EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0159

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2022.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου της Δανίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 – Συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Άρθρο 13 – Χρήση της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) “φέτα” για τυρί που παράγεται στη Δανία και προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.
Υπόθεση C-159/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:561

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2022 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους – Κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 – Συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων – Άρθρο 13 – Χρήση της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) “φέτα” για τυρί που παράγεται στη Δανία και προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας»

Στην υπόθεση C‑159/20,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2020,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη, I. Naglis και U. Nielsen,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από:

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Ε.‑Ε. Κρόμπα, Ε. Λευθεριώτου, Ε. Τσαούση και Α.‑Ε. Βασιλοπούλου,

την Κυπριακή Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Β. Χριστοφόρου και Ε. Ζαχαριάδου,

παρεμβαίνουσες,

κατά

Βασιλείου της Δανίας, εκπροσωπούμενου από τους M. P. Brøchner Jespersen και J. Nymann-Lindegren, καθώς και από τις V. Pasternak Jørgensen, M. Søndahl Wolff και L. Teilgård,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis (εισηγητή), M. Ilešič, Δ. Γρατσία και Z. Csehi, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» από Δανούς παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων για τον προσδιορισμό τυριού το οποίο δεν πληροί τις προδιαγραφές που έχουν δημοσιευθεί στον κανονισμό (ΕΚ) 1829/2002 της Επιτροπής, της 14ης Οκτωβρίου 2002, για την τροποποίηση του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/96 όσον αφορά την ονομασία «φέτα» (ΕΕ 2002, L 277, σ. 10), παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1).

2

Επιπλέον, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο της Δανίας, ανεχόμενο την παραγωγή και την εμπορία απομιμήσεων φέτας από Δανούς παραγωγούς γαλακτομικών προϊόντων, παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παράγραφος 1, και με το άρθρο 4 του κανονισμού 1151/2012.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός 1829/2002

3

Με τον κανονισμό 1829/2002, η ονομασία «φέτα» καταχωρίστηκε στο μητρώο των προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης (ΠΟΠ) και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΕ) ως ΠΟΠ.

Ο κανονισμός 1151/2012

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 5, 18, 20 και 27 του κανονισμού 1151/2012 έχουν ως εξής:

«(2)

Οι πολίτες και οι καταναλωτές της Ένωσης ολοένα και περισσότερο ζητούν προϊόντα ποιότητας, καθώς και παραδοσιακά προϊόντα. Ενδιαφέρονται επίσης για τη διατήρηση της ποικιλομορφίας της γεωργικής παραγωγής στην Ένωση. Αποτέλεσμα είναι η αυξημένη ζήτηση γεωργικών προϊόντων ή τροφίμων με ταυτοποιήσιμα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που συνδέονται ιδίως με τη γεωγραφική τους προέλευση.

(3)

Οι παραγωγοί μπορούν να εξακολουθήσουν να παράγουν ποικίλο φάσμα ποιοτικών προϊόντων μόνον εάν λαμβάνουν δίκαιη ανταμοιβή για τους κόπους τους. Για να συμβεί αυτό απαιτείται να είναι σε θέση να γνωστοποιούν στους αγοραστές και τους καταναλωτές τα χαρακτηριστικά του προϊόντος τους υπό συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού. Θα πρέπει επίσης να μπορούν να ταυτοποιούν σωστά τα προϊόντα τους στην αγορά.

[…]

(5)

Στις προτεραιότητες πολιτικής της Ευρώπης 2020 που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο “Ευρώπη 2020: μια στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη”, συγκαταλέγονται οι στόχοι της ανάπτυξης μιας ανταγωνιστικής οικονομίας βασιζόμενης στη γνώση και την καινοτομία και της προώθησης μιας οικονομίας με υψηλή απασχόληση που θα επιτυγχάνει κοινωνική και εδαφική συνοχή. Η πολιτική για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων θα πρέπει επομένως να παρέχει στους παραγωγούς τα κατάλληλα εργαλεία για την καλύτερη ταυτοποίηση και προώθηση εκείνων των προϊόντων τους που διαθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, προστατεύοντας ταυτοχρόνως τους εν λόγω παραγωγούς από αθέμιτες πρακτικές.

[…]

(18)

Οι ειδικοί στόχοι της προστασίας των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων εξασφαλίζουν δίκαιη απόδοση για τους γεωργούς και τους παραγωγούς, όσον αφορά τα στοιχεία ποιότητας και τα χαρακτηριστικά δεδομένου προϊόντος ή του τρόπου παραγωγής του, και την παροχή σαφούς πληροφόρησης για προϊόντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συνδεόμενα με τη γεωγραφική προέλευση, ώστε οι καταναλωτές να είναι καλύτερα ενημερωμένοι όταν επιλέγουν τα προϊόντα που αγοράζουν. […]

(20)

Ένα ενωσιακό πλαίσιο που προστατεύει τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις, προβλέποντας την καταχώρισή τους σε μητρώο, διευκολύνει την ανάπτυξη των μέσων αυτών, δεδομένου ότι η επακόλουθη, πιο ομοιόμορφη προσέγγιση εξασφαλίζει ισότιμο ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών προϊόντων που φέρουν τις εν λόγω ενδείξεις και ενισχύει την αξιοπιστία αυτών των προϊόντων στα μάτια των καταναλωτών. Θα πρέπει να προβλεφθούν διατάξεις για την ανάπτυξη ονομασιών προέλευσης και γεωγραφικών ενδείξεων σε επίπεδο Ένωσης και για να προωθηθεί η δημιουργία μηχανισμών για την προστασία τους σε τρίτες χώρες, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) ή πολυμερών και διμερών συμφωνιών, ώστε να διευκολυνθεί με αυτόν τον τρόπο η αναγνώριση της ποιότητας των προϊόντων και του τρόπου παραγωγής τους ως παράγοντα προστιθέμενης αξίας.

[…]

(27)

Η Ένωση διαπραγματεύεται διεθνείς συμφωνίες, που περιλαμβάνουν τις σχετικές με την προστασία των ονομασιών προέλευσης και των γεωγραφικών ενδείξεων, με τους εμπορικούς της εταίρους. Προκειμένου να διευκολύνεται η παροχή πληροφοριών στο κοινό σχετικά με τις ονομασίες που προστατεύονται με τον τρόπο αυτό και ιδίως να διασφαλίζονται η προστασία και ο έλεγχος της χρήσης των εν λόγω ονομασιών, οι ονομασίες μπορούν να καταχωρίζονται στο μητρώο των [ΠΟΠ] και των [ΠΓΕ]. Οι ονομασίες πρέπει να καταχωρίζονται στο μητρώο ως [ΠΓΕ], εκτός εάν χαρακτηρίζονται ρητά ως ονομασίες προέλευσης στις σχετικές διεθνείς συμφωνίες.»

5

Στον τίτλο I του κανονισμού αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνεται το άρθρο 1, το οποίο τιτλοφορείται «Στόχοι» και έχει ως εξής:

«1.   Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να βοηθηθούν οι παραγωγοί γεωργικών προϊόντων και τροφίμων να γνωστοποιούν τα χαρακτηριστικά προϊόντος και τα στοιχεία της γεωργικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων και τροφίμων σε αγοραστές και καταναλωτές, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο:

α)

τον ισότιμο ανταγωνισμό για τους γεωργούς και τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων και τροφίμων τα οποία διαθέτουν χαρακτηριστικά και στοιχεία τα οποία προσδίδουν αξία·

β)

τη διάθεση αξιόπιστων πληροφοριών στους καταναλωτές σχετικά με τα εν λόγω προϊόντα·

γ)

τον σεβασμό των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας· και

δ)

τη συνοχή της εσωτερικής αγοράς.

