EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0682

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 14ης Ιουλίου 2022.
Les Mousquetaires και ITM Entreprises SAS κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου – Μέσα παροχής έννομης προστασίας κατά της διενέργειας του ελέγχου – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 19 – Κανονισμός (ΕΚ) 773/2004 – Άρθρο 3 – Καταγραφή των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της – Σημείο εκκινήσεως της έρευνας της Επιτροπής.
Υπόθεση C-682/20 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:578

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 14ης Ιουλίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑682/20 P

Les Mousquetaires,

ITM Entreprises SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής περί διενέργειας ελέγχου – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 – Ενδεχόμενη έλλειψη πραγματικής προσφυγής κατά των όρων εκτέλεσης των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου – Απόφαση της Επιτροπής περί κατάσχεσης και αντιγραφής των δεδομένων που περιλαμβάνονταν σε μέσα επικοινωνίας και αποθήκευσης τα οποία περιείχαν δεδομένα που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή των χρηστών – Απόρριψη του αιτήματος των προσφευγουσών περί επιστροφής των επίμαχων δεδομένων – Προσφυγή ακυρώσεως»

1.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Les Mousquetaires SAS (στο εξής: LM) και η ITM Entreprises SAS (στο εξής: ITM ή Intermarché και από κοινού με την LM: αναιρεσείουσες) ζητούν τη μερική αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2020, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής (T‑255/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:460), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εν μέρει την προσφυγή τους βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, πρώτον, δύο αποφάσεων που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την 21η Φεβρουαρίου 2017 ( 2 ), με τις οποίες διέταξε την LM και όλες τις εταιρίες που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν να υποβληθούν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 ( 3 ) και, επικουρικώς, δύο αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή στις 9 Φεβρουαρίου 2017, με τις οποίες διέταξε την ITM και όλες τις εταιρίες που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν να υποβληθούν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 ( 4 ), και δεύτερον, της απόφασης με την οποία η Επιτροπή, αφενός, προέβη σε κατάσχεση και αντιγραφή των δεδομένων που περιλαμβάνονταν στα μέσα επικοινωνίας και αποθήκευσης τα οποία περιείχαν δεδομένα που αφορούν την ιδιωτική ζωή των χρηστών των εν λόγω μέσων και, αφετέρου, απέρριψε το αίτημα που υπέβαλαν πρωτοδίκως οι αναιρεσείουσες περί επιστροφής των εν λόγω δεδομένων.

I. Το ιστορικό της διαφοράς

2.

Το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 2 έως 11 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

3.

Η LM είναι η εταιρία χαρτοφυλακίου του ομίλου Les Mousquetaires, η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στον τομέα της διανομής τροφίμων και άλλων ειδών στη Γαλλία και το Βέλγιο. Η ITM είναι θυγατρική της.

4.

Έχοντας λάβει πληροφορίες σχετικά με ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της ITM και ιδίως της Casino, που ασκεί επίσης τις δραστηριότητές της στον τομέα της διανομής τροφίμων και άλλων ειδών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Φεβρουαρίου 2017 την απόφαση Tute 1.

5.

Το διατακτικό της εν λόγω απόφασης έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

[…] Η Intermarché […], καθώς και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες, υποχρεούνται να υποβληθούν σε έλεγχο σχετικά με την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες συνιστούν παράβαση του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης. Αυτές οι εναρμονισμένες πρακτικές συνίστανται στα εξής:

α)

ανταλλαγές πληροφοριών, από το 2015, μεταξύ επιχειρήσεων ή/και ενώσεων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων της AgeCore ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Intermarché και της ICDC […] ή/και των μελών της, μεταξύ άλλων της Casino, σχετικά με τις εκπτώσεις που αυτές έλαβαν στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού και επί των τιμών στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού σε πλείονα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων στη Γαλλία, και

β)

ανταλλαγές πληροφοριών, τουλάχιστον από το 2016, μεταξύ της Casino και της Intermarché σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά το μείγμα προϊόντων, την ανάπτυξη καταστημάτων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πολιτική εμπορικής προώθησης στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στη Γαλλία.

Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργηθεί σε οποιονδήποτε χώρο της επιχείρησης […].

Η Intermarché παρέχει στους υπαλλήλους της Επιτροπής και στα πρόσωπα που αυτή έχει εξουσιοδοτήσει για να διενεργήσουν τον έλεγχο, καθώς και στους υπαλλήλους και στα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να τους επικουρήσουν προς τούτο, πρόσβαση σε όλους τους χώρους και όλα τα μέσα μεταφοράς κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας. Θέτει στη διάθεση των ελεγκτών τα βιβλία καθώς και οποιοδήποτε επαγγελματικό έγγραφο οποιασδήποτε μορφής, εφόσον οι υπάλληλοι και τα λοιπά εξουσιοδοτημένα πρόσωπα το ζητήσουν, και τους παρέχει τη δυνατότητα να τα εξετάσουν επιτόπου ή να λάβουν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων. Επιτρέπει τη σφράγιση οποιουδήποτε επαγγελματικού χώρου, βιβλίου και εγγράφου καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου και για όσο διάστημα απαιτείται προς τούτο. Παρέχει αμέσως επιτόπου προφορικές διευκρινίσεις σχετικά με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου, εφόσον υποβληθεί τέτοιο αίτημα από τους υπαλλήλους ή τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, και επιτρέπει σε κάθε εκπρόσωπό της ή μέλος του προσωπικού της να παρέχει τέτοιες διευκρινίσεις. Επιτρέπει την καταγραφή των διευκρινίσεων αυτών σε οποιοδήποτε μέσο.

Άρθρο 2

Ο έλεγχος μπορεί να ξεκινήσει στις 20 Φεβρουαρίου 2017 ή λίγο αργότερα.

Άρθρο 3

Η Intermarché […] και όλες οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτήν εταιρίες είναι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως.

Η απόφαση αυτή κοινοποιείται, ακριβώς πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, στην επιχείρηση η οποία είναι ο αποδέκτης της, δυνάμει του άρθρου 297, παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ].»

6.

Έχοντας επίσης λάβει πληροφορίες σχετικά με ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ ιδίως της Intermarché και άλλων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε στις 9 Φεβρουαρίου 2017 την απόφαση Tute 2. Το άρθρο 1 εκθέτει την ενδεχόμενη συμμετοχή της Intermarché σε εναρμονισμένες πρακτικές συνιστάμενες σε «ανταλλαγές πληροφοριών, από το 2015, μεταξύ επιχειρήσεων ή/και ενώσεων επιχειρήσεων, μεταξύ άλλων της AgeCore ή/και των μελών της, της Coopernic ή/και των μελών της και της Eurelec ή/και των μελών της, σχετικά με τις εκπτώσεις που αυτές έλαβαν στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού και επί των τιμών στην αγορά πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού σε πλείονα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων στη Γαλλία και τη Γερμανία». Τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω απόφασης είχαν το ίδιο περιεχόμενο με τα άρθρα 2 και 3 της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017.

7.

Κατόπιν ενημέρωσης εκ μέρους της Επιτροπής για τον έλεγχο αυτό, η Autorité de la concurrence (Αρχή Ανταγωνισμού, Γαλλία, στο εξής: Αρχή Ανταγωνισμού) υπέβαλε στον juge des libertés et de la détention (δικαστή αρμόδιο για θέματα ατομικών ελευθεριών και προσωρινής κράτησης, στο εξής: juge des libertés) του tribunal de grande instance d’Evry (πολυμελούς πρωτοδικείου Evry, Γαλλία) αίτηση χορήγησης άδειας για τη διενέργεια πράξεων έρευνας και κατάσχεσης στους χώρους των αναιρεσειουσών. Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2017, ο juge des libertés χορήγησε άδεια για τις έρευνες και τις κατασχέσεις που ζητήθηκαν ως προληπτικό μέτρο. Δεδομένου ότι για κανένα από τα μέτρα που ελήφθησαν κατά τον έλεγχο δεν ήταν απαραίτητη η χρήση εξουσιών «επιβολής του νόμου», κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού 1/2003, η εν λόγω διάταξη δεν κοινοποιήθηκε στις αναιρεσείουσες.

8.

Ο έλεγχος ξεκίνησε στις 20 Φεβρουαρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία οι ελεγκτές της Επιτροπής, συνοδευόμενοι από εκπροσώπους της Αρχής Ανταγωνισμού, μετέβησαν στις εγκαταστάσεις της Intermarché.

9.

Κατόπιν αμφιβολιών όσον αφορά την ιδιότητα υπαλλήλου της ITM ή της LM ενός εκ των προσώπων που αφορούσε ο έλεγχος, η Επιτροπή εξέδωσε την 21η Φεβρουαρίου 2017 τις αποφάσεις Tute 1 και Tute 2, βασισμένες στις ίδια αιτιολογία με εκείνη των αποφάσεων Tute 1 και Tute 2 της 9ης Φεβρουαρίου 2017, στις οποίες η μόνη διαφορά αφορούσε τον προσδιορισμό του κύριου αποδέκτη του ελέγχου (η ITM αντί της LM) ( 5 ).

10.

Στο πλαίσιο του ελέγχου, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, ερεύνησε τα γραφεία, συνέλεξε εξοπλισμό, ειδικότερα πληροφορικής (φορητούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, ταμπλέτες, περιφερειακά αποθήκευσης), πραγματοποίησε ακροάσεις με πλείονα πρόσωπα και έλαβε αντίγραφα του περιεχομένου του συλλεχθέντος εξοπλισμού.

11.

Οι αναιρεσείουσες απηύθυναν πλείονες επιστολές στην Επιτροπή, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 2017, με τις οποίες διατύπωσαν επιφυλάξεις όσον αφορά τις αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου και τη βάσει αυτών διενέργεια του ελέγχου, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, την αντιγραφή εγγράφων που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή μελών του προσωπικού τους. Τις επιφυλάξεις αυτές συμπλήρωσαν με επιστολή που απηύθυναν στην Επιτροπή στις 13 Απριλίου 2017, ζητώντας ειδικότερα την επιστροφή ορισμένων εγγράφων που αντιγράφηκαν.

II. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12.

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Απριλίου 2017, οι πρωτοδίκως προσφεύγουσες και νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν την ακύρωση των αποφάσεων Tute 1 και Tute 2 της 21ης Φεβρουαρίου 2017 και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, των αποφάσεων Tute 1 και Tute 2 της 9ης Φεβρουαρίου 2017. Προς στήριξη της προσφυγής τους προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 και έβαλλε κατά της ανεπάρκειας των διαθέσιμων μέσων παροχής έννομης προστασίας κατά των όρων διενέργειας των ελέγχων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούσε την έλλειψη νομότυπης κοινοποίησης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε τη στέρηση του δικαιώματός τους να αμυνθούν κατά του ελέγχου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούσε προσβολή του δικαιώματος στο απαραβίαστο της κατοικίας.

13.

Με απόφαση του προέδρου του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2017 επετράπη στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

14.

Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει μη εμπιστευτικό κείμενο των ενδείξεων για υπόνοιες παραβάσεων που διέθετε κατά την ημερομηνία έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων και ζήτησε από τις προσφεύγουσες να λάβουν θέση επί των προσκομισθεισών ενδείξεων. Ως απάντηση στην πρόσκληση, η Επιτροπή προσκόμισε, μεταξύ άλλων, πρακτικά ακροάσεων που διενεργήθηκαν τα έτη 2016 και 2017 με δεκατρείς προμηθευτές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης τους οποίους αφορούσε ο έλεγχος και οι οποίοι συνήπταν τακτικά συμφωνίες με την Casino και την ITM (στο εξής: πρακτικά ακροάσεων).

15.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έχοντας διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της αρκούντως σοβαρές ενδείξεις οι οποίες να δικαιολογούν υπόνοιες περί υπάρξεως παραβάσεως συνιστάμενης σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Casino και της ITM σχετικά με τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές τους, ακύρωσε το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017 και το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης Tute 1 της 21ης Φεβρουαρίου 2017 ( 6 ). Αφετέρου, έχοντας κρίνει ότι τα διαθέσιμα μέσα παροχής έννομης προστασίας όσον αφορά τόσο τη νομιμότητα όσο και τη διενέργεια των ελέγχων ήταν αποτελεσματικά και έχοντας διαπιστώσει ότι η Επιτροπή είχε αιτιολογήσει επαρκώς κατά νόμον και είχε διατάξει εγκύρως τους ελέγχους όσον αφορά την ενδεχόμενη συμμετοχή των προσφευγουσών στις εναρμονισμένες πρακτικές που απαριθμούνται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των αποφάσεων Tute 2 της 9ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2017, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά ( 7 ).

III. Αιτήματα των διαδίκων

16.

Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να δεχθεί τα αιτήματα που διατύπωσαν πρωτοδίκως και να ακυρώσει τις αποφάσεις Tute 1 της 9ης και της 21ης Φεβρουαρίου 2017 (στο εξής από κοινού: επίδικες αποφάσεις) καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

17.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

18.

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

IV. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

19.

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πέντε λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά περιπτώσεις πλάνης περί το δίκαιο στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθώς και έλλειψη αιτιολογίας στο πλαίσιο της ανάλυσης της αποτελεσματικότητας των μέσων παροχής έννομης προστασίας όσον αφορά τη διενέργεια των ελέγχων. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση των άρθρων 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης και περιορισμού των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση του κανονισμού 1/2003 καθόσον το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως μη υπαγόμενο στον εν λόγω κανονισμό διαδικαστικό στάδιο «προγενέστερο της λήψης μέτρων τα οποία ενέχουν την αιτίαση περί τελέσεως παραβάσεως». Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά παράβαση των άρθρων 6 και 8 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 καθόσον το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε «αρκούντως σοβαρές ενδείξεις» στοιχεία τα οποία ενέχουν τυπικές και ουσιαστικές πλημμέλειες. Τέλος, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορά έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον δεν εξετάζεται η αποδεικτική αξία των εν λόγω ενδείξεων, και πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό πληροφοριών ως «ενδείξεων».

Α.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

20.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες βάλλουν, κατ’ ουσίαν, κατά των σκέψεων 83 έως 112 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με την οποία το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε την ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003. Με την εν λόγω ένσταση έλλειψης νομιμότητας, οι νυν αναιρεσείουσες έβαλαν κατά της έλλειψης, στο άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003, διατάξεων που να προσδίδουν στα μέτρα που αφορούν τη διενέργεια ελέγχου χαρακτήρα πράξεων δεκτικών προσφυγής δυνάμει της Συνθήκης και να επιβάλλουν τη μνεία της εν λόγω δυνατότητας προσφυγής στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, όπως πρέπει να μνημονεύεται, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το δικαίωμα να ζητηθεί η εξέταση της ίδιας της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου από τον δικαστή της Ένωσης ( 8 ).

1. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

21.

Έχοντας απορρίψει, στις σκέψεις 58 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά της ενστάσεως έλλειψης νομιμότητας που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το βάσιμο της εν λόγω ένστασης. Στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ αρχάς τις αποφάσεις που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σχετικά με τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ σε περιπτώσεις επιτόπιων ερευνών και παρέθεσε τις τέσσερις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη δικαιώματος πραγματικής προσφυγής οι οποίες απορρέουν από τις εν λόγω αποφάσεις, ήτοι την «προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας», την «προϋπόθεση της αποδοτικότητας», την «προϋπόθεση της ασφάλειας» και την «προϋπόθεση του εύλογου χρονικού διαστήματος». Στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η κρίση που περιέχεται στις εν λόγω αποφάσεις, κατά την οποία η διενέργεια πράξης ελέγχου πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, επιβάλλει τη συνεκτίμηση του συνόλου των μέσων παροχής έννομης προστασίας που έχει στη διάθεσή της η επιχείρηση που υποβάλλεται σε έλεγχο και, επομένως, τη συνολική ανάλυση των εν λόγω μέσων παροχής έννομης προστασίας. Προτού διενεργήσει τέτοια ανάλυση, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «είναι αδιάφορο αν, μεμονωμένα, καθένα από τα εξεταζόμενα μέσα παροχής έννομης προστασίας δεν πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ» ( 9 ).

22.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε έξι μέσα παροχής έννομης προστασίας με τα οποία μπορεί να ζητηθεί από δικαστήριο να εξετάσει τις αντιρρήσεις που αφορούν πράξη ελέγχου, ήτοι την προσφυγή κατά της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, την προσφυγή κατά απόφασης της Επιτροπής περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παρακώλυσης του ελέγχου βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ έως εʹ, του κανονισμού 1/2003, την προσφυγή κατά «κάθε πράξης που πληροί τις νομολογιακές προϋποθέσεις πράξης δεκτικής προσφυγής που η Επιτροπή εκδίδει μετά την απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και στο πλαίσιο της διενέργειας των πράξεων ελέγχου, όπως απόφαση περί απόρριψης αιτήματος προστασίας εγγράφων λόγω του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρων και πελατών», βάσει της απόφασης της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής ( 10 ) (στο εξής: απόφαση Akzo), την προσφυγή κατά της τελικής απόφασης με την οποία περατώνεται η διαδικασία που κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και, τέλος, την αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

23.

Στις σκέψεις 90 έως 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τον βαθμό στον οποίο καθένα από τα προμνησθέντα μέσα παροχής έννομης προστασίας παρείχε τη δυνατότητα αμφισβήτησης των όρων υπό τους οποίους διενεργήθηκε ο έλεγχος και επίτευξης επανόρθωσης σε περίπτωση που οι πράξεις της Επιτροπής, κατά τη διενέργεια του ελέγχου, ενείχαν πλημμέλειες.

24.

Στο πέρας της εν λόγω ανάλυσης, στις σκέψεις 99 έως 110 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το σύστημα ελέγχου της διενέργειας των πράξεων ελέγχου που απαρτίζεται από το σύνολο των προμνησθέντων μέσων παροχής έννομης προστασίας πληροί τις τέσσερις προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στο σημείο 21 των παρουσών προτάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας, ότι, μολονότι καθένα από τα εν λόγω μέσα παροχής έννομης προστασίας δεν καθιστούσε δυνατό, μεμονωμένα, τον έλεγχο του βασίμου του συνόλου των μέτρων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η συνδυασμένη άσκησή τους καθιστούσε δυνατό τον συγκεκριμένο έλεγχο.

25.

Ως εκ τούτου, στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, η οποία αντλήθηκε από προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη.

2. Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

26.

Έχοντας επισημάνει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 παρέχει στην Επιτροπή ευρείες εξουσίες έρευνας οι οποίες συνιστούν σοβαρή προσβολή των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων και των ιδιωτών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), οι αναιρεσείουσες υπενθυμίζουν ότι, με την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Delta Pekárny κατά Τσεχικής Δημοκρατίας ( 11 ) (στο εξής: απόφαση Delta Pekárny), το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι η συμβατότητα τέτοιας παρέμβασης με την ΕΣΔΑ απαιτεί, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη πραγματικής προσφυγής με την οποία μπορούν να αμφισβητηθούν, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, όχι μόνον η νομιμότητα της άδειας αλλά και οι όροι διενέργειας του ελέγχου στον οποίο η επιχείρηση υποχρεούται να υποβληθεί.

27.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι, εν αντιθέσει προς τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 83 και 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα των μέσων παροχής έννομης προστασίας με τα οποία αμφισβητούνται η νομιμότητα και η διενέργεια ελέγχου πρέπει να κριθεί βάσει «συνολικής ανάλυσης» των δυνητικών μέσων παροχής έννομης προστασίας και, κατά μείζονα λόγο, βάσει ανάλυσης μέσω αντιστάθμισης. Κατά τις αναιρεσείουσες, εξετάζοντας από κοινού τα ενδεχόμενα μέσα αμφισβήτησης της νομιμότητας και της διενέργειας των ελέγχων και επιδιώκοντας να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα ενός μέσου παροχής έννομης προστασίας με τα πλεονεκτήματα άλλου, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στις σκέψεις 83 και 99 έως 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε εσφαλμένο συμπέρασμα.

28.

Κατά τις αναιρεσείουσες, χωριστή εξέταση, η οποία θα είχε διενεργηθεί λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, θα είχε ως αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να μη λάβει εκ προοιμίου υπόψη τρία από τα μέσα παροχής έννομης προστασίας τα οποία αναγνώρισε ως αποτελεσματικά, ήτοι την προσφυγή κατά της απόφασης επί της ουσίας, η οποία δεν είναι βέβαιη, δεν εξετάζεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και δεν καθιστά δυνατή την κατάλληλη επανόρθωση, την προσφυγή κατά της νομιμότητας της απόφασης διενέργειας ελέγχου, η οποία δεν αφορά τους όρους διενέργειας του ελέγχου, όπως επιβεβαιώνεται από την απόρριψη εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, ως απαράδεκτων ή αλυσιτελών, των ισχυρισμών που προέβαλαν συναφώς οι νυν αναιρεσείουσες, και την αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, καθόσον σκοπεί μόνο στην καταβολή αποζημίωσης.

