EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0693

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2023.
Intermarché Casino Achats κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά της διενέργειας του ελέγχου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 19 – Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 – Άρθρο 3 – Καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της – Σημείο εκκινήσεως της έρευνας της Επιτροπής.
Υπόθεση C-693/20 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:172

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά της διενέργειας του ελέγχου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 19 – Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 – Άρθρο 3 – Καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της – Σημείο εκκινήσεως της έρευνας της Επιτροπής»

Στην υπόθεση C‑693/20 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2020,

Intermarché Casino Achats SARL, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τη F. Abouzeid, τη S. Eder, τον J. Jourdan, την C. Mussi και τον Y. Utzschneider, avocats,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Berghe, την A. Cleenewerck de Crayencour, τον A. Dawes και τον I.V. Rogalski,

καθής πρωτοδίκως,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την A.-L. Meyer και τον O. Segnana,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή), A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: V. Giacobbo, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2022,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Intermarché Casino Achats SARL ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Intermarché Casino Achats κατά Επιτροπής (T-254/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:459), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή που άσκησαν βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2017) 1056 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché Casino Achats καθώς και όλων των άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενων από αυτήν εταιριών σε έλεγχο βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1) (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1/2003

2

Κατά την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1):

«Ο εντοπισμός των παραβάσεων της νομοθεσίας του ανταγωνισμού γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο, για την αποτελεσματική προστασία του ανταγωνισμού, να συμπληρωθούν οι ερευνητικές εξουσίες της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής. Η Επιτροπή θα πρέπει, ιδίως, να μπορεί να καλεί σε συνέντευξη οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως διαθέτει χρήσιμες πληροφορίες και να καταγράφει τις δηλώσεις του. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ελέγχων, οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή υπάλληλοι θα πρέπει να έχουν την εξουσία να θέτουν σφραγίδες κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για τον έλεγχο. Οι σφραγίδες δεν θα πρέπει κανονικά να παραμένουν για περισσότερες από 72 ώρες. Οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή υπάλληλοι θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να ζητούν οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με το αντικείμενο και με το σκοπό του ελέγχου.»

3

Στο επιγραφόμενο «Εξουσίες έρευνας» κεφάλαιο V περιλαμβάνεται το άρθρο 17 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έρευνες σε κλάδους της οικονομίας ή σε τύπους συμφωνιών» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δύναται να διεξαγάγει την έρευνά της σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις σχετικές επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ], καθώς επίσης να διενεργήσει κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο.»

4

Το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, το οποίο τιτλοφορείται «Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων», προβλέπει τα ακόλουθα:

« 1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συναινεί προς αυτό για το σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας.

2.   Όταν στους χώρους μιας επιχείρησης λαμβάνει χώρα ακρόαση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, η Επιτροπή ενημερώνει την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου λαμβάνει χώρα η ακρόαση. Εάν το ζητήσει η αρχή ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους μέλους, οι υπάλληλοί της μπορούν να επικουρούν τους υπαλλήλους και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή να διεξάγουν ακροάσεις.»

5

Το άρθρο 20 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής», ορίζει τα εξής:

« 1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

2.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία:

α)

να εισέρχονται σε κάθε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων·

β)

να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του·

γ)

να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·

δ)

να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·

ε)

να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις.

3.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου ασκούν τις εξουσίες τους αφού προηγουμένως επιδείξουν γραπτή εντολή, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθώς και οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 σε περίπτωση ελλιπούς επίδειξης των ζητούμενων βιβλίων ή λοιπών επαγγελματικών εγγράφων ή σε περίπτωση που αποδειχθούν ανακριβείς ή παραπλανητικές οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν υποβληθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος σε εύθετο χρόνο πριν από τη διενέργεια αυτού.

4.   Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.

5.   Οι υπάλληλοι καθώς και οι εντεταλμένοι ή οι διορισθέντες από την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος οφείλουν, κατ’ αίτηση της εν λόγω αρχής ή της Επιτροπής, να παρέχουν την ενεργό συνδρομή τους στους υπαλλήλους και στα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή. Για το σκοπό αυτό απολαύουν των εξουσιών που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

6.   Σε περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή διαπιστώσουν ότι μια επιχείρηση εναντιώνεται στη διενέργεια ελέγχου που έχει διαταχθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τους παρέχει κάθε αναγκαία συνδρομή, ζητώντας εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, προκειμένου να καταστούν ικανοί να ασκήσουν τα ελεγκτικά τους καθήκοντα.

7.   Εάν για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 6 απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ζητείται ή άδεια αυτή. Η εν λόγω άδεια μπορεί επίσης να ζητηθεί ως προληπτικό μέτρο.

8.   Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της Επιτροπής, καθώς και ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι αυθαίρετα ούτε υπέρμετρα αυστηρά σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων καταναγκασμού, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή, απ’ ευθείας ή μέσω της αρχής ανταγωνισμού του κράτους μέλους, λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως για τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έχει υπόνοιες ότι υπάρχει παράβαση των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ], καθώς και για τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της εμπλοκής της συγκεκριμένης επιχείρησης. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν νομιμοποιείται ούτε να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα του ελέγχου ούτε να ζητήσει να της προσκομισθούν οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής. Η αρμοδιότητα για τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο.»

6

Το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο « Πρόστιμα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

[…]

γ)

παρουσιάζουν κατά τρόπο ελλιπή τα βιβλία ή άλλα έγγραφα επαγγελματικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια ελέγχων που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 20 ή αρνούνται να υποβληθούν σε έλεγχο ο οποίος έχει διαταχθεί με απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 4·

δ)

απαντώντας σε ερώτημα που τους έχει τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 2 στοιχείο ε):

δίνουν ανακριβή ή παραπλανητική απάντηση,

παραλείπουν να διορθώσουν εντός της προθεσμίας που έθεσε η Επιτροπή ανακριβή, ελλιπή ή παραπλανητική απάντηση που έδωσε μέλος του προσωπικού τους, ή

παραλείπουν ή αρνούνται να δώσουν πλήρη απάντηση για ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου και του σκοπού του ελέγχου που διατάσσεται με απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 4·

ε)

έχουν διαρρήξει σφραγίδες οι οποίες ετέθησαν σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο δ) από τους υπαλλήλους ή τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή.»

Ο κανονισμός (ΕΕ) 773/2004

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), το οποίο φέρει τον τίτλο «Κίνηση διαδικασιών», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται, πριν κινήσει τη διαδικασία, να ασκεί τις εξουσίες έρευνας δυνάμει του κεφαλαίου V του κανονισμού [1/2003].»

8

Στο επιγραφόμενο «Έρευνες διεξαγόμενες από την Επιτροπή» κεφάλαιο ΙΙΙ περιλαμβάνεται το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων» και ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Οσάκις η Επιτροπή καλεί σε ακρόαση πρόσωπο, με τη συναίνεσή του σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού [1/2003], γνωστοποιεί κατά την έναρξη της κατάθεσης τη νομική βάση και τον σκοπό της ακρόασης, ενώ υπενθυμίζει και τον συναινετικό χαρακτήρα της. Ενημερώνει επίσης την πρόθεσή της να καταγράψει τη συνέντευξη.

2.   Η σχετική συνέντευξη μπορεί να διεξαχθεί με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανόμενου του τηλεφώνου και των ηλεκτρονικών μέσων.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή. Αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, προς έγκριση. Εφόσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το ερωτηθέν πρόσωπο μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

9

Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται στις σκέψεις 2 έως 8 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«2. Η Intermarché Casino Achats […] είναι η κοινή θυγατρική της EMC Distribution, θυγατρικής της Casino, Guichard-Perrachon (στο εξής: Casino), και της ITM Alimentaire International, θυγατρικής της ITM Entreprises (στο εξής: Intermarché), που δραστηριοποιούνται κυρίως στον τομέα της διανομής τροφίμων και άλλων ειδών. Κύρια αποστολή της είναι η διαπραγμάτευση, επ’ ονόματι και για λογαριασμό των μητρικών της εταιριών, των όρων αγοράς των προϊόντων και η σύναψη με τους προμηθευτές της ετήσιας συμβάσεως που προβλέπεται από το γαλλικό δίκαιο.

3. Έχοντας λάβει πληροφορίες σχετικά με ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Casino και της Intermarché στον τομέα της διανομής τροφίμων και άλλων ειδών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε [την επίδικη απόφαση].

