EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0530

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 9ης Ιουνίου 2022.
SIA «EUROAPTIEKΑ» κατά Ministru kabinets.
Αίτηση του Satversmes tiesa για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση – Οδηγία 2001/83/ΕΚ – Άρθρο 86, παράγραφος 1 – Έννοια της “διαφήμισης των φαρμάκων” – Άρθρο 87, παράγραφος 3 – Ορθολογική χρήση των φαρμάκων – Άρθρο 90 – Απαγορευόμενα στοιχεία διαφήμισης – Διαφήμιση φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή και των οποίων το κόστος δεν είναι δυνατό να επιστραφεί – Διαφήμιση μέσω της τιμής – Διαφήμιση προσφορών – Διαφήμιση συνδυαστικών πωλήσεων – Απαγόρευση.
Υπόθεση C-530/20.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:993

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 9ης Δεκεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑530/20

SIA «EUROAPTIEKA»

παρισταμένου του

Ministru kabinets

[αίτηση του Latvijas Republikas Satversmes tiesa
(Συνταγματικού Δικαστηρίου, Λεττονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Φάρμακα για ανθρώπινη χρήση – Διαφήμιση των φαρμάκων – Διαφήμιση που προτρέπει σε αγορά φαρμάκων μέσω της προβολής της τιμής τους – Ειδικές εκπτωτικές προσφορές ή συνδυαστικές πωλήσεις που περιλαμβάνουν και άλλα φάρμακα, ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή, ή άλλα προϊόντα»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2001/83/ΕΚ ( 2 ) προκειμένου να διευκρινίσει αν, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα και της έκτασης της εναρμόνισης που πραγματοποιείται με την οδηγία αυτή, κράτος μέλος δύναται να απαγορεύσει τη διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά φαρμάκων όχι μόνον όταν οι πληροφορίες αφορούν συγκεκριμένο φάρμακο, αλλά επίσης όταν αφορούν φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται εν γένει ιατρική συνταγή.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

2.

Τα άρθρα 86 έως 100 της οδηγίας 2001/83, σχετικά με τη διαφήμιση φαρμάκων, περιλαμβάνονται στους τίτλους VIII και VIIIα της οδηγίας αυτής, οι οποίοι τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Διαφήμιση» και «Πληροφορίες και διαφήμιση».

3.

Το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ως “διαφήμιση των φαρμάκων” νοείται οποιαδήποτε μορφή παροχής πληροφοριών για προσέλκυση πελατείας, πρόβλεψης ή προτροπής που αποσκοπεί στην προώθηση της χορήγησης συνταγών, της προμήθειας, της πώλησης ή της κατανάλωσης φαρμάκων· περιλαμβάνει ιδίως:

τη διαφήμιση των φαρμάκων που απευθύνεται στο κοινό,

[…]».

4.

Το άρθρο 87, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «η διαφήμιση ενός φαρμάκου πρέπει να προάγει την ορθολογική χρήση του φαρμάκου, παρουσιάζοντάς το με τρόπο αντικειμενικό και χωρίς να υπερβάλλονται οι ιδιότητές του».

5.

Το άρθρο 90 της ίδιας οδηγίας θεσπίζει τον κατάλογο των στοιχείων τα οποία δεν μπορεί να περιλαμβάνει η διαφήμιση φαρμάκου που απευθύνεται στο κοινό.

Β.   Το λεττονικό δίκαιο

6.

Το σημείο 18.12 του Ministru kabineta noteikumi Nr. 378 «Zāļu reklamēšanas kārtība un kārtība, kādā zāļu ražotājs ir tiesīgs nodot ārstiem bezmaksas zāļu paraugus» (διατάγματος αριθ. 378 του υπουργικού συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2011, σχετικά με τους τρόπους διαφήμισης των φαρμάκων και τους όρους υπό τους οποίους οι παρασκευαστές φαρμάκων δύνανται να παρέχουν δωρεάν δείγματα φαρμάκων σε γιατρούς) (Latvijas Vēstnesis, 2011, αριθ. 78) (στο εξής: επίμαχη διάταξη) ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύεται να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση φαρμάκου η οποία απευθύνεται στο κοινό πληροφορίες οι οποίες προτρέπουν σε αγορά του φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη αγοράς του φαρμάκου βάσει της τιμής του, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.

Η SIA «EUROAPTIEKA» είναι εταιρία με έδρα τη Λεττονία η οποία ασκεί φαρμακευτική δραστηριότητα και ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων ο οποίος έχει υπό τον έλεγχό του δίκτυο φαρμακείων και επιχειρήσεων λιανικής πώλησης στο κράτος μέλος αυτό. Σύμφωνα με τη λεττονική νομοθεσία, τα φαρμακεία επιτρέπεται να διαθέτουν και άλλα προϊόντα πέραν των φαρμάκων.

8.

Τον Μάρτιο του 2016 η EUROAPTIEKA δημοσίευσε στον ιστότοπο και στη μηνιαία εφημερίδα της μια προσφορά, η οποία συνίστατο σε έκπτωση ύψους 15 % για την αγορά οποιουδήποτε φαρμάκου σε περίπτωση αγοράς τουλάχιστον τριών προϊόντων.

9.

Με απόφαση της 1ης Απριλίου 2016, το Veselības inspekcijas Zāļu kontroles nodaļa (τμήμα ελέγχου φαρμάκων της επιθεωρήσεως δημόσιας υγείας, Λεττονία) απαγόρευσε στην EUROAPTIEKA, δυνάμει της επίμαχης διάταξης, τη διαφήμιση για την προβολή της προσφοράς αυτής (στο εξής: απόφαση της 1ης Απριλίου 2016).

10.

Η EUROAPTIEKA άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου συνταγματική προσφυγή με αντικείμενο τη συμβατότητα της επίμαχης διάταξης, αφενός, με τα άρθρα 100 και 105 του λεττονικού Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν αντίστοιχα την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, και, αφετέρου, με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, κατόπιν, κινήθηκε διαδικασία κατά τη διάρκεια του 2020.

11.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η EUROAPTIEKA ισχυρίζεται, αφενός, ότι η επίμαχη διάταξη δεν αφορά μόνον τη διαφήμιση συγκεκριμένου φαρμάκου, αλλά τη διαφήμιση των φαρμάκων εν γένει. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή περιορίζει το δικαίωμά της να απευθύνει στο κοινό διαφημίσεις με σκοπό την προώθηση του σήματός της και την ενίσχυση της φήμης της και της απαγορεύει να ενημερώνει τους καταναλωτές σχετικά με τους συμβατικούς όρους πωλήσεως των προϊόντων που διατίθενται σε αυτούς. Η εν λόγω διάταξη οδηγεί, ως εκ τούτου, σε μείωση της τακτικής πελατείας των φαρμακείων της και, με τον τρόπο αυτό, προσβάλλει το δικαίωμά της ιδιοκτησίας, καθώς η πελατεία πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά ιδιοκτησία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

12.

