EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0475

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Σεπτεμβρίου 2022.
Admiral Gaming Network Srl κ.λπ. κατά Agenzia delle Dogane e dei Monopoli κ.λπ.
Αιτήσεις του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκατάστασης – Περιορισμοί – Τυχερά παίγνια – Παραχωρήσεις της εκμετάλλευσης των μηχανικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών ψυχαγωγικών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα – Εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει εισφορά στους παραχωρησιούχους – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-475/20 έως C-481/20.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:714

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκατάστασης – Περιορισμοί – Τυχερά παίγνια – Παραχωρήσεις της εκμετάλλευσης των μηχανικών, ηλεκτρομηχανικών και ηλεκτρονικών ψυχαγωγικών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα – Εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει εισφορά στους παραχωρησιούχους – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑475/20 έως C‑482/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Σεπτεμβρίου 2020, στο πλαίσιο των δικών

Admiral Gaming Network Srl (C‑475/20),

Cirsa Italia SpA (C‑476/20),

Codere Network SpA (C‑477/20),

Gamenet SpA (C‑478/20),

NTS Network SpA (C‑479/20),

Sisal Entertainment SpA (C‑480/20),

Snaitech SpA, πρώην Cogetech SpA (C‑481/20),

Snaitech SpA, πρώην Snai SpA (C‑482/20),

κατά

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

Ministero dell’Economia e delle Finanze (C‑475/20, C‑477/20),

Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑475/20, C‑477/20, C‑481/20),

IGT Lottery SpA, πρώην Lottomatica Holding Srl (C‑475/20),

Se. Ma. di Francesco Senese (C‑481/20),

παρισταμένων των:

Lottomatica Videolot Rete Spa (C‑475/20),

Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons) (C‑476/20, C‑478/20, C‑480/20, C‑482/20) κ.λπ.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, J. Passer (εισηγητή), F. Biltgen, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Admiral Gaming Network Srl και η Codere Network SpA, εκπροσωπούμενες από τους F. Cardarelli και F. Lattanzi, avvocati,

η Cirsa Italia SpA και η Gamenet SpA, εκπροσωπούμενες από τους C. Barreca και F. Tedeschini, avvocati,

η NTS Network SpA, εκπροσωπούμενη από τους C. Barreca, F. Tedeschini και A. Tortora, avvocati,

η Sisal Entertainment SpA και η Snaitech SpA, εκπροσωπούμενες από την A. Lauteri και τον L. Medugno, avvocati,

η IGT Lottery SpA και η Lottomatica Videolot Rete SpA, εκπροσωπούμενες από τους S. Fidanzia και A. Gigliola, avvocati,

η Coordinamento delle associazioni per la tutela dell’ambiente e dei diritti degli utenti e consumatori (Codacons), εκπροσωπούμενη από την M. Servino, avvocata,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους P. G. Marrone και G. Palatiello, avvocati dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Armati και τον L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Απριλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Admiral Gaming Network Srl (υπόθεση C‑475/20), της Cirsa Italia SpA (υπόθεση C‑476/20), της Codere Network SpA (υπόθεση C‑477/20), της Gamenet SpA (υπόθεση C‑478/20), της NTS Network SpA (υπόθεση C‑479/20), της Sisal Entertainment SpA (υπόθεση C‑480/20) και της Snaitech SpA, πρώην Cogetech SpA και Snai SpA (υποθέσεις C‑481/20 και C‑482/20), εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων, και, αφετέρου, της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (Υπηρεσίας Τελωνείων και Μονοπωλίων, Ιταλία) (στο εξής: ADM) καθώς και άλλων ιταλικών αρχών, σχετικά με τη μείωση των προμηθειών τις οποίες δικαιούνται οι φορείς εκμετάλλευσης που ασκούν οργανωμένη δραστηριότητα συλλογής στοιχημάτων μέσω παιγνιομηχανημάτων.

Το νομικό πλαίσιο

3

Τα άρθρα 1 έως 3 του decreto legislativo n. 496 – Disciplina delle attività di giuoco (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 496, σχετικά με το καθεστώς των δραστηριοτήτων διεξαγωγής παιγνίων), της 14ης Απριλίου 1948 (GURI αριθ. 118, της 22ας Μαΐου 1948), ορίζουν τα εξής:

«1.   Η διοργάνωση και η εκμετάλλευση παιγνίων δεξιοτήτων και διαγωνισμών προγνωστικών έναντι των οποίων καταβάλλεται ανταμοιβή οποιασδήποτε φύσεως και για τη συμμετοχή στους οποίους προϋποτίθεται η καταβολή χρηματικής αξίας ανατίθενται αποκλειστικώς στο Δημόσιο.

2.   Η διοργάνωση και η άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο ανατίθενται στο Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο μπορεί να διασφαλίζει τη διαχείρισή τους είτε απευθείας είτε μέσω φυσικών ή νομικών προσώπων που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά τους προς τούτο. Στη δεύτερη περίπτωση, το ύψος της αμοιβής που οφείλεται στους διαχειριστές και οι λοιπές λεπτομέρειες που διέπουν τη διαχείριση καθορίζονται με ειδικές συμβάσεις […].

3.   Τα έσοδα που προέρχονται από την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα καταβάλλονται σε ειδικό λογαριασμό εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.»

4

Η Ιταλική Δημοκρατία ανέθεσε τη διαχείριση του τομέα των παιγνίων στην ADM δυνάμει του άρθρου 8 της decreto-legge n. 282 – Disposizioni urgenti in materia di adempimenti comunitari e fiscali, di riscossione e di procedure di contabilità (πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 282, περί επειγουσών διατάξεων στον τομέα των κοινοτικών και φορολογικών υποχρεώσεων, της εισπράξεως και των διαδικασιών τήρησης λογιστικής), της 24ης Δεκεμβρίου 2002 (GURI αριθ. 301, της 24ης Δεκεμβρίου 2002).

