Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0682

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Μαρτίου 2023.
    Les Mousquetaires και ITM Entreprises SAS κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά της διενέργειας του ελέγχου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 19 – Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 – Άρθρο 3 – Καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της – Σημείο εκκινήσεως της έρευνας της Επιτροπής.
    Υπόθεση C-682/20 P.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:170

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 9ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

    [Κείμενο όπως διορθώθηκε με διάταξη της 27ης Απριλίου 2023]

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά της διενέργειας του ελέγχου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 19 – Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 – Άρθρο 3 – Καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της – Σημείο εκκινήσεως της έρευνας της Επιτροπής»

    Στην υπόθεση C‑682/20 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2020,

    Les Mousquetaires SAS, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

    ITM Entreprises SAS, με έδρα το Παρίσι,

    [όπως διορθώθηκε με διάταξη της 27ης Απριλίου 2023] εκπροσωπούμενες από την N. Jalabert-Doury και τον K. Mebarek, avocats,

    αναιρεσείουσες,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Berghe, την A. Cleenewerck de Crayencour, τον A. Dawes και τον I.V. Rogalski,

    καθής πρωτοδίκως,

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την A.-L. Meyer και τον O. Segnana,

    παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή), A. Kumin και I. Ziemele, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: V. Giacobbo, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2022,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Les Mousquetaires SAS και η ITM Entreprises SAS (στο εξής: Intermarché) ζητούν τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (T-255/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:460), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή που άσκησαν βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2017) 1057 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1) (στο εξής: πρώτη επίδικη απόφαση), και της αποφάσεως C(2017) 1361 final της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Les Mousquetaires καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1) (στο εξής: δεύτερη επίδικη απόφαση) (στο εξής, από κοινού: επίδικες αποφάσεις).

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003

    2

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1):

    «Ο εντοπισμός των παραβάσεων της νομοθεσίας του ανταγωνισμού γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο, για την αποτελεσματική προστασία του ανταγωνισμού, να συμπληρωθούν οι ερευνητικές εξουσίες της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής. Η Επιτροπή θα πρέπει, ιδίως, να μπορεί να καλεί σε συνέντευξη οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως διαθέτει χρήσιμες πληροφορίες και να καταγράφει τις δηλώσεις του. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ελέγχων, οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή υπάλληλοι θα πρέπει να έχουν την εξουσία να θέτουν σφραγίδες κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για τον έλεγχο. Οι σφραγίδες δεν θα πρέπει κανονικά να παραμένουν για περισσότερες από 72 ώρες. Οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή υπάλληλοι θα πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να ζητούν οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με το αντικείμενο και με το σκοπό του ελέγχου.»

    3

    Στο επιγραφόμενο «Εξουσίες έρευνας» κεφάλαιο V περιλαμβάνεται το άρθρο 17 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έρευνες σε κλάδους της οικονομίας ή σε τύπους συμφωνιών» και ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, η Επιτροπή δύναται να διεξαγάγει την έρευνά της σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τις σχετικές επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ], καθώς επίσης να διενεργήσει κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο.»

    4

    Το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, το οποίο τιτλοφορείται «Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων», προβλέπει τα ακόλουθα:

    «1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συναινεί προς αυτό για το σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας.

    2.   Όταν στους χώρους μιας επιχείρησης λαμβάνει χώρα ακρόαση κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, η Επιτροπή ενημερώνει την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου λαμβάνει χώρα η ακρόαση. Εάν το ζητήσει η αρχή ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους μέλους, οι υπάλληλοί της μπορούν να επικουρούν τους υπαλλήλους και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή να διεξάγουν ακροάσεις.»

    5

    Το άρθρο 20 του κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εξουσίες ελέγχου της Επιτροπής», ορίζει τα εξής:

    «1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

    2.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία:

    α)

    να εισέρχονται σε κάθε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων·

    β)

    να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του·

    γ)

    να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων·

    δ)

    να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·

    ε)

    να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις.

    3.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου ασκούν τις εξουσίες τους αφού προηγουμένως επιδείξουν γραπτή εντολή, στην οποία προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθώς και οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 23 σε περίπτωση ελλιπούς επίδειξης των ζητούμενων βιβλίων ή λοιπών επαγγελματικών εγγράφων ή σε περίπτωση που αποδειχθούν ανακριβείς ή παραπλανητικές οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν υποβληθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος σε εύθετο χρόνο πριν από τη διενέργεια αυτού.

    4.   Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων οφείλουν να υποβάλλονται στους ελέγχους που η Επιτροπή έχει διατάξει με απόφασή της. Στην απόφαση προσδιορίζονται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξής του και μνημονεύονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 23 και 24, καθώς και το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της απόφασης από το Δικαστήριο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Η Επιτροπή εκδίδει τις σχετικές αποφάσεις κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.

    5.   Οι υπάλληλοι καθώς και οι εντεταλμένοι ή οι διορισθέντες από την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος οφείλουν, κατ’ αίτηση της εν λόγω αρχής ή της Επιτροπής, να παρέχουν την ενεργό συνδρομή τους στους υπαλλήλους και στα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή. Για το σκοπό αυτό απολαύουν των εξουσιών που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

    6.   Σε περίπτωση που οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή διαπιστώσουν ότι μια επιχείρηση εναντιώνεται στη διενέργεια ελέγχου που έχει διαταχθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τους παρέχει κάθε αναγκαία συνδρομή, ζητώντας εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, προκειμένου να καταστούν ικανοί να ασκήσουν τα ελεγκτικά τους καθήκοντα.

    7.   Εάν για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 6 απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ζητείται ή άδεια αυτή. Η εν λόγω άδεια μπορεί επίσης να ζητηθεί ως προληπτικό μέτρο.

    8.   Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 7, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της Επιτροπής, καθώς και ότι τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι αυθαίρετα ούτε υπέρμετρα αυστηρά σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων καταναγκασμού, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή, απ’ ευθείας ή μέσω της αρχής ανταγωνισμού του κράτους μέλους, λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως για τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έχει υπόνοιες ότι υπάρχει παράβαση των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ], καθώς και για τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της εμπλοκής της συγκεκριμένης επιχείρησης. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν νομιμοποιείται ούτε να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα του ελέγχου ούτε να ζητήσει να της προσκομισθούν οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής. Η αρμοδιότητα για τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής ανήκει αποκλειστικά στο Δικαστήριο.»

    6

    Το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόστιμα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που αυτές, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

    […]

    γ)

    παρουσιάζουν κατά τρόπο ελλιπή τα βιβλία ή άλλα έγγραφα επαγγελματικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια ελέγχων που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 20 ή αρνούνται να υποβληθούν σε έλεγχο ο οποίος έχει διαταχθεί με απόφαση εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 4·

    δ)

    απαντώντας σε ερώτημα που τους έχει τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 παράγραφος 2 στοιχείο ε):

    δίνουν ανακριβή ή παραπλανητική απάντηση,

    παραλείπουν να διορθώσουν εντός της προθεσμίας που έθεσε η Επιτροπή ανακριβή, ελλιπή ή παραπλανητική απάντηση που έδωσε μέλος του προσωπικού τους, ή

    παραλείπουν ή αρνούνται να δώσουν πλήρη απάντηση για ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου και του σκοπού του ελέγχου που διατάσσεται με απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 20 παράγραφος 4·

    ε)

    έχουν διαρρήξει σφραγίδες οι οποίες ετέθησαν σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο δ) από τους υπαλλήλους ή τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 773/2004

    7

    Το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), το οποίο φέρει τον τίτλο «Κίνηση διαδικασιών», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

    «Η Επιτροπή δύναται, πριν κινήσει τη διαδικασία, να ασκεί τις εξουσίες έρευνας δυνάμει του κεφαλαίου V του κανονισμού [1/2003].»

