C 44/26)

    Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

    Αιτούν δικαστήριο

    Sąd Najwyższy

    Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

    Ενάγων: T.B.

    Εναγόμενοι: T.D., M.D., P.K., J.L., M.L., O.N., G.Z., A.S., Skarb Państwa — Sąd Najwyższy

    Προδικαστικά ερωτήματα

    1)

    Έχουν το άρθρο 279 ΣΛΕΕ και το άρθρο 160, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, καθώς και σε συνδυασμό με τη σκέψη 1, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της διάταξης του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2020, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας (C-791/19 R), την έννοια ότι ο πρόεδρος του Izba Dyscyplinarna Sądu Najwyższego (πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν μπορεί, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση στην υπόθεση C-791/19 R, να ζητήσει τη διαβίβαση δικογραφίας υπόθεσης με αντικείμενο τη διαπίστωση περί μη ύπαρξης υπηρεσιακής σχέσης δικαστή του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), λόγω αναστολής της εφαρμογής του άρθρου 3, σημείο 5, του άρθρου 27 και του άρθρου 73, παράγραφος 1, του ustawa z dnia 8 grudnia 2017 r. o Sądzie Najwyższym (νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (κωδικοποιημένο κείμενο: Dz.U. του 2019, θέση 825, όπως τροποποιήθηκε);

    2)

    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται αγωγής για τη διαπίστωση περί μη ύπαρξης υπηρεσιακής σχέσης δικαστή εθνικού δικαστηρίου λόγω σοβαρών παραβάσεων της διαδικασίας διορισμού, υποχρεούται να διατάξει τη λήψη προσωρινού μέτρου και να απαγορεύσει στον εναγόμενο της υπόθεσης αυτής την περαιτέρω εκδίκαση κάθε άλλης υπόθεσης απτόμενης του δικαίου της Ένωσης, άλλως οι διαδικαστικές πράξεις ή οι αποφάσεις του δικαστή αυτού θα είναι ανενεργές, καθώς και να διατάξει τα λοιπά όργανα να μη αναθέτουν υποθέσεις στον εν λόγω εναγόμενο ή να μη τον τοποθετούν σε δικαστικούς σχηματισμούς;

    3)

    Έχουν το άρθρο 2 και το άρθρο 4, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ καθώς και η αρχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, την έννοια ότι:

    α)

    το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μην εφαρμόσει την αρχή κατά την οποία απαγορεύεται η «αμφισβήτηση των εξουσιών των δικαστηρίων» καθώς και η «διαπίστωση ή εκτίμηση από τα δικαστήρια της νομιμότητας του διορισμού δικαστή ή της απορρέουσας από τον διορισμό αυτό εξουσίας άσκησης δικαιοδοτικών καθηκόντων», όπως η αρχή αυτή προκύπτει από το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου (κωδικοποιημένο κείμενο: Dz. U. του 2019, θέση 825, όπως τροποποιήθηκε), δεδομένου ότι ο σεβασμός από την Ένωση της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών δεν παρέχει στον εθνικό νομοθέτη την εξουσία να υιοθετεί λύσεις που θίγουν τις θεμελιώδεις αξίες και τις αρχές της Ένωσης;

    β)

    η συνταγματική ταυτότητα κράτους μέλους δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε ανεξάρτητο δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως, όταν η διαδικασία διορισμού που προηγήθηκε της επίδοσης της πράξης διορισμού ενείχε τις παραβάσεις που περιγράφονται στα προδικαστικά ερωτήματα των υποθέσεων C-487/19 και C-508/19 και ο προηγούμενος δικαστικός έλεγχος της διαδικασίας αυτής αποκλείστηκε εσκεμμένα και κατά τρόπο προδήλως αντίθετο προς το εθνικό Σύνταγμα;

    4)

    Έχουν το άρθρο 2 και το άρθρο 4, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και η αρχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και το άρθρο 267 ΣΛΕΕ την έννοια ότι το περιεχόμενο της έννοιας της συνταγματικής ταυτότητας κράτους μέλους όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο μπορεί να καθοριστεί κατά τρόπο δεσμευτικό για το δικαστήριο του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας κράτους μέλους μόνο μέσω διαλόγου με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο διαδικασίας έκδοσης προδικαστικής απόφασης κινηθείσας από το εθνικό αυτό δικαστήριο ή από άλλα εθνικά δικαστήρια (όπως για παράδειγμα, το συνταγματικό δικαστήριο);

    5)

    Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και η γενική αρχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, την έννοια ότι το δικαστήριο του τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας κράτους μέλους απορρίπτει αίτηση για τη διαβίβαση δικογραφίας σε υπόθεση στην οποία υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, όταν η αίτηση αυτή υποβάλλεται από πρόσωπο διορισθέν στη θέση δικαστή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και υπό περιστάσεις που οδηγούν στη συγκρότηση δικαστηρίου το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας και δεν αποτελεί δικαστήριο νομίμως συσταθέν, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη περάτωση της διαδικασίας για την οποία γίνεται λόγος στα προδικαστικά ερωτήματα της υπόθεσης C-508/19 ή στην απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 2019 στην υπόθεση C-585/18, C-624/18 και C- 625/18, A.K. κ.λπ.;


    Top