EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0519

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J.Richard de la Tour της 25ης Νοεμβρίου 2021.
K κατά Landkreis Gifhorn.
Αίτηση του Amtsgericht Hannover για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κράτηση ενόψει απομάκρυνσης – Άρθρο 16, παράγραφος 1 – Άμεσο αποτέλεσμα – Ειδική εγκατάσταση κράτησης – Έννοια – Κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα – Προϋποθέσεις – Άρθρο 18 – Κατάσταση έκτακτης ανάγκης – Έννοια – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος.
Υπόθεση C-519/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:958

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 25ης Νοεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑519/20

K

παρισταμένης της:

Landkreis Gifhorn

[αίτηση του Amtsgericht Hannover (ειρηνοδικείου Αννόβερου, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Κράτηση ενόψει απομάκρυνσης – Άρθρο 16, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “ειδική εγκατάσταση κράτησης” – Άρθρο 18, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” – Εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας η κράτηση μπορεί να λάβει χώρα σε σωφρονιστικό κατάστημα λόγω κατάστασης έκτακτης ανάγκης – Έκταση του ελέγχου που μπορεί να διενεργήσει η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει το περιεχόμενο διαφόρων ειδικών κανόνων, τους οποίους προβλέπει η οδηγία 2008/115/ΕΚ ( 2 ), σχετικά με τη θέση υπό κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης, εντός του πλαισίου των αποφάσεων της 17ης Ιουλίου 2014, Bero και Bouzalmate ( 3 ), της 17ης Ιουλίου 2014, Pham ( 4 ), και της 2ας Ιουλίου 2020, Stadt Frankfurt am Main ( 5 ).

2.

Η υπόθεση αυτή αφορά την ειδική περίπτωση επίκλησης εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας για να παρεκκλίνει από τον κανόνα κατά τον οποίο οι εν λόγω υπήκοοι τίθενται υπό κράτηση, με σκοπό την απομάκρυνσή τους, σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Βάσει της νομοθεσίας αυτής, ο Κ, Πακιστανός υπήκοος, τέθηκε υπό κράτηση στο τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου (Γερμανία) τον Σεπτέμβριο του 2020.

3.

Το Amtsgericht Hannover (ειρηνοδικείο Αννόβερου, Γερμανία) πρέπει εν προκειμένω να εκτιμήσει τη νομιμότητα του μέτρου αυτού υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 16 και 18 της οδηγίας 2008/115. Για τον σκοπό αυτό υποβάλλει στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα.

4.

Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα. Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει τις εξουσίες που διαθέτει, στο πλαίσιο αυτό, η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση. Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά αν το τμήμα Langenhagen, στο οποίο τέθηκε υπό κράτηση ο Κ, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ειδική εγκατάσταση κράτησης», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας. Το ερώτημα αυτό παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ορίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων μια ειδική εγκατάσταση κράτησης διακρίνεται από ένα σωφρονιστικό κατάστημα, ειδικότερα δε υπό το πρίσμα της διεύθυνσης της δομής, καθώς και του καθεστώτος και των υλικών συνθηκών της κράτησης.

5.

Στις παρούσες προτάσεις, θα εκθέσω, πρώτον, τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, για περίοδο τριών ετών, την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα δεν πληροί τις προϋποθέσεις έκτακτης ανάγκης που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

6.

Δεύτερον, θα εξηγήσω ότι η λήψη έκτακτων μέτρων βάσει του άρθρου αυτού δεν μπορεί να στερήσει από την αρμόδια να διατάξει την κράτηση δικαστική αρχή τη δυνατότητα να ελέγχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις που δικαιολόγησαν την αναγνώριση κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

7.

Τρίτον, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση, το τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου δεν φαίνεται να μπορεί να χαρακτηριστεί, κατά τον χρόνο θέσης υπό κράτηση του K, ως «ειδική εγκατάσταση κράτησης», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η οδηγία 2008/115

8.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 13, 16, 17 και 24 της οδηγίας 2008/115 έχουν ως εξής:

«(13)

Η χρήση αναγκαστικών μέτρων θα πρέπει να υπόκειται ρητά στις αρχές της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους στόχους […] Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να βασίζονται σε διάφορες δυνατότητες για να ελέγχουν την αναγκαστική επιστροφή.

[…]

(16)

Η χρήση της κράτησης με σκοπό την απομάκρυνση θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κράτηση δικαιολογείται μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή για την εκτέλεση της διαδικασίας απομάκρυνσης και εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων.

(17)

Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που τίθενται υπό κράτηση θα πρέπει να τυγχάνουν ανθρώπινης και αξιοπρεπούς μεταχείρισης, με σεβασμό των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων και σύμφωνα με το διεθνές και εθνικό δίκαιο. Με την επιφύλαξη της αρχικής σύλληψης από τις αρχές επιβολής του νόμου, που ρυθμίζεται από την εθνική νομοθεσία, η κράτηση θα πρέπει κατά κανόνα να γίνεται σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης.

[…]

(24)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

9.

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του δικαίου [της Ένωσης] και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

10.

Το άρθρο 16 της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Όροι κράτησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η κράτηση λαμβάνει χώρα κατά κανόνα σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει διαμονή σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, οι υπό κράτηση υπήκοοι τρίτων χωρών κρατούνται χωριστά από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.»

11.

Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Στις οικογένειες που κρατούνται εν αναμονή απομάκρυνσης παρέχεται χωριστό κατάλυμα το οποίο εξασφαλίζει επαρκή ιδιωτική ζωή.»

12.

Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης», προβλέπει τα εξής:

«1.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή δημιουργεί απρόβλεπτο υψηλό φόρτο για το δυναμικό της εγκατάστασης κράτησης κράτους μέλους ή στο διοικητικό ή δικαστικό προσωπικό του, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, ενόσω η έκτακτη κατάσταση διαρκεί, να αποφασίσει […] να λαμβάνει επείγοντα μέτρα όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης, κατά παρέκκλιση από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, παράγραφος 1 και στο άρθρο 17, παράγραφος 2.

2.   Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οσάκις προσφεύγει σε σχετικά έκτακτα μέτρα, ενημερώνει την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή. Ενημερώνει επίσης την Επιτροπή μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εφαρμογή αυτών των έκτακτων μέτρων.

3.   Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου ερμηνεύεται ως επιτρέπουσα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωσή τους να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, είτε γενικά είτε ειδικά, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

13.

Στο πλαίσιο της πρότασής της για αναδιατύπωση της οδηγίας 2008/115 ( 6 ), η Επιτροπή δεν προτείνει καμία τροποποίηση των κανόνων των άρθρων 16 και 18 της οδηγίας αυτής.

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

14.

Σύμφωνα με τα άρθρα 83 και 84 του Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland (Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εναπόκειται στα Bundesländer (ομόσπονδα κράτη) να διασφαλίζουν την εκτέλεση των μέτρων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

15.

Το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του Gesetz über den Aufenthalt, die Erwerbstätigkeit und die Integration von Ausländern im Bundesgebiet (νόμου περί διαμονής, απασχόλησης και ένταξης των αλλοδαπών στην ομοσπονδιακή επικράτεια) ( 7 ), της 30ής Ιουλίου 2004, όπως ίσχυε από τις 29 Ιουλίου 2017 έως τις 20 Αυγούστου 2019, το οποίο έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά στη γερμανική έννομη τάξη του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, είχε ως εξής:

«Η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης λαμβάνει χώρα κατ’ αρχήν σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Εάν δεν υπάρχουν ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης στην ομοσπονδιακή επικράτεια ή εάν ο αλλοδαπός αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά απτόμενα της εσωτερικής ασφάλειας, η κράτηση μπορεί να λάβει χώρα σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα· στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης διαχωρίζονται από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου.»

16.

Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε κατόπιν της θέσεως σε ισχύ του Zweiten Gesetz zur besseren Durchsetzung der Ausreisepflicht (δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια) ( 8 ), της 15ης Αυγούστου 2019.

17.

Το άρθρο 1, σημείο 22, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Το άρθρο 62a, παράγραφος 1, [του AufenthG] αντικαθίσταται ως εξής:

“(1)

Τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης διαχωρίζονται από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου. Όταν τίθενται υπό κράτηση περισσότερα μέλη μιας οικογένειας, τους παρέχεται χωριστό κατάλυμα από τα άλλα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης. Θα πρέπει να τους εξασφαλίζεται επαρκής ιδιωτική ζωή.”»

18.

