EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0439

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 16ης Μαρτίου 2023.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως κατά Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd.
Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων τους (κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Κίνας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/2146 για την ανάκληση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης για δύο παραγωγούς-εξαγωγείς σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2013/707/ΕΕ – Παραδεκτό της προσφυγής – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κριτήριο του άμεσου επηρεασμού – Άρθρο 277 ΣΛΕΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παραδεκτό – Έννομο συμφέρον για την προσβολή των πράξεων που αποτέλεσαν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξης – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 8, παράγραφος 9 – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 – Άρθρο 13, παράγραφος 9 – Συνέπειες της εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανάκλησης της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1238/2013 – Άρθρο 3 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1239/2013 – Άρθρο 2 – Απώλεια του ευεργετήματος της απαλλαγής από τους δασμούς – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/2146 – Άρθρο 2 – Ακύρωση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως – Δασμοί απαιτητοί για το σύνολο των σχετικών συναλλαγών – Έλλειψη αναδρομικής ισχύος.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-439/20 P και C-441/20 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:211

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Μαρτίου 2023 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων τους (κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Κίνας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/2146 για την ανάκληση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης για δύο παραγωγούς-εξαγωγείς σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2013/707/ΕΕ – Παραδεκτό της προσφυγής – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κριτήριο του άμεσου επηρεασμού – Άρθρο 277 ΣΛΕΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Παραδεκτό – Έννομο συμφέρον για την προσβολή των πράξεων που αποτέλεσαν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξης – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 8, παράγραφος 9 – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 – Άρθρο 13, παράγραφος 9 – Συνέπειες της εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανάκλησης της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1238/2013 – Άρθρο 3 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1239/2013 – Άρθρο 2 – Απώλεια του ευεργετήματος της απαλλαγής από τους δασμούς – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/2146 – Άρθρο 2 – Ακύρωση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως – Δασμοί απαιτητοί για το σύνολο των σχετικών συναλλαγών – Έλλειψη αναδρομικής ισχύος»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑439/20 P και C‑441/20 P,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ασκήθηκαν, αντιστοίχως, στις 18 και στις 21 Σεπτεμβρίου 2020,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Luengo και T. Maxian Rusche,

αναιρεσείουσα στην υπόθεση C‑439/20 P,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd, με έδρα το Changzhou (Κίνα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον P. Heeren, advocaat, τους Y. Melin και B. Vigneron, avocats, στη συνέχεια δε από τον P. Heeren, advocaat, και τον Y. Melin, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την H. Marcos Fraile, επικουρούμενη από την N. Tuominen, avocată,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

και

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την H. Marcos Fraile, επικουρούμενη από την N. Tuominen, avocată,

αναιρεσείον στην υπόθεση C‑441/20 P,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd, με έδρα το Changzhou (Κίνα), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον P. Heeren, advocaat, τους Y. Melin και B. Vigneron, avocats, στη συνέχεια δε από τον P. Heeren, advocaat, και τον Y. Melin, avocat,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Luengo και T. Maxian Rusche,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin (εισηγητή) και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Απριλίου 2022,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής, από κοινού: τα θεσμικά όργανα) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουλίου 2020, Jiangsu Seraphim Solar System κατά Επιτροπής (T‑110/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:315), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/2146 της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2016, για την ανάκληση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης για δύο παραγωγούς-εξαγωγείς σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση 2013/707/ΕΕ για τη βεβαίωση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (δηλαδή κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατά την περίοδο εφαρμογής των οριστικών μέτρων (ΕΕ 2016, L 333, σ. 4) (στο εξής: επίμαχος κανονισμός), κατά το μέρος που αφορά την Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd (στο εξής: Jiangsu Seraphim).

Το νομικό πλαίσιο

Ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ

2

Κατά την ημερομηνία επιβολής των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ, οι διατάξεις περί λήψεως μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22).

3

Ο κανονισμός αυτός κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 23, τον κανονισμό (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), ο οποίος είχε τροποποιηθεί, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004 του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 77, σ. 12).

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 του κανονισμού 461/2004 είχαν ως εξής:

«(18)

Το άρθρο 8 παράγραφος 9 του [κανονισμού 384/96] αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι σε περίπτωση ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης εκ μέρους ορισμένων μερών, επιβάλλεται οριστικός δασμός σύμφωνα με το άρθρο 9, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας η οποία οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης. Αυτή η διάταξη οδήγησε σε μια χρονοβόρα διπλή διαδικασία η οποία προϋποθέτει απόφαση της Επιτροπής για την ανάκληση της αποδοχής της ανάληψης υποχρεώσεων και κανονισμό του Συμβουλίου για την εκ νέου επιβολή δασμού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτή η διάταξη δεν αφήνει καμία διακριτική ευχέρεια στο Συμβούλιο όσον αφορά την επιβολή δασμού λόγω παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης ή το επίπεδο αυτού του δασμού, θεωρείται σκόπιμο να τροποποιηθούν οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1, 5 και 9 για να διευκρινισθεί η αρμοδιότητα της Επιτροπής και να επιτραπούν η ανάκληση μιας ανάληψης υποχρεώσεων και η εφαρμογή του δασμού με μία ενιαία νομική πράξη. Είναι επίσης αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η διαδικασία ανάκλησης περατώνεται εντός προθεσμίας έξι μηνών κανονικά και σε καμία περίπτωση μεγαλύτερης των εννέα μηνών, για να γίνει η ορθή εφαρμογή του ισχύοντος μέτρου.

(19)

Η αιτιολογική σκέψη 18 εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στις αναλήψεις υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 13 του [κανονισμού (ΕΚ) 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1997, L 288, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1973/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 305, σ. 4)].»

5

Κατά τον χρόνο έκδοσης του επίμαχου κανονισμού, η λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ένωση ρυθμιζόταν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21, στο εξής: βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ). Ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 24, πρώτο εδάφιο, τον κανονισμό 1225/2009. Ο βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ άρχισε να ισχύει, δυνάμει του άρθρου του 25, στις 20 Ιουλίου 2016.

6

Το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, με τίτλο «Αναλήψεις υποχρεώσεων», όριζε τα εξής:

«1.   Υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξαχθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη ντάμπινγκ και την εξ αυτού πρόκληση ζημίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2, να αποδεχθεί ικανοποιητική οικειοθελή ανάληψη υποχρεώσεων που προσφέρει εξαγωγέας για να αναθεωρήσει τις τιμές του ή να παύσει τις εξαγωγές του σε τιμές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, αν διαπιστωθεί ότι αυτή η ανάληψη υποχρεώσεων εξουδετερώνει τις ζημιογόνες επιπτώσεις του ντάμπινγκ.

Στην περίπτωση αυτή και στον βαθμό που ισχύουν οι αναλήψεις υποχρεώσεων, οι προσωρινοί δασμοί που έχει επιβάλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή οι οριστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται στις αντίστοιχες εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος που κατασκευάζεται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής για την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια.

Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την εξουδετέρωση του περιθωρίου ντάμπινγκ, θα πρέπει δε να υπολείπονται του περιθωρίου ντάμπινγκ, αν οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας είναι αρκετές για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

[…]

9.   Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος έχει αναλάβει υποχρεώσεις ή σε περίπτωση ανάκλησης της αποδοχής της ανάληψης υποχρέωσης από την Επιτροπή, η αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης ανακαλείται με απόφαση της Επιτροπής ή με κανονισμό της Επιτροπής, κατά περίπτωση, και ο προσωρινός δασμός που έχει επιβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 7 ή ο οριστικός δασμός που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 εφαρμόζονται αυτομάτως, υπό τον όρο ότι ο οικείος εξαγωγέας είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εκτός αν ο ίδιος ανακάλεσε την ανάληψη υποχρέωσης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη όταν αποφασίσει να ανακαλέσει ανάληψη υποχρέωσης.

Οιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος ή κράτος μέλος μπορεί να υποβάλει πληροφορίες που θα περιέχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παραβίαση μιας ανάληψης υποχρέωσης. Η επακόλουθη αξιολόγηση για το αν υπάρχει παραβίαση ανάληψης υποχρέωσης ή όχι περατώνεται κανονικά εντός έξι μηνών και το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της δεόντως τεκμηριωμένης αίτησης.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών κατά την παρακολούθηση των αναλήψεων υποχρεώσεων.

10.   Επιτρέπεται η επιβολή προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 7 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης έχει παραβιαστεί ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.»

7

Το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Αναδρομική ισχύς», προέβλεπε στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατόν να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία το πολύ 90 ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές καταγράφηκαν συμφώνως προς το άρθρο 14 παράγραφος 5 και ότι κάθε τέτοια εκτίμηση με αναδρομικό αποτέλεσμα δεν επιτρέπεται να αφορά τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.»

8

Το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι δασμοί αντιντάμπινγκ, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι δασμοί ανιντάμπινγκ εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές.

[…]»

Ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων

9

Κατά την ημερομηνία επιβολής των επίμαχων αντισταθμιστικών δασμών, οι διατάξεις που ρύθμιζαν τη λήψη μέτρων κατά των επιδοτήσεων από την Ένωση περιλαμβάνονταν στον κανονισμό (ΕΚ) 597/2009 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 188, σ. 93).

10

Ο κανονισμός αυτός κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 34, τον κανονισμό 2026/97, ο οποίος είχε τροποποιηθεί, μεταξύ άλλων, με τον κανονισμό 461/2004.

