Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0047

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2021.
    F. κατά Stadt Karlsruhe.
    Αίτηση του Bundesverwaltungsgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Άδεια οδήγησης – Αφαίρεση της άδειας οδήγησης εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που την εξέδωσε – Ανανέωση της άδειας οδήγησης από το κράτος μέλος που την εξέδωσε, μετά την απόφαση για την αφαίρεσή της – Αμοιβαία αναγνώριση που δεν χωρεί αυτομάτως.
    Υπόθεση C-47/20.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:332

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 29ης Απριλίου 2021 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Μεταφορές – Άδεια οδήγησης – Αφαίρεση της άδειας οδήγησης εντός κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που την εξέδωσε – Ανανέωση της άδειας οδήγησης από το κράτος μέλος που την εξέδωσε, μετά την απόφαση για την αφαίρεσή της – Αμοιβαία αναγνώριση που δεν χωρεί αυτομάτως»

    Στην υπόθεση C‑47/20,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 TFUE, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

    F.

    κατά

    Stadt Karlsruhe,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο F., εκπροσωπούμενος από τον W. Säftel, Rechtsanwalt,

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Jiménez García,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Mölls και την N. Yerrell,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 1, του άρθρου 7, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 2006, L 403, σ. 18).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του F., Γερμανού υπηκόου, κατόχου άδειας οδήγησης εκδοθείσας στην Ισπανία, και του Stadt Karlsruhe (Δήμου Καρλσρούης, Γερμανία), με αντικείμενο απόφαση των αρμόδιων γερμανικών αρχών με την οποία οι αρχές αυτές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν στον F. το δικαίωμα να χρησιμοποιεί στη γερμανική επικράτεια την άδεια οδήγησης που κατείχε.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2006/126 έχει ως εξής:

    «Οι κανόνες σχετικά με την άδεια οδήγησης αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της κοινής πολιτικής μεταφορών, συμβάλλουν στη βελτίωση της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας και διευκολύνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που χορήγησε την άδεια. Λόγω της σημασίας των ατομικών μέσων μεταφοράς, η κατοχή άδειας οδήγησης που αναγνωρίζεται νόμιμα από το κράτος υποδοχής προωθεί την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. […]»

    4

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν».

    5

    Το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «1.   Η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους:

    α)

    έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των Παραρτημάτων II και ΙΙΙ·

    […]

    ε)

    διαμένουν κανονικά στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης ή μπορούν να αποδείξουν ότι ακολουθούν εκεί σπουδές επί διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.

    2.   

    α)

    Από την 19 Ιανουαρίου 2013, οι άδειες που εκδίδονται από τα κράτη μέλη για τις κατηγορίες ΑΜ, Α1, Α2, Α, Β, Β1 και ΒΕ έχουν 10ετή διοικητική ισχύ.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να εκδίδουν τις άδειες αυτές για διάρκεια διοικητικής ισχύος έως δεκαπέντε ετών.

    […]

    3.   Η ανανέωση της άδειας οδήγησης τη στιγμή της λήξης της διοικητικής της ισχύος υπόκειται στα ακόλουθα:

    α)

    σε συνεχή εκπλήρωση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ για τις άδειες οδήγησης των κατηγοριών C, CΕ, C1, C1Ε, D, DΕ, D1, D1Ε· και

    β)

    κανονική διαμονή στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης, ή απόδειξη σπουδαστικής ιδιότητας επί έξι τουλάχιστον μήνες στο κράτος μέλος αυτό.

    Κατά την ανανέωση άδειας οδήγησης των κατηγοριών ΑΜ, Α, Α1, Α2, Β, Β1 και ΒΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν έλεγχο των ελάχιστων απαιτήσεων για τη σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

    […]

    5.   […]

    Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, τα κράτη μέλη που εκδίδουν άδεια ασκούν τη δέουσα επιμέλεια για να εξασφαλίσουν ότι ένα άτομο πληροί τις προδιαγραφές που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και εφαρμόζει τις εθνικές του διατάξεις περί ακύρωσης ή αφαίρεσης του δικαιώματος οδήγησης, εάν αποδειχθεί ότι μια άδεια έχει εκδοθεί χωρίς να πληρούνται οι προδιαγραφές.»

    6

    Το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/126 έχει ως εξής:

    «1.   Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως, της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει και η οποία έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος, έχει πλέον την κανονική του διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει την ανταλλαγή της άδειάς του με νέα ισοδύναμη. Το κράτος μέλος που ανταλλάσσει την άδεια ελέγχει την κατηγορία για την οποία όντως ισχύει η υποβαλλόμενη άδεια.

    […]

    4.   Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ οποιασδήποτε άδειας οδήγησης έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος και έχει χορηγηθεί σε έναν υποψήφιο η άδεια οδήγησης του οποίου υπόκειται σε περιορισμούς, έχει ανασταλεί ή ανακληθεί στο πρώτο κράτος μέλος.

    Ένα κράτος μέλος αρνείται να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα της παραγράφου 2, την ισχύ άδειας οδήγησης που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.

