EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0279

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 1ης Αυγούστου 2022.
Bundesrepublik Deutschland κατά XC.
Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Mεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ – Έννοια του όρου “ανήλικο τέκνο” – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια του όρου “πραγματικός οικογενειακός βίος” – Τέκνο που ζητεί την οικογενειακή επανένωση με τον πατέρα του, στον οποίο χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα – Κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανηλικότητας.
Υπόθεση C-279/20.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:618

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 1ης Αυγούστου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Mεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα στην οικογενειακή επανένωση – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ – Έννοια του όρου “ανήλικο τέκνο” – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια του όρου “πραγματικός οικογενειακός βίος” – Τέκνο που ζητεί την οικογενειακή επανένωση με τον πατέρα του, στον οποίο χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα – Κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανηλικότητας»

Στην υπόθεση C‑279/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 23ης Απριλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουνίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Bundesrepublik Deutschland

κατά

XC,

παρισταμένου του:

Landkreis Cloppenburg,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, J. Passer, F. Biltgen, L. S. Rossi (εισηγήτρια) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την W. Ferrante, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και D. Schaffrin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) και της XC, Σύριας υπηκόου, σχετικά με την απόρριψη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας της αιτήσεως που υπέβαλε για τη χορήγηση εθνικής θεωρήσεως εισόδου με σκοπό την οικογενειακή επανένωση.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6, 8 και 9 της οδηγίας 2003/86 έχουν ως εξής:

«(2)

Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών[, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[…]

(4)

Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στη συνθήκη.

[…]

(6)

Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

[…]

(8)

Θα πρέπει να αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των προσφύγων, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και που τους εμποδίζουν να διεξάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Θα πρέπει, συνεπώς, να προβλεφθούν πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

(9)

Η οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να ισχύει εν πάση περιπτώσει για τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, ήτοι τον/τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

5

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

στ)

“ασυνόδευτος ανήλικος”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών, ο οποίος φθάνει στην επικράτεια των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από τον κατά το νόμο ή το έθιμο υπεύθυνο ενήλικο και για όσο διάστημα ένα τέτοιο πρόσωπο δεν έχει αναλάβει πραγματικά την επιμέλειά του ή ο ανήλικος που βρέθηκε χωρίς συνοδεία μετά την είσοδό του στην επικράτεια των κρατών μελών.»

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

[…]

γ)

των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του συντηρούντος, όταν ο συντηρών έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση των τέκνων των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, εφόσον συναινεί ο έτερος δικαιούχος της επιμέλειας·

[…]

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που προσδιορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

[…]»

7

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους είτε από τον συντηρούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.

[…]

5.   Κατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.»

8

Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/86 διευκρινίζει:

«Αν ο πρόσφυγας είναι μη συνοδευόμενος ανήλικος, τα κράτη μέλη:

α)

επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, για λόγους οικογενειακής επανένωσης, των εξ αίματος πρώτου βαθμού ανιόντων του, χωρίς να εφαρμόζουν τους οριζόμενους από το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) όρους·

[…]».

9

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[…]

β)

όταν ο συντηρών και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του δεν διάγουν ή δεν διάγουν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο·

[…]».

10

Κατά το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη το χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών του προσώπου και τη διάρκεια διαμονής του στο κράτος μέλος καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, σε περίπτωση απόρριψης αίτησης, ανάκλησης ή άρνησης της ανανέωσης της άδειας διαμονής, ή σε περίπτωση λήψης μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του συντηρούντος ή μελών της οικογένειάς του.»