Αφετέρου, όσον αφορά το σκέλος της προσφυγής της στο οποίο ερείδονται τα προδικαστικά ερωτήματα, η EUROAPTIEKA θεώρησε ότι ο νομοθέτης δεν είχε εξουσιοδοτήσει το Υπουργικό Συμβούλιο να θεσπίσει διάταξη όπως η επίμαχη διάταξη για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2001/83. Συγκεκριμένα, η οδηγία αυτή δεν αφορά κάθε διαφήμιση σχετικά με τον φαρμακευτικό τομέα ή τα φάρμακα εν γένει, αλλά μόνον τη διαφήμιση συγκεκριμένων φαρμάκων. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία εναρμονίζει πλήρως τον τομέα της διαφήμισης φαρμάκων και δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, με την εθνική τους νομοθεσία, πρόσθετες προϋποθέσεις. Με τη θέσπιση της επίμαχης διάταξης, το Υπουργικό Συμβούλιο διεύρυνε τον κατάλογο των απαγορευόμενων μορφών διαφήμισης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 90 της ίδιας οδηγίας και παρέβη, ως εκ τούτου, το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

13.

Το Υπουργικό Συμβούλιο υποστήριξε ότι το γεγονός ότι η επίμαχη διάταξη επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις για τη διαφήμιση των φαρμάκων δεν συνιστά υπέρβαση της αρμοδιότητας που του απονεμήθηκε από τον νομοθέτη για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2001/83. Συγκεκριμένα, η περιεχόμενη στην οδηγία αυτή έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων» είναι ευρεία. Επιπλέον, το άρθρο 87, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας απαγορεύει κάθε διαφήμιση που προωθεί τη μη ορθολογική χρήση φαρμάκου και η απαγόρευση αυτή ισχύει για τη χρήση οποιουδήποτε φαρμάκου.

14.

Αναφερόμενο στην απόφαση Gintec ( 3 ), το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2001/83 εναρμονίζει πλήρως τον τομέα της διαφήμισης φαρμάκων, απαριθμώντας ρητώς τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν διατάξεις παρεκκλίνουσες από τους κανόνες της οδηγίας αυτής. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η επίμαχη διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ως κανόνας ο οποίος διέπει τη «διαφήμιση των φαρμάκων», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Επιπλέον, η ίδια οδηγία δεν αντιτίθεται στην επίμαχη διάταξη, στον βαθμό που η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαγόρευση συνάδει προς τους επιδιωκόμενους από την οδηγία 2001/83 σκοπούς.

15.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο άρθρο 86, παράγραφος 1, καθώς και στα άρθρα 87 και 90 της οδηγίας 2001/83.

16.

Καταρχάς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2001/83, κάθε διαφήμιση φαρμάκου πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα καθώς και, ενδεχομένως, την κοινή ονομασία του φαρμάκου αυτού. Τούτο θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι «διαφήμιση των φαρμάκων» συνιστά μόνον η διαφήμιση συγκεκριμένου φαρμάκου, ως προς την ταυτότητα του οποίου δεν υπάρχει καμία ασάφεια, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

17.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη διάταξη δεν επιτάσσει να περιλαμβάνονται σε αυτό το οποίο θεωρεί ως διαφήμιση φαρμάκου που απευθύνεται στο κοινό πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένο φαρμακευτικό προϊόν όπως η ονομασία του φαρμακευτικού προϊόντος, αλλά απαγορεύει να περιλαμβάνονται στη διαφήμιση του φαρμάκου που απευθύνεται στο κοινό ορισμένες πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την τιμή του. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που η διάταξη αυτή δεν διέπει τις πληροφορίες σχετικά με τα φάρμακα καθεαυτά, αλλά εκείνες σχετικά με την τιμή τους, οι δραστηριότητες τις οποίες ρυθμίζει η εν λόγω διάταξη δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως διαφήμιση κατά την έννοια της οδηγίας 2001/83, αλλά ως μορφή παροχής πληροφοριών για προσέλκυση πελατείας, με αποτέλεσμα η διάταξη αυτή να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

18.

Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη διάταξη θεσπίζει απαγόρευση η οποία δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις απαγορευόμενες από το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 μορφές διαφήμισης. Τίθεται επομένως το ζήτημα εάν τα κράτη μέλη δύνανται να διευρύνουν τον κατάλογο των απαγορευόμενων μορφών διαφήμισης τις οποίες απαριθμεί η διάταξη αυτή. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, ειδικότερα, το άρθρο 87, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 45, δύναται να έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς σε κάθε μορφή διαφήμισης που θεωρείται προδήλως υπερβολική και απερίσκεπτη και η οποία θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να έχει ενδεχομένως επιπτώσεις στη δημόσια υγεία.

19.

Υπό τις συνθήκες αυτές το Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικό Δικαστήριο, Λεττονία) αποφάσισε, με διάταξη της 6ης Οκτωβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2020, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει οι δραστηριότητες τις οποίες αφορά η επίμαχη διάταξη να θεωρηθούν διαφήμιση φαρμάκων κατά την έννοια του επιγραφόμενου “Διαφήμιση” τίτλου VIII της οδηγίας 2001/83;

2)

Έχει το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία διευρύνει τον κατάλογο των απαγορευόμενων μορφών διαφημίσεως και επιβάλλει αυστηρότερους περιορισμούς από εκείνους που ρητώς προβλέπει το άρθρο 90 της εν λόγω οδηγίας;

3)

Πρέπει η επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης ρύθμιση να θεωρηθεί ότι περιορίζει τη διαφήμιση των φαρμάκων χάριν προωθήσεως της ορθολογικής χρήσεώς τους, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η EUROAPTIEKA, η Λεττονική, η Ελληνική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου διαδικασία.

IV. Ανάλυση

Α.   Επί του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης

21.

H ανάγνωση ορισμένων αποσπασμάτων που περιλαμβάνονται στις παρατηρήσεις των διαδίκων αφήνει να εννοηθεί ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα του λεττονικού Συντάγματος και του δικαίου της Ένωσης, της απόφασης της 1ης Απριλίου 2016, με την οποία απαγορεύθηκε στην EUROAPTIEKA η προβολή της επίμαχης στην κύρια δίκη διαφήμισης.

22.

Η προσφυγή της EUROAPTIEKA ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν φαίνεται ωστόσο να αφορά τη νομιμότητα της απόφασης αυτής.

23.

Πράγματι, με την προσφυγή της, η οποία ασκήθηκε πολλά έτη μετά την έκδοση, δυνάμει της επίμαχης διάταξης, της απόφασης της 1ης Απριλίου 2016, η EUROAPTIEKA αμφισβητεί τη συμβατότητα της επίμαχης διάταξης με το λεττονικό Σύνταγμα και το δίκαιο της Ένωσης ( 4 ).

24.

Κατά συνέπεια, η οδηγία 2001/83 πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη όχι των ενεργειών της EUROAPTIEKA, αλλά του κανονιστικού περιεχομένου της επίμαχης διάταξης.

25.

