EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0247

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2022.
VI κατά Commissioners for Her Majesty's Revenue and Customs.
Αίτηση του Appeal Tribunal (Northern Ireland) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών – Άρθρο 21 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 16 – Τέκνο το οποίο είναι υπήκοος κράτους μέλους και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος – Παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου – Απαίτηση περί πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας – Τέκνο που διαθέτει δικαίωμα μόνιμης διαμονής για κάποια από τα υπό εξέταση χρονικά διαστήματα.
Υπόθεση C-247/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:177

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών – Άρθρο 21 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 16 – Τέκνο το οποίο είναι υπήκοος κράτους μέλους και διαμένει σε άλλο κράτος μέλος – Παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου – Απαίτηση περί πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας – Τέκνο που διαθέτει δικαίωμα μόνιμης διαμονής για κάποια από τα υπό εξέταση χρονικά διαστήματα»

Στην υπόθεση C‑247/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Social Security Appeal Tribunal (Northern Ireland) (δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφάλισης, Βόρεια Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

VI

κατά

The Commissioners for Her Majesty’s Revenue and Customs,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, I. Jarukaitis, M. Ilešič (εισηγητή) και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η VI, αρχικώς εκπροσωπούμενη από τους R. Drabble, QC, και M. Black, solicitor, στη συνέχεια από τον R. Drabble, QC, καθώς και από τις C. Rothwell και S. Park, solicitors,

η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Moe Winther, L. Furuholmen και T. Hostvedt Aarthun, καθώς και από τον T. Midttun Tobiassen,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την E. Montaguti και τον J. Tomkin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 21 ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 7 και 16 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της VI και της Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs (φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ηνωμένο Βασίλειο) (στο εξής: HMRC) σχετικά με το δικαίωμα της VI να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα χρονικά διαστήματα από 1ης Μαΐου 2006 έως τις 20 Αυγούστου 2006 και από 18ης Αυγούστου 2014 έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2016, καθώς και το δικαίωμα να λάβει, για τα διαστήματα αυτά, χρηματική παροχή λόγω τέκνου και επίδομα τέκνου.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2004/38

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 10 και 18 της οδηγίας 2004/38 έχουν ως εξής:

«(1)

Η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το πρωτογενές και ατομικό δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των όρων που ορίζονται στη συνθήκη και των μέτρων που θεσπίζονται για την εφαρμογή [της].

(2)

Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, η οποία περιλαμβάνει ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελευθερία σύμφωνα με τις διατάξεις της συνθήκης.

[...]

(10)

Οι απολαύοντες του δικαιώματος διαμονής δεν θα πρέπει [...] να καθίστανται υπέρμετρο βάρος για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους. Για τον σκοπό αυτό, το δικαίωμα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, για χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών, θα πρέπει να υπόκειται σε όρους.

[...]

(18)

Το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ αποκτηθεί, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους, προκειμένου να αποτελεί ένα πραγματικό μέσο ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο διαμένει ο πολίτης της Ένωσης.»

4

Κατά το άρθρο της 1, στοιχεία αʹ και βʹ, η οδηγία 2004/38 καθορίζει τους όρους που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, καθώς και το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών.

5

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“πολίτης της Ένωσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους·

2)

“μέλος της οικογένειας”:

α)

ο (η) σύζυγος·

β)

ο (η) σύντροφος με τον (την) οποίο(-α) ο πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής·

γ)

οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

δ)

οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο β)·

[...]».

6

Το κεφάλαιο III της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει, στα άρθρα 6 έως 15, τις διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής.

7

Το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:

α)

είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

β)

διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

γ)

έχουν εγγραφεί σε ιδιωτικό ή δημόσιο ίδρυμα, εγκεκριμένο ή χρηματοδοτούμενο από το κράτος μέλος υποδοχής βάσει της νομοθεσίας ή της διοικητικής πρακτικής του, για να παρακολουθήσουν κατά κύριο λόγο σπουδές, συμπεριλαμβανομένων μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, και

διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής και βεβαιώνουν την αρμόδια εθνική αρχή, με δήλωση ή με ισοδύναμο μέσο της επιλογής τους, ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, ή

δ)

είναι μέλη της οικογένειας τα οποία συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν πολίτη της Ένωσης που πληροί τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

2.   Το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εκτείνεται στα μέλη της οικογένειας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της Ένωσης και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α), β) ή γ).»