Η αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου διευκρινίζει, όσον αφορά το άρθρο 1, σημείο 22, τα εξής ( 9 ):

«Συνεπεία της τροποποίησης του άρθρου 62a, παράγραφος 1, δεν απαιτείται πλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης να διαμένουν σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης μπορεί προσωρινά να λάβει χώρα σε όλες τις εγκαταστάσεις κράτησης και, εντός ορίου 500 θέσεων, σε σωφρονιστικά καταστήματα. Επιβάλλεται πάντοτε ο διαχωρισμός των κρατουμένων ενόψει απομάκρυνσης και των κρατουμένων του κοινού δικαίου. Εξάλλου, ο υφιστάμενος κανόνας σχετικά με τη στέγαση πλειόνων μελών της ίδιας οικογένειας, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 62a, παράγραφος 1, τρίτη και τέταρτη περίοδος, καθώς και οι απαιτήσεις των άρθρων 16 και 17 της οδηγίας 2008/115, εξακολουθούν να ισχύουν. Επιπλέον, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να εκτιμάται και να επιλύεται το ζήτημα αν η κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι αποδεκτή και νόμιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση, για παράδειγμα όταν πρόκειται για πρόσωπα που ανήκουν σε ευάλωτη κατηγορία. Οι δικαστικές αρχές των [ομόσπονδων κρατών] αναμένεται να διαθέσουν έως και 500 θέσεις για πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης, έτσι ώστε, λαμβανομένης υπόψη της αναμενόμενης αύξησης του αριθμού των θέσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης στις εγκαταστάσεις κράτησης των [ομόσπονδων κρατών], να υπάρχουν συνολικά περίπου 1000 θέσεις κράτησης ενόψει απομάκρυνσης […] Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 παρέχει, για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τη δυνατότητα παρέκκλισης από την υποχρέωση διαχωρισμού σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, καθώς και από την απαίτηση να παρέχεται στις οικογένειες ξεχωριστό κατάλυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2. Επί του παρόντος, η υποχρέωση διαχωρισμού έχει μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο με το άρθρο 62a, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος. Η απαίτηση σχετικά με τη στέγαση των οικογενειών προβλέπεται στο άρθρο 62a, παράγραφος 1, τρίτη και τέταρτη περίοδος. Προϋπόθεση για τη χρήση της δυνατότητας παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, είναι ότι ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή δημιουργεί φόρτο που υπερβαίνει το δυναμικό των εγκαταστάσεων κράτησης ή του διοικητικού ή δικαστικού προσωπικού. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το υφιστάμενο δυναμικό στη Γερμανία (στις 27 Μαρτίου 2019) είναι περίπου 487 θέσεις κράτησης ενόψει απομάκρυνσης σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια. Λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ του αριθμού των προσώπων που έχουν εκτελεστή υποχρέωση να εγκαταλείψουν την επικράτεια και του αριθμού των θέσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης, το υφιστάμενο δυναμικό σαφώς επιβαρύνεται υπερβολικά. Αυτή η υπερβαίνουσα το δυναμικό επιβάρυνση θέτει εν τοις πράγμασι προσκόμματα στην εφαρμογή της εκτελεστής υποχρέωσης εγκατάλειψης της επικράτειας. Οι υφιστάμενες θέσεις κράτησης ενόψει απομάκρυνσης χρησιμοποιούνται ήδη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε ομοσπονδιακό επίπεδο μέσω συντονισμού μεταξύ των [ομόσπονδων κρατών]. Ομοίως, τη βελτίωση της διαχείρισης των θέσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης επιδιώκει το Gemeinsame Zentrum zur Unterstützung der Rückkehr [κοινό κέντρο υποστήριξης της επιστροφής, Γερμανία (ZUR)], το οποίο συστάθηκε το 2017. Το ποσοστό των θέσεων κράτησης που χρησιμοποιούνται, σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια, μέσω του ZUR είναι περίπου δέκα τοις εκατό. Αυτό σημαίνει ότι, στην πράξη, μεγάλος αριθμός αιτημάτων για θέση υπό κράτηση δεν μπορεί να υποβληθεί, μολονότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Εξάλλου, δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι η επιβάρυνση θα υπερέβαινε κατ’ αυτόν τον τρόπο το δυναμικό. Δεδομένου ότι ο αριθμός των νεοαφικνούμενων αιτούντων [διεθνή] προστασία μειωνόταν συνεχώς επί σειρά ετών, έως το 2015, τα [ομόσπονδα κράτη] είχαν προσαρμόσει, με την πάροδο των ετών, το δυναμικό όσον αφορά τις θέσεις κράτησης ενόψει απομάκρυνσης στις τότε χαμηλότερες ανάγκες, μειώνοντας τον αριθμό τους. Συνεπεία της αλλαγής της κατάστασης κατά τη διάρκεια του 2015 και της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού των αιτούντων [διεθνή] προστασία, πρωταρχική υποχρέωση του ομοσπονδιακού κράτους και των [ομόσπονδων κρατών] ήταν να δημιουργήσουν δυναμικό για την κάλυψη των αναγκών των προσώπων αυτών. Η υποχρέωση αυτή απορρέει, μεταξύ άλλων, από το [δίκαιο της Ένωσης], ιδίως από την οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96), και από την οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), καθώς και, πέραν αυτού, από την Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [ ( 10 )]. Στο πλαίσιο της κατάστασης αυτής, η μέριμνα για τους νεοαφικνούμενους είχε προτεραιότητα έναντι της αύξησης του δυναμικού κράτησης, με στόχο την ικανοποίηση σε μεταγενέστερο χρόνο (μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αιτήσεως ασύλου και προσφυγής) των απαιτήσεων της οδηγίας 2008/115. Πράγματι, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 18 [της οδηγίας] έχει ακριβώς ως αντικείμενο και σκοπό να επιτρέψει στις αρχές, σε μια τέτοια κατάσταση, να μεριμνήσουν κατά προτεραιότητα για τους νεοαφικνούμενους χωρίς να παραβούν, κατά προβλέψιμο τρόπο, υποχρεώσεις στο μέλλον. Η οδηγία 2008/115 δεν περιορίζεται στον καθορισμό απαιτήσεων όσον αφορά τους όρους κράτησης, επιβάλλει επίσης, με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 έχει ακριβώς ως αντικείμενο την επίλυση της ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων σκοπών σε μια απρόβλεπτη έκτακτη κατάσταση, όπως αυτή που υφίστατο το 2015 και κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών· επομένως, πρέπει εν προκειμένω να εφαρμοστεί. Μετά τη λήξη της έκτακτης κατάστασης, τα [ομόσπονδα κράτη] άρχισαν αμέσως να αναπτύσσουν το δυναμικό κράτησης και έχουν ήδη κατορθώσει να αυξήσουν τον αριθμό των θέσεων κράτησης σε 487 για ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια (στις 27 Μαρτίου 2019). Λόγω του χρόνου που συνήθως απαιτείται για την υλοποίηση κατασκευαστικών έργων και τη δημιουργία εγκαταστάσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης, δεν έχει ακόμη επιτευχθεί πλήρης αντιστοιχία μεταξύ του αριθμού των θέσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης και των τρεχουσών αναγκών. Λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που ελήφθησαν, πρέπει να αναμένεται ότι ο αριθμός των θέσεων κράτησης ενόψει απομάκρυνσης θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες στις 30 Ιουνίου 2022. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, η έκτακτη κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται και, κατά συνέπεια, πρέπει να καταργηθεί το άρθρο 62a, παράγραφος 1, με την ισχύουσα διατύπωσή του μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Στη συνέχεια, η ισχύουσα σήμερα νομοθεσία θα επανέλθει σε ισχύ.»

19.

Το άρθρο 6 του δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια, με τίτλο «Άλλη τροποποίηση του Aufenth[G] από 1ης Ιουλίου 2022», ορίζει τα εξής:

«Το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως δημοσιεύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 162) και τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 1 του παρόντος νόμου αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης λαμβάνει χώρα κατ’ αρχήν σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Εάν δεν υπάρχουν ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης στην ομοσπονδιακή επικράτεια ή εάν ο αλλοδαπός αποτελεί σοβαρή απειλή για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τρίτων ή για σημαντικά έννομα αγαθά απτόμενα της εσωτερικής ασφάλειας, η κράτηση μπορεί να λάβει χώρα σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα· στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης διαχωρίζονται από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου. Όταν τίθενται υπό κράτηση περισσότερα μέλη μιας οικογένειας, τους παρέχεται χωριστό κατάλυμα από τα άλλα πρόσωπα που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης. Θα πρέπει να τους εξασφαλίζεται επαρκής ιδιωτική ζωή.”»

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20.

Ο αιτών της κύριας δίκης, Κ, είναι Πακιστανός υπήκοος ο οποίος τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απομάκρυνσή του στο τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου στις 11 Αυγούστου 2020. Το μέτρο αυτό παρατάθηκε έως τις 12 Νοεμβρίου 2020, με διάταξη της 25ης Σεπτεμβρίου 2020. Ο Κ προσέφυγε κατά της διατάξεως αυτής για τον λόγο ότι το μέτρο της κράτησης που του επιβλήθηκε μεταξύ της 25ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2020 αντιβαίνει στην υποχρέωση κράτησης των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε «ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης», κατά την έννοια του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως ίσχυε από τις 29 Ιουλίου 2017 έως τις 20 Αυγούστου 2019.

21.

Στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης του Κ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη νομιμότητα των τροποποιήσεων που επέφερε το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG από τις 15 Αυγούστου 2019, υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115.

22.

Λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών του σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης αυτής, το Amtsgericht Hannover (ειρηνοδικείο Αννόβερου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας [2008/115], την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο, το οποίο αποφασίζει για την κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διάταξης αυτής, και ιδίως ότι η έκτακτη κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται, στην περίπτωση που ο εθνικός νομοθέτης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, έχει παρεκκλίνει στο εθνικό δίκαιο από τους όρους του άρθρου 16, παράγραφος 1, [της οδηγίας αυτής];

2)

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/115], την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει προσωρινώς έως την 1η Ιουλίου 2022 την παραμονή σε σωφρονιστικό κατάστημα των προσώπων που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης, μολονότι υπάρχουν στο κράτος μέλος ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και καμία κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, δεν το επιβάλλει επιτακτικά;

3)

Έχει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/115] την έννοια ότι αποκλείεται ο χαρακτηρισμός ορισμένης εγκατάστασης ως “ειδικής εγκατάστασης κράτησης”, η οποία προορίζεται για την κράτηση προσώπων ενόψει απομάκρυνσης, εκ μόνου του λόγου ότι:

η εν λόγω “ειδική εγκατάσταση κράτησης” υπάγεται έμμεσα στο ίδιο μέλος της κυβέρνησης όπως οι εγκαταστάσεις κράτησης για κρατουμένους του κοινού ποινικού δικαίου, ήτοι στην Justizministerin [Υπουργό Δικαιοσύνης, Γερμανία],

η εν λόγω “ειδική εγκατάσταση κράτησης” είναι οργανωμένη ως τμήμα σωφρονιστικού καταστήματος και επομένως έχει μεν τη δική της διευθύντρια, πλην όμως υπάγεται συνολικά στη διεύθυνση του σωφρονιστικού καταστήματος ως ένα μεταξύ πολλών άλλων τμημάτων του σωφρονιστικού καταστήματος;

4)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο τρίτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/115] την έννοια ότι υφίσταται παραμονή σε “ειδική εγκατάσταση κράτησης”, που προορίζεται για την κράτηση προσώπων ενόψει απομάκρυνσης, στην περίπτωση που ένα σωφρονιστικό κατάστημα διαμορφώνει ένα ειδικό τμήμα ως χώρο κράτησης των προσώπων που κρατούνται ενόψει απομάκρυνσης, το οποίο καταλαμβάνει ειδική περιφραγμένη έκταση με τρία κτίρια, όπου ένα εκ των κτιρίων αυτών προορίζεται προσωρινώς αποκλειστικά για κρατουμένους του κοινού ποινικού δικαίου, οι οποίοι εκτίουν στερητικές της ελευθερίας ποινές που αντικαθιστούν χρηματικές ποινές ή στερητικές της ελευθερίας ποινές μικρής διαρκείας, ενώ παράλληλα το σωφρονιστικό κατάστημα μεριμνά για τον διαχωρισμό των κρατουμένων ενόψει απομάκρυνσης από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου και, ειδικότερα, κάθε κτίριο διαθέτει δικούς του διαμορφωμένους χώρους (δική του ιματιοθήκη, δικό του ιατρείο, δικό του χώρο άθλησης) και ο αύλειος/εξωτερικός χώρος είναι μεν ορατός από όλα τα κτίρια, πλην όμως κάθε κτίριο διαθέτει δικό του περιφραγμένο με μεταλλικό πλέγμα χώρο για τους κρατουμένους και επομένως δεν υφίσταται απευθείας πρόσβαση μεταξύ των κτιρίων;»

23.

Ο αιτών της κύριας δίκης, η Γερμανική και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, πλην της Ολλανδικής Κυβέρνησης, απάντησαν επίσης στις ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση που τους απηύθυνε το Δικαστήριο και ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Σεπτεμβρίου 2021.

IV. Ανάλυση

24.

Θα απαντήσω στα προδικαστικά ερωτήματα με διαφορετική σειρά από εκείνη με την οποία τα υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

25.

Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, προκειμένου να διατάξει την κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής. Μολονότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί των μέτρων έκτακτης ανάγκης που έλαβε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης του 2015 ( 11 ), δεν του έχει ακόμη δοθεί η ευκαιρία να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και, ειδικότερα, ως προς τη δυνατότητα των κρατών μελών να αποφασίζουν την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικό κατάστημα για λόγους που συνδέονται με την ύπαρξη κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης.

26.

Στη συνέχεια, θα εξετάσω το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με την εξουσία του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να διατάξει την κράτηση, ούτως ώστε να καθοριστεί σε ποιο βαθμό αυτό πρέπει να ελέγχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν υπάρχει, ή, ενδεχομένως, αν εξακολουθεί να υπάρχει, κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας.

27.

Τέλος, προκειμένου να απαντήσω στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, θα διευκρινίσω τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να διακρίνεται η περίπτωση κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας σε ειδική εγκατάσταση κράτησης από την περίπτωση κράτησής του σε σωφρονιστικό κατάστημα, χωριστά από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, υπό το πρίσμα, ιδίως, της διεύθυνσης της δομής, καθώς και του καθεστώτος και των υλικών συνθηκών της κράτησης.

Α.   Επί των λόγων που δικαιολογούν την κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

28.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 αντίκειται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει, για περίοδο τριών ετών, την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα, μολονότι δεν υφίσταται καμία κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

29.

Προτού απαντήσω στο ως άνω ερώτημα, θα υπενθυμίσω πρώτα τις αρχές που διαμόρφωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις Bero και Bouzalmate, Pham και Stadt Frankfurt am Main όσον αφορά τους όρους κράτησης που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, στην απόδοσή της στη γαλλική γλώσσα ( 12 ). Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν στο πλαίσιο διαφορών σχετικών με την εκτίμηση της νομιμότητας κράτησης βάσει του άρθρου 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, υπό τις προηγούμενες διατυπώσεις του.

30.

Εν συνεχεία, σε δεύτερο στάδιο, θα εξετάσω κατά πόσον ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, προκειμένου να δικαιολογήσει την κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα, πέραν των ειδικών περιστάσεων συγκεκριμένης περίπτωσης.

31.

Τέλος, τρίτον, θα εξετάσω το ζήτημα αν νομοθεσία όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως ισχύει από τις 15 Αυγούστου 2019, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού.

1. Το γενικό καθεστώς του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115

32.

Σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σκοπός της οδηγίας 2008/115 είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες και νομικές εγγυήσεις, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέφουν με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους ( 13 ).

33.

Από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 καθώς και από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν στην απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών με τη λήψη όσο το δυνατόν λιγότερο αναγκαστικών μέτρων. Επομένως, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών απομάκρυνσης, η εν λόγω οδηγία προβλέπει διαβάθμιση των μέτρων που κυμαίνεται από το μέτρο που καταλείπει τη μεγαλύτερη ελευθερία στον ενδιαφερόμενο, ήτοι τη χορήγηση προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης, έως μέτρα που περιορίζουν περισσότερο την ελευθερία αυτή, ήτοι την κράτηση σε ειδικές εγκαταστάσεις. Μόνον εάν η υπό τη μορφή απομάκρυνσης εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής κινδυνεύει, βάσει εκτίμησης κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, να παρακωλυθεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, μπορούν τα κράτη αυτά να προβούν σε στέρηση της ελευθερίας του μέσω κράτησης ( 14 ).

34.

Το τελευταίο αυτό μέτρο συνιστά το επαχθέστερο στερητικό της ελευθερίας μέτρο που επιτρέπει η οδηγία 2008/115 στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής απομάκρυνσης ( 15 ). Αποτελεί, κατ’ αρχήν, έσχατο μέτρο ( 16 ). Επομένως, ρυθμίζεται αυστηρά από τον νομοθέτη της Ένωσης στο κεφάλαιο IV της οδηγίας, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός, ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους σκοπούς και, αφετέρου, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων υπηκόων τρίτων χωρών ( 17 ).

35.

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τις συνθήκες και το καθεστώς της κράτησης.

36.

Σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου αυτού, η κράτηση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών ενόψει απομάκρυνσης λαμβάνει χώρα, κατά κανόνα, σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Στην περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος «δεν μπορεί» να ανταποκριθεί στην απαίτηση αυτή και διατάσσει την κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα, η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου απαιτεί τον διαχωρισμό των υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου.

37.

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 αποσκοπεί στη διασφάλιση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου που δεν διέπραξε κανένα αδίκημα, εξασφαλίζοντας ότι το μέτρο της κράτησης διακρίνεται από την εκτέλεση ποινής και εκτελείται υπό συνθήκες και καθεστώς που έχουν προσαρμοστεί στη νομική κατάστασή του.

38.

Όσον αφορά την προβλεπόμενη από την πρώτη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 υποχρέωση κράτησης σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η τήρησή της επιβάλλεται στα κράτη μέλη αυτά καθεαυτά και όχι στα κράτη μέλη αναλόγως της αντίστοιχης διοικητικής ή συνταγματικής δομής τους ( 18 ). Επομένως, οι δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες να διατάξουν την κράτηση πρέπει να μπορούν να διατάξουν την κράτηση σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης, καταφεύγοντας, εάν χρειάζεται, στις συμφωνίες διοικητικής συνεργασίας που έχουν συναφθεί για τον σκοπό αυτό ( 19 ).

39.

Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, πρέπει να ερμηνεύεται στενά ( 20 ). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η παρέκκλιση αυτή «επιτρέπει στα κράτη μέλη, κατ’ εξαίρεση και πέραν των καταστάσεων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, να θέτουν υπό κράτηση παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών ενόψει απομακρύνσεως σε σωφρονιστικό κατάστημα οσάκις, λόγω ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, αδυνατούν να τηρήσουν τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία αυτή διασφαλίζοντας την κράτηση των προσώπων αυτών σε ειδικές εγκαταστάσεις» ( 21 ). Κατά το Δικαστήριο, αυτό μπορεί να συμβαίνει εφόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους ( 22 ), με την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύονται στενά ( 23 ). Αντιθέτως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε η βούληση που εξέφρασε ο ενδιαφερόμενος ( 24 ) ούτε η έλλειψη ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης σε ένα ομόσπονδο κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( 25 ) μπορούν, άνευ άλλου τινός, να δικαιολογήσουν την κράτηση ενόψει απομάκρυνσης σε σωφρονιστικό κατάστημα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

40.

Όσον αφορά την προβλεπόμενη στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 υποχρέωση διαχωρισμού των υπηκόων τρίτων χωρών που τίθενται υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή είναι άνευ αιρέσεων ( 26 ), «δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση και συνιστά εγγύηση του σεβασμού δικαιωμάτων τα οποία ο νομοθέτης της Ένωσης ρητώς αναγνωρίζει» ( 27 ).

2. Τα έκτακτα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115

41.