Το γερμανικό δίκαιο

11

Ο Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμος περί διαμονής, απασχολήσεως και εντάξεως των αλλοδαπών στην ομοσπονδιακή επικράτεια), της 25ης Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AufenthG), προβλέπει στο άρθρο 6, παράγραφος 3, τα εξής:

«Για μακροχρόνιες περιόδους διαμονής απαιτείται θεώρηση εισόδου για το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (εθνική θεώρηση εισόδου), η οποία χορηγείται πριν από την είσοδο σε αυτό. Η θεώρηση χορηγείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου, τη μπλε κάρτα της ΕΕ, την άδεια ενδοεταιρικής μετάθεσης (κάρτα ICT), την κάρτα μόνιμης διαμονής και την άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος - ΕΕ. […]»

12

Το άρθρο 25 του νόμου αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαμονή για ανθρωπιστικούς λόγους», ορίζει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγείται σε αλλοδαπό στην περίπτωση που η Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων) του έχει αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του Asylgesetz (νόμου περί ασύλου) ή το δικαίωμα επικουρικής προστασίας, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νόμου περί ασύλου. […]»

13

Το άρθρο 32 του AufenthG, το οποίο φέρει τον τίτλο «Οικογενειακή επανένωση των τέκνων», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγείται στο άγαμο ανήλικο τέκνο αλλοδαπού, όταν αμφότεροι οι γονείς ή ο γονέας που έχει αποκλειστικό δικαίωμα επιμέλειας κατέχουν έναν από τους ακόλουθους τίτλους διαμονής:

[…]

2. Άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 25, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, πρώτη περίπτωση·

[…]».

14

Το άρθρο 36 του νόμου αυτού, με τίτλο «Οικογενειακή επανένωση γονέων και λοιπών μελών της οικογένειας», ορίζει τα εξής:

«(1)   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5, παράγραφος 1, σημείο 1, και από το άρθρο 29, παράγραφος 1, σημείο 2, άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου χορηγείται στους γονείς ανήλικου αλλοδαπού ο οποίος διαθέτει είτε άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 4, και του άρθρου 25, παράγραφος 1 ή παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, είτε κάρτα μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, ή κάρτα μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 4, κατόπιν χορήγησης άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, εφόσον κανένας από τους γονείς που έχουν την επιμέλεια του ανηλίκου δεν διαμένει στη γερμανική επικράτεια.

(2)   Τα λοιπά μέλη της οικογένειας αλλοδαπού μπορούν να λάβουν άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου για λόγους οικογενειακής επανένωσης, εφόσον είναι αναγκαίο για την αποφυγή υπέρμετρων δυσχερειών. Το άρθρο 30, παράγραφος 3, καθώς και το άρθρο 31 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για τα ενήλικα μέλη της οικογένειας και το άρθρο 34 για τα ανήλικα.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Η XC, γεννηθείσα την 1η Ιανουαρίου 1999, ζήτησε, ως Σύρια υπήκοος που ζει εδώ και πολλά έτη στην Τουρκία, τη χορήγηση εθνικής θεώρησης εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον πατέρα της, στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα στη Γερμανία.

16

Η μητέρα της έχει αποβιώσει. Ο πατέρας της έφθασε, το 2015, στη Γερμανία, όπου υπέβαλε επίσημη αίτηση ασύλου τον Απρίλιο του 2016. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων χορήγησε το καθεστώς του πρόσφυγα στον πατέρα της XC τον Ιούλιο του 2017, αφού έγινε δεκτή η προσφυγή που είχε ασκήσει ο τελευταίος. Η υπηρεσία αλλοδαπών τού χορήγησε, τον Σεπτέμβριο του 2017, άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου με τριετή ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, του AufenthG.

17

Στις 10 Αυγούστου 2017, η XC, η οποία ενηλικιώθηκε την 1η Ιανουαρίου 2017, ζήτησε από το Γενικό Προξενείο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Κωνσταντινούπολη (Τουρκία) εθνική θεώρηση εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον πατέρα της που διαμένει στη Γερμανία. Το εν λόγω γενικό προξενείο αρνήθηκε τη χορήγηση της ζητηθείσας θεώρησης εισόδου, τελευταία φορά με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2017 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση επανεξέτασης. Έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του AufenthG διότι η XC είχε ενηλικιωθεί πριν ο πατέρας της λάβει άδεια διαμονής ως πρόσφυγας. Επιπλέον, κατά το ίδιο γενικό προξενείο, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 2, του AufenthG, για την οικογενειακή επανένωση ενήλικων τέκνων απαιτείται η ύπαρξη υπέρμετρων δυσχερειών, πράγμα που δεν συνέβαινε εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν προέκυπτε ότι η XC δεν μπορούσε να ζήσει ανεξάρτητα στην Τουρκία.