8

Το τιτλοφορούμενο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από τα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της Ένωσης» άρθρο 12 της οδηγίας 2004/38 ορίζει στην παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, τα εξής:

«Πριν από την απόκτηση του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το δικαίωμα διαμονής των ενδιαφερομένων εξακολουθεί να τελεί υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποδείξουν ότι είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί ή ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, και ότι έχουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, ή ότι είναι μέλη της ήδη συσταθείσας στο κράτος μέλος υποδοχής οικογένειας ενός προσώπου το οποίο πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις. [...]»

9

Το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Διατήρηση του δικαιώματος διαμονής», ορίζει στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

«Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, ενόσω πληρούν τους όρους των άρθρων αυτών.»

10

Το κεφάλαιο IV της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει, στα άρθρα 16 έως 21, τις διατάξεις που διέπουν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής.

11

Στο τμήμα I της οδηγίας 2004/38, με τίτλο «Επιλεξιμότητα», περιλαμβάνεται το άρθρο 16, το οποίο, στις παραγράφους 1 και 2, ορίζει τα εξής:

«1.   Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.»

Ο κανονισμός (EE) 492/2011

12

Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1):

«Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας [(ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33)], έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.»

13

Κατά το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68:

«Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που καθιστούν δυνατό στα εν λόγω τέκνα να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.»

Η συμφωνία για την αποχώρηση

14

Με την απόφαση (ΕΕ) 2020/135, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) (ΕΕ 2020, L 29, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ΕΚΑΕ, τη συμφωνία αυτή (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: συμφωνία αποχωρήσεως), η οποία επισυνάφθηκε στην απόφαση αυτή.

15

Το άρθρο 86 της συμφωνίας αποχωρήσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ορίζει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις κατόπιν αιτήσεων που υποβάλλονται από δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, οι διαδικασίες θεωρείται ότι ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [...] τη στιγμή κατά την οποία το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο καταχωρίζεται από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου [...]».

16

Το άρθρο 89, παράγραφος 1, της συμφωνίας αποχωρήσεως ορίζει τα εξής:

«Αποφάσεις και διατάξεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδονται πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, καθώς και αποφάσεις και διατάξεις του Δικαστηρίου που εκδίδονται μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου σε διαδικασίες που αναφέρονται στα άρθρα 86 και 87, έχουν δεσμευτική ισχύ στο σύνολό τους ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού.»

17

Σύμφωνα με το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχωρήσεως, η ημερομηνία έναρξης ισχύος της μεταβατικής περιόδου είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αυτής, ήτοι η 1η Φεβρουαρίου 2020, και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020.

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

18

Η οδηγία 2004/38 μεταφέρθηκε στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με την Immigration (European Economic Area) Regulations 2006 [κανονιστική απόφαση του 2006 για τη μετανάστευση (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2006 για τη μετανάστευση)], η οποία κωδικοποιήθηκε εν συνεχεία με την Immigration (European Economic Area) Regulations 2016 [κανονιστική απόφαση του 2016 για τη μετανάστευση (Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος) (στο εξής: κανονιστική απόφαση του 2016 για τη μετανάστευση)].

19

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση καθορίζει τις διάφορες κατηγορίες πολιτών της Ένωσης που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας 2004/38, ήτοι τις κατηγορίες των μισθωτών, των μη μισθωτών, των αυτοσυντηρούμενων προσώπων και των σπουδαστών αντιστοίχως. Το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο c, ορίζει ως «αυτοσυντηρούμενο πρόσωπο» το πρόσωπο το οποίο διαθέτει επαρκείς πόρους ούτως ώστε να μην επιβαρύνει κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής του το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του Ηνωμένου Βασιλείου και το οποίο διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

20

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση διευκρινίζει, όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας αυτοσυντηρούμενου προσώπου του οποίου το δικαίωμα διαμονής εξαρτάται από το δικαίωμα διαμονής του προσώπου αυτού, ότι η απαίτηση να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο Ηνωμένο Βασίλειο πληρούται μόνον εφόσον εκτείνεται τόσο στο εν λόγω πρόσωπο όσο και στα μέλη της οικογένειάς του.

21

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση ορίζει την έννοια του «δικαιούχου» για τους σκοπούς της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως. Δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο d, στην έννοια του «δικαιούχου» περιλαμβάνονται και τα αυτοσυντηρούμενα πρόσωπα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο c, της ως άνω κανονιστικής αποφάσεως.