5

Το άρθρο 110, παράγραφος 6, του regio decreto n. 773 – Approvazione del testo unico delle leggi di pubblica sicurezza (βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, περί κωδικοποιήσεως των νόμων για τη δημόσια ασφάλεια), της 18ης Ιουνίου 1931 (GURI αριθ. 146, της 26ης Ιουνίου 1931), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: βασιλικό διάταγμα αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931), ορίζει τα ακόλουθα:

«Ως νόμιμα παιγνιομηχανήματα θεωρούνται:

a)

τα παιγνιομηχανήματα τα οποία, εφόσον έχουν λάβει βεβαίωση συμμόρφωσης προς τις ισχύουσες διατάξεις από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών […] και είναι υποχρεωτικώς συνδεδεμένα με το τηλεματικό δίκτυο που προβλέπεται στο άρθρο 14bis, παράγραφος 4, του διατάγματος αριθ. 640 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 26ης Οκτωβρίου 1972 […], τίθενται σε λειτουργία με την εισαγωγή μεταλλικού νομίσματος ή με ειδικά ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής […], όπου, πέραν του τυχηρού στοιχείου, ασκούν επίσης επιρροή στοιχεία ικανότητας […], στα οποία το κόστος του παιγνίου δεν υπερβαίνει το 1 ευρώ, η δε ελάχιστη διάρκεια του παιγνίου είναι τέσσερα δευτερόλεπτα, και τα οποία διανέμουν κέρδη σε μετρητά, πληρωτέα από το μηχάνημα, με το μέγιστο δυνατό κέρδος κάθε φορά να ανέρχεται στα 100 ευρώ. Τα κέρδη, υπολογιζόμενα από το μηχάνημα με μη προκαθορισμένο τρόπο σε συνολικό κύκλο 140000 παιγνίων κατ’ ανώτατο όριο, δεν πρέπει να είναι κατώτερα από το 75 % των ποσών που παίχτηκαν. Σε κάθε περίπτωση, τα μηχανήματα αυτά δεν μπορούν να αναπαράγουν το παιχνίδι πόκερ ή τους βασικούς κανόνες του·

b)

τα παιγνιομηχανήματα τα οποία αποτελούν μέρος του τηλεματικού δικτύου που προβλέπεται στο άρθρο 14bis, παράγραφος 4, του διατάγματος αριθ. 640 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 26ης Οκτωβρίου 1972 […], για τη θέση σε λειτουργία των οποίων αρκεί απλώς και μόνον η σύνδεση με σύστημα επεξεργασίας δικτύου. Για τα μηχανήματα αυτά, κανονιστικές πράξεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών […], καθορίζουν […]:

1)

το κόστος και τον τρόπο πληρωμής κάθε παρτίδας·

2)

το ελάχιστο ποσοστό των εσόδων που προορίζονται να διατεθούν ως κέρδη·

3)

το μέγιστο ποσό και τον τρόπο εισπράξεως των κερδών·

4)

τις προδιαγραφές για το αμετάβλητο και την ασφάλεια, οι οποίες αφορούν επίσης το σύστημα επεξεργασίας με το οποίο είναι συνδεδεμένα τα μηχανήματα αυτά·

5)

τις λύσεις που πρέπει να υιοθετούνται στα μηχανήματα ώστε να ενθαρρύνεται η υπευθυνότητα των παικτών·

6)

τις κατηγορίες και τα χαρακτηριστικά των δημόσιων καταστημάτων και των λοιπών χώρων που διαθέτουν άδεια συλλογής παιγνίων και στους οποίους είναι δυνατή η εγκατάσταση των μηχανημάτων που αναφέρονται στο παρόν σημείο.»

6

Το άρθρο 14bis, παράγραφος 4, του decreto del Presidente della Repubblica, n. 640 – Imposta sugli spettacoli (διατάγματος αριθ. 640 του Προέδρου της Δημοκρατίας, σχετικά με τον φόρο θεαμάτων), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI, αριθ. 2), ορίζει, όσον αφορά τη διαχείριση των μηχανημάτων αυτών, ότι πρέπει να είναι υποχρεωτικώς συνδεδεμένα με τηλεματικό δίκτυο της διοίκησης που δημιουργείται για τον σκοπό αυτό και ότι «επιλέγονται [έ]νας ή περισσότεροι παραχωρησιούχοι [του εν λόγω δικτύου], το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, στο πλαίσιο διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης και τηρουμένων των εθνικών και κοινοτικών διατάξεων», ενώ κάθε παραχωρησιούχος διαχειρίζεται το δίκτυο και τα συνδεδεμένα με το εν λόγω δίκτυο μηχανήματα των οποίων είναι υπεύθυνος έναντι προμήθειας.

7

Κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διάταξης, προκηρύχθηκε διαδικασία για την επιλογή παραχωρησιούχων κατόπιν διαγωνισμού (GURI αριθ. 95, ειδική σειρά αριθ. 5, της 12ης Αυγούστου 2011, σ. 40), με το σημείο ΙΙ 1.5 της προκήρυξης να ορίζει, όσον αφορά την προμήθεια του παραχωρησιούχου, τα εξής:

«[…] O παραχωρησιούχος υποχρεούται να θέτει στη διάθεση του Δημόσιου Ταμείου και της Ανεξάρτητης Αρχής Κρατικών Μονοπωλίων τα ποσά που προβλέπονται ως εφάπαξ εισφορά υπέρ του Ταμείου, το τέλος παραχωρήσεως και την εγγύηση σε ποσοστό επί τοις εκατό των εισπράξεων. Ο παραχωρησιούχος δικαιούται προμήθειας που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τη συλλογή των εισπράξεων και των προαναφερθέντων ποσών, αφενός, καθώς και των διανεμητέων κερδών, υπολογιζομένων βάσει των ελαχίστων ορίων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, και του μεριδίου που οφείλεται στους τρίτους που είναι επιφορτισμένοι με τη συλλογή των εισπράξεων, αφετέρου.»

8

Το άρθρο 14 του legge n. 23 – Delega al Governo recante disposizioni per un sistema fiscale più equo, trasparente e orientato alla crescita (νόμου 23, περί εξουσιοδότησης της κυβέρνησης προς λήψη μέτρων για ένα φορολογικό σύστημα πιο δίκαιο, διαφανές και προσανατολισμένο στην ανάπτυξη), της 11ης Μαρτίου 2014 (GURI αριθ. 59, της 12ης Μαρτίου 2014), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο (στο εξής: νόμος 23 της 11ης Μαρτίου 2014), ορίζει τα εξής:

«1.   Η κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να προβεί, με την έκδοση των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 νομοθετικών διαταγμάτων, σε αναδιοργάνωση των διατάξεων που ισχύουν για τα τυχερά παίγνια, αναδιοργανώνοντας όλους τους ισχύοντες κανόνες υπό τη μορφή ενός κώδικα διατάξεων για τα τυχερά παίγνια, χωρίς να θίγεται το οργανωτικό πρότυπο το οποίο βασίζεται στο σύστημα παραχώρησης και αδειοδότησης, στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, για τον συγκερασμό των συμφερόντων του Δημόσιου Ταμείου και των τοπικών συμφερόντων και γενικών συμφερόντων στον τομέα της δημόσιας υγείας, για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για την εξασφάλιση της τακτικής καταβολής των φορολογικών επιβαρύνσεων επί των τυχερών παιγνίων.

2.   Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες αρχές και κατευθυντήριες γραμμές:

[…]

g)

αναπροσαρμογή των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης, βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων·

[…]».