Όσον αφορά τις διευκρινίσεις που πρέπει να δοθούν στο αιτούν δικαστήριο προκειμένου να του παρασχεθεί η δυνατότητα να αποφανθεί επί της συμβατότητας της επίμαχης διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει, υπό το φως των παρατεθέντων λόγων που ώθησαν το εν λόγω δικαστήριο να διερωτάται για την ερμηνεία της οδηγίας 2001/83 και λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών που διατύπωσε η EUROAPTIEKA στην προσφυγή της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, να προσδιοριστεί, καταρχάς, αν οι δραστηριότητες τις οποίες ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη εμπίπτουν στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας (πρώτο προδικαστικό ερώτημα). Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει, εν συνεχεία, να δοθούν στο αιτούν δικαστήριο διευκρινίσεις οι οποίες θα του παράσχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου χειρισμών που διαθέτει το κράτος μέλος κατά τη μεταφορά της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Λεττονός νομοθέτης τη μετέφερε ορθώς στο εθνικό δίκαιο (δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα).

Β.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 έχει την έννοια ότι η διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά του φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη μιας τέτοιας αγοράς βάσει της τιμής του φαρμάκου, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα, εμπίπτει στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά την οδηγία αυτή, ακόμη και όταν οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένο φάρμακο αλλά φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται εν γένει ιατρική συνταγή.

27.

Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, μολονότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα αναφέρεται στον τίτλο VIII της οδηγίας 2001/83, ο οποίος τιτλοφορείται «Διαφήμιση», ο ορισμός της έννοιας «διαφήμιση των φαρμάκων», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 86, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ισχύει για όλες τις διατάξεις του τίτλου αυτού («Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, […] νοείται»). Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ερμηνευθεί κυρίως η εν λόγω διάταξη.

28.

Είναι ασφαλώς αληθές ότι ο τίτλος VIIIα της οδηγίας 2001/83 αφορά επίσης τον τομέα της διαφήμισης των φαρμάκων. Ο τίτλος αυτός περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, στα άρθρα 88α έως 90, ειδικούς κανόνες για τη διαφήμιση που απευθύνεται στο κοινό ( 5 ). Η διαφήμιση που απευθύνεται στο κοινό συνιστά ωστόσο κατηγορία «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

29.

Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι ενώ η επίμαχη διάταξη αναφέρεται στις τρεις περιπτώσεις, οι οποίες μνημονεύονται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον οι περιπτώσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης που θεσπίζει το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 ή αν εξαιρούνται από τη διάταξη αυτή για λόγους που είναι κοινοί στις τρεις αυτές περιπτώσεις.

30.

Συγκεκριμένα, αν και, κατά τη γνώμη μου, οι τρεις αυτές περιπτώσεις μπορούν ενδεχομένως να εξεταστούν χωριστά στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, ωστόσο, στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει να αποσαφηνιστεί αν οι δραστηριότητες τις οποίες ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83 εφόσον αφορούν φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται εν γένει ιατρική συνταγή.

31.

Επιβάλλεται επίσης η επισήμανση, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και των πληροφοριών που παρέσχε η Λεττονική Κυβέρνηση, ότι οι δραστηριότητες τις οποίες ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη αφορούν φάρμακα τα οποία διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας στη Λεττονία και για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή στο εν λόγω κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, η διαφήμιση των φαρμάκων που δεν διαθέτουν άδεια κυκλοφορίας ( 6 ) και των φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή ( 7 ) απαγορεύεται στο επίπεδο του δικαίου της Ένωσης.

32.

Θα αναλύσω, ως εκ τούτου, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, καταρχάς, από την άποψη της γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, για να αντιπαραβάλω κατόπιν το συμπέρασμα της ανάλυσής μου με τα διδάγματα που δύνανται να αντληθούν από πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, ιδίως από τις αποφάσεις A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 8 ) και DocMorris ( 9 ), στις οποίες αναφέρονται οι διάδικοι με τις γραπτές παρατηρήσεις τους και τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

1. Η γραμματική ερμηνεία

33.

Το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 ορίζει την έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων» ως «οποιαδήποτε μορφή παροχής πληροφοριών για προσέλκυση πελατείας, πρόβλεψης ή προτροπής που αποσκοπεί στην προώθηση της χορήγησης συνταγών, της προμήθειας, της πώλησης ή της κατανάλωσης φαρμάκων».

34.

Κατά πρώτον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η διάταξη αυτή, αφενός, αναφέρεται στα φάρμακα στον πληθυντικό και, αφετέρου, αφορά «κάθε μορφή» διαφήμισης.

35.

Κατά δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του κανονιστικού περιεχομένου της επίμαχης διάταξης, επισημαίνεται ότι η έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη «διαφήμιση των φαρμάκων που απευθύνεται στο κοινό». Εκ πρώτης όψεως, οι δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη διάταξη φαίνονται να εμπίπτουν πλήρως στον ορισμό αυτό.

36.

Κατά τρίτον, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, όσον αφορά τη διατύπωση του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, ότι ο σκοπός του μηνύματος συνιστά το κύριο χαρακτηριστικό της διαφημίσεως και το καθοριστικό στοιχείο για να διακρίνεται η διαφήμιση από την απλή πληροφόρηση ( 10 ).

37.

Όπως αναγνωρίζει το αιτούν δικαστήριο, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν, κατόπιν εξέτασης όλων των λυσιτελών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αν η διάδοση πληροφοριών έχει ή δεν έχει διαφημιστικό σκοπό ( 11 ). Το Δικαστήριο κατάρτισε, ωστόσο, έναν μη εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων και περιστάσεων κατάλληλων προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια ανακοίνωση πρέπει να χαρακτηριστεί «διαφήμιση», όπως η ταυτότητα του προσώπου που δημιούργησε την ανακοίνωση, το αντικείμενο και το περιεχόμενό της, καθώς και η ομάδα των αποδεκτών της και τα χαρακτηριστικά του μέσου μαζικής ενημέρωσης που χρησιμοποιείται για τη διάδοσή της ( 12 ).

38.

Στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί απλώς διευκρινίσεις που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να καθορίσει κατά πόσον το γεγονός ότι η διάδοση των πληροφοριών δεν αφορά προσδιοριζόμενα φάρμακα, αλλά φάρμακα εν γένει, εξαιρεί τη διάδοση αυτή από την έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83.

39.

Όπως προκύπτει από το σημείο 33 των παρουσών προτάσεων, μήνυμα που αποσκοπεί στην προώθηση «της χορήγησης συνταγών, της προμήθειας, της πώλησης ή της κατανάλωσης φαρμάκων» πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια αυτή.

40.

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο μέτρο που ο ορισμός της «διαφήμισης των φαρμάκων» χρησιμοποιεί τον όρο «ή» προκειμένου να αναφερθεί στους σκοπούς μιας διαφήμισης («της χορήγησης συνταγών, της προμήθειας, της πώλησης ή της κατανάλωσης φαρμάκων»), το γεγονός και μόνον ότι η διάδοση πληροφοριών αποσκοπεί στην προώθηση της πώλησης φαρμάκων – και όχι κατ’ ανάγκην στην κατανάλωσή τους, η οποία ενίοτε δυσχερώς εντοπίζεται – αρκεί για να αποδείξει ότι η εν λόγω διάδοση εμπίπτει στην έννοια αυτή.