11

Κατά την ημερομηνία εκδόσεως του επίμαχου κανονισμού, η λήψη μέτρων κατά των επιδοτήσεων από την Ένωση ρυθμιζόταν από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 55) (στο εξής: βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων). Ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων κατήργησε, σύμφωνα με το άρθρο του 35, τον κανονισμό 597/2009. Ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων άρχισε να ισχύει, δυνάμει του άρθρου του 36, στις 20 Ιουλίου 2016.

12

Ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων περιέχει διατάξεις που αφορούν τις αναλήψεις υποχρεώσεων και την αναδρομική ισχύ, οι οποίες έχουν διατύπωση κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με τις αντίστοιχες διατάξεις του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ.

13

Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 13, παράγραφος 9, το άρθρο 13, παράγραφος 10, το άρθρο 16, παράγραφος 5, και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 8, παράγραφος 9, στο άρθρο 8, παράγραφος 10, στο άρθρο 10, παράγραφος 5, και στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, αντιστοίχως.

14

Επιπλέον, στο μέτρο που οι κρίσιμες διατάξεις των βασικών κανονισμών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων (στο εξής, από κοινού: βασικοί κανονισμοί) είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με τις κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 1225/2009 και του κανονισμού 597/2009 αντιστοίχως, για τους σκοπούς της εξέτασης των αιτήσεων αναιρέσεως θα γίνεται παραπομπή στους βασικούς κανονισμούς, όπως έπραξε και το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν οι κανονισμοί 1225/2009 και 597/2009 αποκλίνουν από αυτούς ή αν το απαιτούν τα συμφραζόμενα.

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1238/2013

15

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1238/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών τους στοιχείων (π.χ. κυψελών), καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 325, σ. 1) προβλέπει τα εξής:

«Γεννάται τελωνειακή οφειλή κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία:

α)

όταν διαπιστώνεται, όσον αφορά τις εισαγωγές που περιγράφονται στην παράγραφο 1, ότι δεν πληρούνται ένας ή περισσότεροι από τους όρους που παρατίθενται στην εν λόγω παράγραφο, ή

β)

όταν η Επιτροπή ανακαλέσει την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 9 του κανονισμού [1225/2009], με κανονισμό ή απόφαση που αναφέρεται σε συγκεκριμένες συναλλαγές και χαρακτηρίσει άκυρα τα σχετικά τιμολόγια ανάληψης υποχρέωσης.»

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 1239/2013

16

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1239/2013 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού σχετικά με τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 325, σ. 66), προβλέπει τα εξής:

«Τελωνειακή οφειλή γεννάται κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία:

α)

όταν αποδεικνύεται, όσον αφορά τις εισαγωγές που περιγράφονται στην παράγραφο 1, ότι δεν πληρούνται μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στην εν λόγω παράγραφο ή

β)

όταν η Επιτροπή ανακαλέσει την αποδοχή της ανάληψης υποχρέωσης σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 9 του κανονισμού [597/2009] με κανονισμό ή απόφαση που αναφέρεται σε συγκεκριμένες συναλλαγές και χαρακτηρίζει άκυρα τα σχετικά τιμολόγια ανάληψης υποχρέωσης.»

Το ιστορικό της διαφοράς

17

Το ιστορικό της διαφοράς εκτέθηκε στις σκέψεις 1 έως 12 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«1

Η [Jiangsu Seraphim] κατασκευάζει φωτοβολταϊκές συστοιχίες κρυσταλλικού πυριτίου στην Κίνα και τις εξάγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2

Στις 4 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 513/2013, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες και πλακίδια) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2013 για την καταγραφή των εν λόγω εισαγωγών καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 152, σ. 5).

3

Με την απόφαση 2013/423/ΕΕ, της 2ας Αυγούστου 2013, για την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες και πλακίδια) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2013, L 209, σ. 26), η Επιτροπή αποδέχθηκε την ανάληψη υποχρεώσεως ως προς την τιμή (στο εξής: ανάληψη υποχρεώσεως) που είχε προτείνει το εμπορικό επιμελητήριο της Κίνας για την εισαγωγή και εξαγωγή μηχανημάτων και ηλεκτρονικών προϊόντων (στο εξής: CCCME) για λογαριασμό της [Jiangsu Seraphim] και διαφόρων άλλων παραγωγών-εξαγωγέων.

4

Στις 2 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο […] εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό [1238/2013].

5

Στις 2 Δεκεμβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε, επίσης, τον εκτελεστικό κανονισμό [1239/2013].

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013 προβλέπουν, με πανομοιότυπη διατύπωση, ότι η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίζει τις συναλλαγές για τις οποίες “[γ]εννάται τελωνειακή οφειλή κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία” στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανακαλείται η αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως ως προς την τιμή.

7

Με την εκτελεστική της απόφαση 2013/707/ΕΕ, της 4ης Δεκεμβρίου 2013, για τη βεβαίωση της αποδοχής ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών αντιντάμπινγκ και κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (δηλαδή κυψελών) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κατά την περίοδο εφαρμογής των οριστικών μέτρων (ΕΕ 2013, L 325, σ. 214), η Επιτροπή επιβεβαίωσε την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως, όπως τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του CCCME, για λογαριασμό των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων. Στις 10 Σεπτεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2014/657/ΕΕ, για την αποδοχή πρότασης που υποβλήθηκε από ομάδα παραγωγών-εξαγωγέων από κοινού με το CCCME για αποσαφηνίσεις σχετικά με την εφαρμογή της ανάληψης υποχρέωσης που αναφέρεται στην εκτελεστική απόφαση 2013/707 (ΕΕ 2014, L 270, σ. 6).

8

Ο συνολικός δασμός ad valorem που επιβάλλεται στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών [κυψελών] και συστοιχιών καταγωγής Κίνας για τις συνεργασθείσες εταιρίες που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα και οι οποίες έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του παραρτήματος 1 του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013 είναι 47,7 %. Αντιστοιχεί σε δασμό αντιντάμπινγκ 41,3 % (άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013), στον οποίο προστίθεται αντισταθμιστικός δασμός 6,4 % (άρθρο 1, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013). Οι εισαγωγές που καλύπτονται από την ανάληψη υποχρεώσεως και την εκτελεστική απόφαση 2013/707 απαλλάσσονται από τους δασμούς αυτούς δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

9

Με έγγραφο της 11ης Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή ενημέρωσε την [Jiangsu Seraphim] ότι σκόπευε να ανακαλέσει την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως, διευκρινίζοντας τα κύρια στοιχεία και τις κύριες εκτιμήσεις επί των οποίων στηριζόταν. Στο έγγραφο αυτό επισυνάπτονταν γενική ενημερωτική έκθεση και ειδική έκθεση για την [Jiangsu Seraphim].

10

Στην ειδική έκθεση για την [Jiangsu Seraphim], η Επιτροπή ανέφερε ότι σκόπευε να ανακαλέσει την αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως και ενημέρωνε την [Jiangsu Seraphim], στον τίτλο 4, ο οποίος επιγραφόταν «Ακύρωση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως», ότι σκόπευε, αφενός, να ακυρώσει τα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως που συνόδευαν τις πωλήσεις προς τον εισαγωγέα και, αφετέρου, να διατάξει τις τελωνειακές αρχές να εισπράττουν την τελωνειακή οφειλή σε περίπτωση που η [Jiangsu Seraphim] δεν είχε προσκομίσει έγκυρα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως κατά τον χρόνο αποδοχής της διασαφήσεως για θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία.

11

Με επιστολή της 28ης Οκτωβρίου 2016, η [Jiangsu Seraphim] υπέβαλε παρατηρήσεις επί της γενικής εκθέσεως ενημερώσεως και επί της ειδικής εκθέσεως της Επιτροπής που την αφορούσε. Κατ’ ουσίαν, η [Jiangsu Seraphim] εξηγούσε ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να ακυρώσει τα τιμολόγια ούτε να διατάξει τις τελωνειακές αρχές να εισπράξουν δασμούς ως εάν δεν είχε προσκομιστεί τιμολόγιο αναλήψεως υποχρεώσεως. Κατά την [Jiangsu Seraphim], αυτό ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην ανάκληση της αναλήψεως υποχρεώσεως.

[…]»

Ο επίμαχος κανονισμός

18

Η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη θέση της με τον επίμαχο κανονισμό, τον οποίο εξέδωσε βάσει του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Με το άρθρο 1 του επίμαχου κανονισμού, η Επιτροπή ανακάλεσε την εκ μέρους της αποδοχή της αναλήψεως υποχρεώσεως ως προς την τιμή, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, την Jiangsu Seraphim (στο εξής: σχετική ανάληψη υποχρεώσεως).

19

Το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα τιμολόγια ανάληψης υποχρέωσης που απαριθμούνται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού είναι άκυρα.

2.   Πρέπει να εισπράττονται οι δασμοί αντιντάμπινγκ και οι αντισταθμιστικοί δασμοί που οφείλονται κατά την αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1238/2013 και του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1239/2013.»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

20

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2017, η Jiangsu Seraphim άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού. Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προέβαλε έναν μόνο λόγο ακυρώσεως ο οποίος αφορά παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής, με τον επίμαχο κανονισμό, του άρθρου 8, παράγραφοι 1, 9 και 10, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφοι 1, 9 και 10, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, υποστηρίζοντας ότι το θεσμικό αυτό όργανο είχε ακυρώσει τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως και, στη συνέχεια, είχε διατάξει τις εθνικές τελωνειακές αρχές να εισπράξουν δασμούς, σαν να μην είχε εκδοθεί και κοινοποιηθεί κανένα τιμολόγιο αναλήψεως υποχρεώσεως στις εθνικές τελωνειακές αρχές κατά τη χρονική στιγμή που τα εμπορεύματα είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία.