9

Το άρθρο 1, παράγραφος 649, του legge n. 190 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2015) [νόμου 190, περί διατάξεων για την κατάρτιση του ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος σταθερότητας για το 2015)], της 23ης Δεκεμβρίου 2014 (GURI αριθ. 300, της 29ης Δεκεμβρίου 2014, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI, αριθ. 99) (στο εξής: νόμος σταθερότητας για το 2015), επέβαλε ετήσια εισφορά ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ επί των κρατικών πόρων που διατίθενται, με τη μορφή προμήθειας, στους παραχωρησιούχους και λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης που εξασφαλίζουν τη διαχείριση των τυχερών παιγνίων και τη συλλογή των εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου. Η διάταξη αυτή έχει ως ακολούθως:

«Προκειμένου να συμβάλει στη βελτιστοποίηση του σκοπού της εξυγίανσης των δημοσιονομικών και εν αναμονή μιας εκ βάθρων αναδιοργάνωσης των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και στους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου στο πλαίσιο του δικτύου συλλογής εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο g, του νόμου 23 της 11ης Μαρτίου 2014, οι κρατικοί πόροι που διατίθενται, με τη μορφή προμήθειας, στους παραχωρησιούχους και στα πρόσωπα τα οποία, κατ’ αντιστοιχίαν προς τις αρμοδιότητές τους, δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση και τη συλλογή εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται με τα μηχανήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 110, παράγραφος 6, του βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931, μειώνονται κατά το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, με ισχύ από το 2015. Ως εκ τούτου, από 1ης Ιανουαρίου 2015:

a)

στους παραχωρησιούχους καταβάλλεται από τους φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου το καθαρό ποσό των εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται μέσω των προαναφερόμενων μηχανημάτων. Οι παραχωρησιούχοι γνωστοποιούν στην [ADM] την επωνυμία των φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου που δεν προβαίνουν στην καταβολή αυτή, προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, ενδεχόμενης προσφυγής ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής·

b)

στο πλαίσιο της άσκησης των δημοσίων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, οι παραχωρησιούχοι, εκτός από τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας και βάσει των συμβάσεων παραχώρησης και που καταβάλλονται τακτικά στο Δημόσιο, θα καταβάλλουν επιπλέον ετησίως, μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου, το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ, έκαστος κατ’ αναλογίαν προς τον αριθμό των μηχανημάτων που του έχουν παραχωρηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014. Ο αριθμός των μηχανημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 110, παράγραφος 6, στοιχεία a και b, του βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931, ο οποίος αναλογεί σε κάθε παραχωρησιούχο, καθώς και οι λεπτομέρειες για την πραγματοποίηση της καταβολής καθορίζονται με απόφαση του διευθυντή της [ADM], η οποία πρέπει να εκδοθεί το αργότερο έως τις 15 Ιανουαρίου 2015, κατόπιν εξετάσεως των υφιστάμενων στοιχείων. Με τέτοια απόφαση θα τροποποιείται ο οριζόμενος κατά τα ανωτέρω αριθμός των μηχανημάτων, αρχής γενομένης από το έτος 2016·

c)

στο πλαίσιο της άσκησης των δημοσίων καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, οι παραχωρησιούχοι κατανέμουν μεταξύ των λοιπών φορέων εκμετάλλευσης του κλάδου τα υπόλοιπα ποσά, τα οποία είναι διαθέσιμα για τις αμοιβές και προμήθειές τους, προβαίνοντας σε επαναδιαπραγμάτευση των σχετικών συμβάσεων και στην καταβολή των αμοιβών και των προμηθειών αποκλειστικώς ενόψει της σύναψης των υπό επαναδιαπραγμάτευση συμβάσεων.»

10

Με το decreto n. 388, prot. n. 4076/RU, del Direttore dell’Agenzia delle dogane e dei monopoli (διάταγμα αριθ. 388, αριθ. πρωτοκόλλου 4076/RU, του διευθυντή της ADM), της 15ης Ιανουαρίου 2015, καταγράφηκε ο αριθμός των μηχανημάτων που συνδέονται με κάθε παραχωρησιούχο στις 31 Δεκεμβρίου 2014 και εκκαθαρίστηκαν τα οφειλόμενα συνεπεία αυτού ποσά διά της κατανομής του βάρους της εισφοράς κατ’ αναλογίαν προς τον αριθμό των μηχανημάτων που συνδέονται με κάθε παραχωρησιούχο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του διατάγματος, κάθε παραχωρησιούχος όφειλε να καταβάλει το 40 % του μεριδίου του πριν από τις 30 Απριλίου 2015 και το 60 % πριν από τις 31 Οκτωβρίου 2015.

11

Το άρθρο 1, παράγραφοι 920 και 921, του legge n. 208 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale et pluriennale dello Stato (legge di stabilità 2016) [νόμου 208, περί ετήσιου και πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος σταθερότητας για το 2016)], της 28ης Δεκεμβρίου 2015 (GURI αριθ. 302, της 30ής Δεκεμβρίου 2015, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI, αριθ. 70) (στο εξής: νόμος σταθερότητας για το 2016), καταργώντας το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, περιόρισε το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και, συνεπακόλουθα, και την εισφορά, στο έτος 2015 (στο εξής: εισφορά του 2015). Η διάταξη αυτή έχει ως ακολούθως:

«920.   Η παράγραφος 649 του άρθρου 1 του [νόμου σταθερότητας για το 2015] καταργείται.

921.   Η παράγραφος 649 του άρθρου 1 του [νόμου σταθερότητας για το 2015] έχει την έννοια ότι η ετήσια μείωση των κρατικών πόρων που διατίθενται, ως προμήθεια, στους παραχωρησιούχους και στα πρόσωπα τα οποία, κατ’ αντιστοιχίαν προς τις αρμοδιότητές τους, δραστηριοποιούνται στην εκμετάλλευση και τη συλλογή των εισπράξεων από παίγνια που διεξάγονται με τα μηχανήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 110, παράγραφος 6, του βασιλικού διατάγματος αριθ. 773 της 18ης Ιουνίου 1931, εφαρμόζεται στους φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου κατ’ αναλογίαν προς τη συμμετοχή εκάστου στη διανομή της προμήθειας, σύμφωνα με τις αντίστοιχες συμβάσεις, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειάς τους εντός του 2015.»

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Οι αναιρεσείουσες των κύριων δικών είναι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιγνίων μέσω των νόμιμων μηχανημάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 110, παράγραφος 6, του βασιλικού διατάγματος αριθ. 773, της 18ης Ιουνίου 1931. Οι εν λόγω εταιρίες επελέγησαν ως παραχωρησιούχοι του δικτύου συλλογής των εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου μετά το πέρας της διαδικασίας επιλογής που μνημονεύεται στη σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως. Καθεμία από τις εταιρίες αυτές άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με αίτημα την ακύρωση του διατάγματος αριθ. 388, της 15ης Ιανουαρίου 2015, για τον λόγο ότι μειώνει σημαντικά το περιθώριο κέρδους τους και είναι παράνομο, καθόσον θεσπίστηκε προς εφαρμογή διατάξεων αντίθετων προς το δίκαιο της Ένωσης ή το ιταλικό Σύνταγμα.