    8

    Στο επιγραφόμενο «Έρευνες διεξαγόμενες από την Επιτροπή» κεφάλαιο ΙΙΙ περιλαμβάνεται το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, το οποίο τιτλοφορείται «Εξουσία διεξαγωγής ακροάσεων» και ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Οσάκις η Επιτροπή καλεί σε ακρόαση πρόσωπο, με τη συναίνεσή του σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού [1/2003], γνωστοποιεί κατά την έναρξη της κατάθεσης τη νομική βάση και τον σκοπό της ακρόασης, ενώ υπενθυμίζει και τον συναινετικό χαρακτήρα της. Ενημερώνει επίσης την πρόθεσή της να καταγράψει τη συνέντευξη.

    2.   Η σχετική συνέντευξη μπορεί να διεξαχθεί με οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανόμενου του τηλεφώνου και των ηλεκτρονικών μέσων.

    3.   Η Επιτροπή μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή. Αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, προς έγκριση. Εφόσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το ερωτηθέν πρόσωπο μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και οι επίδικες αποφάσεις

    9

    Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 2 έως 11 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

    10

    Η Les Mousquetaires είναι η εταιρία χαρτοφυλακίου ομίλου η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα της διανομής τροφίμων και άλλων ειδών στη Γαλλία και το Βέλγιο. Η Intermarché είναι θυγατρική της.

    11

    Έχοντας λάβει πληροφορίες σχετικά με ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Intermarché και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, ιδίως της Casino, η Επιτροπή διέταξε, με την πρώτη επίδικη απόφαση, τη διενέργεια ελέγχου στις εγκαταστάσεις της Intermarché και των θυγατρικών της.

    12

    Το διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως έχει ως εξής:

    «Άρθρο 1

    […] Η Intermarché […], καθώς και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες, υποχρεούνται να υποβληθούν σε έλεγχο σχετικά με την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνιστούν παράβαση του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης. Αυτές οι εναρμονισμένες πρακτικές συνίστανται στα εξής:

    α)

    ανταλλαγές πληροφοριών, από το 2015, μεταξύ επιχειρήσεων ή/και ενώσεων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων της AgeCore ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Intermarché και της [International Casino Dia Corporation (ICDC)] […] ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Casino, σχετικά με τις εκπτώσεις που αυτές έλαβαν στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού και επί των τιμών στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού σε πλείονα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων στη Γαλλία, και

    β)

    ανταλλαγές πληροφοριών, τουλάχιστον από το 2016, μεταξύ της Casino και της Intermarché σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά το μείγμα προϊόντων, την ανάπτυξη καταστημάτων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πολιτική εμπορικής προώθησης στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στη Γαλλία.

    Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργηθεί σε οποιονδήποτε χώρο της επιχείρησης […].

    Η Intermarché παρέχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής και στα πρόσωπα που αυτή έχει εξουσιοδοτήσει για να διενεργήσουν τον έλεγχο, καθώς και στους υπαλλήλους και στα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να τους επικουρήσουν προς τούτο, πρόσβαση σε όλους τους χώρους και όλα τα μέσα μεταφοράς κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας. Θέτει στη διάθεση των ελεγκτών τα βιβλία καθώς και οποιοδήποτε επαγγελματικό έγγραφο οποιασδήποτε μορφής, εφόσον οι υπάλληλοι και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα το ζητήσουν, και τους παρέχει τη δυνατότητα να τα εξετάσουν επιτόπου ή να λάβουν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων. Επιτρέπει τη σφράγιση οποιουδήποτε επαγγελματικού χώρου, βιβλίου και εγγράφου καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου και για όσο διάστημα απαιτείται προς τούτο. Παρέχει αμέσως επιτόπου προφορικές διευκρινίσεις σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα από τους υπαλλήλους ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, και επιτρέπει σε κάθε εκπρόσωπό της ή μέλος του προσωπικού της να παρέχει τέτοιες διευκρινίσεις. Επιτρέπει την καταγραφή των διευκρινίσεων αυτών σε οποιοδήποτε μέσο.

    Άρθρο 2

    Ο έλεγχος μπορεί να ξεκινήσει στις 20 Φεβρουαρίου 2017 ή λίγο αργότερα.

    Άρθρο 3

    Η Intermarché […] και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.

    Η απόφαση αυτή κοινοποιείται, ακριβώς πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, στην επιχείρηση η οποία είναι ο αποδέκτης της, δυνάμει του άρθρου 297, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ].»

    13

    Κατόπιν ενημέρωσης εκ μέρους της Επιτροπής για τον έλεγχο αυτό, η Αρχή Ανταγωνισμού (Γαλλία) υπέβαλε στον juge des libertés et de la détention (δικαστή αρμόδιο για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κράτησης, στο εξής: juge des libertés) του tribunal de grande instance d’Evry (πολυμελούς πρωτοδικείου Evry, Γαλλία) αίτηση χορήγησης άδειας για τη διενέργεια πράξεων έρευνας και κατάσχεσης στους χώρους των πρωτοδίκως προσφευγουσών και νυν αναιρεσειουσών. Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2017, ο juge des libertés χορήγησε άδεια για τις έρευνες και τις κατασχέσεις που ζητήθηκαν ως προληπτικό μέτρο. Δεδομένου ότι για κανένα από τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τον έλεγχο δεν ήταν απαραίτητη η χρήση εξουσιών «επιβολής του νόμου», κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού 1/2003, η εν λόγω διάταξη δεν κοινοποιήθηκε στις πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες.

    14

    Ο έλεγχος ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία οι ελεγκτές της Επιτροπής, συνοδευόμενοι από εκπροσώπους της Αρχής Ανταγωνισμού, μετέβησαν στις εγκαταστάσεις της Intermarché.

    15

    Κατόπιν αμφιβολιών όσον αφορά την ιδιότητα ως υπαλλήλου της Intermarché ενός εκ των προσώπων που αφορούσε ο έλεγχος, η Επιτροπή εξέδωσε τη δεύτερη επίδικη απόφαση, με την οποία διέταξε τη διενέργεια ελέγχου στις εγκαταστάσεις της εταιρίας χαρτοφυλακίου, ήτοι της Les Mousquetaires, και των θυγατρικών της, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στην πρώτη επίδικη απόφαση.

    16

    Στο πλαίσιο του ελέγχου, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ερεύνησε τα γραφεία, κατάσχεσε εξοπλισμό πληροφορικής (φορητούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες, περιφερειακά αποθήκευσης), έλαβε αντίγραφα του περιεχομένου του κατασχεθέντος εξοπλισμού και πραγματοποίησε ακροάσεις με πλείονα πρόσωπα.

    17

    Με επιστολές της 24ης Φεβρουαρίου 2017, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες ενημέρωσαν την Επιτροπή για τις επιφυλάξεις τους όσον αφορά τις επίδικες αποφάσεις και τη βάσει αυτών διενέργεια του ελέγχου, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, την αντιγραφή εγγράφων που αφορούσαν –κατ’ αυτές– την ιδιωτική ζωή μελών του προσωπικού τους. Με επιστολή της 13ης Απριλίου 2017, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν από την Επιτροπή να επιστρέψει ορισμένα από τα έγγραφα αυτά.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    18

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2017, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων. Προς στήριξη της προσφυγής τους προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορούσε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, ο δεύτερος τη μη νομότυπη κοινοποίηση των επίδικων αποφάσεων, ο τρίτος τη στέρηση του δικαιώματός τους να αμυνθούν κατά του ελέγχου, ο τέταρτος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως και ο πέμπτος προσβολή του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας.