Τα μέτρα που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό έχουν στόχο να στηρίζουν τις γεωργικές και μεταποιητικές δραστηριότητες και τα συστήματα γεωργίας που συνδέονται με προϊόντα υψηλής ποιότητας, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην επίτευξη των στόχων της πολιτικής για την αγροτική ανάπτυξη.

2.   Ο παρών κανονισμός προβλέπει συστήματα ποιότητας τα οποία παρέχουν τη βάση για την ταυτοποίηση και, κατά περίπτωση, την προστασία ονομασιών και ενδείξεων που δηλώνουν ή περιγράφουν ιδίως τα γεωργικά προϊόντα με:

α)

χαρακτηριστικά που προσδίδουν αξία· ή

β)

στοιχεία που προσδίδουν αξία λόγω των μεθόδων γεωργικής παραγωγής ή μεταποίησης που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τους ή του τόπου παραγωγής ή εμπορίας τους.»

6

Στον τίτλο II του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος επιγράφεται «[ΠΟΠ] και [ΠΓΕ]», περιλαμβάνεται το άρθρο 4, το οποίο τιτλοφορείται «Στόχος» και ορίζει τα εξής:

«Θεσπίζεται σύστημα [ΠΟΠ] και [ΠΓΕ] ώστε να βοηθηθούν οι παραγωγοί προϊόντων συνδεόμενων με μια γεωγραφική περιοχή με τους εξής τρόπους:

α)

με την εξασφάλιση δίκαιων αποδόσεων ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων τους·

β)

με την εξασφάλιση ενιαίας προστασίας των ονομασιών ως δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στην επικράτεια της Ένωσης·

γ)

με την παροχή σαφούς ενημέρωσης στους καταναλωτές για τα στοιχεία του προϊόντος τα οποία του προσδίδουν αξία.»

7

Το άρθρο 12 του κανονισμού 1151/2012 φέρει τον τίτλο «Ονομασίες, σύμβολα και ενδείξεις» και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι [ΠΟΠ] και οι [ΠΓΕ] μπορούν να χρησιμοποιούνται από οποιαδήποτε επιχείρηση διαθέτει στην αγορά προϊόν το οποίο είναι σύμφωνο προς τις αντίστοιχες προδιαγραφές.»

8

Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού φέρει τον τίτλο «Προστασία» και ορίζει τα εξής:

«1.   Οι καταχωρισμένες ονομασίες προστατεύονται από:

α)

κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, εφόσον τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα προϊόντα που έχουν καταχωρισθεί με την ονομασία αυτή ή εφόσον η χρήση αυτή αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται ως συστατικό·

β)

κάθε κατάχρηση, απομίμηση ή [υπαινιγμό], έστω και αν αναφέρεται η πραγματική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών ή εάν η προστατευόμενη ονομασία μεταφράζεται ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “στυλ”, “τύπος”, “μέθοδος”, “όπως παράγεται στ.”, “απομίμηση” ή άλλες ανάλογες, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται ως συστατικό·

γ)

οποιαδήποτε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη, όσον αφορά την καταγωγή, την προέλευση, τη φύση ή τις βασικές ιδιότητες του προϊόντος, αναγραφόμενη στη συσκευασία ή στο περιτύλιγμα, στο διαφημιστικό υλικό ή σε έγγραφα που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν, καθώς και η χρησιμοποίηση συσκευασίας που θα μπορούσε να δημιουργήσει εσφαλμένη εντύπωση ως προς την προέλευση του προϊόντος·

δ)

οποιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τους καταναλωτές όσον αφορά την πραγματική προέλευση του προϊόντος.

[…]

3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα διοικητικά και δικαστικά μέτρα ώστε να προλαμβάνεται ή να παύει η κατά την παράγραφο 1 αθέμιτη χρήση [ΠΟΠ] ή [ΠΓΕ] που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά στο οικείο κράτος μέλος.

[…]»

9

Το άρθρο 36 του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/625 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για τους επίσημους ελέγχους και τις άλλες επίσημες δραστηριότητες που διενεργούνται με σκοπό την εξασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές και των κανόνων για την υγεία και την καλή μεταχείριση των ζώων, την υγεία των φυτών και τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, για την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 999/2001, (ΕΚ) αριθ. 396/2005, (ΕΚ) αριθ. 1069/2009, (ΕΚ) αριθ. 1107/2009, (ΕΕ) αριθ. 1151/2012, (ΕΕ) αριθ. 652/2014, (ΕΕ) 2016/429 και (ΕΕ) 2016/2031, των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1/2005 και (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 και των οδηγιών του Συμβουλίου 98/58/ΕΚ, 1999/74/ΕΚ, 2007/43/ΕΚ, 2008/119/ΕΚ και 2008/120/ΕΚ και για την κατάργηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 854/2004 και (ΕΚ) αριθ. 882/2004, των οδηγιών του Συμβουλίου 89/608/ΕΟΚ, 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ, 91/496/ΕΟΚ, 96/23/ΕΚ, 96/93/ΕΚ και 97/78/ΕΚ και της απόφασης 92/438/ΕΟΚ του Συμβουλίου (κανονισμός για τους επίσημους ελέγχους) (ΕΕ 2017, L 95, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Οι επίσημοι έλεγχοι που διενεργούνται σύμφωνα με τον [κανονισμό 2017/625] καλύπτουν:

α)

[την] εξακρίβωση της συμμόρφωσης ενός προϊόντος προς τις αντίστοιχες προδιαγραφές· και

β)

[την] παρακολούθηση της χρήσης των καταχωρισμένων ονομασιών για την περιγραφή προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 13 προκειμένου για τις ονομασίες που καταχωρίζονται βάσει του τίτλου ΙΙ και σύμφωνα με το άρθρο 24 προκειμένου για τις ονομασίες που καταχωρίζονται βάσει του τίτλου III.»

10

Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2017/625:

«Όσον αφορά τις [ΠΟΠ], τις [ΠΓΕ] και τα εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα που ορίζουν προϊόντα προερχόμενα από την Ένωση, η εξακρίβωση της συμμόρφωσης του προϊόντος προς τις προδιαγραφές πριν από τη διάθεσή του στην αγορά διεξάγεται από:

α)

τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 4 του [κανονισμού 2017/625]· ή

β)

εξουσιοδοτημένα όργανα όπως ορίζονται στο άρθρο 3, σημείο 5, του [κανονισμού 2017/625].

[…]»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 608/2013

11

Ο κανονισμός (ΕΕ) 608/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την τελωνειακή επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1383/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 181, σ. 15), ορίζει στο άρθρο 2 τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

“δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας”:

[…]

δ)

γεωγραφική ένδειξη·

[…]

4)

“γεωγραφική ένδειξη”:

α)

[ΠΓΕ] ή [ΠΟΠ] γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, όπως προβλέπεται στον κανονισμό [1151/2012]·

[…]».

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12

Οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι επιχειρήσεις με έδρα τη Δανία εξάγουν προς τρίτες χώρες τυρί υπό τις ονομασίες «φέτα», «δανική φέτα» και «δανικό τυρί φέτα», μολονότι τα προϊόντα αυτά δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της ΠΟΠ «φέτα».