13

Το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) υπέβαλε στο Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ιταλία) ερώτημα περί συνταγματικότητας όσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, με το οποίο θεσπίστηκε η ετήσια εισφορά. Με την υπ’ αριθ. 125 απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, το τελευταίο ως άνω δικαστήριο παρέπεμψε το εν λόγω ζήτημα στο Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) λόγω της νομοθετικής τροποποιήσεως που επέφερε, μεσούσης της δίκης, το άρθρο 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016.

14

Λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης νομοθετικής τροποποιήσεως, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) έκρινε ότι δεν εγείρονται πλέον αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητα του επίμαχου καθεστώτος ούτε ως προς τη συμβατότητά του με το δίκαιο της Ένωσης και, συνακόλουθα, απέρριψε επί της ουσίας τις ασκηθείσες από τις αναιρεσείουσες των κύριων δικών προσφυγές.

15

Οι τελευταίες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία).

16

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των επίμαχων εθνικών νομοθετικών διατάξεων με το δίκαιο της Ένωσης.

17

Πρώτον, το μέτρο που επιβλήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, το οποίο καταργήθηκε και ερμηνεύθηκε με το άρθρο 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016, είχε ως συνέπεια να επιβληθεί στις αναιρεσείουσες των κύριων δικών οικονομική εισφορά. Ωσαύτως, συντρέχει ενδεχομένως περιορισμός των ελευθεριών που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ Η εισφορά του 2015 είχε αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι φορολογήθηκε το 2015 και έπληττε τα έσοδα που αποκομίστηκαν το 2014.

18

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η εισφορά του 2015 υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η θέσπισή της φαίνεται να υπαγορεύθηκε μόνον από την οικονομική ανάγκη αυξήσεως των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, το οποίο υπογραμμίζει ότι η εισφορά αυτή απέβλεπε στο «να συμβάλει στη βελτιστοποίηση του σκοπού της εξυγίανσης των δημοσιονομικών».

19

Δεύτερον, η εισφορά του 2015 φαίνεται να θεσπίστηκε κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το συγκεκριμένο μέτρο είχε αντίκτυπο στις υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις παραχωρήσεως. Είχε επίσης σημαντική επίπτωση στις οικονομικές συνθήκες και δεν ήταν δυνατόν να το προβλέψει ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας.

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι συμβατή με την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και με την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που κατοχυρώνεται με το άρθρο 56 ΣΛΕΕ η προσθήκη διατάξεως όπως αυτής του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, βάσει της οποίας μειώνονται οι αμοιβές και προμήθειες αποκλειστικώς μιας περιορισμένης και ειδικής κατηγορίας επιχειρήσεων, συγκεκριμένα δε των επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται μηχανικά, ηλεκτρομηχανικά και ηλεκτρονικά ψυχαγωγικά παίγνια, και όχι όλων των επιχειρήσεων του τομέα των παιγνίων;

2)

Είναι συμβατή με την αρχή του δικαίου της Ένωσης περί προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η προσθήκη διατάξεως όπως είναι η προμνημονευθείσα του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, βάσει της οποίας, για λόγους αποκλειστικώς οικονομικούς, μειώνεται, κατά τον χρόνο ισχύος συμβάσεως παραχωρήσεως που έχει συναφθεί μεταξύ εταιρίας και διοικητικής αρχής του Ιταλικού Δημοσίου, το ύψος της συμπεφωνημένης με τη σύμβαση αυτή προμήθειας;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21

Με το από 16 Νοεμβρίου 2020 αίτημα παροχής διευκρινίσεων, το Δικαστήριο ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να διευκρινίσει τη θέση του ως προς ορισμένα στοιχεία δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε.

22

Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2020, το αιτούν δικαστήριο απάντησε στο αίτημα αυτό, επισημαίνοντας, κατ’ αρχάς, ότι οι επίμαχες συμβάσεις παραχωρήσεως είχαν ανατεθεί στις αναιρεσείουσες των κύριων δικών στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού ανοικτής σε όλες τις επιχειρήσεις της Ένωσης. Εν συνεχεία, καίτοι όλες οι αναιρεσείουσες των κύριων δικών είναι βεβαίως ιταλικές εταιρίες, τέσσερις εξ αυτών ελέγχονται εξ ολοκλήρου από εταιρίες άλλων κρατών μελών. Τουλάχιστον μία επιχείρηση άλλου κράτους μέλους επέχει θέση φορέα εκμετάλλευσης επιφορτισμένου με τη συλλογή των εισπράξεων από παίγνια μέσω μόνιμης εγκαταστάσεως στην Ιταλία. Τέλος, η οφειλόμενη στην εισφορά του 2015 παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συνιστά αντίστροφη δυσμενή διάκριση εις βάρος των παραχωρησιούχων και προς όφελος όλων των φορέων εκμετάλλευσης που προσφέρουν συγκρίσιμα διαδικτυακά παίγνια, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και πολυάριθμες επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η εν λόγω εισφορά επηρεάζει έμμεσα, ενδεχομένως και άμεσα, τα οικονομικά αποτελέσματα εταιριών άλλων κρατών μελών που δραστηριοποιούνται στην ιταλική αγορά τυχερών παιγνίων.

23

Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2021, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

24

Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη χρησιμότητα των υποβληθέντων ερωτημάτων για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών κατόπιν της καταργήσεως του νόμου σταθερότητας για το 2015.

25

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον το ερώτημα που τίθεται αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, κατ’ αρχήν, οφείλει να αποφανθεί. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2021, IS (Μη σύννομο της διατάξεως περί παραπομπής), C‑564/19, EU:C:2021:949, σκέψεις 60 και 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

26

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, το οποίο μνημονεύεται στα προδικαστικά ερωτήματα, μολονότι καταργήθηκε το 2016 και εφαρμόζεται –λόγω της κατάργησής του– μόνο στο 2015, αποτελεί, έστω και υπό τη μορφή που η διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε αναδρομικώς με το άρθρο 1, παράγραφοι 920 και 921, του νόμου σταθερότητας για το 2016, τη βάση επιβολής της εισφοράς του 2015. Επιπλέον, εάν κριθεί ότι η διάταξη αυτή θίγει τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει ότι η επίμαχη εισφορά είναι παράνομη. Επομένως, δεν καταδεικνύεται ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών ούτε ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως.

27

Από την πλευρά της, η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας ότι το αιτούν δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η μείωση των προμηθειών και των αμοιβών θα μπορούσε να προσκρούει στα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ, καθότι η μείωση αυτή ισχύει αποκλειστικώς για τους φορείς εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων που διεξάγονται σε παιγνιομηχανήματα και όχι για τους λοιπούς φορείς του τομέα των τυχερών παιγνίων στην Ιταλία, ούτε προέβη, συναφώς, σε συγκριτική αξιολόγηση των διαφόρων αυτών κατηγοριών φορέων ούτως ώστε να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση της προβαλλόμενης κατ’ αυτόν τον τρόπο διαφορετικής μεταχείρισης.