Σκοπός του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης», είναι να καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος «μπορεί» να αποφασίσει να λάβει έκτακτα μέτρα κατά παρέκκλιση από τους όρους κράτησης που ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, και στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, λόγω της ύπαρξης απρόβλεπτου υψηλού φόρτου για το δυναμικό των εγκαταστάσεων κράτησης. Πρόκειται για διάταξη μη επιτακτικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης ως προς το κατά πόσον η διαχείριση της μεταναστευτικής πίεσης που υφίστανται επιβάλλει παρέκκλιση από τους όρους και από το καθεστώς της κράτησης των υπηκόων τρίτων χωρών που ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

42.

Εντούτοις, το εύρος του εν λόγω περιθωρίου εκτίμησης δεν είναι απεριόριστο.

43.

Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η λήψη μέτρων έκτακτης ανάγκης ενδέχεται να έχει εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών, δεδομένου ότι το καθεστώς εκτέλεσης της κράτησης μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να συγχέεται με το καθεστώς εκτέλεσης ποινής.

44.

Από το γράμμα του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι τα μέτρα έκτακτης ανάγκης μπορούν να παρεκκλίνουν από τους όρους κράτησης που προβλέπονται «στο άρθρο 16, παράγραφος 1 και στο άρθρο 17, παράγραφος 2», της οδηγίας. Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν διέκρινε μεταξύ του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας (της αρχής της κράτησης σε ειδικές εγκαταστάσεις) και της δεύτερης περιόδου της παραγράφου αυτής (της υποχρέωσης διαχωρισμού των υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου σε περίπτωση κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα). Με άλλα λόγια, η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θέτουν υπό κράτηση τους υπηκόους τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα χωρίς να υποχρεούνται ούτε να διασφαλίζουν τον διαχωρισμό τους από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου ( 28 ) ούτε να παρέχουν χωριστό κατάλυμα στις οικογένειες.

45.

Βεβαίως, τα κράτη μέλη, ακόμη και στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφοι 2 έως 5, και στο άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας, με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών και, ειδικότερα, των ανηλίκων που τελούν υπό κράτηση ( 29 ). Ωστόσο, φρονώ ότι αυτό δεν αρκεί για τη διασφάλιση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω προσώπων, πολλώ δε μάλλον σε μια κατάσταση όπου το μέτρο της κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα δεν εξαρτάται από την ατομική συμπεριφορά αυτών των προσώπων, αλλά από τη διοικητική και δικαστική κατάσταση του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται. Συγκεκριμένα, είναι σαφές ότι η θέση υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, περιορισμό της ελευθερίας ακόμη αυστηρότερο από εκείνον που συνεπάγεται η κράτηση σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Επιπλέον, η έλλειψη διαχωρισμού, σε περιβάλλον φυλακών, μεταξύ των υπηκόων τρίτων χωρών και των κρατουμένων του κοινού δικαίου ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στην εφαρμογή του καθεστώτος εκτέλεσης ποινών στους εν λόγω υπηκόους τρίτων χωρών. Συνεπώς, η κράτηση λαμβάνει, de facto, τη μορφή σωφρονιστικού μέτρου ( 30 ).

46.

Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας, που μόλις περιέγραψα, των συνεπειών του εξαιρετικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, φρονώ ότι είναι ουσιώδες το καθεστώς αυτό να εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, βάσει αυστηρής ερμηνείας των ουσιαστικών προϋποθέσεων που θέτει ο νομοθέτης της Ένωσης ( 31 ).

47.

Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω τις προϋποθέσεις αυτές βάσει γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, προτού διευκρινίσω, σε δεύτερο στάδιο, το περιεχόμενό τους υπό το πρίσμα της οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας.

α) Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115

48.

Η λήψη των μέτρων έκτακτης ανάγκης που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 εξαρτάται από την τήρηση ενός συνόλου ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων που αποσκοπούν στην αυστηρή οριοθέτηση της εφαρμογής αυτού του εξαιρετικού καθεστώτος.

49.

Πρώτον, το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 απαιτεί, όπως μαρτυρεί ο τίτλος του, κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

50.

Ο όρος «urgence [επείγον, έκτακτη ανάγκη]» ορίζεται στο λεξικό Larousse ως «ο χαρακτήρας […] αυτού που δεν επιδέχεται καμία καθυστέρηση».

51.

Στον δικονομικό τομέα, η συνδρομή έκτακτης ανάγκης ή επείγοντος καταδεικνύεται από κατάσταση κατά την οποία μπορεί να προκύψει σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, εάν δεν ληφθούν μέτρα σε σύντομο χρονικό διάστημα, και συνεπώς επιτρέπεται στον δικαστή να λάβει ορισμένα μέτρα με ταχεία διαδικασία ( 32 ). Επομένως, στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η επείγουσα προδικαστική διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα εξέτασης της υπόθεσης «το συντομότερο δυνατόν» όταν ο ενδιαφερόμενος στερείται την ελευθερία του ( 33 ).

52.

Στον τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής ασύλου, οι δυσχέρειες σχετικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που αυτή απαιτεί προβλέπονται από τον νομοθέτη της Ένωσης σε πολλά κείμενα του πρωτογενούς και του παραγώγου δικαίου.

53.

Παραδείγματος χάριν, ο επείγων χαρακτήρας τονίζεται στο άρθρο 78, παράγραφος 3, της ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά την περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν αιφνίδια εισροή υπηκόων τρίτων χωρών ( 34 ). Βάσει αυτής της διάταξης, μετά τη μεταναστευτική κρίση των ετών 2014 και 2015, το Συμβούλιο θέσπισε, τον Σεπτέμβριο του 2015, έναν προσωρινό και έκτακτο μηχανισμό για τη μετεγκατάσταση ατόμων που έχουν σαφώς ανάγκη διεθνούς προστασίας ( 35 ).

54.

Ο επείγων χαρακτήρας τονίζεται επίσης στο άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 ( 36 ), το οποίο καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί κατ’ εξαίρεση και αμέσως να επαναφέρει τον έλεγχο των εσωτερικών συνόρων όταν η δημόσια τάξη ή η εσωτερική ασφάλεια απαιτεί επείγουσα δράση ( 37 ). Βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 ( 38 ), το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του κανονισμού 2016/399, για την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης των ετών 2014 και 2015, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια του 2015, επανέφερε τον έλεγχο στα εσωτερικά σύνορά της.

55.

Επομένως, όπως καταδεικνύουν τα κείμενα αυτά, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης απαιτεί ταχεία, ή και άμεση, δράση.

56.

Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης καθορίζει με ακρίβεια τις περιστάσεις υπό τις οποίες ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο πλαίσιο της απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών. Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, η κατάσταση αυτή πρέπει να χαρακτηρίζεται από «εξαιρετικά υψηλ[ό] αριθμ[ό] υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή [ο οποίος] δημιουργεί απρόβλεπτο υψηλό φόρτο για το δυναμικό της εγκατάστασης κράτησης κράτους μέλους ή στο διοικητικό ή δικαστικό προσωπικό του».

57.

Η διευκρίνιση των λόγων αυτών συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι το κράτος μέλος θα πρέπει να προβαίνει σε μια όσο το δυνατόν πληρέστερη και πιο επικαιροποιημένη αξιολόγηση των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει ότι επιβάλλονται μέτρα έκτακτης ανάγκης.

58.

Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι δεν αρκεί το κράτος μέλος να γνωστοποιεί τα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή. Κατά τη γνώμη μου, τα στοιχεία αυτά δεν καθιστούν δυνατή την εκτίμηση, με την απαιτούμενη ακρίβεια, του πραγματικού και ενεστώτος φόρτου για το δυναμικό των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης. Αφενός, η θέση υπό κράτηση συνιστά έσχατο μέτρο εις βάρος των υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή. Ως εκ τούτου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι μόνον εάν η απομάκρυνση κινδυνεύει, βάσει εκτίμησης κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, να παρακωλυθεί εξαιτίας της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου και εφόσον δεν υφίσταται καμία άλλη εναλλακτική επιλογή, τα κράτη μέλη μπορούν να προβούν σε στέρηση της ελευθερίας μέσω κράτησης ( 39 ). Αφετέρου, τα ποσοστά θέσης υπό κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών προς επιστροφή ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και, σε κράτη μέλη όπως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μεταξύ των ομόσπονδων κρατών.

59.

Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι τα δεδομένα που κοινοποιεί το κράτος μέλος πρέπει να καθιστούν δυνατή την απόδειξη της ύπαρξης «απρόβλεπτου υψηλού φόρτου» για τους υλικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό του κράτους μέλους. Τα δύο αυτά κριτήρια είναι σωρευτικά. Αναφερόμενος σε «απρόβλεπτο» φόρτο, ο νομοθέτης της Ένωσης καταδεικνύει τη βούλησή του να περιορίσει την εφαρμογή του εξαιρετικού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας μόνον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κράτος μέλος δεν ήταν σε θέση να αναμένει τέτοια πίεση στο δυναμικό των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης ή στο προσωπικό του. Αντιθέτως, με την αναφορά στον «υψηλό φόρτο», δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι το δυναμικό έχει κορεσθεί.

60.

