This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62020CJ0146
Judgment of the Court (First Chamber) of 21 December 2021.#AD and Others v Corendon Airlines and Others.#Requests for a preliminary ruling from the Landgericht Düsseldorf and Landesgericht Korneuburg.#References for a preliminary ruling – Air transport – Regulation (EC) No 261/2004 – Common rules on compensation and assistance to passengers in the event of cancellation or long delay of flights – Articles 2 and 3 – Concepts of ‘operating air carrier’, ‘confirmed reservation’ and ‘scheduled time of arrival’ – Articles 5, 7 and 8 – Flight departure time brought forward in relation to the original planned departure time – Classification – Reduction in the amount of compensation – Offer of re-routing – Article 14 – Obligation to inform passengers of their rights – Scope.#Joined Cases C-146/20, C-188/20, C-196/20 and C-270/20.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2021.
AD κ.λπ. κατά Corendon Airlines κ.λπ.
Αιτήσεις του Landgericht Düsseldorf και του Landesgericht Korneuburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Άρθρα 2 και 3 – Έννοιες του “πραγματικού αερομεταφορέα”, της “επιβεβαιωμένης κράτησης” και της “προγραμματισμένης ώρας άφιξης” – Άρθρα 5, 7 και 8 – Μετάθεση της ώρας αναχώρησης της πτήσης νωρίτερα σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχώρησης – Χαρακτηρισμός – Μείωση του ποσού της αποζημίωσης – Προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση – Άρθρο 14 – Υποχρέωση ενημέρωσης των επιβατών για τα δικαιώματά τους – Έκταση της υποχρέωσης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-146/20, C-188/20, C-196/20 και C-270/20.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 21ης Δεκεμβρίου 2021.
AD κ.λπ. κατά Corendon Airlines κ.λπ.
Αιτήσεις του Landgericht Düsseldorf και του Landesgericht Korneuburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Άρθρα 2 και 3 – Έννοιες του “πραγματικού αερομεταφορέα”, της “επιβεβαιωμένης κράτησης” και της “προγραμματισμένης ώρας άφιξης” – Άρθρα 5, 7 και 8 – Μετάθεση της ώρας αναχώρησης της πτήσης νωρίτερα σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχώρησης – Χαρακτηρισμός – Μείωση του ποσού της αποζημίωσης – Προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση – Άρθρο 14 – Υποχρέωση ενημέρωσης των επιβατών για τα δικαιώματά τους – Έκταση της υποχρέωσης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-146/20, C-188/20, C-196/20 και C-270/20.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:1038
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 21ης Δεκεμβρίου 2021 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Κοινοί κανόνες αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης – Άρθρα 2 και 3 – Έννοιες του “πραγματικού αερομεταφορέα”, της “επιβεβαιωμένης κράτησης” και της “προγραμματισμένης ώρας άφιξης” – Άρθρα 5, 7 και 8 – Μετάθεση της ώρας αναχώρησης της πτήσης νωρίτερα σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχώρησης – Χαρακτηρισμός – Μείωση του ποσού της αποζημίωσης – Προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση – Άρθρο 14 – Υποχρέωση ενημέρωσης των επιβατών για τα δικαιώματά τους – Έκταση της υποχρέωσης»
Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑146/20, C‑188/20, C‑196/20 και C‑270/20,
με αντικείμενο τέσσερις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εκ των οποίων μία υποβλήθηκε από το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg, Αυστρία) με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιουνίου 2020 (C-270/20), και τρεις από το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ, Γερμανία) με αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2020 (C-146/20) καθώς και της 6ης Απριλίου 2020 (C‑188/20 και C‑196/20), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2020 (C‑146/20), στις 30 Απριλίου 2020 (C-188/20) και στις 6 Μαΐου 2020 (C-196/20), στο πλαίσιο των δικών
AD,
BE,
CF
κατά
Corendon Airlines (C-146/20),
και
JG,
LH,
MI,
NJ,
κατά
OP, υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της Azurair GmbH,
παρισταμένης της:
alltours flugreisen GmbH (C-188/20),
και
Eurowings GmbH
κατά
flightright GmbH (C-196/20),
και
AG,
MG,
HG,
κατά
Austrian Airlines AG (C-270/20),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, J.-C. Bonichot και M. Safjan (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιουνίου 2021,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
οι JG, LH, MI και NJ, εκπροσωπούμενοι από τον H. Hopperdietzel, Rechtsanwalt, |
– |
η Eurowings GmbH, εκπροσωπούμενη από την Y. Pochyla και τον W. Bloch, Rechtsanwälte, |
– |
οι AG, MG και HG, εκπροσωπούμενοι από την F. Puschkarski, Rechtsanwältin, |
– |
η Corendon Airlines και ο OP, υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή της Azurair GmbH, εκπροσωπούμενοι από τον N. Serfort, Rechtsanwalt, |
– |
η flightright GmbH, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον T. Mauser, εν συνεχεία δε από τους R. Weist et M. Michel, Rechtsanwälte, |
– |
η Austrian Airlines AG, εκπροσωπούμενη από τον C. Krones, Rechtsanwalt, |
– |
η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, M. Hellmann, J. Heitz, U. Kühne και U. Bartl, |
– |
η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Posch και G. Kunnert καθώς και από την J. Schmoll, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους K. Simonsson, R. Pethke και G. Braun, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2021,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχεία βʹ, στʹ έως ηʹ και ιβʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του άρθρου 5, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, καθώς και του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1). |
2 |
Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ επιβατών αεροπορικών μεταφορών και αεροπορικών εταιριών (C‑146/20, C‑188/20 και C‑270/20) καθώς και μεταξύ μιας αεροπορικής εταιρίας και της flightright GmbH η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα επιβατών αεροπορικών μεταφορών (C‑196/20), σχετικά με την αποζημίωση των επιβατών αυτών βάσει του κανονισμού 261/2004. |
Το νομικό πλαίσιο
3 |
Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 20 του κανονισμού 261/2004:
[…]
|
4 |
Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως: […]
[…]
[…]
|
5 |
Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής: «1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι ο επιβάτης:
[…]» |
6 |
Το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:
|
7 |
Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004: «1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους: […]
[…]. Για τον προσδιορισμό της σχετικής απόστασης, λαμβάνεται ως βάση ο τελευταίος προορισμός στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξαιτίας της άρνησης επιβίβασης ή της ματαίωσης. 2. Όταν προσφέρεται στους επιβάτες μεταφορά στον τελικό τους προορισμό με άλλη πτήση σύμφωνα με το άρθρο 8, η ώρα άφιξης της οποίας δεν υπερβαίνει την προγραμματισμένη ώρα άφιξης της πτήσης για την οποία είχε αρχικά κρατηθεί η θέση κατά: […]
[…] ο πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί να μειώσει την αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 κατά 50 %. […]» |
8 |
Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα: «Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, παρέχεται στον επιβάτη η δυνατότητα να επιλέξει:
|
9 |
Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής: «Σε περίπτωση που ένας πραγματικός αερομεταφορέας καταβάλει την αποζημίωση ή εκπληρώσει τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού, καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα το δικαίωμά του να απαιτήσει αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο. Ειδικότερα, ο παρών κανονισμός ουδόλως περιορίζει το δικαίωμα του πραγματικού αερομεταφορέα να διεκδικήσει αποζημίωση από ταξιδιωτικό πράκτορα ή άλλο πρόσωπο με το οποίο συμβάλλεται. Παρομοίως, καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα το δικαίωμα ταξιδιωτικού πράκτορα ή τρίτου προσώπου, διάφορου από επιβάτη, με τον οποίον συμβάλλεται ο πραγματικός αερομεταφορέας, να απαιτήσει επιστροφή ή αποζημίωση από τον εν λόγω πραγματικό αερομεταφορέα βάσει των εφαρμοστέων διατάξεων της οικείας νομοθεσίας.» |
10 |
Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού: «Ο πραγματικός αερομεταφορέας που αρνείται την επιβίβαση ή ματαιώνει μια πτήση παρέχει σε κάθε θιγόμενο επιβάτη γραπτή γνωστοποίηση με τους κανόνες αποζημίωσης και παροχής βοήθειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Την ίδια γνωστοποίηση παρέχει επίσης σε κάθε επιβάτη που έχει υποστεί τουλάχιστον δίωρη καθυστέρηση. Επιδίδονται επίσης εγγράφως στον επιβάτη τα στοιχεία του οριζόμενου εθνικού φορέα, που αναφέρεται στο άρθρο 16.» |
Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
Υπόθεση C-146/20
11 |
Οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών AD, BE και CF προέβησαν, μέσω πρακτορείου ταξιδίων, σε κράτηση οργανωμένου ταξιδιού με προορισμό την Αττάλεια (Τουρκία). Κατόπιν της κράτησης αυτής, η αεροπορική εταιρία Corendon Airlines επιβεβαίωσε ότι η πτήση θα πραγματοποιούνταν στις 18 Μαΐου 2018 από το Ντίσελντορφ (Γερμανία) προς την Αττάλεια, με ώρα αναχώρησης στις 10:20. Εν συνεχεία, η Corendon Airlines μετέθεσε την αναχώρηση της εν λόγω πτήσης κατά μία ώρα και σαράντα λεπτά πριν από την προγραμματισμένη ώρα, στις 08:40 της ίδιας ημέρας, διατηρώντας ωστόσο τον ίδιο αριθμό πτήσης. |
12 |
Οι επιβάτες αυτοί, δεδομένου ότι δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν με την κατά τα ανωτέρω μετατεθείσα σε προγενέστερο του προγραμματισμένου χρόνο πτήση, άσκησαν αγωγή κατά της Corendon Airlines ενώπιον του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία), ζητώντας, μεταξύ άλλων, την καταβολή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004. Προς στήριξη της αγωγής τους, οι επιβάτες προέβαλαν ότι δεν είχαν ενημερωθεί για τη μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης τους σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου και ότι η μετάθεση αυτή συνιστούσε στην πραγματικότητα «ματαίωση» της εν λόγω πτήσης, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού. Αντιθέτως, η Corendon Airlines εκτίμησε ότι οι επιβάτες είχαν ενημερωθεί από τον ταξιδιωτικό πράκτορα στις 8 Μαΐου 2018 για τη μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης τους σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου. |
13 |
Το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) έκρινε ότι η μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης κατά μία ώρα και σαράντα λεπτά πριν από την προγραμματισμένη ώρα δεν συνιστούσε «ματαίωση» της πτήσης, καθόσον η χρονική αυτή μετάθεση ήταν αμελητέα, και, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή των επιβατών. |
14 |
Οι τελευταίοι άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου αυτού ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση C‑146/20. Το τελευταίο διερωτάται αν η συλλογιστική του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ) είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 261/2004. |
15 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Υπόθεση C-188/20
16 |
Η LH έκανε, σε πρακτορείο ταξιδίων, κράτηση οργανωμένου ταξιδιού με προορισμό το Side (Τουρκία) για την ίδια καθώς και για άλλους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, περιλαμβανομένης της μετ’ επιστροφής αεροπορικής μεταφοράς από το Ντίσελντορφ στην Αττάλεια. |
17 |
Σε έγγραφο με τίτλο «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι», το οποίο παρασχέθηκε στην LH, αναγράφονταν δύο πτήσεις εκτελούμενες από την αεροπορική εταιρία Azurair GmbH, ήτοι μια πτήση με αριθμό ARZ 8711, στις 15 Ιουλίου 2018, από το Ντίσελντορφ προς την Αττάλεια, με ώρα αναχώρησης προγραμματισμένη για τις 06:00 και ώρα άφιξης προγραμματισμένη για τις 10:30, και μια πτήση με αριθμό ARZ 8712, στις 5 Αυγούστου 2018, από την Αττάλεια προς το Ντίσελντορφ, με ώρα αναχώρησης προγραμματισμένη για τις 12:00 και ώρα άφιξης προγραμματισμένη για τις 14:45. Στο εν λόγω έγγραφο, δίπλα από τα στοιχεία αυτά, περιλαμβανόταν η εξής σημείωση, γραμμένη με κεφαλαία γράμματα: «Ώρες αναχώρησης και άφιξης υποκείμενες σε αλλαγές – Για τη δική σας ασφάλεια, παρακαλείσθε να ελέγξετε την πτήση που αναγράφεται στα εισιτήριά σας». |
18 |
Οι επιβάτες επιβιβάστηκαν στις πτήσεις με τους αναγραφόμενους στο έγγραφο αυτό αριθμούς. Ωστόσο, ως προς μεν την πτήση μετάβασης, αφίχθησαν στην Αττάλεια στη 01:19 της 16ης Ιουλίου 2018, ως προς δε την πτήση επιστροφής, το αεροσκάφος αναχώρησε στις 05:10 της 5ης Αυγούστου 2018. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επιβάτες, με αγωγή τους ενώπιον του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ), ζήτησαν από την Azurair να τους καταβάλει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004. Στηριζόμενοι στις πληροφορίες που αναγράφονταν στη «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι», οι εν λόγω επιβάτες υποστήριξαν ότι η πτήση μετάβασης πραγματοποιήθηκε με καθυστέρηση πλέον των τριών ωρών κατά την άφιξη, ενώ η πτήση επιστροφής ματαιώθηκε, δεδομένου ότι η μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «ματαίωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού. |
19 |
Η Azurair, από πλευράς της, υποστήριξε ότι δεν είχε προγραμματίσει την πραγματοποίηση των ως άνω πτήσεων στις ώρες που αναγράφονταν στη «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι», αλλά ότι ο προγραμματισμός της αντιστοιχούσε στα στοιχεία που αναγράφονταν στην «επιβεβαίωση ταξιδιού/απόδειξη πληρωμής» η οποία απεστάλη στις 22 Ιανουαρίου 2018 στην alltours flugreisen GmbH, υπό την ιδιότητά της ως ταξιδιωτικού πράκτορα. |
20 |
Κατά τον ως άνω προγραμματισμό πτήσεων, η πτήση μετάβασης επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 15 Ιουλίου 2018 με ώρα αναχώρησης στις 20:05 και ώρα άφιξης στις 00:40 της επόμενης ημέρας, η δε πτήση επιστροφής στις 5 Αυγούστου 2018 με ώρα αναχώρησης στις 08:00 και ώρα άφιξης στις 10:50. Όσον αφορά την πτήση μετάβασης, όπως αυτή προβλεπόταν στον εν λόγω προγραμματισμό πτήσεων, η καθυστέρηση κατά την άφιξη δεν ήταν καθυστέρηση τριών ωρών ή μεγαλύτερη. Όσον αφορά δε την πτήση επιστροφής, μολονότι η αναχώρησή της πράγματι μετατέθηκε σε προγενέστερο χρόνο, σε σχέση επίσης με τον προγραμματισμό πτήσεων που αναφέρει η Azurair, εντούτοις, κατά την άποψη της τελευταίας, η χρονική αυτή μετάθεση δεν συνιστά «ματαίωση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, η Azurair ζήτησε να μειωθεί, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, η τυχόν καταβλητέα αποζημίωση, για τον λόγο ότι οι επιβάτες αφίχθησαν στον τελικό προορισμό τους μόνο δύο ώρες και πενήντα λεπτά πριν από την προγραμματισμένη ώρα άφιξης. |