41.

Είμαι της γνώμης, όπως και όλοι οι διάδικοι, με εξαίρεση την EUROAPTIEKA, ότι η διάδοση πληροφοριών σχετικών με φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή είναι καταρχήν ικανή να επηρεάσει την αγοραστική επιλογή του καταναλωτή. Σημασία δεν έχει το φάρμακο που αγοράζει ο καταναλωτής, αλλά το γεγονός ότι η διάδοση των πληροφοριών προτρέπει τον καταναλωτή να αγοράσει προϊόν που ανήκει στην ευρεία κατηγορία των φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή. Επιπλέον, η παραδοχή ότι διάδοση πληροφοριών για φάρμακα εν γένει δεν συνιστά διαφήμιση θα οδηγούσε στον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής των τίτλων VIII και VIIIα της οδηγίας 2001/83 και τη διάδοση πληροφοριών για ορισμένη κατηγορία φαρμάκων που προορίζονται για τη θεραπεία συγκεκριμένης πάθησης. Έτι περισσότερο, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μια τέτοια κατηγορία φαρμάκων συνδέεται αυτομάτως από τους καταναλωτές με συγκεκριμένο φάρμακο, ακόμη και αν το όνομά του δεν μνημονεύεται στις πληροφορίες αυτές.

42.

Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι η επίμαχη διάταξη απαγορεύει, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, τη διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά των φαρμάκων. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι μια τέτοια διάδοση πρέπει να προωθεί («προτρέπουν») την πώληση («σε αγορά») των φαρμάκων, προκειμένου να καλύπτεται από την απαγόρευση την οποία θεσπίζει η διάταξη αυτή. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, ο διαφημιστικός σκοπός συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης και καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της. Η επίμαχη διάταξη πρέπει, με τη σειρά της, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83 στον βαθμό που η οδηγία εναρμονίζει, στους τίτλους VIII και VIIIα, τον τομέα της διαφήμισης των φαρμάκων ( 13 ).

43.

Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 2001/83.

2. Η συστηματική ερμηνεία

44.

Στο πλαίσιο της ερμηνείας της έννοιας της «διαφήμισης των φαρμάκων», το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες είναι αναγκαίο να εξακριβώνεται κατά πόσον μια δραστηριότητα εμφανίζει τα χαρακτηριστικά διαφήμισης φαρμάκου ( 14 ). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 87 της οδηγίας αυτής προβλέπει ορισμένες γενικές αρχές που έχουν εφαρμογή σε όλα τα είδη και σε όλα τα στοιχεία της διαφήμισης των φαρμάκων ( 15 ). Κατ’ ουσίαν, όσον αφορά ειδικότερα τη διαφήμιση που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, το άρθρο 88 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει επίσης τέτοιες γενικές αρχές.

45.

Συνεπώς, κατά πρώτον, η έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων» πρέπει να ορίζεται ευρέως, προκειμένου να καλύπτει και καταστάσεις που είναι λιγότερο προφανές ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83.

46.

Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι δεν είναι αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι το άρθρο 89, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2001/83, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο της VIIIα, προβλέπει ότι κάθε διαφήμιση φαρμάκου που απευθύνεται στο κοινό πρέπει να περιλαμβάνει την ονομασία του φαρμάκου αυτού, δεδομένου ότι πρόκειται για μία μόνον από τις κατηγορίες διαφήμισης φαρμάκων που καλύπτονται από τη γενική έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Εξάλλου, αν, όπως ισχυρίζεται η Πολωνική Κυβέρνηση, μια διαφήμιση φαρμάκων μπορούσε να αναφέρεται μόνο σε συγκεκριμένο προϊόν, η υποχρέωση να προσδιορίζεται με σαφήνεια το προϊόν αυτό δεν θα περιλαμβανόταν στις ειδικές διατάξεις που αφορούν ορισμένες μορφές διαφήμισης, αλλά στις γενικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας που ρυθμίζουν τη διαφήμιση αυτή.

47.

Κατά δεύτερον, αντιλαμβάνομαι την εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται να καθοριστεί αν μια δραστηριότητα έχει τα χαρακτηριστικά διαφήμισης φαρμάκου υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, όσον αφορά το πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να αξιολογηθεί η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης διαφημιστικών δραστηριοτήτων που αφορούν τα φάρμακα, να προκρίνει όχι τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου αλλά τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

48.

Συγκεκριμένα, αν γινόταν δεκτό ότι μια διάταξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, τούτο θα είχε ως συνέπεια, τουλάχιστον στις περιπτώσεις υποθέσεων με διασυνοριακό χαρακτήρα, το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης αυτής και οι συνέπειές της στην εσωτερική αγορά να πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα του πρωτογενούς δικαίου και, ειδικότερα, των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

49.

Όπως καταδεικνύεται από τη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων, στο πλαίσιο της οποίας η EUROAPTIEKA υποστηρίζει ότι η επίμαχη διάταξη δεν αφορά τα φάρμακα που πωλούνται από φαρμακείο αλλά τη δραστηριότητα του φαρμακείου αυτού, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εθνική διάταξη η οποία θεσπίζει απαγορεύσεις όσον αφορά τη διαφήμιση φαρμάκων εν γένει να συνδέεται, σε περίπτωση υπόθεσης με διασυνοριακό χαρακτήρα, τόσο με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων όσο και με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το Δικαστήριο εξετάζει τέτοια εθνική διάταξη, καταρχήν, μόνον υπό το πρίσμα μίας από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες, εφόσον προκύπτει ότι η μία από αυτές είναι δευτερεύουσα σε σχέση με την άλλη και μπορεί να συνδεθεί με τη διάταξη αυτή.

50.

Εν προκειμένω, η επίμαχη διάταξη δεν αφορά την άσκηση της δραστηριότητας του φαρμακοποιού ή την υπηρεσία πώλησης καθεαυτήν, αλλά ρυθμίζει μια συγκεκριμένη μορφή διαφημιστικής εκστρατείας όσον αφορά τα φάρμακα που προσφέρονται προς πώληση ( 16 ).

51.

Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η επίμαχη διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ως «διέπουσα τις μορφές πωλήσεως», κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, και πληρούσα τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία Keck και Mithouard ( 17 ) και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 34 ΣΛΕΕ ( 18 ).

52.

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να απαγορεύουν δραστηριότητες όπως αυτές που ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη και οι απαγορεύσεις αυτές δεν υπόκεινται, καταρχήν, σε έλεγχο ως προς τη συμβατότητά τους με την οδηγία 2001/83 και/ή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΛΕΕ. Ταυτόχρονα, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεσπίζουν τέτοιες απαγορεύσεις, μολονότι οι δραστηριότητες αυτές δύνανται να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών ( 19 ). Είμαι της γνώμης ότι για τους λόγους αυτούς, όπως επισήμανα στο σημείο 47 των παρουσών προτάσεων, ο νομοθέτης προέκρινε την οδηγία 2001/83 ως το πλαίσιο βάσει του οποίου πρέπει να εξεταστεί η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των διαφημιστικών δραστηριοτήτων που αφορούν τα φάρμακα.