Τρίτον και τελευταίον, ο νομοθέτης της Ένωσης διευκρινίζει, στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, ότι το κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει επείγοντα μέτρα μόνον ενόσω διαρκεί η έκτακτη κατάσταση. Επομένως, αφενός, τα μέτρα αυτά πρέπει να αρθούν μόλις λήξει η έκτακτη κατάσταση και, αφετέρου, η οδηγία δεν καθορίζει καμία μέγιστη διάρκεια των συγκεκριμένων μέτρων. Η εν λόγω οδηγία διακρίνεται από τα άλλα νομοθετήματα του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, στα οποία τα επείγοντα μέτρα πρέπει να θεσπίζονται για σύντομη και ανανεώσιμη διάρκεια. Ωστόσο, τα επίμαχα μέτρα πρέπει να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο «εξαιρετικός» χαρακτήρας της κατάστασης συνεπάγεται, από μόνος του, μέτρα βραχείας διάρκειας. Στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών για την αναδιατύπωση της οδηγίας 2008/115, το Κοινοβούλιο προτείνει τον περιορισμό της περιόδου εφαρμογής αυτών των μέτρων σε τρεις μήνες ( 40 ). Επιπλέον, εξαρτώντας την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων από τη συνέχιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ο νομοθέτης της Ένωσης απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε περιοδική επανεκτίμηση της κατάστασης, ώστε να διασφαλίζεται, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ότι η διάρκεια των μέτρων έκτακτης ανάγκης δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο για τη διαχείριση της κρίσης.

61.

Το περιεχόμενο των προϋποθέσεων αυτών πρέπει επίσης να εξεταστεί υπό το πρίσμα της συστηματικής θέσης του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 και των σκοπών που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης.

β) Η όλη οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας 2008/115

62.

Όπως προανέφερα, σκοπός της οδηγίας 2008/115 είναι η καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέφουν με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους ( 41 ).

63.

Το άρθρο 18 της οδηγίας επιδιώκει την επίτευξη των ως άνω σκοπών παρά την ύπαρξη κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης.

64.

Αφενός, επιτρέποντας την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης στα σωφρονιστικά καταστήματα χωρίς διαχωρισμό από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, ο νομοθέτης της Ένωσης επιδιώκει να παράσχει στα κράτη μέλη τα μέσα διασφάλισης της απομάκρυνσής τους παρά τον κίνδυνο κορεσμού του δυναμικού των εγκαταστάσεων κράτησης όσον αφορά την υποδοχή. Επομένως, το μέτρο αυτό πρέπει να συμβάλλει στην καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και, γενικότερα, στην αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η οποία αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 79, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έναν από τους στόχους της Ένωσης ( 42 ).

65.

Αφετέρου, ο νομοθέτης της Ένωσης λαμβάνει επίσης τη μέριμνα να διευκρινίσει, στο άρθρο 18, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115, ότι, παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να παρεκκλίνουν από τη γενική υποχρέωσή τους να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, είτε γενικά είτε ειδικά, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της οδηγίας ( 43 ).

66.

Η διάταξη αυτή καταδεικνύει τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να διασφαλίσει, ανεξάρτητα από τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης, τον σεβασμό του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω υπηκόων τρίτων χωρών –σύμφωνα με το άρθρο 1 καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 17 και 24 της οδηγίας 2008/115–, αλλά και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας –σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16 της εν λόγω οδηγίας ( 44 ). Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας του Δικαστηρίου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι τα μέτρα που λαμβάνονται με τον τρόπο αυτό δεν υπερβαίνουν, ως προς τη διάρκεια και τις μεθόδους εφαρμογής τους, τα όρια του πρόσφορου και αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπών ( 45 ).

67.

Επομένως, πρώτον, τα μέτρα έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να καταλήξουν σε έναν μηχανισμό μέσω του οποίου η κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα χωρίς διαχωρισμό από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου θα είναι συστηματική και γενικευμένη. Ο επείγων χαρακτήρας της κατάστασης στην οποία αναφέρεται το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι ο ιδιαιτέρως υψηλός φόρτος για το δυναμικό υποδοχής των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης δεν μπορεί να στερεί από τις αρχές που είναι αρμόδιες να διατάξουν την κράτηση τη δυνατότητα να ελέγχουν ανά πάσα στιγμή και κατά προτεραιότητα αν υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις στις εν λόγω εγκαταστάσεις.

68.

Δεύτερον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, τα επείγοντα μέτρα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα να στερήσουν από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες να διατάξουν την κράτηση τη δυνατότητα να προβαίνουν σε εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το μέτρο της κράτησης, εφόσον πρέπει να εκτελεστεί σε σωφρονιστικό κατάστημα, χωρίς μάλιστα να γίνεται διαχωρισμός από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας ( 46 ).

69.

Αφενός, σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από κίνδυνο κορεσμού του δυναμικού των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης, η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται τον έλεγχο του ενδεχομένου λήψης ενός λιγότερο περιοριστικού μέτρου για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που διαπιστώθηκε ( 47 ). Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι τα επείγοντα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 θα πρέπει να συνοδεύονται από ευρύτερη χρήση μέτρων εναλλακτικών της κράτησης, όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, ειδικά για τα πιο ευάλωτα άτομα ( 48 ).

70.

Αφετέρου, κατ’ αυτόν τον τρόπο ελέγχεται, σε κάθε περίπτωση, αν η θέση υπό κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα, όπου ενδεχομένως δεν υπάρχει δυνατότητα διαχωρισμού από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, είναι προσαρμοσμένη στην κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας λόγω, παραδείγματος χάριν, της ηλικίας του, της κατάστασης της σωματικής ή ψυχικής υγείας του, της ιδιότητάς του ή της οικογενειακής του κατάστασης. Υπενθυμίζω συναφώς ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του άρθρου 16, παράγραφοι 2 έως 5, καθώς και του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 3 έως 5, της οδηγίας, σχετικά με την κατάσταση των ευάλωτων ατόμων και των ανηλίκων ( 49 ). Ο κανόνας αυτός έχει νόημα μόνον εάν οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να προβούν σε εξέταση της ιδιαίτερης κατάστασης εκάστου των εν λόγω υπηκόων υπό το πρίσμα των υλικών συνθηκών της κράτησής τους.

71.

Φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

72.

Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι οι γενικευμένες ή αυτόματες αποφάσεις περί θέσεως των αιτούντων διεθνή προστασία υπό κράτηση μπορεί να αντιβαίνουν στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της ΕΣΔΑ ( 50 ), αν δεν προηγηθεί εκτίμηση των ιδιαίτερων αναγκών των ενδιαφερομένων σε ατομικό επίπεδο. Επομένως, οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποχρεούνται να μεριμνήσουν για τον ενδιαφερόμενο με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και να διερευνήσουν εάν είναι δυνατόν τα μέτρα αυτά να αντικατασταθούν με άλλο λιγότερο δραστικό μέτρο ( 51 ). Συγκεκριμένα, στην απόφαση Rahimi κατά Ελλάδας ( 52 ), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία για τον λόγο ότι η απόφαση περί στερήσεως της ελευθερίας του ασυνόδευτου ανηλίκου ήταν «αποτέλεσμα αυτόματης εφαρμογής» της νομοθεσίας, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε χωρίς οι ελληνικές αρχές να εξετάσουν την ιδιαίτερη κατάστασή του ως ασυνόδευτου ανηλίκου και να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ( 53 ).

73.

Τρίτον, από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας προκύπτει ότι η διάρκεια εφαρμογής του εξαιρετικού καθεστώτος δεν πρέπει να υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης. Εξάλλου, το άρθρο 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 απαιτεί από τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι που δικαιολογούν την εφαρμογή των έκτακτων μέτρων. Επομένως, το καθεστώς αυτό πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερης διάρκειας και απαιτείται τα κράτη μέλη να προβλέπουν επανεκτίμηση της κατάστασης για τη διαρκή προσαρμογή του στις περιστάσεις.

74.

Υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων αυτών πρέπει να εκτιμηθεί αν νομοθεσία όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως ισχύει από τις 15 Αυγούστου 2019, πληροί τους όρους του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

3. Επί της εκτιμήσεως της εθνικής νομοθεσίας

75.

Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, δυνάμει της επίμαχης νομοθεσίας, τα ομόσπονδα κράτη δεν υποχρεούνται πλέον να διατάσσουν την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης. Μπορούν να τους θέτουν υπό κράτηση σε σωφρονιστικά καταστήματα, υπό την προϋπόθεση ότι, στο πλαίσιο της κράτησης, εξασφαλίζεται ο διαχωρισμός από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου και ότι η χωριστή στέγαση των οικογενειών. Πρέπει επίσης να διασφαλίζεται ότι η κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι «αποδεκτή και νόμιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση», παραδείγματος χάριν όταν πρόκειται για ευάλωτα άτομα ( 54 ).

76.

Από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η νομοθεσία αυτή κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στις 27 Αυγούστου 2019, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, και ότι η Γερμανική Κυβέρνηση ανέφερε τόσο την ημερομηνία έναρξης ισχύος της όσο και τη διάρκεια εφαρμογής της. Τα επείγοντα μέτρα και η παρέκκλιση την οποία συνεπάγονται από τη νομοθεσία της Ένωσης εφαρμόζονται για περίοδο τριών ετών, ήτοι από τις 15 Αυγούστου 2019 έως τις 30 Ιουνίου 2022, ημερομηνία κατά την οποία η Γερμανική Κυβέρνηση προβλέπει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

77.

Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, εκτιμώ ότι η επίμαχη νομοθεσία, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της φύσης της και του σκοπού που επιδιώκει, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

78.

Βεβαίως, η νομοθεσία αυτή προβλέπει χωρίς αμφισημία μηχανισμό ορισμένης διάρκειας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αμφισβητηθεί ο προσωρινός χαρακτήρας του. Εντούτοις, φρονώ ότι η κατάσταση την οποία αποσκοπεί να αντιμετωπίσει η εν λόγω νομοθεσία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» κατά την έννοια του άρθρου 18 της οδηγίας.

79.