    Ένα κράτος μέλος μπορεί επίσης να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια οδήγησης σε υποψήφιο, η άδεια του οποίου έχει ακυρωθεί σε άλλο κράτος μέλος.

    5.   Η αντικατάσταση μιας άδειας οδήγησης, ιδίως λόγω απώλειας ή κλοπής, μπορεί να γίνει μόνον από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου ο κάτοχος της άδειας έχει τη συνήθη διαμονή του. Οι αρχές αυτές αντικαθιστούν την άδεια με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν ή, ενδεχομένως, με βάση βεβαίωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους που είχε εκδώσει την αρχική άδεια.

    […]»

    7

    Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

    «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ως “συνήθης διαμονή” νοείται ο τόπος στον οποίο ένα πρόσωπο διαμένει συνήθως, δηλαδή επί 185 τουλάχιστον ημέρες ανά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών δεσμών, ή, όταν πρόκειται για άτομο χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, που συνεπάγονται στενή σχέση του με τον τόπο όπου κατοικεί.»

    Το γερμανικό δίκαιο

    8

    Το άρθρο 13 της Verordnung über die Zulassung von Personen zum Straßenverkehr – Fahrerlaubnis-Verordnung (κανονιστικής αποφάσεως περί αδειών οδήγησης), της 13ης Δεκεμβρίου 2010 (BGBl. 2010 I, σ. 1980), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την κύρια δίκη χρόνο (στο εξής: FeV), ορίζει τα εξής:

    «Προκειμένου να εκδώσει απόφαση για τη χορήγηση ή παράταση της ισχύος άδειας οδήγησης ή την επιβολή περιορισμών ή όρων, η αρμόδια αρχή διατάσσει

    […]

    2.   την προσκόμιση ιατρο-ψυχολογικής γνωμάτευσης, όταν

    […]

    γ)

    σε οδηγό οχήματος το οποίο κυκλοφορεί στο δημόσιο οδικό δίκτυο διαπιστώνεται ποσοστό αλκοολαιμίας τουλάχιστον 1,6 g τοις χιλίοις ή συγκέντρωση οινοπνεύματος τουλάχιστον 0,8 mg ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα,

    […]».

    9

    Το άρθρο 29 της FeV ορίζει τα εξής:

    «(1)   Ο κάτοχος αλλοδαπής άδειας οδήγησης μπορεί, εντός των ορίων που επιτρέπει η άδειά του, να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα στην ημεδαπή, όταν δεν έχει εκεί τη συνήθη διαμονή του κατά την έννοια του άρθρου 7. […]

    […]

    (3)   Το κατά την παράγραφο 1 δικαίωμα οδήγησης δεν ισχύει για τους κατόχους αλλοδαπής άδειας οδήγησης,

    […]

    3.

    των οποίων το δικαίωμα οδήγησης αφαιρέθηκε στη Γερμανία με προσωρινή ή τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με άμεσα εκτελεστή ή απρόσβλητη διοικητική απόφαση ή ως προς τους οποίους υπάρχει απρόσβλητη διοικητική απόφαση περί μη αναγνωρίσεως του δικαιώματος οδήγησης ή των οποίων το δικαίωμα οδήγησης δεν έχει αφαιρεθεί για τον μοναδικό λόγο ότι εν τω μεταξύ είχαν παραιτηθεί από αυτό.

    […]

    […] Η πρώτη περίοδος, σημεία 3 και 4, [της παραγράφου 3] έχει εφαρμογή στις άδειες οδήγησης της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] μόνον αν τα μέτρα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές έχουν καταχωριστεί στο μητρώο ικανότητας οδήγησης και δεν έχουν διαγραφεί δυνάμει του άρθρου 29 [του Straßenverkehrsgesetz (νόμου περί οδικής κυκλοφορίας, στο εξής: StVG)].

    (4)   Κατόπιν μιας εκ των αποφάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, σημεία 3 και 4, το δικαίωμα χρήσεως αλλοδαπής άδειας οδήγησης στην ημεδαπή επαναχορηγείται, κατόπιν αιτήσεως, εφόσον δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι αφαιρέσεως αυτής.»

    10

    Το άρθρο 3, παράγραφος 6, του StVG ορίζει τα εξής:

    «Οι κανόνες που ισχύουν για τη χορήγηση νέας άδειας οδήγησης μετά την αφαίρεσή της ή την παραίτηση από αυτήν εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν ως προς τη χορήγηση δικαιώματος για την εκ νέου χρήση αλλοδαπής άδειας οδήγησης στην ημεδαπή σε πρόσωπα τα οποία έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην αλλοδαπή, όταν το εν λόγω δικαίωμα τους είχε αφαιρεθεί ή είχαν παραιτηθεί από αυτό.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    11

    Ο F. είναι Γερμανός υπήκοος. Από το 1992 έχει έναν τόπο διαμονής στην Ισπανία και έναν άλλο τόπο διαμονής στην Καρλσρούη (Γερμανία). Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, ωστόσο, ότι ο τόπος διαμονής στην Καρλσρούη δεν αποτελεί τη συνήθη διαμονή του, κατά την έννοια του άρθρου 7 της FeV και του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126.