21

Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η Jiangsu Seraphim προέβαλε, επίσης ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, ερειδόμενη σε φερόμενη παράβαση του άρθρου 8 και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009, καθώς και του άρθρου 13 και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του κανονισμού 597/2009, ως είχαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013.

22

Συναφώς, κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφυγή είχε ως αντικείμενο τη νομιμότητα της ακυρώσεως των τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως της Jiangsu Seraphim και τις εντεύθεν συνέπειες, ιδίως όσον αφορά την ανάκτηση των οφειλόμενων δασμών αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών δασμών, και όχι το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε νομίμως ανακαλέσει την εκ μέρους της αποδοχή της σχετικής αναλήψεως υποχρεώσεως.

23

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο, πρώτον, στις σκέψεις 28 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί της προβληθείσας από την Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, ενστάσεως απαραδέκτου της υπό κρίση προσφυγής, έκρινε ότι το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού αφορούσε άμεσα και ατομικά τη Jiangsu Seraphim, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ότι η εν λόγω εταιρία είχε, εξάλλου, έννομο συμφέρον να ασκήσει προσφυγή.

24

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή αυτή.

25

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 50 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί του παραδεκτού της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει η Jiangsu Seraphim κατά του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

26

Συναφώς, εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό ότι η Jiangsu Seraphim μπορούσε παραδεκτώς, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), να προσβάλει τις διατάξεις αυτές βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, αμέσως μετά τη θέσπισή τους, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τίποτε δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των εν λόγω διατάξεων στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

27

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 65 έως 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το βάσιμο του ενός και μόνου λόγου ακυρώσεως που είχε προβληθεί στο πλαίσιο της προσφυγής.

28

Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, κατ’ αρχάς, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ζήτημα που ετίθετο εν προκειμένω, ήτοι η διαχρονική επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών που θα οφείλονταν ελλείψει αναλήψεως υποχρεώσεως η οποία εν τω μεταξύ παραβιάστηκε ή ανακλήθηκε, έπρεπε να εξεταστεί βάσει των ρητών διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 10, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 10, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

29

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 137 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την προτεινόμενη από την Επιτροπή και το Συμβούλιο ερμηνεία κατά την οποία από τις διατάξεις αυτές συναγόταν η εξουσία των εν λόγω θεσμικών οργάνων που ήταν υπεύθυνα για την εφαρμογή των βασικών κανονισμών να απαιτούν, στο πλαίσιο ασκήσεως αυτής της εκτελεστικής αρμοδιότητας, την καταβολή από τις οικείες εταιρίες του συνόλου των δασμών που οφείλονταν για συναλλαγές καλυπτόμενες από τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως τα οποία εν τω μεταξύ ακυρώθηκαν.

30

Τέλος, κρίνοντας, στις σκέψεις 139 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κανένα από τα λοιπά επιχειρήματα των θεσμικών οργάνων δεν ήταν ικανό να μεταβάλει το συμπέρασμα αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 152 της αποφάσεως αυτής, ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση των προσβαλλόμενων με την εν λόγω ένσταση διατάξεων.

31

Τέταρτον, προκειμένου να εξετάσει αν, παρά το γεγονός ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν παρείχαν επαρκείς νομικές βάσεις, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013 μπορούσαν να αποτελέσουν νομική βάση για τον επίμαχο κανονισμό, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στις σκέψεις 154 έως 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει η Jiangsu Seraphim κατά των διατάξεων αυτών.

32

Για λόγους ανάλογους με εκείνους που εξέθεσε στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξετάσεως του ενός και μόνου λόγου ακυρώσεως ο οποίος είχε προβληθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, λόγους οι οποίοι αφορούν τη γενική οικονομία των βασικών κανονισμών, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και, κατά συνέπεια, κατέληξε, με τη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω.

33

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον ένα και μόνο λόγο ακυρώσεως ο οποίος είχε προβληθεί με την προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί και, κατά συνέπεια, ακύρωσε το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων στις αναιρετικές δίκες

34

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη, και

να καταδικάσει την Jiangsu Seraphim στα δικαστικά έξοδα.

35

Με την αίτηση αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

να απορρίψει την προσφυγή και

να καταδικάσει την Jiangsu Seraphim στα δικαστικά έξοδα, ή

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής δίκης.

36

Η Jiangsu Seraphim ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και

να καταδικάσει τα θεσμικά όργανα στα δικαστικά έξοδα.

37

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2021, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

38

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι συμπίπτουν, σε μεγάλο βαθμό, με τους δύο λόγους αναιρέσεως που προβάλλει το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P. Συνεπώς, οι λόγοι αυτοί πρέπει, στον βαθμό που συμπίπτουν, να εξεταστούν από κοινού.

39

Οι πρώτοι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται στο πλαίσιο των υποθέσεων αυτών αφορούν πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο διότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτές, αφενός, την προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί και, αφετέρου, την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει η Jiangsu Seraphim. Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλονται στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑439/20 P και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑441/20 P αφορούν πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο διότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν αποτελούσαν επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑439/20 P και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως που προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑441/20 P αφορούν εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009 και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 597/2009 διότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές δεν επέτρεπαν στο Συμβούλιο να θέσει σε εφαρμογή σύστημα ελέγχου των αναληφθεισών υποχρεώσεων το οποίο να περιλαμβάνει την ακύρωση των σχετικών τιμολογίων.

Επί των πρώτων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

40

Με τους πρώτους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P και έχουν δύο σκέλη, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ήταν παραδεκτές, αφενός, η προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί και, αφετέρου, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει η Jiangsu Seraphim στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής.

41

Με το πρώτο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως, το οποίο περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού αφορούσε άμεσα την Jiangsu Seraphim, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ότι η Jiangsu Seraphim είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του άρθρου αυτού.

42

Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση που βάλλει κατά των σκέψεων 37, 38, 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία υποστηρίζεται ότι το εν λόγω άρθρο 2 δεν αφορούσε άμεσα την Jiangsu Seraphim, τα θεσμικά όργανα υπογραμμίζουν ότι οι τελωνειακές διασαφήσεις οι οποίες αφορούν τα προϊόντα ως προς τα οποία ακυρώθηκαν, με τον επίμαχο κανονισμό, τα τιμολόγια που είχε εκδώσει η Jiangsu Seraphim, η οποία πρέπει συνεπώς να καταβάλει τους οφειλόμενους λόγω της ακυρώσεως των τιμολογίων δασμούς αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικούς δασμούς, δεν υποβλήθηκαν από την Jiangsu Seraphim, ως παραγωγό-εξαγωγέα, αλλά από την Seraphim Solar System GmbH, ως συνδεδεμένο εισαγωγέα. Κατά συνέπεια, η νομική κατάσταση της Jiangsu Seraphim, ως παραγωγού-εξαγωγέα, δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού. Επομένως, στο μέτρο που οι σκέψεις 37, 38 και 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχουν την έννοια ότι μεταβλήθηκε η νομική κατάσταση της Jiangsu Seraphim ή ότι ένας κανονισμός με τον οποίο ανακαλείται μια ανάληψη υποχρεώσεως και ακυρώνονται τα αντίστοιχα τιμολόγια αφορά πάντοτε άμεσα έναν τέτοιο παραγωγό-εξαγωγέα, η διαπίστωση αυτή είναι εσφαλμένη και δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις αυτές.

43

Δεύτερον, με αιτίαση η οποία προβάλλεται επικουρικώς και αφορά τις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο διότι έκρινε ότι η Jiangsu Seraphim είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού.

44

Κατά πρώτον, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει, κατά την άποψή τους, τις έννοιες της «ενεργητικής νομιμοποίησης» και του «εννόμου συμφέροντος». Επιπλέον, η σκέψη αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της προϋπόθεσης κατά την οποία απαιτείται η προσβαλλόμενη πράξη να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και σε εσφαλμένη αναλογία με την περίπτωση κανονισμού της Επιτροπής με τον οποίο ανακαλείται η αποδοχή ανάληψης υποχρεώσεως και επιβάλλονται δασμοί για το μέλλον.

45

Εν προκειμένω, όμως, το Συμβούλιο επέβαλε δασμούς ακριβώς κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Επιτροπή αποδέχθηκε τη σχετική ανάληψη υποχρεώσεως. Επομένως, αν η Jiangsu Seraphim ήθελε να προσβάλει την πράξη επιβολής των δασμών αυτών, όφειλε να ασκήσει προσφυγή κατά των σχετικών κανονισμών του Συμβουλίου, αντί να προσβάλει μόνον την ακύρωση των αντιστοίχων τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως και την είσπραξη των δασμών που αφορούσαν άλλον επιχειρηματία, ενώ κανένα από τα τιμολόγια αυτά δεν μετέβαλλε τη νομική της κατάσταση.

46

Δεύτερον, κατά τα θεσμικά όργανα, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε σιωπηρώς την έννοια του «εννόμου συμφέροντος» αντιθέτως προς τη νομολογία, δεχόμενο ότι αρκούσε απλώς η απόδειξη οικονομικού πλεονεκτήματος από την ευδοκίμηση της ασκούμενης προσφυγής, ενώ θα έπρεπε να είναι δυνατή η εξακρίβωση του σχετικού οφέλους στη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας. Εν πάση περιπτώσει, η Jiangsu Seraphim δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει οποιαδήποτε συνέπεια της ακυρώσεως του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού στην εμπορική σχέση της με την Seraphim Solar System. Επιπλέον, η ακύρωση αυτή δεν είχε έννομη συνέπεια στην ύπαρξη της τελωνειακής οφειλής της τελευταίας εταιρίας.