4. Το διατακτικό της [επίδικης] αποφάσεως έχει ως εξής:

“Άρθρο 1

Η Intermarché Casino Achats […], καθώς και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες, υποχρεούνται να υποβληθούν σε έλεγχο σχετικά με την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνιστούν παράβαση του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης. Αυτές οι εναρμονισμένες πρακτικές συνίστανται στα εξής:

α)

ανταλλαγές πληροφοριών, από το 2015, μεταξύ επιχειρήσεων ή/και ενώσεων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων της [International Casino Dia Corporation (ICDC] […], ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Casino και της AgeCore ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Intermarché, σχετικά με τις εκπτώσεις που αυτές έλαβαν στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού και επί των τιμών στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού σε πλείονα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων στη Γαλλία, και

β)

ανταλλαγές πληροφοριών, τουλάχιστον από το 2016, μεταξύ της Casino και της Intermarché σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά το μείγμα προϊόντων, την ανάπτυξη καταστημάτων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πολιτική εμπορικής προώθησης στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στη Γαλλία.

Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργηθεί σε οποιονδήποτε χώρο της επιχείρησης […].

Η [Intermarché Casino Achats] παρέχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής και στα πρόσωπα που αυτή έχει εξουσιοδοτήσει για να διενεργήσουν τον έλεγχο, καθώς και στους υπαλλήλους και στα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να τους επικουρήσουν προς τούτο, πρόσβαση σε όλους τους χώρους και όλα τα μέσα μεταφοράς κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας. Θέτει στη διάθεση των ελεγκτών τα βιβλία καθώς και οποιοδήποτε επαγγελματικό έγγραφο οποιασδήποτε μορφής, εφόσον οι υπάλληλοι και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα το ζητήσουν, και τους παρέχει τη δυνατότητα να τα εξετάσουν επιτόπου ή να λάβουν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων. Επιτρέπει τη σφράγιση οποιουδήποτε επαγγελματικού χώρου, βιβλίου και εγγράφου καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου και για όσο διάστημα απαιτείται προς τούτο. Παρέχει αμέσως επιτόπου προφορικές διευκρινίσεις σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα από τους υπαλλήλους ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, και επιτρέπει σε κάθε εκπρόσωπό της ή μέλος του προσωπικού της να παρέχει τέτοιες διευκρινίσεις. Επιτρέπει την καταγραφή των διευκρινίσεων αυτών σε οποιοδήποτε μέσο.

Άρθρο 2

Ο έλεγχος μπορεί να ξεκινήσει στις 20 Φεβρουαρίου 2017 ή λίγο αργότερα.

Άρθρο 3

Η [Intermarché Casino Achats] και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται, ακριβώς πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, στην επιχείρηση η οποία είναι ο αποδέκτης της, δυνάμει του άρθρου 297, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ].”

5. Κατόπιν ενημέρωσης εκ μέρους της Επιτροπής για τον έλεγχο αυτό, η γαλλική Αρχή Ανταγωνισμού υπέβαλε στον juge des libertés et de la détention (δικαστή αρμόδιο για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κράτησης, στο εξής: juges des libertés) του tribunal de grande instance de Créteil (πολυμελούς πρωτοδικείου Créteil, Γαλλία) και του tribunal de grande instance de Paris (πολυμελούς πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία) αίτηση χορήγησης άδειας για τη διενέργεια πράξεων έρευνας και κατάσχεσης στους χώρους της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2017, ο juges des libertés χορήγησε άδεια για τις έρευνες και τις κατασχέσεις που ζητήθηκαν ως προληπτικό μέτρο. Δεδομένου ότι για κανένα από τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τον έλεγχο δεν ήταν απαραίτητη η χρήση εξουσιών “επιβολής του νόμου”, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού 1/2003, η διάταξη αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα.

6. Ο έλεγχος ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία οι ελεγκτές της Επιτροπής, συνοδευόμενοι από εκπροσώπους της γαλλικής Αρχής Ανταγωνισμού, μετέβησαν στην έδρα της προσφεύγουσας και κοινοποίησαν την [επίδικη] απόφαση στην προσφεύγουσα.

7. Στο πλαίσιο του ελέγχου, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ερεύνησε τα γραφεία, συνέλεξε εξοπλισμό, ειδικότερα πληροφορικής (φορητούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες, περιφερειακά αποθήκευσης), πραγματοποίησε ακροάσεις με πλείονα πρόσωπα και έλαβε αντίγραφα του περιεχομένου του συλλεχθέντος εξοπλισμού.

8. Η προσφεύγουσα απέστειλε στην Επιτροπή χωριστές επιστολή με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 2017, στην οποία διατύπωνε επιφυλάξεις σχετικά με την [επίδικη] απόφαση και τον έλεγχο που διενεργήθηκε βάσει αυτής. Οι επιφυλάξεις αυτές συμπληρώθηκαν με επιστολή που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 13 Μαρτίου 2017.»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

10

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2017, η πρωτοδίκως προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της προέβαλε, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορούσε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1/2003, ο δεύτερος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και ο τρίτος λόγος προσβολή του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας.

11

Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει τις ενδείξεις για υπόνοιες παραβάσεων που διέθετε κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίδικης αποφάσεως.

12

Συμμορφούμενη προς το αίτημα αυτό, η Επιτροπή προσκόμισε, μεταξύ άλλων, πρακτικά ακροάσεων που διενεργήθηκαν τα έτη 2016 και 2017 με δεκατρείς προμηθευτές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης τους οποίους αφορούσε ο έλεγχος και οι οποίοι συνήπταν τακτικά συμφωνίες με την Casino και την Intermarché (παραρτήματα Q.1 έως Q.13 της από 10 Ιανουαρίου 2019 απάντησης της Επιτροπής) (στο εξής: ακροάσεις με τους προμηθευτές).

13

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν διέθετε αρκούντως σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να δικαιολογούν υπόνοιες περί υπάρξεως παραβάσεως συνιστάμενης σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Casino και της Intermarché σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, ακύρωσε το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της επίδικης αποφάσεως. Απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά και καταδίκασε κάθε διάδικο να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Τα αιτήματα των διαδίκων

14

Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει το σημείο 2 και, κατά συνέπεια, το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της επίδικης αποφάσεως, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

15

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

16

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

17

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα καθόσον απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία στηριζόταν στην έλλειψη μέσων ένδικης προστασίας κατά της διενέργειας των ελέγχων. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 και το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθόσον έκρινε ότι τα πρακτικά που προσκόμισε η Επιτροπή προς τεκμηρίωση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων που είχε στην κατοχή της δεν ενείχαν τυπικό ελάττωμα που να επηρεάζει την αποδεικτική αξία τους. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα του απαραβίαστου της κατοικίας καθόσον απέρριψε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση δεν προέβλεπε χρονικό περιορισμό του ελέγχου.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων μέσων ένδικης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων

Επιχειρήματα των διαδίκων

18

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλείονα νομικά σφάλματα καθόσον απέρριψε, στις σκέψεις 46 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία στηριζόταν στην έλλειψη μέσων ένδικης προστασίας κατά της διενέργειας των ελέγχων.

19

Με την πρώτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), με τις αποφάσεις του της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Ravon κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:0221JUD001849703), της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Société Canal Plus κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002940808), της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Compagnie des gaz de πετρέλαιο Primagaz κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002961308), και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny a.s. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (CE:ECHR:2014:1002JUD000009711), δεν έκρινε ότι τα μέσα ένδικης προστασίας πρέπει να εκτιμώνται σφαιρικά προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις που έχει θέσει σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής. Επομένως, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ύπαρξη αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής μπορεί να εκτιμάται βάσει σφαιρικής αναλύσεως των πλειόνων μέσων ένδικης προστασίας τα οποία, μεμονωμένα, δεν πληρούν τις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

20

Με τη δεύτερη αιτίαση, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι τα υφιστάμενα μέσα ένδικης προστασίας παρείχαν τη δυνατότητα να τεθεί στην κρίση του δικαστή της Ένωσης κάθε αμφισβήτηση σχετική με τη διενέργεια των ελέγχων.

21

Κατά πρώτον, υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε πλήρη ανάλυση των διαθέσιμων μέσων ένδικης προστασίας κατά των αποφάσεων που ελήφθησαν στο πλαίσιο των ελέγχων, αλλά αναφέρθηκε ακροθιγώς στην προσφυγή κατά των πράξεων της Επιτροπής με τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση προστασίας δυνάμει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών καθώς και στην προσφυγή κατά των πράξεων της Επιτροπής με τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση προστασίας εγγράφων που αφορούν την ιδιωτική ζωή μελών του προσωπικού μιας επιχείρησης, περί των οποίων γίνεται μνεία από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η άσκηση της τελευταίας αυτής προσφυγής είναι μέχρι σήμερα αβέβαιη και, ως εκ τούτου, αναποτελεσματική (απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, Mac Farlane κατά Ιρλανδίας, CE:ECHR:2010:0910JUD003133306).