18

Με απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, το Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο, Γερμανία) δέχθηκε την προσφυγή που άσκησε η XC κατά της εν λόγω απόφασης του γενικού προξενείου και διέταξε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να χορηγήσει στην ενδιαφερόμενη θεώρηση εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Αιτιολόγησε την απόφασή του επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), σχετικά με την οικογενειακή επανένωση γονέων με ασυνόδευτο ανήλικο πρόσφυγα, η οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην αντίστροφη περίπτωση η οποία συντρέχει εν προκειμένω όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση τέκνου με γονέα στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, καθοριστική ημερομηνία για την εκτίμηση της ιδιότητας της XC ως ανήλικης δεν είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεώρησης για λόγους οικογενειακής επανένωσης, αλλά εκείνη της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο πατέρας της ενδιαφερόμενης. Συνεπώς, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι τέκνο του συντηρούντος πρέπει να θεωρείται ανήλικο, αν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως ασύλου από τον συντηρούντα ήταν ανήλικο. Επιπλέον, κατά το Verwaltungsgericht (διοικητικό πρωτοδικείο), και στην περίπτωση των οικογενειακών επανενώσεων τέκνων ο καθορισμός της κρίσιμης ημερομηνίας για την εκτίμηση της ιδιότητας του τέκνου ως ανηλίκου δεν επαφίεται στην εκτίμηση των κρατών μελών, αλλά πρέπει να απορρέει από αυτοτελή ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας. Το ίδιο δικαστήριο διευκρίνισε ότι θα διακυβευόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης και θα παραβιάζονταν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχείρισης αν, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της ιδιότητας του τέκνου ως ανηλίκου ήταν η ημερομηνία υποβολής της αίτησης θεωρήσεως εισόδου από το εν λόγω τέκνο. Το δικαστήριο αυτό επισήμανε ότι, εν προκειμένω, η XC υπέβαλε την αίτησή της για χορήγηση θεωρήσεως εισόδου εντός της τρίμηνης προθεσμίας που απαιτείται σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου από την ημέρα κατά την οποία αναγνωρίστηκε η ιδιότητα του πρόσφυγα στον δικαιούχο του πρωτογενούς δικαιώματος διαμονής.

19

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε αναίρεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία). Προς στήριξη της αναίρεσής της, υποστηρίζει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), αφορούσε, αφενός, πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση και, αφετέρου, την ερμηνεία διαφορετικής διατάξεως της οδηγίας 2003/86 από την επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση. Οι εκτιμήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, δεν ισχύουν, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, κατά μείζονα λόγο διότι η τελευταία διάταξη παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών.

20

Το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) παρατηρεί ότι η XC δεν δικαιούται να λάβει θεώρηση εισόδου δυνάμει του εθνικού δικαίου, δεδομένου ότι, κατά το δίκαιο αυτό, το γεγονός ότι είχε ενηλικιωθεί πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης χορήγησης της θεωρήσεως εισόδου αποτελούσε εμπόδιο για τη χορήγησή της. Εντούτοις, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμφωνία της εθνικής ρύθμισης προς την οδηγία 2003/86. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, αν είναι δυνατή η εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, της λύσεως στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο καταθέσεως της αίτησής του παροχής ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου, ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα, πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά την έννοια του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, αυτής.

21

Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε την οικογενειακή επανένωση των γονέων με ανήλικο ασυνόδευτο πρόσφυγα, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86. Αντιθέτως, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, που διέπει την οικογενειακή επανένωση τέκνων με ενήλικους υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα και, ως εκ τούτου, τους έχει επιτραπεί η διαμονή σε κράτος μέλος.