47

Με το δεύτερο σκέλος των εν λόγω πρώτων λόγων αναιρέσεως, το οποίο αφορά τις σκέψεις 57 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε εσφαλμένως ότι ήταν παραδεκτή η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας την οποία είχε προβάλει η Jiangsu Seraphim κατά του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013 (στο εξής, από κοινού: διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας).

48

Τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η Jiangsu Seraphim δεν μπορούσε να ζητήσει παραδεκτώς την ακύρωση των διατάξεων αυτών και ότι, ως εκ τούτου, τίποτε δεν «εμπόδιζε» την προσφεύγουσα, κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101), να προβάλει την εν λόγω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2017, SolarWorld κατά Συμβουλίου (C‑205/16 P, EU:C:2017:840), και της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑236/17 P, EU:C:2019:258), το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αφορούσαν άμεσα και ατομικά την Jiangsu Seraphim και ότι η εταιρία αυτή δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει την προσφυγή ακυρώσεως της οποίας είχε επιληφθεί.

49

Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα υπογραμμίζουν ότι οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας συνδέονται άρρηκτα με τις λοιπές διατάξεις των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013. Όταν όμως δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός περισσότερων άρθρων ή, όπως εν προκειμένω, του διατακτικού μιας πράξης της Ένωσης στο σύνολό του, όλες οι αιτιάσεις με τις οποίες αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης αυτής πρέπει να προβάλλονται κατά την προσβολή της εν λόγω πράξεως στο σύνολό της. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφαινόμενο μόνον επί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα μπορούσε παραδεκτώς να προσβάλει τις διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας. Συγκεκριμένα, η Jiangsu Seraphim μπορούσε να προσβάλει τους εκτελεστικούς κανονισμούς 1238/2013 και 1239/2013 στο σύνολό τους, όπερ αποτελεί το κρίσιμο στο πλαίσιο αυτό κριτήριο, προβάλλοντας, συναφώς, την έλλειψη νομιμότητας κάθε συγκεκριμένης διάταξης των κανονισμών αυτών. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Jiangsu Seraphim δεν προσέβαλε τους εκτελεστικούς κανονισμούς εντός της ταχθείσας προθεσμίας, απώλεσε τη δυνατότητα προβολής ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας προς τούτο.

50

Τρίτον και επικουρικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως παραδεκτή αυτήν καθεαυτήν την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, διότι, καθόσον οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση αυτή δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από τις λοιπές διατάξεις των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013, η Jiangsu Seraphim δεν μπορούσε να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μόνον κατά των συγκεκριμένων διατάξεων, αλλά όφειλε να προβάλει την ένσταση αυτή κατά του συνόλου των διατάξεων των οικείων εκτελεστικών κανονισμών «συλλήβδην». Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν συνιστούν διατάξεις γενικού χαρακτήρα, αλλά ατομικές αποφάσεις σε βάρος της Jiangsu Seraphim.

51

Τέταρτον και έτι επικουρικότερον, ο ένας και μόνος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως είναι αλυσιτελής διότι βάλλει κατά διατάξεων που δεν αποτελούν τη νομική βάση του επίμαχου κανονισμού. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός αυτός στηρίχθηκε στο άρθρο 8 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Επιπλέον, κατά την άποψη των θεσμικών οργάνων, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν εκπρόθεσμη η προβληθείσα εκ μέρους της Jiangsu Seraphim ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας του ενός και μόνου λόγου ακυρώσεως υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε με τον λόγο αυτόν ότι ο επίμαχος κανονισμός αντιβαίνει αυτός καθεαυτόν στις κρίσιμες διατάξεις των βασικών κανονισμών. Προβαίνοντας στην ερμηνεία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο προδήλως αποφάνθηκε ultra petita.

52

Η Jiangsu Seraphim υποστηρίζει ότι οι πρώτοι λόγοι αναιρέσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

53

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να αναγνωριστεί η ενεργητική νομιμοποίηση του προσφεύγοντος, η οποία υφίσταται σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, ο προσφεύγων μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, εφόσον η πράξη τον αφορά άμεσα (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Με το πρώτο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P, τα θεσμικά όργανα αμφισβητούν, πρώτον, την ορθότητα της αναλύσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως στις σκέψεις 37, 38, 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εξετάζοντας την πρώτη από τις δύο αυτές περιπτώσεις, ήτοι όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

55

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι ότι η απόφαση αυτή, αφενός, παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του εν λόγω προσώπου και, αφετέρου, δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικώς από τη νομοθεσία της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (πρβλ., ιδίως, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 83).

56

Συναφώς, τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ιδίως στις σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού δεν αφορά άμεσα, κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, την Jiangsu Seraphim ως παραγωγό-εξαγωγέα, αλλά την Seraphim Solar System ως συνδεδεμένο εισαγωγέα, στο μέτρο που οι απαιτούμενες τελωνειακές διασαφήσεις υποβλήθηκαν από τη δεύτερη εταιρία, η οποία και ήταν υπόχρεη καταβολής των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών που οφείλονταν λόγω της ακύρωσης των επίμαχων τιμολογίων.

57

Κατά πάγια νομολογία, η οποία απορρέει από την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής (239/82 και 275/82, EU:C:1984:68, σκέψη 12), οι κανονισμοί με τους οποίους επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ, μολονότι έχουν, από τη φύση και το περιεχόμενό τους, κανονιστικό χαρακτήρα, ενδέχεται να αφορούν άμεσα και ατομικά τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων της εμπορικής τους δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει, κατά κανόνα, με τις επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγών που μπορούν να αποδείξουν ότι προσδιορίστηκαν ατομικά στις πράξεις των θεσμικών οργάνων ή ότι τις αφορούσαν οι προκαταρκτικές έρευνες (βλ., προσφάτως, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι κανονισμός που επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα επιχείρηση απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητάς της ως παραγωγού του προϊόντος στο οποίο επιβάλλεται ο εν λόγω δασμός, καθώς η ιδιότητά της ως εξαγωγέα είναι ουσιώδης προς τούτο. Πράγματι, από τη διατύπωση αυτή καθεαυτήν της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει ότι το συμπέρασμα ότι ένας κανονισμός που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ αφορά άμεσα ορισμένους παραγωγούς και εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος απορρέει ιδίως από το γεγονός ότι τους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ. Δεν μπορεί όμως να καταλογιστεί πρακτική ντάμπινγκ σε παραγωγό ο οποίος δεν εξάγει την παραγωγή του στην αγορά της Ένωσης, αλλά περιορίζεται απλώς στη διάθεσή της στην εγχώρια αγορά (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 74).

59

Κατ’ εφαρμογήν των αρχών αυτών, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Jiangsu Seraphim είναι συγχρόνως παραγωγός και εξαγωγέας των προϊόντων τα οποία αφορούν οι εκτελεστικοί κανονισμοί 1238/2013 και 1239/2013.

60

Δεύτερον, η Jiangsu Seraphim προσδιορίστηκε ατομικά στο παράρτημα I των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013, με τους οποίους επιβλήθηκαν ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ και ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, στο παράρτημα της αποφάσεως 2013/423 με την οποία η Επιτροπή αποδέχθηκε την επίμαχη εν προκειμένω ανάληψη υποχρεώσεως ως προς την τιμή, στο παράρτημα της αποφάσεως 2013/707 με την οποία η Επιτροπή βεβαίωσε την αποδοχή αυτή, και στο άρθρο 1 του επίμαχου κανονισμού με το οποίο η Επιτροπή ανακάλεσε την εν λόγω αποδοχή, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την Jiangsu Seraphim.

61

Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι η ανάκληση της αποδοχής της αναληφθείσας υποχρέωσης την οποία προβλέπει ο επίμαχος κανονισμός, με αποτέλεσμα η Jiangsu Seraphim να μην τυγχάνει πλέον των απαλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, παράγει αποτελέσματα, επί της νομικής κατάστασης των θιγόμενων παραγωγών-εξαγωγέων, παρόμοια με τα αποτελέσματα των κανονιστικών διατάξεων περί επιβολής των επίμαχων δασμών στη νομική κατάσταση των θιγόμενων παραγωγών-εξαγωγέων. Από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει δε ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι σχετικές κανονιστικές διατάξεις αφορούν άμεσα τέτοιους παραγωγούς-εξαγωγείς.

62

Ειδικότερα, το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού προβλέπει ότι τα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως που εκδόθηκαν από την Jiangsu Seraphim και απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού ακυρώνονται και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να εισπραχθούν οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ και οι οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί που αφορούν τις σχετικές συναλλαγές, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

63

Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω διατάξεις παρήγαγαν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της Jiangsu Seraphim, διότι επηρεάζουν κατ’ ανάγκην τις συναλλαγές της προσφεύγουσας και τις συμβατικές σχέσεις που τις διέπουν. Εξάλλου, τα θεσμικά όργανα δεν αμφισβήτησαν τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία επίσης περιλαμβάνεται στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στις εθνικές τελωνειακές αρχές όσον αφορά την ακύρωση των επίμαχων τιμολογίων και την είσπραξη των δασμών που οφείλονται συναφώς.