22

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε κανένα άμεσο ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτηση άλλων μέτρων που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, όπως η κατάσχεση εγγράφων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ελέγχου. Η υποβαλλόμενη σε έλεγχο επιχείρηση πρέπει να αναμείνει την έκδοση τελικής αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ προκειμένου να αμφισβητήσει τέτοια μέτρα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου. Πλην όμως, με τις αποφάσεις του της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Société Canal Plus κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002940808), και της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Compagnie des gaz de pétrole Primagaz κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002961308), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ένα τέτοιο μέσο ένδικης προστασίας είναι ανεπαρκές διότι η άσκησή του είναι αβέβαιη και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός εύλογης προθεσμίας.

23

Κατά τρίτον, ούτε οι λοιπές προσφυγές τις οποίες μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του Χάρτη.

24

Πρώτον, η μνημονευόμενη στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου είναι προδήλως ανεπαρκής, καθόσον δεν αφορά, εξ ορισμού, τη διενέργεια του ελέγχου.

25

Επιπλέον, η άσκηση προσφυγής κατά ενδεχόμενης νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, η οποία στηρίζεται στη χρήση παρανόμως κατασχεθέντων εγγράφων κατόπιν μιας πρώτης αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, περί της οποίας γίνεται μνεία στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι αβέβαιη και υποθετική.

26

Δεύτερον, η διαλαμβανόμενη στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δυνατότητα μιας επιχειρήσεως να εναντιωθεί στα μέτρα ελέγχου προκειμένου να ασκήσει εν συνεχεία προσφυγή κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως για παρακώλυση και να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο αυτό, τη διενέργεια του ελέγχου, δεν συνιστά αποτελεσματικό μέσο ένδικης προστασίας, όπως έκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήσεως παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα) (C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 66), και όπως έχει αναγνωρίσει προ πολλού το ΕΔΔΑ. Η άσκηση της προσφυγής αυτής, πέραν του ότι είναι αβέβαιη, διότι εξαρτάται από την έκδοση αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως εκ μέρους της Επιτροπής, προϋποθέτει ότι η επιχείρηση αναλαμβάνει τον κίνδυνο επιβολής προστίμου.

27

Τρίτον, εφόσον η διενέργεια ελέγχου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, πλην εξαιρέσεων που αφορούν κάποια συγκεκριμένα μέτρα, δεν είναι δυνατή η άσκηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.

28

Τέταρτον, όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, περί της οποίας γίνεται λόγος στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι, στην απόφασή του της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Ravon κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:0221JUD001849703, § 33), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η δυνατότητα επιδικάσεως αποζημιώσεως δεν υποκαθιστά τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, διότι δεν καθιστά δυνατό τον έλεγχο της νομιμότητας των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο έρευνας.

29

Επομένως, ήταν νομικά εσφαλμένη η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα υφιστάμενα μέσα ένδικης προστασίας, μεμονωμένα ή από κοινού, προσέφεραν αποτελεσματική ένδικη προστασία κατά της διενέργειας των ελέγχων υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη.

30

Τέταρτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο σύνθετος συνδυασμός διαφορετικών μέσων ένδικης προστασίας, στον οποίον βασίστηκε το Γενικό Δικαστήριο, δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις διαφάνειας και σαφήνειας του κανόνα δικαίου για τον πολίτη, ιδίως όταν πρόκειται για θεμελιώδες δικαίωμα. Επισημαίνει, εξάλλου, ότι η πολυπλοκότητα αυτή δεν είναι αναγκαία. Συγκεκριμένα, η Ένωση θα μπορούσε ευχερώς να προβλέψει δικαίωμα άμεσης προσφυγής κατά της διενέργειας των ελέγχων, όπως προβλέπεται στο γαλλικό δίκαιο.

31

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντικρούουν τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι σκέψεις 46 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες αμφισβητεί η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, εντάσσονται στο σκεπτικό με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία στηριζόταν σε προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής λόγω του ότι δεν προβλέπεται ένδικο βοήθημα κατά των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο ελέγχου.

33

Ειδικότερα, στις σκέψεις 46 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Αφού υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν συνιστά νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης, καθώς η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, και ότι, επομένως, ο έλεγχος νομιμότητας πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη μόνον των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τόσο από το άρθρο 52 του Χάρτη όσο και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο αυτό καθίσταται σαφές ότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ και η σχετική με αυτές νομολογία του ΕΔΔΑ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Χάρτη σε συγκεκριμένη υπόθεση.

34

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής πρέπει να εξετάζεται, όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες, υπό το πρίσμα των ακόλουθων τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι, πρώτον, πρέπει να υφίσταται αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, του νομοτύπου της αποφάσεως περί διενέργειας τέτοιων ερευνών ή του νομοτύπου των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των ερευνών αυτών, δεύτερον, πρέπει, σε περίπτωση διαπίστωσης πλημμέλειας, τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα να καθιστούν δυνατή είτε την αποτροπή της διενέργειας πράξεως ελέγχου είτε, σε περίπτωση που αυτή έχει ήδη διενεργηθεί, την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο, τρίτον, πρέπει η δυνατότητα πρόσβασης στα ένδικα αυτά βοηθήματα να είναι βέβαιη και, τέταρτον, πρέπει ο δικαστικός έλεγχος να πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

35

Εν συνεχεία, στη σκέψη 51 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι η διενέργεια ελεγκτικών πράξεων πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και ότι ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να είναι αποτελεσματικός υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπερ προϋποθέτει τη συνεκτίμηση του συνόλου των μέσων έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή της η υποβαλλόμενη σε έλεγχο επιχείρηση και, επομένως, τη σφαιρική ανάλυση των μέσων αυτών. Στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αφ’ ης στιγμής ο έλεγχος του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής πρέπει να στηρίζεται σε σφαιρική ανάλυση των μέσων έννομης προστασίας δια των οποίων μπορεί να ελεγχθούν τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχου σε επιχείρηση, είναι άνευ σημασίας αν καθένα από τα εξεταζόμενα μέσα έννομης προστασίας μεμονωμένα δεν πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτό ότι εξασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

36

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, επιπλέον, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, πέραν της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων στον σύμβουλο ακροάσεων της Επιτροπής, υπήρχαν έξι μέσα έννομης προστασίας με τα οποία μπορούσε να αμφισβητηθεί πράξη ελέγχου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ήτοι η προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, η προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παρακώλυσης του ελέγχου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ, του κανονισμού 1/2003, η προσφυγή κατά κάθε πράξεως που πληροί τις νομολογιακές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί πράξη δεκτικής προσφυγής και που εκδίδεται από την Επιτροπή κατόπιν της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και εν συνεχεία στο πλαίσιο της διενέργειας των πράξεων ελέγχου, όπως απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση προστασίας εγγράφων λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, η προσφυγή κατά της τελικής αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

37

Στις σκέψεις 58 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε το σκεπτικό με βάση το οποίο έκρινε ότι τα ως άνω μέσα έννομης προστασίας παρέχουν τη δυνατότητα να αμφισβητηθεί πράξη ελέγχου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

38

Τέλος, κατόπιν της αναλύσεως που διενήργησε στις σκέψεις 68 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το σύστημα ελέγχου της διενέργειας ελεγκτικών πράξεων, το οποίο απαρτίζεται από το σύνολο των απαριθμούμενων στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως μέσων έννομης προστασίας, μπορούσε να θεωρηθεί ότι πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

39

Συνακόλουθα, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία στηριζόταν στην προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

40

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς προέβη σε σφαιρική εξέταση των διαφόρων μέσων ένδικης προστασίας προκειμένου να εξακριβώσει αν διασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατά των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

41

Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη διευκρινίζεται ότι, στο μέτρο που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση αυτή [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 116].

42

Όπως, όμως, προκύπτει από τις σχετικές με το άρθρο 47 του Χάρτη επεξηγήσεις οι οποίες, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και κατά το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 47 αντιστοιχούν στο άρθρο 13 και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 117]. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 13, οι δε απαιτήσεις της δεύτερης διατάξεως συγκαταλέγονται στις αυστηρότερες απαιτήσεις της πρώτης διατάξεως (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15ης Μαρτίου 2022, Grzęda κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2022:0315JUD004357218, § 352 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οφείλει να ερμηνεύει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ένα επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst/Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 35].