Πρώτον, ο επείγων χαρακτήρας μιας κατάστασης συνεπάγεται ταχεία και άμεση λήψη απόφασης. Ωστόσο, η επίμαχη νομοθεσία θεσπίστηκε στις 15 Αυγούστου 2019, ήτοι τέσσερα έτη μετά την έναρξη της μεταναστευτικής κρίσης, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ταχύτητα ούτε στην αμεσότητα που προϋποθέτει η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μολονότι είναι αναμφισβήτητο ότι το 2015 η κατάσταση μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εξαιρετική» και «απρόβλεπτη» –όπως υπογραμμίζει η αιτιολογική έκθεση του δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια–, φρονώ, ωστόσο, ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν μια εκθετική αύξηση της ασκούμενης πίεσης στο δυναμικό των εγκαταστάσεων κράτησης κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, καθώς τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) καθώς και της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat) επιβεβαιώνουν μια ισχυρή και σταθερή αύξηση του αριθμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών κατά τα έτη 2015 έως 2017, προτού ο αριθμός αυτός σταθεροποιηθεί και στη συνέχεια μειωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι, το 2019, ο φόρτος για το δυναμικό των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «απρόβλεπτος», κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

80.

Δεύτερον, φρονώ ότι η διάρκεια εφαρμογής της επίμαχης νομοθεσίας υπερβαίνει την απολύτως αναγκαία για τη διαχείριση μιας έκτακτης κατάστασης όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε να εφαρμόσει τη νομοθεσία αυτή όχι για σύντομη και ανανεώσιμη διάρκεια, αλλά για διάρκεια τριών ετών, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2022, ημερομηνία κατά την οποία προβλέπει την ολοκλήρωση των έργων κατασκευής ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης. Στην αιτιολογική έκθεση του δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια, ο εν λόγω νομοθέτης υπογραμμίζει ότι «η έκτακτη κατάσταση διαρκεί μέχρι [την 30ή Ιουνίου 2022]». Φρονώ ότι τούτο δύσκολα συμβιβάζεται με την απαίτηση που απορρέει από το άρθρο 18, παράγραφο 1, της οδηγίας για περιοδική επανεκτίμηση της κατάστασης. Επιπλέον, θεωρώ ότι αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι διενεργεί επαναλαμβανόμενες έρευνες σχετικά με το ποσοστό πληρότητας των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης προκειμένου να προβεί στην εν λόγω επανεκτίμηση.

81.

Τρίτον, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσον η επίμαχη νομοθεσία στηρίζεται σε ακριβή αξιολόγηση της σχέση που υπήρχε το 2019 μεταξύ του αριθμού των υπηκόων τρίτων χωρών για τους οποίους έχει εκδοθεί απόφαση κράτησης και του δυναμικού των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης. Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι δεν διαθέτει τα στοιχεία αυτά ούτε για τον Αύγουστο του 2019 ούτε για τους επόμενους μήνες. Ομοίως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η από 27 Αυγούστου 2019 κοινοποίηση, βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, δεν περιείχε καμία από τις πληροφορίες αυτές όσον αφορά το έτος 2019, ούτε όσον αφορά τα προηγούμενα έτη, ενώ ο Γερμανός νομοθέτης αναφέρεται απλώς σε ανεπαρκή αριθμό θέσεων στις ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης σε σχέση με τον αυξημένο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών που υπόκεινται σε απόφαση απομάκρυνσης.

82.

Στην πραγματικότητα, διερωτώμαι αν η επίμαχη νομοθεσία στηρίχθηκε εσφαλμένως στο άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115, του οποίου οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν πληρούνται, καθώς οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση της νομοθεσίας αυτής φαίνεται να είναι εντελώς διαφορετικοί.

83.

Συγκεκριμένα, διαπιστώνω, κατ’ αρχάς, ότι η νομοθεσία αυτή προβλέπει, βεβαίως, ότι η κράτηση πραγματοποιείται στα σωφρονιστικά καταστήματα, αλλά ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης πρέπει να κρατούνται χωριστά από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου και ότι πρέπει να διασφαλίζεται η χωριστή στέγαση των οικογενειών. Ωστόσο, όπως εξέθεσα, η εφαρμογή του άρθρου 18 της οδηγίας 2008/115 έχει ως σκοπό να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν τόσο από την υποχρέωση διαχωρισμού των υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου όσο και από την υποχρέωση διασφάλισης χωριστού καταλύματος για τις οικογένειες. Επομένως, η εν λόγω νομοθεσία έχει ως μόνο αποτέλεσμα να καθιστά δυνατή την κράτηση στα σωφρονιστικά καταστήματα, πράγμα το οποίο επιτρέπει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 οσάκις, λόγω ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, τα κράτη μέλη αδυνατούν να τηρήσουν τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία αυτή διασφαλίζοντας την κράτηση των προσώπων αυτών σε ειδικές εγκαταστάσεις ( 55 ).

84.

Εν συνεχεία, από την αιτιολογική έκθεση του δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια φαίνεται να προκύπτει ότι η νομοθεσία αυτή είναι πρωτίστως προγραμματική. Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεπάρκεια του δυναμικού υποδοχής των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης, δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση προέκρινε την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία κατά τη μεταναστευτική κρίση των ετών 2014 και 2015. Επομένως, η εν λόγω νομοθεσία έχει εν προκειμένω ως σκοπό να καταστήσει δυνατή, εντός τριετίας, την κατασκευή επαρκούς αριθμού ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης. Η εν λόγω αιτιολογική έκθεση διευκρινίζει, όσον αφορά το άρθρο 1, σημείο 22, του δεύτερου νόμου για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια, ότι «[σ]υνεπεία της αλλαγής της κατάστασης κατά τη διάρκεια του έτους 2015 και της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού των αιτούντων [διεθνή] προστασία, η πρωταρχική υποχρέωση του ομοσπονδιακού κράτους και των [ομόσπονδων κρατών] ήταν να δημιουργήσουν δυναμικό για την κάλυψη των αναγκών των προσώπων αυτών […] Στο πλαίσιο της κατάστασης αυτής, η μέριμνα για τους νεοαφικνούμενους είχε προτεραιότητα έναντι της αύξησης του δυναμικού κράτησης, με στόχο την ικανοποίηση σε μεταγενέστερο χρόνο (μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αιτήσεως ασύλου και προσφυγής) των απαιτήσεων της οδηγίας 2008/115. Πράγματι, η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 18 [της οδηγίας αυτής] έχει ακριβώς ως αντικείμενο και σκοπό να επιτρέψει στις αρχές, σε μια τέτοια κατάσταση, να μεριμνήσουν κατά προτεραιότητα για τους νεοαφικνούμενους χωρίς να παραβούν, κατά προβλέψιμο τρόπο, υποχρεώσεις στο μέλλον […] Το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 έχει ακριβώς ως αντικείμενο την επίλυση της ενδεχόμενης σύγκρουσης μεταξύ των διαφόρων σκοπών σε μια απρόβλεπτη έκτακτη κατάσταση».

85.

Ωστόσο, δεν συμμερίζομαι την άποψη που εξέφρασε ο Γερμανός νομοθέτης στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση. Μολονότι οι κανόνες σχετικά με την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία που προβλέπει η οδηγία 2013/33 και οι κανόνες σχετικά με την κράτηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης που προβλέπει η οδηγία 2008/115 εμπίπτουν στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, εντούτοις καθεμιά εκ των οδηγιών αυτών έχει δικό της πεδίο εφαρμογής και επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς. Ουδείς εκ των κανόνων που θεσπίζουν οι εν λόγω οδηγίες οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πρώτων πρέπει να γίνεται εις βάρος των δικαιωμάτων των δεύτερων.

86.

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι το άρθρο 62a, παράγραφος 1, του AufenthG, όπως ισχύει από τις 15 Αυγούστου 2019, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 όσον αφορά τόσο τους λόγους που χρησιμοποίησε ο Γερμανός νομοθέτης για να δικαιολογήσει την κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα όσο και ως προς τις συνθήκες θέσπισης και τους όρους εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής. Η αποδοχή του αντιθέτου θα ισοδυναμούσε με δικαιολόγηση της εκ μέρους των κρατών μελών παράβασης των υποχρεώσεων που υπέχουν βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας, πράγμα που θα έθιγε τον σκοπό της εν λόγω οδηγίας και την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

87.

Αντιλαμβάνομαι ότι την άποψη αυτή συμμερίζεται και η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΕ) 1053/2013 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση ενός μηχανισμού αξιολόγησης και παρακολούθησης για την επαλήθευση της εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν και την κατάργηση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 σχετικά με τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής για την αξιολόγηση και την εφαρμογή της σύμβασης Σένγκεν ( 56 ), προέβη από τον Φεβρουάριο του 2020 σε επιτόπιες επισκέψεις. Δεδομένου ότι με τις επισκέψεις αυτές διαπιστώθηκε ότι δεν συνέτρεχε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γερμανία, η Επιτροπή συνέστησε στο εν λόγω κράτος μέλος να επανεκτιμήσει την κατάσταση και να υποβάλει σχέδιο δράσης.

88.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, για περίοδο τριών ετών, τη θέση υπό κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα όταν ούτε οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η ρύθμιση αυτή, ούτε οι συνθήκες υπό τις οποίες θεσπίστηκε, ούτε οι όροι εφαρμογής της καταδεικνύουν την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

Β.   Επί του εύρους των εξουσιών της δικαστικής αρχής που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

89.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι απαιτεί από τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει τη κράτηση να ελέγχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την ύπαρξη, ή ενδεχομένως τη συνέχιση, της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που δικαιολογεί την κράτηση του συγκεκριμένου προσώπου σε σωφρονιστικό κατάστημα.