64

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού αφορούσε άμεσα τη Jiangsu Seraphim.

65

Περαιτέρω, κατά το μέρος που τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 47 και 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Jiangsu Seraphim είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του εν λόγω άρθρου 2, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι η προσφυγή μπορεί συνεπώς, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55, και της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 91).

66

Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι δεν αποκλείεται, ακόμη και αν πρόκειται για διαφορετικές προϋποθέσεις, ορισμένοι παράγοντες ή ορισμένα στοιχεία να είναι ικανά να αποδείξουν τόσο την ενεργητική νομιμοποίηση του προσφεύγοντος να προσβάλει πράξη της Ένωσης και, ειδικότερα, την πλήρωση ενός εκ των κριτηρίων για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης, όπως το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, όσο και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος να προσβάλει την πράξη αυτή.

67

Επομένως, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ ουσίαν τους ίδιους παράγοντες για να κρίνει κατά πόσον η Jiangsu Seraphim είχε έννομο συμφέρον και όσον αφορά το εξετασθέν στις σκέψεις 57 έως 63 της παρούσας αποφάσεως ζήτημα αν το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού παρήγαγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασής της, ήτοι την ακύρωση των τιμολογίων ανάληψης υποχρεώσεως που εξέδωσε η προσφεύγουσα και, κατά συνέπεια, την είσπραξη των δασμών για τις συναλλαγές που αποτελούσαν αντικείμενο των τιμολογίων αυτών, χωρίς να μπορεί να συναχθεί εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν τα θεσμικά όργανα, πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου οφειλόμενη σε σύγχυση μεταξύ των εννοιών της «ενεργητικής νομιμοποίησης» και του «εννόμου συμφέροντος» ή στο ότι στηρίχθηκε συναφώς σε εσφαλμένη ερμηνεία της προϋπόθεσης ότι η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

68

Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η ακύρωση των τιμολογίων που εξέδωσε η Jiangsu Seraphim και η εντολή είσπραξης των οριστικών δασμών που οφείλονταν για τις συναλλαγές οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο των τιμολογίων αυτών συνιστούν ζημιογόνες νομικές παραμέτρους για την προσφεύγουσα, ως παραγωγό-εξαγωγέα των οικείων προϊόντων, των οποίων η εξάλειψη θα της απέφερε συνεπώς όφελος, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως.

69

Επομένως, ανεξαρτήτως του αν ή κατά πόσον η μνημονευόμενη στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως νομολογία ασκεί επιρροή εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε, με τη σκέψη 49 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι η Jiangsu Seraphim είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού.

70

Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί, επίσης, να κλονιστεί από την αιτίαση που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα, κατά την οποία οι επίμαχοι δασμοί είχαν στην πραγματικότητα επιβληθεί ήδη κατά την αποδοχή της σχετικής ανάληψης υποχρεώσεως, δεδομένου ότι, όσον αφορά την προϋπόθεση του εννόμου συμφέροντος, πρέπει να εξετάζεται αν το έννομο συμφέρον και, επομένως, ειδικότερα η ζημιογόνος κατάσταση την οποία μπορεί να θεραπεύσει η ασκηθείσα προσφυγή διατηρείται και εξακολουθεί να υφίσταται, εν πάση περιπτώσει, κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου, C‑430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 50, και της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 92).

71

Τέλος, κατά το μέρος που τα θεσμικά όργανα βάλλουν κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου που περιέχονται στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση, όπως εξάλλου επισήμανε και το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο, ότι η σκέψη αυτή περιέχει επάλληλη αιτιολογία. Η αιτίαση αυτή πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ως αλυσιτελής (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2020, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου, C‑12/19 P, EU:C:2020:725, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P.

73

Με το δεύτερο σκέλος των πρώτων αυτών λόγων αναιρέσεως, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 57 έως 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ήταν παραδεκτή η προβληθείσα από την Jiangsu Seraphim ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

74

Κατά το μέρος που τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν, πρώτον, κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, υπό το πρίσμα της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101), ότι η Jiangsu Seraphim δεν μπορούσε να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των διατάξεων τις οποίες αφορούσε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας μετά τη θέσπισή τους και ότι, επομένως, τίποτε δεν «εμπόδιζε» την προσφεύγουσα, κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, να προβάλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της δίκης επί της προσφυγής, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επίσης, ιδίως στις σκέψεις 62 και 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ζήτημα αν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας αφορούσαν άμεσα και, ενδεχομένως, ατομικά την προσφεύγουσα, από τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας διότι η Jiangsu Seraphim δεν είχε έννομο συμφέρον να ασκήσει ευθεία προσφυγή κατά των συγκεκριμένων διατάξεων μετά τη θέσπισή τους.

75

Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 3 του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2 του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013 αποτελούσαν απαλλαγές υπέρ της Jiangsu Seraphim, υπό την έννοια ότι για την εισαγωγή των επίμαχων προϊόντων στην Ένωση δεν απαιτείτο η καταβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ και οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούνταν οι προβλεπόμενες στις αναλήψεις υποχρεώσεων προϋποθέσεις.

76

Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στις σκέψεις 59 και 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούσαν απλώς να παράσχουν στην Επιτροπή το δικαίωμα να ανακαλεί την αποδοχή συγκεκριμένων αναλήψεων υποχρεώσεων και να ακυρώνει τα αντίστοιχα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως και ότι, επομένως, οι δυσμενείς συνέπειες των διατάξεων αυτών μπορούσαν να εκδηλωθούν μόνο με τη λήψη συγκεκριμένων μελλοντικών μέτρων όπως, μεταξύ άλλων, την ανάκληση από την Επιτροπή της αποδοχής αναληφθείσας υποχρεώσεως καθώς και, στη συνέχεια, την ακύρωση των αντίστοιχων τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως και την είσπραξη των οφειλόμενων δασμών για τις συναλλαγές που αποτελούν αντικείμενο των τιμολογίων αυτών.

77

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 61 και 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά την ημερομηνία θεσπίσεως των διατάξεων κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας ή αμέσως μετά τη θέσπισή τους, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών στην περίπτωση της Jiangsu Seraphim παρέμενε αμιγώς υποθετική και ότι το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να στηριχθεί στο απλό αυτό ενδεχόμενο, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής και δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική περίπτωση (πρβλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑236/17 P, EU:C:2019:258, σκέψη 92).

78

Επίσης, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ εκφράζει γενική αρχή διασφαλίζουσα σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να αμφισβητήσει, για να επιτύχει την ακύρωση πράξεως της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το κύρος προγενεστέρων πράξεων θεσμικού οργάνου οι οποίες αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλόμενης πράξης, αν ο διάδικος αυτός δεν διέθετε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των τελευταίων αυτών πράξεων, των οποίων τις συνέπειες υφίσταται κατά τα άνω, χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 39, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 67).

79

Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το παραδεκτό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ορισμένης πράξεως τελεί κατ’ ανάγκην υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων που την προβάλλει δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει ευθεία προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της πράξεως αυτής (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, BP κατά FRA, C‑601/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:1048, σκέψη 27).

80

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε, στη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ευθείας προσφυγής κατά των διατάξεων τις οποίες αφορούσε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, αμέσως μετά την έκδοσή τους, τίποτε δεν «εμπόδιζε» την Jiangsu Seraphim να προβάλει την ένσταση αυτή στο πλαίσιο της δίκης επί της προσφυγής.

81

Η ενδεχόμενη διαπίστωση πλάνης περί το δίκαιο στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας δεν είχαν τον χαρακτήρα ατομικής αποφάσεως, αλλά συνιστούσαν διατάξεις γενικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η πρώτη αιτίαση που προβάλλεται προς στήριξη του δεύτερου σκέλους των πρώτων λόγων αναιρέσεως.

82

Κατά το μέρος που τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, δεύτερον και επικουρικώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας παραδεκτή την προβληθείσα από την προσφεύγουσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, ενώ όφειλε να διαπιστώσει ότι οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις λοιπές διατάξεις των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013 και ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας έπρεπε να είχε προβληθεί κατά των εκτελεστικών κανονισμών στο σύνολό τους, επισημαίνεται ότι ο λόγος απαραδέκτου ο οποίος στηρίζεται στη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), και της 15ης Φεβρουαρίου 2001, Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101), και ο οποίος προβλήθηκε πρωτοδίκως από την Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, στηριζόταν στην παρέλευση της προβλεπόμενης στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, και όχι στο ότι οι διατάξεις αυτές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις λοιπές διατάξεις των εν λόγω εκτελεστικών κανονισμών.

83

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να μεταβάλει το αντικείμενο της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης. Ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία, η αναιρετική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στην αξιολόγηση της νομικής λύσεως που δόθηκε βάσει των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Συνεπώς, οι διάδικοι δεν επιτρέπεται να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου αιτίαση που δεν προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, διότι άλλως θα τους παρεχόταν η δυνατότητα να υποβάλουν στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα στις αναιρετικές διαδικασίες είναι περιορισμένη, διαφορά με αντικείμενο ευρύτερο της διαφοράς που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sigma Alimentos Exterior κατά Επιτροπής, C‑50/19 P, EU:C:2021:792, σκέψεις 37 και 38).

84

Επομένως, η αιτίαση των θεσμικών οργάνων που στηρίζεται στο ότι οι διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις λοιπές διατάξεις των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως.