    19

    Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει τις ενδείξεις για υπόνοιες παραβάσεων τις οποίες διέθετε κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων αποφάσεων.

    20

    Συμμορφούμενη προς το αίτημα αυτό, η Επιτροπή προσκόμισε, μεταξύ άλλων, πρακτικά ακροάσεων που διενεργήθηκαν τα έτη 2016 και 2017 με δεκατρείς προμηθευτές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης τους οποίους αφορούσε ο έλεγχος και οι οποίοι συνήπταν τακτικά συμφωνίες με την Casino και την Intermarché (παραρτήματα Q.1 έως Q.13 της από 10 Ιανουαρίου 2019 απάντησης της Επιτροπής) (στο εξής: ακροάσεις με τους προμηθευτές).

    21

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν διέθετε αρκούντως σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να δικαιολογούν τις υπόνοιες περί υπάρξεως παραβάσεως συνιστάμενης σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Casino και της Intermarché σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, ακύρωσε το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, καθεμίας από τις επίδικες αποφάσεις και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Αιτήματα των διαδίκων

    22

    Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως·

    να δεχθεί τα αιτήματα που διατύπωσαν πρωτοδίκως και να ακυρώσει τις επίδικες αποφάσεις, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    23

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    24

    Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    25

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά νομικά σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθώς και έλλειψη αιτιολογίας στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων μέσων ένδικης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως και περιορισμού των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου. Ο τρίτος λόγος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάγεται στον εν λόγω κανονισμό διαδικαστικό στάδιο αναγόμενο στο χρονικό διάστημα «πριν από τη λήψη μέτρων τα οποία ενέχουν αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως». Ο τέταρτος λόγος αφορά παράβαση των άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως «αρκούντως σοβαρές ενδείξεις» στοιχεία τα οποία ενέχουν τυπικά και ουσιαστικά ελαττώματα. Τέλος, ο πέμπτος λόγος αφορά έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον δεν εξετάστηκε η αποδεικτική αξία των εν λόγω ενδείξεων, και πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό «ενδείξεις».

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος αφορά νομικά σφάλματα και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων μέσων ένδικης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    26

    Οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά των σκέψεων 83 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία βασιζόταν στην έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής που να καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της διενέργειας των ελέγχων.

    27

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων μέσων ένδικης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων.

    28

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής. Υπογραμμίζουν ότι, με την απόφασή του της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny a.s. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (CE:ECHR:2014:1002JUD000009711), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) αποφάνθηκε ότι, για να είναι συμβατή με την ΕΣΔΑ μια παρέμβαση όπως αυτή που προκαλείται από έναν έλεγχο απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αποτελεσματικής προσφυγής με την οποία να είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, όχι μόνον η νομιμότητα της άδειας αλλά και οι όροι διενέργειας του ελέγχου στον οποίο η επιχείρηση υποχρεούται να υποβληθεί.

    29

    Με την πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν το σκεπτικό με βάση το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 83 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο έλεγχος του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατά των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο ελέγχου επιτυγχάνεται μέσω σφαιρικής –και όχι εξατομικευμένης– ανάλυσης των παρεχόμενων μέσων έννομης προστασίας.

    30

    Συναφώς, κατά τις αναιρεσείουσες, από την παράγραφο 42 της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Société Canal Plus κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002940808), προκύπτει ότι τόσο η προσφυγή που βάλλει κατά της νομιμότητας της χορήγησης άδειας για τη διενέργεια ελέγχου όσο και η προσφυγή που στρέφεται κατά των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο των ελέγχων πρέπει να είναι αποτελεσματικές.

    31

    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στις σκέψεις 83 και 99 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον εξέτασε εν συνόλω τα διαθέσιμα μέσα ένδικης προστασίας και καθόσον έκρινε ότι τα μειονεκτήματα του ενός από αυτά μπορούσαν να αντισταθμιστούν με τα πλεονεκτήματα του άλλου.

    32

    Κατά τις αναιρεσείουσες, αν το Γενικό Δικαστήριο εξέταζε χωριστά καθένα από τα προαναφερθέντα μέσα ένδικης προστασίας, θα έπρεπε να αποκλείσει τρία από τα έξι αυτά μέσα τα οποία έκρινε ως πραγματικά, ήτοι την προσφυγή κατά της αποφάσεως περί περατώσεως της κινηθείσας δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ διαδικασίας, την προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και, τέλος, την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης. Όλα τα λοιπά μέσα παρέχουν μόνον εν μέρει έννομη προστασία και, ακόμη και αν κινηθούν διαδικασίες για όλα αυτά, δεν καθίσταται δυνατόν να εξακριβωθεί, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, ότι οι όροι διενέργειας του ελέγχου πληρούν στο σύνολό τους τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

    33

    Με τη δεύτερη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ως αποτελεσματικά τα ένδικα βοηθήματα που παρέχουν μόνον εν μέρει έννομη προστασία, επιβάλλει στον πολίτη την υποχρέωση να δημιουργήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση όλων αυτών των μέσων έννομης προστασίας.

    34

    Τόσο η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων όσο και η εκ των υστέρων άσκηση προσφυγής σχετικά με την προστασία των δεδομένων επί τη βάσει της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (T-125/03 και T‑253/03, EU:T:2007:287), στον τομέα της προστασίας της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, προϋποθέτουν ότι η επιχείρηση, αρνούμενη να συμμετάσχει στον εν εξελίξει έλεγχο, επιτυγχάνει τη λήψη ρητής ή σιωπηρής απόφασης εκ μέρους της Επιτροπής που προσβάλλει το δικαίωμα στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών ή, ενδεχομένως, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Τα εν λόγω μέσα ένδικης προστασίας στηρίζονται επίσης στην αποδοχή εκ μέρους της Επιτροπής του ότι τα δεδομένα θα τεθούν σε σφραγισμένο φάκελο εν αναμονή της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η κίνηση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων κατά τη διάρκεια του ελέγχου προϋποθέτει επιπλέον ότι η επιχείρηση δεν συμμετέχει στον εν εξελίξει έλεγχο, παρά την υποχρέωση ενεργούς συνεργασίας που υπέχει.

    35

    Όσον αφορά την προσφυγή κατά αποφάσεως με την οποία επιβάλλεται κύρωση σε περίπτωση παρακωλύσεως του ελέγχου, η ύπαρξη αυτού του μέσου ένδικης προστασίας προϋποθέτει ότι η επιχείρηση παρακώλυσε τον έλεγχο σε τέτοιο βαθμό ώστε να της επιβληθεί κύρωση. Πλην όμως, μια τέτοια προϋπόθεση έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    36

    Με την τρίτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι, στις σκέψεις 94 και 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον θεώρησε ότι μπορούν να γίνουν δεκτά δύο καινοφανή μέσα ένδικη προστασίας, ήτοι, αφενός, η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή του ελέγχου αυτού καθεαυτόν και, αφετέρου, η εκ των υστέρων άσκηση προσφυγής σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των διευθυντικών στελεχών και των υπαλλήλων. Πράγματι, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποτελεσματικές οι προσφυγές των οποίων η άσκηση είναι υποθετική.

    37

    Η Επιτροπή και το Συμβούλιο φρονούν ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμη. Το Συμβούλιο θεωρεί, επιπλέον, ότι η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας είναι απαράδεκτη, καθότι οι αναιρεσείουσες δεν προσδιορίζουν με την απαιτούμενη ακρίβεια τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ούτε αναπτύσσουν τεκμηριωμένη νομική επιχειρηματολογία προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    38

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων μέσων ένδικης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων.