44

Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ δεν φθάνει έως το σημείο να απαιτεί την ύπαρξη προσφυγής ιδιαίτερης μορφής (απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Μαρτίου 2008, Boudaïeva κ.λπ. κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2008:0320JUD001533902, § 190) και ότι, ακόμη και αν κανένα από τα προβλεπόμενα στο εγχώριο δίκαιο μέσα έννομης προστασίας δεν πληροί, αυτοτελώς θεωρούμενο, τις απαιτήσεις του άρθρου 13, τα εν λόγω μέσα ένδικης προστασίας μπορεί, συνολικώς εξεταζόμενα, να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού (απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2020, Mugemangango κατά Βελγίου, CE:ECHR:2020:0710JUD000031015, § 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Επιπλέον, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, μια προσφυγή είναι αποτελεσματική, κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, εφόσον ο προσφεύγων έχει πρόσβαση σε διαδικασία που του παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον σύννομο χαρακτήρα διενεργηθείσας έρευνας και κατασχέσεως και να επιτύχει προσήκουσα επανόρθωση, εάν αυτές διατάχθηκαν ή εκτελέσθηκαν παρανόμως (απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2017, Posevini κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2017:0119JUD006363814, § 84).

46

Συναφώς, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ή το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι, όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες, η έλλειψη προηγούμενης χορήγησης άδειας για τη διενέργεια ελέγχου από δικαστή, ο οποίος θα μπορούσε να οριοθετήσει ή να ελέγξει τη διενέργεια του ελέγχου, μπορεί να αντισταθμιστεί από εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας ενός τέτοιου μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων, υπό την προϋπόθεση ότι ο έλεγχος αυτός είναι αποτελεσματικός υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της εκάστοτε εξεταζόμενης υποθέσεως. Τούτο προϋποθέτει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να εξασφαλίσουν δικαστικό έλεγχο του επίδικου μέτρου και της εκτελέσεώς του τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως. Σε περίπτωση που πραγματοποιήθηκε ήδη πράξη ελέγχου που κρίνεται παράτυπη, τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο (απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny a.s. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, CE:ECHR:2014:1002JUD000009711, § 86 και § 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Συνακόλουθα, αφ’ ης στιγμής ο εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος των ελεγκτικών πράξεων μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αντισταθμίσει την έλλειψη προηγούμενου δικαστικού ελέγχου και εφόσον τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο, πρέπει, κατ’ αρχήν, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη.

48

Εξάλλου, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), προκειμένου να αποφανθεί επί της ενστάσεως αυτής, να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο των ελέγχων, πέραν των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

49

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι κακώς οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον προέβη σε σφαιρική ανάλυση του συνόλου των μέσων έννομης προστασίας που είχαν στη διάθεσή τους προκειμένου να αμφισβητήσουν τη διενέργεια των ελέγχων.

50

Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

51

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, πρέπει, πρώτον, να γίνει δεκτό ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), η έλλειψη εδραιωμένης δικαστικής πρακτικής δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία ώστε να κριθεί ότι ένα μέσο ένδικης προστασίας στερείται αποτελεσματικότητας.

52

Αφετέρου, η μνημονευόμενη από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση προστασίας εγγράφων που αφορούν την ιδιωτική ζωή μελών του προσωπικού μιας επιχείρησης συνιστά απλώς και μόνον εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση πάγιας νομολογίας κατά την οποία συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική θέση του, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578).

53

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν προσδιόρισε κανένα άμεσο ένδικο βοήθημα για την αμφισβήτηση της κατασχέσεως εγγράφων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του ελέγχου, διευκρινίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία αμφισβητεί η αναιρεσείουσα, η επιχειρηματολογία αυτή αφορά περίπτωση στην οποία ο έλεγχος στο πλαίσιο του οποίου θα μπορούσαν να κατασχεθούν έγγραφα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου δεν καταλήγει σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται κύρωση, αλλά στην κίνηση νέας έρευνας και στην έκδοση νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου.

54

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 69, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στα διάφορα μέσα έννομης προστασίας τα οποία εξέτασε στις σκέψεις 57 έως 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και διαπίστωσε μεταξύ άλλων, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι υποβαλλόμενες σε έλεγχο επιχειρήσεις μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά μιας νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και, επομένως, να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των ενδείξεων επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι οι ενδείξεις αυτές αποκτήθηκαν παράτυπα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ελέγχου.

55

Εξάλλου, όσον αφορά τα άμεσα ένδικα βοηθήματα για την αμφισβήτηση των μέτρων που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή κατά κάθε πράξεως εκδοθείσας από την Επιτροπή κατόπιν αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, ακόμη και κατά τη διενέργεια των πράξεων ελέγχου, εφόσον η εν λόγω πράξη είναι δεκτική τέτοιας προσφυγής με βάση τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη νομολογία.

56

Τρίτον, όσον αφορά τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται κύρωση για την παρακώλυση της διενέργειας του ελέγχου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ, του κανονισμού 1/2003, επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και επί της αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, από τη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι κανένα μέσο έννομης προστασίας από αυτά που διαθέτει επιχείρηση υποκείμενη σε μέτρο ελέγχου δεν έπρεπε να απορριφθεί από το Γενικό Δικαστήριο εφόσον, χάρη στο εν λόγω μέσο έννομης προστασίας, καθίσταται δυνατή η αμφισβήτηση ενός ή περισσοτέρων μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο του ελέγχου.

57

Κατόπιν της ανωτέρω υπομνήσεως, επισημαίνεται βεβαίως, πρώτον, ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου δεν μπορεί να συνιστά μέσο ένδικης προστασίας κατά των μέτρων που ελήφθησαν μεταγενέστερα στο πλαίσιο του ελέγχου, δεδομένου ότι η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, και, ως εκ τούτου, πράξεις μεταγενέστερες της εκδόσεως μιας αποφάσεως δεν μπορούν να θίξουν το κύρος της (πρβλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψεις 45 και 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Εντούτοις, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου ο επίμαχος έλεγχος δεν καταλήγει σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται κύρωση, αλλά στην κίνηση νέας έρευνας και στην έκδοση νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, οι επιχειρήσεις που υποβλήθηκαν σε έλεγχο θα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της νέας αποφάσεως αμφισβητώντας τη νομιμότητα των ενδείξεων επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε και προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι αυτές αποκτήθηκαν παράτυπα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ελέγχου.

59

Όπως συνάγεται από τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια προσφυγή είναι ικανή να οδηγήσει στην ακύρωση της νέας αυτής αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου εάν τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ελέγχου δεν συνάδουν με το πεδίο των αποφάσεων που τον διέταξαν (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψεις 56 έως 67 και 71). Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη αυτό το μέσο ένδικης προστασίας.

60

Δεύτερον, όσον αφορά την προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται κύρωση για την παρακώλυση της διενέργειας του ελέγχου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ, του κανονισμού 1/2003, είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας πρόσωπο που κατέχει ορισμένες πληροφορίες και είναι αποδέκτης αποφάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής που το διατάσσει να κοινοποιήσει τις πληροφορίες αυτές δεν δύναται να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, δεν σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και, κατά συνέπεια, ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αντιτίθεται στην νομοθεσία αυτή [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήσεως παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 69].

61

Εντούτοις, το Δικαστήριο κατέληξε στην ερμηνεία αυτή με το σκεπτικό ότι το εν λόγω πρόσωπο που κατέχει ορισμένες πληροφορίες, το οποίο είναι διαφορετικό από τον φορολογούμενο τον οποίο αφορά η έρευνα βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση με την οποία διατάχθηκε η παροχή πληροφοριών, δεν μπορεί να προσφύγει σε δικαστήριο, εκτός εάν παραβεί την απόφαση αυτή αρνούμενο να συμμορφωθεί προς τη διαταγή που περιέχει και εάν του επιβληθεί, ως εκ τούτου, η κύρωση την οποία επισύρει η μη τήρησή της [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήσεως παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα), C‑245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 68].

62

Οι επιχειρήσεις, όμως, τις οποίες αφορά η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν τελούν σε παρεμφερή κατάσταση. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), η προσφυγή κατά απόφασης της Επιτροπής ληφθείσας δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σε περίπτωση παρακώλυσης του ελέγχου δεν συνιστά το μόνο μέσο έννομης προστασίας το οποίο διαθέτουν οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε έλεγχο προκειμένου να αμφισβητήσουν το νομότυπο των πράξεων διενέργειας του ελέγχου.