29.

Όλα τα λοιπά μέσα παροχής έννομης προστασίας, ήτοι η προσφυγή με αίτημα την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που μνημονεύθηκε στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την προστασία των ιδιωτικών δεδομένων ή ακόμη η προσφυγή κατά απόφασης περί παρακώλυσης, έχουν μόνον αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν καθιστούν δυνατό να ελεγχθεί, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, ότι οι όροι διενέργειας του ελέγχου πληρούν στο σύνολό τους τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, η σώρευση αποσπασματικών μέσων παροχής έννομης προστασίας που δεν παρέχουν το δικαίωμα διαπίστωσης, in concreto, της ύπαρξης προσφυγής που να πληροί τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας, της ασφάλειας και του εύλογου χρονικού διαστήματος για το σύνολο των ζητημάτων που ενδέχεται να ανακύψουν σε σχέση με τη διενέργεια του ελέγχου ισοδυναμεί με έλλειψη δικαιώματος προσφυγής και δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

30.

Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τα μέσα παροχής έννομης προστασίας που απαριθμούνται στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων, το Γενικό Δικαστήριο ανέθεσε στον πολίτη την υποχρέωση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκησή τους. Συγκεκριμένα, τόσο η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων όσο και η εκ των υστέρων προσφυγή σχετικά με την προστασία των δεδομένων βάσει της νομολογίας που διαμορφώθηκε με την απόφαση Akzo στον τομέα της προστασίας της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη προϋποθέτουν ότι η επιχείρηση, αποστρέφοντας την προσοχή της από τον εν εξελίξει έλεγχο, επιτυγχάνει τη λήψη ρητής ή σιωπηρής απόφασης άρνησης εκ μέρους της Επιτροπής. Τα εν λόγω μέσα παροχής έννομης προστασίας στηρίζονται επίσης στην αποδοχή εκ μέρους της Επιτροπής της θέσης των δεδομένων σε σφραγισμένο φάκελο εν αναμονή της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά την προσφυγή κατά απόφασης περί παρακώλυσης, προϋποθέτει ότι η επιχείρηση παρακώλυσε τον έλεγχο σε βαθμό τέτοιο ώστε να της επιβληθεί κύρωση.

31.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αμφισβητούν το σύνολο των ως άνω επιχειρημάτων.

3. Ανάλυση

32.

Προτού εξετάσω διαδοχικά τις δύο αιτιάσεις που απαρτίζουν τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επισημάνω ότι, με τον τίτλο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν επίσης πλημμελή αιτιολογία της ανάλυσης του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των μέσων παροχής έννομης προστασίας σχετικά με τη διενέργεια των ελέγχων. Εντούτοις, οι αναιρεσείουσες αναπτύσσουν την εν λόγω αιτίαση μόνο με το υπόμνημα απαντήσεως, περιοριζόμενες να παραπέμψουν, κατ’ ουσίαν, στα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στα σημεία 27 έως 29 των παρουσών προτάσεων.

33.

Χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί το ζήτημα του παραδεκτού της εν λόγω αιτίασης, το οποίο αμφισβήτησε το Συμβούλιο, ή της συνεκτίμησής του αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης ( 12 ), αρκεί να διαπιστωθεί ότι οι λόγοι για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρηματολογία, με την οποία οι νυν αναιρεσείουσες ζήτησαν να διαπιστωθεί η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής όσον αφορά τους όρους διενέργειας των ελέγχων, ήταν απορριπτέα προκύπτουν με σαφή και μη διφορούμενο τρόπο από τις σκέψεις 78 έως 112 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, επ’ αυτού, δεν χωρεί, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πληροί τις απαιτήσεις αιτιολόγησης τις οποίες έχει αποσαφηνίσει το Δικαστήριο ( 13 ).

α) Επί της πρώτης αιτιάσεως

34.

Με την πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου η οποία συνίσταται στην ανάλυση του συνόλου των μέσων παροχής έννομης προστασίας που διαθέτουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των πράξεων διενέργειας ελέγχου, με σκοπό να εξακριβώσει αν, εξεταζόμενα συνολικά, τα εν λόγω μέσα πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

35.

Κατά πρώτον, κατά τις αναιρεσείουσες, η εν λόγω προσέγγιση δεν συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ.

36.

Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι από το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προκύπτει ότι, στο μέτρο που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα που διασφαλίζει η ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. Στις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη ( 14 ) διευκρινίζεται, όσον αφορά το συγκεκριμένο άρθρο, ότι η έννοια και η εμβέλεια των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ καθορίζονται όχι μόνον από το κείμενο της ΕΣΔΑ και των πρωτοκόλλων της αλλά και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Από τις εν λόγω επεξηγήσεις προκύπτει, εξάλλου, ότι το άρθρο 47 του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, και στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.

37.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι «συγκεκριμένο και πραγματικό» ( 15 ), ήτοι να παρέχει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να απολαύει «σαφούς και συγκεκριμένης δυνατότητας αμφισβήτησης πράξης που συνιστά παρέμβαση στα δικαιώματά του» ( 16 ) ή σαφούς και συγκεκριμένης δυνατότητας να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ( 17 ). Εξάλλου, το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ ( 18 ) υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω Σύμβαση κράτη να προβλέπουν αποτελεσματική προσφυγή μέσω της οποίας οι πολίτες μπορούν να εμποδίσουν την επέλευση ή τη συνέχιση ενδεχόμενης προσβολής των δικαιωμάτων τους που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ ή να εξασφαλίσουν κατάλληλη επανόρθωση κάθε προσβολής που έχει ήδη συντελεστεί ( 19 ).

38.

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των δύο προμνησθεισών διατάξεων, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι, όταν έχει εφαρμογή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ «συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 13», οι δε «απαιτήσεις του, οι οποίες περιλαμβάνουν το σύνολο των εγγυήσεων που προβλέπονται στις δικαστικές διαδικασίες, είναι αυστηρότερες από εκείνες του άρθρου 13, οι οποίες καλύπτονται πλήρως από αυτές» ( 20 ).

39.

Όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες που διεξάγουν οι αρχές ανταγωνισμού, το ζήτημα της ύπαρξης πραγματικής προσφυγής έχει εξεταστεί από το ΕΔΔΑ υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Όταν η προσφυγή ήταν βασισμένη επίσης στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ είτε αποφάνθηκε ότι εφαρμογή έχει μόνον το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 21 ) είτε δεν εξέτασε την αιτίαση εκτιμώντας ότι παρείλκε τέτοια εξέταση ( 22 ).

40.

Τούτου λεχθέντος, επισημαίνω ότι η προσέγγιση που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο, ιδίως στις σκέψεις 83 και 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία συνίστατο στη συνολική ανάλυση των μέσων παροχής έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε ελέγχους της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 προκειμένου να προσβάλουν το νομότυπο των πράξεων διενέργειας των εν λόγω ελέγχων, εμπνέεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι η προστασία που παρέχεται από το εν λόγω άρθρο δεν φθάνει έως το σημείο να απαιτεί την ύπαρξη προσφυγής ιδιαίτερης μορφής ( 23 ) και ότι «το σύνολο των μέσων παροχής έννομης προστασίας που παρέχει το εγχώριο δίκαιο μπορεί να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 13 [της ΕΣΔΑ], ακόμη και αν κανένα από τα εν λόγω μέσα δεν πληροί αφ’ εαυτού το σύνολο των εν λόγω απαιτήσεων» ( 24 ).

41.

Τέτοια προσέγγιση, όμως, μολονότι δεν έχει επιβεβαιωθεί ρητώς από το ΕΔΔΑ στο πλαίσιο της εξέτασης του άρθρου 6, παράγραφος 1, ή του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, δεν φαίνεται, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, να μη συνάδει με τη νομολογία στον τομέα των επιτόπιων ερευνών που οι ίδιες επικαλέστηκαν.

42.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί προκαταρκτικώς ότι, μετά την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Ravon κ.λπ. κατά Γαλλίας ( 25 ) (στο εξής: απόφαση Ravon), το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε επιτόπιες έρευνες πρέπει να μπορούν να εξασφαλίσουν δικαστικό έλεγχο, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, του νομότυπου της απόφασης περί διενέργειας της επιτόπιας έρευνας και, ενδεχομένως, των μέτρων που λήφθηκαν βάσει αυτής ( 26 ).

43.

Πάντως, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, με την εν λόγω απόφαση, όπως και με τις άλλες αποφάσεις που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείουσες, το ΕΔΔΑ, έχοντας υπενθυμίσει ότι η έλλειψη εκ των προτέρων ελέγχου του μέτρου ελέγχου μπορεί να αντιμετωπιστεί με εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο του εν λόγω μέτρου και της διενέργειάς του, ο οποίος είναι αποτελεσματικός τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, διευκρίνισε ότι, «όταν η πράξη που θεωρείται παράτυπη έχει συντελεστεί, το/τα διαθέσιμο/-α μέσο/-α παροχής έννομης προστασίας πρέπει να καθιστά/‑ούν δυνατή την εξασφάλιση κατάλληλης επανόρθωσης από τον ενδιαφερόμενο» ( 27 ) και, ως εκ τούτου, απέρριψε την άποψη ότι ο ενιαίος χαρακτήρας της προσφυγής είναι αναγκαία προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας της ένδικης προστασίας έναντι τέτοιων μέτρων.

44.

Επιπλέον, με την ίδια απόφαση, εφαρμόζοντας κατά περίπτωση προσέγγιση και χωρίς να σταθεί στο γεγονός της έλλειψης, στο εξεταζόμενο εθνικό νομικό σύστημα, αυτοτελούς προσφυγής κατά του επίμαχου μέτρου που να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ή του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ ανέλυσε αν τα διάφορα μέσα παροχής έννομης προστασίας που είχαν στη διάθεσή τους οι ενδιαφερόμενοι τους παρείχαν, λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων που προέβαλαν, δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και κατάλληλης επανόρθωσης ( 28 ).

45.

Κατά τη γνώμη μου, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες δεν είναι ικανά να αναιρέσουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

46.

Πρώτον, μολονότι ορθώς οι αναιρεσείουσες υπογράμμισαν ότι από την απόφαση Canal Plus προκύπτει ότι η προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας εκτιμάται στο επίπεδο καθενός εκ των δύο ειδών ελέγχου που απαιτούνται από την απόφαση Ravon και μνημονεύθηκαν στο σημείο 42 των παρουσών προτάσεων και ότι η έλλειψη ενός εξ αυτών δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από την εγγύηση ύπαρξης του άλλου ( 29 ), εντούτοις, εν αντιθέσει προς όσα διατείνονται οι αναιρεσείουσες, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι η ύπαρξη μέσου παροχής έννομης προστασίας κατά της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου ήταν αυτή καθεαυτήν ικανή να αντισταθμίσει την ενδεχόμενη έλλειψη δικαστικού ελέγχου όσον αφορά τη διενέργεια των πράξεων ελέγχου.

47.

Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 90 έως 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον βαθμό στον οποίο τα διάφορα μέσα παροχής έννομης προστασίας που οι νυν αναιρεσείουσες είχαν στη διάθεσή τους, περιλαμβανομένης της προσφυγής κατά της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, καθιστούσαν δυνατή την υποβολή ενώπιον δικαστηρίου αιτιάσεων σχετικά με το νομότυπο της διενέργειας των εν λόγω πράξεων και, επομένως, τον βαθμό στον οποίο, παρά την έλλειψη ενός και μόνου μέσου παροχής έννομης προστασίας, το σύστημα παρείχε παρ’ όλα αυτά τη δυνατότητα αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου των εν λόγω πράξεων, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με τη νομολογία του ΕΔΔΑ. Υπ’ αυτή την έννοια, η προσέγγιση που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διαφέρει σαφώς από την επιχειρηματολογία που προέβαλε για την άμυνά της η Γαλλική Κυβέρνηση και απέρριψε το ΕΔΔΑ με την απόφαση Canal Plus ( 30 ).

48.

Δεύτερον, όσον αφορά τη σκέψη 87 της απόφασης Delta Pekárny, στην οποία παραπέμπουν επίσης οι αναιρεσείουσες, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα από τη διαπίστωση, που περιέχεται στην εν λόγω σκέψη, ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου –είτε πρόκειται για τον εκ των υστέρων έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας μέτρου έρευνας, όπως στη διαφορά επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, είτε πρόκειται για τον έλεγχο των πράξεων εκτέλεσης τέτοιου μέτρου– πρέπει να εκτιμάται «βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης», ότι η εν λόγω εκτίμηση δεν μπορεί να διενεργηθεί λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μέσων παροχής έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις.

49.

Συγκεκριμένα, σκοπός της εν λόγω διαπίστωσης είναι να διευκρινιστεί ότι η αποτελεσματικότητα προσφυγής πρέπει να εκτιμάται in concreto ( 31 ), το δε ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι καθήκον του δεν είναι να ελέγχει in abstracto τη σχετική εθνική νομοθεσία ή νομολογία, αλλά πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται με τη συγκεκριμένη υπόθεση που υποβάλλεται στην κρίση του ( 32 ) και, ειδικότερα, να λαμβάνει υπόψη μόνον τις προσφυγές που μπορεί να είναι χρήσιμες για τον προσφεύγοντα ( 33 ). Επομένως, όπως άλλωστε επισήμανε το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η σκέψη 87 της απόφασης Delta Pekárny συνηγορεί μάλλον υπέρ της εφαρμογής προσέγγισης παρόμοιας με αυτήν που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία σκοπεί στη συνεκτίμηση του συνόλου των διαθέσιμων μέσων παροχής έννομης προστασίας. Όπως προεκτέθηκε στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, αυτή είναι όντως η προσέγγιση που εφάρμοσε το ΕΔΔΑ σε όλες τις αποφάσεις που μνημόνευσαν οι αναιρεσείουσες ( 34 ).

50.

Τρίτον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε χωριστά τα έξι μέσα παροχής έννομης προστασίας τα οποία προσδιόρισε, διευκρινίζοντας τόσο τις αιτιάσεις σχετικά με το νομότυπο των πράξεων ελέγχου που μπορούν να προβάλουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις όσο και την επανόρθωση των ενδεχόμενων πλημμελειών που ενέχουν οι εν λόγω πράξεις την οποία μπορούν να επιδιώξουν ασκώντας καθένα από τα εν λόγω μέσα παροχής έννομης προστασίας.

51.

Είναι αληθές ότι η εξέταση του Γενικού Δικαστηρίου ολοκληρώνεται με συνολική εκτίμηση του συστήματος ελέγχου της διενέργειας των πράξεων ελέγχου που περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων παροχής έννομης προστασίας που λήφθηκαν υπόψη, η οποία δεν έχει οπωσδήποτε τον ίδιο συγκεκριμένο χαρακτήρα που παρατηρείται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Υπογραμμίζεται, εντούτοις, ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003, προβληθείσα δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, η οποία απαιτούσε γενική εκτίμηση του εν λόγω συστήματος, πέραν των «ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης».

52.

Στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά δεύτερον, ότι, προκειμένου να συμμορφωθεί με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να μη λάβει εκ προοιμίου υπόψη στην ανάλυσή του τα τρία μέσα παροχής έννομης προστασίας που συνίσταται στην προσφυγή κατά της απόφασης επί της ουσίας με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, στην προσφυγή κατά της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου και την αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

53.

Συναφώς, παρατηρώ προκαταρκτικώς ότι, λαμβανομένης υπόψη της προσέγγισης που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο –η οποία θεωρώ ότι συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ–, κανένα μέσο παροχής έννομης προστασίας το οποίο έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε μέτρο ελέγχου δεν θα έπρεπε λογικά να εξαιρεθεί, εφόσον παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προβάλουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μία ή πλείονες αιτιάσεις σχετικά με πλημμελή διενέργεια των πράξεων ελέγχου. Τούτου λεχθέντος, θα διατυπώσω σχετικά με τα τρία μέσα παροχής έννομης προστασίας των οποίων τη λυσιτέλεια αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

54.

Όσον αφορά, πρώτον, την προσφυγή κατά της απόφασης επί της ουσίας με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, είναι αληθές, όπως υπογραμμίζουν οι αναιρεσείουσες, ότι με την απόφαση Canal Plus το ΕΔΔΑ έκρινε, αφενός, ότι η δυνατότητα πρόσβασης στο συγκεκριμένο μέσο παροχής έννομης προστασίας ήταν αβέβαιη, λαμβανομένης υπόψη της προϋπόθεσης ύπαρξης τόσο απόφασης επί της ουσίας όσο και προσφυγής κατά της εν λόγω απόφασης, και, αφετέρου, ότι δεν παρέχει κατάλληλη επανόρθωση ελλείψει βεβαιότητας διενέργειας δικαστικού ελέγχου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ( 35 ).

55.

Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, οι προεκτεθείσες διαπιστώσεις δεν αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να μη λάβει υπόψη του το εν λόγω μέσο παροχής έννομης προστασίας στην ανάλυσή του.

56.

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Canal Plus, το ΕΔΔΑ εξέτασε τον βαθμό στον οποίο προσφυγή κατά της απόφασης επί της ουσίας που είχε εκδώσει η εθνική αρχή ανταγωνισμού μπορούσε να συνιστά αποτελεσματική προσφυγή ex post facto προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου και όχι, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, του νομότυπου ενός ή πλειόνων μέτρων που λήφθηκαν προς εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Πάντως, η διαθεσιμότητα άμεσου μέσου παροχής έννομης προστασίας κατά του μέτρου με το οποίο αποφασίζεται ο έλεγχος, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να ζητηθεί η αναστολή του μέτρου, είναι καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή παράνομης παρέμβασης στο δικαίωμα στο απαραβίαστο της κατοικίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ή, ενδεχομένως, για την αποφυγή της ίδιας της παρέμβασης.

57.

Εν συνεχεία, παρατηρείται ότι, στο πιο προστατευμένο πλαίσιο των ερευνών στην ιδιωτική κατοικία φυσικών προσώπων ( 36 ), το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο έλεγχος του μέτρου που προσβάλλει το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ο οποίος διενεργείται ex post facto από τα ποινικά δικαστήρια –και, επομένως, υπό συνθήκες αβεβαιότητας και έλλειψης αμεσότητας ανάλογες εκείνων που χαρακτηρίζουν έρευνα σχετική με παράβαση στον τομέα του δικαίου ανταγωνισμού– παρέχει κατάλληλη επανόρθωση στον ενδιαφερόμενο, δεδομένου ότι ο δικαστής διενεργεί αποτελεσματικό έλεγχο της νομιμότητας και της αναγκαιότητας του επίμαχου μέτρου και εξαιρεί, ενδεχομένως, από την ποινική δίκη τα συλλεχθέντα αποδεικτικά στοιχεία ( 37 ).

58.

Τούτου λεχθέντος, επισημαίνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, στο πλαίσιο της συνολικής ανάλυσης που διενήργησε το Γενικό Δικαστήριο, το μέσο παροχής έννομης προστασίας που συνίσταται στην άσκηση προσφυγής κατά της οριστικής απόφασης –στο πλαίσιο της οποίας, όπως ορθώς επισημαίνεται στη σκέψη 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν τον έλεγχο της τήρησης από την Επιτροπή του συνόλου των ορίων που επιβάλλονται σε αυτήν κατά τη διενέργεια ελέγχου– παρέχει, μεταξύ άλλων, στις εν λόγω επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποφύγουν τη ζημία που θα υφίσταντο λόγω προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός τους στο απαραβίαστο της κατοικίας, εάν η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει εις βάρος τους τα στοιχεία που απέκτησε παράτυπα κατά τη διάρκεια ελέγχου.

59.

Τέτοια ζημία μπορεί, όμως, να επέλθει μόνον εάν και όταν εκδοθεί οριστική απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση. Εξάλλου, δεδομένου ότι η εν λόγω ζημία αποκλείεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέχθηκαν παρατύπως εξαιρούνται από τη διαδικασία, το επιχείρημα ότι οι αιτιάσεις κατά της διενέργειας των πράξεων ελέγχου, οι οποίες μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο προσφυγής κατά της τελικής απόφασης, μπορεί να μην έχουν ως αποτέλεσμα, εάν γίνουν δεκτές, την ακύρωση της εν λόγω απόφασης καθώς και το επιχείρημα ότι η εν λόγω προσφυγή δεν καθιστά δυνατή την επιστροφή των παρατύπως αποκτηθέντων στοιχείων, τα οποία προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, είναι αλυσιτελή.