22

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση, πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται ως «δικαιούχος» έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο καθ’ o χρόνο εξακολουθεί να εμπίπτει στην έννοια αυτή.

23

Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο a, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση, υπήκοος κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) που έχει διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει της εν λόγω κανονιστικής αποφάσεως, για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών αποκτά δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο b, το ίδιο ισχύει και για τα μέλη των οικογενειών υπηκόων κράτους μέλους του ΕΟΧ τα οποία δεν έχουν τα ίδια την ιθαγένεια κράτους μέλους, αλλά έχουν διαμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με τον εν λόγω υπήκοο, δυνάμει της ως άνω κανονιστικής αποφάσεως, για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.

24

Το άρθρο 16 της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 15α της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 για τη μετανάστευση, προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να αναγνωριστεί ως έχον παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφοι 1 και 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση, πρόσωπο το οποίο ασκεί κατά κύριο λόγο την επιμέλεια υπηκόου κράτους μέλους του ΕΟΧ και διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στο κράτος αυτό, όταν ο οικείος υπήκοος κράτους μέλους του ΕΟΧ έχει ηλικία κάτω των 18 ετών, διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο ως αυτοσυντηρούμενο πρόσωπο και δεν θα ήταν σε θέση να παραμείνει στο Ηνωμένο Βασίλειο εάν το εν λόγω πρόσωπο εγκατέλειπε το Ηνωμένο Βασίλειο επ’ αόριστον.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

25

Η VI είναι Πακιστανή υπήκοος και διαμένει με τον σύζυγό της, επίσης Πακιστανό υπήκοο, και τα τέσσερα τέκνα τους στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο). Το 2004 γεννήθηκε εκεί ο γιος τους, ο οποίος έχει την ιρλανδική ιθαγένεια.

26

Η VI και ο σύζυγός της διαθέτουν επαρκείς πόρους για την κάλυψη τόσο των δικών τους αναγκών όσο και της οικογένειάς τους. Ειδικότερα, ο σύζυγος της VI εργαζόταν και φορολογούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια των επίμαχων στην κύρια δίκη χρονικών διαστημάτων. Η VI, η οποία ασχολήθηκε αρχικώς με την ανατροφή των τέκνων τους, εργάζεται και φορολογείται από τον Απρίλιο του 2016.

27

Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους της κύριας δίκης ότι, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα από τις 17 Αυγούστου 2006 έως τις 16 Αυγούστου 2014, η VI και η οικογένειά της διέθεταν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας και ότι, κατά συνέπεια, η VI είχε, δυνάμει του άρθρου 15α, παράγραφοι 1 και 2, της κανονιστικής αποφάσεως του 2006 για τη μετανάστευση, παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής ως πρόσωπο που ασκεί κατά κύριο λόγο την επιμέλεια τέκνου υπηκόου κράτους μέλους του ΕΟΧ και το οποίο είναι «αυτοσυντηρούμενο».

28

Δεν αμφισβητείται επίσης από τους διαδίκους ότι, λόγω της νόμιμης διαμονής του στο Ηνωμένο Βασίλειο για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών, ο γιος της VI απέκτησε δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

29

Αντιθέτως, οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το δικαίωμα της VI να λάβει, αφενός, χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου και, αφετέρου, επίδομα τέκνου, για τα χρονικά διαστήματα από 1ης Μαΐου 2006 έως τις 20 Αυγούστου 2006 καθώς και από τις 18 Αυγούστου 2014 έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2016. Το αιτούν δικαστήριο διέταξε τη συνεκδίκαση των δύο προσφυγών που είχαν ασκηθεί στις –εκκρεμείς ενώπιόν του– διαφορές των κύριων δικών χάριν της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής, με το σκεπτικό ότι έχουν κοινό αντικείμενο, ήτοι το δικαίωμα διαμονής της VI στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα επίμαχα χρονικά διαστήματα.