13

Παρά τα αιτήματα των ελληνικών αρχών, οι δανικές αρχές αρνήθηκαν να θέσουν τέρμα στην πρακτική αυτή, θεωρώντας ότι δεν είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης διότι, κατά την άποψή τους, ο κανονισμός 1151/2012 έχει εφαρμογή μόνο στα προϊόντα τα οποία πωλούνται εντός της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν απαγορεύει στις δανικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν την ονομασία «φέτα» για τον προσδιορισμό του δανικού τυριού που εξάγεται σε τρίτες χώρες όπου η συγκεκριμένη ονομασία δεν προστατεύεται.

14

Στις 26 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή απηύθυνε στο Βασίλειο της Δανίας προειδοποιητική επιστολή, σύμφωνα με την οποία το κράτος μέλος, παραλείποντας να λάβει μέτρα προκειμένου να προλάβει ή να θέσει τέρμα στην παράβαση που συνίσταται στην προαναφερθείσα πρακτική, παραβίασε το δίκαιο της Ένωσης, και δη παρέβη το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012 και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

15

Η Επιτροπή, κατόπιν της απάντησης του Βασιλείου της Δανίας ότι δεν συμμεριζόταν την άποψή της, εξέδωσε στις 25 Ιανουαρίου 2019 αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε το κράτος μέλος να τερματίσει την ως άνω παράβαση στο σύνολό της.

16

Το Βασίλειο της Δανίας απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2019, με το οποίο ενέμεινε στην άποψή του.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

18

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης και της 18ης Σεπτεμβρίου 2020, επιτράπηκε στην Ελληνική Δημοκρατία και στην Κυπριακή Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

Επί της προσφυγής

19

Με την προσφυγή της, η Επιτροπή προσάπτει στο Βασίλειο της Δανίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012 και παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012

Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο κανονισμός 1151/2012 προβλέπει ευρεία προστασία των καταχωρισμένων ονομασιών. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι, στο πλαίσιο της εμπορίας γεωργικών προϊόντων, τηρούνται όροι ισότιμου ανταγωνισμού και γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού παρέχει στις επιχειρήσεις θετικό δικαίωμα χρήσης καταχωρισμένης ονομασίας, εφόσον τα οικεία προϊόντα πληρούν τις ισχύουσες προδιαγραφές. Το δε άρθρο 13, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει «αρνητική» προστασία, ορίζοντας σε ποιες περιπτώσεις η χρήση καταχωρισμένης ονομασίας είναι παράνομη και, ειδικότερα, απαγορεύοντας ρητώς την παραγωγή και την πώληση προϊόντων παραποίησης/απομίμησης, δηλαδή προϊόντων σε σχέση με τα οποία χρησιμοποιείται ΠΟΠ ή ΠΓΕ χωρίς αυτά να πληρούν τις ισχύουσες προδιαγραφές. Σκοπός της προαναφερθείσας διατάξεως είναι να προστατεύονται οι παραγωγοί οι οποίοι έχουν καταβάλει προσπάθειες για να εγγυηθούν τις αναμενόμενες ιδιότητες των προϊόντων που καλύπτονται από ΠΟΠ ή ΠΓΕ.

21

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι δανικές επιχειρήσεις παραβαίνουν το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012 όταν χρησιμοποιούν την ΠΟΠ «φέτα» για τον προσδιορισμό τυριού που εξάγεται από αυτούς προς τρίτες χώρες, αφού προηγουμένως έχει παραχθεί από γάλα αγελάδας και εκτός της γεωγραφικής περιοχής στην οποία αναφέρεται ο κανονισμός 1829/2002.

22

Το ως άνω συμπέρασμα συνάδει, κατά την άποψή της, με τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4 του κανονισμού 1151/2012, από όπου προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού είναι να προστατεύονται τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τα οποία παρέχουν οι καταχωρισμένες ονομασίες και να διασφαλίζεται ότι τα προϊόντα που τυγχάνουν τέτοιας προστασίας μπορούν να κυκλοφορούν στην αγορά υπό όρους ισότιμου ανταγωνισμού. Στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 5 και 18 του εν λόγω κανονισμού υπογραμμίζεται ο θεμελιώδης ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν οι καταχωρισμένες ονομασίες στη δημιουργία όρων ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ των ενωσιακών επιχειρήσεων, στη σαφή πληροφόρηση των καταναλωτών ως προς τα χαρακτηριστικά των ποιοτικών προϊόντων ώστε οι παραγωγοί τους να επιτυγχάνουν δίκαιη τιμή που να καλύπτει τα έξοδα παραγωγής τους και, τέλος, στην αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους των επιχειρήσεων οι οποίες χρησιμοποιούν παρανόμως τέτοιες ονομασίες και υπονομεύουν τη φήμη τους και την αξία τους.

23

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, είναι άνευ σημασίας το αν προϊόντα σε σχέση με τα οποία χρησιμοποιούνται παρανόμως ΠΟΠ διατίθενται στην αγορά εντός της Ένωσης ή εξάγονται προς τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, η πρακτική των δανικών επιχειρήσεων όχι μόνον τους εξασφαλίζει, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, τη δυνατότητα να απολαύουν αδικαιολόγητων πλεονεκτημάτων εις βάρος των προσπαθειών των γεωργών και των επιχειρήσεων που παράγουν αυθεντική φέτα, αλλά πληροί και όλα τα κριτήρια του χαρακτηρισμού της χρήσης μιας καταχωρισμένης ονομασίας ως παράνομης, ήτοι την άμεση εμπορική χρήση και την εκμετάλλευση της φήμης της ΠΟΠ, την παράνομη χρήση της ΠΟΠ καθώς και την προσπάθεια εξομοίωσης του επίδικου προϊόντος με την αυθεντική φέτα μέσω της παραπλανητικής αναγραφής της προέλευσης του προϊόντος, ιδίως, στη συσκευασία.

24

Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η πρακτική αυτή συνιστά προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας προστατευόμενου από την Ένωση και αναγνωριζόμενου υπέρ των ενωσιακών γεωργών, οι οποίοι είναι δικαιούχοι του. Κατά την άποψή της, η προσβολή αυτή τελείται εντός της Ένωσης, όπου το τυρί το οποίο φέρει παρανόμως στη συσκευασία του την επισήμανση «φέτα» παρασκευάζεται από ενωσιακούς παραγωγούς. Περαιτέρω, πρόκειται για προσβολή η οποία προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των ενωσιακών επιχειρήσεων και έχει επιπτώσεις που γίνονται αισθητές εντός της Ένωσης.

25

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει ότι το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει διοικητικά ή δικαστικά μέτρα για να προλάβει και να θέσει τέρμα στην εγχώρια παραγωγή και στην πώληση προϊόντων παραποίησης/απομίμησης, όπως επιβάλλει το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, παρέβη την υποχρέωσή του να διασφαλίσει ενιαία προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία αποτελεί σημαντικό στόχο του κανονισμού αυτού, όπως προκύπτει από το άρθρο του 4 και από την επιλογή του άρθρου 118 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσης. Κατά την Επιτροπή, αυτό έχει ως συνέπεια να διαταράσσεται σοβαρά η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να παρακωλύεται η επίτευξη των σκοπών του κανονισμού.