    12

    Ο F. είχε καταδικαστεί στη Γερμανία το 1987, το 1990, το 1995 και το 2000 για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. Ως εκ τούτου, το 1990 του αφαιρέθηκε η γερμανική άδεια οδήγησης. Στις 21 Οκτωβρίου 1992 απέκτησε άδεια οδήγησης στην Ισπανία, για τις κατηγορίες A και B μεταξύ άλλων.

    13

    Στις 12 Δεκεμβρίου 2008 ο F. κατελήφθη στη Γερμανία να οδηγεί σε κατάσταση μέθης και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή με εκτελεστή ποινική διαταγή της 20ής Ιανουαρίου 2009. Με την ίδια διαταγή, του αφαιρέθηκε, λόγω ανικανότητας προς οδήγηση, το δικαίωμα να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα στη Γερμανία με την ισπανική άδεια οδήγησης και του απαγορεύτηκε να ζητήσει την έκδοση νέας άδειας οδήγησης επί χρονικό διάστημα δεκατεσσάρων μηνών. Τέλος, του αφαιρέθηκε η άδεια οδήγησης που είχε εκδοθεί στις 22 Οκτωβρίου 2007 στην Ισπανία, η οποία διαβιβάστηκε στις αρμόδιες ισπανικές αρχές. Στη συνέχεια, οι ισπανικές αρχές επέστρεψαν σύντομα το εν λόγω έγγραφο στον F.

    14

    Πέραν αυτού, στις 23 Νοεμβρίου 2009, διαρκούντος δηλαδή του ως άνω δεκατετράμηνου χρονικού διαστήματος απαγόρευσης, οι ισπανικές αρχές χορήγησαν στον F. νέα άδεια οδήγησης, της οποίας η διάρκεια ισχύος αντιστοιχούσε στη διάρκεια ισχύος της αρχικής ισπανικής άδειας οδήγησης. Η συγκεκριμένη άδεια, η οποία ανανεώθηκε το 2012, το 2014 και το 2016, ισχύει πλέον μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 2021. Ως ημερομηνία έναρξης ισχύος αναγράφεται, σε όλα τα σχετικά έγγραφα που του χορηγήθηκαν, η 21η Οκτωβρίου 1992, ήτοι η ημερομηνία έκδοσης της αρχικής ισπανικής άδειας οδήγησης.

    15

    Στις 20 Ιανουαρίου 2014 ο F. κατέθεσε αίτηση στον Δήμο Καρλσρούης με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί η ισχύς της ισπανικής άδειας οδήγησης στη γερμανική επικράτεια. Η αίτησή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι στη Γερμανία τού είχε αφαιρεθεί η ισπανική άδεια λόγω οδήγησης σε κατάσταση μέθης, μέτρο το οποίο συνεπάγεται την οριστική αφαίρεση του δικαιώματός του να οδηγεί στη γερμανική επικράτεια έως ότου πιστοποιηθεί εκ νέου η ικανότητά του. Οι γερμανικές αρχές επισήμαναν ότι, κατά τη λήξη του χρονικού διαστήματος κατά τη διάρκεια του οποίου του απαγορεύτηκε να ζητήσει την έκδοση νέας άδειας, δεν είχε αποκτήσει στην Ισπανία νέα άδεια οδήγησης την ισχύ της οποίας όφειλαν να αναγνωρίσουν οι γερμανικές αρχές, αλλά του είχαν χορηγηθεί μόνον έγγραφα που αφορούσαν την ανανέωση της αρχικής του άδειας οδήγησης. Ο Δήμος Καρλσρούης έκρινε ότι ο F. ήταν υποχρεωμένος, βάσει του άρθρου13, πρώτο εδάφιο, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της FeV, να προσκομίσει ιατρο‑ψυχολογική γνωμάτευση προκειμένου να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ικανότητά του να οδηγεί. Δεδομένου ότι δεν προσκόμισε τέτοιου είδους γνωμάτευση, ο Δήμος Καρλσρούης έκρινε ότι ο F. μπορούσε να κριθεί ανίκανος προς οδήγηση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8, της FeV. Η διοικητική προσφυγή την οποία υπέβαλε ο F. κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους.

    16

    Ο F. άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

    17

    Κατά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο λόγος αποκλεισμού που προβλέπεται στην παράγραφο 3, πρώτη περίοδος, σημείο 3, του άρθρου 29, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, τρίτη περίοδος, του ίδιου άρθρου της FeV, δεν επιτρέπει τη χορήγηση δικαιώματος οδήγησης στην ημεδαπή βάσει του εν λόγω άρθρου.