53.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο χαρακτήρας του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83 ως γενικού κανόνα συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας ότι διαφήμιση φαρμάκων εν γένει, όπως αυτή την οποία προβλέπει η επίμαχη διάταξη, εμπίπτει επίσης στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά την έννοια της πρώτης αυτής διάταξης. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται από την τελεολογική ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας.

3. Η τελολογική ερμηνεία

54.

Η ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, από την άποψη της τελολογικής ερμηνείας, η έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά το άρθρο 86 της οδηγίας 2001/83, πρέπει να οριστεί με τρόπο που να περιλαμβάνει κάθε παροχή πληροφοριών για προσέλκυση πελατείας, πρόβλεψη ή προτροπή η οποία ενδέχεται να είναι επιζήμια για τη δημόσια υγεία.

55.

Συγκεκριμένα, κύριος σκοπός της οδηγίας 2001/83 είναι η προστασία της δημόσιας υγείας. Λόγω των θεραπευτικών τους ιδιοτήτων, τα φάρμακα διαφέρουν ουσιωδώς από τα λοιπά προϊόντα. Οι θεραπευτικές αυτές ιδιότητες έχουν ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που τα φάρμακα λαμβάνονται χωρίς λόγο ή κατά τρόπο μη σύμφωνο με τις οδηγίες, ενδέχεται να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη της υγείας, χωρίς ο ασθενής να είναι σε θέση να το αντιληφθεί κατά τη χορήγησή τους ( 20 ).

56.

Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, δεν αποκλείεται και η χρήση φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή να εγκυμονεί ορισμένους κινδύνους ( 21 ). Τέτοιοι κίνδυνοι υφίστανται, κατά τη Λεττονική Κυβέρνηση, ιδίως για πρόσωπα που κάνουν χρήση διαφόρων φαρμάκων χωρίς να έχουν συμβουλευθεί γιατρό. Κατά τη Λεττονική Κυβέρνηση, ακόμη και ακίνδυνα εκ πρώτης όψεως φάρμακα δύνανται να έχουν ανεπιθύμητες παρενέργειες όταν χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Επιπλέον, η λήψη περισσότερων του ενός φαρμάκων τα οποία διατίθενται χωρίς συνταγή και περιέχουν το ίδιο συστατικό θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή υπέρβαση δοσολογίας.

57.

Αναγνωρίζοντας τους κινδύνους αυτούς, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, στο άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στα άρθρα 89 και 90 της οδηγίας 2001/83, που περιλαμβάνονται στον τίτλο VIIIα αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη της 45, ότι η απευθυνόμενη στο κοινό διαφήμιση φαρμάκων για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή δεν απαγορεύεται, αλλά επιτρέπεται, υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων και περιορισμών που προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία ( 22 ).

58.

Μεταξύ των περιορισμών αυτών καταλέγεται ο γενικός περιορισμός του άρθρου 87, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83, κατά τον οποίο η διαφήμιση ενός φαρμάκου πρέπει να προάγει την ορθολογική χρήση του φαρμάκου, παρουσιάζοντάς το με τρόπο αντικειμενικό και χωρίς να υπερβάλλονται οι ιδιότητές του. Κατά τη γνώμη μου, η διάταξη αυτή δεν σκοπεί να παρεμποδίσει τη διαφήμιση ενός συγκεκριμένου φαρμάκου, αλλά τη διαφήμιση που είναι ικανή να οδηγήσει σε μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων εν γένει.

59.

Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, από τη νομολογία προκύπτει ότι το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», έλαβε υπόψη του τη σημασία της προστασίας της δημόσιας υγείας δεδομένου ότι η ερμηνεία του καθιστά δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού ( 23 ).

60.

Συναφώς, όπως ανέφερα, η διαφήμιση των φαρμάκων εν γένει δύναται να επηρεάσει τη συμπεριφορά των καταναλωτών ( 24 ), πράγμα το οποίο αντιβαίνει στον εν λόγω σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας και δύναται να προξενήσει κινδύνους για την υγεία τους ( 25 ).

61.

Επομένως, η τελολογική ερμηνεία της έννοιας της «διαφήμισης των φαρμάκων», όπως και η γραμματική και η συστηματική ερμηνεία, συνηγορεί υπέρ του να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Οι εκτιμήσεις που βασίζονται στις ερμηνείες αυτές δεν αναιρούνται από τα διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από τη νομολογία A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 26 ) και DocMorris ( 27 ), στον βαθμό που δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.

4. Επί της αποφάσεως A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων)

62.

Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 50 της αποφάσεως A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 28 ), ότι τα άρθρα 86 έως 100 της οδηγίας 2001/83, τα οποία περιλαμβάνονται στους τίτλους VIII και VIIIα αυτής, αφορούν τη ρύθμιση του περιεχομένου του διαφημιστικού μηνύματος και των τρόπων διαφήμισης συγκεκριμένων φαρμάκων, αλλά δεν διέπουν τη διαφήμιση των υπηρεσιών διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη ιδίως κατά την εξέταση του ζητήματος αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται, στην εφαρμογή εθνικής ρύθμισης η οποία απαγορεύει σε φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής της παραγγελίας φαρμάκων όταν η τιμή αυτή υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό.

63.

Εκ πρώτης όψεως, η επίμαχη διαφημιστική εκστρατεία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 29 ) είναι, επομένως, παρόμοια με τις απαγορευόμενες από την επίμαχη διάταξη στην υπό κρίση υπόθεση. H ομοιότητα αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση, οπότε η οδηγία 2001/83 δεν θα ήταν κρίσιμη για την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

64.

Εντούτοις, το πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 30 ) είναι σαφώς διαφορετικό από εκείνο της υπό κρίση υπόθεσης.

65.

Συγκεκριμένα, η επίμαχη στην πρώτη αυτή υπόθεση εθνική νομοθεσία, η οποία απαγόρευε, μεταξύ άλλων, στα φαρμακεία να προβαίνουν σε διαφημιστικές προσφορές συνιστάμενες στη χορήγηση έκπτωσης επί της συνολικής τιμής, αφορούσε μόνον εμμέσως τα φάρμακα και τη διαφήμισή τους ( 31 ), ενώ η επίμαχη διάταξη αφορά ρητώς και άμεσα τη διαφήμιση φαρμάκου η οποία απευθύνεται στο κοινό.

66.

Ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) ( 32 ) αφορούσε κατ’ ουσίαν, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του και από τη σκέψη 28 της απόφασης αυτής, τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης την οποία εφαρμόζει το κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχεται υπηρεσία διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων χορηγούμενων χωρίς ιατρική συνταγή επί παρόχου της εν λόγω υπηρεσίας ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος. Πιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση επιθυμούσε να εξετασθεί η εθνική αυτή ρύθμιση σε σχέση με το άρθρο 34 ΣΛΕΕ, το άρθρο 85 της οδηγίας 2001/83 και/ή με το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/31/ΕΚ ( 33 ).