26

Η Ελληνική Δημοκρατία, υποστηρίζοντας την άποψη και τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 απαγορεύει σαφώς την παραποίηση/απομίμηση προϊόντων καλυπτόμενων από ΠΟΠ, ανεξαρτήτως του προορισμού τους, δεδομένου ότι σε κανένα σημείο του κανονισμού δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες και των προϊόντων που προορίζονται για την εσωτερική αγορά.

27

Τονίζει ότι ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης προσέθεσε τη διάταξη του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχή της στους προγενέστερους κανονισμούς ήταν για να απλοποιήσει και να ενισχύσει το καθεστώς προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ, αναθέτοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της αθέμιτης χρήσης των ΠΟΠ όσον αφορά τα προϊόντα που παρασκευάζονται ή διατίθενται στην αγορά στο έδαφός τους. Επομένως, η διάταξη αυτή καθιστά κάθε κράτος μέλος υπεύθυνο για την τήρηση του κανονισμού 1151/2012 στο εσωτερικό του και καθορίζει την έκταση της απαγόρευσης της αθέμιτης χρήσης των ΠΟΠ.

28

Επιπλέον, τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 1151/2012 ορίζουν ποιες διαδικασίες ελέγχου πρέπει να εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για να εξακριβώνουν τη συμβατότητα των προϊόντων με τις αντίστοιχες προδιαγραφές πριν από τη διάθεσή τους στην αγορά, όπερ επιβεβαιώνει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε καμία πρόθεση να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού τα προϊόντα που παράγονται εντός της Ένωσης και προορίζονται να διατεθούν στην αγορά τρίτου κράτους. Εξάλλου, τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα καθιστούσε αδύνατο οποιονδήποτε έλεγχο.

29

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει επίσης ότι ο κανονισμός 1151/2012 ορίζει ρητώς και με σαφήνεια τους στόχους του στο άρθρο 1, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4, από τα οποία προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού αυτού είναι να βοηθήσει τους παραγωγούς να λαμβάνουν δίκαιη αμοιβή για τις προσπάθειες που καταβάλλουν και για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται προς διασφάλιση της τήρησης των ποιοτικών προδιαγραφών του προϊόντος και ότι ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσω της ύπαρξης ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών, της διαθεσιμότητας αξιόπιστων πληροφοριών για τους καταναλωτές και του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας.

30

Η Κυπριακή Δημοκρατία, υποστηρίζοντας επίσης τη θέση και τα συμπεράσματα της Επιτροπής, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο κανονισμός 1151/2012 θεσπίζει πλήρες σύστημα προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Η προστασία των σχετικών δικαιωμάτων δεν σταματά στα σύνορα της εσωτερικής αγοράς, όπως συνάγεται από τη φύση των δικαιωμάτων αυτών, από τις διατάξεις του ως άνω κανονισμού, ιδίως από το άρθρο 36, και από τον κανονισμό 608/2013. Επομένως, το Βασίλειο της Δανίας υποχρεούται να διενεργεί ελέγχους στην αγορά του σύμφωνα με τις διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, και όχι να ευνοεί την παραποίηση/απομίμηση και την εμπορία τέτοιων προϊόντων, όπως η «δανική φέτα».

31

Κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, η παραγωγή σε κράτος μέλος και η εξαγωγή προϊόντων που φέρουν στη συσκευασία τους αναφορά σε μια ΠΟΠ της οποίας δεν πληρούν τις προδιαγραφές συνιστά εμπορική χρήση κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1151/2012 και πραγματοποιείται εντός της Ένωσης. Το δε άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προστατεύουν τις ΠΟΠ έναντι των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου όχι μόνον όσον αφορά την εμπορία των επίδικων προϊόντων στο έδαφός τους, αλλά και όσον αφορά την παραγωγή τους. Επομένως, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Βασιλείου της Δανίας περί μη εδαφικής εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

32

Η πρακτική των δανικών αρχών είναι, επιπροσθέτως, αντίθετη τόσο προς το πνεύμα του κανονισμού 1151/2012 όσο και προς την προστασία της ίδιας της ΠΟΠ ως δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας και θίγει τις προοπτικές διεθνούς προστασίας των ΠΟΠ, όπερ αντιβαίνει επίσης στους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός.

33

Το Βασίλειο της Δανίας, το οποίο ζητεί την απόρριψη της προσφυγής, διαφωνεί με την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής υποστηρίζοντας ότι ο κανονισμός 1151/2012 δεν έχει εφαρμογή στις εξαγωγές προς τρίτες χώρες.

34

Ισχυρίζεται, πρώτον, ότι από το γράμμα των διατάξεων του κανονισμού 1151/2012 δεν προκύπτει αν οι υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλει ο κανονισμός αυτός στα κράτη μέλη ισχύουν μόνο για τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης ή αν καλύπτουν και τα προϊόντα τα οποία προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες, δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν περιέχει καμία διάταξη που να αναφέρεται σε τέτοιες εξαγωγές.

35

Το Βασίλειο της Δανίας παρατηρεί συναφώς ότι, εν αντιθέσει προς τον κανονισμό 1151/2012, άλλοι κανονισμοί που συνδέονται στενά με αυτόν, όπως ο κανονισμός (ΕΕ) 251/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 84, σ. 14), ο κανονισμός (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16), καθώς και ο κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671), ορίζουν ρητώς ότι οι κανόνες τους οποίους προβλέπουν έχουν εφαρμογή επί των προϊόντων που παρασκευάζονται στην Ένωση με την προοπτική να εξαχθούν, όπερ συνιστά ένδειξη ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έκρινε σκόπιμο να περιλάβει παρόμοιο κανόνα στον κανονισμό 1151/2012.

36

Δεύτερον, από τους δεδηλωμένους στόχους του κανονισμού 1151/2012 συνάγεται ότι αυτός αποσκοπεί στη θέσπιση ενός συστήματος προστασίας των προϊόντων που κυκλοφορούν στην εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού, καθίσταται σαφές ότι το συγκεκριμένο άρθρο αφορά τους αγοραστές και τους καταναλωτές της Ένωσης. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, όπου αναφέρεται ότι η πληροφόρηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και οι ιδιότητες παραγωγής των προϊόντων και των τροφίμων συμβάλλουν στην εξασφάλιση της συνοχής της εσωτερικής αγοράς. Πέραν της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1151/2012, το ως άνω άρθρο 1 και το περιεχόμενο του προοιμίου του ίδιου κανονισμού καταδεικνύουν ότι αντικείμενο της προστασίας την οποία παρέχει ο κανονισμός είναι τα προϊόντα που τίθενται σε κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά. Προς επίρρωση του συμπεράσματος αυτού, το κράτος μέλος επικαλείται επίσης το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι οι καταχωρισμένες ονομασίες πρέπει να προστατεύονται από κάθε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή της Ένωσης, όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

37

Επιπλέον, ο κανονισμός 1151/2012 διακρίνει σαφώς μεταξύ, αφενός, των μέτρων προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ τα οποία μπορούν να εφαρμοστούν σε επίπεδο Ένωσης και, αφετέρου, των μέτρων προστασίας που πρέπει να εφαρμόζονται για τη διασφάλιση παρόμοιας προστασίας στις τρίτες χώρες. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού συνάγεται ότι παρόμοια προστασία στις τρίτες χώρες προϋποθέτει τη δημιουργία μηχανισμών στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή πολυμερών και διμερών συμφωνιών.