63

Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα της αναιρεσείουσας με το οποίο σκοπείται κατ’ ουσίαν η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, στο οποίο αναφέρθηκε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 64 και 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για τον λόγο ότι η διενέργεια ελέγχου δεν μπορεί, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που αφορούν κάποια συγκεκριμένα μέτρα, να αποτελέσει αντικείμενο κύριας προσφυγής, αρκεί η υπόμνηση ότι τα μέτρα που μνημονεύονται στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, παρατέθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο μόνον εν είδει παραδείγματος.

64

Τέταρτον, όσον αφορά την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, μολονότι από τη σκέψη 33 της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Ravon κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:0221JUD001849703), προκύπτει ότι, σε σχέση με τις επιτόπιες έρευνες, αγωγή που κατατείνει αποκλειστικά στην επιδίκαση αποζημιώσεως δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να διασφαλίσει τον σεβασμό του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τούτο δεν σημαίνει ότι μια τέτοια αγωγή δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στα μέσα που έχουν τεθεί στη διάθεση των οικείων επιχειρήσεων και να παρέχει προσήκουσα επανόρθωση, ιδίως στην περίπτωση που μια πράξη ελέγχου που έχει ήδη λάβει χώρα κρίθηκε παράτυπη.

65

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας επίσης υπόψη την προσφυγή αυτή στο πλαίσιο της σφαιρικής αναλύσεως που διενήργησε όσον αφορά τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αμφισβητήσουν τα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο των ελέγχων.

66

Εξάλλου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αβέβαιος χαρακτήρας και η προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη ότι, έως την απόφαση αυτή, η Επιτροπή δεν λαμβάνει οριστική θέση επί της υπάρξεως παραβάσεως και επί της επακόλουθης επιβολής κυρώσεως σε βάρος της επιχείρησης που υποβλήθηκε σε έλεγχο. Πάντως, ορισμένες επιζήμιες για την επιχείρηση συνέπειες, οφειλόμενες σε παρατυπίες κατά τη διάρκεια του ελέγχου, μπορούν να επέλθουν μόνον εάν και όταν εκδοθεί τέτοια απόφαση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578).

67

Αντιθέτως, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εάν ανακύπτουν για την επιχείρηση που υποβλήθηκε σε έλεγχο άλλες επιζήμιες συνέπειες κατά το χρονικό αυτό διάστημα, όπως βλαπτική συμπεριφορά της Επιτροπής ή έκδοση νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου βάσει των συλλεχθεισών πληροφοριών, η επιχείρηση θα μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου, πάραυτα και χωρίς να αναμείνει το πέρας της διαδικασίας παραβάσεως, αγωγή αποζημιώσεως ή προσφυγή ακυρώσεως της νέας αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου.

68

Τέλος, τέταρτον, όσον αφορά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας σχετικά με την περιπλοκότητα του συστήματος των διαθέσιμων μέσων έννομης προστασίας δια των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί η διενέργεια των ελέγχων, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε επιτόπια έρευνα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν την εξέταση του περιεχομένου των αντιρρήσεων που διατύπωσαν και την παροχή προσήκουσας επανόρθωσης. Αντιθέτως, δεν απαιτείται να προβληθεί στο πλαίσιο ενός και μόνου μέσου ένδικης προστασίας το σύνολο των αιτιάσεων που μπορούν να προβληθούν κατά των μέτρων που έλαβε η δημόσια αρχή βάσει της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επιτόπια έρευνα.

69

Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι τα πρακτικά που προσκόμισε η Επιτροπή προς τεκμηρίωση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων που είχε στη διάθεσή της δεν ενείχαν τυπικό ελάττωμα που να επηρεάζει την αποδεικτική αξία τους

Επιχειρήματα των διαδίκων

70

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 και το άρθρο 7 του Χάρτη καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 190 έως 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα πρακτικά που προσκόμισε η Επιτροπή προς τεκμηρίωση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα των ενδείξεων που είχε στη διάθεσή της δεν ενείχαν τυπικό ελάττωμα που να επηρεάζει την αποδεικτική αξία τους.

71

Πρώτον, κρίνοντας, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κανόνες του κεφαλαίου V του κανονισμού 1/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες έρευνας», δεν εφαρμόζονται πριν από την κίνηση επίσημης έρευνας, το Γενικό Δικαστήριο εισήγαγε διάκριση της διαδικασίας σε δύο στάδια, εκείνο που προηγείται της κινήσεως επίσημης έρευνας και εκείνο που έπεται της κινήσεως επίσημης έρευνας, διάκριση η οποία δεν προκύπτει ούτε από τον κανονισμό 1/2003 ούτε από τον κανονισμό 773/2004.

72

Το κεφάλαιο V του κανονισμού 1/2003, στο οποίο περιλαμβάνεται το άρθρο 19, δεν εισάγει καμία διάκριση μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης έρευνας, ούτε μεταξύ προκαταρκτικής και προχωρημένης έρευνας. Μια τέτοια διάκριση θα δημιουργούσε, εξάλλου, δυσεπίλυτα προβλήματα ως προς τον ορισμό τους και τα όρια εκάστης. Επιπλέον, ο κανονισμός 773/2004 υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή δύναται, πριν κινήσει τη διαδικασία, να ασκεί τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει. Επιπλέον, από τις απαντήσεις της Επιτροπής σε γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ίδια θεωρούσε ότι το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 εφαρμόζονταν στις ακροάσεις με τους προμηθευτές.

73

Δεύτερον, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές διατυπώσεις δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω δεν βρίσκει έρεισμα στη μνημονευθείσα στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία, η οποία αφορούσε την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας.

74

Επιπλέον, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ προέρευνας και έρευνας είναι της ίδιας φύσεως με εκείνη που απέρριψε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632).

75

Τρίτον, η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει επίσης στη νομολογία σχετικά με τη διεξαγωγή των αποδείξεων όταν πρόκειται περί προφορικών αποδεικτικών μέσων. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, η προφορική απόδειξη επιτρέπεται, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μια πληροφορία που παρέχεται προφορικώς στη δημόσια διοίκηση, στο πλαίσιο συναντήσεως, είτε καταγράφεται και διατηρείται με ηχητική εγγραφή είτε καταγράφεται σε πρακτικό.

76

Εξάλλου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού ήταν να καταστεί δυνατή η υποβολή προφορικών δηλώσεων ως αποδεικτικών στοιχείων. Ομοίως, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι η επικύρωση του περιεχομένου της καταγραφής από το ερωτώμενο πρόσωπο αποσκοπούσε στη διασφάλιση της ακρίβειας των δηλώσεων.

77

Τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από τα σημεία 31 και 32 της ανακοινώσεως περί επιείκειας του 2006, η οποία προβλέπει ότι η υποχρέωση καταγραφής επιβάλλεται ήδη από τις πρώτες προφορικές δηλώσεις που συλλέγει η Επιτροπή προκειμένου να διασφαλιστεί η ακρίβεια των συλλεγόμενων αποδεικτικών στοιχείων.

78

Τέταρτον, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ενδείξεις υπόκεινται σε λιγότερες διατυπώσεις σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη νομολογία και έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή μέτρων επιείκειας.

79

Η ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν συμβιβάζεται με την πρόθεση του νομοθέτη να δημιουργήσει, διά της θεσπίσεως του άρθρου 19 του κανονισμού773/2004, νομική βάση παρέχουσα στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συμπεριλαμβάνει προφορικές καταθέσεις στον φάκελο της διαδικασίας, προβλέποντας συγχρόνως, στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, τυπικούς κανόνες που προορίζονται για τη διασφάλιση της ακρίβειας των δηλώσεων αυτών.

80

Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να συλλέξει ενδείξεις κατά το στάδιο που προηγείται της έρευνας, χωρίς να τηρήσει τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διεξαγάγει έρευνες εκτός οιουδήποτε νομικού πλαισίου και πέραν οιουδήποτε δικαστικού ελέγχου.

81

Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, μολονότι η Επιτροπή είναι ελεύθερη να λαμβάνει ανεπισήμως πληροφορίες από τρίτους, δεν μπορεί, αντιθέτως, να τις επικαλείται, χωρίς να τηρεί τις διατυπώσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της πληρότητας και της αξιοπιστίας των πληροφοριών αυτών.

82

Πέμπτον, η ευχέρεια που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάζει μάρτυρες δεν αντισταθμίζει τη μη καταγραφή των ακροάσεων.