85

Τρίτον, είναι απαράδεκτη για τους ίδιους λόγους η αιτίαση, η οποία επίσης προβάλλεται επικουρικώς, ότι η πρωτοδίκως προβληθείσα από την Jiangsu Seraphim ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι αλυσιτελής διότι βάλλει κατά διατάξεων οι οποίες δεν αποτελούν τη νομική βάση του επίμαχου κανονισμού.

86

Κατά το μέρος που τα θεσμικά όργανα υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν, τέλος και έτι επικουρικότερον, ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ερμηνεύοντας εσφαλμένως τον έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα υποστήριξε με τον λόγο αυτόν ότι ο επίμαχος κανονισμός αντιβαίνει ευθέως στις κρίσιμες διατάξεις του βασικού κανονισμού, ενώ το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιείχε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως και, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita, αρκεί η διαπίστωση ότι από το γράμμα του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι ο ένας και μόνος λόγος ακυρώσεως στηριζόταν ρητώς σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1, 9 και 10, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ καθώς και παράβαση του άρθρου 13, παράγραφοι 1, 9 και 10, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, και ότι ο συγκεκριμένος ένας και μόνος λόγος ακυρώσεως συνδυαζόταν με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και κατά του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

87

Επομένως, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

88

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑439/20 P και C‑441/20 P.

89

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, οι ως άνω πρώτοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

90

Με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, στις σκέψεις 115 έως 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν αποτελούσαν επαρκείς νομικές βάσεις για τη θέσπιση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού, το οποίο αφορά την ακύρωση των τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως της Jiangsu Seraphim και την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών οι οποίοι οφείλονταν κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που αποτελούσαν το αντικείμενο των τιμολογίων αυτών.

91

Ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, ιδίως με τις σκέψεις 119, 129 έως 132, 138, 140 έως 147 και 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας ως «αναδρομική» την είσπραξη δασμών επί των οικείων εισαγωγών.

92

Κατά την άποψη των θεσμικών οργάνων, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την εκτίμηση ότι οι εν λόγω δασμοί εισπράχθηκαν «αναδρομικώς», μολονότι οι ως άνω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στηρίχθηκαν στην παραδοχή αυτή, η οποία βρίσκεται «στο επίκεντρο» της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας, στις σκέψεις 128 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των κρίσιμων διατάξεων των βασικών κανονισμών.

93

Δεύτερον, χαρακτηρίζοντας την είσπραξη των επίμαχων δασμών ως «αναδρομική», το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία, ειδικότερα, του άρθρου 8, παράγραφος 10, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 10, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές αποτελούν επαρκή νομική βάση για την είσπραξη δασμών επί των εισαγωγών που θεωρούνται ότι παραβιάζουν τη σχετική ανάληψη υποχρεώσεως.

94

Συναφώς, τα θεσμικά όργανα υπογραμμίζουν ότι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι πότε εισπράττεται δασμός για τη συγκεκριμένη εισαγωγή, αλλά το αν η εισαγωγή αυτή τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία μετά την επιβολή του δασμού. Επομένως, το καθοριστικό κριτήριο για να διαπιστωθεί αν ο δασμός εισπράχθηκε αναδρομικώς είναι η ημερομηνία λήψεως του επίμαχου μέτρου. Εν προκειμένω, από τους εκτελεστικούς κανονισμούς 1238/2013 και 1239/2013 προκύπτει σαφώς ότι οι δασμοί επί των επίμαχων εισαγωγών επιβλήθηκαν το 2013, ήτοι πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εισαγωγών αυτών, τις οποίες αφορούσαν τα ακυρωθέντα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως. Με τον επίμαχο κανονισμό προβλέφθηκε απλώς η είσπραξη των δασμών αυτών.

95

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P, τα θεσμικά όργανα προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 119, 129 έως 138, 140 έως 147 και 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 9 και 10, και το άρθρο 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και το άρθρο 13, παράγραφοι 1, 9 και 10, και το άρθρο 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, κρίνοντας ότι οι διατάξεις αυτές δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω. Το Γενικό Δικαστήριο κακώς δεν δέχθηκε την προτεινόμενη από τα θεσμικά όργανα ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων.

96

Κατ’ αρχάς, οι ίδιες διατάξεις, όπως τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 461/2004, συνιστούν, στην πραγματικότητα, επαρκή νομική βάση για την είσπραξη δασμών επί των εισαγωγών ως προς τις οποίες διαπιστώθηκε ότι παραβίαζαν τη σχετική ανάληψη υποχρεώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε πλήρως, στις σκέψεις 115 έως 118 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατόπιν μιας τέτοιας τροποποιήσεως, επιβάλλεται οριστικός δασμός από την αποδοχή της επίμαχης ανάληψης υποχρεώσεως, και όχι μόνον αφού έχει ανακληθεί η ανάληψη υποχρεώσεως. Επομένως, οι δασμοί αυτοί δεν επιβλήθηκαν αναδρομικώς.

97

Ειδικότερα, η σκέψη 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει, κατά τα θεσμικά όργανα, διττή πλάνη περί το δίκαιο, κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η είσπραξη δασμών επί εισαγωγών που παραβίασαν την επίμαχη ανάληψη υποχρεώσεως περιοριζόταν μόνο στις δύο περιπτώσεις τις οποίες προέβλεπαν το άρθρο 8, παράγραφος 10, και το άρθρο 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και το άρθρο 13, παράγραφος 10, και το άρθρο 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

98

Πρώτον, οι διατάξεις αυτές αφορούν την αναδρομική εφαρμογή δασμών, δηλαδή, αντιθέτως προς όσα προβλέπει ο επίμαχος κανονισμός, την είσπραξη δασμών επί εισαγωγών που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την επιβολή οριστικών δασμών. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της νομοθετικής τροποποίησης που επήλθε το 2004. Συγκεκριμένα, οι δύο προβλεπόμενες περιπτώσεις αφορούν αποκλειστικά την περίπτωση στην οποία δεν έχει επιβληθεί οριστικός δασμός από το Συμβούλιο κατά τον χρόνο αποδοχής της επίμαχης αναλήψεως υποχρεώσεως.

99

Τα θεσμικά όργανα εκτιμούν, στη συνέχεια, ότι οι αιτιολογικές σκέψεις των βασικών κανονισμών στις οποίες στηρίζεται το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 132 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν ασκούν επιρροή. Αντιθέτως προς τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτιολογικές σκέψεις 18 και 19 του κανονισμού 461/2004. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι ειδικές διατάξεις που αφορούν την επιβολή προσωρινών δασμών μόνο μετά την παραβίαση ή την ανάκληση αναλήψεως υποχρεώσεως και την αναδρομική επιβολή των δασμών αυτών δεν περιορίζουν την είσπραξη προγενεστέρως επιβληθέντων δασμών στις εισαγωγές για τις οποίες είχε διαπιστωθεί ότι δεν πληρούσαν τις τυπικές ή ουσιαστικές προϋποθέσεις της σχετικής ανάληψης υποχρεώσεως.

100

Τέλος, είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 141, 145 και 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

101

Η Jiangsu Seraphim υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την προτεινόμενη από τα θεσμικά όργανα ερμηνεία και ότι, ως εκ τούτου, οι προβληθέντες από αυτά λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

102

Συναφώς, αφενός, ο επίμαχος κανονισμός επιβάλλει αναδρομικώς δασμούς, βαίνοντας πέραν των όσων επιτρέπουν οι βασικοί κανονισμοί. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν αποτελούν επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση των διατάξεων του επίμαχου κανονισμού.

103

Αφετέρου, σε περίπτωση παραβιάσεως των όρων αναληφθείσας υποχρεώσεως, από το άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και από το άρθρο 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων προκύπτει ότι οι δασμοί που δεν εφαρμόζονται συνεπεία της αποδοχής της αναλήψεως υποχρεώσεως, εφαρμόζονται αυτομάτως στις εισαγωγές που πραγματοποιούνται από την ημερομηνία ανακλήσεως της εν λόγω αναλήψεως υποχρεώσεως και όχι σε προγενέστερες εισαγωγές.

104

Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίστηκε με τους βασικούς κανονισμούς, οι δασμοί που οφείλονται λόγω παραβίασης των αναληφθεισών υποχρεώσεων δεν μπορούν να επιβάλλονται αναδρομικώς εκτός των διαδικαστικών ορίων που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 10, και του άρθρου 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 10, και του άρθρου 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως επιτρέπει στην Επιτροπή να ακυρώνει τα σχετικά τιμολόγια και να διατάσσει τις εθνικές τελωνειακές αρχές να εισπράττουν αναδρομικώς οριστικούς δασμούς επί προηγούμενων εισαγωγών εμπορευμάτων που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς καταγραφή και χωρίς επιβολή προσωρινών δασμών. Κατά την Jiangsu Seraphim, οι τροποποιήσεις που επήλθαν το 2004 είχαν ως αποκλειστικό σκοπό, αφενός, να καταστήσουν δυνατή την ανάκληση αναληφθείσας υποχρεώσεως και την εφαρμογή του σχετικού δασμού με μία μόνο νομική πράξη, θέτοντας τέλος στη «χρονοβόρα διπλή διαδικασία που ίσχυε προηγουμένως» και προέβλεπε την παρέμβαση τόσο της Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου, και, αφετέρου, να καθιερώσουν υποχρεωτικές προθεσμίες για την ολοκλήρωση των ερευνών σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις των αναληφθεισών υποχρεώσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

105

Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P βάλλουν κατά των παρατιθέμενων στις σκέψεις 115 έως 152 αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επί της ουσίας τον έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Jiangsu Seraphim προς στήριξη της προσφυγής της, με τον οποίο επιδιωκόταν να αποδειχθεί ότι, με το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού, η Επιτροπή παρέβη, αφενός, τα άρθρα 8 και 10 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, τα άρθρα 13 και 16 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων ακυρώνοντας τα τιμολόγια ανάληψης υποχρέωσης και διατάσσοντας την είσπραξη των δασμών που οφείλονταν κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εισαγωγών τις οποίες αφορούσαν τα τιμολόγια αυτά.