38

Κατά το Βασίλειο της Δανίας, ο σκοπός του κανονισμού 1151/2012 ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση όρων ισότιμου ανταγωνισμού για τους παραγωγούς προϊόντων που χρησιμοποιούν ΠΟΠ ή ΠΓΕ δεν σημαίνει ότι είναι δυνατόν να επεκταθεί η προστασία την οποία προβλέπει ο κανονισμός και σε αγορές εκτός της Ένωσης. Ο σύνδεσμος μεταξύ του σκοπού αυτού και των καταναλωτών της Ένωσης προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού, όπου επισημαίνεται ότι το μέσο ώστε να μπορούν οι παραγωγοί να αμείβονται δίκαια για τις προσπάθειές τους συνίσταται στην αναγραφή, επί των προϊόντων, ενδείξεων χάρη στις οποίες οι καταναλωτές είναι σε θέση να τα αναγνωρίζουν στην αγορά, εξυπακουομένου ότι ως «καταναλωτές» νοούνται οι καταναλωτές της Ένωσης και ως «αγορά» η εσωτερική αγορά.

39

Τρίτον, το Βασίλειο της Δανίας παρατηρεί ότι ο κανονισμός 1151/2012 δεν θίγει το ζήτημα της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στις ΠΟΠ και στις ΠΓΕ προϊόντων που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης, αλλά προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες, ενώ, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες οι οποίες προηγήθηκαν της έκδοσής του, η μεν Επιτροπή των Περιφερειών είχε συστήσει τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων προκειμένου να αποτρέπεται η εμπορία εντός της Ένωσης ή η εξαγωγή προϊόντων των οποίων η επισήμανση δεν είναι σύμφωνη με τις νομοθετικές προδιαγραφές ποιότητας των γεωργικών προϊόντων της Ένωσης, το δε Κοινοβούλιο είχε προτείνει να προστεθεί στο άρθρο 13 μια διάταξη που να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για να ορίζει ποια μέτρα πρέπει να θέτουν σε εφαρμογή τα κράτη μέλη ώστε να αποτρέπεται όχι μόνον η εμπορία εντός της Ένωσης αλλά και η εξαγωγή προς τρίτες χώρες προϊόντων των οποίων η επισήμανση δεν είναι σύμφωνη με τον κανονισμό. Κατά την άποψή του, οι ανωτέρω περιστάσεις συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1151/2012 καλύπτει μόνον τα προϊόντα τα οποία τίθενται σε κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά, καθώς από τις περιστάσεις αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να μη ρυθμίσει στον εν λόγω κανονισμό το ζήτημα της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στα προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται μεν στην Ένωση, πλην όμως προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

40

Ομοίως, η προτέρα κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1151/2012, συνιστά επιπλέον επιχείρημα υπέρ της ερμηνείας ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να προλαμβάνουν ή να θέτουν τέρμα στην παράνομη χρήση ΠΟΠ και ΠΓΕ δεν αφορά τα προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες. Ειδικότερα, όπως φέρεται να διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, Consorzio Tutela Aceto Balsamico di Modena (C‑432/18, EU:C:2019:1045, σκέψη 27), το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012 υιοθετεί χωρίς καμία ουσιαστική τροποποίηση το σύστημα προστασίας των ΠΓΕ και των ΠΟΠ των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων το οποίο προέβλεπαν ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 1992, L 208, σ. 1), και ο κανονισμός (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 2006, L 93, σ. 12).

41

Τέταρτον και τελευταίον, τυχόν διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν όρισε ρητώς στον εν λόγω κανονισμό ότι οι υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από αυτόν επεκτείνονται και στα προϊόντα που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης, αλλά προορίζονται να διατεθούν στο εμπόριο σε τρίτες χώρες.

42

Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Βασίλειο της Δανίας αναφέρει, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012, ότι συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι η λέξη «παράγονται», η οποία χρησιμοποιείται στην ως άνω διάταξη, υποδηλώνει ότι οι δανικές αρχές υποχρεούνται να εμποδίζουν τη χρήση της ΠΟΠ «φέτα» ήδη κατά τον χρόνο παραγωγής του τυριού. Υποστηρίζει εντούτοις ότι η συγκεκριμένη υποχρέωση ισχύει μόνο σε περίπτωση παράνομης χρήσης προστατευόμενης ονομασίας, όπερ συμβαίνει μεν όταν το τυρί προορίζεται να διατεθεί στο εμπόριο και να καταναλωθεί στην εσωτερική αγορά, όχι όμως όταν προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτη χώρα. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι ο κανονισμός αποσκοπεί, όπως ορίζει το άρθρο 4 του κανονισμού 1151/2012, στην κατοχύρωση ενιαίας προστασίας των ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας «στην επικράτεια της Ένωσης».

43

Το κράτος μέλος προσθέτει ότι η προστασία των καταναλωτών είναι μεν, ασφαλώς, ένας μόνον από τους πολλούς και ίσης αξίας στόχους του κανονισμού, πλην όμως η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί τον κύριο στόχο του κανονισμού αυτού. Η επιδίωξη, μεταξύ άλλων στόχων, της κατοχύρωσης μιας τέτοιας προστασίας δεν αρκεί καθ’ εαυτήν για να γίνει δεκτό ότι η προστασία πρέπει να εκτείνεται πέραν της εσωτερικής αγοράς.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Με την πρώτη αιτίασή της, η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Βασίλειο της Δανίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 13 του κανονισμού 1151/2012, παραλείποντας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» από Δανούς παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων για τον προσδιορισμό του εξαγόμενου προς τρίτες χώρες τυριού που παράγεται στο έδαφός του από γάλα αγελάδας και, ως εκ τούτου, δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της ΠΟΠ «φέτα».

45

Επιβάλλεται ευθύς εξαρχής η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν αρνείται ότι ακολουθεί την πρακτική την οποία του προσάπτει η Επιτροπή. Αμφισβητεί ωστόσο κατά πόσον η πρακτική αυτή συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού δεν καλύπτει τα προϊόντα τα οποία εξάγονται προς τρίτες χώρες, δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να εκτείνεται η απαγόρευση της χρήσης των ΠΟΠ σε εξαγόμενα προς τρίτες χώρες προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στις ισχύουσες προδιαγραφές, εφόσον η Ένωση δεν έχει συνάψει σχετική πολυμερή ή διμερή συμφωνία για την προστασία των ΠΟΠ.

46

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ερμηνεύεται διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει, εκτός από το γράμμα της, να λαμβάνονται υπόψη το πλαίσιό της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας η διάταξη αυτή αποτελεί μέρος [απόφαση της 19ης Μαΐου 2022, Spetsializirana prokuratura (Δίκη φυγόδικου), C‑569/20, EU:C:2022:401, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47

Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 13 του κανονισμού 1151/2012, από την παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού προκύπτει ότι απαγορεύεται «κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, εφόσον τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα προϊόντα που έχουν καταχωρισθεί με την ονομασία αυτή ή εφόσον η χρήση αυτή αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας». Από τη χρήση της έκφρασης «κάθε χρήση» συνάγεται ότι δεν εξαιρείται από την απαγόρευση η χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για τον προσδιορισμό μη καλυπτόμενων από την καταχώριση προϊόντων που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης και προορίζονται να εξαχθούν σε τρίτες χώρες.