83

Έκτον, όσον αφορά την αναφορά του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διενέργεια επίσημης ακρόασης ενδέχεται να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα όσον αφορά την προθυμία των μαρτύρων να παράσχουν πληροφορίες και να καταγγείλουν παραβάσεις, τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν, κατά την αναιρεσείουσα, μέσω της διασφάλισης της ανωνυμίας των πηγών πληροφόρησης. Επιπλέον, όπως υποστήριξε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο ιδιαίτερα τυποποιημένος χαρακτήρας των υποτιθέμενων πρακτικών, η άρνηση της Επιτροπής να γνωστοποιήσει την ημερομηνία κατάρτισής τους και τα σφάλματα που εντοπίστηκαν ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών θέτουν εν αμφιβόλω την πιστότητα των εγγράφων αυτών με τις πράγματι διεξαχθείσες συζητήσεις.

84

Έβδομον, η επιταγή για ταχεία έκδοση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου δεν μπορεί να δικαιολογήσει δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιπλέον, τίποτε δεν εμποδίζει την καταγραφή των προφορικών δηλώσεων ή, τουλάχιστον, την κατάρτιση πρακτικού αμέσως μετά τις ακροάσεις και την επικύρωσή του από τις οικείες επιχειρήσεις.

85

Όγδοον, το ότι οι δηλώσεις που έχουν συλλεγεί χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία αποδεικτικά της τέλεσης παραβάσεως δεν θεραπεύει την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας σε περίπτωση προσφυγής κατά αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου. Μια τέτοια λύση θα έθιγε την αποτελεσματικότητα των ερευνών, καθόσον θα συνεπαγόταν ότι οι προφορικές δηλώσεις που συνελέγησαν πριν από τη διενέργεια ελέγχου δεν μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη παραβάσεως.

86

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 202 και 218 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης αρκούντως σοβαρών ενδείξεων που να δικαιολογούν την απόφαση περί παραβάσεως, μολονότι δεν είχαν τηρηθεί οι τυπικοί κανόνες που διέπουν την καταγραφή των προφορικών δηλώσεων. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή διέθετε τέτοιες ενδείξεις για την πρώτη παράβαση δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται αποκλειστικά στα έγγραφα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 250, 252, 253 και 256 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

87

Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

88

Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η κίνηση της έρευνας διαφέρει τόσο από το άνοιγμα φακέλου όσο και από την κίνηση διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004. Κατ’ αυτήν, η κίνηση της έρευνας πραγματοποιείται ήδη κατά το χρονικό σημείο όπου η Επιτροπή κάνει, για πρώτη φορά, χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει και λαμβάνει μέτρα που ενέχουν αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως και έχουν σημαντικές συνέπειες στην κατάσταση των ύποπτων οντοτήτων. Το άνοιγμα φακέλου συνιστά εσωτερική πράξη του γραμματέα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής ο οποίος αριθμεί μια υπόθεση, αρίθμηση η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικώς την αποθήκευση εγγράφων. Η κίνηση διαδικασίας συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004 με σκοπό τη λήψη απόφασης κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003.

89

Κατόπιν της υπομνήσεως αυτής, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι το επιχείρημα της αναιρεσείουσας κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο εισήγαγε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, διάκριση μεταξύ δύο σταδίων, εκείνου που προηγείται της κινήσεως επίσημης έρευνας και εκείνου που έπεται της κινήσεως επίσημης έρευνας, οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Η αναιρεσείουσα συγχέει την κίνηση της έρευνας με την κίνηση της διαδικασίας. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον την υποχρέωση εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 πριν από την κίνηση έρευνας και όχι κατά τη διάρκεια του πολύ μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος που καταλήγει στην κίνηση της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004.

90

Εν πάση περιπτώσει, η κατάτμηση της διαδικασίας σε δύο στάδια, πριν και μετά την κίνηση έρευνας, δεν δημιουργεί «δυσεπίλυτα προβλήματα ως προς τον ορισμό τους και τα όρια εκάστου». Αντιθέτως, η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή κάνει για πρώτη φορά χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει συνιστά αντικειμενικό κριτήριο, ευχερώς προσδιορίσιμο.

91

Κατά δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ των δύο αυτών σταδίων της διαδικασίας βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η κίνηση της έρευνας συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή κάνει για πρώτη φορά χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει. Η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, κατά το οποίο μια «ακρόαση» κατά την έννοια του άρθρου αυτού πρέπει να κατατείνει στη «συλλογ[ή] πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας», η οποία πρέπει εξ ορισμού να έχει κινηθεί σε προγενέστερο στάδιο. Όπως επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού αυτού, η διάταξη αυτή αποτελεί τη νομική βάση για την καταγραφή των προφορικών δηλώσεων «στο πλαίσιο έρευνας» ενόψει της παρουσιάσεώς τους όχι ως απλών ενδείξεων, αλλά ως «αποδεικτικών μέσων».

92

Η Επιτροπή προσθέτει, πρώτον, ότι δεν ασκεί επιρροή ο ισχυρισμός τον οποίο προέβαλε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι τα πρακτικά των ακροάσεων με τους προμηθευτές συνιστούν καταγραφές βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του επιχειρήματος αυτού.

93

Δεύτερον, η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ του σταδίου πριν από την πρώτη χρήση εκ μέρους της Επιτροπής των εξουσιών έρευνας που διαθέτει και του σταδίου που έπεται αυτής δεν μπορεί να συγκριθεί με τη διάκριση μεταξύ επίσημων και ανεπίσημων ακροάσεων, την οποία απέρριψε το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε εκείνη η απόφαση, η συνάντηση στην οποία, σύμφωνα με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο, εφαρμοζόταν η υποχρέωση καταγραφής είχε λάβει χώρα μετά την έκδοση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου. Επομένως, αφορούσε έρευνα η οποία είχε ήδη κινηθεί, τα δε συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία μπορούσαν να είναι επιβαρυντικά ή απαλλακτικά. Αντιθέτως, εν προκειμένω, οι ακροάσεις με τους προμηθευτές πραγματοποιήθηκαν πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως ή οιουδήποτε άλλου μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων. Επομένως, οι ακροάσεις αυτές αφορούσαν μόνον τη συλλογή ενδείξεων.

94

Κατά τρίτον, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η μη τήρηση διατυπώσεων κατά τη συλλογή προφορικών δηλώσεων αναγόμενων σε προγενέστερο του ελέγχου χρόνο εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο επί της αναλογικότητας και επί της νομιμότητας του ελέγχου έρχεται σε αντίθεση με τον έλεγχο των ενδείξεων που διενήργησε εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο, ο οποίος οδήγησε στη μερική ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Επιπλέον, ακόμη και όταν δεν έχει γίνει καταγραφή μιας προφορικής μαρτυρίας, το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

95

Η εφαρμογή των διατυπώσεων των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 πριν από την κίνηση της έρευνας θα έθιγε την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, εμποδίζοντάς την, να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ενδείξεις που έχουν ληφθεί προφορικώς. Αν η Επιτροπή εμποδιζόταν να συλλέξει στοιχεία σε προφορική μορφή θα διακυβεύονταν η αποτελεσματικότητα των ερευνών της Επιτροπής, καθώς θα καθυστερούσε η διενέργεια του ελέγχου.

96

Η Επιτροπή προσθέτει ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, από την οποία συνάγεται ότι το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των νομοτύπως προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψη 65). Επιπροσθέτως, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η αληθοφάνεια της περιεχόμενης σε αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, καθώς και να εξετάζεται αν το περιεχόμενο του εγγράφου είναι λογικό και αξιόπιστο (διάταξη της 12ης Ιουνίου 2019, OY κατά Επιτροπής, C‑816/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:486, σκέψη 6). Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο στις ενδείξεις που έχουν, εξ ορισμού, μικρότερη αποδεικτική αξία.

97

Κατά τέταρτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι, με την ανακοίνωση περί επιείκειας του 2006, η Επιτροπή προέβλεψε την καταγραφή, δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, των προφορικών αιτημάτων επιείκειας που υποβλήθηκαν πριν από την πρώτη χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει.

98

Δεύτερον, το επιχείρημα της αναιρεσείουσας ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιτρέπει στην Επιτροπή να διεξάγει έρευνες εκτός οιουδήποτε νομικού πλαισίου πριν από την κίνηση της επίσημης έρευνας στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής. Αφενός, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον το χρονικό διάστημα μέχρι την πρώτη χρήση εκ μέρους της Επιτροπής των εξουσιών έρευνας που διαθέτει και όχι το χρονικό διάστημα μέχρι την κίνηση της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004. Αφετέρου, το να υπόκεινται οι ενδείξεις σε λιγότερες διατυπώσεις απ’ ό,τι οι αποδείξεις θα καθιστούσε δυνατό τον συμβιβασμό, αφενός, της επιταγής για ταχεία έκδοση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου και της αποτελεσματικότητας της έρευνας της Επιτροπής και, αφετέρου, της διαφυλάξεως των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων.