22

Επιπροσθέτως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να εκτιμήσει αν πληρούται η απαίτηση περί πραγματικού οικογενειακού βίου, από την οποία το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας εξαρτά το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 […] την έννοια ότι τέκνο του συντηρούντος, ο οποίος αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας, θεωρείται ανήλικο κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ακόμη και στην περίπτωση που ήταν ανήλικο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως ασύλου από τον συντηρούντα, αλλά ενηλικιώθηκε προτού αναγνωριστεί σε αυτόν το καθεστώς πρόσφυγα και υποβληθεί αίτηση οικογενειακής επανενώσεως;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Ποιες απαιτήσεις πρέπει να επιβάλλονται σε τέτοια περίπτωση όσον αφορά τους πραγματικούς οικογενειακούς δεσμούς κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86;

α)

Αρκεί συναφώς ο νομικός δεσμός γονέα-τέκνου ή είναι αναγκαίο να υφίσταται και πραγματικός οικογενειακός βίος;

β)

Εάν ο πραγματικός οικογενειακός βίος θεωρηθεί επίσης αναγκαία προϋπόθεση: Πόσο στενές πρέπει να είναι οι σχέσεις στο πλαίσιο αυτού; Αρκούν συναφώς, για παράδειγμα, περιστασιακές ή τακτικές επαφές με επισκέψεις, είναι αναγκαία η συγκατοίκηση σε κοινό νοικοκυριό ή απαιτείται επιπλέον να υπάρχει κοινότητα αρωγής, τα μέλη της οποίας να εξαρτώνται το ένα από το άλλο;

γ)

Απαιτείται για την επανένωση τέκνου που έχει εν τω μεταξύ ενηλικιωθεί, βρίσκεται ακόμη στο τρίτο κράτος και έχει υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανενώσεως με γονέα στον οποίο αναγνωρίστηκε καθεστώς πρόσφυγα, να αναμένεται ότι, μετά την είσοδο στο έδαφος του κράτους μέλους, η οικογενειακή ζωή θα αποκατασταθεί στο κράτος αυτό με τον τρόπο που απαιτείται σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος;»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Αυγούστου 2020, το αιτούν δικαστήριο ερωτήθηκε εάν εμμένει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεδομένης της έκδοσης της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση - Ανήλικο τέκνο) (C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577).

25

Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, το αιτούν δικαστήριο ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι εμμένει στην αίτησή του, καθόσον έκρινε ότι η απόφαση αυτή δεν απαντά επαρκώς στα ερωτήματα που υπέβαλε στην υπό κρίση υπόθεση.

26

Στις 12 Μαΐου 2021, το Δικαστήριο υπέβαλε ερώτηση στη Γερμανική Κυβέρνηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 61, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, με την οποία την κάλεσε να λάβει θέση επί των ενδεχόμενων συνεπειών της αποφάσεως της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), όσον αφορά την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Στις 21 Ιουνίου 2021, η Γερμανική Κυβέρνηση υπέβαλε απάντηση στην ερώτηση του Δικαστηρίου.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

27

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι το χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να καθορισθεί αν το τέκνο συντηρούντος στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο συντηρών γονέας υπέβαλε την αίτηση ασύλου για να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα.

28

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το ερώτημα αυτό ανάγεται στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία το ενδιαφερόμενο τέκνο ήταν ανήλικο όταν ο πατέρας του υπέβαλε αίτηση ασύλου τον Απρίλιο του 2016, αλλά ενηλικιώθηκε πριν ο πατέρας του αποκτήσει το καθεστώς πρόσφυγα τον Ιούλιο του 2017, καθόσον η αίτηση του τελευταίου απορρίφθηκε αρχικώς από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές, και, επομένως, πριν παρασχεθεί στο τέκνο η δυνατότητα να υποβάλει αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης με τον ενδιαφερόμενο γονέα, αίτηση η οποία υποβλήθηκε στις 10 Αυγούστου 2017.

29

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, όπως προκύπτει από την απάντηση σε ερώτηση του Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης, ότι η υπόθεση της κύριας δίκης διαφέρει από εκείνες επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), (C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577), λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διαφορών μεταξύ του πραγματικού και νομικού πλαισίου των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση αυτή και εκείνου της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή, το Δικαστήριο δεν έδωσε απάντηση στο ερώτημα αν, σε περίπτωση επανένωσης τέκνου με γονέα ο οποίος απολαύει του καθεστώτος πρόσφυγα, είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, ήτοι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ασύλου από τον γονέα, δεδομένου ότι το εν λόγω ερώτημα δεν ήταν κρίσιμο για τις υποθέσεις αυτές.