30

Συγκεκριμένα, κατά την HMRC, εφόσον η VI δεν διέθετε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα, τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται. Κατά συνέπεια, για τα διαστήματα αυτά, η VI δεν δικαιούται να λάβει ούτε χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου ούτε επίδομα τέκνου. Ωστόσο, η HMRC αναγνωρίζει, πλέον, ότι δεν μπορεί να ανακτήσει από τη VI το υπερβάλλον χρηματικό ποσό που ενδεχομένως της κατέβαλε, διότι η VI ούτε αλλοίωσε ούτε παρέλειψε να γνωστοποιήσει κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Social Security Appeal Tribunal (Northern Ireland) (δικαστήριο διαφορών κοινωνικής ασφάλισης, Βόρεια Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι υποχρεωμένος να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας ανήλικος που κατοικεί μόνιμα σε κράτος μέλος του ΕΟΧ, προκειμένου να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής, όπως οφείλει ως αυτοσυντηρούμενο πρόσωπο, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση;

2)

Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 και της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83, σκέψη 70), η απαίτηση του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο b, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση (βάσει της οποίας, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το κριτήριο της πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας φοιτητή ή αυτοσυντηρούμενου προσώπου, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο b, σημείο ii, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση, πληρούται μόνον εάν η κάλυψη αυτή αφορά τόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο όσο και όλα τα οικεία μέλη της οικογενείας του);

3)

Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως Ahmad κατά Secretary of State for the Home Department του 2014 (Civ 988, σκέψη 53), θεωρούνται οι ισχύουσες συμφωνίες αμοιβαιότητας περί Κοινής Ταξιδιωτικής Περιοχής μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας οι οποίες διέπουν την ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας ως “συμφωνίες αμοιβαιότητας” και, ως εκ τούτου, συνιστούν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση;»

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

32

Κατά πάγια νομολογία, απόκειται στο Δικαστήριο να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Συναφώς, από το άρθρο 19, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ και από το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ή επί του κύρους των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 267 διευκρινίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι, οσάκις ανακύπτει ζήτημα δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό δύναται, εφόσον κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.

34

Εν προκειμένω, την 1η Φεβρουαρίου 2020, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία αποχωρήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ένωση, καθιστάμενο, επομένως, τρίτο κράτος. Ως εκ τούτου, τα δικαστήρια του συγκεκριμένου κράτους δεν μπορούν πλέον, από της ημερομηνίας αυτής, να θεωρηθούν δικαστήρια κράτους μέλους.

35

Ωστόσο, η ως άνω συμφωνία προβλέπει, στο άρθρο 126, μεταβατική περίοδο από της ημερομηνίας της θέσεώς της σε ισχύ, συγκεκριμένα δε από την 1η Φεβρουαρίου 2020 έως την 31η Δεκεμβρίου 2020. Το άρθρο 127 της συγκεκριμένης συμφωνίας προβλέπει ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το δίκαιο της Ένωσης, εκτός αν ορίζεται άλλως βάσει διατάξεως της συμφωνίας, έχει εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο και εντός της επικράτειάς του, παράγει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία παράγει εντός της Ένωσης και των κρατών μελών της και ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και γενικές αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης.

36

Το άρθρο 86 της συμφωνίας αποχωρήσεως προβλέπει επίσης, στην παράγραφο 2, ότι το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία να αποφαίνεται προδικαστικώς επί των αιτήσεων που υποβάλλουν τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Επιπλέον, από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θεωρείται ότι υποβλήθηκε, κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου 2, την ημερομηνία κατά την οποία το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρωτοκολλήθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

37

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου στις 7 Απριλίου 2020, ήτοι πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, στο πλαίσιο των διαφορών της κύριας δίκης σχετικά με το δικαίωμα της VI να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1ης Μαΐου 2006 έως τις 20 Αυγούστου 2006 καθώς και από τις 18 Αυγούστου 2014 έως τις 25 Σεπτεμβρίου 2016, και να λάβει, για τα διαστήματα αυτά, χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου και επίδομα τέκνου.

38

Ως εκ τούτου, αφενός, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση αφορά χρονικά διαστήματα προγενέστερα της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση και προγενέστερα της λήξεως της μεταβατικής περιόδου και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί προδικαστικώς επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής, καθόσον με αυτήν ζητείται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

Επί του αιτήματος υπαγωγής της υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία

39

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο την υπαγωγή της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν αιτιολόγησε το αίτημα αυτό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η αίτηση αυτή υποβλήθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος εκ μέρους της VI και ότι η ίδια είχε αιτιολογήσει την αναγκαιότητα προσφυγής στη διαδικασία αυτή επικαλούμενη, πρώτον, τη λήξη, στις 31 Δεκεμβρίου 2020, της μεταβατικής περιόδου την οποία προβλέπει η συμφωνία αποχωρήσεως, μετά το πέρας της οποίας η εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου θα καθίστατο δυσχερέστερη, δεύτερον, το γεγονός ότι η HMRC εξακολουθεί να επιδιώκει την ανάκτηση ποσών τα οποία θεωρεί ότι είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ως χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου και, τρίτον, το γεγονός ότι, από τον Οκτώβριο του 2016 και εφεξής, η VI δεν λαμβάνει τις κοινωνικές παροχές τις οποίες ισχυρίζεται ότι δικαιούται.