99

Τρίτον, το να υπόκεινται οι ενδείξεις σε λιγότερες διατυπώσεις απ’ ό,τι οι αποδείξεις δεν θα έθιγε την αποτελεσματικότητα των ερευνών. Συγκεκριμένα, ένα υλικό στοιχείο το οποίο δεν τηρεί τις διατυπώσεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 μπορεί επίσης να χρησιμεύσει για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως ακόμη και αν μειωθεί η αποδεικτική αξία του ως αποδείξεως.

100

Κατά πέμπτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο συμπέρανε, ως εκ περισσού, στη σκέψη 201 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι θα θίγονταν σοβαρά τόσο η δυνατότητα της Επιτροπής να εντοπίζει τις παραβατικές πρακτικές όσο και η άσκηση των εξουσιών έρευνας που αυτή διαθέτει, αν αυτή όφειλε να καταγράψει κάθε προφορική δήλωση πριν από την κίνηση έρευνας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρεί την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 προτού κινήσει τυπικώς μια έρευνα και κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που της αναγνωρίζουν ειδικότερα τα άρθρα 18 έως 20 του κανονισμού 1/2003.

102

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, HOLD Alapkezelő, C‑352/20, EU:C:2022:606, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103

Πρώτον, από τη διατύπωση του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε ακρόαση που αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων σχετικών με το αντικείμενο της έρευνας (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 84).

104

Το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, το οποίο υπάγει τις ακροάσεις που διεξάγονται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 στην τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, δεν διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως.

105

Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να καταγράφει με όποιον τρόπο επιλέξει κάθε ακρόαση την οποία διενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων σχετικών με το αντικείμενο της έρευνάς της (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 90 και 91).

106

Δέον, επομένως, να διευκρινιστεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αντικείμενο των ακροάσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, δεδομένου ότι μόνον αυτές που αποσκοπούν στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, με συνέπεια να υφίσταται υποχρέωση καταγραφής τους.

107

Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ή του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004 δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της εν λόγω υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το αν η ακρόαση την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή πραγματοποιήθηκε πριν από την επίσημη κίνηση έρευνας, προκειμένου να συλλέξει ενδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως, ή μεταγενέστερα, προκειμένου να συλλέξει αποδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως.

108

Πράγματι, οι διατάξεις αυτές ουδόλως προβλέπουν ότι η εφαρμογή της υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το αν οι πληροφορίες που αποτελούν το αντικείμενό της μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενδείξεις ή ως αποδείξεις. Αντιθέτως, λόγω του γενικού χαρακτήρα του όρου «πληροφορίες» του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως σε καθεμία από τις κατηγορίες αυτές.

109

Ασφαλώς, οι έννοιες των «ενδείξεων» και των «αποδείξεων» δεν πρέπει να συγχέονται, δεδομένου ότι μια ένδειξη δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της και σε αντίθεση με την απόδειξη, να αρκεί για τη στοιχειοθέτηση ενός συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού.

110

Γεγονός παραμένει ότι το αν πρόκειται για ένδειξη ή για απόδειξη δεν εξαρτάται από το συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας αλλά από την αποδεικτική αξία των επίμαχων πληροφοριών, καθόσον αρκούντως σοβαρές και συγκλίνουσες ενδείξεις, θεωρούμενες ως σύνολο, μπορούν αφ’ εαυτών να στοιχειοθετήσουν μια παράβαση και να χρησιμοποιηθούν για την τελική απόφαση που θα εκδώσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 47).

111

Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 141 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), η υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό των συλλεγεισών πληροφοριών ως ενδείξεων ή ως αποδείξεων, διότι η αποδεικτική αξία των πληροφοριών αυτών μπορεί να εκτιμηθεί από την Επιτροπή μόνο μετά το πέρας των ακροάσεων αυτών, κατά τα επακόλουθα στάδια της διαδικασίας.

112

Εξάλλου, ούτε το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ούτε το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 προβλέπουν ότι η εφαρμογή της υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι ακροάσεις. Βεβαίως, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι οι ακροάσεις που πραγματοποιούνται βάσει της διατάξεως αυτής διεξάγονται με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας, όπερ προϋποθέτει ότι μια έρευνα βρίσκεται εν εξελίξει. Αντιθέτως, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ακροάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται μετά την επίσημη κίνηση έρευνας, η οποία ορίζεται από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή λαμβάνει μέτρο που ενέχει αιτίαση περί τελέσεως παραβάσεως.

113

Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, επισημαίνεται, αφενός, ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού αυτού, το οποίο αναφέρεται στις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής. Η εφαρμογή όμως των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκην από τη λήψη, εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου, μέτρου που ενέχει αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως.

114

Συνακόλουθα, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, να διεξάγει τομεακές έρευνες, για τις οποίες δεν απαιτείται προηγουμένως η λήψη μέτρων τέτοιας φύσεως έναντι επιχειρήσεων.

115

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, κατά το οποίο «[η] Επιτροπή δύναται, πριν κινήσει τη διαδικασία, να ασκεί τις εξουσίες έρευνας δυνάμει του κεφαλαίου V του κανονισμού [1/2003]», ενισχύει την ερμηνεία ότι οι διατάξεις σχετικά με τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής που απαριθμούνται στο εν λόγω κεφάλαιο –συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 19– μπορούν να τύχουν εφαρμογής πριν από την επίσημη κίνηση έρευνας, αντιθέτως προς ό,τι συνάγεται από τη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

116

Είναι αληθές ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 182), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής (C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 38), οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο προσδιόρισε ως σημείο αφετηρίας της προκαταρκτικής έρευνας την οποία διενήργησε η Επιτροπή, στον τομέα του ανταγωνισμού, την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο, ασκώντας τις εξουσίες που του έχει αναθέσει ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνει μέτρα τα οποία ενέχουν αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως και έχουν σημαντικές συνέπειες στην κατάσταση των ύποπτων επιχειρήσεων.

117

Εντούτοις, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή τήρησε την αρχή της εύλογης προθεσμίας. Τουτέστιν, για την εξακρίβωση αυτή απαιτείται να εξεταστεί αν το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε επιμελώς από την ημερομηνία κατά την οποία ενημέρωσε για την ύπαρξη έρευνας την επιχείρηση έναντι της οποίας υπάρχουν υπόνοιες ότι διέπραξε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

118

Αντιθέτως, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να καθοριστεί από πότε η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 150 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), οι δηλώσεις τρίτων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια τέτοιων ακροάσεων μπορούν να αφορούν μια επιχείρηση, χωρίς η ίδια να έχει γνώση επ’ αυτού. Επομένως, η συνεκτίμηση της εν λόγω ημερομηνίας θα ισοδυναμούσε με αναβολή της εφαρμογής της υποχρεώσεως καταγραφής και των σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις αυτές υπέρ των ερωτηθέντων τρίτων και υπέρ της επιχειρήσεως για την οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι τέλεσε παράβαση, έως ότου η Επιτροπή λάβει μέτρο που να ενημερώνει την επιχείρηση αυτή για την ύπαρξη υπονοιών εις βάρος της. Λόγω της αναβολής αυτής, οι ακροάσεις με τρίτους που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου θα εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως καταγραφής των ακροάσεων και των διαδικαστικών εγγυήσεων που ισχύουν γι’ αυτές.

119

Τρίτον και τελευταίο, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό 1/2003 σκοπό, από την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο εντοπισμός των παραβάσεων της νομοθεσίας του ανταγωνισμού γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος και, για τον λόγο αυτό, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αποσκοπεί στο να συμπληρώσει τις ερευνητικές εξουσίες της Επιτροπής, ιδίως διά της παροχής σε αυτήν της δυνατότητας να καλεί σε ακρόαση οποιοδήποτε πρόσωπο διαθέτει τυχόν χρήσιμες πληροφορίες και να καταγράφει τις δηλώσεις του (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 85). Η έκφραση «εντοπισμός των παραβάσεων» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη ενισχύει την ερμηνεία κατά την οποία οι ακροάσεις που διεξάγει η Επιτροπή, σε προκαταρκτικό στάδιο, για τη συλλογή ενδείξεων σχετικά με το αντικείμενο έρευνας εμπίπτουν, και αυτές, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

120

Πρέπει, εξάλλου, να διευκρινιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει σε οποιαδήποτε μορφή. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι της επιβάλλεται υποχρέωση καταγραφής θα την εμπόδιζε να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ενδείξεις όταν οι ενδείξεις αυτές μπορούν να είναι μόνον προφορικές και ότι θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα των ερευνών καθώς θα καθυστερούσε η διενέργεια του ελέγχου. Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η επιβολή τέτοιας υποχρέωσης λειτουργεί αποτρεπτικά, αφ’ ης στιγμής έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει την ταυτότητα των ερωτηθέντων προσώπων.