30

Τίθεται, επομένως, το ζήτημα αν, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω ειδικών περιστάσεων, είναι δυνατή εν προκειμένω η εφαρμογή της λύσεως στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), όσον αφορά την κρίσιμη ημερομηνία για την εκτίμηση της ανηλικότητας του τέκνου του αιτούντος άσυλο στον οποίο χορηγήθηκε το καθεστώς πρόσφυγα.

31

Συνακόλουθα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση-Ανήλικο τέκνο) (C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577), δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος κατά πόσον είναι δυνατή η εφαρμογή, εν προκειμένω, της λύσης που έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), όπως αυτή εκτίθεται στη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης.

32

Η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί λαμβανομένων υπόψη αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση και, επιπλέον, η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο την παροχή προστασίας στους υπηκόους τρίτων χωρών, ιδίως στους ανηλίκους [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν σαφώς καθορισμένα δικαιώματα. Ειδικότερα, τους επιβάλλει την υποχρέωση, στις περιπτώσεις που ορίζονται στην ίδια οδηγία, να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, χωρίς να διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως συναφώς [πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35

Μεταξύ των μελών της οικογένειας του συντηρούντος των οποίων την είσοδο και τη διαμονή υποχρεούται να επιτρέπει το οικείο κράτος μέλος περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, «[τα] ανήλικ[α] τέκν[α], συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του συντηρούντος, όταν ο συντηρών έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων».

36

Συναφώς, καίτοι στο άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 επισημαίνεται ότι τα ανήλικα τέκνα πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που ορίζει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, δεν διευκρινίζεται το χρονικό σημείο αναφοράς για την εκτίμηση της πλήρωσης της προϋπόθεσης αυτής, ούτε γίνεται, ως προς το ζήτημα αυτό, παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση– Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 28].

37

Μολονότι, κατά την εν λόγω διάταξη, ο προσδιορισμός της ηλικίας ενηλικίωσης στο δίκαιο των κρατών μελών επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια αυτών, δεν είναι, αντιθέτως, δυνατόν να αναγνωριστεί στα κράτη μέλη οποιοδήποτε περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου αναφοράς βάσει του οποίου διαπιστώνεται η ηλικία του αιτούντος για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με βάση ιδίως το πλαίσιο της διάταξης και τον σκοπό της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση. Προς τούτο, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 1, η οδηγία αυτή καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.

39

Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη σέβονται τα δικαιώματα και τηρούν τις αρχές που καθιερώνει ο Χάρτης και προάγουν την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους και εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, όπως αυτές της απονέμονται από τις Συνθήκες.

40

Κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, και ειδικότερα τα δικαστήριά τους, δεν οφείλουν απλώς να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά οφείλουν επίσης να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41

Ειδικότερα, το άρθρο 7 του Χάρτη αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Κατά πάγια νομολογία, το εν λόγω άρθρο 7 πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την ανάγκη του τέκνου να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις με τους δύο γονείς του, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42

Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως προκύπτει, εξάλλου, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

43

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, μολονότι το γερμανικό δίκαιο δεν απαιτεί το τέκνο να είναι ανήλικο κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης που υπέβαλε, εντούτοις, πρέπει το τέκνο να είναι ανήλικο κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης θεωρήσεως εισόδου και κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο γονέας του αποκτά την άδεια διαμονής επί της οποίας θεμελιώνεται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

44

Στο πλαίσιο αυτό, η XC θα μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 και να επιτύχει, συνακόλουθα, ευνοϊκή έκβαση της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μόνον αν η ιδιότητά της ως ανήλικης πρέπει να προσδιοριστεί κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο πατέρας της ζήτησε άσυλο.