    39

    Όσον αφορά το παραδεκτό του σκέλους αυτού, το οποίο αμφισβητεί το Συμβούλιο, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, EU:C:2009:742, σκέψη 34, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Quimitécnica.com και de Mello κατά Επιτροπής, C‑415/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:58, σκέψη 57). Επομένως, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου σχετικά με το απαράδεκτο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    40

    Όσον αφορά το αβάσιμο του σκέλους αυτού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τις αιτιολογίες της εκδιδόμενης αποφάσεως και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    41

    Εν προκειμένω, στις σκέψεις 78 έως 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Αφού υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν συνιστά νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης, καθώς η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτήν, και ότι, επομένως, ο έλεγχος νομιμότητας πρέπει να διενεργείται λαμβανομένων υπόψη μόνον των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τόσο από το άρθρο 52 του Χάρτη όσο και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο αυτό καθίσταται σαφές ότι οι διατάξεις της ΕΣΔΑ και η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις διατάξεις αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Χάρτη σε συγκεκριμένη υπόθεση.

    42

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής πρέπει να εξετάζεται, όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες, υπό το πρίσμα των ακόλουθων τεσσάρων προϋποθέσεων, ήτοι, πρώτον, πρέπει να υφίσταται αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, του νομοτύπου της αποφάσεως περί διενέργειας τέτοιων ερευνών ή του νομοτύπου των μέτρων που λαμβάνονται στο πλαίσιο των ερευνών αυτών, δεύτερον, πρέπει, σε περίπτωση διαπίστωσης πλημμέλειας, τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα να καθιστούν δυνατή είτε την αποτροπή της διενέργειας της πράξεως ελέγχου είτε, σε περίπτωση που αυτή έχει ήδη διενεργηθεί, την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο, τρίτον, πρέπει η δυνατότητα πρόσβασης στα ένδικα αυτά βοηθήματα να είναι βέβαιη και, τέταρτον, πρέπει ο δικαστικός έλεγχος να πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

    43

    Εν συνεχεία, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι η διενέργεια ελεγκτικών πράξεων πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και ότι ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να είναι αποτελεσματικός υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπερ προϋποθέτει τη συνεκτίμηση του συνόλου των μέσων έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή της η υποβαλλόμενη σε έλεγχο επιχείρηση και, επομένως, τη σφαιρική ανάλυση αυτών των μέσων αυτών. Με τις σκέψεις 86 και 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αφ’ ης στιγμής ο έλεγχος του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής πρέπει να στηρίζεται σε σφαιρική ανάλυση των μέσων έννομης προστασίας δια των οποίων μπορεί να ελεγχθούν τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί στο πλαίσιο διενέργειας ελέγχου σε επιχείρηση, είναι άνευ σημασίας αν καθένα από τα εξεταζόμενα μέσα έννομης προστασίας μεμονωμένα δεν πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτό ότι εξασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

    44

    Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, επιπλέον, στις σκέψεις 88 και 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, πέραν της δυνατότητας υποβολής αιτήσεων στον σύμβουλο ακροάσεων της Επιτροπής, υπήρχαν έξι μέσα έννομης προστασίας με τα οποία μπορούσε να αμφισβητηθεί πράξη ελέγχου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ήτοι η προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, η προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παρακώλυσης του ελέγχου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ, του κανονισμού 1/2003, η προσφυγή κατά κάθε πράξεως που πληροί τις νομολογιακές προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί πράξη δεκτικής προσφυγής και που εκδίδεται από την Επιτροπή κατόπιν της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και εν συνεχεία στο πλαίσιο της διενέργειας των πράξεων ελέγχου, όπως απόφαση με την οποία απορρίπτεται αίτηση προστασίας εγγράφων λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών, η προσφυγή κατά της τελικής αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

    45

    Στις σκέψεις 90 έως 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε το σκεπτικό με βάση το οποίο έκρινε ότι τα ως άνω μέσα έννομης προστασίας παρέχουν τη δυνατότητα να αμφισβητηθεί πράξη ελέγχου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    46

    Τέλος, κατόπιν της αναλύσεως που πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 100 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το σύστημα ελέγχου της διενέργειας ελεγκτικών πράξεων, το οποίο απαρτίζεται από το σύνολο των απαριθμούμενων στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως μέσων έννομης προστασίας, πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

    47

    Συνακόλουθα, στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η οποία στηριζόταν στην προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

    48

    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία που αντλείται από έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργούνται οι έλεγχοι προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο από τις σκέψεις 78 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες συνοψίζονται στις σκέψεις 41 έως 47 της παρούσας αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο παρέσχε, με το σκεπτικό του, στις μεν αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπως προκύπτει, εξάλλου, από το περιεχόμενο της ασκηθείσας εκ μέρους τους αιτήσεως αναιρέσεως, στο δε Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαιοδοτικό του έλεγχο.

    49

    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    50

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες κάνουν λόγο για προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής.

    51

    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με την οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των διαφόρων μέσων ένδικης προστασίας προκειμένου να εξακριβώσει αν διασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατά των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

    52

    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη διευκρινίζεται ότι, στο μέτρο που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η Σύμβαση αυτή [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 116].

    53

    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σχετικές με το άρθρο 47 του Χάρτη επεξηγήσεις οι οποίες, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και κατά το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 47 αντιστοιχούν στο άρθρο 13 και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ [απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 117]. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 13, οι δε απαιτήσεις της δεύτερης διατάξεως συγκαταλέγονται στις αυστηρότερες απαιτήσεις της πρώτης διατάξεως (απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Μαρτίου 2022, Grzęda κατά Πολωνίας, CE:ECHR:2022:0315JUD004357218, § 352 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    54

    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οφείλει να ερμηνεύει το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ένα επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ [πρβλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Belastingdienst/Toeslagen (Ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης), C‑175/17, EU:C:2018:776, σκέψη 35].

    55

    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ δεν φθάνει έως το σημείο να απαιτεί την ύπαρξη προσφυγής ιδιαίτερης μορφής (απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Μαρτίου 2008, Boudaïeva κ.λπ. κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2008:0320JUD001533902, § 190) και ότι, ακόμη και αν κανένα από τα προβλεπόμενα στο εγχώριο δίκαιο μέσα έννομης προστασίας δεν πληροί, αυτοτελώς θεωρούμενο, τις απαιτήσεις του άρθρου 13, τα εν λόγω μέσα ένδικης προστασίας μπορεί, συνολικώς εξεταζόμενα, να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού (απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2020, Mugemangango κατά Βελγίου, CE:ECHR:2020:0710JUD000031015, § 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    56

    Επιπλέον, σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, μια προσφυγή είναι αποτελεσματική, κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, εφόσον ο προσφεύγων έχει πρόσβαση σε διαδικασία που του παρέχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τον σύννομο χαρακτήρα διενεργηθείσας έρευνας και κατασχέσεως και να επιτύχει προσήκουσα επανόρθωση, εάν αυτές διατάχθηκαν ή εκτελέσθηκαν παρανόμως (απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2017, Posevini κατά Βουλγαρίας, CE:ECHR:2017:0119JUD006363814, § 84).