28

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 94, στοιχεία αʹ και γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει «συνοπτική έκθεση του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων από το αιτούν δικαστήριο πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα», καθώς και «έκθεση των λόγων που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, καθώς και της κατά τη γνώμη του σχέσεως μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας».

29

Ωστόσο, λόγω του πνεύματος συνεργασίας που πρυτανεύει στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, η έλλειψη ορισμένων προγενέστερων διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ή ενός εκ των περιεχόμενων στην οικεία αίτηση προδικαστικών ερωτημάτων εάν το Δικαστήριο εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, ότι είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Εν προκειμένω, μολονότι θα ήταν βεβαίως ευκταίο το αιτούν δικαστήριο να είχε εκθέσει λεπτομερέστερα τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι μπορεί στην υπό κρίση υπόθεση να συντρέχει παράβαση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορά το πρώτο ερώτημά του, από τα στοιχεία που περιέχονται στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η εισφορά του 2015 αφορά μόνον τους αναδόχους συμβάσεων παραχωρήσεως της εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων που διεξάγονται σε παιγνιομηχανήματα και τους αντισυμβαλλόμενούς τους σε μεταγενέστερο στάδιο, και όχι τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του τομέα των τυχερών παιγνίων, όπως είναι οι φορείς εκμετάλλευσης διαδικτυακών τυχερών παιγνίων. Ως εκ τούτου, ούτε η έλλειψη προσδιορισμού και ακριβούς περιγραφής εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου των διαφόρων άλλων κατηγοριών φορέων εκμετάλλευσης του τομέα των τυχερών παιγνίων ούτε η έλλειψη ακριβέστερων επεξηγήσεων εκ μέρους του ως προς το κατά πόσον ο περιορισμός αυτός –που επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εισφοράς– ασκεί ενδεχομένως επιρροή όσον αφορά τη διαπίστωση, εν προκειμένω, τυχόν παράβασης των διατάξεων των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ αποτελούν πρόσκομμα για την επαρκή κατανόηση του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και των σχέσεων που ενδεχομένως υφίστανται μεταξύ των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και της επίδικης νομοθεσίας ή για την παροχή, από το Δικαστήριο στο αιτούν δικαστήριο, ορισμένων ελάχιστων ενδείξεων που να καθοδηγούν το αιτούν δικαστήριο κατά την εφαρμογή των οικείων διατάξεων, στην οποία ενδέχεται να κληθεί να προβεί στο πλαίσιο των υποθέσεων των κύριων δικών των οποίων έχει επιληφθεί.

31

Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) είναι παραδεκτά.

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

32

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, βάσει της οποίας επιβάλλεται, για λόγους αποκλειστικά συνδεόμενους με την εξυγίανση των δημοσιονομικών, εισφορά συνεπαγόμενη τη μείωση της αμοιβής μιας περιορισμένης κατηγορίας επιχειρήσεων του κλάδου των τυχερών παιγνίων, ήτοι των παραχωρησιούχων που είναι επιφορτισμένοι με την εκμετάλλευση των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα.

33

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να λογίζονται ως περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και/ή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών όλα τα μέτρα τα οποία απαγορεύουν, κωλύουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών τις οποίες διασφαλίζουν τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, με το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, το ίδιο έτος η Ιταλική Δημοκρατία επέβαλε στους παραχωρησιούχους του κλάδου των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα, διά της εισφοράς του 2015, συνολική μείωση κατά 500 εκατομμύρια ευρώ του ύψους της προμήθειας που τους είχε διατεθεί κατ’ εφαρμογήν των συμβάσεων παραχωρήσεως, μείωση η οποία κατανεμήθηκε μεταξύ τους κατ’ αναλογίαν προς τον αριθμό των παιγνιομηχανημάτων που είχε ο καθένας εξ αυτών υπό τον έλεγχό του στις 31 Δεκεμβρίου 2014 και, στη συνέχεια, κατανεμήθηκε εκ νέου μεταξύ του εκάστοτε παραχωρησιούχου και των αντισυμβαλλομένων του σε μεταγενέστερο στάδιο κατ’ αναλογίαν προς τη συμμετοχή εκάστου στη διανομή της προμήθειας.

35

Εξάλλου, όπως προκύπτει ιδίως από τις διευκρινίσεις που εκτίθενται στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ των παραχωρησιούχων που επλήγησαν από την εισφορά του 2015 περιλαμβάνονται και ιταλικές εταιρίες ελεγχόμενες από εταιρίες εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

36

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει στους υπηκόους των κρατών μελών και η οποία συνεπάγεται γι’ αυτούς την ανάληψη και άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και διαχείριση επιχειρήσεων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που καθορίζει η νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους, περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 54 ΣΛΕΕ, για τις εταιρίες που έχουν συσταθεί κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Ένωσης, το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο οικείο κράτος μέλος μέσω θυγατρικής, υποκαταστήματος ή πρακτορείου (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Η ελευθερία εγκαταστάσεως καταλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη σύσταση, από εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, θυγατρικής εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος. Κατά πάγια νομολογία, τούτο ισχύει και σε περίπτωση που μια τέτοια εταιρία ή υπήκοος κράτους μέλους αποκτά, στο κεφάλαιο εταιρίας εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, συμμετοχή η οποία του/της επιτρέπει να ασκεί αδιαμφισβήτητη επιρροή στις αποφάσεις της εταιρίας αυτής και να καθορίζει τις δραστηριότητές της (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Αντιθέτως, καθόσον οι ενδείξεις που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να προσδιορίσει με επαρκή ακρίβεια σε ποιον βαθμό οι επίμαχες στις κύριες δίκες καταστάσεις ενδέχεται να αφορούν και το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, πρέπει, εν προκειμένω, να προκριθεί η εξέταση των ερωτημάτων που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο υπό το πρίσμα μόνον του άρθρου 49 ΣΛΕΕ.

39

Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί ότι η εισφορά του 2015 μπορούσε να συνιστά περιορισμό της ελευθερίας την οποία εγγυάται η διάταξη αυτή, διότι το ύψος της ήταν υπερβολικά χαμηλό ώστε να επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα.

40

Πλην όμως, υπενθυμίζεται ότι ακόμη και ένας μικρής εκτάσεως ή ήσσονος σημασίας περιορισμός θεμελιώδους ελευθερίας απαγορεύεται, κατ’ αρχήν, από τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ., C‑315/13, EU:C:2014:2408, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Τούτου δοθέντος, παρατηρείται ότι η εισφορά του 2015 φέρει τον χαρακτήρα φορολογικού μέτρου, όπως υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, στις παρατηρήσεις της η Ιταλική Κυβέρνηση και όπως προκύπτει από την έκφραση «φορολογικ[ές] επιβαρύνσε[ις] επί των τυχερών παιγνίων» περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου 23 της 11ης Μαρτίου 2014.