40

Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία οσάκις η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν.

41

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας καταστάσεως (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Εν προκειμένω, με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2020, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημα υπαγωγής της υπό κρίση υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία.

43

Πράγματι, όσον αφορά, πρώτον, το επιχείρημα που αντλείται από την πάροδο της μεταβατικής περιόδου την οποία προβλέπει η συμφωνία αποχωρήσεως, από το άρθρο 89, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής, προκύπτει ότι οι προδικαστικές αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται από το Δικαστήριο μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου κατόπιν αιτήσεως που υποβλήθηκε από δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής έχουν δεσμευτική ισχύ στο σύνολό τους ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού.

44

Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα που αντλείται από το γεγονός ότι η HMRC εξακολουθεί να επιδιώκει την ανάκτηση ποσών τα οποία, κατ’ αυτήν, είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως ως χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου, από τις διαπιστώσεις περί τα πραγματικά περιστατικά του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του μόνου δικαστηρίου που έχει αρμοδιότητα συναφώς στο πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, περιστατικά τα οποία συνοψίζονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι η HMRC αναγνωρίζει πλέον ότι δεν μπορεί να ανακτήσει από τη VI το υπερβάλλον χρηματικό ποσό που ενδεχομένως της κατέβαλε, διότι η VI ούτε αλλοίωσε ούτε παρέλειψε να γνωστοποιήσει κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

45

Τρίτον, όσον αφορά το γεγονός ότι, από τον Οκτώβριο του 2016 και εφεξής, η VI δεν λαμβάνει τις κοινωνικές παροχές τις οποίες ισχυρίζεται ότι δικαιούται, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία οι δικαστικές αποφάσεις στις διαφορές της κύριας δίκης, οι οποίες αφορούν περιόδους προγενέστερες της ημερομηνίας αυτής, συνεπάγονται κατ’ ανάγκην υποχρέωση της HMRC να προβεί στην καταβολή των παροχών αυτών και για περιόδους μεταγενέστερες αυτής, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η μη καταβολή των εν λόγω παροχών θα εξέθετε τη VI και την οικογένειά της σε κατάσταση υλικής ένδειας δυνάμενης να δικαιολογήσει την προσφυγή στην ταχεία διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 44). Ομοίως, ούτε το συμφέρον απλώς και μόνον των ιδιωτών να καθοριστεί το ταχύτερο δυνατόν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, όσο σημαντικό και θεμιτό και αν είναι το συμφέρον αυτό, ούτε ο ευαίσθητος, από οικονομικής ή κοινωνικής απόψεως, χαρακτήρας της υπόθεσης της κύριας δίκης συνεπάγονται την αναγκαιότητα εξέτασής της το συντομότερο δυνατόν, κατά την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2020, DSK Bank και FrontEx International, C‑807/19, EU:C:2020:967, σκέψη 38).

46

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο, δεν προέκυψε ότι η υπό κρίση υπόθεση έχει επείγοντα χαρακτήρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η κατ’ εξαίρεση παρέκκλιση από τους συνήθεις δικονομικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή επί προδικαστικών παραπομπών.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47

Υπενθυμίζεται ότι το κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ σύστημα συνεργασίας στηρίζεται σε σαφή διάκριση των αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας δυνάμει του άρθρου αυτού, η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια και όχι στο Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του συμβατού χαρακτήρα των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία παρέχουν στο δεύτερο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό των κανόνων του εθνικού δικαίου με τη ρύθμιση της Ένωσης (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, Syndicat CFTC, C‑463/19, EU:C:2020:932, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας συνεργασίας, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση η οποία θα του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, The Department for Communities in Northern Ireland, C‑709/20, EU:C:2021:602, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Προς τούτο, το Δικαστήριο καλείται να εξαγάγει από το σύνολο των παρασχεθέντων από το εθνικό δικαστήριο στοιχείων και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν ότι η VI διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη τόσο των δικών της αναγκών όσο και του γιου της, πολίτη της Ένωσης γεννηθέντος το 2004, και ότι, τουλάχιστον κατά το χρονικό διάστημα από τις 17 Αυγούστου 2006 έως τις 16 Αυγούστου 2014, αμφότεροι διέθεταν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας. Εξ αυτού συνάγεται ότι τόσο ο γιος της VI όσο και η ίδια, ως γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του, είχαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής, δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2004, Zhu και Chen, C‑200/02, EU:C:2004:639, σκέψεις 42 έως 47, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψεις 41 έως 53).