21 |
Το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) απέρριψε την αγωγή αυτή με το σκεπτικό ότι η «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι» δεν συνιστούσε επιβεβαίωση «κράτησης» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 261/2004, καθώς από την εν λόγω δήλωση προέκυπτε σαφώς ότι οι ώρες αναχώρησης και άφιξης των πτήσεων υπέκειντο σε αλλαγές. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν υπήρχε έγγραφο δυνάμενο να χαρακτηριστεί ως «εισιτήριο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. |
22 |
Οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου αυτού ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείου Ντίσελντορφ), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση C‑188/20. Το τελευταίο διερωτάται αν η κρίση του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ) είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του κανονισμού 261/2004. |
23 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Υπόθεση C-196/20
24 |
Στις 24 Οκτωβρίου 2017, δύο επιβάτες αεροπορικών μεταφορών έκαναν, σε πρακτορείο ταξιδίων, κράτηση οργανωμένου ταξιδιού το οποίο περιελάμβανε μετ’ επιστροφής αεροπορική μεταφορά από το Αμβούργο (Γερμανία) στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα (Ισπανία). |
25 |
Στους εν λόγω επιβάτες χορηγήθηκε, από τον ταξιδιωτικό πράκτορα ITS, έγγραφο με τίτλο «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι», το οποίο ανέφερε, ως προς τη μετάβαση, ότι η πτήση θα πραγματοποιούνταν στις 22 Μαΐου 2018, από την αεροπορική εταιρία Eurowings, με αριθμό EW 7582, με ώρα αναχώρησης προγραμματισμένη για τις 07:30 και ώρα άφιξης προγραμματισμένη για τις 10:05. |
26 |
Οι επιβάτες αυτοί επιβιβάστηκαν πράγματι στην πτήση με τον ως άνω αριθμό. Ωστόσο, δεν αφίχθησαν στον τελικό τους προορισμό στις 10:05, αλλά στις 21:08. Δεδομένου ότι οι εν λόγω επιβάτες εκχώρησαν τυχόν δικαιώματα αποζημίωσής τους στη flightright δυνάμει του κανονισμού 261/2004, η τελευταία άσκησε αγωγή ενώπιον του Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείου Ντίσελντορφ), υποστηρίζοντας ότι οι ίδιοι επιβάτες διέθεταν επιβεβαιωμένη κράτηση για τη συγκεκριμένη πτήση, η οποία είχε προγραμματιστεί να αφιχθεί στις 10:05. |
27 |
Η Eurowings αντέτεινε ότι οι επιβάτες είχαν επιβεβαιωμένη κράτηση για την πτήση με αριθμό EW 7582, η άφιξη της οποίας είχε προγραμματιστεί για τις 19:05. Ως εκ τούτου, η προκληθείσα καθυστέρηση ήταν μικρότερη των τριών ωρών και, κατά συνέπεια, δεν γεννάται, κατά την άποψή της, δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του κανονισμού 261/2004. |
28 |
Το Amtsgericht Düsseldorf (ειρηνοδικείο Ντίσελντορφ) έκανε δεκτή την αγωγή της flightright με το σκεπτικό ότι η «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι» που είχε εκδώσει ο ταξιδιωτικός πράκτορας ITS συνιστούσε επιβεβαίωση «κράτησης» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 261/2004. Συγκεκριμένα, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι η «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι» που είχε παρασχεθεί στους ενδιαφερόμενους επιβάτες συνιστούσε «άλλο στοιχείο» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή απαιτεί απλώς η κράτηση να έχει γίνει δεκτή από τον ταξιδιωτικό πράκτορα. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι δεν υπήρχε έγγραφο δυνάμενο να χαρακτηριστεί ως «εισιτήριο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. |
29 |
Η Eurowings άσκησε έφεση κατά της απόφασης του ως άνω δικαστηρίου ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείου Ντίσελντορφ), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση C-196/20. Το τελευταίο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν μια επιβεβαίωση κράτησης προερχόμενη από ταξιδιωτικό πράκτορα, η οποία δεν βασίζεται σε κράτηση πραγματοποιηθείσα στον αερομεταφορέα κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση αποζημίωσης, μπορεί να θεωρηθεί ως «επιβεβαιωμένη κράτηση», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 261/2004. |
30 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Υπόθεση C-270/20
31 |
Οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών AG, MG και HG πραγματοποίησαν κράτηση στην αεροπορική εταιρία Austrian Airlines για πτήση από τη Βιέννη (Αυστρία) προς το Κάιρο (Αίγυπτος). Η προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης ήταν στις 22:15 της 24ης Ιουνίου 2017 και η προγραμματισμένη ώρα άφιξης στη 01:45 της επομένης. Την ημέρα της πτήσης η Austrian Airlines προέβη σε ματαίωση αυτής και πρότεινε στους εν λόγω επιβάτες μια πτήση με αναχώρηση την ίδια ημέρα στις 10:20 και άφιξη στο Κάιρο στις 13:50, προσφορά την οποία οι επιβάτες αποδέχθηκαν. Ως εκ τούτου, οι τελευταίοι έφθασαν στον τελικό προορισμό τους 11 ώρες και 55 λεπτά πριν από την αρχικώς προγραμματισμένη ώρα άφιξης. |
32 |
Η Austrian Airlines κατέβαλε εξωδικαστικά σε καθέναν από τους επιβάτες αυτούς αποζημίωση ύψους 200 ευρώ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004 το οποίο προβλέπει μείωση κατά 50 % του ποσού της αποζημίωσης που καταβάλλεται κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού. |
33 |
Οι εν λόγω επιβάτες άσκησαν αγωγή κατά της Austrian Airlines ενώπιον του Bezirksgericht Schwechat (ειρηνοδικείου Schwechat, Αυστρία), ζητώντας να τους καταβληθεί πλήρης αποζημίωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Προς στήριξη της αγωγής τους, ισχυρίστηκαν ότι, μολονότι δεν αφίχθησαν με καθυστέρηση στο Κάιρο, η πρόωρη άφιξή τους τους προκάλεσε βλάβη αντίστοιχη με εκείνη που θα προκαλούνταν σε περίπτωση άφιξης με μεγάλη καθυστέρηση, υποστήριξαν δε ότι αποδέχθηκαν την προσφορά της Austrian Airlines να ταξιδέψουν με προγενέστερη της προγραμματισμένης πτήση για τον λόγο ότι η άλλη επιλογή που πρότεινε η εταιρία αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν δύο ημέρες διακοπών. |
34 |
Το Bezirksgericht Schwechat (ειρηνοδικείο Schwechat) απέρριψε την ως άνω αγωγή με το σκεπτικό ότι από το σαφές γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο επιβάτης φθάνει στον τελικό προορισμό του με προγενέστερη της προγραμματισμένης πτήση. |
35 |
Οι επιβάτες της υπόθεσης C-270/20 άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του δικαστηρίου αυτού ενώπιον του Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείου Korneuburg, Αυστρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην εν λόγω υπόθεση. Το τελευταίο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004, κατά το οποίο η αποζημίωση μπορεί να μειωθεί κατά 50 % όταν η καθυστέρηση κατά την άφιξη δεν υπερβαίνει τις τρεις ώρες, δύναται να εφαρμοστεί και σε περίπτωση πρόωρης άφιξης σε σχέση με τον προγραμματισμό της αρχικής πτήσης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η σε μεγάλο βαθμό πρόωρη αναχώρηση της πτήσης μπορεί να συνεπάγεται για τον επιβάτη εξίσου σοβαρή ταλαιπωρία όσο και η καθυστερημένη άφιξη με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται στην ως άνω διάταξη. |