42

Συναφώς, πρέπει βεβαίως να υπομνησθεί ότι η άμεση φορολογία υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, πλην όμως από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή σεβόμενα το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 34).

43

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει ωστόσο κρίνει ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ένωσης, τα μειονεκτήματα που τυχόν απορρέουν από την παράλληλη άσκηση των φορολογικών αρμοδιοτήτων των διαφόρων κρατών μελών δεν συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία, εφόσον η άσκηση αυτή δεν συνεπάγεται δυσμενείς διακρίσεις [πρβλ. αποφάσεις της26ης Μαΐου 2016, NN (L) International, C‑48/15, EU:C:2016:356, σκέψη 47, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Real Vida Seguros, C‑449/20, EU:C:2021:721, σκέψη 38]. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν καλύπτει τα μέτρα των οποίων το μόνον αποτέλεσμα είναι να καθιστούν οικονομικά επαχθέστερη τη συγκεκριμένη παροχή υπηρεσιών και τα οποία πλήττουν εξίσου την παροχή υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών και την παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό ενός μόνο κράτους μέλους (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ μέτρα των οποίων το μόνον αποτέλεσμα είναι να καθιστούν οικονομικά επαχθέστερη τη συγκεκριμένη παροχή υπηρεσιών και τα οποία πλήττουν την εν λόγω παροχή υπηρεσιών κατά παρεμφερή τρόπο, είτε πρόκειται για παροχή αμιγώς εσωτερική ή είτε πρόκειται για παροχή από φορέα ελεγχόμενο από εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

44

Πάντως, από τις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις δεν συνάγεται ότι η εισφορά του 2015 εισήγαγε δυσμενή διάκριση μεταξύ των παραχωρησιούχων του κλάδου των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα, επιφυλάσσοντας λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στις διασυνοριακές καταστάσεις σε σχέση με τις εσωτερικές καταστάσεις, ούτε προκύπτει, κατά τα λοιπά, σε ποιον βαθμό η εν λόγω εισφορά θα μπορούσε να επάγεται αντίστροφη δυσμενή διάκριση, επιφυλάσσοντας λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στις εσωτερικές καταστάσεις σε σχέση με τις διασυνοριακές καταστάσεις –αν υποτεθεί ότι αυτού του είδους οι διακρίσεις απαγορεύονται από το εθνικό δίκαιο–, όπερ εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

45

Ομοίως, δεν προκύπτει σαφώς, όπερ εναπόκειται και στην περίπτωση αυτή στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι η ίδια αυτή εισφορά θα μπορούσε να είχε ως συνέπεια να εμποδίσει την κερδοφόρο εκμετάλλευση των παιγνιομηχανημάτων από τους υφιστάμενους παραχωρησιούχους, ευνοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλους τομείς τυχερών παιγνίων, ιδίως τον τομέα των διαδικτυακών τυχερών παιγνίων, ούτε τίνι τρόπω, σε μια τέτοια περίπτωση, οι διασυνοριακές καταστάσεις θα υφίσταντο δυσμενή διάκριση σε σχέση με τις εσωτερικές καταστάσεις (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψεις 39 έως 41).

46

Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον, είτε στον κλάδο των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα είτε μεταξύ του κλάδου αυτού και των επιμέρους κλάδων των τυχερών παιγνίων, η εισφορά του 2015 την οποία επέβαλε η Ιταλική Δημοκρατία στους φορείς εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα συνεπήγετο δυσμενή μεταχείριση των διασυνοριακών καταστάσεων σε σχέση με τις εσωτερικές καταστάσεις, υπό το πρίσμα της ελευθερίας την οποία εγγυάται το άρθρο 49 ΣΛΕΕ.

47

Μόνο στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι συντρέχει περιορισμός της εν λόγω ελευθερίας τίθεται το ζήτημα ενδεχόμενης δικαιολογήσεως του περιορισμού.

48

Όσον αφορά τη δικαιολόγηση, υπενθυμίζεται ότι η ρύθμιση των τυχερών παιγνίων καταλέγεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσης. Εφόσον ο τομέας αυτός δεν έχει εναρμονιστεί σε επίπεδο Ένωσης, τα κράτη μέλη απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την επιλογή του ενδεδειγμένου, κατά την εκτίμησή τους, βαθμού προστασίας των καταναλωτών και της δημόσιας τάξης (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Τα κράτη μέλη είναι, συνεπώς, ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα των τυχερών παιγνίων και, ενδεχομένως, να προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας. Εντούτοις, τυχόν περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως ως προς τη δικαιολόγησή τους από υπέρτερους λόγους γενικού συμφέροντος και ως προς την αναλογικότητά τους (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, οι περιορισμοί της δραστηριότητας των τυχερών παιγνίων μπορούν να δικαιολογηθούν για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης καθώς και της παροτρύνσεως των πολιτών σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται προς την ως άνω απαίτηση (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, Stanley International Betting και Stanleybet Malta, C‑463/13, EU:C:2015:25, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Εν προκειμένω, το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου 23 της 11ης Μαρτίου 2014 εξουσιοδότησε την Ιταλική Κυβέρνηση «να προβεί […] σε αναδιοργάνωση των διατάξεων που ισχύουν για τα τυχερά παίγνια, αναδιοργανώνοντας όλους τους ισχύοντες κανόνες υπό τη μορφή ενός κώδικα διατάξεων για τα τυχερά παίγνια, χωρίς να θίγεται το οργανωτικό πρότυπο το οποίο βασίζεται στο σύστημα παραχώρησης και αδειοδότησης, στον βαθμό που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, για τον συγκερασμό των συμφερόντων του Δημόσιου Ταμείου και των τοπικών συμφερόντων και γενικών συμφερόντων στον τομέα της δημόσιας υγείας, για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για την εξασφάλιση της τακτικής καταβολής των φορολογικών επιβαρύνσεων επί των τυχερών παιγνίων».

51

Το άρθρο 14, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου επέβαλλε να τηρούνται στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης αυτής ορισμένες αρχές και κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες συνίσταντο, μεταξύ άλλων, κατά το στοιχείο g της διατάξεως αυτής, στην «αναπροσαρμογή των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και τους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης, βάσει προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων».

52

Ωστόσο, το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 διευκρινίζει ότι στόχος της συνεισφοράς που ζητείται από τους παραχωρησιούχους ως εισφορά του 2015 είναι «να συμβάλει στη βελτιστοποίηση του σκοπού της εξυγίανσης των δημοσιονομικών και εν αναμονή μιας εκ βάθρων αναδιοργάνωσης των αμοιβών και προμηθειών που οφείλονται στους παραχωρησιούχους και στους λοιπούς φορείς εκμετάλλευσης του κλάδου στο πλαίσιο του δικτύου συλλογής εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο g, του νόμου 23 της 11ης Μαρτίου 2014».