    18

    Το ίδιο δικαστήριο έκρινε ότι οι γερμανικές αρχές είχαν αφαιρέσει οριστικώς το δικαίωμα οδήγησης του F., λόγω του ότι τον Δεκέμβριο του 2008 κατελήφθη να οδηγεί σε κατάσταση μέθης. Το εν λόγω μέτρο δεν έχει αρθεί και ισχύει και για την ισπανική άδεια οδήγησης του F., εξακολουθεί δε για τον λόγο αυτό να εμφανίζεται στο μητρώο ικανότητας οδήγησης. Σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 4, της FeV, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 6, του StVG, προκειμένου ο F. να αποκτήσει εκ νέου τη δυνατότητα χρήσης της ισπανικής άδειας οδήγησης στη Γερμανία, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αναγνώρισης της ισχύος της, ενώπιον της αρμόδιας για την έκδοση αδειών οδήγησης γερμανική αρχή.

    19

    Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ούτε το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 παρέχει στον F. το δικαίωμα να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα στη Γερμανία με την ισπανική άδεια οδήγησης. Το γεγονός, αφενός, ότι οι ισπανικές αρχές επέστρεψαν στον F. την αρχική του άδεια οδήγησης λίγο μετά την αφαίρεσή της από τις γερμανικές αρχές και το γεγονός, αφετέρου, ότι προέβησαν στις 23 Νοεμβρίου 2009 σε αντικατάστασή της δεν αποτελούν μέτρα που θεμελιώνουν υποχρέωση των αρχών κράτους μέλους να αναγνωρίσουν την ισχύ άδειας οδήγησης χορηγηθείσας από τις αρχές άλλου κράτους μέλους. Τα μέτρα αυτά ελήφθησαν από τις ισπανικές αρχές εντός του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο είχε απαγορευτεί στον F. να ζητήσει την έκδοση νέας άδειας, απαγόρευση η οποία του είχε επιβληθεί με γερμανική ποινική διαταγή της 20ής Ιανουαρίου 2009, χωρίς να προκύπτει σαφώς αν πριν από τη λήψη των μέτρων αυτών ελέγχθηκε η ικανότητά του να οδηγεί. Το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι οι ισπανικές αρχές δεν είχαν χορηγήσει στον F. νέα άδεια οδήγησης, αλλά είχαν ανανεώσει απλώς την αρχικώς εκδοθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2006/126, μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της άδειας αυτής.

    20

    Όπως, όμως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/126, η ανανέωση της άδειας οδήγησης εξαρτάται μόνον από την προϋπόθεση που αφορά τη διαμονή του κατόχου της. Επομένως, η ανανέωση έχει την ίδια φύση με την αντικατάσταση της άδειας οδήγησης κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, της οδηγίας, καθόσον αμφότερες οι διαδικασίες καταλήγουν στην έκδοση νέου δικαιολογητικού εγγράφου για την υφιστάμενη άδεια οδήγησης. Ένα κράτος μέλος το οποίο, όπως το Βασίλειο της Ισπανίας, έχει επιλέξει να θέσει ως προϋπόθεση για την περιοδική ανανέωση της άδειας οδήγησης τη διενέργεια ιατρικής εξέτασης δεν υποχρεούται να υποβάλλει, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις, κάθε κάτοχο άδειας οδήγησης σε ιατρική εξέταση προκειμένου να κριθεί κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται όλες τις προβλεπόμενες στο παράρτημα III της οδηγίας 2006/126 ελάχιστες απαιτήσεις υγείας. Οι ιατρικές εξετάσεις που συνδέονται με την ηλικία θα πρέπει να αφορούν, κατά κανόνα, μόνον την όραση, την ακοή και τα αντανακλαστικά, καθώς και πρόδηλες παθήσεις. Η άνευ όρων αναγνώριση, από τα υπόλοιπα κράτη μέλη, της ισχύος μιας άδειας οδήγησης σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν αντίθετη με τον σκοπό που συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

    21

    Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε επίσης το αίτημα του F. να υποχρεωθεί η επιφορτισμένη με την έκδοση αδειών οδήγησης αρχή να εκδώσει απόφαση, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 4 της FeV, με την οποία να αναγνωρίζει την ισπανική άδεια οδήγησης. Έκρινε ότι οι λόγοι για τους οποίους αφαιρέθηκε το εν λόγω δικαίωμα δεν είχαν παύσει να υφίστανται, καθώς ο F. δεν είχε προσκομίσει την ιατρο-ψυχολογική γνωμάτευση που απαιτείται λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού αλκοολαιμίας των 2,12 g τοις χιλίοις το οποίο διαπιστώθηκε στον οργανισμό του κατά τον έλεγχο της αστυνομίας. Προσθέτει ότι η ισχύουσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της αναλογικότητας δεν αντιτίθεται στην απαίτηση προσκομίσεως τέτοιου είδους γνωμάτευσης, η οποία προβλέπεται όταν το ποσοστό αλκοολαιμίας οδηγού ο οποίος κυκλοφορεί σε δημόσιο οδικό δίκτυο υπερβαίνει ένα ορισμένο όριο, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που συνεπάγεται για την οδική ασφάλεια η κατανάλωση αλκοόλ.