60.

Δεύτερον, όσον αφορά την προσφυγή κατά της απόφασης διενέργειας ελέγχου, παρατηρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το συγκεκριμένο μέσο παροχής έννομης προστασίας μόνο στο μέτρο που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα, την ακύρωση του συνόλου των μέτρων που λήφθηκαν προς εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Μολονότι είναι αληθές ότι δεν επιτρέπεται στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής να προβληθούν αιτιάσεις που βάλλουν άμεσα κατά των πράξεων διενέργειας του ελέγχου, εντούτοις, η εν λόγω προσφυγή καθιστά έμμεσα δυνατή την εξακρίβωση της νομιμότητας των εν λόγω πράξεων μέσω ελέγχου της νομιμότητας της πράξης βάσει της οποίας εκτελούνται. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη λαμβάνοντας επίσης υπόψη, στο πλαίσιο της συνολικής ανάλυσης των μέσων παροχής έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις προκειμένου να αμφισβητήσουν το νομότυπο της διενέργειας των πράξεων ελέγχου, την προσφυγή κατά της ίδιας της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου.

61.

Τρίτον, όσον αφορά την αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους κατά της συνεκτίμησης του συγκεκριμένου μέσου παροχής έννομης προστασίας, οι αναιρεσείουσες παραπέμπουν στη σκέψη 33 της απόφασης Ravon, με την οποία το ΕΔΔΑ απέκλεισε να μπορεί να συνιστά «αποτελεσματικό ένδικο έλεγχο», όπως απαιτείται από τη νομολογία του, προσφυγή «η οποία καθιστά δυνατή τη λήψη αποζημίωσης σε περίπτωση ζημίας προκληθείσας κατά τη διάρκεια επιτόπιας έρευνας αντί του ελέγχου του νομότυπου της απόφασης με την οποία διατάσσεται η επιτόπια έρευνα και των μέτρων που λήφθηκαν βάσει αυτής». Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, μολονότι είναι αληθές ότι από την ως άνω σκέψη συνάγεται ότι, στον τομέα των επιτόπιων ερευνών, αγωγή με μόνο σκοπό την αποζημίωση δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ( 38 ) ή του άρθρου 8 της ίδιας Σύμβασης, αντιθέτως, τούτο δεν σημαίνει ότι η εν λόγω αγωγή δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στις θεραπείες που διαθέτουν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και να παρέχει σε αυτές κατάλληλη επανόρθωση, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που πραγματοποιήθηκε ήδη πράξη ελέγχου που κρίνεται παράτυπη. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας επίσης υπόψη, στο πλαίσιο της συνολικής ανάλυσης που διενήργησε, τη δυνατότητα των επιχειρήσεων που θεωρούν ότι οι παράνομες πράξεις που τέλεσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια ελέγχου προκάλεσαν σε αυτές ζημία ικανή να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της Ένωσης να ασκήσουν κατά της Ένωσης αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

62.

Στο πλαίσιο της πρώτης αιτίασης, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά τρίτον, ότι όλα τα λοιπά μέσα παροχής έννομης προστασίας που μνημόνευσε το Γενικό Δικαστήριο έχουν μόνον «αποσπασματικό» χαρακτήρα και δεν καθιστούν δυνατό να εξακριβωθεί, από νομικής και πραγματικής απόψεως, ότι οι όροι διενέργειας του ελέγχου πληρούσαν στο σύνολό τους τις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν, μεταξύ άλλων, την έλλειψη προσφυγής σύμφωνης με την ΕΣΔΑ η οποία καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση της μη εύλογης διάρκειας του ελέγχου.

63.

Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι, κατά την προμνησθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε επιτόπια έρευνα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν την εξέταση του περιεχομένου των αντιρρήσεων που διατύπωσαν και την παροχή κατάλληλης επανόρθωσης. Αντιθέτως, δεν απαιτείται να προβληθεί στο πλαίσιο ενός και μόνου μέσου παροχής έννομης προστασίας το σύνολο των αιτιάσεων που μπορούν να προβληθούν κατά των μέτρων που έλαβε η δημόσια αρχή βάσει της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η επιτόπια έρευνα, τα οποία προσβάλλουν ενδεχομένως το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το προμνησθέν άρθρο.

64.

Όσον αφορά την ενδεχόμενη έλλειψη αποτελεσματικής και ασφαλούς προσφυγής, βάσει της οποίας μπορεί να προβληθεί η αιτίαση που αφορά τη μη εύλογη διάρκεια του ελέγχου και να επιδιωχθεί κατάλληλη επανόρθωση, επισημαίνεται ότι τέτοια αιτίαση μπορεί να προβληθεί τόσο στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της οριστικής απόφασης όσο και στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης. Εάν γίνει δεκτή, στην πρώτη περίπτωση, η εν λόγω αιτίαση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία που κατάσχεσε η Επιτροπή μετά την υπέρβαση του χρονικού διαστήματος που θεωρείται εύλογο ( 39 )· στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί να συνεπάγεται την επιδίκαση αποζημίωσης. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος εκδίκασης της υπόθεσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, από τη νομολογία του ΕΣΔΑ προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, υπάρχει επιλογή μεταξύ «προληπτικής προσφυγής ή προσφυγής επιτάχυνσης», ικανής να συντομεύσει τη διάρκεια της διαδικασίας προκειμένου να αποφευχθεί η υπέρμετρη παράτασή της, και προσφυγής «αποκατάστασης, αντιστάθμισης, αποζημίωσης ή χρηματικού χαρακτήρα», με σκοπό τη λήψη εκ των υστέρων αποκατάστασης για τις ήδη συσσωρευθείσες καθυστερήσεις, ανεξαρτήτως του αν η διαδικασία εκκρεμεί ακόμη ή έχει περατωθεί ( 40 ).

65.

Σε συνδυασμό με την πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που σκοπεί την αμφισβήτηση της συνολικής εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά τέταρτον, ότι τα δύο μέσα παροχής έννομης προστασίας που μνημονεύονται στις σκέψεις 94 και 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ήτοι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή του εν εξελίξει ελέγχου και η εκ των υστέρων προσφυγή σχετικά με την προστασία των ιδιωτικών δεδομένων των διευθυνόντων και των υπαλλήλων της επιχείρησης που υποβλήθηκε σε έλεγχο, παραμένουν επί του παρόντος θεωρητικά, η δε διαθεσιμότητά τους δεν έχει αποδειχθεί ακόμη. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα εν λόγω μέσα παροχής έννομης προστασίας δεν πληρούν την προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας.

66.

Συναφώς, μολονότι ορθώς οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Mac Farlane κατά Ιρλανδίας ( 41 ) προκύπτει ότι προσφυγή της οποίας η διαθεσιμότητα δεν έχει αποδειχθεί ακόμη και της οποίας το υποστατό αποτελεί αντικείμενο σημαντικής αβεβαιότητας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «πραγματική», κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, επισημαίνω, εντούτοις, ότι το ΕΔΔΑ δεν δίστασε να αναγνωρίσει προσφυγή ως πραγματική, βάσει της εν λόγω διάταξης, προτού ακόμη διαπιστωθεί πρακτική των εγχώριων δικαστηρίων ( 42 ) και, επομένως, εν αντιθέσει προς όσα ισχυρίζονται οι αναιρεσείουσες, η έλλειψη διαπιστωμένης δικαστικής πρακτικής μπορεί να μην είναι καθοριστικής σημασίας ( 43 ).

67.

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Akzo, που αναγνωρίζει το παραδεκτό προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία απορρίφθηκε ρητώς ή σιωπηρώς αίτηση προστασίας εγγράφων βάσει του απορρήτου της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη υποβληθείσα κατά τη διάρκεια ελέγχου, συνιστά απλώς και μόνο εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση πάγιας νομολογίας, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο σαφή τη νομική θέση του ( 44 ).

68.

Κάθε πράξη της Επιτροπής, όμως, η οποία εκδίδεται κατά τη διάρκεια ελέγχου και ανταποκρίνεται στον ως άνω ορισμό συνιστά κατ’ αρχήν πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, φρονώ ότι, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις προβλεπόμενες στην απόφαση Akzo, δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης με την οποία η Επιτροπή απορρίπτει ρητώς ή σιωπηρώς την αντίρρηση που προέβαλε η επιχείρηση που υποβάλλεται σε έλεγχο κατά της κατάσχεσης ορισμένων εγγράφων θα πρέπει να αναγνωρίζεται όχι μόνον όταν η εν λόγω αντίρρηση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι τα επίμαχα έγγραφα προστατεύονται από το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, όπως συνέβαινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Akzo, ή όταν πρόκειται για έγγραφα που προστατεύονται ως στοιχεία της ιδιωτικής ζωής των μελών του προσωπικού της εν λόγω επιχείρησης ( 45 ), ενδεχόμενο το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αλλά και όταν υποστηρίζεται ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο του ελέγχου ή ακόμη ότι η διάρκεια του ελέγχου έχει υπερβεί το χρονικό διάστημα που μπορεί να θεωρηθεί εύλογο.

69.

Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε έλεγχο διαθέτουν, οπωσδήποτε, τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τις μνημονευόμενες στην απόφαση Akzo, κατά απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση προστασίας εγγράφων που αφορούν την ιδιωτική ζωή μελών του προσωπικού τους.

70.

Ομοίως, επισημαίνω ότι, δυνάμει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, εφαρμόζοντας τη συνοπτική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 39 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αποσαφηνίζεται στις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου μπορούν τόσο να διατάξουν την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, εάν εκτιμούν ότι το απαιτούν οι περιστάσεις, όσο και, στις υποθέσεις των οποίων έχουν επιληφθεί το Δικαστήριο ή το Γενικό Δικαστήριο, να λάβουν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι υπήρχε όντως η δυνατότητα, που μνημονεύεται στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, λήψης ασφαλιστικών μέτρων, μέσω της εφαρμογής του άρθρου 157, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, για την αναστολή του ελέγχου.

71.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμη.

β) Επί της δεύτερης αιτιάσεως

72.

Με τη δεύτερη αιτίαση, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν κατ’ ουσίαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι ανέθεσε στον πολίτη την υποχρέωση να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των διαφόρων απαριθμούμενων μέσων παροχής έννομης προστασίας.

73.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 47 του Χάρτη, δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς οι οποίοι γίνονται εμμέσως δεκτοί, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ένδικου βοηθήματος. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να περιορίζουν τη δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά τρόπο που να θίγεται η ίδια η υπόσταση του δικαιώματός του ένδικης προστασίας. Πρέπει να κατατείνουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού, ενώ πρέπει να υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού ( 46 ). Επισημαίνεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει ως σκοπό να τροποποιήσει το σύστημα δικαιοδοτικού ελέγχου το οποίο προβλέπουν οι Συνθήκες, και δη τους κανόνες του παραδεκτού προσφυγών που ασκούνται ευθέως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ( 47 ).

74.

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη δυνατότητα προσβολής ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής απόφασης εκδοθείσας από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια των πράξεων διενέργειας του ελέγχου, σε περίπτωση αντιρρήσεων όσον αφορά το δικαίωμα των ελεγκτών να κατάσχουν ορισμένα έγγραφα, επισημαίνεται ότι η απόφαση Akzo επιβάλλει στις επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε έλεγχο μόνο το καθήκον να εκδηλώσουν την αιτιολογημένη εναντίωσή τους στην απόκτηση των επίμαχων εγγράφων ( 48 ). Δεδομένου ότι η εν λόγω εναντίωση συνιστά τη μόνη ευκαιρία των εν λόγω επιχειρήσεων να προστατεύσουν αμέσως τα συμφέροντά τους και να αποφύγουν τη ζημία που απορρέει από παράτυπη πρόσβαση της Επιτροπής στα έγγραφα για τα οποία διατυπώθηκαν αντιρρήσεις, φρονώ ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εν λόγω εναντίωση είναι, για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, υπέρμετρα επαχθής και παρεμποδίζει εν τοις πράγμασι το δικαίωμά τους πραγματικής προσφυγής.

75.

Εξάλλου, από τη σκέψη 49 της απόφασης Akzo προκύπτει σαφώς ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη πράξης δεκτικής προσβολής όχι μόνον όταν η Επιτροπή δέχεται να θέσει τα έγγραφα για τα οποία διατυπώθηκαν αντιρρήσεις σε σφραγισμένο φάκελο, απορρίπτοντας μεταγενέστερα την αντίρρηση που διατύπωσε η επιχείρηση που υποβάλλεται σε έλεγχο, αλλά και όταν αποφασίζει να προβεί σε κατάσχεσή τους. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να υποστηρίξουν βασίμως ότι οι προσφυγές που βασίζονται στη νομολογία Akzo ενέχουν «ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την Επιτροπή».

76.

Ομοίως, φρονώ ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ότι η υποβολή, από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που μνημονεύεται στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ενέχει δυσχέρειες, καθότι η εν λόγω υποβολή θα αποσπούσε την προσοχή τους από τον εν εξελίξει έλεγχο. Συγκεκριμένα, αδυνατώ να δεχθώ ότι το διάβημα και μόνο της υποβολής στο Γενικό Δικαστήριο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, με σκοπό να αμφισβητηθεί αμέσως το νομότυπο των πράξεων του εν εξελίξει ελέγχου, μπορεί να είναι υπέρμετρα επαχθές για την επιχείρηση που υποβάλλεται σε έλεγχο, κυρίως λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω αίτηση παρέχει τη δυνατότητα επίτευξης της αναστολής εκτέλεσης των αμφισβητούμενων πράξεων.

77.

Τέλος, δεν μπορώ επίσης να δεχθώ το επιχείρημα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες ότι το μέσο παροχής έννομης προστασίας που συνίσταται στην άσκηση προσφυγής κατά απόφασης περί παρακώλυσης δεν συνιστά αποτελεσματική προσφυγή δεδομένου ότι υποχρεώνει την επιχείρηση που υποβάλλεται σε έλεγχο να παραβεί το καθήκον της συνεργασίας με την Επιτροπή σε βαθμό τέτοιο ώστε να της επιβληθεί κύρωση.

78.

Προς στήριξη του προεκτεθέντος επιχειρήματος, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαίωμα προσφυγής κατά αιτήματος παροχής πληροφοριών σε φορολογικά θέματα) ( 49 ), κατά την οποία αντιβαίνει στον σεβασμό του βασικού περιεχομένου του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, να απαιτείται, για την πρόσβαση σε τέτοιο δικαστήριο, από τον φορέα του εν λόγω δικαιώματος να παραβεί κανόνα δικαίου ή νομική υποχρέωση και να υποστεί την κύρωση που επισύρει η σχετική παράβαση.

79.

Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι η προσφυγή κατά απόφασης της Επιτροπής ληφθείσας δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σε περίπτωση παρακώλυσης του ελέγχου δεν συνιστά το μόνο μέσο παροχής έννομης προστασίας το οποίο διαθέτουν οι επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε έλεγχο προκειμένου να αμφισβητήσουν το νομότυπο των πράξεων διενέργειας του ελέγχου. Από την άποψη αυτή, η κατάσταση των εν λόγω επιχειρήσεων δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη των προσφευγουσών εταιριών στις υποθέσεις των κύριων δικών στο πλαίσιο των οποίων υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση État luxembourgeois, καθόσον οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν στερούνται το δικαίωμά τους πρόσβασης σε δικαστήριο εκτός εάν παραβούν κανόνα δικαίου ή νομική υποχρέωση και υποστούν την κύρωση την οποία επισύρει η σχετική παράβαση. Συγκεκριμένα, στις προμνησθείσες υποθέσεις, η απόφαση με την οποία οι εταιρίες διατάχθηκαν να παράσχουν τις ζητηθείσες πληροφορίες περιελάμβανε τη διευκρίνιση ότι δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ( 50 ). Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις σε σχέση με τις οποίες εκδόθηκε απόφαση περί διενέργειας ελέγχου μπορούν να προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τόσο τη νομιμότητα όσο και την αναγκαιότητα της εν λόγω απόφασης, χωρίς ουδόλως να υποχρεωθούν, προς τούτο, να υποστούν οποιαδήποτε κύρωση. Μπορούν επίσης να ασκήσουν τα διάφορα μέσα παροχής έννομης προστασίας που απαρίθμησε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να ζητήσουν τον έλεγχο του νομότυπου των πράξεων ελέγχου ή αποκατάσταση της ζημίας που ενδεχομένως υπέστησαν σε σχέση με τη διενέργεια των εν λόγω πράξεων.

80.

Κατά δεύτερον, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων, εφόσον γίνει δεκτή η, κατά τη γνώμη μου, ορθή προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνίσταται στη συνολική ανάλυση όλων των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προσφέρει το σύστημα που έχει θεσπιστεί εντός της Ένωσης, κανένα μέσο παροχής έννομης προστασίας δεν πρέπει να αποκλειστεί εκ προοιμίου, ακόμη και όταν μπορεί να ασκηθεί μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες περιστάσεις. Συναφώς, επισημαίνεται εξάλλου ότι, με την απόφαση Delta Pekárny, το ΕΔΔΑ –το οποίο, όπως προεκτέθηκε, εφάρμοσε προσέγγιση παρόμοια με αυτήν του Γενικού Δικαστηρίου στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση– δεν απέκλεισε εκ προοιμίου κατά την ανάλυσή του τη σημασία της προσφυγής κατά της απόφασης με την οποία η αρχή ανταγωνισμού είχε επιβάλει κυρώσεις στην προσφεύγουσα επιχείρηση λόγω παρακώλυσης του ελέγχου, αλλά εκτίμησε αν, στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής, η επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα και την αναγκαιότητα της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου ( 51 ).

81.

Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι η έκδοση απόφασης περί παρακώλυσης είναι μία μόνο από τις ενδεχόμενες εκβάσεις της άσκησης του δικαιώματος εναντίωσης που αναγνωρίζεται στις επιχειρήσεις που υποβάλλονται σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 ( 52 ). Η έκδοση της εν λόγω απόφασης σηματοδοτεί την έναρξη ενός τρόπον τινά προβληματικού σταδίου στη διενέργεια του ελέγχου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση του μηχανισμού κυρώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 μόνον σε περίπτωση προφανούς παρακώλυσης ή κατάχρησης του δικαιώματος εναντίωσης και όχι ως απειλή προκειμένου να υποχρεώσει τις επιχειρήσεις σε συμπεριφορές που υπερβαίνουν τα στενά όρια της υποχρέωσης συνεργασίας που υπέχουν ( 53 ).

82.

Πέραν των οριακών αυτών περιπτώσεων, καθ’ όλη τη διαδικασία ελέγχου, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις έχουν το δικαίωμα, προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, να εναντιωθούν σε πράξεις ελέγχου οι οποίες παραβιάζουν, κατά τη γνώμη τους, τα όρια που επιβάλλονται στην Επιτροπή ( 54 ). Όπως προεξέθεσα, με την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν και να επιτύχουν τη λήψη ρητής ή σιωπηρής θέσης της Επιτροπής σχετικά με το βάσιμο των λόγων στους οποίους στηρίζεται η εναντίωση, την οποία θα μπορούν να προσβάλουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, εκπληρώνοντας συγχρόνως το καθήκον συνεργασίας που υπέχουν.

83.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η δεύτερη αιτίαση του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμη.

γ) Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

84.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

Β.   Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

85.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη τα άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει η Επιτροπή όταν εκδίδει απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και το καθήκον του εν λόγω θεσμικού οργάνου να περιορίζει κατά το δυνατόν το πεδίο των ελέγχων που πρόκειται να διενεργηθούν. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως αφορά ιδίως τις σκέψεις 121 έως 147 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, που αφορούσε έλλειψη αιτιολογίας, καθώς και τις σκέψεις 158 έως 165 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

1. Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

86.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έλεγξε την ακρίβεια της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων δεδομένου ότι αρκέστηκε στον προσδιορισμό των αγορών προμήθειας και στη μνεία ενδεχόμενης πρακτικής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διανομέων ή/και των ενώσεών τους, οι οποίες κάλυπταν δυνητικώς το σύνολο των τιμολογιακών πτυχών της διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές, μολονότι, μετά την απάντηση της Επιτροπής στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο, οι εκτεθείσες υπόνοιες περί παραβάσεων περιορίστηκαν σημαντικά.