    57

    Συναφώς, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ή το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προκύπτει ότι, όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες, η έλλειψη προηγούμενης χορήγησης άδειας για τη διενέργεια ελέγχου από δικαστή, ο οποίος θα μπορούσε να οριοθετήσει ή να ελέγξει τη διενέργεια του ελέγχου αυτού, μπορεί να αντισταθμιστεί από τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας ενός τέτοιου μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων υπό την προϋπόθεση ότι ο έλεγχος αυτός είναι αποτελεσματικός υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της εκάστοτε εξεταζόμενης υποθέσεως. Τούτο προϋποθέτει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να εξασφαλίσουν δικαστικό έλεγχο του επίδικου μέτρου και της εκτελέσεώς του τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως. Σε περίπτωση που πραγματοποιήθηκε ήδη πράξη ελέγχου που κρίνεται παράτυπη, τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα πρέπει να καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο (απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny a.s. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, CE:ECHR:2014:1002JUD000009711, § 86 και § 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    58

    Συνακόλουθα, αφ’ ης στιγμής ο εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος των ελεγκτικών πράξεων μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αντισταθμίσει την έλλειψη προηγούμενου δικαστικού ελέγχου και εφόσον «τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα» πρέπει να καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση προσήκουσας επανόρθωσης για τον ενδιαφερόμενο, πρέπει, κατ’ αρχήν, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη.

    59

    Εξάλλου, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, προκειμένου να αποφανθεί επί της ενστάσεως αυτής, να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου των μέτρων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο των ελέγχων, πέραν των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

    60

    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι κακώς οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον προέβη σε σφαιρική ανάλυση του συνόλου των μέσων έννομης προστασίας που είχαν στη διάθεσή τους προκειμένου να αμφισβητήσουν τη διενέργεια των ελέγχων.

    61

    Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να σταθμίσει τα μειονεκτήματα μιας προσφυγής κατά των μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο ελέγχου με τα πλεονεκτήματα μιας προσφυγής κατά της νομιμότητας της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, αρκεί να επισημανθεί, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στις σκέψεις 46 και 47 των προτάσεών του, ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, από τις σκέψεις 90 έως 98 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον τα διάφορα μέσα έννομης προστασίας που είχαν στη διάθεσή τους οι αναιρεσείουσες, περιλαμβανομένης της προσφυγής κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου, καθιστούσαν δυνατή την προβολή ενώπιον δικαστηρίου αιτιάσεων σχετικά με το νομότυπο της διενέργειας του ελέγχου και, επομένως, κατά πόσον, παρά την έλλειψη ενός και μόνου μέσου ένδικης προστασίας, η διενέργεια ελεγκτικών πράξεων μπορούσε να υπόκειται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 55 έως 57 της παρούσας αποφάσεως.

    62

    Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών κατά την οποία, αν το Γενικό Δικαστήριο εξέταζε χωριστά καθένα από τα προαναφερθέντα μέσα ένδικης προστασίας, θα έπρεπε να αποκλείσει τρία από τα έξι αυτά μέσα τα οποία έκρινε ως πραγματικά, ήτοι, την προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, την προσφυγή κατά της αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου και, τέλος, την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης και, αφετέρου, να κρίνει ότι όλα τα λοιπά μέσα παρείχαν μόνον εν μέρει έννομη προστασία, αρκεί να επισημανθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να προβεί σε σφαιρική ανάλυση των μέσων έννομης προστασίας δια των οποίων μπορεί να αμφισβητηθεί η διενέργεια των ελέγχων.

    63

    Επομένως, η πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    64

    Όσον αφορά τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, με τις οποίες προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι ένδικα βοηθήματα τα οποία παρέχουν μόνον εν μέρει έννομη προστασία και ως προς τα οποία δεν είναι σαφές ότι είναι διαθέσιμα είναι αποτελεσματικά, μετακυλίει στον πολίτη το βάρος να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκησή τους, χωρίς να είναι δεδομένη η ευδοκίμησή τους, αρκεί η επισήμανση, αφενός, ότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ που υπομνήσθηκε στο σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, δεν απαιτείται το σύνολο των αιτιάσεων που μπορούν να προβληθούν κατά των μέτρων τα οποία έχει λάβει η δημόσια αρχή επί τη βάσει της αποφάσεως περί διενέργειας της επιτόπιας έρευνας να προβληθούν πράγματι στο πλαίσιο ενός και του αυτού μέσου έννομης προστασίας και, αφετέρου, ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, η έλλειψη διαπιστωμένης δικαστικής πρακτικής δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας ώστε να στερείται αποτελεσματικότητας ένα μέσο έννομης προστασίας.

    65

    Επομένως, οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

    66

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την τυπική νομιμότητα των ενδείξεων που δικαιολογούν τους ελέγχους

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    67

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι παρέβη τον κανονισμό 1/2003, αφενός, καθόσον έκρινε, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όταν δεν έχει ακόμη κινηθεί τυπικώς έρευνα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρεί τους κανόνες που διέπουν τις εξουσίες έρευνας τις οποίες διαθέτει, και ειδικότερα την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων, η οποία απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, και, αφετέρου, καθόσον δέχθηκε, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν έπρεπε να απορριφθούν ως ενέχουσες τυπικό ελάττωμα οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις εν λόγω ακροάσεις με τους προμηθευτές.

    68

    Υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις 189, 192, 193, 196 και 198 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι ο αρκούντως σοβαρός χαρακτήρας των ενδείξεων που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου εντάσσεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, προτού κινηθεί τυπικώς οιαδήποτε έρευνα, κατά την έννοια του κεφαλαίου V του κανονισμού 1/2003, όπερ δικαιολογεί, επομένως, το να μην υποχρεούται η Επιτροπή να τηρεί ορισμένους επιτακτικούς κανόνες του κανονισμού αυτού, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που διέπουν την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων από τις οποίες προέρχονται οι ενδείξεις αυτές. Οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη διάκριση στην οποία προέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο μεταξύ των μεταγενέστερων της επίσημης κινήσεως έρευνας μέτρων, τα οποία διέπονται από τον κανονισμό 1/2003, και των προγενέστερων αυτής μέτρων, τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

    69

    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι η διάκριση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή διακρίνει μεταξύ του σταδίου έρευνας που προηγείται της κοινοποίησης των αιτιάσεων και των επακόλουθων σταδίων της διοικητικής διαδικασίας. Επιπλέον, η νομολογία αυτή δεν ορίζει την αφετηρία της έρευνας, αλλά την αφετηρία του χρονικού διαστήματος που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν η διάρκεια της διαδικασίας ήταν εύλογη.

    70

    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο κανονισμός 1/2003 δεν εφαρμόζεται πριν από την έκδοση της πρώτης αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου.

    71

    Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 1/2003 και από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι ο κανονισμός 1/2003 εφαρμόζεται σε όλες τις πράξεις της Επιτροπής που εκδίδονται για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ ήδη από το στάδιο του εντοπισμού των σχετικών πρακτικών. Υπογραμμίζουν, συναφώς, ότι ο τελευταίος αυτός κανονισμός εφαρμόζεται στις τομεακές έρευνες και στις δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης, χωρίς η Επιτροπή να έχει λάβει κανένα μέτρο που να ενέχει αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως. Το να εξαιρεθούν από την εφαρμογή του κανονισμού 1/2003 οι πράξεις έρευνας που πραγματοποιούνται πριν από την έκδοση αποφάσεως περί διενέργειας ελέγχου θα ενείχε τον κίνδυνο να στερηθούν οι επιχειρήσεις και οι τρίτοι των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους καθώς και του δικαιώματός τους αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής κατά μιας τέτοιας αποφάσεως.

    72

    Με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τη διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των αποδείξεων παραβάσεως και των ενδείξεων που θεμελιώνουν απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, διάκριση σύμφωνα με την οποία οι ενδείξεις δεν μπορούν να υπόκεινται στις ίδιες διατυπώσεις. Κατά τις αναιρεσείουσες, οι ενδείξεις και οι αποδείξεις πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες διατυπώσεις και στους ίδιους διαδικαστικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζονται η γνησιότητα, ο σύννομος χαρακτήρας και η αξιοπιστία των αποδείξεων.