    22

    Ο F. άσκησε αναίρεση (Revision) ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία), ισχυριζόμενος ότι το άρθρο 29, παράγραφοι 3 και 4, της FeV, κατά το μέτρο που απαιτεί την έκδοση απόφασης από τις γερμανικές αρχές για την αναγνώριση της ισχύος αδειών οδήγησης οι οποίες χορηγήθηκαν από τις αρχές άλλων κρατών μελών, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης. Εκτιμά ότι τεκμαίρεται κατά τρόπο αυθαίρετο και στερούμενο νομικής βάσεως ότι οι τρεις διοικητικές πράξεις με τις οποίες οι ισπανικές αρχές ανανέωσαν την άδειά του οδήγησης δεν συνιστούν πράξεις που αφορούν την έκδοση άδειας οδήγησης, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, αλλά παρατάσεις της διάρκειας ισχύος της αρχικής άδειας που είχε εκδοθεί στις 21 Οκτωβρίου 1992. Κατά τον αναιρεσείοντα, η αιτιολογία ότι, κατά την ανανέωση της άδειας οδήγησης, οι υφιστάμενες παρατυπίες μεταφέρονται στη νέα άδεια οδήγησης στερείται επίσης νομικής βάσεως. Επισημαίνει ότι δεν έχει εκδοθεί, εξάλλου, καμία απόφαση του Δικαστηρίου η οποία να διαλαμβάνει τέτοια κρίση. Θεωρεί ότι οι ισπανικές αρχές είναι οι μόνες αρμόδιες να κρίνουν αν είναι και πάλι ικανός προς οδήγηση. Κατά τον προσφεύγοντα, οι γερμανικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν τις αποφάσεις των ισπανικών αρχών ως προς το ζήτημα αυτό.

    23

    Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών οδήγησης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της ανανέωσης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, στην οποία προβαίνει το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου μετά την απόφαση του κράτους μέλους προσωρινής διαμονής να αφαιρέσει από τον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα χρήσης της εν λόγω άδειας στο έδαφός του, για τον λόγο ότι αυτός κατελήφθη να οδηγεί σε κατάσταση μέθης και κατά συνέπεια κατέστη ανίκανος προς οδήγηση.

    24

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Εμποδίζουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [2006/126] κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου έχει απαγορευθεί σε κάτοχο εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος ευρωπαϊκής άδειας οδήγησης για τις κατηγορίες Α και Β λόγω οδήγησης σε κατάσταση μέθης να οδηγεί μηχανοκίνητα οχήματα στο πρώτο κράτος μέλος με την εν λόγω άδεια οδήγησης, να αρνηθεί να αναγνωρίσει άδεια οδήγησης για τις κατηγορίες αυτές, την οποία ο ενδιαφερόμενος απέκτησε μέσω ανανεώσεως σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [2006/126] στο δεύτερο κράτος μέλος μετά την απαγόρευση;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    25

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο κάτοχος άδειας οδήγησης των κατηγοριών A και B εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος απώλεσε το δικαίωμα οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής του στο εν λόγω έδαφος μετά την έκδοση της άδειας οδήγησης και λόγω της συνακόλουθης ανικανότητάς του προς οδήγηση κατά τη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας σε χρόνο μεταγενέστερο της ανανέωσής της, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

    26

    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει την αμοιβαία, άνευ διατυπώσεων αναγνώριση των αδειών οδήγησης τις οποίες χορηγούν τα κράτη μέλη. Η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση, η οποία ουδέν περιθώριο εκτιμήσεως τους καταλείπει όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να θεσπίσουν προκειμένου να συμμορφωθούν προς αυτήν (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Οκτωβρίου 2020, Kreis Heinsberg,C‑112/19, EU:C:2020:864, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    27

    Εξάλλου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εναπόκειται στο κράτος μέλος εκδόσεως να εξακριβώσει αν πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε οι σχετικές με τη διαμονή και την ικανότητα οδήγησης προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, και, ως εκ τούτου, αν η χορήγηση άδειας οδήγησης είναι δικαιολογημένη (απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    28

    Εφόσον οι αρχές κράτους μέλους έχουν χορηγήσει άδεια οδήγησης σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, τα λοιπά κράτη μέλη δεν δικαιούνται να ελέγξουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως που προβλέπει η οδηγία αυτή. Πράγματι, η κατοχή άδειας οδήγησης που έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος πρέπει να θεωρείται ως απόδειξη ότι ο κάτοχος της άδειας αυτής πληρούσε τις εν λόγω προϋποθέσεις κατά τον χρόνο εκδόσεώς της (απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    29

    Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 δεν διακρίνει αναλόγως του τρόπου χορήγησης της άδειας οδήγησης, ήτοι της χορήγησης κατόπιν επιτυχούς υποβολής στις δοκιμασίες του άρθρου 7 της οδηγίας 2006/126, κατόπιν ανταλλαγής δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας ή κατόπιν ανανέωσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, αυτής, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης επιβάλλεται και ως προς την άδεια οδήγησης που προκύπτει από μια τέτοια ανανέωση, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων τις οποίες προβλέπει η εν λόγω οδηγία (πρβλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Kreis Heinsberg,C‑112/19, EU:C:2020:864, σκέψη 26).