87.

Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να διαπιστώσει ότι οι επίδικες αποφάσεις δημιουργούσαν απεριόριστο πεδίο ελέγχου για την Επιτροπή, επιτρέποντας σε αυτήν να προβεί σε πραγματική «fishing expedition» («εξερεύνηση»), ώστε να κατάσχει κάθε έγγραφο σχετικό με τον εφοδιασμό τους στην Ευρώπη και τις πωλήσεις τους στη Γαλλία.

88.

Κατά τρίτον, κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλεγξε αποτελεσματικά την αντιστοιχία του πεδίου που ορίζεται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων προς τις επίμαχες ενδείξεις.

89.

Τέλος, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου δεν χρειαζόταν να προβλέπει τη διάρκεια του ελέγχου, ούτε βάσει της υποχρέωσης αιτιολόγησης ούτε βάσει της αρχής της αναλογικότητας.

90.

Η Επιτροπή αντικρούει το σύνολο των αιτιάσεων που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

2. Ανάλυση

91.

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 επιβάλλει στην Επιτροπή να αιτιολογεί την απόφαση με την οποία διατάσσει τη διενέργεια ελέγχου προσδιορίζοντας το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου.

92.

Όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, η συγκεκριμένη υποχρέωση παράθεσης αιτιολογίας αποτελεί θεμελιώδη επιταγή, σκοπός της οποίας είναι όχι μόνο να καταδειχθεί ότι η επικείμενη παρέμβαση εντός των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων είναι δικαιολογημένη, αλλ’ επίσης να παρασχεθεί στις επιχειρήσεις αυτές η δυνατότητα να αντιληφθούν την έκταση της υποχρέωσής τους προς συνεργασία και να προασπίσουν παράλληλα τα δικαιώματά τους άμυνας ( 55 ). Εξ αυτού έπεται ότι το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου δεν μπορεί να περιοριστεί για λόγους που αφορούν την αποτελεσματικότητα της έρευνας ( 56 ). Εξάλλου, δεδομένου ότι επιτρέπεται να ερευνηθούν μόνο τα έγγραφα που εμπίπτουν στο αντικείμενο του ελέγχου, η αιτιολόγηση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου έχει επίσης ως συνέπεια ότι οριοθετεί το πεδίο των εξουσιών που διαθέτουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής ( 57 ).

93.

Προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης, η Επιτροπή πρέπει να αναφέρει σαφώς τις υποψίες που σκοπεύει να ελέγξει ( 58 ), ήτοι το αντικείμενο του ελέγχου της και τα στοιχεία που θα αφορούν οι εξακριβώσεις ( 59 ).

94.

Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να ανακοινώνει στον αποδέκτη της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις παραβάσεις τις οποίες αφορούν οι υπόνοιές της ούτε να προβαίνει σε επακριβή νομικό χαρακτηρισμό των παραβάσεων αυτών ( 60 ). Δεν είναι απαραίτητο επίσης να περιλαμβάνονται στην απόφαση περί διενέργειας ελέγχου η ακριβής οριοθέτηση της επίμαχης αγοράς, ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός των εικαζόμενων παραβάσεων ή η μνεία της περιόδου κατά την οποία εικάζεται ότι διαπράχθηκαν οι παραβάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόφαση περί διενέργειας ελέγχου περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία που παρατέθηκαν στο σημείο 93 των παρουσών προτάσεων ( 61 ).

95.

Συγκεκριμένα, αφού οι έλεγχοι πραγματοποιούνται στην αρχή της έρευνας, η Επιτροπή δεν διαθέτει ακόμη ακριβή στοιχεία για να προβεί σε εξειδικευμένη νομική αξιολόγηση και πρέπει προηγουμένως να ελέγξει την ορθότητα των υπονοιών της και να διερευνήσει την έκταση των γεγονότων, αφού ο σκοπός του ελέγχου είναι ακριβώς να συλλεγούν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με παράβαση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες ( 62 ).

96.

Εν προκειμένω, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η οποία αντλείται από ανεπαρκή έλεγχο της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των εν λόγω αποφάσεων περιείχε τόσο σαφή μνεία της εικαζόμενης παράβασης την οποία αφορούσε ο έλεγχος, ήτοι «ανταλλαγή πληροφοριών» σχετικά με «τιμές» και «εκπτώσεις», όσο και οριοθέτηση των αγορών στις οποίες θεωρούνταν ότι τελέστηκε η εν λόγω παράβαση. Όσον αφορά, αφενός, τις αγορές προϊόντων, η εν λόγω διάταξη μνημόνευε την αγορά «εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού», όσον αφορά τις εκπτώσεις, και την αγορά «πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος στους τομείς των τροφίμων, των ειδών ατομικής υγιεινής και των προϊόντων καθαρισμού», όσον αφορά τις τιμές. Όσον αφορά, αφετέρου, τον ορισμό της γεωγραφικής αγοράς, αυτή θεωρείται ότι καλύπτει το έδαφος «πλειόνων κρατών μελών και, ιδίως, [της] Γαλλίας». Τέλος, η εν λόγω διάταξη περιείχε διευκρινίσεις σχετικά με τις λοιπές επιχειρήσεις που μετείχαν στην ενδεχόμενη παράβαση.

97.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων τα οποία παρατέθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων και υπό το πρίσμα της προμνησθείσας νομολογίας, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή είχε εκπληρώσει την υποχρέωσή της περί ακριβούς μνείας των υπονοιών που προετίθετο να ελέγξει.

98.

Όσον αφορά τα επιχειρήματα που οι αναιρεσείουσες αντλούν από τις διευκρινίσεις της Επιτροπής σχετικά με τη φύση των επίμαχων περιορισμών παραπέμποντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο ( 63 ), διευκρινίζεται ότι οι πληροφορίες στις οποίες παραπέμπουν οι αναιρεσείουσες περιέχονται στα αποσπάσματα του μη εμπιστευτικού κειμένου των ενδείξεων βάσει των οποίων η Επιτροπή μπόρεσε να σχηματίσει υπόνοιες σχετικά με πρακτικές αθέμιτης σύμπραξης όσον αφορά τις εκπτώσεις και τις τιμές, των οποίων την προσκόμιση ζήτησε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να εξακριβώσει αν οι εν λόγω ενδείξεις ήταν αρκούντως σοβαρές ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των επίδικων αποφάσεων σχετικά με τις προμνησθείσες πρακτικές ( 64 ).

99.

Υπενθυμίζεται, όμως, ότι, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στο σημείο 94 των παρουσών προτάσεων, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να ανακοινώνει στον αποδέκτη της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της σχετικά με τις παραβάσεις τις οποίες αφορούν οι υπόνοιές της ούτε να προβαίνει σε επακριβή νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω παραβάσεων.

100.

Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να συμπεράνουν από το γεγονός ότι οι εικαζόμενες παραβάσεις όσον αφορά τις εκπτώσεις και τις τιμές εκτίθενται λεπτομερέστερα στα αποσπάσματα του μη εμπιστευτικού κειμένου των ενδείξεων που η Επιτροπή είχε στην κατοχή της, το οποίο η Επιτροπή προσκόμισε στο Γενικό Δικαστήριο, ότι το Γενικό Δικαστήριο «ουδόλως έλεγξε την ακρίβεια της αιτιολογίας των επίδικων αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου» ( 65 ).

101.

Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και αλλοίωσε την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 250 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η γεωγραφική εμβέλεια των πρακτικών και ο ρόλος των αναιρεσειουσών στην εικαζόμενη παράβαση μπορούσε να συναχθεί βασίμως από τη μνεία και μόνο, στην αιτιολογική έκθεση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου, της ένωσης της οποίας ήταν μέλος η Intermarché, αρκεί η επισήμανση ότι οι εν λόγω σκέψεις περιλαμβάνονται στο μέρος του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει τον αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα των ενδείξεων που είχε στη κατοχή της η Επιτροπή.

102.

Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε το εν λόγω θεσμικό όργανο με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το ανωτέρω επιχείρημα είναι αποτέλεσμα σύγχυσης του ελέγχου της τήρησης του ουσιώδους τύπου που συνιστά η υποχρέωση αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης και του ελέγχου του βασίμου της αιτιολογίας, που συνεπάγεται την εξέταση επί της ουσίας της νομιμότητας της εν λόγω πράξης ( 66 ).

103.

Από την ίδια σύγχυση απορρέουν τόσο η τρίτη αιτίαση –την οποία, άλλωστε, οι αναιρεσείουσες απλώς εκθέτουν χωρίς να επεξηγούν–, που αφορά έλλειψη πραγματικού ελέγχου της αντιστοιχίας του πεδίου που καθορίζεται με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων προς τις ενδείξεις που κατείχε η Επιτροπή, όσο και η δεύτερη αιτίαση του ίδιου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι οι αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου είχαν απεριόριστο πεδίο και επέτρεπαν μια πραγματική «εξερεύνηση».

104.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την τελευταία αυτή αιτίαση, αφενός, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο είχε ορθώς επισημάνει ότι το ζήτημα που έθεσαν οι νυν αναιρεσείουσες του κατά πόσον η Επιτροπή προέβη σε τέτοια «εξερεύνηση» –η οποία δεν επιτρέπεται από τον κανονισμό 1/2003 ( 67 )– εξαρτάται από τον επαρκή χαρακτήρα των ενδείξεων που διέθετε η Επιτροπή κατά την έκδοση των επίδικων αποφάσεων και ότι, επομένως, το ζήτημα αυτό έπρεπε να εξεταστεί στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε προσβολή του δικαιώματος στο απαραβίαστο της κατοικίας των επιχειρήσεων που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και όχι στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε την πλημμελή αιτιολογία των εν λόγω αποφάσεων.

105.

Αφετέρου, παρατηρώ ότι, προς στήριξη της ίδιας αιτίασης, οι νυν αναιρεσείουσες παραπέμπουν στο πεδίο εφαρμογής των επίδικων αποφάσεων όπως προκύπτει όχι μόνον από το άρθρο τους 1, στοιχείο αʹ, αλλά επίσης από το άρθρο τους 1, στοιχείο βʹ, στα οποία γινόταν λόγος για υπόνοια παράβασης με αντικείμενο ανταλλαγές πληροφοριών σχετικές με «τις μελλοντικές εμπορικές στρατηγικές», μεταξύ άλλων όσον αφορά το μείγμα προϊόντων, την ανάπτυξη καταστημάτων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πολιτική εμπορικής προώθησης «στις αγορές εφοδιασμού αγαθών ευρείας κατανάλωσης και στις αγορές πώλησης στους καταναλωτές αγαθών ευρείας κατανάλωσης, στη Γαλλία». Δεδομένου, όμως, ότι το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, των εν λόγω αποφάσεων ακυρώθηκε οριστικά από το Γενικό Δικαστήριο στο σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεστούν πλέον παραδεκτώς το περιεχόμενό του προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους που αφορά υπέρμετρα ευρύ πεδίο του αντικειμένου του ελέγχου.

106.

Στο μέτρο που το Δικαστήριο εκτιμήσει ότι το επιχείρημα που εκτέθηκε στο σημείο 102 των παρουσών προτάσεων και οι αιτιάσεις που μνημονεύθηκαν στο σημείο 103 των παρουσών προτάσεων σκοπούν την αμφισβήτηση της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις ενδείξεις που διέθετε η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι το εν λόγω επιχείρημα και οι εν λόγω αιτιάσεις ουδόλως τεκμηριώνονται και, αφετέρου, ότι, δεδομένου ότι δεν προβάλλεται ουδεμία αλλοίωση των εν λόγω ενδείξεων, το Δικαστήριο δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, αρμόδιο να τις εξετάσει στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως ( 68 ).

107.

Τέλος, όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση που οι αναιρεσείουσες προέβαλαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, επισημαίνεται ότι η εν λόγω αιτίαση βάλλει κατά των σκέψεων 158 έως 165 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αφορά προσβολή του δικαιώματος στο απαραβίαστο της κατοικίας και, ιδίως, στο μέρος της ανάλυσης που επικεντρώνεται στον έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Στις εν λόγω σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο, βασιζόμενο στην προγενέστερη νομολογία του, εκτίμησε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε καθορίσει καταληκτική ημερομηνία για τη διενέργεια των πράξεων ελέγχου δεν συνιστούσε υπέρμετρη παρέμβαση στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας των αναιρεσειουσών.

108.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2 των επίδικων αποφάσεων όριζε την ημερομηνία από την οποία μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο έλεγχος, χωρίς όμως να ορίζεται η ημερομηνία περάτωσής του. Η πληροφορία αυτή ήταν σύμφωνη με το άρθρο 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, το οποίο επιβάλλει στην Επιτροπή να καθορίζει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, χωρίς να προβλέπει ενδεχόμενη υποχρέωση καθορισμού της ημερομηνίας λήξης του ελέγχου.

109.

Όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η απουσία ημερομηνία περάτωσης του ελέγχου δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος μπορεί να διαρκέσει επ’ αόριστον, δεδομένου ότι η Επιτροπή υποχρεούται, συναφώς, να τηρεί εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη ( 69 ).

110.

Ως εκ τούτου, μολονότι δεν απαιτείται η χρονική εμβέλεια της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου να οριστεί εκ των προτέρων ως προς όλα τα στοιχεία της, εντούτοις περιορίζεται κατά τρόπο ώστε οι πράξεις διενέργειας του ελέγχου να μην υπερβαίνουν εύλογη διάρκεια, η οποία εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων και των κρίσιμων στοιχείων της συγκεκριμένης περίπτωσης.

111.

Αφενός, ο χρονικός αυτός περιορισμός συνιστά –τουλάχιστον, όταν ο έλεγχος διενεργείται χωρίς η Επιτροπή να κάνει χρήση των εθνικών μέσων καταναγκασμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 6 έως 8, του κανονισμού 1/2003– κατάλληλη και επαρκή εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας, ιδίως όταν, κατά την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας των πράξεων του ελέγχου, λαμβάνεται υπόψη η απαίτηση χρονικού περιορισμού της παρέμβασης που προσβάλλει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ στο διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο για τις εξακριβώσεις που απαιτούνται σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου.

112.

Αφετέρου, τέτοιος χρονικός περιορισμός εγγυάται, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 163 και 164 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την αποτελεσματικότητα των εξουσιών έρευνας της Επιτροπής, η οποία απαιτεί η διάρκεια του ελέγχου να προσαρμόζεται όχι μόνο ανάλογα με τα στοιχεία που είναι γνωστά εκ των προτέρων, αλλά επίσης ανάλογα με τα στοιχεία τα οποία ανακύπτουν μόνο μετά την έκδοση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου –όπως ο όγκος των πληροφοριών που εντοπίζονται επιτόπου, οι χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες έρευνας ( 70 ) και η συμπεριφορά των επιχειρήσεων που υποβάλλονται σε έλεγχο–, αποφεύγοντας συγχρόνως το ενδεχόμενο η εκ των προτέρων συνεκτίμηση των τυχαίων αυτών στοιχείων να οδηγήσει την Επιτροπή να καθορίσει, με την απόφαση με την οποία διατάσσεται ο έλεγχος, διάρκεια ελέγχου η οποία υπερβαίνει την απολύτως αναγκαία.

113.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος στο σύνολό του.

Γ.   Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

114.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι παρέβη τον κανονισμό 1/2003 καθόσον χαρακτήρισε ως μη υπαγόμενο στον εν λόγω κανονισμό διαδικαστικό στάδιο προγενέστερο της λήψης από την Επιτροπή των μέτρων που ενέχουν την αιτίαση ότι έχει διαπραχθεί παράβαση. Ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 189 έως 196 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης οι οποίες περιλαμβάνονται στο μέρος της εν λόγω απόφασης στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα των ενδείξεων που η Επιτροπή είχε στην κατοχή της.

1. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

115.

Στη σκέψη 189 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, προκαταρκτικώς, ότι ο αρκούντως σοβαρός χαρακτήρας των ενδείξεων που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου «εντάσσεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, σκοπός του οποίου είναι να παρέχεται στην Επιτροπή η δυνατότητα να συλλέξει όλα τα ουσιώδη στοιχεία για την εξακρίβωση της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού και να λάβει μια πρώτη θέση για την κατεύθυνση και τη συνέχεια της διαδικασίας». Στη σκέψη 190, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή «στο στάδιο αυτό», πριν από την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, να έχει στην κατοχή της στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη παράβασης και ότι πρέπει να γίνει διάκριση «μεταξύ, αφενός, των στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη παράβασης και, αφετέρου, των ενδείξεων που είναι ικανές να δημιουργήσουν εύλογη υπόνοια σχετικά με την τέλεση των εικαζόμενων παραβάσεων».

116.

Στις σκέψεις 192 και 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η ως άνω διάκριση «έχει συνέπειες [μεταξύ άλλων] όσον αφορά τις σχετικές με τον τύπο απαιτήσεις […] των ενδείξεων που δικαιολογούν τις αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου» και ότι «οι εν λόγω ενδείξεις δεν πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες τυπικές διατυπώσεις με εκείνες που αφορούν, μεταξύ άλλων, την τήρηση των κανόνων που επιβάλλονται από τον κανονισμό 1/2003 και τη νομολογία που απορρέει από τον εν λόγω κανονισμό όσον αφορά τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής». Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, «εάν για τη συγκέντρωση των ενδείξεων προ του ελέγχου και για τη συλλογή αποδείξεων περί παραβάσεως ίσχυαν οι ίδιες τυπικές διατυπώσεις, η Επιτροπή θα έπρεπε να τηρεί τους κανόνες που διέπουν τις εξουσίες έρευνας τις οποίες διαθέτει χωρίς να έχει ακόμη κινήσει τυπικώς καμία έρευνα κατά την έννοια του κεφαλαίου V του κανονισμού 1/2003 και χωρίς να έχει κάνει ακόμη χρήση των εξουσιών έρευνας που της αναγνωρίζουν ειδικότερα τα άρθρα 18, 19 και 20 του κανονισμού 1/2003, ήτοι χωρίς να έχει λάβει μέτρο το οποίο να ενέχει αιτίαση περί διάπραξης παραβάσεως, όπως απόφαση περί διενέργειας ελέγχου» (σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «[ο] εν λόγω ορισμός του σημείου έναρξης της έρευνας και του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης είναι απόρροια πάγιας νομολογίας» (σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

117.

Στη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στις διατάξεις τις οποίες η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να τηρήσει περιλαμβάνονταν οι επιταγές του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 ( 71 ) όπως έχουν ερμηνευθεί με την απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής ( 72 ).

118.

Επομένως, στη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να καταγράψει πρακτικά ακροάσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2016 και 2017 με δεκατρείς προμηθευτές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης τους οποίους αφορούσε ο έλεγχος οι οποίοι συνήπταν τακτικά συμφωνίες με την Casino και την ITM (στο εξής: ακροάσεις με τους προμηθευτές) και ότι οι ενδείξεις που προέρχονταν από τις εν λόγω ακροάσεις δεν έπρεπε να αποκλεισθούν ως ενέχουσες τυπική πλημμέλεια λόγω παράβασης της υποχρέωσης καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

2. Συνοπτική έκθεση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων

119.

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατά πρώτον, ότι ο ορισμός του σημείου έναρξης της έρευνας και του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα αλλοίωσης της νομολογίας του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η μόνη διάκριση η οποία γίνεται όσον αφορά τα ισχύοντα δικαιώματα στο σύνολο των αποφάσεων που παρατίθενται στη σκέψη 194 της εν λόγω απόφασης, οι οποίες εξάλλου αφορούν μόνο την εκτίμηση του σημείου έναρξης του χρονικού διαστήματος που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας, είναι η «διάκριση μεταξύ των δύο σταδίων της διοικητικής διαδικασίας, ήτοι του σταδίου έρευνας που προηγείται της κοινοποίησης των αιτιάσεων και του σταδίου που αντιστοιχεί στην υπόλοιπη διοικητική διαδικασία», η οποία προκύπτει, εξάλλου, κατά τις αναιρεσείουσες, από τον ίδιο τον κανονισμό 773/2004.

120.

Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε contra legem ότι ο κανονισμός 1/2003 δεν εφαρμόζεται πριν από την έκδοση της πρώτης απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, μολονότι, κατ’ αυτές, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 25 του εν λόγω κανονισμού όσο και από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004 προκύπτει ότι «εφαρμόζεται πλήρως σε όλες τις πράξεις της Επιτροπής που εκδίδονται για την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ επ., από το στάδιο του εντοπισμού των πρακτικών». Η υπαγωγή στους κανόνες του κανονισμού 1/2003 τόσο των τομεακών ερευνών, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, όσο και της δήλωσης επιεικούς μεταχείρισης ( 73 ), που δεν συνεπάγονται τη λήψη μέτρων που ενέχουν αιτίαση τέλεσης παράβασης, επιρρωννύουν τη συγκεκριμένη ερμηνεία.

121.

Κατά τρίτον, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τις συνέπειες τις οποίες αντλεί το Γενικό Δικαστήριο από τη διάκριση μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη παράβασης και των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και, ιδίως, την κρίση, που περιέχεται στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι δεύτερες δεν πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες τυπικές διατυπώσεις. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις διαδικασίες που κινήθηκαν βάσει του άρθρου 1/2003, ανεξαρτήτως του αν επρόκειτο περί ενδείξεων ή αποδείξεων, πρέπει να πληρούν τις ίδιες απαιτήσεις και να υπόκεινται στις ίδιες τυπικές διατυπώσεις και στους ίδιους διαδικαστικούς κανόνες προκειμένου να διασφαλίζονται η γνησιότητα, η νομιμότητα και η αξιοπιστία των αποδείξεων. Η τήρηση των εν λόγω κανόνων διασφαλίζει, όμως, τη γνησιότητα τόσο της απόδειξης όσο και της ένδειξης, η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους.

122.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αποδεικτική αξία που απαιτείται προκειμένου ένα ουσιαστικό στοιχείο να μπορεί να συνιστά ένδειξη που καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου είναι κατ’ ανάγκην μικρότερη από την αποδεικτική αξία που απαιτείται προκειμένου ένα ουσιαστικό στοιχείο να συνιστά μέσο απόδειξης με σκοπό να διαπιστωθεί παράβαση και ότι από τη διάκριση αυτή προκύπτει ότι οι ενδείξεις υπόκεινται κατ’ ανάγκην σε λιγότερες τυπικές διατυπώσεις από ό,τι οι αποδείξεις.

123.

Ειδικότερα, δεν απαιτείται οι εν λόγω ενδείξεις να καταγράφονται βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, εκτός εάν θεωρηθεί ότι οι τυπικές διατυπώσεις που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται πριν ακόμη κινηθεί έρευνα.

124.

Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η κίνηση της έρευνας –η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία κατά την οποία, για πρώτη φορά, η Επιτροπή κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που διαθέτει και λαμβάνει μέτρα που ενέχουν αιτίαση τέλεσης παράβασης και έχουν σημαντικές συνέπειες στην κατάσταση των ύποπτων οντοτήτων– πραγματοποιείται σε διαφορετικό χρόνο και έχει έννομες συνέπειες διακριτές του ανοίγματος φακέλου και της κίνησης διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004. Το άνοιγμα φακέλου συνιστά, κατά την Επιτροπή, εσωτερική πράξη του γραμματέα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού ο οποίος αποδίδει αριθμό σε μια υπόθεση με μόνο σκοπό να μπορεί η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να αποθηκεύει έγγραφα, η δε κίνηση διαδικασίας αντιστοιχεί στην ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 2 του κανονισμού 773/2004 με σκοπό την έκδοση απόφασης κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου III του κανονισμού 1/2003.

125.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι από το γράμμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η «ακρόαση», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, πρέπει να αφορά τη «[συλλογή] πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας», η οποία πρέπει εξ ορισμού να έχει ήδη κινηθεί. Εξάλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των παραπομπών, από τις αναιρεσείουσες, στην αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 1/2003 καθώς και στις τομεακές έρευνες και στη δήλωση επιεικούς μεταχείρισης.

126.

Εν προκειμένω, οι συναντήσεις και οι τηλεφωνικές διασκέψεις με τους δεκατρείς ενδιαφερόμενους προμηθευτές πραγματοποιήθηκαν, κατά την Επιτροπή, πριν από την κίνηση έρευνας δυνάμει του κανονισμού 1/2003 και, επομένως, πριν από οποιαδήποτε «διαδικασία». Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να τηρήσει τις τυπικές διατυπώσεις που προβλέπονται από την εν λόγω διάταξη.

127.

Τέτοια υποχρέωση της Επιτροπής θα έθιγε από πλείονες απόψεις την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού εκ μέρους της. Κατά πρώτον, τούτο θα εμπόδιζε την Επιτροπή να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ενδείξεις όταν οι εν λόγω ενδείξεις μπορούν να είναι μόνο προφορικές, για παράδειγμα, μια πληροφορία που άκουσε εκπρόσωπος της Επιτροπής κατά τη διάρκεια συνάντησης, ανεπίσημης επίσκεψης σε εγκαταστάσεις ή σε δημόσιο χώρο. Κατά δεύτερον, τούτο θα σήμαινε ότι οι ενδείξεις δεν μπορούν ποτέ να είναι προφορικές με αποτέλεσμα να θίγεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών της Επιτροπής καθυστερώντας την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου.

128.

Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η υπαγωγή των ενδείξεων σε λιγότερες τυπικές διατυπώσεις από ό,τι οι αποδείξεις διασφαλίζει την επιταγή ταχύτητας που κατευθύνει την έκδοση των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου και την αποτελεσματικότητα της έρευνας της Επιτροπής.

129.

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών όσον αφορά τη γνησιότητα των αποδείξεων βασίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της νομολογίας. Συγκεκριμένα, η γνησιότητα της απόδειξης δεν συνιστά «αναγκαία προϋπόθεση» της αξιοπιστίας της. Στο δίκαιο της Ένωσης ισχύει η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, από την οποία συνάγεται ότι το μόνο κρίσιμο κριτήριο για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που προσκομίζονται συνήθως έγκειται στην αξιοπιστία τους και ότι η αποδεικτική αξία ενός στοιχείου πρέπει να εκτιμάται συνολικά και, επομένως, η διατύπωση μη τεκμηριωμένων αμφιβολιών όσον αφορά τη γνησιότητα της απόδειξης δεν αρκεί για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της. Οι προεκτεθείσες αρχές εφαρμόζονται, κατά την Επιτροπή, κατά μείζονα λόγο στις ενδείξεις, καθότι η αποδεικτική αξία που απαιτείται προκειμένου ένα ουσιαστικό στοιχείο να συνιστά ένδειξη είναι, εξ ορισμού, μικρότερη.

3. Ανάλυση

130.

Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συναινεί προς τούτο για τον σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας. Οι ακροάσεις που βασίζονται στην ως άνω διάταξη υπόκεινται στην τήρηση των τυπικών διατυπώσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004. Συγκεκριμένα, κατά την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, η Επιτροπή γνωστοποιεί κατά την έναρξη της κατάθεσης τη νομική βάση και τον σκοπό της ακρόασης, υπενθυμίζει τον συναινετικό χαρακτήρα της και ενημερώνει επίσης για την πρόθεσή της να καταγράψει τη συνέντευξη. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα, σε οποιαδήποτε μορφή. Αντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, προς έγκριση. Εφόσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή τάσσει προθεσμία εντός της οποίας το ερωτηθέν πρόσωπο μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του.

131.

Με την απόφαση Intel, το Δικαστήριο διευκρίνισε, όσον αφορά το περιεχόμενο των τυπικών απαιτήσεων στις οποίες υπόκεινται οι ακροάσεις που πραγματοποιούνται βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, ότι, εφόσον η Επιτροπή αποφασίσει, με τη συγκατάθεση του ερωτώμενου προσώπου, να διενεργήσει ακρόαση βάσει της εν λόγω διάταξης, υποχρεούται να καταγράψει την ακρόαση στο σύνολό της, διατηρώντας μόνο την ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο καταγραφής ( 74 ).

132.

Συνεπώς, η Επιτροπή υπέχει την υποχρέωση να καταγράφει με όποιον τρόπο επιλέξει κάθε ακρόαση την οποία διενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, με σκοπό τη συλλογή στοιχείων σχετικών με το αντικείμενο έρευνας ( 75 ).

133.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο κατέληξε κατ’ ουσίαν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν εφαρμόζεται στις ακροάσεις με τους προμηθευτές, δεδομένου, αφενός, ότι οι ακροάσεις πραγματοποιήθηκαν πριν από την κίνηση διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού 1/2003, ήτοι πριν από τη λήψη, από την Επιτροπή, μέτρου το οποίο ενείχε αιτίαση τέλεσης παράβασης, και, αφετέρου, ότι, για την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, που εντάσσεται στο πλαίσιο του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης που προηγείται της αποστολής κοινοποίησης αιτιάσεων, η Επιτροπή υποχρεούται μόνο να κατέχει σοβαρές ουσιαστικές ενδείξεις ικανές να δημιουργούν υπόνοιες παράβασης, οι οποίες δεν υπόκεινται στις ίδιες τυπικές διατυπώσεις με εκείνες που απαιτούνται για τη συλλογή αποδείξεων τέλεσης παράβασης. Οι αναιρεσείουσες αντικρούουν με διάφορα επιχειρήματα το προεκτεθέν συμπέρασμα, η δε Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω συμπέρασμα ουδεμία ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

134.

Επομένως, προκειμένου να αποφανθεί επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο πρέπει να αποσαφηνίσει αν η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση να καταγράφει, βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, τις ακροάσεις από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται ως ενδείξεις που δικαιολογούν την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003.

135.

Για τους λόγους που θα εκθέσω εν συνεχεία, φρονώ ότι στο ζήτημα αυτό πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

136.

Με τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες καλούν το Δικαστήριο να εξετάσει, αφενός, το ζήτημα του χρονικού σημείου, στο πλαίσιο της εξέτασης φακέλου υπόθεσης από την Επιτροπή, από το οποίο πρέπει να θεωρείται ότι οι ακροάσεις που διενεργεί η Επιτροπή πραγματοποιούνται «για τον σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας» και, αφετέρου, το ζήτημα του αν η μειωμένη αποδεικτική αξία η οποία απαιτείται για τις ενδείξεις στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου σε σχέση με τις αποδείξεις τέλεσης παράβασης δικαιολογεί να υπόκεινται οι ενδείξεις σε λιγότερες τυπικές διατυπώσεις, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν, ιδίως, την εκπλήρωση των τυπικών απαιτήσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 για τις ακροάσεις που διενεργούνται δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

137.

Θα εξετάσω κατ’ αρχάς το δεύτερο από τα ως άνω ζητήματα.

138.

Συναφώς, εν αντιθέσει προς την κρίση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 189 έως 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, φρονώ ότι ούτε η μικρότερη αποδεικτική αξία που απαιτείται για τις ενδείξεις στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου ούτε το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση εντάσσεται στο πλαίσιο του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης που προηγείται της αποστολής ανακοίνωσης αιτιάσεων ασκούν επιρροή στις τυπικές απαιτήσεις τις οποίες υποχρεούται να πληροί η Επιτροπή, βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας, όταν συλλέγει αποδεικτικά στοιχεία προς χρήση για τους σκοπούς των ερευνών της.

139.

Τα προεκτεθέντα δεν υποδηλώνουν, βεβαίως, ότι ο τύπος ενός ουσιαστικού στοιχείου δεν ασκεί επιρροή στην αποδεικτική αξία του. Για παράδειγμα, μια συμβολαιογραφική πράξη έχει, κατά κανόνα, μεγαλύτερη αποδεικτική αξία από εκείνη ενός ιδιωτικού συμφωνητικού. Εντούτοις, η σχέση μεταξύ τύπου και αποδεικτικής αξίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην διαβάθμιση των τυπικών διατυπώσεων στις οποίες υπόκεινται ορισμένες κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων ανάλογα με την αποδεικτική αξία που απαιτείται για τη χρήση για την οποία προορίζονται τα εν λόγω στοιχεία.

140.

Όσον αφορά ειδικότερα τις πληροφορίες που η Επιτροπή αντλεί από τις ακροάσεις που διενεργεί με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, φρονώ ότι η απουσία κάθε συνδέσμου μεταξύ αποδεικτικής αξίας και εκπλήρωσης των τυπικών απαιτήσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004 συνάγεται από την απόφαση Intel.

141.

Συγκεκριμένα, από την ως άνω απόφαση, και ιδίως από τη σκέψη της 87, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 κάποιο στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης θέλησε να καθιερώσει πλείονες διακριτές κατηγορίες ακροάσεων βάσει της εν λόγω διάταξης ή να εξαιρέσει ορισμένες ακροάσεις από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης, προκύπτει σαφώς ότι η υποχρέωση καταγραφής που απορρέει από αυτήν αφορά κάθε ακρόαση που διενεργεί η Επιτροπή εφόσον σχετίζεται «με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας». Επομένως, η ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης δεν εξαρτάται ούτε από την αποδεικτική αξία που θα μπορούσε να αναγνωριστεί στις δηλώσεις που συλλέγονται κατά τις εν λόγω ακροάσεις, η οποία μπορεί εξάλλου να εκτιμηθεί μόνον μετά τη διενέργεια των ακροάσεων, ούτε από τη σκοπούμενη χρήση των εν λόγω πληροφοριών από την Επιτροπή κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Συναφώς, φρονώ ότι η παραπομπή της Επιτροπής στις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 1/2003 δεν αρκεί, αφ’ εαυτής, για να αναιρέσει το ως άνω συμπέρασμα ( 76 ).

142.

Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η διαπίστωση περί ύπαρξης συνδέσμου μεταξύ της αποδεικτικής αξίας των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου και της εκπλήρωσης των τυπικών απαιτήσεων, που περιέχεται στις σκέψεις 189 έως 192 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αντικρούεται, όσον αφορά τις ενδείξεις που αντλούνται από ακροάσεις που διενεργεί η Επιτροπή, από την ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και της απόφασης Intel στην οποία προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 195, 200 έως 203 και 205 της ίδιας απόφασης. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω σκέψεις προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον κινηθεί έρευνα υπό την έννοια που διευκρινίστηκε στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να συμμορφώνεται προς την υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που αφορούν το αντικείμενο της εν λόγω έρευνας και ότι η εν λόγω υποχρέωση υφίσταται ανεξαρτήτως της αποδεικτικής αξίας των πληροφοριών που η Επιτροπή μπορεί να αντλήσει από τις εν λόγω ακροάσεις και ανεξαρτήτως της χρήσης των εν λόγω πληροφοριών, ως ενδείξεων στο πλαίσιο του σταδίου προκαταρκτικής έρευνας, μεταξύ άλλων για σκοπούς έκδοσης απόφασης περί διενέργειας ελέγχου ( 77 ) ή ως αποδείξεων στο στάδιο της αποστολής κοινοποίησης αιτιάσεων.

143.

Γενικότερα, η διαφορά μεταξύ ενδείξεων και αποδείξεων έγκειται στο γεγονός ότι οι πρώτες δημιουργούν μόνον υπόνοιες σχετικά με το υποστατό της πράξης που πρέπει να καταδειχθεί, ενώ οι δεύτερες την αποδεικνύουν. Όταν η δημιουργία αποδεικτικού στοιχείου απαιτεί σε κάποιον βαθμό την τήρηση τυπικών διατυπώσεων, συχνά προκειμένου να διασφαλιστεί η γνησιότητα και η αξιοπιστία του, η μη τήρηση των εν λόγω τυπικών διατυπώσεων συνεπάγεται ότι το στοιχείο αυτό, ανεξαρτήτως της αξίας του, δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποδεικτική λειτουργία του.

144.

Το πρώτο από τα ζητήματα που τέθηκαν στο σημείο 136 των παρουσών προτάσεων προϋποθέτει, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία της έννοιας της «ακρόασης» για τον σκοπό «της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας» κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

145.

Υπενθυμίζεται ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από το γράμμα της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι οι ακροάσεις τις οποίες αφορά είναι εκείνες που έχουν ως σκοπό τη «συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας», η οποία πρέπει εξ ορισμού να έχει κινηθεί και της οποίας το αντικείμενο πρέπει να έχει καθοριστεί πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ακροάσεων. Εξ αυτού το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι η υποχρέωση καταγραφής των εν λόγω ακροάσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, δεν ισχύει «όσον αφορά ακροάσεις που πραγματοποιούνται πριν από την κίνηση έρευνας από την Επιτροπή […]» ( 78 ). Στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι η έρευνα κινείται τυπικώς όταν η Επιτροπή κάνει χρήση των εξουσιών έρευνας που της έχουν ανατεθεί ειδικότερα από τα άρθρα 18, 19 και 20 του κανονισμού 1/2003, λαμβάνοντας μέτρο το οποίο ενέχει αιτίαση τέλεσης παράβασης, ιδίως απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, στη δε σκέψη 194 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο συγκεκριμένος ορισμός του σημείου έναρξης της έρευνας είναι απόρροια πάγιας νομολογίας.

146.

Από την προμνησθείσα νομολογία –η οποία απορρέει από την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 79 )– προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία που κινεί η Επιτροπή, η έρευνα μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο διαδοχικές περιόδους, καθεμία εκ των οποίων έχει τη δική της λογική. Η πρώτη περίοδος, η οποία εκτείνεται έως την κοινοποίηση των αιτιάσεων, έχει ως σημείο έναρξης την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή, ασκώντας τις εξουσίες που της έχει δώσει ο νομοθέτης της Ένωσης, λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η αιτίαση ότι διαπράχθηκε παράβαση, παρέχει δε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να λάβει θέση επί του προσανατολισμού της διαδικασίας. Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από την κοινοποίηση των αιτιάσεων έως την έκδοση της τελικής απόφασης. Πρέπει να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά επί της προσαπτόμενης παράβασης.

147.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως πράττουν οι αναιρεσείουσες, ότι οι αρχές που μνημονεύθηκαν στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων διατυπώθηκαν με σκοπό την εφαρμογή της αρχής του εύλογου χρονικού διαστήματος. Με την απόφαση LMV, εμπνεόμενο από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ( 80 ), το Δικαστήριο επιδίωξε να προσδιορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η δραστηριότητα έρευνας και εντοπισμού παραβάσεων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού εκ μέρους της Επιτροπής αποκρυσταλλώνεται σε πράξη η οποία ενέχει, εάν όχι ακόμη επίσημη μομφή, τουλάχιστον αιτίαση η οποία «έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατάσταση των ύποπτων επιχειρήσεων» ( 81 ).

148.

Πάντως, όπως και οι αναιρεσείουσες, δεν είμαι πεπεισμένος ότι η λογική η οποία υπαγόρευσε τον καθορισμό του σημείου έναρξης της περιόδου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας, η οποία επιδιώκει να προσδιορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η ενδιαφερόμενη επιχείρηση λαμβάνει γνώση της αιτίασης που διατυπώνεται έναντι αυτής και από το οποίο η κατάστασή της επηρεάζεται από τα μέτρα που έχει λάβει η Επιτροπή, έχει σημασία για τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003.

149.

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το προμνησθέν άρθρο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εξουσίες έρευνας». Επομένως, όταν προβαίνει σε ακρόαση κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, η Επιτροπή ασκεί «εξουσία έρευνας», όπως άλλωστε και όταν απευθύνει αιτήσεις παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού ή ακόμη όταν εκδίδει απόφαση περί διενέργειας ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 20 του ίδιου κανονισμού. Εντούτοις, καίτοι δεν χωρεί αμφιβολία ότι η έκδοση πράξης δυνάμει των άρθρων 18 και 20 του κανονισμού 1/2003 καθορίζει την κίνηση «έρευνας», εντούτοις, κατά την ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο και προασπίστηκε η Επιτροπή, η χρήση της εξουσίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο δεν σηματοδοτεί καθ’ εαυτήν την έναρξη της εν λόγω έρευνας, αλλά απαιτεί, προκειμένου να ασκηθεί, να έχει ήδη κινηθεί έρευνα.

150.