36 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του [κανονισμού 261/2004] την έννοια ότι ο αερομεταφορέας μπορεί να μειώσει την αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού ακόμη και στην περίπτωση που, κατόπιν ματαίωσης της πτήσης για την οποία είχε γίνει κράτηση, προσφέρεται στους επιβάτες εναλλακτική πτήση της οποίας η προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και η προγραμματισμένη ώρα άφιξης προηγούνται, εκάστη, κατά 11 ώρες και 55 λεπτά της προγραμματισμένης ώρας πραγματοποίησης της ματαιωθείσας πτήσης;» |
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί των πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C-188/20 και C‑196/20
37 |
Με το πρώτο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το πρώτο ερώτημά του στην υπόθεση C-196/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι ο επιβάτης έχει «επιβεβαιωμένη κράτηση», κατά τη διάταξη αυτή, όταν ο ταξιδιωτικός πράκτορας παρέχει στον εν λόγω επιβάτη, με τον οποίο συνδέεται συμβατικώς, «άλλο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού, το οποίο αποτελεί υπόσχεση για μεταφορά του επιβάτη με πτήση που καθορίζεται επακριβώς, με αναφορά του τόπου αναχώρησης και άφιξης, της ώρας αναχώρησης και άφιξης καθώς και του αριθμού πτήσης, ενώ ο ταξιδιωτικός πράκτορας δεν έχει λάβει επιβεβαίωση από τον οικείο αερομεταφορέα σχετικά με τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης. |
38 |
Εν προκειμένω, από τις αποφάσεις περί παραπομπής στις υποθέσεις C-188/20 και C-196/20 προκύπτει ότι το έγγραφο που παρέσχε ο ταξιδιωτικός πράκτορας στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών περιείχε πληροφορίες για τις ώρες αναχώρησης και άφιξης των πτήσεων, διαφορετικές από τις πληροφορίες που ο αερομεταφορέας διαβίβασε, εν τέλει, στον ταξιδιωτικό πράκτορα. Οι τελευταίες αυτές πληροφορίες, όμως, δεν διαβιβάστηκαν στους επιβάτες, οι οποίοι, ως εκ τούτου, είχαν στη διάθεσή τους μόνον τις πληροφορίες που περιέχονταν στο παρασχεθέν από τον ταξιδιωτικό πράκτορα έγγραφο. |
39 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 261/2004 ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, απαιτώντας, βάσει της παραγράφου 2, στοιχείο αʹ, να έχει ο επιβάτης επιβεβαιωμένη κράτηση στη συγκεκριμένη πτήση. |
40 |
Ο κανονισμός 261/2004 δεν ορίζει την έννοια της «επιβεβαιωμένης κράτησης». Ωστόσο, το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού ορίζει ότι ως «κράτηση» νοείται η «κατοχή από τον επιβάτη εισιτηρίου, ή άλλου στοιχείου, το οποίο αποδεικνύει ότι η κράτηση έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί από τον αερομεταφορέα ή τον ταξιδιωτικό πράκτορα». |
41 |
Από τον ορισμό αυτόν προκύπτει ότι η κράτηση μπορεί να συνίσταται σε «άλλο στοιχείο» το οποίο αποδεικνύει ότι η κράτηση έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί, είτε από τον αερομεταφορέα είτε από τον ταξιδιωτικό πράκτορα. Επομένως, μια κράτηση η οποία έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί από τον ταξιδιωτικό πράκτορα έχει την ίδια αξία με εκείνη που έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί από τον αερομεταφορέα. |
42 |
Συνεπώς, εάν ο επιβάτης αεροπορικής μεταφοράς διαθέτει «άλλο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 261/2004, παρασχεθέν από τον ταξιδιωτικό πράκτορα, το άλλο αυτό στοιχείο ισοδυναμεί με «κράτηση», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης. |
43 |
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις C‑188/20 και C‑196/20 εκκινεί από την παραδοχή ότι οι δηλώσεις συμμετοχής σε ταξίδι τις οποίες παρέσχε ο ταξιδιωτικός πράκτορας στους επιβάτες των υποθέσεων αυτών συνιστούν «άλλο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 261/2004. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί, ιδίως στο πλαίσιο της επίμαχης στην υπόθεση C-188/20 κατάστασης, ότι η δήλωση αυτή αναφέρει ρητώς ότι οι ώρες αναχώρησης και άφιξης των πτήσεων υπόκεινται σε αλλαγές. Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι εν λόγω δηλώσεις συνιστούν πράγματι κράτηση η οποία έχει γίνει δεκτή και καταγραφεί, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 2, στοιχείο ζʹ. |
44 |
Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν μια κράτηση μπορεί επίσης να «επιβεβαιώνεται», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 261/2004, από τον ταξιδιωτικό πράκτορα, και όχι μόνον από τον αερομεταφορέα. |
45 |
Συναφώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού δεν διευκρινίζει αν ο ταξιδιωτικός πράκτορας μπορεί να επιβεβαιώσει μια κράτηση. |
46 |
Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C‑402/07 και C-432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
47 |
Ως προς το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι πλείονες διατάξεις του κανονισμού 261/2004 δεν διακρίνουν, για τους σκοπούς της εφαρμογής τους, μεταξύ ταξιδιωτικού πράκτορα και αερομεταφορέα. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι η ώρα κατά την οποία ο επιβάτης πρέπει να παρουσιαστεί στον έλεγχο εισιτηρίων μπορεί να γνωστοποιείται από τον αερομεταφορέα, τον ταξιδιωτικό πράκτορα ή τον εξουσιοδοτημένο πράκτορά του. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, κατά το οποίο ο επιβάτης μπορεί να μεταφερθεί σε άλλη πτήση τόσο από τον αερομεταφορέα όσο και από τον ταξιδιωτικό πράκτορα. |
48 |
Επιπλέον, εάν γινόταν δεκτό ότι μια κράτηση μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνον από τον αερομεταφορέα, με αποτέλεσμα ο επιβάτης να επιβαρύνεται με την ευθύνη της επαλήθευσης των πληροφοριών που παρέχει ο ταξιδιωτικός πράκτορας, τούτο θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ο οποίος καθορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού. |
49 |
Πράγματι, σκοπός του κανονισμού 261/2004 είναι να αναλάβει ο αερομεταφορέας τον κίνδυνο να παράσχουν οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους, ανακριβείς πληροφορίες στους επιβάτες. Στο πλαίσιο αυτό, ο επιβάτης δεν συμμετέχει στη σχέση μεταξύ του αερομεταφορέα και του ταξιδιωτικού πράκτορα και δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από αυτόν να αποκτά σχετικές πληροφορίες. |
50 |
Από τις τελευταίες αυτές σκέψεις προκύπτει επίσης ότι το γεγονός ότι ο ταξιδιωτικός πράκτορας δεν έλαβε επιβεβαίωση από τον οικείο αερομεταφορέα σχετικά με τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης δεν είναι ικανό να επηρεάσει την εκτίμηση στην οποία, όπως εκτίθεται στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο. |
51 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑188/20 και C-196/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι ο επιβάτης έχει «επιβεβαιωμένη κράτηση», κατά τη διάταξη αυτή, όταν ο ταξιδιωτικός πράκτορας παρέχει στον εν λόγω επιβάτη, με τον οποίο συνδέεται συμβατικώς, «άλλο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού, το οποίο αποτελεί υπόσχεση για μεταφορά του με πτήση που καθορίζεται επακριβώς, με αναφορά του τόπου αναχώρησης και άφιξης, της ώρας αναχώρησης και άφιξης καθώς και του αριθμού πτήσης, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση που ο ταξιδιωτικός πράκτορας δεν έχει λάβει επιβεβαίωση από τον οικείο αερομεταφορέα σχετικά με τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης. |
Επί των δεύτερων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C-188/20 και C‑196/20
52 |