    30

    Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 71 της αποφάσεως της 23ης Απριλίου 2015, Aykul (C‑260/13, EU:C:2015:257), ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν σε κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου διαμένει προσωρινώς ο κάτοχος άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος, να αρνείται να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας οδήγησης λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της η οποία έλαβε χώρα στο έδαφος αυτό μετά την έκδοση της άδειας οδήγησης και η οποία, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, μπορεί να συνεπάγεται ανικανότητα οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος.

    31

    Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο έκρινε συναφώς, στη σκέψη 60 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 επιτρέπει σε κράτος μέλος το οποίο δεν είναι το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου άδειας οδήγησης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος να λαμβάνει, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του και λόγω της επί του εδάφους του παραβατικής συμπεριφοράς του κατόχου της άδειας, μέτρα των οποίων το περιεχόμενο περιορίζεται στο έδαφος αυτό και των οποίων το αποτέλεσμα περιορίζεται στην άρνηση αναγνωρίσεως της ισχύος της άδειας αυτής επί του εν λόγω εδάφους.

    32

    Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η ικανότητα οδήγησης δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση κατά το στάδιο χορηγήσεως της άδειας οδήγησης, αλλά κατόπιν παραβάσεως που διαπράχθηκε από τον κάτοχο της άδειας αυτής μετά την έκδοσή της, η δε επιβληθείσα κύρωση επάγεται αποτελέσματα μόνον στο έδαφος του κράτους μέλους όπου διαπράχθηκε η παράβαση αυτή, το εν λόγω κράτος μέλος είναι αρμόδιο για να καθορίσει τους όρους τους οποίους πρέπει να πληροί ο κάτοχος άδειας οδήγησης για την ανάκτηση του δικαιώματος οδήγησης στο έδαφός του (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψεις 73 και 84).

    33

    Το Δικαστήριο διευκρίνισε, εντούτοις, ότι στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει μήπως το εν λόγω κράτος μέλος, εφαρμόζοντας τους κανόνες του εσωτερικού του δικαίου, στην πραγματικότητα αντιτίθεται επ’ αόριστον στην αναγνώριση της άδειας οδήγησης που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος και ότι, στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει μήπως οι όροι τους οποίους θέτει η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού της οδηγίας 2006/126, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας (απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 84).

    34

    Βεβαίως, όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται επίσης ότι ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εξαρτά την αναγνώριση της ισχύος άδειας οδήγησης εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος από προϋπόθεση για τη χορήγηση αδειών προβλεπόμενη στην κανονιστική ρύθμιση του πρώτου κράτους μέλους, όπως είναι η προσκόμιση ιατρο‑ψυχολογικής γνωμάτευσης, όταν η άδεια αυτή οδήγησης έχει χορηγηθεί μετά την ανάκληση από το πρώτο κράτος μέλος προγενέστερης άδειας οδήγησης, αφού παρήλθε τυχόν χρονικό διάστημα κατά το οποίο απαγορευόταν η υποβολή αιτήσεως για την έκδοση νέας άδειας [πρβλ., όσον αφορά την οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την άδεια οδήγησης (ΕΕ 1991, L 237, σ.1), η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/126, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Schwarz,C‑321/07, EU:C:2009:104, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και, όσον αφορά την οδηγία 2006/126, απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Hofmann,C‑419/10, EU:C:2012:240, σκέψη 84].

    35

    Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, η ανικανότητα προς οδήγηση η οποία επιβεβαιώθηκε με την κύρωση της αφαίρεσης της άδειας οδήγησης εντός του πρώτου κράτους μέλους ήρθη κατόπιν εξετάσεων για την εξακρίβωση της ικανότητας αυτής, τις οποίες διεξήγαγε το άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκδώσει τη μεταγενέστερη άδεια οδήγησης. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης, το κράτος μέλος εκδόσεως πρέπει να διαπιστώσει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον ο υποψήφιος πληροί τις ελάχιστες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 (πρβλ., όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/439, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Schwarz,C‑321/07, EU:C:2009:104,σκέψεις 92 και 93).

    36

    Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίμαχη άδεια οδήγησης αφαιρέθηκε από το κράτος μέλος στο οποίο διέμενε προσωρινά ο κάτοχός της, στη συνέχεια, όμως, το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, δεν προέβη σε μεταγενέστερη έκδοση, αλλά απλώς σε ανανέωσή της. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η άδεια οδήγησης είχε χορηγηθεί στον F. αρχικώς το 1992, στη συνέχεια δε, μετά την αφαίρεσή της από τις γερμανικές αρχές, απλώς ανανεώθηκε επανειλημμένως από τις ισπανικές αρχές και ισχύει πλέον μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 2021.