50

Δεδομένου ότι ο γιος της VI διέμεινε νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο για συνεχές χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών, απέκτησε, το αργότερο στις 17 Αυγούστου 2011, δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος αυτό δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38.

51

Οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν το δικαίωμα της VI να λάβει χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου και επίδομα τέκνου, αφενός, για χρονικό διάστημα προγενέστερο της 17ης Αυγούστου 2006, κατά το οποίο ο γιος της δεν είχε αποκτήσει ακόμη δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, και, αφετέρου, για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της 16ης Αυγούστου 2014, κατά το οποίο ο γιος της είχε πλέον αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα. Κατά την HMRC, η VI δεν δικαιούται να λάβει ούτε χρηματική παροχή λόγω συντηρούμενου τέκνου ούτε επίδομα τέκνου για τον λόγο ότι, κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα, δεν διέθετε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας και, συνακόλουθα, δεν διέθετε παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

52

Επομένως, με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 απαίτηση περί πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής ήταν εφαρμοστέα στη VI και στον γιο της κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα και, ενδεχομένως, αν η ασφαλιστική κάλυψη την οποία διέθεταν αρκούσε για την ικανοποίηση της απαιτήσεως αυτής. Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναδιατυπωθούν προς την κατεύθυνση αυτή.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

53

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι τέκνο, πολίτης της Ένωσης, το οποίο έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του υποχρεούνται να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμά τους διαμονής στο κράτος υποδοχής.

54

Όσον αφορά το εν λόγω τέκνο, το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης, επισημαίνεται ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ρητώς ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, το οποίο αποκτούν οι πολίτες της Ένωσης αφού διαμείνουν νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής, «δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III». Επομένως, το εν λόγω δικαίωμα δεν υπόκειται, μεταξύ άλλων, στους όρους του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, συνιστάμενοι στο να διαθέτει το εν λόγω τέκνο επαρκείς πόρους για το ίδιο και την οικογένειά του, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας.

55

Συναφώς, κατά την αιτιολογική σκέψη 18, «[τ]ο δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ αποκτηθεί, δεν θα πρέπει να υπόκειται σε όρους, προκειμένου να αποτελεί ένα πραγματικό μέσο ενσωμάτωσης στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής στο οποίο διαμένει ο πολίτης της Ένωσης».

56

Όσον αφορά τον γονέα, υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος έχει πράγματι την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου, επισημαίνεται ότι το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το οποίο ορίζει ότι η παράγραφός του 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του εν λόγω γονέα.

57

Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας 2004/38, η έννοια του «μέλους της οικογένειας», κατά την οδηγία αυτή, περιορίζεται, όσον αφορά τους ανιόντες πολίτες της Ένωσης, στους «συντηρούμενο[υς] απευθείας ανιόντες». Κατά συνέπεια, όταν ανήλικος πολίτης της Ένωσης συντηρείται από τον γονέα του, υπήκοο τρίτου κράτους, ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ιδιότητα του «συντηρούμενο[υ]» ανιόντος, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να του αναγνωρισθεί δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58

Πάντως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, το οποίο παρέχεται από το δίκαιο της Ένωσης στον ανήλικο υπήκοο άλλου κράτους μέλους, πρέπει, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος διαμονής, να θεωρηθεί ότι προϋποθέτει κατ’ ανάγκην, δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, το δικαίωμα του γονέα που έχει πράγματι την επιμέλεια του εν λόγω ανήλικου πολίτη της Ένωσης να διαμένει μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής, και τούτο ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του εν λόγω γονέα (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2004, Zhu και Chen, C‑200/02, EU:C:2004:639, σκέψεις 45 και 46, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψεις 51 και 52).

59

Επομένως, η αδυναμία εφαρμογής των όρων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, κατόπιν της αποκτήσεως, από τον εν λόγω ανήλικο, δικαιώματος μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εκτείνεται, δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, και στον εν λόγω γονέα.