Με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-196/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι ένας αερομεταφορέας μπορεί να χαρακτηριστεί, σε σχέση με έναν επιβάτη, ως «πραγματικός αερομεταφορέας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν ο επιβάτης έχει συνάψει σύμβαση με ταξιδιωτικό πράκτορα για συγκεκριμένη πτήση εκτελούμενη από τον εν λόγω αερομεταφορέα χωρίς ο τελευταίος να έχει επιβεβαιώσει τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης ή χωρίς ο ταξιδιωτικός πράκτορας να έχει πραγματοποιήσει, για τον επιβάτη, κράτηση θέσης στον αερομεταφορέα. |
53 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, ως «πραγματικός αερομεταφορέας» νοείται ο αερομεταφορέας που πραγματοποιεί ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει πτήση όχι μόνον κατόπιν σύμβασης με επιβάτη, αλλά επίσης για λογαριασμό άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει σύμβαση με τον επιβάτη. |
54 |
Ο ορισμός αυτός θέτει, συνεπώς, δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς ώστε ένας αερομεταφορέας να μπορεί να χαρακτηριστεί «πραγματικός αερομεταφορέας», οι οποίες αφορούν, αφενός, τη διεξαγωγή της επίμαχης πτήσης και, αφετέρου, την ύπαρξη σύμβασης συναφθείσας με επιβάτη (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Wirth κ.λπ., C‑532/17, EU:C:2018:527, σκέψη 18). |
55 |
Η πρώτη προϋπόθεση δίνει έμφαση στην έννοια της «πτήσης», η οποία αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω έννοια πρέπει να νοείται ως «η διενέργεια αερομεταφοράς, αποτελούσα, τρόπον τινά, μία “μονάδα” της μεταφοράς αυτής, εκτελούμενη από έναν αερομεταφορέα ο οποίος και ορίζει το δρομολόγιό της» (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Wirth κ.λπ., C‑532/17, EU:C:2018:527, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
56 |
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ως πραγματικός αερομεταφορέας πρέπει να νοείται ο αερομεταφορέας ο οποίος, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του μεταφοράς επιβατών, λαμβάνει την απόφαση να διεξαγάγει συγκεκριμένη πτήση, καθορίζοντας και το δρομολόγιο, και να δημιουργήσει με τον τρόπο αυτόν προσφορά αερομεταφοράς για τους ενδιαφερομένους. Πράγματι, η λήψη μιας τέτοιας απόφασης συνεπάγεται ότι ο μεταφορέας αυτός φέρει την ευθύνη διεξαγωγής της ανωτέρω πτήσης, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της τυχόν ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησής της (απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Wirth κ.λπ., C-532/17, EU:C:2018:527, σκέψη 20). |
57 |
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στις επίμαχες στις υποθέσεις C-188/20 και C-196/20 καταστάσεις, η μόνη τροποποίηση στην οποία προέβη ο αερομεταφορέας σε σχέση με τη δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι που παρασχέθηκε στους επιβάτες των υποθέσεων αυτών αφορούσε τις ώρες αναχώρησης και άφιξης των πτήσεων. |
58 |
Όπως επισήμανε, όμως, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, το γεγονός και μόνον ότι η κράτηση που πραγματοποιεί ο επιβάτης στον ταξιδιωτικό πράκτορα περιλαμβάνει ώρες αναχώρησης και άφιξης πτήσεων οι οποίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τον αερομεταφορέα στο πλαίσιο της εσωτερικής κράτησης μεταξύ του αερομεταφορέα και του ταξιδιωτικού πράκτορα δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004. |
59 |
Πράγματι, ο αερομεταφορέας ο οποίος έχει δημιουργήσει προσφορά αεροπορικής μεταφοράς που αντιστοιχεί σε εκείνη την οποία παρουσιάζει ο ταξιδιωτικός πράκτορας στο πλαίσιο της σχέσης του με τον επιβάτη, ακόμη και αν ενδέχεται να γίνουν αλλαγές σε σχέση με την προσφορά αυτή, πρέπει να θεωρηθεί ότι σκοπεύει να πραγματοποιήσει πτήση, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004. |
60 |
Μια τέτοια ερμηνεία ενισχύεται από τον σκοπό διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ο οποίος παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 261/2004, καθόσον η λύση αυτή εξασφαλίζει ότι οι μεταφερόμενοι επιβάτες θα αποζημιωθούν ή ότι τα έξοδά τους θα καλυφθούν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι διακανονισμοί στους οποίους προέβη ο αερομεταφορέας που αποφάσισε να διεξαγάγει την επίμαχη πτήση σε ώρα διαφορετική από την αρχικώς προγραμματισθείσα προκειμένου να διασφαλίσει την εκτέλεση της πτήσης στην πράξη (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουλίου 2018, Wirth κ.λπ., C-532/17, EU:C:2018:527, σκέψη 23). |
61 |
Διευκρινίζεται επίσης ότι, σε περίπτωση που ο πραγματικός αερομεταφορέας υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στους επιβάτες βάσει του κανονισμού 261/2004 λόγω της συμπεριφοράς του ταξιδιωτικού πράκτορα, ο αερομεταφορέας αυτός έχει τη δυνατότητα να αξιώσει αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας από τον ταξιδιωτικό πράκτορα σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Krijgsman, C-302/16, EU:C:2017:359, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
62 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στα δεύτερα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑188/20 και C-196/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι ένας αερομεταφορέας μπορεί να χαρακτηριστεί, σε σχέση με έναν επιβάτη, ως «πραγματικός αερομεταφορέας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν ο επιβάτης έχει συνάψει σύμβαση με ταξιδιωτικό πράκτορα για συγκεκριμένη πτήση εκτελούμενη από τον εν λόγω αερομεταφορέα χωρίς ο τελευταίος να έχει επιβεβαιώσει τις ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης ή χωρίς ο ταξιδιωτικός πράκτορας να έχει πραγματοποιήσει, για τον επιβάτη, κράτηση θέσης στον αερομεταφορέα. |
Επί των τρίτων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C-188/20 και C‑196/20
63 |
Με το τρίτο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το τρίτο ερώτημά του στην υπόθεση C-196/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι η προγραμματισμένη ώρα άφιξης μιας πτήσης, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να προκύπτει, για τους σκοπούς της αποζημίωσης που οφείλεται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού, από «άλλο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού, το οποίο παρέσχε ο ταξιδιωτικός πράκτορας στον επιβάτη ή αν είναι αναγκαίο η ώρα αυτή να αναγράφεται σε «εισιτήριο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. |
64 |
Επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004, στα οποία μνημονεύεται, κατ’ ουσίαν, ο όρος «προγραμματισμένη ώρα άφιξης», αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ενδέχεται να οφείλεται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού. Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της «προγραμματισμένης ώρας άφιξης». |
65 |
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται, στις επίμαχες στις υποθέσεις C‑188/20 και C‑196/20 καταστάσεις, ότι οι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών είχαν στη διάθεσή τους ένα μόνον έγγραφο, καλούμενο «δήλωση συμμετοχής σε ταξίδι», χωρίς να κατέχουν έγγραφο δυνάμενο να χαρακτηριστεί ως «εισιτήριο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. |
66 |
Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης των πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C‑188/20 και C‑196/20, οι επιβάτες είναι δυνατόν να έχουν κράτηση εφόσον διαθέτουν όχι μόνον εισιτήριο, αλλά και «άλλο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, σε περίπτωση που το έγγραφο το οποίο παρασχέθηκε στους επιβάτες των ως άνω υποθέσεων συνιστά «άλλο στοιχείο», πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επιβάτες αυτοί είχαν «κράτηση», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η οποία προσδιόριζε τις ώρες αναχώρησης και άφιξης των πτήσεων. Επομένως, μπορούσαν ευλόγως να θεωρήσουν ότι, εφόσον δεν είχαν ενημερωθεί για τυχόν τροποποιήσεις εκ μέρους του ταξιδιωτικού πράκτορα ή του αερομεταφορέα, οι ώρες που προσδιορίζονταν στην κράτηση αυτή συνιστούσαν τις προγραμματισμένες ώρες αναχώρησης και άφιξης, κατά την έννοια των διατάξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 64 της παρούσας απόφασης. |
67 |
Επιπλέον, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Folkerts (C-11/11, EU:C:2013:106), δεν αναιρεί την ερμηνεία κατά την οποία η προγραμματισμένη ώρα άφιξης μιας πτήσης μπορεί να προκύπτει από «άλλο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 261/2004. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τις περιστάσεις των υποθέσεων C‑188/20 και C‑196/20, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, δεν παρενέβη ταξιδιωτικός πράκτορας και ο επιβάτης διέθετε «εισιτήριο» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στʹ, του κανονισμού. |
68 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στα τρίτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑188/20 και C-196/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, καθώς και το άρθρο 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι η προγραμματισμένη ώρα άφιξης μιας πτήσης, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να προκύπτει, για τους σκοπούς της αποζημίωσης που οφείλεται βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού, από «άλλο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού, το οποίο παρέσχε ο ταξιδιωτικός πράκτορας στον επιβάτη. |
Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/20 και του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-146/20
69 |
Με το τέταρτο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το οποίο είναι παρόμοιο με το πρώτο ερώτημά του στην υπόθεση C-146/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι μια πτήση θεωρείται ως «ματαιωθείσα» όταν ο πραγματικός αερομεταφορέας μεταθέτει νωρίτερα, κατά περισσότερο από μία ώρα, την αναχώρησή της. |
70 |
Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού, ως «ματαίωση» νοείται «η μη διενέργεια προηγουμένως προγραμματισθείσας πτήσεως για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσεως». |
71 |
Η έννοια της «πτήσης» δεν ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό. Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας απόφασης, η πτήση συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στη «διενέργεια αερομεταφοράς, αποτελούσα, τρόπον τινά, μία “μονάδα” της μεταφοράς αυτής, εκτελούμενη από έναν αερομεταφορέα ο οποίος και ορίζει το δρομολόγιό της». |
72 |
Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, αφενός, ότι το δρομολόγιο συνιστά βασικό στοιχείο της πτήσης, η οποία διενεργείται βάσει προγραμματισμού που έχει εκ των προτέρων καθοριστεί από τον αερομεταφορέα (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C-402/07 και C-432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 30). |
73 |
Αφετέρου, ουδόλως προκύπτει από τον ορισμό του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, του κανονισμού 261/2004 ότι, πέραν του ότι η αρχικώς προβλεπόμενη πτήση δεν εκτελέστηκε, για τη «ματαίωση» της πτήσης αυτής, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, απαιτείται έκδοση ρητής απόφασης περί της ματαίωσής της (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Sousa Rodríguez κ.λπ., C-83/10, EU:C:2011:652, σκέψη 29). |
74 |
Βεβαίως, το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού δεν διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται μια μετάθεση πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γράμμα της, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. |
75 |
Συναφώς, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός αυτός αναφέρεται σε περιπτώσεις μετάθεσης πτήσης σε προγενέστερο του προγραμματισμένου χρόνο στο πλαίσιο της μεταφοράς με άλλη πτήση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία ii και iii, του κανονισμού. Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας οφείλει να αποζημιώσει τον επιβάτη του οποίου η πτήση ματαιώθηκε, εκτός αν ο εν λόγω αερομεταφορέας τον ενημερώσει για τη ματαίωση εντός των χρονικών διαστημάτων που καθορίζονται στη διάταξη αυτή και προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση, η οποία παρέχει στον επιβάτη τη δυνατότητα να φύγει όχι περισσότερο από μία έως δύο ώρες, ανάλογα με την περίπτωση, νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, καθώς και να φθάσει στον τελικό του προορισμό λιγότερο από τέσσερις ή δύο ώρες, ανάλογα με την περίπτωση, μετά την αρχικώς προγραμματισμένη ώρα άφιξης. |
76 |
Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης αναγνώρισε ότι η σημαντική μετάθεση πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρή ταλαιπωρία στους επιβάτες, όπως και η καθυστέρηση πτήσης, δεδομένου ότι μια τέτοια χρονική μετάθεση έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται οι επιβάτες της δυνατότητας να διαθέτουν ελεύθερα τον χρόνο τους καθώς και να οργανώνουν το ταξίδι τους ή τη διαμονή τους ανάλογα με τις προσδοκίες τους. |
77 |
Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν ένας επιβάτης, ενώ έχει λάβει όλα τα απαιτούμενα προληπτικά μέτρα, δεν είναι σε θέση να επιβιβαστεί στο αεροσκάφος λόγω της μετάθεσης, σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, της πτήσης για την οποία έκανε κράτηση. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης αναγκάζεται να προσαρμοστεί, κάνοντας σημαντικές αλλαγές, στη νέα ώρα αναχώρησης της πτήσης του προκειμένου να μπορέσει να επιβιβαστεί σε αυτήν. |
78 |
Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο κύριος σκοπός τον οποίο επιδιώκει ο κανονισμός 261/2004 είναι, όπως προκύπτει ιδίως από την αιτιολογική του σκέψη 1, η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, van der Lans, C-257/14, EU:C:2015:618, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
79 |
Το Δικαστήριο έχει κρίνει επομένως ότι, σύμφωνα με τον σκοπό αυτό, οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως (απόφαση της 22ας Απριλίου 2021, Austrian Airlines, C-826/19, EU:C:2021:318, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
80 |
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι ο κανονισμός 261/2004 αποσκοπεί στην αποκατάσταση, με τυποποιημένο και άμεσο τρόπο, των διαφόρων ζημιών από τη σοβαρή ταλαιπωρία κατά την αεροπορική μεταφορά επιβατών (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Delfly, C-356/19, EU:C:2020:633, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και λαμβανομένης υπόψη της σοβαρής ταλαιπωρίας που ενδέχεται να προκληθεί στους επιβάτες υπό περιστάσεις όπως αυτές που διαλαμβάνονται στη σκέψη 76 της παρούσας απόφασης, ο όρος «ματαίωση» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει την περίπτωση της σημαντικής μετάθεσης της αναχώρησης μιας πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου. |