    37

    Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η απλή ανανέωση άδειας οδήγησης των κατηγοριών Α και Β, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/126, από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την έκδοση νέας άδειας, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις ανανέωσης και χορήγησης δεν ταυτίζονται. Πράγματι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, μια τέτοια εξομοίωση χωρεί μόνον εφόσον η ανικανότητα προς οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων που διαπιστώθηκε στο κράτος μέλος προσωρινής διαμονής εξαλειφθεί με την ανανέωση της άδειας οδήγησης από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής.

    38

    Συναφώς, όσον αφορά τις άδειες οδήγησης των κατηγοριών AM, A, A1, A2, B, B1 και BE, το άρθρο 7, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει, ως εναρμονισμένη ελάχιστη προϋπόθεση για την ανανέωση της άδειας οδήγησης κατά τη λήξη της διοικητικής της ισχύος, τη συνήθη διαμονή στο έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης ή την απόδειξη της σπουδαστικής ιδιότητας του αιτούντος επί έξι τουλάχιστον μήνες στο κράτος αυτό. Μολονότι, βεβαίως, τα κράτη μέλη μπορούν, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, να εξαρτούν και την ανανέωση των αδειών οδήγησης από τον έλεγχο των ελάχιστων προδιαγραφών σωματικής και διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση, οι οποίες προβλέπονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι πρόκειται για απλή ευχέρεια των κρατών μελών, η οποία επαφίεται στην κρίση τους.

    39

    Αντιθέτως, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας οδήγησης, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/126 προβλέπει ότι η άδεια οδήγησης χορηγείται μόνο σε όσους υποψηφίους πληρούν την προϋπόθεση συνήθους διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους που εκδίδει την άδεια ή μπορούν να αποδείξουν σπουδαστική ιδιότητα στο κράτος αυτό επί έξι τουλάχιστον μήνες και, επιπλέον, έχουν επιτύχει σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς τους και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεών τους και πληρούν τις απαιτήσεις υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων II και III της οδηγίας. Επομένως, η χορήγηση άδειας οδήγησης εξαρτάται από τον έλεγχο της ικανότητας οδήγησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος III της οδηγίας.

    40

    Υπενθυμίζεται ότι η επιβολή, βάσει της οδηγίας 2006/126, υποχρεώσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών οδήγησης που χορηγούνται από τα κράτη μέλη είναι η συνέπεια του καθορισμού, από την οδηγία αυτή, των ελάχιστων απαιτήσεων για τη χορήγηση άδειας οδήγησης της Ένωσης (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Meyn,C‑9/18, EU:C:2019:148, σκέψη 28).

    41

    Συναφώς, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη μνημονευόμενη στις σκέψεις 27 και 28 της παρούσας απόφασης νομολογία, και όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει τη σχέση μεταξύ των εναρμονισμένων στο δίκαιο της Ένωσης ελάχιστων προϋποθέσεων για την έκδοση άδειας οδήγησης, του ελέγχου των προϋποθέσεων αυτών από το κράτος μέλος έκδοσης και της υποχρέωσης αναγνώρισης της ισχύος της από τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

    42

    Δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται κατά την ανανέωση άδειας οδήγησης των κατηγοριών AM, A, A1, A2, B, B1 και BE να ελέγχουν τις προβλεπόμενες στο παράρτημα III της οδηγίας ελάχιστες προδιαγραφές σωματικής και διανοητικής ικανότητας για την οδήγηση, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου επιθυμεί να οδηγήσει ο κάτοχος άδειας οδήγησης των κατηγοριών αυτών η οποία απλώς ανανεώθηκε μετά την αφαίρεση του δικαιώματός του να οδηγεί στο εν λόγω έδαφος, λόγω τροχαίας παραβάσεως την οποία διέπραξε εκεί, μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας στο πλαίσιο της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 και, ως εκ τούτου, κατά παρέκκλιση από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αδειών που μνημονεύεται στη σκέψη 29 της παρούσας απόφασης, όταν, μετά την παρέλευση τυχόν χρονικού διαστήματος κατά το οποίο του απαγορευόταν να ζητήσει νέα άδεια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου για την ανάκτηση του δικαιώματος οδήγησης στην εθνική επικράτεια.

    43

    Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, η προβλεπόμενη στην οδηγία 2006/126 υποχρέωση των κρατών μελών για αμοιβαία αναγνώριση της ισχύος εκδοθεισών από άλλα κράτη μέλη αδειών οδήγησης των κατηγοριών AM, A, A1, A2, B, B1 και BE δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτομάτως στην περίπτωση ανανέωσής τους, δεδομένου ότι οι σχετικές προϋποθέσεις μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών.