Φρονώ ότι πρόκειται περί ανακολουθίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί με την έμμεση αναγνώριση, από το Γενικό Δικαστήριο, της δυνατότητας η διενέργεια ακρόασης κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 να σηματοδοτεί –όπως η αίτηση παροχής πληροφοριών ή η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου– την κίνηση έρευνας στην περίπτωση που τέτοια ακρόαση ενέχει αιτίαση τέλεσης παράβασης για οποιαδήποτε από τις ερωτώμενες επιχειρήσεις ή για επιχείρηση την οποία αφορούν οι δηλώσεις που έγιναν προς την Επιτροπή ( 82 ). Συγκεκριμένα, τέτοια αναγνώριση, αφενός, αναιρεί τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι από το γράμμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η έρευνα πρέπει να έχει κινηθεί και το αντικείμενό της πρέπει να έχει καθοριστεί πριν από τη διενέργεια των ακροάσεων δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Αφετέρου, η εν λόγω αναγνώριση ανταποκρίνεται μόνον εν μέρει στη λογική στην οποία βασίζεται η νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι η διατύπωση κατηγοριών εις βάρος τρίτης επιχείρησης κατά τη διάρκεια ακρόασης δεν συνεπάγεται ότι η εν λόγω επιχείρηση λαμβάνει γνώση των ενδεχόμενων αιτιάσεων που προβάλλονται έναντι αυτής.

151.

Η ανακολουθία που επισημάνθηκε στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων καθίσταται πρόδηλη κατά μείζονα λόγο εάν ληφθεί υπόψη ότι, όπως ορθώς παρατήρησαν οι αναιρεσείουσες, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει τομεακή έρευνα κάνοντας χρήση της εξουσίας που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 1/2003 χωρίς να διατυπώσει αιτίαση περί τέλεσης παράβασης εις βάρος συγκεκριμένης επιχείρησης ( 83 ).

152.

Κατά τη γνώμη μου, το γράμμα του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, και ιδίως η φράση «για τον σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας», επιβάλλει διαφορετική ερμηνεία, η οποία δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην την ένταξη των επίμαχων ακροάσεων σε συγκεκριμένο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ούτε τον καθορισμό της τυπικής πράξης της Επιτροπής από την οποία αυτή υποχρεούται να εκπληρώνει τις τυπικές διατυπώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

153.

Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι ο ορισμός της εμβέλειας της εν λόγω υποχρέωσης και, επομένως, ο καθορισμός των περιπτώσεων στις οποίες ασκείται η εξουσία που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 εξαρτώνται, κατ’ ουσίαν, από το αντικείμενο και το περιεχόμενο των ακροάσεων που διενεργεί η Επιτροπή.

154.

Στην υπό κρίση υπόθεση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και από τον φάκελο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι επίμαχες ακροάσεις διενεργήθηκαν με προμηθευτές των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης τους οποίους αφορούσαν οι υπόνοιες τέλεσης παράβασης που μνημονεύονταν στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων, ότι οι εν λόγω προμηθευτές συνήπταν τακτικά συμφωνίες με την Intermarché και ότι, ενόψει της προετοιμασίας των εν λόγω ακροάσεων, η Επιτροπή είχε αποστείλει στους ερωτηθέντες προμηθευτές ερωτηματολόγιο το οποίο αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη συμπεριφορά των ενώσεων διανομέων κατά τις διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές, τη διαχρονική εξέλιξη της διαπραγματευτικής ισχύος τους και τα αποτελέσματα της εν λόγω ισχύος στις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά διανομής. Με το εν λόγω ερωτηματολόγιο η Επιτροπή ρωτούσε ευθέως τους προμηθευτές αν είχαν γνώση ανταλλαγής ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών μεταξύ διανομέων εντός της ένωσης και ζητούσε να προσδιορίσουν, ενδεχομένως, τις εν λόγω πληροφορίες. Εξάλλου, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι επίμαχες ακροάσεις διενεργήθηκαν λίγο μετά τη διεξαγωγή διάσκεψης, στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, στην έδρα της Intermarché παρουσία εκπροσώπων των ενώσεων, στην οποία είχαν κληθεί να μετάσχουν οι προμηθευτές του σήματος, και ότι διήρκεσαν έως την παραμονή της έκδοσης των επίδικων αποφάσεων.

155.

Κατά τη γνώμη μου, όμως, όταν διενεργεί ακροάσεις με τέτοιο περιεχόμενο, των οποίων το αντικείμενο ορίζεται εκ των προτέρων και των οποίων ο σκοπός είναι προδήλως η εξασφάλιση πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία συγκεκριμένης αγοράς και σχετικά με τη συμπεριφορά των παραγόντων της εν λόγω αγοράς προκειμένου να εντοπίσει ενδεχόμενες παραβατικές συμπεριφορές ή να εδραιώσει τις υπόνοιές της όσον αφορά την ύπαρξη τέτοιων συμπεριφορών, η Επιτροπή ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, ανεξαρτήτως του σταδίου της διαδικασίας κατά το οποίο διενεργείται η ακρόαση.

156.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι αρκεί να έχει ανοιχθεί φάκελος στη γραμματεία της Επιτροπής για να θεωρηθεί ότι τέτοιες ακροάσεις έχουν ως σκοπό τη «συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης ( 84 ). Με άλλα λόγια, όπως εκτίμησε ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl με τις προτάσεις του στην υπόθεση Intel Corporation κατά Επιτροπής ( 85 ), «οποιαδήποτε συνάντηση με τρίτους που συγκαλείται ειδικά για τη συλλογή κρίσιμων πληροφοριακών στοιχείων, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν κατά την εξέταση μιας υποθέσεως, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003» ( 86 ).

157.

Διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε στο, κατά τη γνώμη μου, μη αποδεκτό συμπέρασμα ότι οι ακροάσεις που έχουν το προεκτεθέν περιεχόμενο διενεργούνται εκτός του νομικού πλαισίου που συνιστά ο κανονισμός 1/2003. Όταν, όμως, η Επιτροπή ασκεί εν τοις πράγμασι τις εξουσίες έρευνας που διαθέτει, το εν λόγω νομικό πλαίσιο έχει κατ’ ανάγκην εφαρμογή, ακόμη και όταν η έρευνα δεν έχει «κινηθεί τυπικώς», εν αντιθέσει προς το συμπέρασμα που φαίνεται να προκύπτει από τη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ( 87 ).

158.

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις εν λόγω ακροάσεις χρησιμοποιούνται ως σοβαρές ενδείξεις στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, ήτοι μέτρο το οποίο συνεπάγεται παρέμβαση στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας της επιχείρησης και περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων της που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

159.

Διευκρινίζω, τέλος, ότι η ερμηνεία του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 που προτείνω δεν συνεπάγεται, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η Επιτροπή δεν θα είναι πλέον σε θέση να συλλέγει και να χρησιμοποιεί ενδείξεις όταν οι ενδείξεις μπορούν να είναι μόνο προφορικές.

160.

Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η υποθετική περίπτωση που εκτέθηκε στο σημείο 154 των παρουσών προτάσεων απέχει πολύ από εκείνη που μνημόνευσε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της (εκπρόσωπος της Επιτροπής ο οποίος ακούει πληροφορία κατά τη διάρκεια συνάντησης, ανεπίσημης επίσκεψης σε εγκαταστάσεις ή σε δημόσιο χώρο). Αφετέρου, διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή δεν διενεργεί ακρόαση βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και, επομένως, εάν οι συζητήσεις μεταξύ της Επιτροπής και τρίτων δεν αφορούν το αντικείμενο συγκεκριμένης έρευνας, δεν συντρέχει καμία υποχρέωση καταγραφής τους ( 88 ).

161.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι ενδείξεις που προκύπτουν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές δεν πρέπει να αποκλεισθούν ως ενέχουσες τυπική πλημμέλεια λόγω παράβασης της υποχρέωσης καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

162.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να επικυρώσει την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο και να αποφανθεί ότι η υποχρέωση καταγραφής των ακροάσεων που διενεργήθηκαν δυνάμει της εν λόγω διάταξης επιβάλλεται μόνον όταν οι εν λόγω ακροάσεις διενεργούνται μετά την κίνηση έρευνας, κατά την έννοια που διευκρινίζεται στις σκέψεις 193 και 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εκτιμώ, παρ’ όλα αυτά, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν υπείχε τη συγκεκριμένη υποχρέωση εν προκειμένω.

163.

Συγκεκριμένα, φρονώ ότι, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις εν λόγω επικοινωνίες με τρίτους με σκοπό την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου –όπως προκύπτει προδήλως στην υπό κρίση υπόθεση λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου, του περιεχομένου και του χρόνου των ακροάσεων που διενήργησε με τους προμηθευτές–, η Επιτροπή υποχρεούται, σε κάθε περίπτωση, να καταγράφει τις εν λόγω επικοινωνίες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004. Κατά τη γνώμη μου, τούτη είναι μια αναγκαία εγγύηση λαμβανομένης υπόψη της παρέμβασης που ο έλεγχος συνεπάγεται στα θεμελιώδη δικαιώματα της επιχείρησης που υπόκειται σε έλεγχο, ιδίως προκειμένου τα δικαστήρια της Ένωσης να μπορούν να ελέγξουν τη σοβαρότητα των ενδείξεων που κατέχει η Επιτροπή οι οποίες δικαιολογούν τέτοια παρέμβαση.

164.

Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτό τον τρίτο λόγο αναιρέσεως.

Δ.   Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

165.

Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη. Τα τρία πρώτα σκέλη, τα οποία αφορούν αλλοίωση των πραγματικών περιστατικών, πλάνη περί το δίκαιο και πρόδηλη πλάνη εκτίμησης, αντιστοίχως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, ότι δεν είχε κινηθεί έρευνα πριν από την έκδοση της πρώτης απόφασης περί διενέργειας ελέγχου (της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017), δεύτερον, ότι τα πρακτικά ακροάσεων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις χωρίς να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004 και, τρίτον, ότι η τήρηση των τυπικών διατυπώσεων που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις θα παρεμποδίζει τον εντοπισμό πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ταυτίζονται, κατ’ ουσίαν, με τα επιχειρήματα που οι αναιρεσείουσες προέβαλαν με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως. Επομένως, παραπέμπω στις παρατηρήσεις που διατύπωσα στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

166.

Ως εκ τούτου, απομένει η ανάλυση του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως.

Επί του τετάρτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

167.

Με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα, στη σκέψη 219 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή διέθετε, κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων αποφάσεων, αρκούντως σοβαρές ενδείξεις, χωρίς να συντρέχει λόγος ακριβούς καθορισμού των ημερομηνιών κατάρτισης και οριστικοποίησης των πρακτικών ακροάσεων.

168.

Αφενός, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι οι ενδείξεις στις οποίες βασίζεται η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου πρέπει να περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής πριν από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης, μεταξύ άλλων προκειμένου τα διάφορα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία κατάρτισης της εν λόγω απόφασης να μπορούν να ελέγξουν τον αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα των εν λόγω ενδείξεων και την ορθή οριοθέτηση του πεδίου του ελέγχου. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όταν έκρινε, στη σκέψη 208 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «η κρίσιμη ημερομηνία η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της κατοχής ενδείξεων κατά την ημερομηνία έκδοσης των [επίδικων] αποφάσεων είναι η ημερομηνία των ακροάσεων με τους προμηθευτές, οι οποίες εκτέθηκαν στα πρακτικά».

169.

Αφετέρου, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο μετέθεσε σε αυτές το βάρος απόδειξης ότι η Επιτροπή κατάρτισε το σύνολο των πρακτικών μετά την ημερομηνία έκδοσης της πρώτης επίδικης απόφασης (της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017).

170.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η κρίσιμη ημερομηνία για την αξιολόγηση της κατοχής από την ίδια των ενδείξεων υπό μορφή προφορικών δηλώσεων είναι η ημερομηνία των εν λόγω δηλώσεων και όχι η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή επισημοποίησε εγγράφως τις εν λόγω δηλώσεις. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 89 ), που εκδόθηκε στο πλαίσιο των διαδικασιών επιεικούς μεταχείρισης και μνημονεύθηκε στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από την οποία προκύπτει ότι η κατοχή ουσιαστικού στοιχείου από την Επιτροπή ισοδυναμεί με γνώση του περιεχομένου του. Εν προκειμένω, όμως, οι ακροάσεις με τους προμηθευτές πραγματοποιήθηκαν όλες πριν από την ημερομηνία της πρώτης επίδικης απόφασης (της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017). Εξάλλου, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων αποφάσεων, η Επιτροπή είχε ήδη στην κατοχή της τις ενδείξεις που προέκυψαν από τις διαδοχικές συναντήσεις ή τηλεφωνικές διασκέψεις με τους δεκατρείς προμηθευτές, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναγνώρισε στην Επιτροπή δυνατότητα εκ των υστέρων θεραπείας.

171.

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από τις σκέψεις 207 και 210 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι τα σημεία του σκεπτικού της εν λόγω απόφασης που οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν με το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στηρίζονται στην παραδοχή ότι η Επιτροπή δεν υπείχε, εν προκειμένω, υποχρέωση καταγραφής βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004 και ότι, επομένως, δεν υποχρεούνταν να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία είχαν καταρτιστεί τα πρακτικά των ακροάσεων, καθότι ο προγενέστερος χαρακτήρας των ενδείξεων που προέκυψαν από τις εν λόγω ακροάσεις έπρεπε να εκτιμηθεί σε σχέση με την ημερομηνία πραγματοποίησης των δηλώσεων, ήτοι την ημερομηνία διενέργειας των ακροάσεων. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει τέτοιας υποχρέωσης καταγραφής, οι ενδείξεις στις οποίες βασίστηκε απόφαση περί διενέργειας ελέγχου οι οποίες προέκυψαν από ακροάσεις που διενήργησε η Επιτροπή με τρίτους μπορούσαν να είναι μόνο προφορικές και ότι, εν προκειμένω, οι ακροάσεις με τους προμηθευτές συνεπάγονταν τη γνώση των πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν κατά τις εν λόγω ακροάσεις και την κατοχή των επίμαχων πληροφοριών κατά την ημερομηνία των εν λόγω ακροάσεων.

172.

Συνεπώς, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει να κάνει δεκτό, όπως προτείνω, τον τρίτο λόγο ακυρώσεως –ανεξαρτήτως των συνεπειών τέτοιας απόφασης όσον αφορά την ακύρωση ή μη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες θα εξεταστούν κατωτέρω–, θα αναιρεθούν επίσης κατ’ ανάγκην τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα οποία αφορά το υπό κρίση σκέλος. Επομένως, οι παρατηρήσεις που εκτίθενται κατωτέρω διατυπώνονται για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο αποφασίσει να μην ακολουθήσει την πρότασή μου.

173.

Προκαταρκτικώς πάντοτε, φρονώ ότι μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες επιφυλάξεις όσον αφορά το τελεσφόρο του υπό κρίση σκέλους, στο μέτρο που βάλλει κατά ενός μόνον εκ των δύο λόγων στους οποίους το Γενικό Δικαστήριο στήριξε την απόρριψη της αιτίασης που αντλείται από τον μη προγενέστερο χαρακτήρα των ενδείξεων στις οποίες βασίστηκαν οι επίδικες αποφάσεις καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε την ημερομηνία κατάρτισης των πρακτικών των ακροάσεων.

174.

Συγκεκριμένα, για να απορρίψει το ως άνω επιχείρημα, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, έκρινε, κυρίως, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 171 των παρουσών προτάσεων, ότι η κρίσιμη ημερομηνία η οποία έπρεπε να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή είχε στην κατοχή της τις ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές πριν από την έκδοση των επίδικων αποφάσεων ήταν η ημερομηνία διενέργειας των εν λόγω ακροάσεων. Αφετέρου, επαλλήλως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 215 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι, ακόμη και σε περίπτωση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία κατάρτισης των πρακτικών των εν λόγω ακροάσεων και μολονότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε απόδειξη της εν λόγω ημερομηνίας, μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί, βάσει των στοιχείων που προσκόμισε το εν λόγω θεσμικό όργανο και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή είχε υποστηρίξει ότι κατάρτισε τα εν λόγω πρακτικά με σκοπό να εκπληρώσει την υποχρέωση καταγραφής που θεωρούσε ότι υπείχε κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, ότι τα εν λόγω πρακτικά είχαν καταρτισθεί σταδιακά κατά τις επικοινωνίες, ήτοι από την αρχή των επικοινωνιών που ξεκίνησαν ως επί το πλείστον στα τέλη του 2016 ( 90 ).

175.

Πάντως, καίτοι είναι αληθές ότι οι αναιρεσείουσες προέβαλαν αιτίαση επίσης κατά της σκέψης 215 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η εν λόγω αιτίαση αφορά απλώς και μόνο εικαζόμενη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που ουδόλως συνάγεται από τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο εκτίμησε, αντιθέτως, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή ήταν επαρκή προκειμένου να καταδειχθεί ότι τα πρακτικά των ακροάσεων ήταν καταρτιστεί, ως επί το πλείστον, πριν από την ημερομηνία της πρώτης επίδικης απόφασης (της απόφασης Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017). Αντιθέτως, οι αναιρεσείουσες δεν έθεσαν υπό αμφισβήτηση το μέτρο απόδειξης που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο ούτε προέβαλαν οποιαδήποτε αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του, μόνη αιτίαση η οποία θα τους παρείχε τη δυνατότητα να επικαλεστούν πλάνη όσον αφορά την εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων.

176.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να αναλύσει το συγκεκριμένο σκέλος επί της ουσίας, εκτιμώ ότι είναι βάσιμο.

177.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διενεργούμενοι από την Επιτροπή έλεγχοι αποσκοπούν στη συλλογή των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση του υποστατού και της έκτασης ορισμένης πραγματικής και νομικής κατάστασης, για την οποία η Επιτροπή διαθέτει ήδη πληροφορίες ( 91 ). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να διαθέτει, πριν από την έκδοση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, σοβαρά στοιχεία και ουσιαστικές ενδείξεις που εγείρουν υπόνοιες περί τελέσεως της παράβασης από την επιχείρηση που υπόκειται σε έλεγχο ( 92 ). Εξάλλου, η κατοχή τέτοιων στοιχείων και ενδείξεων πρέπει να τεκμηριώνεται στην απόφαση με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου ( 93 ).

178.

Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, προκειμένου να καταδειχθεί ο προγενέστερος χαρακτήρας των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή οφείλει όχι μόνο να αποδείξει ότι, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, είχε ουσιαστικά στην κατοχή της την πηγή των πληροφοριών στις οποίες στηρίζεται για να δικαιολογήσει τη διενέργεια του ελέγχου, αλλά επίσης ότι μπόρεσε να εκτιμήσει in concreto, αφενός, αν και σε ποιον βαθμό οι εν λόγω πληροφορίες παρείχαν τη δυνατότητα διατύπωσης υπονοιών σχετικά με την ύπαρξη παράβασης και καθορισμού των ουσιωδών στοιχείων της εν λόγω παράβασης ώστε να οριοθετηθούν το πεδίο της έρευνας και τα στοιχεία που αναζητώνται κατά τις εξακριβώσεις και, αφετέρου, αν οι εν λόγω ενδείξεις ήταν σοβαρές.

179.

Με άλλα λόγια, ο προγενέστερος χαρακτήρας των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης δεν προϋποθέτει μόνο την «κατοχή» πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής. Για τον λόγο αυτό φρονώ ότι το τεκμήριο που απορρέει από τη νομολογία σχετικά με τις αποφάσεις περί επιεικούς μεταχείρισης που μνημονεύεται στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο η κατοχή και μόνο πληροφοριών από την Επιτροπή ισοδυναμεί με γνώση εκ μέρους της, δεν έχει εφαρμογή στις αποφάσεις περί διενέργειας ελέγχου και, επομένως, εν αντιθέσει προς τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, η εν λόγω νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον συγκεκριμένο τομέα.

180.

Εξάλλου, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος του μη αυθαίρετου χαρακτήρα της παρέμβασης στη σφαίρα της ιδιωτικής δραστηριότητας της ενδιαφερόμενης επιχείρησης την οποία συνεπάγεται ο έλεγχος, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει ότι η απόφαση με την οποία διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου βασίζεται σε αρκούντως σοβαρές ενδείξεις τις οποίες μπόρεσε να εκτιμήσει in concreto και ότι το πεδίο των εξακριβώσεων που οριοθετείται με την εν λόγω απόφαση περιορίζεται στην παράβαση για την οποία η Επιτροπή έχει υπόνοιες βάσει των εν λόγω ενδείξεων.

181.