81 |
Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των καταστάσεων στις οποίες η μετάθεση σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου δεν έχει καμία επίπτωση ή έχει αμελητέα επίπτωση στη δυνατότητα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών να διαθέτουν ελεύθερα τον χρόνο τους και των καταστάσεων που προκαλούν σοβαρή ταλαιπωρία λόγω της σημαντικής μετάθεσης της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, όπως η ταλαιπωρία αυτή περιγράφεται στις σκέψεις 76 και 77 της παρούσας απόφασης. |
82 |
Προκειμένου να γίνει διάκριση μεταξύ σημαντικής και αμελητέας μετάθεσης μιας πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία ii και iii, του κανονισμού 261/2004. |
83 |
Υπογραμμίζεται ότι η περίπτωση της μετάθεσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου διαφέρει από την περίπτωση της καθυστέρησης, ως προς την οποία το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι οι επιβάτες αποκτούν δικαίωμα αποζημίωσης όταν υφίστανται απώλεια χρόνου η οποία είναι ίση ή ανώτερη των τριών ωρών σε σχέση με τη διάρκεια που είχε αρχικώς προγραμματιστεί από τον μεταφορέα (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C-402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 57), δεδομένου ότι οι επιβάτες πρέπει να κινηθούν γρήγορα προκειμένου να είναι σε θέση να επιβιβαστούν στο αεροσκάφος λόγω της μετάθεσης, σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, της πτήσης για την οποία έχουν κάνει κράτηση. Η διαφορά αυτή προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο iii, του κανονισμού 261/2004, δέχεται καθυστερήσεις μικρότερες των δύο ωρών, ενώ οι μεταθέσεις σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου δεν μπορούν να υπερβαίνουν τη μία ώρα. |
84 |
Από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο iii, του κανονισμού προκύπτει ότι κάθε μετάθεση σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου η οποία δεν υπερβαίνει τη μία ώρα ενδέχεται να απαλλάξει τον πραγματικό αερομεταφορέα από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον επιβάτη βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το αν μια μετάθεση σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου υπερβαίνει ή δεν υπερβαίνει τη μία ώρα αποτελεί το σημείο αναφοράς προκειμένου να κριθεί αν η χρονική αυτή μετάθεση είναι σημαντική ή αμελητέα για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 5 του κανονισμού. |
85 |
Η ως άνω ερμηνεία συνάδει προς τη στάθμιση των συμφερόντων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών με εκείνα των πραγματικών αερομεταφορέων στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης της Ένωσης με την έκδοση του κανονισμού 261/2004 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2012, Nelson κ.λπ., C-581/10 και C-629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
86 |
Πράγματι, με την ερμηνεία αυτή, ενώ παρέχεται στους επιβάτες η δυνατότητα να αποζημιωθούν για σοβαρή ταλαιπωρία σε περίπτωση σημαντικής μετάθεσης της πτήσης σε προγενέστερο του προγραμματισμένου χρόνο, οι πραγματικοί αερομεταφορείς απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης όταν ενημερώνουν τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τη μετάθεση της πτήσης σε προγενέστερο του προγραμματισμένου χρόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημεία i έως iii, του κανονισμού. |
87 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑188/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-146/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι μια πτήση θεωρείται ως «ματαιωθείσα» όταν ο πραγματικός αερομεταφορέας μεταθέτει νωρίτερα, κατά περισσότερο από μία ώρα, την αναχώρησή της. |
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/20 και του μοναδικού προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-270/20
88 |
Με το πέμπτο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20 και με το μοναδικό ερώτημά του στην υπόθεση C-270/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) και το Landesgericht Korneuburg (πρωτοδικείο Korneuburg) ζητούν αντιστοίχως, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία η ώρα άφιξης μιας πτήσης που έχει μετατεθεί σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου βρίσκεται εντός των ορίων που προβλέπει η διάταξη αυτή. |
89 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του ως άνω κανονισμού προβλέπει ότι, όταν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού, προσφέρεται σε επιβάτη μεταφορά στον τελικό του προορισμό με άλλη πτήση της οποίας η ώρα άφιξης δεν υπερβαίνει την προγραμματισμένη ώρα άφιξης της πτήσης για την οποία είχε αρχικά κρατηθεί θέση κατά δύο έως τέσσερις ώρες ανάλογα με την απόσταση της πτήσης, ο πραγματικός αερομεταφορέας έχει δικαίωμα να μειώσει κατά 50 % την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου 7. |
90 |
Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 105 των προτάσεών του, από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 προκύπτει ρητώς ότι το δικαίωμα μείωσης του ποσού της αποζημίωσης αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο πραγματικός αερομεταφορέας προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση περιορίζουσα την καθυστέρηση στον τελικό προορισμό. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή ουδόλως αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης, λόγω μετάθεσης της πτήσης του σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, φθάνει στον τελικό προορισμό πριν από την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα άφιξης. |
91 |
Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, στο πλαίσιο της προσφοράς μεταφοράς με άλλη πτήση που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 261/2004, έλαβε υπόψη τόσο την περίπτωση μετάθεσης της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου όσο και την περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης. Ωστόσο, έχοντας επίγνωση της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τη μετάθεση της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, ο νομοθέτης αυτός δεν έκρινε ότι η μεταφορά με άλλη πτήση η οποία προσφέρεται από τον πραγματικό αερομεταφορέα, και η οποία καθιστά δυνατό τον περιορισμό του εύρους των επιζήμιων συνεπειών της πρόωρης αναχώρησης, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσού της αποζημίωσης. |
92 |
Εάν παρεχόταν τέτοια δυνατότητα σε πραγματικό αερομεταφορέα ο οποίος προσφέρει μεταφορά με άλλη πτήση συνεπαγόμενη πρόωρη άφιξη, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέπεται συστηματικά η μείωση του ποσού της αποζημίωσης όταν ο αερομεταφορέας αυτός προβαίνει σε σημαντική μετάθεση της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου. |
93 |
Όπως, όμως, επισημάνθηκε στο πλαίσιο του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/20 και του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-146/20, η σημαντική μετάθεση μιας πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου προκαλεί σοβαρή ταλαιπωρία που δικαιολογεί την παροχή αποζημίωσης. Εάν έπρεπε πάντοτε να γίνεται δεκτή η δυνατότητα μείωσης του ποσού της αποζημίωσης σε μια τέτοια περίπτωση, για τον λόγο και μόνον ότι ο επιβάτης δεν φθάνει με καθυστέρηση στον τελικό προορισμό του και, επομένως, βρίσκεται εντός των ορίων που θέτει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004, τούτο θα ερχόταν σε αντίθεση με τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό αυτόν σκοπό ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των επιβατών που υφίστανται σοβαρή ταλαιπωρία. |