48

Επιπλέον, το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν «τα κατάλληλα διοικητικά και δικαστικά μέτρα ώστε να προλαμβάνεται ή να παύει η κατά την παράγραφο 1 αθέμιτη χρήση [ΠΟΠ] και [ΠΓΕ] προϊόντων που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά στο οικείο κράτος μέλος». Ο διαζευκτικός σύνδεσμος «ή» στο τέλος της πρότασης υποδηλώνει ότι η προαναφερθείσα υποχρέωση δεν ισχύει μόνο για τα προϊόντα τα οποία διατίθενται στην αγορά στο οικείο κράτος μέλος, αλλά και για τα προϊόντα που παρασκευάζονται εκεί. Η φράση αυτή επιβεβαιώνει, επομένως, ότι δεν εξαιρείται από την απαγόρευση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού η χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για τον προσδιορισμό μη καλυπτόμενων από την καταχώριση προϊόντων που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης και προορίζονται να εξαχθούν σε τρίτες χώρες.

49

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ούτε ότι Δανοί παραγωγοί χρησιμοποιούν άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1151/2012, την ΠΟΠ «φέτα» για τον προσδιορισμό του τυριού το οποίο παράγουν στο Βασίλειο της Δανίας και το οποίο, συνεπώς, δεν καλύπτεται από την καταχώριση της συγκεκριμένης ΠΟΠ, ούτε ότι οι δανικές αρχές δεν λαμβάνουν κανένα διοικητικό ή δικαστικό μέτρο για να προλάβουν ή να θέσουν τέρμα στη χρήση αυτή.

50

Όσον αφορά, δεύτερον, το όλο πλαίσιο του άρθρου 13 του κανονισμού 1151/2012, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 118, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο εξουσιοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης ή της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, μέτρα σχετικά με τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων για την κατοχύρωση ενιαίας προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην Ένωση.

51

Έτσι ακριβώς, δηλαδή ως δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, προστατεύονται οι ΠΟΠ και οι ΠΓΕ από τον κανονισμό 1151/2012 και, ειδικότερα, από το άρθρο 13, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, όπου ορίζεται ότι θεσπίζεται σύστημα ΠΟΠ και ΠΓΕ προκειμένου να βοηθηθούν οι παραγωγοί προϊόντων συνδεόμενων με ορισμένη γεωγραφική περιοχή, μέσω της κατοχύρωσης ενιαίας προστασίας των ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ολόκληρη την Ένωση. Όπως παρατηρεί άλλωστε η Κυπριακή Δημοκρατία, οι ΠΟΠ και οι ΠΓΕ χαρακτηρίζονται ως δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και για τους σκοπούς του κανονισμού 608/2013, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, σημείο 1, στοιχείο δʹ, και σημείο 4, στοιχείο αʹ, του τελευταίου αυτού κανονισμού.

52

Η χρήση όμως μιας ΠΟΠ ή ΠΓΕ για τον προσδιορισμό προϊόντος που παρασκευάζεται μεν εντός της Ένωσης, αλλά δεν ανταποκρίνεται στις ισχύουσες προδιαγραφές, προσβάλλει στην Ένωση την αντίστοιχη ΠΟΠ ή ΠΓΕ ως δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, ακόμη και αν το προϊόν αυτό προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες.

53

Επίσης σε σχέση με το όλο πλαίσιο του άρθρου 13 του κανονισμού 1151/2012, επισημαίνεται ότι τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού αυτού, όπως τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 2017/625, επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν στο έδαφός τους τον έλεγχο της συμμόρφωσης του εκάστοτε προϊόντος με τις αντίστοιχες προδιαγραφές, και μάλιστα πριν από τη διάθεσή του στην αγορά. Οι διατάξεις αυτές, στον βαθμό που δεν εξαιρούν από τον έλεγχο αυτόν τα προϊόντα τα οποία προορίζονται για εξαγωγή, επιβεβαιώνουν ότι ισχύει και για τέτοια προϊόντα η υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 να λαμβάνουν τα κατάλληλα διοικητικά ή δικαστικά μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της παράνομης χρήσης ΠΟΠ ή ΠΓΕ.

54

Τρίτον, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1151/2012, παρατηρείται ότι οι στόχοι του ορίζονται σαφώς στα άρθρα 1 και 4. Κατά την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, στόχος του κανονισμού είναι να βοηθήσει τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων και τροφίμων να γνωστοποιούν στους αγοραστές και τους καταναλωτές τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τις ιδιότητες παραγωγής των προϊόντων και των τροφίμων, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό, πρώτον, ισότιμο ανταγωνισμό για τους γεωργούς και τους παραγωγούς των οποίων τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα έχουν χαρακτηριστικά και ιδιότητες που τους προσδίδουν προστιθέμενη αξία, δεύτερον, τη δυνατότητα των καταναλωτών να έχουν στη διάθεσή τους αξιόπιστες πληροφορίες σχετικές με τα προϊόντα αυτά, τρίτον, τον σεβασμό των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, τέταρτον, τη συνοχή της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα σε σχέση με τις ΠΟΠ και τις ΠΓΕ, στόχος είναι, κατά τη δεύτερη από τις διατάξεις αυτές, να βοηθηθούν οι παραγωγοί προϊόντων συνδεόμενων με ορισμένη γεωγραφική περιοχή, μέσω της εξασφάλισης δίκαιων αποδόσεων ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων τους, μέσω της κατοχύρωσης ενιαίας προστασίας των ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ολόκληρη την Ένωση και μέσω της παροχής στους καταναλωτές σαφών πληροφοριών σχετικών με τις ιδιότητες του προϊόντος οι οποίες του προσδίδουν προστιθέμενη αξία.

55

Στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1151/2012 επισημαίνεται επίσης, αναφορικά με την προστασία των ΠΟΠ και των ΠΓΕ, ότι επιδιώκονται οι ειδικοί στόχοι, αφενός, της εξασφάλισης δίκαιων αποδόσεων στους γεωργούς και τους παραγωγούς, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά ορισμένων προϊόντων ή του τρόπου παραγωγής τους, και, αφετέρου, της παροχής σαφούς πληροφόρησης για προϊόντα με ειδικά χαρακτηριστικά συνδεόμενα με τη γεωγραφική προέλευση, ώστε να είναι οι καταναλωτές καλύτερα ενημερωμένοι όταν επιλέγουν τα προϊόντα που αγοράζουν.

56

Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, βασικός σκοπός του συστήματος προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ είναι να έχουν οι καταναλωτές τη βεβαιότητα ότι τα γεωργικά προϊόντα που καλύπτονται από καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη εμφανίζουν, λόγω της πρoέλευσής τους από ορισμένη γεωγραφική ζώνη, ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και, επομένως, παρέχουν εγγύηση ποιότητας χάρη στη γεωγραφική προέλευσή τους, ώστε να δίνεται στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων οι οποίοι έχουν καταβάλει πραγματικές προσπάθειες ποιοτικής βελτίωσης των προϊόντων τους η δυνατότητα να ενισχύσουν, ως αντάλλαγμα, το εισόδημά τους και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο να επωφελούνται τρίτοι καταχρηστικά από τη φήμη που οφείλεται στην ποιότητα των προϊόντων αυτών (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Syndicat interprofessionnel de défense du fromage Morbier, C‑490/19, EU:C:2020:1043, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και, κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, C‑783/19, EU:C:2021:713, σκέψη 49).