Φρονώ, όμως, ότι, όσον αφορά πληροφορίες που προέρχονται από προφορικές δηλώσεις τρίτων που δεν καταγράφηκαν βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, τέτοια απόδειξη μπορεί να παρασχεθεί μόνον μέσω της προσκόμισης απομαγνητοφωνημένων πρακτικών ή λεπτομερών πρακτικών του περιεχομένου τους. Ως εκ τούτου, τείνω να θεωρήσω ότι η κρίσιμη ημερομηνία η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εξακρίβωση του προγενέστερου χαρακτήρα των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου σε σχέση με την ημερομηνία της εν λόγω απόφασης είναι, όσον αφορά τις ενδείξεις που προκύπτουν από τέτοιες δηλώσεις, η ημερομηνία κατά την οποία καταρτίζονται τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά ή άλλα πρακτικά των επικοινωνιών μεταξύ της Επιτροπής και του/των ενδιαφερόμενου/-ων προσώπου/-ων, επ’ ευκαιρία των οποίων συλλέχθηκαν οι εν λόγω δηλώσεις.

182.

Διευκρινίζω επιπλέον ότι, κατά τη γνώμη μου, η απαίτηση ταχείας έκδοσης των αποφάσεων περί διενέργειας ελέγχου μετά την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με δυνητικές παραβάσεις, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι διαρροών και απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων, την οποία υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 210 της αναιρεσιβαλλόμενης, δεν πρέπει να οδηγήσει στη θέσπιση γενικού κανόνα, εφαρμοστέου σε κάθε περίπτωση, κατά τον οποίο, για τη διαπίστωση του προγενέστερου χαρακτήρα των ενδείξεων στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου, σημασία έχει μόνον η ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή λαμβάνει τις προφορικές πληροφορίες από τις οποίες προκύπτουν οι εν λόγω ενδείξεις. Συγκεκριμένα, καίτοι κατανοώ βεβαίως την απαίτηση αυτή, δεν θεωρώ ότι μπορεί να δικαιολογεί την έλλειψη κάθε γραπτού ίχνους των ακροάσεων που η Επιτροπή διεξάγει με τρίτους, λόγω μη λήψης μέτρων τυπικής καταγραφής των εν λόγω ακροάσεων, μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, όπου οι επίμαχες ακροάσεις είχαν διάρκεια πλειόνων εβδομάδων, ακόμη και πλειόνων μηνών, και, επομένως, παρείχαν στην Επιτροπή τον απαραίτητο χρόνο για να καταρτίσει πρακτικά σταδιακά καθώς συνέλεγε τις δηλώσεις των προμηθευτών.

183.

Αντιθέτως, καίτοι φρονώ ότι τουλάχιστον τα πρακτικά των ακροάσεων στις οποίες η Επιτροπή βασίζεται για να δικαιολογήσει απόφαση περί διενέργειας ελέγχου πρέπει να έχουν κατατεθεί, στο μέτρο του δυνατού, στον φάκελο της υπόθεσης πριν από την ημερομηνία λήψης της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου ( 94 ), εκτιμώ ότι οι απαιτήσεις ταχύτητας μπορεί να δικαιολογούν τη μη τήρηση του συγκεκριμένου κανόνα από την Επιτροπή σε συγκεκριμένη περίπτωση.

184.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει να αποφανθεί επί της ουσίας επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, το εν λόγω σκέλος θα πρέπει να κριθεί βάσιμο.

Ε.   Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

185.

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, που αφορά έλλειψη αιτιολογίας καθόσον δεν εξετάστηκε η αποδεικτική αξία των ενδείξεων και πλάνη όσον αφορά τον χαρακτηρισμό στοιχείων ως «ενδείξεων», οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν τις σκέψεις 220 έως 232, 253 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

186.

Κατά πρώτον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διενήργησε, όπως είχαν ζητήσει και όπως επιβάλλουν, κατ’ αυτές, τα άρθρα 6 και 8 της ΕΣΔΑ, in concreto έλεγχο του βαθμού στον οποίο οι πλείονες πλημμέλειες που είχαν καταγγείλει και τις οποίες ενείχαν τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή επηρέαζαν την αξιοπιστία και, επομένως, την αποδεικτική αξία των εν λόγω στοιχείων.

187.

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στις σκέψεις 224 έως 232 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διενήργησε τέτοιο έλεγχο εκτιμώντας διαδοχικώς την αξιοπιστία και την αποδεικτική αξία των δηλώσεων των προμηθευτών που περιλαμβάνονται στα πρακτικά των ακροάσεων (σκέψη 225), ηλεκτρονικού μηνύματος της 22ας Νοεμβρίου 2016 του γενικού διευθυντή ένωσης προμηθευτών, στο οποίο περιγράφονται οι κινήσεις και οι σχέσεις μεταξύ των σημάτων της διανομής μεγάλης κλίμακας, μεταξύ άλλων, εντός ενώσεων διανομέων μεγάλης κλίμακας (στο εξής: μήνυμα του διευθυντή της ένωσης N, σκέψη 226), και των πρακτικών των ακροάσεων που κατάρτισε η Επιτροπή (σκέψη 229). Εξάλλου, στα ίδια σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλαν πρωτοδίκως οι αναιρεσείουσες προκειμένου να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία ή την αποδεικτική αξία των διαφόρων αυτών στοιχείων καθώς και τον χαρακτηρισμό τους ως «ενδείξεων».

188.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η πρώτη αιτίαση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

189.

Κατά δεύτερον, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι χαρακτήρισε, στις σκέψεις 253 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, «σοβαρές ουσιαστικές ενδείξεις» δηλώσεις «αόριστες και εικοτολογικές» από τις οποίες συμπέρανε μόνον την ύπαρξη παραλληλισμού και το γεγονός ότι «κανένας προμηθευτής δεν δηλώνει ότι θεωρεί ελάχιστα πιθανή» την ύπαρξη ανταλλαγής πληροφοριών. Η έλλειψη δηλώσεων με τις οποίες αποκλείεται η πιθανότητα σύμπραξης δεν μπορεί, όμως, να συνιστά σοβαρή ουσιαστική ένδειξη της ύπαρξης σύμπραξης.

190.

Όπως και η Επιτροπή, εκτιμώ ότι, με τα ως άνω επιχειρήματα –τα οποία, εξάλλου, περιορίζονται σε αμφισβητήσεις μεμονωμένων χωρίων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα οποία παρατίθενται εντός συγκειμένου–, οι αναιρεσείουσες σκοπούν στην πραγματικότητα την αμφισβήτηση της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, χωρίς να αποδεικνύουν, ούτε άλλωστε να προβάλλουν, αλλοίωση των εν λόγω στοιχείων.

191.

Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η δεύτερη αιτίαση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, με την εν λόγω αιτίαση, αμφισβητούν τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο και όχι την εκτίμησή τους.

192.

Συναφώς, επισημαίνω μόνον ότι, στις σκέψεις 253 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε επάλληλη συλλογιστική, όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσης «[ε]πιπλέον» στην αρχή της σκέψης 252 της εν λόγω απόφασης.

193.

Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 248 έως 251 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, έχοντας αναλύσει τις πληροφορίες που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές, όπως καταγράφηκαν στα πρακτικά που κατάρτισε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πληροφορίες συνιστούσαν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις της ύπαρξης παράλληλων συμπεριφορών μεταξύ δύο διεθνών ενώσεων διανομέων, ήτοι της ICDC και της AgeCore (της οποίας ήταν μέλος η Intermarché), οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη χρονική σύμπτωση και τη σύγκλιση των αιτημάτων έκπτωσης που απευθύνονταν στους προμηθευτές.

194.

Στη σκέψη 252 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η Επιτροπή «δεν περιορίστηκε στην κοινοποίηση των ενδείξεων σχετικά με το πρώτο αυτό στοιχείο που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική, ήτοι τις παράλληλες συμπεριφορές στην αγορά, το οποίο μπορεί εξάλλου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δημιουργεί υπόνοιες σχετικά με την ύπαρξη του δεύτερου στοιχείου που συνιστά εναρμονισμένη πρακτική, ήτοι της συνεννόησης», αλλά είχε επίσης προσκομίσει «ενδείξεις σχετικά με την ύπαρξη τέτοιας συνεννόησης, που συνίστατο στην προκειμένη περίπτωση σε ανταλλαγές πληροφοριών, οι οποίες μπορούν επίσης να θεωρηθούν, εξεταζόμενες από κοινού, ως αρκούντως σοβαρές». Αυτή ακριβώς η εκτίμηση του αρκούντως σοβαρού χαρακτήρα τέτοιων ενδείξεων εξετάζεται, πάντως, ad abundantiam, στις σκέψεις 253 και 254 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που επικρίνουν οι αναιρεσείουσες.

195.

Εξάλλου, στις σκέψεις 256 έως 258 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι οι δηλώσεις των προμηθευτών που αφορούσαν τις επικοινωνίες μεταξύ διανομέων σχετικά με τις εκπτώσεις επιβεβαιώνονται από «πληροφορίες στις οποίες μνημονεύονται οι δίαυλοι μέσω των οποίων μπορεί να διέρχονται τέτοιες επικοινωνίες», οι οποίες προέρχονται από τις δηλώσεις πλειόνων προμηθευτών και από το μήνυμα του διευθυντή της ένωσης N.

196.

Ως εκ τούτου, εάν θεωρηθεί ότι, με τη δεύτερη αιτίαση του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο πλάνη όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να κριθεί ατελέσφορη.

197.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος ή ατελέσφορος.

ΣΤ.   Επί των συνεπειών της πλάνης στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο

198.

Από την ανάλυση του τρίτου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές δεν έπρεπε να αποκλειστούν ως ενέχουσες τυπικό ελάττωμα λόγω παράβασης της υποχρέωσης καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

199.

Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τέτοια πλάνη, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εάν το σκεπτικό απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι ορθό κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της ως άνω απόφασης, αλλά απαιτείται αντικατάσταση σκεπτικού ( 95 ).

200.

Επισημαίνεται, όμως, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 206 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι είχε απορρίψει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αντλούνταν από παράβαση της υποχρέωσης καταγραφής των ακροάσεων με τους προμηθευτές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί επί του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι τα πρακτικά των εν λόγω ακροάσεων συνιστούσαν καταγραφές σύμφωνες με το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004.

201.

Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα πρέπει να εξεταστεί. Συγκεκριμένα, εάν αποδειχθεί βάσιμο, το αναιρεσιβαλλόμενο μέρος του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου θα μπορούσε να διατηρηθεί βάσει σημείων του σκεπτικού διαφορετικών από εκείνα που ενέχουν πλάνη ( 96 ).

202.

Η Επιτροπή υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση καταγραφής των δηλώσεων των δεκατριών ερωτηθέντων προμηθευτών καταρτίζοντας και καταθέτοντας στον φάκελο της υπόθεσης εκτενή και λεπτομερή πρακτικά στα οποία αποτυπωνόταν με ακρίβεια το περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων. Κατά την Επιτροπή, η κατάρτιση λεπτομερών πρακτικών που κατατίθενται στον φάκελο της υπόθεσης είναι μια από τις «μορφές» καταγραφής που μπορεί να επιλέξει η Επιτροπή, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, όπως και η μαγνητοφώνηση ή η βιντεοσκόπηση ή η κατά λέξη καταγραφή των δηλώσεων. Η Επιτροπή υποστήριξε επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση καταγραφής, οι δηλώσεις των δεκατριών ερωτηθέντων προμηθευτών συνιστούσαν, εν πάση περιπτώσει, ενδείξεις.

203.

Συναφώς, φρονώ ότι, καίτοι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο λεπτομερή πρακτικά τα οποία η Επιτροπή κατάρτισε μετά την ακρόαση που διενήργησε δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003 και τα οποία κατάθεσε στον φάκελο της υπόθεσης να μπορούν να πληρούν τις τυπικές απαιτήσεις του άρθρου 3 του κανονισμού 773/2004, τούτο δεν μπορεί να συμβεί, εν πάση περιπτώσει, όταν το πρόσωπο που προέβη στις δηλώσεις δεν έλαβε αντίγραφο των εν λόγω πρακτικών και, επομένως, δεν είχε τη δυνατότητα να επικυρώσει το περιεχόμενό τους ή να διορθώσει, εν ανάγκη, τις εν λόγω δηλώσεις. Διαφορετική ερμηνεία θα αντέβαινε στο γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, το οποίο προβλέπει ότι «[α]ντίγραφο της καταγραμμένης κατάθεσης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, προς έγκριση» και ότι, εφόσον είναι αναγκαίο, η Επιτροπή τάσσει «προθεσμία εντός της οποίας το ερωτηθέν πρόσωπο μπορεί να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή τυχόν διορθώσεις που πρέπει να γίνουν στην κατάθεσή του».

204.

Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δυνατόν να αντληθεί εμμέσως διαφορετική ερμηνεία από τη σκέψη 92 της απόφασης Intel στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η κοινοποίηση στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εσωτερικού σημειώματος της Επιτροπής το οποίο περιείχε συνοπτική παράθεση των θεμάτων που συζητήθηκαν κατά την επίμαχη ακρόαση θεράπευσε την παράλειψη επίσημης καταγραφής των σχετικών επικοινωνιών. Συγκεκριμένα, στην ως άνω σκέψη, αφενός, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα του αν το εν λόγω σημείωμα μπορούσε να συνιστά επίσημη καταγραφή κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, αλλά μόνον το ζήτημα του αν το επίμαχο σημείωμα μπορούσε να θεραπεύσει την παράβαση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου σε συνδυασμό με το άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003. Αφετέρου, το Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι το επίμαχο σημείωμα δεν περιείχε κανένα στοιχείο όσον αφορά το περιεχόμενο των συζητήσεων που είχαν διεξαχθεί κατά την ακρόαση και τη φύση των πληροφοριών που παρέσχε το ερωτηθέν πρόσωπο και, επομένως, δεν μπορούσε, ανεξαρτήτως κάθε άλλου παράγοντα, να παράσχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας. Εξάλλου, από τις σκέψεις 95 και 96 της απόφασης Intel προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε βασιστεί στο επίμαχο σημείωμα προκειμένου να αποδείξει την παράβαση και ότι το μόνο ζήτημα που ετίθετο ήταν αν οι δηλώσεις που έγιναν κατά την επίμαχη ακρόαση περιείχαν απαλλακτικά στοιχεία.

205.

Τέλος, θεωρώ, στο πνεύμα όσων προεκτέθηκαν στο σημείο 143 των παρουσών προτάσεων, ότι η παράβαση των διατάξεων σχετικά με την καταγραφή συνεπάγεται την αδυναμία χρησιμοποίησης των πληροφοριών που απέκτησε η Επιτροπή κατά τις ακροάσεις οι οποίες δεν καταγράφηκαν προσηκόντως με σκοπό την έκδοση απόφασης περί διενέργειας ελέγχου.

Ζ.   Πρόταση επί της αναιρέσεως

206.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και να αναιρέσει το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

V. Επί της προσφυγής

207.

Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, μεταξύ άλλων, στα σημεία 144 έως 163 και 202 έως 205 των παρουσών προτάσεων, εκτιμώ ότι η αιτίαση που προέβαλαν οι νυν αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία αφορά παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρέωσης καταγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 19 του κανονισμού 1/2003 και στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, είναι βάσιμη και ότι, ως εκ τούτου, οι ενδείξεις που προέκυψαν από τις ακροάσεις με τους προμηθευτές πρέπει να αποκλεισθούν ως ενέχουσες τυπική πλημμέλεια.

208.

Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει, όμως, ότι οι πληροφορίες που προέκυψαν από τις εν λόγω ακροάσεις συνιστούσαν ως επί το πλείστον τις ενδείξεις στις οποίες βασίστηκαν οι επίδικες αποφάσεις, ενώ το μήνυμα του διευθυντή της ένωσης N –του οποίου η αποδεικτική αξία είναι, εξάλλου, μειωμένη καθότι περιέχει μόνο συζητήσεις τρίτων οι οποίες δεν υποδηλώνουν προσωπική και άμεση γνώση των σχετικών εμπορικών σχέσεων– και τα παραρτήματά του συμπλήρωναν απλώς και μόνο τις εν λόγω πληροφορίες.

209.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, φρονώ ότι πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν είχε στην κατοχή της, κατά την ημερομηνία έκδοσης των επίδικων αποφάσεων, αρκούντως σοβαρές ενδείξεις που να δικαιολογούν τις υπόνοιες που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, των επίδικων αποφάσεων και ότι οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο σύνολό τους.

VI. Πρόταση

210.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο:

να αναιρέσει το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης·

να ακυρώσει την απόφαση C(2017) 1057 final της Επιτροπής, της 9ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Intermarché καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (υπόθεση AT.40466 – Tute 1), καθώς και την απόφαση C(2017) 1361 final της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2017, με την οποία διατάχθηκε η υποβολή της Les Mousquetaires καθώς και όλων των εταιριών που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν σε έλεγχο δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 1/2003 (υπόθεση AT.40466 – Tute 1)·

να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων των σχετικών με τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

να αποφανθεί ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Πρόκειται για την απόφαση C(2017) 1361 final της Επιτροπής (υπόθεση AT.40466 – Tute 1, στο εξής: απόφαση Tute 1 της 21ης Φεβρουαρίου 2017) και την απόφαση C(2017) 1360 final της Επιτροπής (υπόθεση AT.40467 – Tute 2, στο εξής: απόφαση Tute 2 της 21ης Φεβρουαρίου 2017).

( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

( 4 ) Πρόκειται για την απόφαση C(2017) 1057 final της Επιτροπής (υπόθεση AT.40466 – Tute 1, στο εξής: απόφαση Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017) και την απόφαση C(2017) 1061 final της Επιτροπής (υπόθεση AT.40467 – Tute 2, στο εξής: απόφαση Tute 2 της 9ης Φεβρουαρίου 2017).

( 5 ) Η μόνη αλλαγή μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων Tute 1 της 9ης Φεβρουαρίου 2017 και της 21ης Φεβρουαρίου 2017 και, αφετέρου, των αποφάσεων Tute 2 της 9ης Φεβρουαρίου 2017 και της 21ης Φεβρουαρίου 2017 αφορά τον προσδιορισμό του κύριου αποδέκτη του ελέγχου, που είναι η LM στην πρώτη περίπτωση και η ITM στη δεύτερη.

( 6 ) Σημείο 1 του διατακτικού.

( 7 ) Σημείο 2 του διατακτικού.

( 8 ) Βλ. σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 9 ) Βλ. σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 10 ) Απόφαση T‑125/03 και T‑253/03 (EU:T:2007:287, σκέψεις 46, 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) CE:ECHR:2014:1002JUD000009711.

( 12 ) Βλ., όσον αφορά τη συνεκτίμηση αυτεπαγγέλτως της έλλειψης αιτιολογίας, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Quimitécnica.com και de Mello της Επιτροπής (C‑415/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:58, σκέψη 57).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.

( 15 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Απριλίου 2018, Zubac κατά Κροατίας (CE:ECHR:2018:0405JUD004016012 §§ 76 έως 79).

( 16 ) Πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Δεκεμβρίου 1995, Bellet κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1995:1204JUD002380594 §38), και της 20ής Οκτωβρίου 2020, Camelia Bogdan κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2020:1020JUD003688918 §§ 75 έως 77).

( 17 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 26ης Οκτωβρίου 2011, Georgel και Georgeta Stoicescu κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2011:0726JUD000971803 §§ 72 έως 76).

( 18 ) Με την απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Ιανουαρίου 2020, X κ.λπ. κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2020:0114JUD007804216 § 50).

( 19 ) Πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 30ής Οκτωβρίου 1991 Vilvarajah κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1991:1030JUD001316387 § 122)· της 15ης Νοεμβρίου 1996, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1996:1115JUD002241493 § 145)· της 27ης Σεπτεμβρίου 1999, Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1999:0927JUD003398596 § 135), και της 25ης Ιουνίου 2019, Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2019:0625JUD004172013 § 217).

( 20 ) Πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 20ής Νοεμβρίου 2008, société IFB κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:1120JUD000205804 § 22)· της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Ravon κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:0221JUD001849703 § 27), και της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Primagaz κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002961308 § 23).

( 21 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Primagaz κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002961308 § 23).

( 22 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Δεκεμβρίου 2010, Canal Plus κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2010:1221JUD002940808, στο εξής: απόφαση Canal Plus), και απόφαση Delta Pekárny § 103. Όσον αφορά τις επιτόπιες έρευνες σε τομείς διαφορετικούς από το δίκαιο του ανταγωνισμού, το ΕΔΔΑ εξέτασε, εντούτοις, το ζήτημα της ύπαρξης πραγματικής προσφυγής επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, βλ., για παράδειγμα, απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2017, Posevini κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2017:0119JUD006363814 § 84, στο εξής: απόφαση Posevini), στην οποία το ΕΔΔΑ εξέτασε από κοινού την αιτίαση περί παράβασης των άρθρων 8 και 13 της ΕΣΔΑ και έκρινε ότι παρείλκε η εξέταση της προσφυγής ως προς την τρίτη διάταξη στην οποία βασίστηκε η προσφυγή, ήτοι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

( 23 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Μαρτίου 2008, Boudaïeva κ.λπ. κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2008:0320JUD001533902 § 190).