94 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑188/20 και στο μοναδικό προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-270/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η ώρα άφιξης μιας πτήσης που έχει μετατεθεί σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου βρίσκεται εντός των ορίων που προβλέπει η διάταξη αυτή. |
Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/20 και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-146/20
95 |
Με το έκτο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το οποίο είναι παρόμοιο με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-146/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι η ενημέρωση σχετικά με τη μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, η οποία παρέχεται στον επιβάτη πριν από την έναρξη του ταξιδιού, μπορεί να συνιστά «προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση», κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης. |
96 |
Συναφώς, από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας πρέπει να προσφέρει στους επιβάτες που επηρεάζονται από τη ματαίωση πτήσης μεταφορά με άλλη πτήση, υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, στον τελικό τους προορισμό, το νωρίτερο δυνατόν. |
97 |
Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η μετάθεση της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, όπως αυτή που πραγματοποιήθηκε στις περιπτώσεις των υποθέσεων C-188/20 και C-146/20, μπορεί να συνιστά μεταφορά με άλλη πτήση «υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού, εφόσον έχουν τροποποιηθεί μόνον οι ώρες αναχώρησης και άφιξης της πτήσης. |
98 |
Επιπλέον, μια προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση της οποίας η ώρα αναχώρησης μετατίθεται νωρίτερα σε σχέση με την ώρα αναχώρησης της ματαιωθείσας πτήσης μπορεί να συνιστά μεταφορά με άλλη πτήση πραγματοποιούμενη «το νωρίτερο δυνατόν», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004, εφόσον η προσφορά αυτή παρέχει στον επιβάτη τη δυνατότητα να φθάσει στον τελικό του προορισμό όσο το δυνατόν ταχύτερα. |
99 |
Πρέπει να προστεθεί ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας οφείλει να προτείνει στον επιβάτη του οποίου η πτήση ματαιώθηκε τις διάφορες επιλογές που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Rusu, C-354/18, EU:C:2019:637, σκέψη 58). |
100 |
Επομένως, προκειμένου ο επιβάτης να είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του σε περίπτωση ματαίωσης, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού, εναπόκειται στον πραγματικό αερομεταφορέα να του παράσχει πλήρη ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. |
101 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-188/20 και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-146/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 261/2004 έχουν την έννοια ότι η ενημέρωση σχετικά με τη μετάθεση της αναχώρησης της πτήσης σε χρόνο προγενέστερο του προγραμματισμένου, η οποία παρέχεται στον επιβάτη πριν από την έναρξη του ταξιδιού, μπορεί να συνιστά «προσφορά μεταφοράς με άλλη πτήση», κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης. |
Επί του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-188/20
102 |
Με το έβδομο ερώτημά του στην υπόθεση C-188/20, το Landgericht Düsseldorf (πρωτοδικείο Ντίσελντορφ) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον πραγματικό αερομεταφορέα την υποχρέωση να ενημερώσει τον επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς για την ακριβή επωνυμία και τη διεύθυνση της επιχείρησης από την οποία αυτός μπορεί να αξιώσει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού καθώς και για το ακριβές ποσό της εν λόγω αποζημίωσης και, κατά περίπτωση, να προσδιορίσει τα έγγραφα που ο επιβάτης πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του για αποζημίωση. |
103 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού, ο πραγματικός αερομεταφορέας που αρνείται την επιβίβαση ή ματαιώνει μια πτήση οφείλει να παράσχει σε κάθε θιγόμενο επιβάτη γραπτή γνωστοποίηση με τους κανόνες αποζημίωσης και παροχής βοήθειας σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Κατά τη διάταξη αυτή, ο πραγματικός αερομεταφορέας παρέχει επίσης την ίδια γνωστοποίηση σε κάθε επιβάτη που έχει υποστεί τουλάχιστον δίωρη καθυστέρηση. |
104 |
Η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού 261/2004, από την οποία προκύπτει ότι οι επιβάτες θα πρέπει να ενημερώνονται πλήρως για τα δικαιώματά τους σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, ματαίωσης πτήσης, ώστε να είναι σε θέση να τα ασκούν αποτελεσματικά. |
105 |
Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον ως άνω κανονισμό προϋποθέτει ότι παρέχεται στον επιβάτη η δυνατότητα να απευθυνθεί λυσιτελώς στην επιχείρηση από την οποία αυτός μπορεί να αξιώσει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού, οπότε ο επιβάτης πρέπει, προς τούτο, να έχει στη διάθεσή του την ακριβή επωνυμία και τη διεύθυνση της εν λόγω επιχείρησης. |
106 |
Επιπλέον, η ενημέρωση σχετικά με τους κανόνες αποζημίωσης την οποία οφείλει να παρέχει ο πραγματικός αερομεταφορέας, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004, συνεπάγεται ότι ο επιβάτης ενημερώνεται επίσης για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσει προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του. Συναφώς, ο πραγματικός αερομεταφορέας οφείλει να ενημερώσει τον επιβάτη για τα έγγραφα τα οποία πρέπει να επισυνάψει, κατά περίπτωση, στην αίτησή του για αποζημίωση. |
107 |
Αντιθέτως, ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν υποχρεούται να ενημερώσει τον επιβάτη για το ακριβές ποσό της αποζημίωσης που ο τελευταίος μπορεί ενδεχομένως να λάβει δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού. Πράγματι, μια τέτοια ενημέρωση δεν αφορά τους «κανόνες αποζημίωσης και παροχής βοήθειας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού, αλλά την εφαρμογή τους σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. |
108 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑188/20 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον πραγματικό αερομεταφορέα την υποχρέωση να ενημερώσει τον επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς για την ακριβή επωνυμία και τη διεύθυνση της επιχείρησης από την οποία αυτός μπορεί να αξιώσει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού καθώς και, κατά περίπτωση, να προσδιορίσει τα έγγραφα που πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του για αποζημίωση, χωρίς ωστόσο να επιβάλλει στον εν λόγω αερομεταφορέα την υποχρέωση να ενημερώσει τον επιβάτη αεροπορικής μεταφοράς για το ακριβές ποσό της αποζημίωσης που ο τελευταίος μπορεί ενδεχομένως να λάβει δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού. |
Επί των δικαστικών εξόδων
109 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
|
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.