90.

Για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, φρονώ ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει, ανά πάσα στιγμή, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής και δικαιολογούν τη λήψη έκτακτων μέτρων.

91.

Βεβαίως, οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και τη λήψη των έκτακτων μέτρων που απορρέουν από αυτήν εμπίπτουν, πρωτίστως, στην ευθύνη του κράτους μέλους. Λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της σοβαρότητας των περιστάσεων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εναπόκειται στο κράτος μέλος να προβεί στις διαπιστώσεις αυτές βάσει γενικευμένης και ενδελεχούς εξέτασης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των δεδομένων που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον φόρτο για το δυναμικό των ειδικών εγκαταστάσεων κράτησης ή για το διοικητικό και δικαστικό προσωπικό του. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας, η Επιτροπή ενημερώνεται μόνο για τη λήψη και την κατάργηση αυτών των μέτρων έκτακτης ανάγκης, χωρίς ο νομοθέτης της Ένωσης να προβλέπει ex ante έλεγχο των εν λόγω μέτρων. Με εξαίρεση τον έλεγχο που μπορεί να ασκήσει ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, τα μέτρα αυτά υπόκεινται μόνο στη διαδικασία αξιολόγησης και παρακολούθησης που καθιερώνει ο κανονισμός 1053/2013 μετά τη θέσπισή τους.

92.

Ωστόσο, η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομάκρυνσης πρέπει να μπορεί να ασκήσει έλεγχο.

93.

Φρονώ ότι ο έλεγχος αυτός δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα έκτακτα μέτρα μπορούν να διατηρηθούν σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, μόνον εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται η έκτακτη κατάσταση, δεδομένου ότι το κράτος μέλος υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή «μόλις παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εφαρμογή αυτών των έκτακτων μέτρων», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση πρέπει να έχει τη δυνατότητα, για κάθε περίπτωση που υποβάλλεται στην κρίση της, να ελέγχει αν τα έκτακτα μέτρα δικαιολογούνται υπό το πρίσμα των όρων του άρθρου 18, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

94.

Φρονώ δε ότι ο έλεγχος αυτός είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαίος, δεδομένου ότι η ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και ο κίνδυνος κορεσμού του δυναμικού που αυτή συνεπάγεται –εφόσον αποδεικνύεται– συνιστούν αντικειμενικά κριτήρια τα οποία η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής της. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/115 καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αποφάσεις κράτησης πρέπει να λαμβάνονται κατά περίπτωση και να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια άλλα από αυτά που αντλούνται από το απλό γεγονός της παράνομης διαμονής ( 57 ). Επομένως, εναπόκειται σε αυτή την αρχή να ελέγξει, βάσει εξατομικευμένης εξέτασης που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, εάν είναι δυνατή η προσφυγή σε μέτρο εναλλακτικό της κράτησης και, εάν αυτό δεν συμβαίνει, αν είναι δυνατή η κράτηση σε ειδική εγκατάσταση κράτησης ή, σε περίπτωση κορεσμού της, σε σωφρονιστικό κατάστημα.

95.

Ο έλεγχος αυτός παρίσταται επίσης ακόμη πιο αναγκαίος, δεδομένου ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεσο αποτέλεσμα ( 58 ). Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό δεν χρειάζεται να εξειδικεύεται με διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους υπηκόους τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί, αυτό καθεαυτό. Υπό τις συνθήκες αυτές και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στη δικαστική αρχή να διασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχών και των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο αυτό από τον νομοθέτη της Ένωσης.

96.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, εκτιμώ ότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση πρέπει να ελέγχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας που δικαιολόγησαν τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Γ.   Επί της έννοιας της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» (τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα)

97.

Με το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα κριτήρια βάσει των οποίων μια ειδική εγκατάσταση κράτησης διακρίνεται από ένα σωφρονιστικό κατάστημα, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, ειδικότερα υπό το πρίσμα της διεύθυνσης της δομής, καθώς και του καθεστώτος και των υλικών συνθηκών της κράτησης.

98.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ αρχάς, εάν η έννοια της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» αποκλείει μια δομή που αποτελεί ειδικό τμήμα σωφρονιστικού καταστήματος, η διεύθυνση της οποίας υπάγεται συνολικά στη διεύθυνση του σωφρονιστικού καταστήματος και, όπως και το σωφρονιστικό κατάστημα, υπάγεται στην εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης.

99.

Σε περίπτωση που η δομή αυτή μπορεί να λάβει τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, σε δεύτερο στάδιο, αν η έννοια της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» καλύπτει δομή η οποία αποτελεί ειδικό τμήμα σωφρονιστικού καταστήματος στο οποίο οι υπήκοοι τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης κρατούνται χωριστά από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, και το οποίο αποτελείται από τρία κτίρια περιφραγμένα με μεταλλικό πλέγμα, μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται απευθείας πρόσβαση, δεδομένου ότι καθένα εξ αυτών διαθέτει δικές του εγκαταστάσεις (ιματιοθήκη, ιατρείο, χώρο άθλησης, αυλή) και ένα εκ των κτιρίων αυτών προορίζεται προσωρινώς για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών που αντικαθιστούν χρηματικές ποινές ή στερητικών της ελευθερίας ποινών μικρής διαρκείας.

100.

Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, αποφαινόμενο στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, μπορεί να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην ερμηνεία κανόνα δικαίου της Ένωσης. Εντούτοις, εναπόκειται στο τελευταίο να εξακριβώσει τα συγκεκριμένα στοιχεία της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του και, ιδίως, να επιλύσει το ζήτημα αν οι υλικές συνθήκες κράτησης στο τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου μεταξύ της 25ης Σεπτεμβρίου και της 2ας Οκτωβρίου 2020 αποκλείουν τον χαρακτηρισμό του ως «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» ( 59 ). Η εξέταση αυτή αποτελεί πραγματικό ζήτημα, το οποίο εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου.

1. Η θέση υπό κράτηση σε ειδική εγκατάσταση

101.

Ο νομοθέτης της Ένωσης δεν καθορίζει με ακρίβεια το καθεστώς και τα υλικά κριτήρια που προσιδιάζουν σε μια ειδική εγκατάσταση κράτησης. Ωστόσο, τα ανωτέρω είναι δυνατόν να συναχθούν τα ανωτέρω υπό το πρίσμα του ορισμού της έννοιας της «κράτησης», των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών κατά τη διάρκεια της κράτησής τους και των αρχών που έχουν τεθεί τόσο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

102.

Η έννοια της «κράτησης» δεν ορίζεται στην οδηγία 2008/115. Αντιθέτως, διευκρινίζεται στο πλαίσιο της οδηγίας 2013/33 σχετικά με τη θέση υπό κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία. Κατά το Δικαστήριο, ο ορισμός αυτός έχει εφαρμογή στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/115 ( 60 ).

103.

Κατά το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2013/33, η κράτηση ορίζεται ως «ο περιορισμός σε ειδικό χώρο που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε αιτούντα [διεθνή προστασία], με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του/της» ( 61 ). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η κράτηση σε ειδική εγκατάσταση κράτησης συνιστά «μέτρο στερητικό της ελευθερίας» ( 62 ) ή ακόμη «περιοριστικό μέτρο το οποίο στερεί από τον [ενδιαφερόμενο] την ελευθερία μετακίνησης και τον απομονώνει από τον υπόλοιπο πληθυσμό, επιβάλλοντάς του να παραμένει μονίμως εντός περιορισμένης και κλειστής περιμέτρου» ( 63 ).

104.

Η φύση και ο σκοπός της κράτησης διακρίνονται, ως προς την ουσία τους, από τη φύση και τον σκοπό ενός σωφρονιστικού μέτρου, δεδομένου ότι η κράτηση δεν έχει άλλο σκοπό εκτός από τη συμβολή στην υλοποίηση της απομάκρυνσης του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ( 64 ). Καθιερώνοντας, στο άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, την αρχή κατά την οποία η κράτηση πρέπει να λαμβάνει χώρα σε ειδικές εγκαταστάσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης καταδεικνύει τη βούλησή του να δημιουργηθούν στο έδαφος των κρατών μελών εγκαταστάσεις ειδικά σχεδιασμένες για την προετοιμασία και την εκτέλεση της απομάκρυνσης των υπηκόων τρίτων χωρών.

105.

Επιπλέον, η διάκριση στην οποία προβαίνει το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 μεταξύ της κράτησης σε ειδική εγκατάσταση κράτησης και της κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα, απαιτεί να διακρίνεται η πρώτη, τόσο ως προς τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας της όσο και ως προς τη διαμόρφωση των χώρων της, από τη δεύτερη. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών ιδρυμάτων πρέπει να είναι κατά μείζονα λόγο σαφής δεδομένου ότι στις ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης κρατούνται επίσης ορισμένοι αιτούντες διεθνή προστασία (για σκοπούς άλλους από την απομάκρυνση), σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33 ( 65 ).

106.