    73

    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

    74

    Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η κίνηση της έρευνας διαφέρει τόσο από το άνοιγμα φακέλου όσο και από την κίνηση διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004. Κατ’ αυτήν, η κίνηση της έρευνας πραγματοποιείται ήδη κατά το χρονικό σημείο όπου η Επιτροπή κάνει για πρώτη φορά χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει και λαμβάνει μέτρα που ενέχουν αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως και έχουν σημαντικές συνέπειες στην κατάσταση των ύποπτων οντοτήτων. Το άνοιγμα φακέλου συνιστά εσωτερική πράξη του γραμματέα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής ο οποίος αριθμεί μια υπόθεση, αρίθμηση η οποία εξυπηρετεί αποκλειστικώς την αποθήκευση εγγράφων. Η κίνηση διαδικασίας συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004 με σκοπό τη λήψη απόφασης κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003.

    75

    Τούτου λεχθέντος, η Επιτροπή διατείνεται, κατά πρώτον, ότι δεν υποχρεούται να τηρεί τις διατυπώσεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 κατά το χρονικό διάστημα πριν από την κίνηση της έρευνας.

    76

    Πρώτον, η Επιτροπή φρονεί ότι δεν απορρέει τέτοια υποχρέωση από τη νομολογία και υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός ότι η νομολογία αυτή αφορά την εκτίμηση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

    77

    Δεύτερον, κατά την άποψη της Επιτροπής, από τους κανονισμούς 1/2003 και 773/2004 δεν προκύπτει ότι υποχρεούται να τηρεί τις διατυπώσεις των κανονισμών αυτών πριν κινήσει έρευνα.

    78

    Επιπλέον, το επιχείρημα που αντλούν οι αναιρεσείουσες από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004 είναι αποτέλεσμα σύγχυσης μεταξύ της κινήσεως της έρευνας και της κινήσεως της διαδικασίας, οι οποίες πάντως πραγματοποιούνται σε διαφορετικό χρόνο και επιφέρουν διαφορετικές έννομες συνέπειες.

    79

    Πέραν αυτού, κατά την Επιτροπή, δεν ασκούν επιρροή οι παραπομπές των αναιρεσειουσών τόσο στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 1/2003 όσο και στις τομεακές έρευνες ή στις δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης.

    80

    Τρίτον, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι, εάν γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή δύναται να μην τηρεί τις διατυπώσεις των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 πριν από την κίνηση της έρευνας, θα θιγόταν το δικαίωμά τους αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής η οποία καθιστά δυνατόν να ελεγχθεί, από νομικής και πραγματικής απόψεως, της νομιμότητας των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου. Αφενός, ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από τον έλεγχο των ενδείξεων που διενήργησε εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο, ο οποίος οδήγησε στη μερική ακύρωση των επίδικων αποφάσεων. Αφετέρου, ακόμη και όταν δεν έχει γίνει καταγραφή μιας προφορικής κατάθεσης, το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    81

    Η εφαρμογή των διατυπώσεων των κανονισμών 1/2003 και 773/2004 πριν από την κίνηση της έρευνας θα έθιγε την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, εμποδίζοντάς την να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ενδείξεις που έχουν ληφθεί προφορικώς. Το να εμποδίζεται η Επιτροπή να συλλέξει στοιχεία σε προφορική μορφή θα διακύβευε την αποτελεσματικότητα των ερευνών καθυστερώντας τους ελέγχους.

    82

    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, δεδομένου ότι ο σκοπός του ελέγχου συνίσταται στη συλλογή των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της έκτασης της πιθανολογούμενης παραβάσεως βάσει των ενδείξεων που έχει στη διάθεσή της, οι ενδείξεις υπόκεινται κατ’ ανάγκην σε λιγότερες διατυπώσεις από ό,τι οι αποδείξεις και, ειδικότερα, δεν υποχρεούται να καταγράψει τέτοιες ενδείξεις βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004.

    83

    Εν συνεχεία, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι η υπαγωγή των ενδείξεων σε λιγότερες διατυπώσεις από ό,τι οι αποδείξεις καθιστά δυνατό τον συμβιβασμό, αφενός, της επιταγής ταχύτητας που κατευθύνει την έκδοση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου και την αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής και, αφετέρου, της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας των οικείων επιχειρήσεων.

    84

    Τέλος, κατά την Επιτροπή, η γνησιότητα της απόδειξης δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της αξιοπιστίας της. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 65 έως 69 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής (C‑99/17 P, EU:C:2018:773), ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, από την οποία συνάγεται ότι το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των νομοτύπως προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Κατά συνέπεια, η αποδεικτική αξία ενός στοιχείου πρέπει να εκτιμάται συνολικά και, επομένως, η διατύπωση μη τεκμηριωμένων αμφιβολιών όσον αφορά τη γνησιότητα της απόδειξης δεν αρκεί για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της. Κατά την Επιτροπή, οι προεκτεθείσες αρχές εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο στις ενδείξεις, των οποίων η αποδεικτική αξία είναι εξ ορισμού μικρότερη.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    85

    Με τα τρία σκέλη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τηρεί την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 προτού κινήσει τυπικώς μια έρευνα και κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που της αναγνωρίζουν ειδικότερα τα άρθρα 18 έως 20 του κανονισμού 1/2003.

    86

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, HOLD Alapkezelő, C‑352/20, EU:C:2022:606, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    87

    Πρώτον, από τη διατύπωση του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή ισχύει για κάθε ακρόαση που αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων σχετικών με το αντικείμενο της έρευνας (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 84).

    88

    Το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, το οποίο υπάγει τις ακροάσεις που διεξάγονται βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 στην τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, δεν διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως.

    89

    Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2003, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να καταγράφει με όποιον τρόπο επιλέξει κάθε ακρόαση την οποία διενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων σχετικών με το αντικείμενο της έρευνάς της (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 90 και 91).

    90

    Δέον, επομένως, να διευκρινιστεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αντικείμενο των ακροάσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή, δεδομένου ότι μόνον αυτές που αποσκοπούν στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, με συνέπεια να υφίσταται υποχρέωση καταγραφής τους.

    91

    Κατόπιν της διευκρινίσεως αυτής, από το γράμμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ή του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004 δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της εν λόγω υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το ζήτημα αν η ακρόαση την οποία διεξήγε η Επιτροπή πραγματοποιήθηκε πριν από την επίσημη κίνηση έρευνας, προκειμένου να συλλέξει ενδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως, ή μεταγενέστερα, προκειμένου να συλλέξει αποδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως.

    92

    Πράγματι, οι διατάξεις αυτές ουδόλως προβλέπουν ότι η εφαρμογή της υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το αν οι πληροφορίες που αποτελούν το αντικείμενό της μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενδείξεις ή ως αποδείξεις. Αντιθέτως, λόγω του γενικού χαρακτήρα του όρου «πληροφορίες» του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη εφαρμόζεται αδιακρίτως σε καθεμία από τις κατηγορίες αυτές.

    93

    Ασφαλώς, οι έννοιες των «ενδείξεων» και των «αποδείξεων» δεν πρέπει να συγχέονται, δεδομένου ότι μια ένδειξη δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της και σε αντίθεση με την απόδειξη, να αρκεί για τη στοιχειοθέτηση ενός συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού.