( 24 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 24ης Οκτωβρίου 1983, Silver κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1983:1024JUD000594772 § 113), εκδοθείσα στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο της 13· της 26ης Μαρτίου 1987, Leander κατά Σουηδίας (CE:ECHR:1987:0326JUD000924881 §§ 77 και 84)· της 15ης Νοεμβρίου 1996, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1996:1115JUD002241493 § 145)· της 26ης Οκτωβρίου 2000, Kudła κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2000:1026JUD003021096 § 157)· της 13ης Δεκεμβρίου 2012, De Souza Ribeiro κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:1213JUD002268907 §§ 79 και 80), και της 10ης Ιουλίου 2020, Mugemangango κατά Βελγίου (CE:ECHR:2020:0710JUD000031015 § 131).

( 25 ) CE:ECHR:2008:0221JUD001849703.

( 26 ) Βλ. απόφαση Ravon §§ 28 έως 35, και αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, Kandler κ.λπ. κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:0918JUD001865905 § 26)· της 20ής Νοεμβρίου 2008, société IFB κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:1120JUD000205804 § 26), και της 16ης Οκτωβρίου 2008, Maschino κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2008:1016JUD001044703 § 22).

( 27 ) Βλ. απόφαση Ravon § 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία (η υπογράμμιση δική μου).

( 28 ) Βλ., για παράδειγμα, στο πλαίσιο της ανάλυσης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, αποφάσεις του ΕΔΔΑ Delta Pekárny §§ 89 έως 91, και Canal Plus §§ 37 έως 43. Βλ., όσον αφορά την ίδια προσέγγιση, μολονότι σε διαφορετικό πλαίσιο (έρευνες στην ιδιωτική και επαγγελματική κατοικία φυσικού προσώπου), απόφαση Posevini §§ 84 έως 86.

( 29 ) Βλ. απόφαση Canal Plus § 42.

( 30 ) Βλ. απόφαση Canal Plus § 34.

( 31 ) Πρβλ. απόφαση Ravon § 29.

( 32 ) Βλ., όσον αφορά το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Amann κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2000:0216JUD002779895 § 88), και της 28ης Ιανουαρίου 2003, Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2003:0128JUD004464798 § 102).

( 33 ) Πρβλ., για παράδειγμα, αποφάσεις Delta Pekárny § 89, και Posevini § 84.

( 34 ) Πρβλ. αποφάσεις Ravon §§ 30 έως 33, Delta Pekárny §§ 89 έως 91, και Canal Plus §§ 38 έως 43.

( 35 ) Βλ. απόφαση Canal Plus § 40.

( 36 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 14ης Μαρτίου 2013, Bernh Larsen Holding As κ.λπ. κατά Νορβηγίας (CE:ECHR:2013:0314JUD002411708 § 104). Βλ. επίσης απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση του Δικαστηρίου Deutsche Bahn, C‑583/13 P, EU:C:2015:404, σκέψη 20).

( 37 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 10ης Απριλίου 2007, Panarisi κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2007:0410JUD004679499 §§ 76 και 77)· της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Uzun κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2010:0902JUD003562305 §§ 71 και 72), και της 30ής Μαΐου 2017, Trabajo Rueda κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2017:0530JUD003260012 § 37).

( 38 ) Υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση Ravon, το ΕΔΔΑ ανέλυσε την αιτίαση που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες προσφεύγουσες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ.

( 39 ) Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η συγκεκριμένη αιτίαση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της τελικής απόφασης μόνον κατ’ εξαίρεση, παραπέμπω σε όσα εξέθεσα στο σημείο 59 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουνίου 2006, Sürmeli κατά Γερμανίας (CE:ECHR:2006:0608JUD007552901 § 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 41 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Σεπτεμβρίου 2010, Mac Farlane κατά Ιρλανδίας (CE:ECHR:2010:0910JUD003133306 §§ 115 έως 122).

( 42 ) Βλ., στο πλαίσιο της εκτίμησης του παραδεκτού της προσφυγής βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, απόφαση του ΕΔΔΑ της 4ης Ιουλίου 2002, Slaviček κατά Κροατίας (CE:ECHR:2002:0704DEC002086202), και της 5ης Σεπτεμβρίου 2002, Nogolica κατά Κροατίας (CE:ECHR:2002:0905DEC007778401).

( 43 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 1ης Μαρτίου 2005, Charzyński κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2005:0301DEC001521203 § 41). Βλ. επίσης, ΕΔΔΑ, Guide sur l’article 13 de la CEDH (Οδηγός σχετικά με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ), διατίθεται στην ακόλουθη διεύθυνση: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_13_FRA.pdf.

( 44 ) Βλ. απόφαση Akzo (σκέψεις 45 έως 53 και 56).

( 45 ) Επί του αποκλεισμού από το πεδίο έρευνας της Επιτροπής των εγγράφων που δεν έχουν επαγγελματικό χαρακτήρα, ήτοι εκείνων που δεν αναφέρονται στη δραστηριότητα της επιχείρησης στην αγορά, βλ. αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1982, AM & S Europe κατά Επιτροπής (155/79, EU:C:1982:157, σκέψη 16), και της 22ας Οκτωβρίου 2002, Roquette Frères (C‑94/00, στο εξής: απόφαση Roquette Frères, EU:C:2002:603, σκέψη 45).

( 46 ) Πρβλ. διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής (C‑73/10 P, EU:C:2010:684, σκέψη 53)· βλ. επίσης απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Οκτωβρίου 1998, Pérez de Rada Cavanilles κατά Ισπανίας (CE:ECHR:1998:1028JUD002809095 § 44).

( 47 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Izba Gospodarcza Producentów i Operatorów Urządzeń Rozrywkowych κατά Επιτροπής (C‑560/18 P, EU:C:2020:330, σκέψη 62).

( 48 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Akzo, σκέψεις 80 και 82, καθώς και απόφαση AM & S. Στις σκέψεις 44 και 45 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στις νυν αναιρεσείουσες ότι παρέλειψαν να εκδηλώσουν την εναντίωσή τους υπό τις προβλεπόμενες στην απόφαση Akzo προϋποθέσεις. Εν πάση περιπτώσει, οι συγκεκριμένες σκέψεις δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

( 49 ) Απόφαση C‑245/19 και C‑246/19, στο εξής: απόφαση État luxembourgeois, EU:C:2020:795, σκέψη 66.

( 50 ) Βλ. απόφαση État luxembourgeois (σκέψεις 27 και 37).

( 51 ) Επομένως, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν βασίμως την απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Ιουλίου 1998, Guérin κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1998:0729JUD002520194 § 43).

( 52 ) Βλ., για την επιβεβαίωση τέτοιου δικαιώματος εναντίωσης, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑289/11, T‑290/11 και T‑521/11, στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Deutsche Bahn, EU:T:2013:404, σκέψη 87).

( 53 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου (σκέψη 90).

( 54 ) Το συγκεκριμένο δικαίωμα εναντίωσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του συστήματος εγγυήσεων που καθιστά δυνατή τη συνέχιση της άσκησης των εξουσιών ελέγχου της Επιτροπής εντός των ορίων που συνάδουν με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

( 55 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου Deutsche Bahn (σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 56 ) Βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 57 ) Βλ. απόφαση του Δικαστηρίου Deutsche Bahn (σκέψη 60).

( 58 ) Βλ. απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 1989, Dow Benelux κατά Επιτροπής (85/87, EU:C:1989:379, σκέψη 9).

( 59 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Γαλλίας (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 60 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Γαλλίας (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 61 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Γαλλίας (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 62 ) Βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2014, Nexans και Nexans France κατά Γαλλίας (C‑37/13 P, EU:C:2014:2030, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 63 ) Πρόκειται περί των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις 3 Δεκεμβρίου 2018 καθώς και στις 13 Μαΐου και στις 25 Σεπτεμβρίου 2019, τα οποία μνημονεύθηκαν στη σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 64 ) Βλ. σκέψη 176 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εντούτοις, από τη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε αναγκαία τη λήψη των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που ζήτησαν οι νυν αναιρεσείουσες προκειμένου η Επιτροπή να διευκρινίσει τις υπόνοιες που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων, εκτιμώντας ότι οι εν λόγω υπόνοιες είχαν εκτεθεί με επαρκή βαθμό λεπτομέρειας ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση αιτιολόγησης που υπείχε η Επιτροπή.

( 65 ) Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι από τις επεξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με την απάντηση στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 5ης Ιουνίου 2019 προκύπτει ότι, στο στάδιο έκδοσης των επίδικων αποφάσεων, το εν λόγω θεσμικό όργανο δίστασε όσον αφορά τον ορθό χαρακτηρισμό του αντικειμένου των εικαζόμενων ανταλλαγών πληροφοριών ως «εκπτώσεων στις αγορές εφοδιασμού» ή «τιμών πώλησης υπηρεσιών στους κατασκευαστές», και τούτο μπορεί να δικαιολογεί τη χρήση, στις εν λόγω αποφάσεις, ευρύτερης διατύπωσης κατά την παράθεση των υπονοιών που επρόκειτο να ελεγχθούν.

( 66 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, EPSU κατά Επιτροπής (C‑928/19 P, EU:C:2021:656, σκέψη 108).

( 67 ) Συναφώς, συντάσσομαι με τη γνώμη της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (C‑606/18 P, EU:C:2020:207, σημείο 55).

( 68 ) Βλ., τέλος, διάταξη της 2ας Ιουνίου 2022, Arnautu κατά Κοινοβουλίου (C‑573/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:448, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 69 ) Πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T‑449/14, EU:T:2018:456, σκέψη 69).

( 70 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (C‑606/18 P, EU:C:2020:207, σκέψη 65) και, στην ίδια υπόθεση, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (C‑606/18 P, EU:C:2020:571, σκέψεις 88 και 89).

( 71 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).

( 72 ) Απόφαση C‑413/14 P, στο εξής: απόφαση Intel, EU:C:2017:632.

( 73 ) Κατά την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ), 2006/C 298/11, της 8ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17).

( 74 ) Βλ. απόφαση Intel (σκέψη 90).

( 75 ) Βλ. απόφαση Intel (σκέψη 91).

( 76 ) Βλ. πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] και με την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1017/68, (ΕΟΚ) αριθ. 2988/74, (ΕΟΚ) αριθ. 4056/86 και (ΕΟΚ) αριθ. 3975/87 [COM(2000) 582 final, ΕΕ 2000, C 365 E, σ. 284]. Στο σχόλιο επί του άρθρου 19 της εν λόγω πρότασης, που προβλέπει την εξουσία της Επιτροπής να ακούει τις απόψεις φυσικών ή νομικών προσώπων, είτε αυτά συγκαταλέγονται στα εμπλεκόμενα μέρη της διαδικασίας είτε όχι, και να καταγράφει τις προφορικές δηλώσεις τους, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «[η] διάταξη αυτή καλύπτει ένα κενό το οποίο υπήρχε μέχρι σήμερα στις εξουσίες της Επιτροπής, διότι καθιστά δυνατή την καταγραφή προφορικών παρατηρήσεων και τη χρήση τους ως αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο των διαδικασιών». Φρονώ, όμως, ότι ο όρος «αποδεικτικό στοιχείο» πρέπει να νοείται υπό την ευρεία έννοια του «αποδεικτικού μέσου», ανεξαρτήτως της αποδεικτικής αξίας του ως προς την πράξη που πρέπει να αποδειχθεί.

( 77 ) Δεν αποκλείεται, αφού έχει κάνει χρήση κάποιας από τις εξουσίες έρευνας που προβλέπονται στο κεφάλαιο V του κανονισμού 1/2003, για παράδειγμα, απευθύνοντας αίτηση παροχής πληροφοριών σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή προβαίνοντας σε ελέγχους στις εγκαταστάσεις της, η Επιτροπή να λάβει, κατά τη διάρκεια ακρόασης φυσικού ή νομικού προσώπου σχετικής με το αντικείμενο της έρευνας που κινήθηκε με την έκδοση των εν λόγω πράξεων, πληροφορίες οι οποίες την οδηγούν να συμπεράνει ότι επιχείρηση για την οποία δεν υπήρχαν έως τώρα υπόνοιες ενδέχεται να εμπλέκεται στις εικαζόμενες παραβάσεις οι οποίες οδήγησαν στην κίνηση της έρευνας. Σε τέτοια περίπτωση, όμως, βάσει της συλλογιστικής στις σκέψεις 195, 200 έως 203 και 205 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και να προβεί σε καταγραφή, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του κανονισμού 773/2004, ακόμη και όταν προτίθεται να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που έλαβε μόνον ως ενδείξεις στις οποίες θα βασιστεί η απόφαση περί διενέργειας ελέγχου σε σχέση με την εν λόγω επιχείρηση.

( 78 ) Βλ. σκέψεις 200 και 201 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 79 ) Απόφαση C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, στο εξής: απόφαση LMV, EU:C:2002:582, σκέψη 182.

( 80 ) Κατά το ΕΔΔΑ, το δικαίωμα κάθε προσώπου να εκδικασθεί η υπόθεσή του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, έχει ως σκοπό, σε ποινικές υποθέσεις, να μην παραμένουν οι κατηγορούμενοι για υπέρμετρα μεγάλο χρονικό διάστημα στη θέση αυτή και να λαμβάνεται απόφαση επί του βασίμου της κατηγορίας. Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Ιουνίου 1968, Wemhoff κατά Γερμανίας (CE:ECHR:1968:0627JUD000212264 § 18), και της 3ης Δεκεμβρίου 2009, Kart κατά Τουρκίας (CE:ECHR:2008:0708JUD000891705 § 68). Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω σκοπού, το χρονικό διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας ξεκινά, κατά το ΕΔΔΑ, από την ημέρα κατά την οποία απαγγέλλονται κατηγορίες σε ένα πρόσωπο [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Ιουνίου 1968, Neumeister κατά Αυστρίας (CE:ECHR:1968:0627JUD000193663 § 18)], ή, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, για παράδειγμα από την ημερομηνία κίνησης της προκαταρκτικής έρευνας [βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Ιουλίου 1971, Ringeisen κατά Αυστρίας (CE:ECHR:1971:0716JUD000261465 § 110, από την οποία εμπνεύστηκε το Δικαστήριο με την απόφαση LMV)], εξυπακουομένου ότι το χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εκείνο από το οποίο ο προσφεύγων λαμβάνει γνώση της κατηγορίας ή εκείνο από το οποίο η κατάστασή του επηρεάζεται ουσιαστικά από τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο έρευνας ή ποινικής διαδικασίας [βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 27ης Ιουλίου 2006, Mamič κατά Σλοβενίας (αριθ. 2) (CE:ECHR:2006:0727JUD007577801 §§ 23 και 24), και της 28ης Μαΐου 2019, Liblik και λοιποί κατά Εσθονίας (CE:ECHR:2019:0528JUD000017315 § 94)].

( 81 ) Βλ. απόφαση LMV (σκέψη 182).

( 82 ) Βλ. σκέψη 205 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

( 83 ) Δεν θεωρώ ότι η παραπομπή της Επιτροπής στην απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση της απουσίας αιτίασης, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την κίνηση τομεακής έρευνας. Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 153 και 154 της απόφασης της 25ης Μαρτίου 2021, Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (C‑611/16 P, EU:C:2021:245), στις οποίες παραπέμπει η Επιτροπή, το Δικαστήριο περιορίζεται να διευκρινίσει ότι «οι τομεακές έρευνες αποτελούν μέσο προοριζόμενο για την επιβεβαίωση υπονοιών περί πιθανού περιορισμού του ανταγωνισμού στον τομέα τον οποίο αφορούν οι εκάστοτε έρευνες» και ότι «οσάκις η Επιτροπή προβαίνει στην κίνηση τέτοιων ερευνών, οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον οικείο τομέα και ιδίως εκείνες που έχουν συνάψει συμφωνίες τις οποίες ρητώς αφορά η απόφαση περί κινήσεως της επίμαχης έρευνας […] πρέπει να αναμένουν ότι ενδέχεται στο μέλλον να κινηθούν επιμέρους διαδικασίες εις βάρος τους». Εξάλλου, στη σκέψη 139 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο επισήμανε σαφώς ότι τα πρώτα μέτρα που ενέχουν αιτίαση της Επιτροπής απευθυνόμενη στις αναιρεσείουσες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση είχαν ληφθεί σε ημερομηνίες μεταγενέστερες της κίνησης της επίμαχης τομεακής έρευνας (πρόκειται για την ημερομηνία ανακοίνωσης από την Επιτροπή της ύπαρξης της τομεακής έρευνας).

( 84 ) Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι το εγχειρίδιο εσωτερικής διαδικασίας της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, της 12ης Μαρτίου 2012 (https://ec.europa.eu/competition/antitrust/antitrust_manproc_11_2019_en.pdf, κεφάλαιο 8, σημείο 2.5, στο εξής: εγχειρίδιο διαδικασίας της Επιτροπής), κατατείνει προς την ίδια κατεύθυνση, διευκρινίζοντας ότι, «όσον αφορά τη βεβαιότητα σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας κατά τον χρόνο της ακρόασης, πρέπει να καταγράφεται τουλάχιστον μία περίπτωση με συγκεκριμένο αριθμό περίπτωσης». Υπογραμμίζω ότι το άνοιγμα φακέλου πριν από τη διενέργεια της ακρόασης παρέχει τα αναγκαία σημεία αναφοράς για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

( 85 ) Απόφαση C‑413/14 P, EU:C:2016:788, σημείο 232.

( 86 ) Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι, στο σημείο 233 των εν λόγω προτάσεων, ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl δεν αποκλείει επίσης το ενδεχόμενο η ακρόαση, κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού 1/2003, να μπορεί να διενεργηθεί προτού η έρευνα είναι «εν εξελίξει».

( 87 ) Κατά τη γνώμη μου, υπ’ αυτή την έννοια πρέπει να ερμηνευθεί, άλλωστε, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004. Η Επιτροπή δύναται να ασκεί τις εξουσίες έρευνας δυνάμει του κεφαλαίου V του κανονισμού 1/2003 –περιλαμβανομένης της προβλεπόμενης στο άρθρο του 19– ακόμη και «πριν κινήσει τη διαδικασία».

( 88 ) Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση Intel Corporation κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2016:788, σημείο 233). Βλ. επίσης εγχειρίδιο διαδικασίας της Επιτροπής, κεφάλαιο 8, σημείο 2.4.

( 89 ) Απόφαση C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψεις 66 έως 74.

( 90 ) Μολονότι το προεκτεθέν συμπέρασμα προκύπτει σαφέστερα από τη σκέψη 216 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, που βασίζεται εντούτοις σε αποδεικτικό μέσο που προσκομίστηκε εκπρόθεσμα από την Επιτροπή και κρίθηκε απαράδεκτο από το Γενικό Δικαστήριο, φρονώ ότι συνάγεται ήδη επαρκώς από τη σκέψη 215 της εν λόγω απόφασης.

( 91 ) Βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 1980, National Panasonic κατά Επιτροπής (136/79, EU:C:1980:169, σκέψεις 13 και 21).

( 92 ) Βλ. αποφάσεις Roquette Frères (σκέψη 99)· του Γενικού Δικαστηρίου Deutsche Bahn (σκέψη 172), και της 27ης Νοεμβρίου 2014, Alstom Grid κατά Επιτροπής (T‑521/09, EU:T:2014:1000, σκέψη 53).

( 93 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2018, České dráhy κατά Επιτροπής (T‑621/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:367, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 94 ) Μολονότι είναι αληθές ότι στην απόφαση Roquette Frères δεν εξετάστηκε το ζήτημα του χρονικού σημείου από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενδείξεις στις οποίες βασίζεται απόφαση περί διενέργειας ελέγχου που συνέλεξε η Επιτροπή είναι στη διάθεσή της, εντούτοις, από τη σκέψη 61 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ο κανόνας ότι οι εν λόγω ενδείξεις πρέπει να περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

( 95 ) Βλ. απόφαση Intel (σκέψη 94).

( 96 ) Εκτιμώ ότι το Δικαστήριο μπορεί, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, να προβεί, ενδεχομένως, σε αντικατάσταση του σκεπτικού, ακόμη και αν τούτο συνεπάγεται ότι πρέπει να εξετάσει επιχείρημα επί του οποίου το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε.

Top