106

Με τις αιτιάσεις που προβάλλουν τα θεσμικά όργανα προς στήριξη των ως άνω λόγων και του ως άνω σκέλους, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν από κοινού, προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε εσφαλμένως τους βασικούς κανονισμούς, και ειδικότερα τις ανωτέρω διατάξεις, υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο αυτές εντάσσονται, κατά το μέρος που έκρινε, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζοντας εσφαλμένως τα μέτρα του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού ως «αναδρομικά», ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν επέτρεπαν στα θεσμικά όργανα να λάβουν τα μέτρα αυτά συνεπεία της ανακλήσεως της αποδοχής της σχετικής αναλήψεως υποχρεώσεως.

107

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 152 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή οι βασικοί κανονισμοί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκή νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς, στις σκέψεις 115 έως 119 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δεδομένου ότι η προκείμενη περίπτωση αφορούσε, κατά την εκτίμησή του, την επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών που θα οφείλονταν χωρίς την ανάληψη υποχρεώσεως η οποία είχε εν τω μεταξύ παραβιασθεί, η περίπτωση αυτή δεν διεπόταν ούτε από το άρθρο 8, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 13, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, ούτε από το άρθρο 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και ότι, επομένως, η προκείμενη περίπτωση δεν ενέπιπτε σε καμία από τις ρητώς προβλεπόμενες από τους βασικούς κανονισμούς περιπτώσεις και έπρεπε να εξεταστεί αν υπήρχε κάποια άλλη νομική βάση για τη θέσπιση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού.

108

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε το ενδεχόμενο αυτό στις σκέψεις 130 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι από την οικονομία και τους σκοπούς των βασικών κανονισμών, και ιδίως από τις αιτιολογικές τους σκέψεις, προέκυπτε, αφενός, η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να ρυθμίσει ρητώς, με τους βασικούς κανονισμούς, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, κατόπιν ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, τα θεσμικά όργανα είχαν την εξουσία να επιβάλουν αναδρομικώς τους οφειλόμενους δασμούς και, αφετέρου, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις των κανονισμών αυτών απαριθμούσαν εξαντλητικώς τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρεπόταν η αναδρομική επιβολή δασμών.

109

Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε, ειδικότερα, εκ των ανωτέρω, στις σκέψεις 137 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εξουσία αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στο γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, δυνάμει των οποίων οι δασμοί εφαρμόζονται αυτομάτως κατόπιν της ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεων υποχρεώσεων, ούτε στο γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, στο μέτρο που τα «λοιπά κριτήρια» εισπράξεως των δασμών μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές.

110

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 139 έως 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία από τις λοιπές αιτιάσεις που προέβαλαν τα θεσμικά όργανα, όπως η αιτίαση που αφορά τον αποτελεσματικό έλεγχο και την αποτελεσματική κύρωση για τις αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν μπορούσε να μεταβάλει την εκτίμηση αυτή.

111

Προκειμένου να εξεταστεί αν η προεκτεθείσα ερμηνεία των βασικών κανονισμών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, με τον επίμαχο κανονισμό, η Επιτροπή, πρώτον, ανακάλεσε με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού την αποδοχή της σχετικής αναλήψεως υποχρεώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, και, δεύτερον, άντλησε με το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού τις συνέπειες της ανακλήσεως αυτής, ακυρώνοντας τα οικεία τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως και διατάσσοντας την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών που οφείλονταν κατά την αποδοχή της διασάφησης για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία η οποία αφορούσε τις συναλλαγές που αποτελούσαν αντικείμενο των τιμολογίων αυτών.

112

Δεδομένου ότι το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού αφορά, επομένως, τις συνέπειες ή τα αποτελέσματα της ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως και ότι αυτό ακριβώς το ζήτημα ρυθμίζεται στο άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, η νομιμότητα του άρθρου 2 πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, σε σχέση με τις διατάξεις αυτές, τις οποίες ο επίμαχος κανονισμός παρουσιάζει, επίσης, ως νομική βάση για την έκδοσή του.

113

Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος [απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2021, Επιτροπή και GMB Glasmanufaktur Brandenburg κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings, C‑884/19 P και C‑888/19 P, EU:C:2021:973, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

114

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων προκύπτει ότι, σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως εκ μέρους της Επιτροπής, «εφαρμόζ[εται] αυτομάτως» ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ ή ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός που επιβάλλεται αντιστοίχως σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, όπως οι δασμοί που επιβλήθηκαν εν προκειμένω με τα άρθρα 1 των εκτελεστικών κανονισμών 1238/2013 και 1239/2013.

115

Προκειμένου να καθοριστεί αν οι διατάξεις αυτές μπορεί να επιτρέπουν τη λήψη μέτρων όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού, ήτοι την ακύρωση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως και την είσπραξη δασμών για τις συναλλαγές τις οποίες αφορούν τα τιμολόγια αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που προηγήθηκαν της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού, πρέπει οι ως άνω διατάξεις να ερμηνευθούν σε συνδυασμό, αφενός, με τις διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 15, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, από τις οποίες προκύπτει ότι η Επιτροπή «επιβάλλει» οριστικό δασμό, και, αφετέρου, με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, οι οποίες προβλέπουν ότι, «στον βαθμό» που ισχύει ανάληψη υποχρεώσεων, οι οριστικοί δασμοί «δεν εφαρμόζονται» στις οικείες εισαγωγές.

116

Πάντως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, από τη συνδυασμένη ανάγνωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων «αυτόματη εφαρμογή» του προσωρινού ή οριστικού δασμού σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, ανακλήσεως από την Επιτροπή της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως επιβολή νέου δασμού, αλλά ως εφαρμογή του αρχικώς επιβληθέντος δασμού, εξυπακουομένου ότι η εφαρμογή του δασμού αυτού είχε ανασταλεί «στον βαθμό» που ίσχυε η ανάληψη υποχρεώσεων.

117

Επομένως, ειδικότερα, η αναστολή της εφαρμογής των οριστικών δασμών που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, κατά την αποδοχή αναλήψεως υποχρεώσεως, και η αυτόματη εφαρμογή των δασμών αυτών που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 9, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, συνεπεία της ανακλήσεως της αναλήψεως υποχρεώσεως, δεν αφορούν την επιβολή των εν λόγω δασμών, αλλά τα αποτελέσματά τους όπως, μεταξύ άλλων, την είσπραξή τους.

118

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εξουσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που είναι επιφορτισμένα με την εκτέλεση των βασικών κανονισμών να απαιτούν, μετά την ανάκληση της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, την καταβολή των δασμών που οφείλονται για τις συναλλαγές τις οποίες αφορούν τα ακυρωθέντα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως, όπως προβλέπει το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού, μπορεί βασίμως να στηριχθεί στο άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

119

Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται εξάλλου στο μέτρο που το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού προβλέπει την ακύρωση των εν λόγω τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως.

120

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, οι δασμοί αντιντάμπινγκ ή οι αντισταθμιστικοί δασμοί επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τα λοιπά κριτήρια που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίο επιβάλλονται. Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, από το γράμμα των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να προβλέψει περιοριστικώς τα σχετικά με την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ στοιχεία τα οποία μπορούν να καθοριστούν (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Deichmann, C‑256/16, EU:C:2018:187, σκέψεις 57 και 58).

121

Η δε έκδοση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως, όπως επιβλήθηκε εν προκειμένω με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, αφορά την είσπραξη των οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ ή των οριστικών αντισταθμιστικών δασμών που επιβάλλονται με τους εν λόγω εκτελεστικούς κανονισμούς, στο μέτρο που η προσκόμιση των τιμολογίων αυτών συνιστά προϋπόθεση για την προβλεπόμενη στα άρθρα αυτά απαλλαγή. Εξάλλου, τα εν λόγω τιμολόγια έχουν επίσης ως σκοπό να διασφαλίσουν τον προσδιορισμό των οικείων συναλλαγών όταν η είσπραξη των δασμών διατάσσεται συνεπεία της ανακλήσεως της αποδοχής της επίμαχης αναλήψεως υποχρεώσεως.

122

Κατά συνέπεια, η έκδοση τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως εμπίπτει όντως, όπως υποστηρίζουν τα θεσμικά όργανα, στις απαιτήσεις που αυτά μπορούν να θεσπίζουν, με κανονισμό περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών δασμών, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

123

Όσον αφορά, ειδικότερα, την εξουσία ακυρώσεως των τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως, η εξουσία αυτή ανήκει κατά συνέπεια στα θεσμικά όργανα βάσει των διατάξεων αυτών.

124

Επομένως, όταν η Επιτροπή αντλεί, με πράξη εκδιδόμενη βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και του άρθρου 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, τις συνέπειες της ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, τίποτε δεν την εμποδίζει, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 137 και 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να ακυρώσει, με την πράξη αυτή, τα σχετικά τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως, ως τυπική προϋπόθεση για την είσπραξη των δασμών επί των συναλλαγών τις οποίες αφορούν τα τιμολόγια αυτά.