    94

    Γεγονός παραμένει ότι το αν πρόκειται για ένδειξη ή για απόδειξη δεν εξαρτάται από το συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας αλλά από την αποδεικτική αξία των επίμαχων πληροφοριών, η ύπαρξη δε αρκούντως σοβαρών και συγκλινουσών ενδείξεων, καθόσον αρκούντως σοβαρές και συγκλίνουσες ενδείξεις, θεωρούμενες ως σύνολο, μπορούν αφ’ εαυτών να στοιχειοθετήσουν μια παράβαση και να χρησιμοποιηθούν για την τελική απόφαση που θα εκδώσει η Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Knauf Gips κατά Επιτροπής, C‑407/08 P, EU:C:2010:389, σκέψη 47).

    95

    Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 141 των προτάσεών του, η υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό των συλλεγεισών πληροφοριών ως ενδείξεων ή ως αποδείξεων, διότι η αποδεικτική αξία των πληροφοριών αυτών μπορεί να εκτιμηθεί από την Επιτροπή μόνο μετά το πέρας των ακροάσεων αυτών, κατά τα επακόλουθα στάδια της διαδικασίας.

    96

    Εξάλλου, ούτε το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ούτε το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 προβλέπουν ότι η εφαρμογή της υποχρεώσεως καταγραφής εξαρτάται από το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο πραγματοποιούνται οι ακροάσεις. Βεβαίως, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ότι οι ακροάσεις που πραγματοποιούνται βάσει της διατάξεως αυτής διεξάγονται με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας, όπερ προϋποθέτει ότι μια έρευνα βρίσκεται εν εξελίξει. Αντιθέτως, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ακροάσεις πρέπει να πραγματοποιούνται μετά την επίσημη κίνηση έρευνας, η οποία ορίζεται από το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή λαμβάνει μέτρο που ενέχει αιτίαση περί τελέσεως παραβάσεως.

    97

    Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, επισημαίνεται, αφενός, ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του κανονισμού αυτού, το οποίο αναφέρεται στις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής. Η εφαρμογή όμως των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού δεν εξαρτάται κατ’ ανάγκην από τη λήψη, εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου, μέτρου που ενέχει αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως.

    98

    Συνακόλουθα, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, να διεξάγει τομεακές έρευνες, για τις οποίες δεν απαιτείται προηγουμένως η λήψη μέτρων τέτοιας φύσεως έναντι επιχειρήσεων.

    99

    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, κατά το οποίο «[η] Επιτροπή δύναται, πριν κινήσει τη διαδικασία, να ασκεί τις εξουσίες έρευνας δυνάμει του κεφαλαίου V του κανονισμού [1/2003]», ενισχύει την ερμηνεία ότι οι διατάξεις σχετικά με τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής που απαριθμούνται στο εν λόγω κεφάλαιο –συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 19– μπορούν να τύχουν εφαρμογής πριν από την επίσημη κίνηση έρευνας, αντιθέτως προς ό,τι συνάγεται από τη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    100

    Είναι αληθές ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 182), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied κατά Επιτροπής (C‑105/04 P, EU:C:2006:592, σκέψη 38), οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο προσδιόρισε ως σημείο αφετηρίας της προκαταρκτικής έρευνας την οποία διενήργησε η Επιτροπή, στον τομέα του ανταγωνισμού, την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο, ασκώντας τις εξουσίες που του έχει αναθέσει ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνει μέτρα τα οποία ενέχουν αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως και έχουν σημαντικές συνέπειες στην κατάσταση των ύποπτων επιχειρήσεων.

    101

    Εντούτοις, οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της διοικητικής διαδικασίας προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή τήρησε την αρχή της εύλογης προθεσμίας. Τουτέστιν, για την εξακρίβωση αυτή απαιτείται να εξεταστεί αν το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε επιμελώς από την ημερομηνία κατά την οποία ενημέρωσε για την ύπαρξη έρευνας την επιχείρηση έναντι της οποίας υπάρχουν υπόνοιες ότι διέπραξε παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

    102

    Αντιθέτως, η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προκειμένου να καθοριστεί από πότε η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που απορρέει από τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 150 των προτάσεών του, οι δηλώσεις τρίτων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια τέτοιων ακροάσεων μπορούν να αφορούν μια επιχείρηση, χωρίς η ίδια να έχει γνώση επ’ αυτού. Επομένως, η συνεκτίμηση της εν λόγω ημερομηνίας θα ισοδυναμούσε με αναβολή της εφαρμογής της υποχρεώσεως καταγραφής και των σχετικών διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις αυτές υπέρ των ερωτηθέντων τρίτων και υπέρ της επιχειρήσεως για την οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι τέλεσε παράβαση, έως ότου η Επιτροπή λάβει μέτρο που να ενημερώνει την επιχείρηση αυτή για την ύπαρξη υπονοιών εις βάρος της. Λόγω της αναβολής αυτής, οι ακροάσεις με τρίτους που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου θα εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως καταγραφής των ακροάσεων και των διαδικαστικών εγγυήσεων που ισχύουν γι’ αυτές.

    103

    Τρίτον και τελευταίον, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό 1/2003 σκοπό, από την αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο εντοπισμός των παραβάσεων της νομοθεσίας του ανταγωνισμού γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος και, για τον λόγο αυτό, το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αποσκοπεί στο να συμπληρώσει τις ερευνητικές εξουσίες της Επιτροπής, ιδίως διά της παροχής σε αυτήν της δυνατότητας να καλεί σε ακρόαση οποιοδήποτε πρόσωπο διαθέτει τυχόν χρήσιμες πληροφορίες και να καταγράφει τις δηλώσεις του (πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 85). Η έκφραση «εντοπισμός των παραβάσεων» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη ενισχύει την ερμηνεία κατά την οποία οι ακροάσεις που διεξάγει η Επιτροπή, σε προκαταρκτικό στάδιο, για τη συλλογή ενδείξεων σχετικά με το αντικείμενο έρευνας εμπίπτουν, και αυτές, στο άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

    104

    Πρέπει, εξάλλου, να διευκρινιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει σε οποιαδήποτε μορφή. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι της επιβάλλεται υποχρέωση καταγραφής θα την εμπόδιζε να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ενδείξεις όταν οι ενδείξεις αυτές μπορούν να είναι μόνον προφορικές και ότι θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητα των ερευνών, καθώς θα καθυστερούσε η διενέργεια του ελέγχου. Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η επιβολή τέτοιας υποχρέωσης λειτουργεί αποτρεπτικά, αφ’ ης στιγμής έχει τη δυνατότητα να προστατεύσει την ταυτότητα των ερωτηθέντων προσώπων.

    105

    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/2003 οι ακροάσεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνελέγησαν ενδείξεις που αποτέλεσαν εν συνεχεία τη βάση για την έκδοση αποφάσεως διατάσσουσας τη διενέργεια ελέγχου σε επιχείρηση με το σκεπτικό ότι δεν είχε κινηθεί, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, έρευνα κατά την έννοια του κεφαλαίου V του κανονισμού αυτού, καθόσον η Επιτροπή δεν είχε λάβει κανένα μέτρο που να ενέχει αιτίαση περί τέλεσης παραβάσεως έναντι της επιχείρησης αυτής. Προκειμένου να κρίνει αν οι εν λόγω ακροάσεις ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει αν αυτές αποσκοπούσαν στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενό τους και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.

    106

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 205 και 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές δεν έπρεπε να απορριφθούν ως ενέχουσες τυπικό ελάττωμα λόγω παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωσης καταγραφής ιδίως διότι πραγματοποιήθηκαν πριν από την κίνηση έρευνας δυνάμει του κανονισμού 1/2003 και ότι δεν ενείχαν οποιαδήποτε αιτίαση έναντι των προσφευγουσών και κατά μείζονα λόγο έναντι των προμηθευτών, σχετικά με τη διάπραξη παραβάσεως.