67.

Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι οι υπηρεσίες διαδικτυακής πώλησης φαρμάκων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/31 ( 34 ) και ότι το άρθρο 85γ της οδηγίας 2001/83 παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις της πρώτης αυτής οδηγίας, εξέτασε το προδικαστικό ερώτημα υπό το πρίσμα της οδηγίας 2000/31. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη λογική που διέπει την οδηγία 2000/31, πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας υπόκειται, κατά κανόνα, στην εθνική κανονιστική ρύθμιση του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος (του κράτους μέλους καταγωγής). Επομένως, οι προϋποθέσεις σχετικά με την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μπορούν να επιβάλλονται από το κράτος μέλος καταγωγής ή –υπό τους όρους που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας– από άλλα κράτη μέλη. Εντούτοις, στην υπό κρίση υπόθεση, η κανονιστική ρύθμιση περί της οποίας πρόκειται είναι εκείνη του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο πάροχος.

5. Επί της αποφάσεως DocMorris

68.

Στην απόφαση DocMorris ( 35 ), η οποία δημοσιεύθηκε μετά την υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί αν οι διατάξεις του τίτλου VIII της οδηγίας 2001/83, και ειδικότερα το άρθρο 87, παράγραφος 3, της οδηγίας, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει σε φαρμακείο που πωλεί φάρμακα μέσω ταχυδρομικών παραγγελιών να διοργανώνει διαφημιστική εκστρατεία υπό τη μορφή προωθητικού διαγωνισμού που παρέχει στους μετέχοντες τη δυνατότητα να κερδίσουν αντικείμενα της καθημερινής ζωής πλην φαρμάκων, όταν η συμμετοχή στον διαγωνισμό εξαρτάται από την αποστολή παραγγελίας για συνταγογραφούμενο φάρμακο που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση, συνοδευόμενης από ιατρική συνταγή.

69.

Το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση αυτή, ότι μια τέτοια διαφημιστική εκστρατεία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του τίτλου VIII της οδηγίας 2001/83.

70.

Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη διαφήμιση δεν αφορούσε συγκεκριμένο φάρμακο, αλλά το συνολικό φάσμα των συνταγογραφούμενων φαρμάκων τα οποία προσφέρονται προς πώληση από το οικείο φαρμακείο. Πριν καταλήξει στη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 21 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η διαφημιστική αυτή εκστρατεία απέβλεπε στο να επηρεάσει τον πελάτη όχι ως προς την επιλογή συγκεκριμένου φαρμάκου, αλλά ως προς την επιλογή του φαρμακείου από το οποίο ο πελάτης αγοράζει το φάρμακο, καθώς η δεύτερη επιλογή τελείται μετά την πρώτη.

71.

Συγκεκριμένα, από την άποψη της τελολογικής ερμηνείας, σημασία έχει ότι η εν λόγω διαφημιστική εκστρατεία δεν ήταν ικανή να προαγάγει την ανορθολογική χρήση φαρμάκων, σε αντίθεση με τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη διάταξη. H αγορά των φαρμάκων προϋπέθετε την προηγούμενη χορήγηση ιατρικής συνταγής, υπό τον έλεγχο προσώπων που ήταν εξουσιοδοτημένα να τα συνταγογραφούν.

72.

Αντιθέτως, οι δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη διάταξη είναι πιθανό, για τους λόγους που εκτίθενται στο σημείο 41 των παρουσών προτάσεων, να προτρέψουν τους καταναλωτές στην αγορά περισσότερων φαρμάκων, ακόμη και όταν οι δραστηριότητες αυτές αφορούν φάρμακα για τα οποία δεν απαιτείται εν γένει ιατρική συνταγή. Συγκεκριμένα, οσάκις, όπως εν προκειμένω, η οικεία εθνική ρύθμιση σαφώς προβλέπει ότι η διαφήμιση αφορά φάρμακα, οι κανόνες περί διαφήμισης πρέπει να εφαρμόζονται, ακόμη και αν στη διαφήμιση δεν γίνεται ρητή μνεία κανενός συγκεκριμένου φαρμάκου.

6. Πρόταση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

73.

Λαμβανομένων υπόψη των σαφών συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι η διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη μιας τέτοιας αγοράς βάσει της τιμής του φαρμάκου, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά την εν λόγω διάταξη, ακόμη και στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένο φάρμακο αλλά φάρμακα εν γένει για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.

Γ.   Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

74.

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 87, παράγραφος 3, και το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη θέσπιση από κράτος μέλος απαγορεύσεων που δεν αντιστοιχούν σε εκείνες οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 90 της εν λόγω οδηγίας, οσάκις οι απαγορεύσεις αυτές αφορούν τη διαφήμιση που προωθεί τη μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων (πρώτο σκέλος των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων) και, αφετέρου, αν η επίμαχη διάταξη θεσπίζει τέτοιες απαγορεύσεις (δεύτερο σκέλος των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων).

75.

Επιβάλλεται η παρατήρηση, αφενός, ότι, μολονότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, όπως διατυπώνεται από το αιτούν δικαστήριο, φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 αφορά απαγορευόμενες μορφές διαφήμισης, εντούτοις, η διάταξη αυτή επιβάλλει απαγορεύσεις σχετικά με το περιεχόμενο της διαφήμισης φαρμάκου που απευθύνεται στο κοινό ( 36 ). Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι απαγορεύσεις που θεσπίζει η επίμαχη διάταξη δεν αντιστοιχούν στις απαγορεύσεις του άρθρου 90 της οδηγίας.

1. Επί του παραδεκτού

76.

Πριν εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα αυτά, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η EUROAPTIEKA υποστηρίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα. Κατά την άποψή της, τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα δεν είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς, στον βαθμό που αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 2001/83 και η επίμαχη διάταξη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

77.

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η επίμαχη διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83 και ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα απαιτείται να εξετασθούν μόνον σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Έχοντας απαντήσει καταφατικά στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, από κανένα στοιχείο δεν μπορώ να συναγάγω ότι το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι προδήλως μη κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Επομένως, τα προδικαστικά αυτά ερωτήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, παραδεκτά.

2. Επί της ουσίας

78.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στο πρώτο σκέλος του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

79.

Συγκριμένα, τα δύο αυτά προδικαστικά ερωτήματα, συνδυαστικά θεωρούμενα, βασίζονται σε μια ερμηνεία της οδηγίας 2001/83 κατά την οποία το άρθρο 90 θεσπίζει εξαντλητικό κατάλογο απαγορεύσεων σχετικά με το περιεχόμενο της διαφήμισης φαρμάκων που απευθύνεται στο κοινό, ενώ το άρθρο 87, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν και άλλες απαγορεύσεις εφόσον αυτές προάγουν την ορθολογική χρήση των φαρμάκων.

80.