45

Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το τέκνο του αιτούντος άσυλο μπορεί εγκύρως να υποβάλει αίτηση οικογενειακής επανένωσης βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 μόνον όταν η αίτηση χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα στον αιτούντα άσυλο γονέα έχει γίνει δεκτή με απόφαση που κατέστη απρόσβλητη. Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής εξηγείται ευχερώς από το ότι, προ της εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως, είναι αδύνατο να καταστεί γνωστό μετά βεβαιότητος αν ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, στοιχείο από το οποίο εξαρτάται, με τη σειρά του, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 51 και 63).

46

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι η αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είναι πράξη αναγνωριστικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, ο πρόσφυγας έχει δικαίωμα να αναγνωριστεί ως τέτοιος από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεώς του για τη χορήγηση του καθεστώτος αυτού (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 53 και 54).

47

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του, από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), και της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο) (C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577), προκύπτει ότι το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης ως προς τα ανήλικα τέκνα δεν μπορεί να θίγεται από την παρέλευση του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση απόφασης επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας ή των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης.

48

Πάντως, επισημαίνεται ότι η χρήση της ημερομηνίας κατά την οποία η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους αποφαίνεται επί της αίτησης ασύλου που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος γονέας ή η χρήση μεταγενέστερης ημερομηνίας κατά την οποία το ενδιαφερόμενο τέκνο υποβάλλει την αίτηση θεώρησης εισόδου για λόγους οικογενειακής επανένωσης ως ημερομηνίας αναφοράς για την εκτίμηση της ανηλικότητας για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 δεν θα ήταν σύμφωνη ούτε προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή, προκειμένου να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση και να παρασχεθεί ιδιαίτερη προστασία στους πρόσφυγες, ούτε προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 7 και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, περιλαμβανομένων και εκείνων τις οποίες διενεργούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 36].

49

Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν θα προτρέπονταν να εξετάσουν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβάλει οι γονείς ανηλίκων με την ταχύτητα που απαιτείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιατέρως ευάλωτη θέση των εν λόγω ανηλίκων και, συνακόλουθα, θα ενεργούσαν ενδεχομένως με τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή τόσο ενός γονέα με το ανήλικο τέκνο του, όσο και του ανηλίκου αυτού με μέλος της οικογένειάς του [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50

Επιπροσθέτως, η ερμηνεία αυτή θα αντέβαινε στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου, καθόσον δεν θα επέτρεπε τη διασφάλιση πανομοιότυπης και προβλέψιμης μεταχείρισης όλων των αιτούντων οι οποίοι ευρίσκονται, από χρονικής απόψεως, στην ίδια κατάσταση, στο μέτρο που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η ευδοκίμηση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης κυρίως από περιστάσεις σχετικές με τη διοίκηση ή τα εθνικά δικαστήρια και ειδικότερα από το πόσο γρήγορα εξετάζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας ή εκδίδεται απόφαση επί προσφυγής ασκηθείσας κατά απορριπτικής αποφάσεως επί τέτοιας αίτησης, και όχι από περιστάσεις σχετικές με τον αιτούντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 56 και 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Επιπλέον, στον βαθμό που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης του ενδιαφερόμενου ανήλικου τέκνου από τυχαίες και μη προβλέψιμες περιστάσεις, οι οποίες σχετίζονται εξ ολοκλήρου με τις αρμόδιες εθνικές διοικητικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους, η εν λόγω ερμηνεία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εμφάνιση σημαντικών διαφορών στην εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης, τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 43].

52

Επομένως, για λόγους κατ’ ουσίαν ανάλογους προς εκείνους που ελήφθησαν υπόψη για τη θεμελίωση, στην απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), της ερμηνείας του άρθρου 2, εισαγωγική περίοδος και στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, πρέπει, προκειμένου να καθορισθεί αν το τέκνο συντηρούντος στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα είναι ανήλικο κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο αυτό ενηλικιώθηκε πριν από την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στον συντηρούντα και πριν από την υποβολή της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ασύλου του εν λόγω συντηρούντος. Μόνον η συνεκτίμηση μιας τέτοιας ημερομηνίας είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς της οδηγίας καθώς και προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης. Συναφώς, δεν ασκεί επιρροή κατά πόσον η κρίση επί της εν λόγω αιτήσεως λαμβάνει χώρα απευθείας κατόπιν της υποβολής της αιτήσεως ή, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, μετά την ακύρωση απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση.