121

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 190 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/2003 οι ακροάσεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνελέγησαν ενδείξεις που αποτέλεσαν εν συνεχεία τη βάση για την έκδοση αποφάσεως διατάσσουσας τη διενέργεια ελέγχου σε επιχείρηση, με το σκεπτικό ότι δεν είχε κινηθεί, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, έρευνα κατά την έννοια του κεφαλαίου V του κανονισμού αυτού, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε λάβει κανένα μέτρο που να ενέχει αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως έναντι της επιχείρησης αυτής. Προκειμένου να κρίνει αν οι εν λόγω ακροάσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν αυτές αποσκοπούσαν στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενό τους και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.

122

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές δεν έπρεπε να απορριφθούν ως ενέχουσες τυπικό ελάττωμα λόγω παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωσης καταγραφής, ιδίως διότι πραγματοποιήθηκαν πριν από την κίνηση έρευνας δυνάμει του κανονισμού 1/2003 και ενείχαν οποιαδήποτε αιτίαση έναντι των προσφευγουσών και κατά μείζονα λόγο έναντι των προμηθευτών, σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεως.

123

Πλην όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 155 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι, όταν η Επιτροπή διενεργεί ακροάσεις των οποίων το αντικείμενο έχει καθοριστεί εκ των προτέρων και οι οποίες αποσκοπούν προδήλως στη λήψη πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία συγκεκριμένης αγοράς και σχετικά με τη συμπεριφορά των παραγόντων της εν λόγω αγοράς προκειμένου να εντοπίσει τυχόν παραβατικές συμπεριφορές ή να θεμελιώσει τις υποψίες της όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιων συμπεριφορών, ασκεί την εξουσία της διεξαγωγής ακροάσεων δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

124

Κατά συνέπεια, οι ακροάσεις με τους προμηθευτές ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε καταγραφή των δηλώσεων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

125

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωση καταγραφής δεν εφαρμοζόταν στις ακροάσεις με τους προμηθευτές και ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις αυτές δεν ενείχαν τυπικό ελάττωμα.

126

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί και το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

127

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

128

Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

129

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση που προέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως περί προσβολής του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές πρέπει να απορριφθούν λόγω της παραβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004.

130

Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι τα πρακτικά των ακροάσεων με τους προμηθευτές δεν ήταν καταγραφές σύμφωνες με τις διατάξεις αυτές, αλλά αναδιατυπώσεις των ακροάσεων με τους προμηθευτές, στις οποίες προέβη η Επιτροπή μονομερώς.

131

Η Επιτροπή αντιτείνει ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση καταγραφής που υπέχει καθόσον κατάρτισε αναλυτικά πρακτικά που αναπαράγουν πιστά το περιεχόμενο των δηλώσεων των προμηθευτών και τα συμπεριέλαβε στον φάκελο, με επίσημο αναγνωριστικό αριθμό. Κατά την Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο τήρησε τα πρακτικά αποτελεί μία από τις μορφές καταγραφής των οποίων μπορεί να κάνει χρήση η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, όπως και η μαγνητοφώνηση ή η βιντεοσκόπηση ή η κατά λέξη καταγραφή των δηλώσεων.

132

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 773/2004, όπου διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή «μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή», συνεπάγεται ότι, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει, με τη συγκατάθεση του ερωτώμενου προσώπου, να διενεργήσει ακρόαση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, υποχρεούται να καταγράψει την ακρόαση στο σύνολό της, διατηρώντας μόνον την ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο καταγραφής (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 90).

133

Επιπλέον, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερη και τρίτη περίοδος, του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να θέτει στη διάθεση του ερωτώμενου αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης προς έγκριση και ότι, εφόσον είναι αναγκαίο, τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το πρόσωπο αυτό μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.

134

Εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε ισχυρίστηκε ούτε βέβαια απέδειξε ότι έθεσε στη διάθεση των προμηθευτών προς έγκριση τα πρακτικά που κατάρτισε.

135

Η υποχρέωση όμως της Επιτροπής να θέτει στη διάθεση του ερωτώμενου προσώπου προς έγκριση αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης, την οποία προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, αποσκοπεί, ειδικότερα, στη διασφάλιση της γνησιότητας των δηλώσεων στις οποίες προέβη το ερωτώμενο πρόσωπο, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι καταθέσεις ανήκουν πράγματι στο πρόσωπο αυτό και ότι σε αυτές έχουν αποτυπωθεί πιστά οι εν λόγω δηλώσεις στο σύνολό τους και όχι το πώς ερμηνεύονται οι δηλώσεις αυτές από την Επιτροπή.

136

Επομένως, τυχόν ένδειξη προερχόμενη από κατάθεση που έχει ληφθεί από την Επιτροπή χωρίς να πληρούται η απαίτηση αυτή, την οποία επιβάλλει το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

137

Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω, αμιγώς εσωτερικής φύσεως, πρακτικά πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, το οποίο εφαρμόζεται στις ακροάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

138

Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αναιρεθεί από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής, η οποία βασίζεται στις σκέψεις 65 έως 69 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies/Commission (C‑99/17 P, EU:C:2018:773), όπως συνοψίσθηκε στη σκέψη 96 της παρούσας αποφάσεως.

139

Το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, από την οποία συνάγεται ότι το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των νομοτύπως προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους και ότι, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός στοιχείου πρέπει να εκτιμάται συνολικά, με αποτέλεσμα η διατύπωση μη τεκμηριωμένων αμφιβολιών όσον αφορά τη γνησιότητα της απόδειξης να μην αρκεί για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 65 έως 69).

140

Εντούτοις, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, το αποδεικτικό στοιχείο για τη γνησιότητα του οποίου εγείρονταν αμφιβολίες ήταν ένα εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα σε επιχείρηση και όχι κατάθεση την οποία έλαβε η Επιτροπή χωρίς να την καταγράψει, κατά παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004.

141

Συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων προκειμένου να μην εφαρμοστούν οι τυπικοί κανόνες που ισχύουν για την καταγραφή των καταθέσεων που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση πλημμέλειας κατά τη συλλογή ενδείξεων, υπό το πρίσμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, συνεπάγεται αδυναμία της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τις ενδείξεις αυτές σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 208 των προτάσεών του στην υπόθεση Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (C‑682/20 P, EU:C:2022:578), οι πληροφορίες που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές συνιστούσαν τις ενδείξεις στις οποίες βασίστηκε ως επί το πλείστον η επίδικη απόφαση και ενέχουν τυπικό ελάττωμα λόγω παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωσης καταγραφής, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της, κατά την ημερομηνία έκδοσης της επίδικης αποφάσεως, αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να δικαιολογούν τις υπόνοιες που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό τους.

Επί των δικαστικών εξόδων

143

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

144

Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η αναιρεσείουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, δεδομένου ότι ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση, η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η προσφεύγουσα πρωτοδίκως στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

145

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο, παρεμβαίνον πρωτοδίκως, μετέσχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη και προφορική διαδικασία, πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα τόσο σχετικά με την αναιρετική όσο και σχετικά με την πρωτόδικη διαδικασία.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Intermarché Casino Achats κατά Επιτροπής (T‑254/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:459).

 

2)

Αναιρεί το σημείο 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Intermarché Casino Achats κατά Επιτροπής (T‑254/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:459), κατά το μέρος που αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

 

3)

Ακυρώνει την απόφαση C(2017) 1056 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché Casino Achats καθώς και όλων των άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενων από αυτήν εταιριών σε έλεγχο βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (AT.40466 – Tute 1).

 

4)

H Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Intermarché Casino Achats SARL, τόσο για την πρωτοβάθμια διαδικασία όσο και για την αναιρετική διαδικασία.

 

5)

Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του τόσο για την πρωτοβάθμια διαδικασία όσο και για την αναιρετική διαδικασία.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top