Μια τέτοια ερμηνεία της οδηγίας 2001/83 προέκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Gintec ( 37 ), στην οποία παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο.

81.

Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, επί του ζητήματος αν, ελλείψει ρητής απαγορεύσεως στην οδηγία 2001/83 όσον αφορά τη διαφήμιση κληρώσεως φαρμάκων, η διαφήμιση αυτή επιτρέπεται ή απαγορεύεται από το άρθρο 87, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας ( 38 ).

82.

Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, μολονότι η οδηγία 2001/83 δεν θεσπίζει ειδικούς κανόνες για τη διαφήμιση φαρμάκων υπό τη μορφή κληρώσεως, μια τέτοια διαφήμιση απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον προωθεί τη μη ορθολογική χρήση του φαρμάκου αυτού και συνεπάγεται την απευθείας διανομή του στο κοινό καθώς και τη χορήγηση δωρεάν δειγμάτων.

83.

Προκειμένου να καταλήξει στην εκτίμηση αυτή, το Δικαστήριο επισήμανε, καταρχάς, ότι μια τέτοια διαφήμιση δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτή υπό το πρίσμα της ανάγκης αποτροπής οποιασδήποτε υπερβολικής και απερίσκεπτης διαφημίσεως η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 87, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/83 επιβεβαιώνει την ανάγκη αυτή, καθόσον ορίζει ότι η διαφήμιση των φαρμάκων πρέπει να προάγει την ορθολογική τους χρήση ( 39 ). Τέλος, υιοθετώντας τη θέση που εξέφρασαν ορισμένες κυβερνήσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαφήμιση φαρμάκου υπό μορφή κληρώσεως ενθαρρύνει τη μη ορθολογική και υπερβολική χρήση αυτού του φαρμάκου, καθότι παρουσιάζοντάς το ως δώρο ή ως έπαθλο παρασύρει τους καταναλωτές να μην εκτιμούν αντικειμενικώς την ανάγκη λήψεως αυτού του φαρμάκου ( 40 ).

84.

Επομένως, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, το άρθρο 87, παράγραφος 3, και το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 έχουν την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές δεν αντιτίθενται στη δυνατότητα κράτους μέλους να επιβάλλει απαγορεύσεις που δεν αντιστοιχούν σε εκείνες του άρθρου 90 της οδηγίας, όταν οι απαγορεύσεις αυτές αφορούν τη διαφήμιση που προωθεί τη μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων.

85.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων, επισημαίνεται ότι η επίμαχη διάταξη δεν απαγορεύει τη διάδοση απλών πληροφοριών σχετικά με την τιμή των φαρμάκων. Δεν αφορά επίσης την υποχρέωση καθορισμού ορισμένης τιμής για τα φάρμακα, Αντιθέτως, η διάταξη αυτή απαγορεύει τη διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά ενός φαρμάκου προβάλλοντας την τιμή του, μια ειδική εκπτωτική προσφορά ή την πώλησή του από κοινού με άλλα φάρμακα ή προϊόντα, ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή.

86.

Όπως επισήμανα με το σημείο 72 των παρουσών προτάσεων, η επίμαχη διάταξη αφορά, συνεπώς, δραστηριότητες που δύνανται να ωθήσουν τους καταναλωτές να αγοράσουν περισσότερα φάρμακα, χωρίς κατ’ ανάγκην να συνδέουν την αγορά αυτή με το συμφέρον της υγείας τους.

87.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως παρατηρεί η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, οι καταναλωτές επηρεάζονται πάντοτε από την τιμή του φαρμάκου και ενδέχεται να παρακινηθούν να αγοράσουν ποσότητα πέραν της αναγκαίας, εάν υπάρχει προσφορά ή ειδική έκπτωση. Κατά την αγορά φαρμάκων από τους καταναλωτές, πρέπει να προέχει το συμφέρον για την υγεία τους (πρόληψη ή θεραπεία) και όχι πιθανά οικονομικά συμφέροντα ή εμπορικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με την αγορά μέσω ειδικών πωλήσεων ή μαζί με άλλα φάρμακα ή προϊόντα.

88.

Η αγορά φαρμάκων που δεν υπαγορεύεται από το συμφέρον για την υγεία των καταναλωτών δύναται με τη σειρά της να οδηγήσει στην κατανάλωση φαρμάκων χωρίς να συνεκτιμάται το συμφέρον αυτό, γεγονός το οποίο συνιστά, χωρίς καν να μνημονεύονται οι κίνδυνοι τους οποίους επισημαίνει η Λεττονική Κυβέρνηση ( 41 ), κατ’ εξοχήν περίπτωση μη ορθολογικής χρήσης των φαρμάκων.

89.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η αποτελεσματική προστασία της ανθρώπινης υγείας και ζωής επιβάλλει την πώληση των φαρμάκων σε εύλογη τιμή ( 42 ) δεν μπορεί να υπερισχύσει της ανάγκης, η οποία αναγνωρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας 2001/83, να απαγορευθεί κάθε υπερβολική ή απερίσκεπτη διαφήμιση που ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Gintec ( 43 ), την επιταγή αυτή συγκεκριμενοποιεί το άρθρο 87, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο η διαφήμιση των φαρμάκων πρέπει να προάγει την ορθολογική χρήση τους.

90.

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι απαγορεύσεις που αφορούν διαφημίσεις οι οποίες προτρέπουν στην αγορά του φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη μιας τέτοιας αγοράς βάσει της τιμής του φαρμάκου, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα στοχεύουν διαφημίσεις οι οποίες προωθούν τη μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων.

V. Πρόταση

91.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Latvijas Republikas Satversmes tiesa (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Λεττονία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, έχει την έννοια ότι η διάδοση πληροφοριών που προτρέπουν σε αγορά φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη μιας τέτοιας αγοράς βάσει της τιμής του φαρμάκου, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων», κατά την εν λόγω διάταξη, ακόμη και στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές δεν αφορούν συγκεκριμένο φάρμακο αλλά φάρμακα εν γένει για τα οποία δεν απαιτείται ιατρική συνταγή.

2)

Το άρθρο 87, παράγραφος 3, και το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/27, έχουν την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν κράτος μέλος να επιβάλλει απαγορεύσεις οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 90 της οδηγίας αυτής εφόσον οι απαγορεύσεις αυτές αφορούν τη διαφήμιση που προωθεί τη μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων.

Οι απαγορεύσεις που αφορούν διαφημίσεις οι οποίες προτρέπουν στην αγορά του φαρμάκου δικαιολογώντας την ανάγκη μιας τέτοιας αγοράς βάσει της τιμής του φαρμάκου, μέσω αναγγελίας ειδικής εκπτωτικής προσφοράς ή επισημάνσεως περί της πωλήσεως του φαρμάκου από κοινού με άλλα φάρμακα (ενδεχομένως και σε μειωμένη τιμή) ή προϊόντα στοχεύουν διαφημίσεις οι οποίες προωθούν τη μη ορθολογική χρήση των φαρμάκων.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ 2001, L 311, σ. 67), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 136, σ. 34) (στο εξής: οδηγία 2001/83).