53

Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 προκύπτει ότι κατά τη θέσπιση της εισφοράς του 2015 ο Ιταλός νομοθέτης δεν περιέλαβε μνεία περί του ότι υφίσταται επιτακτικός λόγος γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των καταναλωτών και η πρόληψη της απάτης και του εθισμού στα τυχερά παίγνια, αφού η εν λόγω διάταξη μνημονεύει μόνον την εξυγίανση των δημοσιονομικών.

54

Το γεγονός όμως ότι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων παρεμπιπτόντως ωφελεί τον προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να είναι ο περιορισμός αυτός δικαιολογημένος στο μέτρο που κατ’ αρχάς επιδιώκει πράγματι σκοπούς αναγόμενους σε επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 1999, Zenatti, C‑67/98, EU:C:1999:514, σκέψη 36, και της6ης Νοεμβρίου 2003, Gambelli κ.λπ., C‑243/01, EU:C:2003:597, σκέψη 62), είναι δε έργο του εθνικού δικαστηρίου να ελέγξει τούτο, ενώ μόνος ο σκοπός της μεγιστοποιήσεως των εσόδων του Δημοσίου δεν πρέπει, αντιθέτως, να αρκεί ώστε να επιτρέπεται η επιβολή περιορισμού της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Επομένως, στο μέτρο που, λόγω της επιβολής της εισφοράς του 2015, υφίσταται περιορισμός της ελευθερίας την οποία εγγυάται το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ο περιορισμός αυτός δεν φαίνεται να είναι δικαιολογημένος.

56

Εντούτοις, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστήριξε, ειδικότερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η εισφορά του 2015, μέσω της μειώσεως των εσόδων των φορέων εκμετάλλευσης την οποία επέφερε, επιδίωκε συγχρόνως τον σκοπό της αποθαρρύνσεως της διεισδύσεως εγκληματικών οργανώσεων του –συγκριτικά ιδιαιτέρως επικερδή– κλάδου των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα. Λαμβανομένης υπόψη της ολοένα αυξανόμενης αναπτύξεως του εν λόγω κλάδου τυχερών παιγνίων και ορισμένων ιδιαζόντων χαρακτηριστικών του, η εν λόγω εισφορά αποσκοπούσε επίσης στην προστασία της υγείας των παικτών έναντι των επιπτώσεων που συνδέονται με τα τυχερά παίγνια.

57

Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξετάσεως στην οποία οφείλει να προβεί, διαπιστώσει ότι η εισφορά του 2015 επιδίωκε πράγματι, παρά το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 που υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, κατά μείζονα λόγο επιτακτικούς σκοπούς γενικού συμφέροντος, σ’ αυτό εναπόκειται να κρίνει αν ο επιβληθείς με την εισφορά αυτή περιορισμός πληρούσε τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά την αναλογικότητά του, ήτοι αν ήταν κατάλληλος να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και δεν έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται εξάλλου ότι εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού μόνον αν εάν εξυπηρετεί πράγματι την επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, εφόσον αποδεικνύεται ότι εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας επιβάλλεται εισφορά συνεπαγόμενη τη μείωση της αμοιβής επιχειρηματιών επιφορτισμένων με την εκμετάλλευση των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα περιορίζει την ελευθερία την οποία εγγυάται η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ, η διάταξη αυτή αντιτίθεται στο να δικαιολογείται ένας τέτοιος περιορισμός υπό το πρίσμα σκοπών οι οποίοι στηρίζονται αποκλειστικώς σε εκτιμήσεις συνδεόμενες με την εξυγίανση των δημοσιονομικών.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

59

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, βάσει της οποίας, κατά τον χρόνο ισχύος συμβάσεως παραχωρήσεως που έχει συναφθεί μεταξύ εταιρίας και της διοικητικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, μειώνεται το ύψος της συμπεφωνημένης με τη σύμβαση αυτή προμήθειας.

60

Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της ως άνω αρχής, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, στις περιπτώσεις που κράτος μέλος επικαλείται επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος προκειμένου να δικαιολογήσει ρύθμιση δυνάμενη να παρακωλύσει την άσκηση ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, η δικαιολόγηση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται και υπό το πρίσμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και ιδίως της γενικής αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επομένως, η επίδικη εθνική νομοθεσία θα μπορεί να καλύπτεται από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις μόνον αν συμβιβάζεται προς την εν λόγω αρχή (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψεις 74 και 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61

Επομένως, εάν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η εισφορά του 2015 επάγεται περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, υπεισέλθει σε έλεγχο της αναλογικότητάς της σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, οφείλει, στο πλαίσιο αυτό, να λάβει επίσης υπόψη τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

62

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η δυνατότητα επίκλησης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους εθνική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Εντούτοις, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση ενός μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης κατάστασης η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63

Στον αντίποδα, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω αρχής, τοιαύτοι επιχειρηματίες νομιμοποιούνται, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, να προβάλουν τις αντιρρήσεις τους κατά του τρόπου εφαρμογής των μεταβολών αυτών (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, επί παραδείγματι, ότι επιχειρηματίας ο οποίος προέβη σε δαπανηρές επενδύσεις με σκοπό να συμμορφωθεί προς το καθεστώς που είχε προηγουμένως θεσπιστεί από τον νομοθέτη ενδέχεται να θιγεί σημαντικά στα συμφέροντά του εξαιτίας μιας πρόωρης καταργήσεως του καθεστώτος αυτού, κατά μείζονα λόγο όταν η κατάργηση αυτή επέρχεται αιφνίδια και απρόβλεπτα, χωρίς να παρασχεθεί στον επιχειρηματία ο απαραίτητος χρόνος προσαρμογής στο νέο νομοθετικό καθεστώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Berlington Hungary κ.λπ., C‑98/14, EU:C:2015:386, σκέψη 87).

65

Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν εθνική ρύθμιση συνάδει προς την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, το δε Δικαστήριο, αποφαινόμενο δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι αποκλειστικώς και μόνον αρμόδιο να παράσχει στο δικαστήριο αυτό όλα τα αναγόμενα στο δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμφωνία αυτή. Το αιτούν δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη, προς τούτο, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που προκύπτουν ιδίως από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία των εν λόγω νομοθετικών ρυθμίσεων [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

66

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το σημείο ΙΙ 1.5 της προκηρύξεως του διαγωνισμού περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως ορίζει ότι «ο παραχωρησιούχος δικαιούται προμήθειας που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τη συλλογή των εισπράξεων και των προαναφερθέντων ποσών [που προβλέπονται ως εφάπαξ εισφορά υπέρ του Δημοσίου Ταμείου, το τέλος καταχωρήσεως και την εγγύηση σε ποσοστό επί τοις εκατό των εισπράξεων], αφενός, καθώς και των διανεμητέων κερδών, υπολογιζομένων βάσει των ελαχίστων ορίων που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία, και του μεριδίου που οφείλεται στους τρίτους που είναι επιφορτισμένοι με τη συλλογή των εισπράξεων, αφετέρου».