57

Στον βαθμό που το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι από τους ως άνω στόχους προκύπτει ότι ο κανονισμός 1151/2012 αποσκοπεί στη θέσπιση ενός συστήματος προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ για τα προϊόντα που τίθενται σε κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές είναι οι καταναλωτές της Ένωσης, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός αυτός αναφέρεται, ασφαλώς, στους συγκεκριμένους καταναλωτές, και όχι σε εκείνους των τρίτων χωρών. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 118 ΣΛΕΕ, αφορά τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και υπηρετεί, όπως παρατηρεί το Βασίλειο της Δανίας, τη συνοχή της εσωτερικής αγοράς και την πληροφόρηση των καταναλωτών της Ένωσης.

58

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο στόχος της ενημέρωσης των καταναλωτών και ο στόχος της εξασφάλισης δίκαιων αποδόσεων για τους παραγωγούς, ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων τους, είναι αλληλένδετοι, καθώς η πληροφόρηση των καταναλωτών αποσκοπεί μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, στο να δοθεί στους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων οι οποίοι έχουν καταβάλει πραγματικές προσπάθειες ποιοτικής βελτίωσης των προϊόντων τους η δυνατότητα να ενισχύσουν, ως αντάλλαγμα, το εισόδημά τους.

59

Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι αυτός καθ’ εαυτόν ο στόχος της εξασφάλισης δίκαιων αποδόσεων στους παραγωγούς, ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων τους, καταλέγεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 και από το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1151/2012, μεταξύ των σκοπών που επιδιώκονται με τον κανονισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον σκοπό της διασφάλισης του σεβασμού των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ο οποίος εξαγγέλλεται στο άρθρο 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού.

60

Είναι όμως πρόδηλο ότι η χρήση της ΠΟΠ «φέτα» για τον προσδιορισμό προϊόντων που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης και δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές της συγκεκριμένης ΠΟΠ θίγει αμφότερους τους ανωτέρω σκοπούς, ακόμη και αν πρόκειται για προϊόντα τα οποία προορίζονται να εξαχθούν σε τρίτες χώρες.

61

Επομένως, τόσο από το γράμμα του άρθρου 13 του κανονισμού 1151/2012 όσο και από το όλο πλαίσιο της διατάξεως αυτής καθώς και από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός καθίσταται σαφές ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, μια τέτοια χρήση εμπίπτει στις ενέργειες που απαγορεύονται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού.

62

Κανένα από τα υπόλοιπα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε το Βασίλειο της Δανίας δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το ως άνω συμπέρασμα.

63

Πρώτον, όσον αφορά το γεγονός ότι ο κανονισμός 1151/2012, σε αντίθεση με άλλους κανονισμούς που εμπίπτουν στον τομέα της προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών και ενδείξεων, όπως οι κανονισμοί 110/2008 και 251/2014, δεν προβλέπει ρητώς ότι έχει εφαρμογή και στα προϊόντα τα οποία παρασκευάζονται στην Ένωση με σκοπό την εξαγωγή τους προς τρίτες χώρες, υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης περί της προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών και ενδείξεων, οι οποίες εντάσσονται στην οριζόντια πολιτική της Ένωσης σε θέματα ποιότητας, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή τη συνεπή εφαρμογή τους (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, C‑393/16, EU:C:2017:991, σκέψη 32). Τυχόν ερμηνεία όμως του κανονισμού 1151/2012 υπό την έννοια ότι αποκλείει τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα που προορίζονται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες από την προστασία την οποία θεσπίζει, ενώ οι κανονισμοί 110/2008 και 251/2014 τους οποίους επικαλείται το Βασίλειο της Δανίας διασφαλίζουν την ίδια προστασία στα προϊόντα που αφορούν, ακόμη και όταν παράγονται στην Ένωση με σκοπό την εξαγωγή τους προς τρίτες χώρες, δεν θα πληρούσε την προαναφερθείσα απαίτηση συνεπούς εφαρμογής, ελλείψει δικαιολόγησης μιας τέτοιας διαφοράς.

64

Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα το οποίο αντλείται από τις αιτιολογικές σκέψεις 20 και 27 του κανονισμού 1151/2012, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις ουδόλως μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η προστασία των προϊόντων που παρασκευάζονται εντός της Ένωσης και εξάγονται προς τρίτες χώρες εξαρτάται από την ύπαρξη ειδικού μηχανισμού προβλεπόμενου στο πλαίσιο είτε του ΠΟΕ είτε πολυμερών ή διμερών συμφωνιών. Πράγματι, παρόμοιοι μηχανισμοί έχουν ως αντικείμενο να διασφαλιστεί, σε συνεργασία με τις τρίτες χώρες, η ύπαρξη τέτοιας προστασίας σε αυτές, ενώ ο κανονισμός 1151/2012 προβλέπει ένα ενιαίο και πλήρες σύστημα προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ εντός της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Budějovický Budvar, C‑478/07, EU:C:2009:521, σκέψη 114).

65

Όσον αφορά, τρίτον, τα στοιχεία που επικαλείται το Βασίλειο της Δανίας σχετικά με το ιστορικό θέσπισης του κανονισμού 1151/2012 και με την κατάσταση πριν από την έκδοσή του, διαπιστώνεται ότι, κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η σύσταση της Επιτροπής των Περιφερειών και η πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, δεν είχαν ως αποτέλεσμα να δηλωθεί ρητώς στον ίδιο τον κανονισμό ότι αυτός έχει εφαρμογή και στα προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ένωση με σκοπό να εξαχθούν σε τρίτες χώρες δεν αρκεί, από μόνο του, για να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε εν τέλει να μην περιληφθούν τα προϊόντα αυτά στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τη σύγκριση του συστήματος προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, το οποίο είχε καθιερωθεί με τον κανονισμό 2081/92, και του αντίστοιχου συστήματος προστασίας που απορρέει από τον κανονισμό 510/2006 δεν προκύπτει κανένα στοιχείο ικανό να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας τον τελευταίο αυτό κανονισμό, θέλησε να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του τα προϊόντα τα οποία εξάγονται σε τρίτες χώρες.

66

Τέλος, όσον αφορά, τέταρτον, την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, διαπιστώνεται ότι, ομολογουμένως, ο κανονισμός 1151/2012 δεν αναφέρει ρητώς ότι έχει εφαρμογή και στα προϊόντα που παρασκευάζονται στην Ένωση με σκοπό την εξαγωγή τους προς τρίτες χώρες. Εντούτοις, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γενικού και μονοσήμαντου χαρακτήρα των άρθρων 13, 36 και 37 του κανονισμού 1151/2012, τα οποία δεν προβλέπουν καμία παρέκκλιση για τα προϊόντα αυτά, καθώς και του γεγονότος ότι οι στόχοι που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως ορίζονται σαφώς στα άρθρα 1 και 4 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού είναι σαφές και μη διφορούμενο, υπό την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα διοικητικά και δικαστικά μέτρα ώστε να προλαμβάνουν και να θέτουν τέρμα στη χρήση ΠΟΠ ή ΠΓΕ για τον προσδιορισμό προϊόντων τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις ισχύουσες προδιαγραφές και παρασκευάζονται στο έδαφός τους, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα προϊόντα αυτά προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη και την παύση μιας τέτοιας χρήσης στο έδαφός του, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012.