53

Εντούτοις, πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να υποβάλλεται εντός εύλογης προθεσμίας, ήτοι εντός τριών μηνών από την ημερομηνία χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα.

54

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι το χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να καθορισθεί αν το τέκνο συντηρούντος στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο συντηρών γονέας υπέβαλε την αίτηση ασύλου για να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί αίτηση οικογενειακής επανένωσης εντός τριών μηνών από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

55

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί ποιες είναι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης ανηλίκου τέκνου με γονέα στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης.

56

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, προς τον σκοπό αυτό, αρκεί η έννομη σχέση γονέα-τέκνου ή αν απαιτείται επίσης πραγματικός οικογενειακός βίος, και στην περίπτωση αυτή, πόσο έντονος πρέπει να είναι. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν για την οικογενειακή επανένωση απαιτείται, μετά την είσοδο του παιδιού στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, ο οικογενειακός βίος να αρχίσει εκ νέου στο κράτος αυτό.

57

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 παρέχει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να απορρίπτουν αίτηση οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν την άδεια διαμονής που χορηγήθηκε βάσει αυτής της αίτησης ή να αρνούνται την ανανέωσή της, όταν ο συντηρών και τα μέλη της οικογένειάς του δεν διάγουν ή δεν διάγουν πλέον πραγματικό συζυγικό ή οικογενειακό βίο. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν καθορίζει κριτήρια βάσει των οποίων είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιων πραγματικών οικογενειακών δεσμών, ούτε επιβάλλει ειδική απαίτηση όσον αφορά την ένταση των οικείων οικογενειακών σχέσεων. Επιπλέον, ούτε παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο δίκαιο των κρατών μελών.

58

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με βάση ιδίως το πλαίσιο της διάταξης και τον σκοπό της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης.

59

Επισημαίνεται ότι η οδηγία 2003/86, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 6, αποσκοπεί στη διασφάλιση της προστασίας της οικογένειας καθώς και της διατήρησης ή της δημιουργίας του οικογενειακού βίου μέσω της οικογενειακής επανένωσης. Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας, η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος και συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας.

60

Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 16 της οδηγίας, πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, τα οποία επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή.

61

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2003/86, η κατάσταση των προσφύγων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, εξαιτίας των λόγων που τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και οι οποίοι τους εμποδίζουν να διάγουν εκεί κανονικό οικογενειακό βίο. Ως εκ τούτου, η οδηγία προβλέπει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τους πρόσφυγες όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματός τους οικογενειακής επανένωσης.

62

Τέλος, η εκτίμηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για να θεωρηθεί ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86, απαιτεί αξιολόγηση κατά περίπτωση, όπως προκύπτει εξάλλου από το άρθρο 17 της οδηγίας, με τη βοήθεια του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων σε κάθε περίπτωση και υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία.

63

Προς τούτο, η έννομη σχέση γονέα-τέκνου και μόνον δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού δεσμού. Συγκεκριμένα, μολονότι οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2003/86 και του Χάρτη προστατεύουν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και προωθούν τη διατήρηση της οικογενειακής ζωής, παρέχουν, στο μέτρο που οι ενδιαφερόμενοι συνεχίζουν να διάγουν πραγματικό οικογενειακό βίο, στους φορείς του δικαιώματος αυτού την ευχέρεια να αποφασίζουν για τον τρόπο με τον οποίο επιθυμούν να διάγουν την οικογενειακή ζωή τους και δεν επιβάλλουν, ιδίως, καμία υποχρέωση όσον αφορά τον βαθμό έντασης των οικογενειακών τους σχέσεων [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Μέλος της οικογένειας), C‑768/19, EU:C:2021:709, σκέψη 58].

64

Εν προκειμένω, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η XC ήταν ακόμη ανήλικη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο πατέρας της υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και, ως εκ τούτου, ανήκε στον πυρήνα της οικογένειας του τελευταίου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2003/86, για τον οποίο, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, ισχύει «εν πάση περιπτώσει» η οικογενειακή επανένωση. Υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν διήγαν, κατά την περίοδο που προηγήθηκε της διαφυγής του πατέρα, πραγματικό οικογενειακό βίο.