67

Μολονότι οι παραχωρησιούχοι δεν μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα παραμείνουν διαχρονικά αμετάβλητα τα ποσά των διαφόρων επιμέρους εισφορών και επιβαρύνσεων που προσδιορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο σημείο II 1.5 της εν λόγω προκηρύξεως και κατατείνουν στη μείωση του ποσού που προκύπτει από τη συλλογή των εισπράξεων, εντούτοις, σύμφωνα με τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο και όπως εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω προκήρυξη δεν περιέχει διάταξη σχετικά με τη δυνατότητα επιβολής εισφοράς για λόγους αποκλειστικά οικονομικούς και φορολογικούς.

68

Όσον αφορά τον νόμο 23 της 11ης Μαρτίου 2014, με τον οποίο η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αναγγέλθηκε η εισφορά του 2015, παρατηρείται ότι η εισφορά αυτή δεν φαίνεται να θεσπίστηκε προς αναδιοργάνωση των αμοιβών των παραχωρησιούχων, στην οποία ο νόμος αυτός εξουσιοδοτούσε στην Ιταλική Κυβέρνηση να προβεί. Όπως ρητώς προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015, η εν λόγω εισφορά προβλέφθηκε «εν αναμονή» της αναδιοργάνωσης αυτής, ήτοι a priori εκτός του πλαισίου της. Κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αναδιοργάνωση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της παρελεύσεως των προθεσμιών για την παροχή εξουσιοδοτήσεως.

69

Η απουσία συνδέσμου μεταξύ της εισφοράς του 2015 και του νόμου 23 της 11ης Μαρτίου 2014 αντανακλάται εξάλλου, κατά τα φαινόμενα, στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με το κριτήριο του «προοδευτικού συντελεστή σε συνάρτηση με το ύψος των εισπράξεων», το οποίο έπρεπε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της προβλεπόμενης αναδιοργάνωσης, το άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015 καθόρισε την επίδικη εισφορά σε σταθερό επίπεδο, δίχως να τη συνδέει με το ύψος των εισπράξεων, και την κατένειμε μεταξύ των παραχωρησιούχων με βάση τον αριθμό των μηχανημάτων τα οποία εκμεταλλευόταν έκαστος εξ αυτών, δίχως και σε αυτή την περίπτωση να υφίσταται σύνδεσμος με το ύψος των εισπράξεων εκάστου εξ αυτών.

70

Τέλος, όσον αφορά το προβληθέν από τις αναιρεσείουσες των κύριων δικών επιχείρημα κατά το οποίο η εισφορά του 2015 είχε αναδρομική ισχύ, επισημαίνεται ότι η εισφορά αυτή, η οποία θεσπίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2014, αφορούσε τη μείωση των αμοιβών των παραχωρησιούχων «από το 2015» (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 649, του νόμου σταθερότητας για το 2015) και προέβλεπε πληρωμές μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου 2015. Ως εκ τούτου, η εισφορά του 2015 δεν είχε αναδρομική ισχύ.

71

Εντούτοις, είναι αληθές ότι η ημερομηνία θεσπίσεώς της, το ύψος της και η κατανομή του βάρους της κατ’ αναλογίαν προς τον αριθμό των παιγνιομηχανημάτων που είχαν παραχωρηθεί σε κάθε παραχωρησιούχο στις 31 Δεκεμβρίου 2014 είναι στοιχεία ικανά να επηρεάσουν στο εγγύς μέλλον και, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής, σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές προβλέψεις των εν λόγω παραχωρησιούχων. Συναφώς, εναπόκειται, εν τοιαύτη περιπτώσει, στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την ακριβή έκταση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια προσωρινή εισφορά επί της αποδοτικότητας των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι παραχωρησιούχοι και αν και σε ποιον βαθμό οι εν λόγω παραχωρησιούχοι δεν είχαν στη διάθεσή τους, λόγω του ενδεχομένως αιφνίδιου και απρόβλεπτου χαρακτήρα της εισφοράς αυτής, τον απαραίτητο χρόνο ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν στη νέα αυτή κατάσταση.

72

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, εφόσον το άρθρο 49 ΣΛΕΕ τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση ενός τέτοιου εθνικού μέτρου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας, κατά τον χρόνο ισχύος συμβάσεων παραχωρήσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ εταιριών και της διοικητικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, μειώνεται προσωρινώς το ύψος της συμπεφωνημένης με τις συμβάσεις αυτές προμήθειας των παραχωρησιούχων, εκτός εάν προκύπτει, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση των επιπτώσεων που επιφέρει η μείωση αυτή επί της αποδοτικότητας των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι παραχωρησιούχοι και τον ενδεχόμενο αιφνίδιο και απρόβλεπτο χαρακτήρα του μέτρου αυτού, ότι οι παραχωρησιούχοι δεν είχαν στη διάθεσή τους τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής στο νέο αυτό καθεστώς.

Επί των δικαστικών εξόδων

73

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 49 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, εφόσον αποδεικνύεται ότι εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας επιβάλλεται εισφορά συνεπαγόμενη τη μείωση της αμοιβής επιχειρηματιών επιφορτισμένων με την εκμετάλλευση των τυχερών παιγνίων που διεξάγονται με παιγνιομηχανήματα περιορίζει την ελευθερία την οποία εγγυάται η εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ, η διάταξη αυτή αντιτίθεται στο να δικαιολογείται ένας τέτοιος περιορισμός υπό το πρίσμα σκοπών οι οποίοι στηρίζονται αποκλειστικώς σε εκτιμήσεις συνδεόμενες με την εξυγίανση των δημοσιονομικών.

 

2)

Εφόσον το άρθρο 49 ΣΛΕΕ τυγχάνει εφαρμογής, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας, κατά τον χρόνο ισχύος συμβάσεων παραχωρήσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ εταιριών και της διοικητικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, μειώνεται προσωρινώς το ύψος της συμπεφωνημένης με τις συμβάσεις αυτές προμήθειας των παραχωρησιούχων, εκτός εάν προκύπτει, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση των επιπτώσεων που επιφέρει η μείωση αυτή επί της αποδοτικότητας των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι παραχωρησιούχοι και τον ενδεχόμενο αιφνίδιο και απρόβλεπτο χαρακτήρα του μέτρου αυτού, ότι οι παραχωρησιούχοι δεν είχαν στη διάθεσή τους τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής στο νέο αυτό καθεστώς.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top