60

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι ούτε το τέκνο, πολίτης της Ένωσης, το οποίο έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής ούτε ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του υποχρεούνται να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμά τους διαμονής στο κράτος υποδοχής.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

61

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα που προηγούνται της απόκτησης, από τέκνο, πολίτη της Ένωσης, δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος υποδοχής, τόσο το τέκνο αυτό, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα αναγνωρίσεως του δικαιώματός του διαμονής βάσει του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, όσο και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του πρέπει να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά την οδηγία αυτή.

62

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών αλλά μικρότερο των πέντε ετών, εφόσον «διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής».

63

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48 και 49 των προτάσεών του, μολονότι το γράμμα της διατάξεως αυτής είναι, στην αγγλική γλώσσα, κάπως ασαφές, από άλλες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω διατάξεως, όπως η γερμανική, η ισπανική, η γαλλική και η ιταλική, καθώς και από την όλη οικονομία και τον σκοπό της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ωστόσο σαφώς ότι, κατ’ εφαρμογήν της ίδιας διατάξεως, πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας πρέπει να διαθέτουν όχι μόνον ο πολίτης της Ένωσης, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν μαζί του στο κράτος υποδοχής.

64

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί, κατά τρόπο ανάλογο προς όσα υπομνήσθηκαν στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, ότι, μολονότι, βεβαίως, ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλεια ανηλίκου πολίτη της Ένωσης δεν ανήκει στα μέλη της οικογένειάς του κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και μικρότερο των πέντε ετών το οποίο παρέχει η οδηγία αυτή στον εν λόγω ανήλικο πολίτη της Ένωσης εκτείνεται, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος διαμονής, στον εν λόγω γονέα, δυνάμει του άρθρου 21 ΣΛΕΕ.

65

Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν ο εν λόγω γονέας, υπήκοος τρίτου κράτους, διαθέτει τέτοιο δικαίωμα διαμονής λόγω της καταστάσεως του τέκνου του, πολίτη της Ένωσης, πρέπει να εξεταστεί εάν το εν λόγω τέκνο πληροί τους όρους του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38. Για τους σκοπούς της εξετάσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι όροι της εν λόγω διάταξης ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τον γονέα του.

66

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 και το άρθρο 14, παράγραφος 2, αυτής, προκύπτει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και μικρότερο των πέντε ετών, ο πολίτης της Ένωσης που δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα πρέπει, μεταξύ άλλων, να διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειάς του, προκειμένου να μην επιβαρύνει υπέρμετρα τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους αυτού [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, A (Δημόσια υγειονομική περίθαλψη), C‑535/19, EU:C:2021:595, σκέψεις 53 έως 55].

67

Όσον αφορά την περίπτωση τέκνου, πολίτη της Ένωσης, που κατοικεί στο κράτος υποδοχής με τον γονέα που έχει πράγματι την επιμέλειά του, η ως άνω απαίτηση ικανοποιείται τόσο όταν το εν λόγω τέκνο διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας που καλύπτει τον γονέα του όσο και, στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο εν λόγω γονέας διαθέτει τέτοια ασφάλιση που καλύπτει το τέκνο του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, Zhu και Chen, C‑200/02, EU:C:2004:639, σκέψεις 29 έως 33).

68

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η VI και ο γιος της υπάγονταν κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήτοι από την 1η Μαΐου 2006 έως τις 20 Αυγούστου 2006, στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο προσφέρεται δωρεάν από το National Health Service (εθνικό σύστημα υγείας).

69

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, να εξαρτά την υπαγωγή στο δημόσιο σύστημά του ασφάλισης ασθενείας ενός μη ενεργού οικονομικά πολίτη της Ένωσης, ο οποίος διαμένει στο έδαφός του βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, από προϋποθέσεις που σκοπό έχουν να μην επιβαρύνει υπέρμετρα ο εν λόγω πολίτης τα δημόσια οικονομικά του κράτους μέλους αυτού, όπως είναι η απόκτηση ή η διατήρηση από τον εν λόγω πολίτη πλήρους ιδιωτικής ασφάλισης ασθενείας, διά της οποίας θα μπορούν να αποδοθούν στο κράτος μέλος οι δαπάνες υγείας στις οποίες υπόκειται προς όφελος του εν λόγω πολίτη, ή η χρηματική συνεισφορά του στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, A (Δημόσια υγειονομική περίθαλψη), C‑535/19,EU:C:2021:595, σκέψεις 59], γεγονός παραμένει ότι, εφόσον ο πολίτης της Ένωσης υπάγεται σε τέτοιο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής, διαθέτει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ.