65

Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η XC και ο πατέρας της δεν μπορούσαν να διάγουν αληθινό οικογενειακό βίο κατά τη διάρκεια της περιόδου χωρισμού τους που επήλθε ιδίως λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης του τελευταίου ως πρόσφυγα, με συνέπεια η συγκεκριμένη και μόνον προϋπόθεση να μην είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να θεμελιώσει τη διαπίστωση περί απουσίας πραγματικού οικογενειακού βίου, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86. Εξάλλου, δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ότι, κατά τεκμήριο, ο οικογενειακός βίος μεταξύ γονέα και τέκνου παύει να υφίσταται αμέσως μόλις το ανήλικο τέκνο ενηλικιωθεί.

66

Πάντως, η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου προϋποθέτει την απόδειξη του υποστατού του οικογενειακού δεσμού ή της βουλήσεως δημιουργίας ή διατηρήσεως ενός τέτοιου δεσμού.

67

Επομένως, το γεγονός ότι οι ενδιαφερόμενοι προτίθενται να πραγματοποιούν περιστασιακές επισκέψεις ο ένας στον άλλο, εφόσον είναι δυνατόν, και να έχουν τακτικές επαφές οποιασδήποτε φύσεως, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των ουσιαστικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση των ενδιαφερομένων, στις οποίες συγκαταλέγεται η ηλικία του τέκνου, μπορεί να αρκεί για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου.

68

Επιπλέον, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται από τον συντηρούντα γονέα και το τέκνο του να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς, δεδομένου ότι είναι πιθανόν να μην έχουν τα υλικά μέσα προς τούτο.

69

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά τη διάταξη αυτή, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου με γονέα στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, δεν αρκεί η έννομη σχέση γονέα-τέκνου και μόνον. Εντούτοις, δεν είναι αναγκαίο ο συντηρών γονέας και το ενδιαφερόμενο τέκνο να συγκατοικούν σε κοινό νοικοκυριό ή να ζουν υπό την ίδια στέγη προκειμένου το τέκνο να μπορεί να επωφεληθεί της οικογενειακής επανένωσης. Περιστασιακές επισκέψεις, εφόσον είναι δυνατές, και πάσης φύσεως τακτικές επαφές είναι δυνατόν να επαρκούν για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου. Επιπλέον, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται ο συντηρών γονέας και το τέκνο του να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς.

Επί των δικαστικών εξόδων

70

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι το χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να καθορισθεί αν το τέκνο συντηρούντος στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο συντηρών γονέας υπέβαλε την αίτηση ασύλου για να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί αίτηση οικογενειακής επανένωσης εντός τριών μηνών από την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα.

 

2)

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι, για να γίνει δεκτό ότι υφίσταται πραγματικός οικογενειακός βίος, κατά τη διάταξη αυτή, στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου με γονέα στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα, όταν το τέκνο ενηλικιώθηκε πριν από τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον συντηρούντα γονέα και πριν από την υποβολή της αιτήσεως οικογενειακής επανένωσης, δεν αρκεί η έννομη σχέση γονέα-τέκνου και μόνον. Εντούτοις, δεν είναι αναγκαίο ο συντηρών γονέας και το ενδιαφερόμενο τέκνο να συγκατοικούν σε κοινό νοικοκυριό ή να ζουν υπό την ίδια στέγη προκειμένου το τέκνο να μπορεί να επωφεληθεί της οικογενειακής επανένωσης. Περιστασιακές επισκέψεις, εφόσον είναι δυνατές, και πάσης φύσεως τακτικές επαφές είναι δυνατόν να επαρκούν για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ανασυγκροτούν προσωπικές και συναισθηματικές σχέσεις και να πιστοποιηθεί η ύπαρξη πραγματικού οικογενειακού βίου. Επιπλέον, δεν μπορεί ούτε να απαιτείται ο συντηρών γονέας και το τέκνο του να αλληλοϋποστηρίζονται οικονομικώς.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top