( 3 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007 (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψεις 20 έως 37).

( 4 ) Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι, στην υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το απόσπασμα κατά το οποίο «η επίμαχη στην κύρια δίκη διαφήμιση δεν περιέχει αναφορά στην ονομασία του φαρμάκου» ενδέχεται να υποδηλώνει ότι αντικείμενο της διαδικασίας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είναι η νομιμότητα της απόφασης της 1ης Απριλίου 2016. Δεν μπορεί, εντούτοις, να αποκλειστεί ότι το απόσπασμα αυτό συνιστά αναπαραγωγή της επιχειρηματολογίας που περιλαμβάνεται στη συνταγματική προσφυγή της EUROAPTIEKA. Επιπλέον, η πρόταση που έπεται του εν λόγω αποσπάσματος αναφέρει ότι πρέπει να εξεταστεί αν οι δραστηριότητες τις οποίες ρυθμίζει η επίμαχη διάταξη μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83. Εξάλλου, η EUROAPTIEKA προβάλλει, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι όταν το δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί συνταγματικής προσφυγής, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις περιστάσεις υπό τις οποίες η επίμαχη διάταξη προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσφεύγοντος. Εντούτοις το γεγονός ότι αποδίδεται ορισμένη σημασία στις προκείμενες περιστάσεις δεν φαίνεται να θέτει εν αμφιβόλω το αντικείμενο της διαδικασίας στην κύρια δίκη. Επιπλέον, η EUROAPTIEKA, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, επικαλείται οριστική απόφαση του Augstākā tiesa (Ανώτατου Δικαστηρίου, Λεττονία), η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που την αφορούσε. H αναφορά αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικά επί της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2016. Αυτή ήταν, άλλωστε, η θέση της Επιτροπής στις γραπτές παρατηρήσεις της.

( 5 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Novo Nordisk (C‑249/09, EU:C:2011:272, σκέψη 22).

( 6 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Deutscher Apothekerverband (C‑322/01, EU:C:2003:664, σκέψη 146).

( 7 ) Βλ. άρθρο 88, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2001/83.

( 8 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 9 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021 (C‑190/20, EU:C:2021:609).

( 10 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, MSD Sharp & Dohme (C‑316/09, EU:C:2011:275, σκέψη 31).

( 11 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, MSD Sharp & Dohme (C‑316/09, EU:C:2011:275, σκέψη 33).

( 12 ) Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, MSD Sharp & Dohme (C‑316/09, EU:C:2011:275, σκέψεις 34, 36, 40 και 45).

( 13 ) Περί της έκτασης της εναρμόνισης που πραγματοποιείται με την οδηγία 2001/83, βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Gintec (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψη 20).

( 14 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Novo Nordisk (C‑249/09, EU:C:2011:272, σκέψη 24).

( 15 ) Απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Novo Nordisk (C‑249/09, EU:C:2011:272, σκέψη 25).

( 16 ) Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο έκρινε, ασφαλώς, με την απόφαση DocMorris, ότι η επίμαχη στην απόφαση αυτή διαφημιστική εκστρατεία, ήτοι προωθητικός διαγωνισμός που παρέχει στους μετέχοντες τη δυνατότητα να κερδίσουν αντικείμενα της καθημερινής ζωής πλην φαρμάκων, δεν εμπίπτει στην έννοια της «διαφήμισης των φαρμάκων» κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι η μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων σχετικών με την υπηρεσία ταχυδρομικών πωλήσεων φαρμάκων για τα οποία απαιτείται ιατρική συνταγή, μολονότι δεν αποσκοπεί στην προώθηση συγκεκριμένων φαρμάκων, συνιστά δευτερεύον στοιχείο σε σχέση με την προώθηση της πώλησης των φαρμάκων αυτών, η οποία αποτελεί τον απώτερο σκοπό της διαφημιστικής εκστρατείας. Βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DocMorris (C‑190/20, EU:C:2021:609, σκέψη 31).

( 17 ) Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993 (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905).

( 18 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DocMorris (C‑190/20, EU:C:2021:609, σκέψη 35).

( 19 ) Πρβλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2009, Apothekerkammer des Saarlandes κ.λπ. (C‑171/07 και C‑172/07, EU:C:2009:316, σκέψεις 31 και 32).

( 21 ) Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) (C‑649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 94).

( 22 ) Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, ratiopharm (C‑786/18, EU:C:2020:459, σκέψη 40).

( 23 ) Ενδεικτικά, το Δικαστήριο αποσαφήνισε, στην απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, Damgaard (C‑421/07, EU:C:2009:222), ότι η διάδοση από τρίτον πληροφοριών σχετικών με φάρμακο πρέπει να θεωρηθεί ως «διαφήμιση των φαρμάκων», κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/83. Αφού διαπίστωσε ότι η διατύπωση της οδηγίας αυτής δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τους συντάκτες της διαφήμισης (σκέψεις 20 και 21), το Δικαστήριο, συγκεκριμένα, τόνισε ότι η διαφήμιση των φαρμάκων είναι σε θέση να βλάψει τη δημόσια υγεία, η προστασία της οποίας αποτελεί τον κύριο σκοπό της εν λόγω οδηγίας, ακόμη και αν η διαφήμιση των φαρμάκων πραγματοποιείται από ανεξάρτητο τρίτον (σκέψη 22).

( 24 ) Βλ. σημείο 41 των παρουσών προτάσεων.

( 25 ) Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 27 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021 (C‑190/20, EU:C:2021:609).

( 28 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 29 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 30 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 31 ) Αφορούσε τη δραστηριότητα φαρμακοποιού στον οποίο, κατά τη διάταξη αυτή, απαγορευόταν να προσελκύει πελάτες με διαδικασίες και μέσα που δεν συνάδουν με την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος και να παροτρύνει τους ασθενείς σε κατάχρηση κατανάλωσης φαρμάκων.

( 32 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020 (C‑649/18, EU:C:2020:764).

( 33 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αφορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).

( 34 ) Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, A (Διαδικτυακή διαφήμιση και πώληση φαρμάκων) (C‑649/18, EU:C:2020:764, σκέψη 32).

( 35 ) Απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021 (C‑190/20, EU:C:2021:609).

( 36 ) Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Gintec (C‑374/05, EU:C:2007:654), στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 36, ότι το άρθρο 90 της οδηγίας 2001/83 περιέχει ειδικούς κανόνες ως προς το περιεχόμενο διαφημίσεων φαρμάκων, απαγορεύοντας τη χρησιμοποίηση σειράς συγκεκριμένων στοιχείων.

( 37 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007 (C‑374/05, EU:C:2007:654).

( 38 ) Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Gintec (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψη 53).

( 39 ) Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Gintec (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψη 55).

( 40 ) Βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, Gintec (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψη 56).

( 41 ) Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.

( 42 ) Βλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2016, Deutsche Parkinson Vereinigung (C‑148/15, EU:C:2016:776, σκέψη 43).

( 43 ) Απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007 (C‑374/05, EU:C:2007:654, σκέψη 51).

Top