70

Επιπλέον, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εν λόγω μη ενεργός οικονομικά πολίτης της Ένωσης είναι τέκνο του οποίου ο ένας εκ των γονέων, υπήκοος τρίτου κράτους, εργαζόταν και φορολογούνταν στο κράτος υποδοχής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυσανάλογο να μην αναγνωριστεί δικαίωμα διαμονής τόσο στο τέκνο αυτό όσο και στον γονέα που πράγματι είχε την επιμέλειά του, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38, για τον λόγο και μόνον ότι, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, υπάγονταν δωρεάν στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας του εν λόγω κράτους. Πράγματι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτή η δωρεάν υπαγωγή στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας συνιστά, υπό τις συνθήκες αυτές, υπέρμετρη επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά του εν λόγω κράτους.

71

Τέλος, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, με το δεύτερο ερώτημά του, στη σκέψη 70 της αποφάσεως της 23ης Φεβρουαρίου 2010, Teixeira (C‑480/08, EU:C:2010:83), διαπιστώνεται ότι η απόφαση αυτή δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Βεβαίως, με την ως άνω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής του οποίου απολαύει ο γονέας που πράγματι έχει την επιμέλεια τέκνου το οποίο ασκεί δικαίωμα προσβάσεως στην εκπαίδευση δυνάμει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση να διαθέτει ο γονέας αυτός επαρκείς πόρους, ώστε να μην επιβαρύνει το σύστημα κοινωνικής προνοίας του κράτους μέλους αυτού κατά τη διάρκεια της εκεί διαμονής του, και να έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο εν λόγω κράτος μέλος. Εντούτοις, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, όπως και το άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, που τον αντικατέστησε, παρέχουν δικαιώματα μόνο στα τέκνα της οικογένειας υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής. Πλην όμως, ο σύζυγος της VI και πατέρας του εν λόγω τέκνου είναι υπήκοος τρίτου κράτους.

72

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα που προηγούνται της απόκτησης από τέκνο, πολίτη της Ένωσης, δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος υποδοχής, τόσο το τέκνο αυτό, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα αναγνωρίσεως του δικαιώματός του διαμονής βάσει του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, όσο και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του πρέπει να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά την οδηγία αυτή.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

73

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν, μετά την απόφαση που εξέδωσε το 2014 το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο], οι ισχύουσες συμφωνίες αμοιβαιότητας περί Κοινής Ταξιδιωτικής Περιοχής μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, οι οποίες διέπουν την ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, πρέπει να θεωρηθούν ως «συμφωνίες αμοιβαιότητας» και, ως εκ τούτου, ως πλήρης ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της κανονιστικής αποφάσεως του 2016 για τη μετανάστευση.

74

Μολονότι, λαμβανομένων υπόψη των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 47 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, το ερώτημα αυτό μπορεί να αναδιατυπωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρηθεί ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι συμφωνίες αμοιβαιότητας όπως αυτές που αφορούν την Κοινή Ταξιδιωτική Περιοχή μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και οι οποίες διέπουν την ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά τη διάταξη αυτή, μπορούν να ικανοποιούν την απαίτηση περί πλήρους ασφαλιστικής καλύψεως ασθενείας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει κανένα στοιχείο σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω συμφωνιών και με την επιρροή που ασκούν στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης.

75

Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή επιβάλλει να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει επιπλέον να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που ώθησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Obala i lučice, C‑307/19, EU:C:2021:236, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76

Οι απαιτήσεις αυτές σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο οφείλει να τηρεί το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Obala i lučice, C‑307/19, EU:C:2021:236, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μνημονεύονται επίσης στις συστάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα εθνικά δικαστήρια σχετικές με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2019, C 380, σ. 1).

77

Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν πληροί τις εν λόγω απαιτήσεις όσον αφορά το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

78

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, έχουν την έννοια ότι ούτε το τέκνο, πολίτης της Ένωσης, το οποίο έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής ούτε ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του υποχρεούνται να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμά τους διαμονής στο κράτος υποδοχής.

 

2)

Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ και το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38 έχουν την έννοια ότι, όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα που προηγούνται της απόκτησης από τέκνο, πολίτη της Ένωσης, δικαιώματος μόνιμης διαμονής στο κράτος υποδοχής, τόσο το τέκνο αυτό, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα αναγνωρίσεως του δικαιώματός του διαμονής βάσει του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, όσο και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλειά του πρέπει να διαθέτουν πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, κατά την οδηγία αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top