    44

    Μολονότι η υποχρέωση αμοιβαίας αναγνώρισης δεν μπορεί να εξαρτάται από τον έλεγχο, εκ μέρους του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει προσωρινός ο κάτοχος εκδοθείσας και ανανεωθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ανανεώθηκε η εν λόγω άδεια, ο κάτοχος της άδειας ο οποίος, μετά την παρέλευση τυχόν χρονικού διαστήματος κατά το οποίο του απαγορευόταν να ζητήσει την έκδοση νέας, επιθυμεί να αποκτήσει και πάλι δικαίωμα οδήγησης στο πρώτο κράτος μέλος πρέπει, εντούτοις, να έχει τη δυνατότητα να αποδείξει στις αρχές του κράτους μέλους αυτού ότι η ικανότητά του προς οδήγηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126, ελέγχθηκε κατά την ανανέωση της άδειας οδήγησης στο δεύτερο κράτος μέλος και ότι, ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της μνημονευόμενης στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, η διαπιστωθείσα από το πρώτο κράτος μέλος ανικανότητα προς οδήγηση ήρθη με την ανανέωση της άδειας, υπό την επιφύλαξη, ωστόσο, ότι ο έλεγχος που διενεργήθηκε είναι αντίστοιχος εκείνου τον οποίον επιβάλλει η κανονιστική ρύθμιση του πρώτου κράτους μέλους.

    45

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 δεν απαγορεύουν, κατ’ αρχήν, στις αρχές κράτους μέλους να αρνούνται, σε περίπτωση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, να αναγνωρίσουν την ισχύ άδειας οδήγησης των κατηγοριών A και B η οποία απλώς ανανεώθηκε σε άλλο κράτος μέλος, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/126, ως εκ τούτου δε το πρώτο κράτος μέλος είναι αρμόδιο να καθορίζει τους όρους τους οποίους πρέπει να πληροί ο κάτοχος της άδειας οδήγησης για την ανάκτηση του δικαιώματος οδήγησης στο έδαφός του.

    46

    Επιβάλλεται, συναφώς, η διαπίστωση ότι η δυνατότητα των αρχών κράτους μέλους, σε μια τέτοια περίπτωση, να θέτουν ορισμένους όρους για την αναγνώριση της ισχύος εκδοθείσας και ανανεωθείσας από άλλο κράτος μέλος άδειας οδήγησης, λόγω του ότι διαπράχθηκε τροχαία παράβαση εντός της εθνικής επικράτειας, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων και, επομένως, ανταποκρίνεται στον σκοπό της οδηγίας 2006/126, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 2 αυτής.

    47

    Απόκειται, εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει μήπως, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι προβλεπόμενοι στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους κανόνες με τους οποίους καθορίζονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληροί ο κάτοχος άδειας οδήγησης ο οποίος, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς, απώλεσε το δικαιώμά του να οδηγεί στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, στο οποίο διαμένει προσωρινώς, προκειμένου να ανακτήσει το δικαίωμα οδήγησης στο εν λόγω έδαφος, υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2006/126, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Aykul,C‑260/13, EU:C:2015:257, σκέψη 78), όπερ ισχύει, ιδίως, στην περίπτωση που οι κανόνες αυτοί στερούν από τον κάτοχο της άδειας τη δυνατότητα να αποδείξει ότι η ικανότητά του προς οδήγηση, μετά την παρέλευση τυχόν χρονικού διαστήματος κατά το οποίο του απαγορευόταν να ζητήσει την έκδοση νέας άδειας, ελέγχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος III της οδηγίας 2006/126 κατά την ανανέωση της άδειάς του στο κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του και ότι ο διενεργηθείς έλεγχος είναι αντίστοιχος εκείνου που προβλέπει η κανονιστική ρύθμιση του πρώτου κράτους μέλους.

    48

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο κάτοχος άδειας οδήγησης των κατηγοριών A και B εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος απώλεσε το δικαίωμα οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής του στο εν λόγω έδαφος μετά την έκδοση της άδειας οδήγησης, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας σε χρόνο μεταγενέστερο της ανανέωσής της, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας. Απόκειται εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει μήπως, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι προβλεπόμενοι στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους κανόνες με τους οποίους καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληροί ο κάτοχος της άδειας για την ανάκτηση του δικαιώματος οδήγησης στο εν λόγω έδαφος υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2006/126, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    49

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 11, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για την άδεια οδήγησης, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν σε κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο κάτοχος άδειας οδήγησης των κατηγοριών A και B εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος απώλεσε το δικαίωμα οδήγησης, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της προσωρινής διαμονής του στο εν λόγω έδαφος μετά την έκδοση της άδειας οδήγησης, να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ της εν λόγω άδειας σε χρόνο μεταγενέστερο της ανανέωσής της, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, από το κράτος μέλος της συνήθους διαμονής του κατόχου, κατά την έννοια του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας. Απόκειται εντούτοις στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει μήπως, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι προβλεπόμενοι στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους κανόνες με τους οποίους καθορίζονται οι όροι που πρέπει να πληροί ο κάτοχος της άδειας για την ανάκτηση του δικαιώματος οδήγησης στο εν λόγω έδαφος υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2006/126, ο οποίος συνίσταται στη βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top