    107

    Πλην όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 155 των προτάσεών του, αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι, όταν η Επιτροπή διενεργεί ακροάσεις των οποίων το αντικείμενο έχει καθοριστεί εκ των προτέρων και οι οποίες αποσκοπούν προδήλως στη λήψη πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία συγκεκριμένης αγοράς και σχετικά με τη συμπεριφορά των παραγόντων της εν λόγω αγοράς προκειμένου να εντοπίσει τυχόν παραβατικές συμπεριφορές ή να θεμελιώσει τις υποψίες της όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιων συμπεριφορών, ασκεί την εξουσία της διεξαγωγής ακροάσεων δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

    108

    Κατά συνέπεια, οι ακροάσεις με τους προμηθευτές ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε καταγραφή των δηλώσεων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

    109

    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωση καταγραφής δεν εφαρμοζόταν στις ακροάσεις με τους προμηθευτές και ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις αυτές δεν ενείχαν τυπικό ελάττωμα.

    110

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα τρία σκέλη του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμα και, κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά τα λοιπά την προσφυγή ακυρώσεως των επίδικων αποφάσεων, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί και το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τα δικαστικά έξοδα.

    Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    111

    Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    112

    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

    113

    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση που προέβαλαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως περί προσβολής του δικαιώματος του απαραβίαστου της κατοικίας, ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές πρέπει να απορριφθούν λόγω παραβάσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004.

    114

    Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα πρακτικά των ακροάσεων με τους προμηθευτές επέχουν θέση καταγραφής σύμφωνης προς τις διατάξεις αυτές, καθόσον, μεταξύ άλλων, δεν υποβλήθηκαν στα ερωτώμενα πρόσωπα προς έγκριση.

    115

    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση καταγραφής που υπέχει καθόσον κατάρτισε αναλυτικά πρακτικά που αναπαράγουν πιστά το περιεχόμενο των δηλώσεων των προμηθευτών και τα συμπεριέλαβε στον φάκελο, με επίσημο αναγνωριστικό αριθμό. Κατά την Επιτροπή, ο τρόπος με τον οποίο τήρησε τα πρακτικά αποτελεί μία από τις μορφές καταγραφής των οποίων μπορεί να κάνει χρήση η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, όπως και η μαγνητοφώνηση ή η βιντεοσκόπηση ή η κατά λέξη καταγραφή των δηλώσεων.

    116

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 773/2004, όπου διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή «μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή», συνεπάγεται ότι, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει, με τη συγκατάθεση του ερωτώμενου προσώπου, να διενεργήσει ακρόαση βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, υποχρεούται να καταγράψει την ακρόαση στο σύνολό της, διατηρώντας μόνον την ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο καταγραφής (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής, C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 90).

    117

    Επιπλέον, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερη και τρίτη περίοδος, του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να θέτει στη διάθεση του ερωτώμενου αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης προς έγκριση και ότι, εφόσον είναι αναγκαίο, τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το πρόσωπο αυτό μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.

    118

    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε ισχυρίστηκε ούτε βέβαια απέδειξε ότι έθεσε στη διάθεση των προμηθευτών προς έγκριση τα πρακτικά που κατάρτισε.

    119

    Η υποχρέωση όμως της Επιτροπής να θέτει στη διάθεση του ερωτώμενου προσώπου προς έγκριση αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης, την οποία προβλέπει το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, αποσκοπεί, ειδικότερα, στη διασφάλιση της γνησιότητας των δηλώσεων στις οποίες προέβη το ερωτώμενο πρόσωπο, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι καταθέσεις ανήκουν πράγματι στο πρόσωπο αυτό και ότι σε αυτές έχουν αποτυπωθεί πιστά οι εν λόγω δηλώσεις στο σύνολό τους και όχι το πώς ερμηνεύονται οι δηλώσεις αυτές από την Επιτροπή.

    120

    Επομένως, τυχόν ένδειξη προερχόμενη από κατάθεση που έχει ληφθεί από την Επιτροπή χωρίς να πληρούται η απαίτηση αυτή, την οποία επιβάλλει το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτη και, κατά συνέπεια, να απορριφθεί.

    121

    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω, αμιγώς εσωτερικής φύσεως, πρακτικά πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, το οποίο εφαρμόζεται στις ακροάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

    122

    Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να αναιρεθεί από τις σκέψεις 65 έως 69 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies/Commission (C‑99/17 P, EU:C:2018:773).

    123

    Το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, από την οποία συνάγεται ότι το μόνο λυσιτελές κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των νομοτύπως προσκομιζόμενων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους και ότι, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός στοιχείου πρέπει να εκτιμάται συνολικά, με αποτέλεσμα η διατύπωση μη τεκμηριωμένων αμφιβολιών όσον αφορά τη γνησιότητα της απόδειξης να μην αρκεί για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, Infineon Technologies κατά Επιτροπής, C‑99/17 P, EU:C:2018:773, σκέψεις 65 έως 69).

    124

    Εντούτοις, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, το αποδεικτικό στοιχείο για τη γνησιότητα του οποίου εγείρονταν αμφιβολίες ήταν ένα εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα σε επιχείρηση και όχι κατάθεση την οποία έλαβε η Επιτροπή χωρίς να την καταγράψει, κατά παράβαση του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004.

    125

    Συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων προκειμένου να μην εφαρμοστούν οι τυπικοί κανόνες που ισχύουν για την καταγραφή των καταθέσεων που έχουν ληφθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διαπίστωση πλημμέλειας κατά τη συλλογή ενδείξεων, υπό το πρίσμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, συνεπάγεται αδυναμία της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τις ενδείξεις αυτές σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    126

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 208 των προτάσεών του, οι πληροφορίες που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές συνιστούσαν τις ενδείξεις στις οποίες βασίστηκαν ως επί το πλείστον οι επίδικες αποφάσεις και ενέχουν τυπικό ελάττωμα λόγω παραβάσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 υποχρέωσης καταγραφής, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της, κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων αποφάσεων, αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να δικαιολογούν τις υπόνοιες που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο σύνολό τους.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    127

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

    128

    Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Εξάλλου, δεδομένου ότι ακυρώθηκαν οι επίδικες αποφάσεις, η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

    129

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αναίρεση δεν ασκήθηκε από παρεμβαίνοντα πρωτοδίκως, αυτός μπορεί να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής δίκης μόνον αν έλαβε μέρος στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη ή προφορική διαδικασία. Όταν ο εν λόγω διάδικος μετέχει στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι αυτός φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο, παρεμβαίνον πρωτοδίκως, μετέσχε στην ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη και προφορική διαδικασία, πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα τόσο σχετικά με την αναιρετική όσο και σχετικά με την πρωτόδικη διαδικασία.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί το σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (T‑255/17, EU:T:2020:460), καθόσον απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή που άσκησαν οι προσφεύγουσες κατά της αποφάσεως C(2017) 1057 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1), και της αποφάσεως C(2017) 1361 final της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Les Mousquetaires καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1).

     

    2)

    Αναιρεί το σημείο 3 του διατακτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 5ης Οκτωβρίου 2020, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (T‑255/17, EU:T:2020:460), κατά το μέρος που αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

     

    3)

    Ακυρώνει την απόφαση C(2017) 1057 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1), και την απόφαση C(2017) 1361 final της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Les Mousquetaires καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (υπόθεση AT.40466 – Tute 1).

     

    4)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Les Mousquetaires SAS και η ITM Entreprises SAS, τόσο για την πρωτοβάθμια διαδικασία όσο και για την αναιρετική διαδικασία.

     

    5)

    Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδά του τόσο για την πρωτοβάθμια διαδικασία όσο και για την αναιρετική διαδικασία.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top