68

Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή.

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

69

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Βασίλειο της Δανίας, ανεχόμενο την παραγωγή και την εμπορία τυριού για το οποίο Δανοί παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων χρησιμοποιούσαν την ΠΟΠ «φέτα», παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 1, και με το άρθρο 4 του κανονισμού 1151/2012. Ειδικότερα, η Επιτροπή ισχυρίζεται αφενός ότι το κράτος μέλος σκοπίμως παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, και μάλιστα ενθάρρυνε την παράνομη χρήση της ΠΟΠ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έθεσε σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού, ήτοι την εξασφάλιση ισότιμου ανταγωνισμού για τους γεωργούς και τους παραγωγούς των οποίων τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα εμφανίζουν χαρακτηριστικά και ιδιότητες που τους προσδίδουν προστιθέμενη αξία, την παροχή συνδρομής στους παραγωγούς προϊόντων συνδεόμενων με ορισμένη γεωγραφική ζώνη ώστε να μπορούν να έχουν εύλογα έσοδα, ανάλογα της ποιότητας των προϊόντων τους, και την κατοχύρωση της προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ολόκληρη την Ένωση.

70

Η Επιτροπή υποστηρίζει αφετέρου ότι το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της προσβολής που υφίστανται τα δικαιώματα επί της ΠΟΠ «φέτα» όταν οι Δανοί παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων εξάγουν σε τρίτες χώρες τυρί για το οποίο χρησιμοποιείται παρανόμως η ΠΟΠ αυτή, αποδυνάμωσε τη θέση της Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κατοχύρωση της προστασίας των συστημάτων ποιότητας της Ένωσης, υπονομεύοντας τη συνοχή της εξωτερικής εκπροσώπησης της Ένωσης.

71

Απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι το Βασίλειο της Δανίας επέδειξε συμπεριφορά της οποίας τα αποτελέσματα βαίνουν πέραν της παραβάσεως της ουσιαστικού δικαίου υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012.

72

Η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι συνέπειες της πρακτικής του Βασιλείου της Δανίας είναι σοβαρές, τόσο σε εθνικό επίπεδο, για τους παραγωγούς φέτας, όσο και σε επίπεδο Ένωσης, στο πλαίσιο των διεθνών διαπραγματεύσεων. Θεωρεί ότι η συμπεριφορά κατά της οποίας βάλλει η συγκεκριμένη αιτίαση της Επιτροπής είναι διακριτή από τη συμπεριφορά που συνίσταται σε παράβαση των ειδικών υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012. Τούτο διότι το Βασίλειο της Δανίας αθετεί συστηματικά, και από μακρού χρόνου, τις υποχρεώσεις του προβάλλοντας το παρελκυστικό και καταχρηστικό επιχείρημα ότι τα επίμαχα προϊόντα προορίζονταν για εξαγωγή προς τρίτες χώρες, χωρίς να λαμβάνει κανένα μέτρο για να εξαλείψει τις αθέμιτες συνέπειες της παράνομης αυτής συμπεριφοράς.

73

Η Κυπριακή Δημοκρατία θεωρεί επίσης ότι η επίδικη πρακτική βλάπτει τις προοπτικές διεθνούς προστασίας των ΠΟΠ. Συγκεκριμένα, η πρακτική αυτή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί μια ΠΟΠ κοινή ονομασία σε τρίτες χώρες, με συνέπεια τη μείωση της διαπραγματευτικής ισχύος της Επιτροπής. Η ανοχή του Βασιλείου της Δανίας έναντι της εν λόγω πρακτικής συνιστά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, το Δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής σε περίπτωση που κρίνει ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 δεν είναι σαφείς όσον αφορά τον έλεγχο των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο σε τρίτες χώρες.

74

Το Βασίλειο της Δανίας αντικρούει την αιτίαση της Επιτροπής υποστηρίζοντας ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας ούτε στο πλαίσιο του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 4 του κανονισμού 1151/2012 ούτε αυτοτελώς, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής αυτής απλώς και μόνον όταν υπάρχει διαφωνία ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, το κράτος μέλος θεωρεί ότι αμφότερες οι αιτιάσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της αφορούν μία και την αυτή συμπεριφορά.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Παράβαση της γενικής υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας την οποία επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ μπορεί να διαπιστωθεί μόνον αν πρόκειται για συμπεριφορές διακριτές από εκείνες που στοιχειοθετούν την παράβαση των ειδικών υποχρεώσεων την οποία προσάπτει η Επιτροπή στο κράτος μέλος [πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Σλοβενίας (Αρχεία της ΕΚΤ), C‑316/19, EU:C:2020:1030, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

76

Διαπιστώνεται όμως ότι εν προκειμένω η αιτίαση της Επιτροπής σχετικά με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, στον βαθμό που με αυτήν προσάπτεται στο Βασίλειο της Δανίας ότι παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13 του κανονισμού 1151/2012 και ότι, ως εκ τούτου, έθεσε σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός, βάλλει κατά της ίδιας συμπεριφοράς την οποία αφορούσε η πρώτη αιτίαση, ήτοι της παράλειψης να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της ΠΟΠ «φέτα» από Δανούς παραγωγούς για τον προσδιορισμό τυριού που δεν ανταποκρίνεται στις ισχύουσες προδιαγραφές.

77

Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αποδεικνύει ότι το Βασίλειο της Δανίας ενθάρρυνε με άλλον τρόπο, πέραν της παράλειψης αυτής, την παράνομη χρήση της ΠΟΠ «φέτα».

78

Ομοίως, μολονότι, βεβαίως, η εξαγωγή από ενωσιακούς παραγωγούς προς τρίτες χώρες προϊόντων για τα οποία χρησιμοποιούνται παρανόμως ΠΟΠ μπορεί να αποδυναμώσει τη θέση της Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κατοχύρωση της προστασίας των ενωσιακών συστημάτων ποιότητας, δεν αποδεικνύεται, όπως ορθώς παρατηρεί η γενική εισαγγελέας στο σημείο 95 των προτάσεών της, ότι το Βασίλειο της Δανίας προέβη σε ενέργειες ή σε δηλώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν τη συνέπεια αυτή, όπερ θα στοιχειοθετούσε συμπεριφορά διαφορετική από εκείνη την οποία αφορούσε η πρώτη αιτίαση.

79

Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα.

80

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, αφενός, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της ΠΟΠ «φέτα» από Δανούς παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων για τον προσδιορισμό τυριού που δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της συγκεκριμένης ΠΟΠ, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 1151/2012 και, αφετέρου, η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

81

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το άρθρο 138, παράγραφος 3, του ίδιου Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εντούτοις, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Δανίας στα δικαστικά έξοδα και αυτό ηττήθηκε ως προς τους κυριότερους ισχυρισμούς του, το Βασίλειο της Δανίας πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.

82

Επιπλέον, βάσει του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία και η Κυπριακή Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Βασίλειο της Δανίας, παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη και την παύση της χρήσης της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) «φέτα» από Δανούς παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων για τον προσδιορισμό τυριού που δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της ΠΟΠ αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.

 

2)

Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

 

3)

Το Βασίλειο της Δανίας φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

 

4)

Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.

 

5)

Η Ελληνική Δημοκρατία και η Κυπριακή Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Top