125

Επιπλέον, επισημαίνεται επίσης ότι η συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 130 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού εφαρμόζεται αναδρομικώς, στο μέτρο που προβλέπει, κατόπιν ανακλήσεως της αποδοχής της αναληφθείσας εκ μέρους της Jiangsu Seraphim υποχρεώσεως, την ακύρωση των τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού αυτού και την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικών δασμών επί των συναλλαγών τις οποίες αφορούν τα τιμολόγια αυτά.

126

Υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται γενικώς από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους, οι ουσιαστικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπό την έννοια ότι αφορούν καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος τους μόνον καθόσον προκύπτει σαφώς από το γράμμα τους, τους σκοπούς τους ή την οικονομία τους ότι πρέπει να παράγουν τέτοια αποτελέσματα (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks, C‑267/20, EU:C:2022:494, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, κατ’ αρχήν, ένας νέος κανόνας δικαίου εφαρμόζεται από την έναρξη ισχύος της πράξης με την οποία θεσπίζεται. Μολονότι δεν εφαρμόζεται επί των εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νόμου, εφαρμόζεται στα μελλοντικά αποτελέσματα κατάστασης που γεννήθηκε υπό το κράτος του παλαιότερου κανόνα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις. Το πράγμα διαφέρει, υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων, μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν ειδικώς τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής του (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks, C‑267/20, EU:C:2022:494, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128

Όσον αφορά τον επίμαχο κανονισμό, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 113 έως 118 της παρούσας αποφάσεως και όπως ορθώς υπογράμμισαν τα θεσμικά όργανα, με τον κανονισμό αυτόν δεν επιβλήθηκαν νέοι δασμοί για τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο του 2 συναλλαγές, αλλά εφαρμόστηκαν οι δασμοί που είχαν επιβληθεί με τους εκτελεστικούς κανονισμούς 1238/2013 και 1239/2013, εξυπακουομένου ότι η εφαρμογή των δασμών αυτών είχε ανασταλεί μόνο στον βαθμό που ίσχυε η ανάληψη υποχρεώσεως εκ μέρους της Jiangsu Seraphim, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, και τούτο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

129

Επομένως, το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού εφαρμόζεται στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του και δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς σε κατάσταση που διαμορφώθηκε πριν από την ημερομηνία αυτή, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 126 και 127 της παρούσας αποφάσεως.

130

Πάσχει επίσης πλάνη περί το δίκαιο το επιχείρημα που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο, αφενός, το άρθρο 8, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 13, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων και, αφετέρου, το άρθρο 10, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 16, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων αντιτίθενται στην εξουσία της Επιτροπής να ακυρώνει τα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως και να απαιτεί αναδρομικώς, όπως υποστηρίχθηκε, την καταβολή δασμών για τις οικείες συναλλαγές, για τον λόγο ότι οι διατάξεις αυτές προσδιορίζουν περιοριστικώς τις περιπτώσεις στις οποίες οι εν λόγω δασμοί μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ.

131

Πράγματι, αφενός, αρκεί η επισήμανση ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού δεν έχουν αναδρομική ισχύ, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 129 της παρούσας αποφάσεως.

132

Αφετέρου, διαπιστώθηκε, στις σκέψεις 115 έως 118 της παρούσας αποφάσεως, ότι η εξουσία αυτή μπορεί ορθώς να στηριχθεί στο άρθρο 8, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και στο άρθρο 13, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

133

Όσον αφορά, εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013, ωσαύτως δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω εκτελεστικοί κανονισμοί έχουν αναδρομική ισχύ, διότι επέβαλαν δασμούς αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικούς δασμούς για εισαγωγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, κατά παράβαση της αναληφθείσας υποχρεώσεως, μετά την έναρξη ισχύος τους και προέβλεψαν, διά της ακυρώσεως των τιμολογίων αναλήψεως υποχρεώσεως, την είσπραξη των δασμών αυτών στο μέλλον ως συνέπεια και σε περίπτωση μιας τέτοιας παραβίασης και της ανάκλησης της αναληφθείσας υποχρεώσεως.

134

Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, ιδίως στις σκέψεις 132 έως 139 της αποφάσεως αυτής, στην αναδρομική ισχύ του επίμαχου κανονισμού ή των προαναφερθέντων εκτελεστικών κανονισμών για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης και τη γενική οικονομία των βασικών κανονισμών προέκυπτε ότι οι κανονισμοί αυτοί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νομική βάση για τη λήψη των μέτρων του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού.

135

Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 100 έως 104 των προτάσεών του, η προαναφερθείσα ερμηνεία των βασικών κανονισμών επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εάν δεν ήταν δυνατή η είσπραξη, μετά την ανάκληση της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, των δασμών αντιντάμπινγκ και των αντισταθμιστικών δασμών για όλες τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση της αναληφθείσας υποχρεώσεως αυτής, η παράβαση αυτή δεν θα είχε αρκούντως σοβαρές συνέπειες για να διασφαλιστεί η τήρηση και η ορθή εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι παραγωγοί–εξαγωγείς, όπερ θα έθιγε κατά τον τρόπο αυτόν την πρακτική αποτελεσματικότητα των συστημάτων άμυνας που αποσκοπούν να θεσπίσουν οι βασικοί κανονισμοί.

136

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι βασικοί κανονισμοί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκείς νομικές βάσεις για τη θέσπιση του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού.

137

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P και, ως εκ τούτου, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑439/20 P και το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑441/20 P.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

138

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

139

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι πρέπει να αποφανθεί επί του αιτήματος ακυρώσεως του επίμαχου κανονισμού.

140

Συναφώς, από την απάντηση, αφενός, στο πρώτο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως που προβλήθηκαν στις δύο υποθέσεις, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 53 έως 72 της παρούσας αποφάσεως, και, αφετέρου, στο δεύτερο σκέλος των πρώτων λόγων αναιρέσεως, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 73 έως 88 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει κατ’ αρχάς ότι πρέπει να κριθούν παραδεκτές, κατ’ ουσίαν, για τους λόγους που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, τόσο η ασκηθείσα από την Jiangsu Seraphim ενώπιόν του προσφυγή περί ακυρώσεως του άρθρου 2 του επίμαχου κανονισμού όσο και η προβληθείσα από την προσφεύγουσα ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

141

Όσον αφορά, εν συνεχεία, τον έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η Jiangsu Seraphim ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου να αποδειχθεί ότι, με το άρθρο 2 του επίμαχου κανονισμού, η Επιτροπή παρέβη, αφενός, τα άρθρα 8 και 10 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και, αφετέρου, τα άρθρα 13 και 16 του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, ακυρώνοντας τα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως και διατάσσοντας την είσπραξη των δασμών που οφείλονταν κατά τον χρόνο αποδοχής της διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εισαγωγών τις οποίες αφορούσαν τα τιμολόγια αυτά, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 111 έως 135 της παρούσας αποφάσεως.

142

Τέλος, η Jiangsu Seraphim προέβαλε, βάσει των εν λόγω διατάξεων των βασικών κανονισμών, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 3, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1238/2013 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 1239/2013.

143

Η Jiangsu Seraphim υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο, ενεργώντας ως αρμόδια εκτελεστική αρχή και όχι ως νομοθέτης, δεν μπορούσε να αναθέσει στην Επιτροπή την εξουσία να ακυρώσει τα τιμολόγια αναλήψεως υποχρεώσεως διά της απλής ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως, ούτε να διατάξει τις τελωνειακές αρχές να εισπράξουν τους δασμούς επί των εμπορευμάτων που είχαν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

144

Συναφώς, από το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 111 έως 136 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η ερμηνεία αυτή είναι νόμω αβάσιμη.

145

Ειδικότερα, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 114 έως 118 της παρούσας αποφάσεως, από τη γενική οικονομία των βασικών κανονισμών, και ειδικότερα από το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ καθώς και από το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 9, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων, προκύπτει ότι το Συμβούλιο μπορούσε να εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να προβλέψει, κατόπιν ανακλήσεως της αποδοχής αναλήψεως υποχρεώσεως και της ακυρώσεως των αντίστοιχων τιμολογίων, ότι έπρεπε να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή κατά την αποδοχή της διασάφησης για θέση των οικείων εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία.

146

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 120 έως 124 της παρούσας αποφάσεως, η εξουσία του Συμβουλίου να θεσπίσει τις διατάξεις κατά των οποίων προβλήθηκε η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας εντάσσεται στο πλαίσιο της εξουσίας καθορισμού, με τον κανονισμό για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ ή αντισταθμιστικών δασμών, των «λοιπών κριτηρίων» για την είσπραξη των δασμών αυτών, όπως προβλέπουν το άρθρο 14, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων.

147

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε από την Jiangsu Seraphim πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

148

Δεδομένου ότι δεν είναι βάσιμοι ούτε ο ένας και μόνος λόγος της προσφυγής που άσκησε η Jiangsu Seraphim ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε η προβληθείσα στο πλαίσιο της δίκης επί της προσφυγής αυτής ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, η εν λόγω προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

149

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται επί των εξόδων.

150

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

151

Δεδομένου ότι η Jiangsu Seraphim ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση τα θεσμικά όργανα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουλίου 2020, Jiangsu Seraphim Solar System κατά Επιτροπής (T‑110/17, EU:T:2020:315).

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd.

 

3)

Καταδικάζει την Jiangsu Seraphim Solar System Co. Ltd στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ αναίρεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top