Το καθεστώς και οι υλικές συνθήκες της κράτησης συνάγονται επίσης από τα άρθρα 16 και 17 της οδηγίας 2008/115. Ο νομοθέτης της Ένωσης μεριμνά για τη θέσπιση των δικαιωμάτων που πρέπει να διασφαλίζουν τα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια της κράτησης, όπως η πρόσβαση σε επείγουσα υγειονομική περίθαλψη ή η επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειας, τους νόμιμους αντιπροσώπους καθώς και τις προξενικές αρχές. Διευκρινίζει επίσης τις απαιτούμενες υλικές συνθήκες για την κράτηση των οικογενειών και των ανηλίκων, βάσει των οποίων τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7, στο άρθρο 14, παράγραφος 1, και στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι οποίες μνημονεύονται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 22 και στο άρθρο 5 της οδηγίας. Επομένως, οι οικογένειες πρέπει να μπορούν να απολαύουν χωριστού καταλύματος το οποίο τους εξασφαλίζει επαρκή ιδιωτική ζωή και οι ανήλικοι πρέπει να μπορούν να ασχολούνται με ψυχαγωγικές δραστηριότητες που αρμόζουν στην ηλικία τους, και, κατά περίπτωση, να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση. Όσον αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους, πρέπει, κατά το δυνατόν, να τυγχάνουν ειδικής φροντίδας από ειδικευμένο προσωπικό και σε κατάλληλες εγκαταστάσεις.

107.

Τέλος, το καθεστώς και οι υλικές συνθήκες της κράτησης συνάγονται από τις υποχρεώσεις που υπέχει καθένα από τα κράτη μέλη να σέβεται την αξιοπρέπεια των προσώπων που στερούνται την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να μην εκτίθενται σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ( 66 ).

108.

Οι απαιτήσεις που θέτει ο νομοθέτης της Ένωσης ενσωματώνουν, κατ’ ουσίαν, εκείνες που έχουν διατυπωθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

109.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκτιμά τον «πρόσφορο» χαρακτήρα του καθεστώτος κράτησης υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 3, 5 και 8 της ΕΣΔΑ βάσει ενδείξεων σχετικών με τον τόπο, τις συνθήκες και τη διάρκεια της κράτησης. Προβαίνει σε κατά περίπτωση εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη τις σωρευτικές επιπτώσεις των συνθηκών κράτησης, ιδίως όσον αφορά την ιδιαίτερη κατάσταση των ενδιαφερόμενων υπηκόων τρίτων χωρών ( 67 ).

110.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη διευθέτηση και τον εξοπλισμό των χώρων καθώς και στα προσόντα του προσωπικού που είναι υπεύθυνο για τους υπηκόους τρίτων χωρών, ιδίως δε τις οικογένειες. Οι χώροι αυτοί πρέπει να είναι καθαροί και να παρέχουν επαρκή χώρο διαβίωσης για τον αριθμό των ατόμων που ενδέχεται να φιλοξενηθούν εκεί. Ειδικότερα, πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε επαρκή αριθμό εγκαταστάσεων υγιεινής, να διαθέτουν τον απαραίτητο χώρο και εξοπλισμό για την εστίαση, καθώς και ελεύθερη πρόσβαση σε τηλέφωνο. Οι εν λόγω χώροι πρέπει επίσης να διαθέτουν ιατρικό εξοπλισμό καθώς και χώρο αποκλειστικά για την υποδοχή των οικογενειών και των προξενικών αρχών. Επιπλέον, πρέπει να διαθέτουν χώρο για την εκπαίδευση και τις δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, ιδίως δε ανοικτό χώρο προαυλισμού. Τέλος, εφόσον οι χώροι των εγκαταστάσεων πρόκειται να φιλοξενήσουν οικογένειες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί τα δωμάτια να είναι ειδικά εξοπλισμένα με τις βασικές υποδομές που είναι απαραίτητες για την παραμονή μικρών παιδιών, με κατάλληλο και ασφαλή βρεφονηπιακό εξοπλισμό ( 68 ).

111.

Επιπλέον, η αρχή 10 των «Είκοσι κατευθυντήρι[ων] αρχ[ών] σχετικά με την αναγκαστική επιστροφή», τις οποίες υιοθέτησε η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 4 Μαΐου 2005 και στις οποίες παραπέμπει η οδηγία 2008/115 στην αιτιολογική σκέψη 3, απαιτεί, στο σημείο 1, τα πρόσωπα που κρατούνται πριν από την απομάκρυνση να τοποθετούνται «κανονικά» σε χώρους που προορίζονται ειδικά για τον σκοπό αυτό, και προσφέρουν υλικές συνθήκες και καθεστώς που έχουν προσαρμοστεί στο νομικό καθεστώς των εν λόγω προσώπων ( 69 ). Το σημείο 4 της ίδιας κατευθυντήριας αρχής επιβάλλει επίσης τα πρόσωπα αυτά να κρατούνται χωριστά από τους υποδίκους και τους καταδίκους. Η δε αρχή 11 των εν λόγω κατευθυντήριων αρχών, απαιτεί, στα σημεία 2 έως 4, να παρέχονται στις οικογένειες χωριστά καταλύματα προκειμένου να εξασφαλίζεται η ιδιωτική ζωή τους, τα οποία διαθέτουν προσωπικό και εγκαταστάσεις που λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των παιδιών και τους παρέχουν, ιδίως, τη δυνατότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση και ενασχόλησης με δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου ( 70 ).

112.

Από τα στοιχεία αυτά μπορούν να συναχθούν τα βασικά κριτήρια μιας ειδικής εγκατάστασης κράτησης.

113.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να πρόκειται για διακριτή εγκατάσταση, ως προς τον προορισμό και την οργάνωσή της, από το σωφρονιστικό κατάστημα, διότι άλλως ενδέχεται να καταστεί κενή περιεχομένου και άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η διάκριση στην οποία προβαίνει ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

114.

Εν συνεχεία, πρέπει να πρόκειται για μια εγκατάσταση που καθιστά δυνατή την εκτέλεση της κράτησης από ειδικευμένο προσωπικό, στο πλαίσιο καθεστώτος στερητικού της ελευθερίας και με υλικές συνθήκες προσαρμοσμένες στο νομικό καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών, ιδίως των πλέον ευάλωτων, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στα θεμελιώδη δικαιώματα.

115.

Ακολούθως πρέπει να εξεταστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται η κράτηση όταν αυτή λαμβάνει χώρα σε σωφρονιστικό κατάστημα, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

2. Η κράτηση σε σωφρονιστικό κατάστημα

116.

Υπενθυμίζω ότι, οσάκις κράτος μέλος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας εν αναμονή απομάκρυνσης σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης και είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί σωφρονιστικό κατάστημα, πρέπει να διασφαλίζει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας κρατείται χωριστά από τους κρατούμενους του κοινού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

117.

Υπενθυμίζω, επίσης, ότι στην απόφαση Pham το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση διαχωρισμού βαίνει πέραν του απλού ειδικού κανόνα εκτέλεσης της κράτησης σε σωφρονιστικά καταστήματα και συνιστά ουσιαστικό όρο της κράτησης αυτής, η μη τήρηση του οποίου καθιστά, κατ’ αρχήν, την κράτηση μη σύμφωνη προς την εν λόγω οδηγία ( 71 ). Επιπλέον, έκρινε ότι αυτή η υποχρέωση διαχωρισμού είναι άνευ αιρέσεων και δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση ( 72 ).

118.

Η ισχύς των αρχών που συνάγονται εν προκειμένω από το Δικαστήριο προϋποθέτει γεωγραφικό και οργανωτικό διαχωρισμό μεταξύ των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης και των κρατουμένων του κοινού δικαίου. Πράγματι, τα σωφρονιστικά καταστήματα προορίζονται για χρήση διαφορετική από εκείνη της κράτησης εν αναμονή απομάκρυνσης. Η διοίκηση των φυλακών και το σωφρονιστικό καθεστώς αντικατοπτρίζονται σε εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας καθώς και σε διοικητικές και υλικές δεσμεύσεις που ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένους σκοπούς οι οποίοι συνδέονται με την εκτέλεση ποινής.

119.

Επομένως, η τήρηση της υποχρέωσης διαχωρισμού προϋποθέτει αυστηρό διαχωρισμό, μέσω της δημιουργίας μιας δομής που είναι διακριτή και απομονωμένη από το υπόλοιπο σωφρονιστικό κατάστημα. Επιπλέον, προϋποθέτει διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης και των κρατουμένων του κοινού δικαίου. Επομένως, το κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίσει ότι, στο πλαίσιο της δομής που προορίζεται για την απομάκρυνση των υπηκόων τρίτων χωρών, οι όροι εκτέλεσης της κράτησης διακρίνονται από τους όρους εκτέλεσης της ποινής. Αυτό προϋποθέτει την καθιέρωση καθεστώτος και υλικών συνθηκών κράτησης προσαρμοσμένων στο νομικό καθεστώς των εν λόγω προσώπων και ικανών να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, πράγμα που προϋποθέτει την απόσπαση στη δομή αυτή προσωπικού τα καθήκοντα του οποίου διαφέρουν από εκείνα που ασκούνται όσον αφορά τους κρατούμενους του κοινού δικαίου.

120.

Βάσει των στοιχείων αυτών πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον μια δομή όπως αυτή που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ειδική εγκατάσταση κράτησης», κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

3. Το τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου

121.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση, φρονώ ότι το μέτρο της κράτησης του K στο τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου από τις 25 Σεπτεμβρίου έως τις 2 Οκτωβρίου 2020 αποτελεί μάλλον μέτρο κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115 παρά μέτρο κράτησης σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης κατά την έννοια της πρώτης περιόδου της διάταξης αυτής.

122.

Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε στάθμιση των επιμέρους χαρακτηριστικών που φαίνεται να έχει η δομή αυτή.

123.

Ορισμένα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατό τον χαρακτηρισμό της εν λόγω δομής ως «ειδικής εγκατάστασης κράτησης». Συγκεκριμένα, φαίνεται να υπάρχει γεωγραφικός διαχωρισμός μεταξύ του τμήματος Langenhagen και του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου στο οποίο ανήκει, καθόσον το πρώτο βρίσκεται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το δεύτερο. Επιπλέον, το τμήμα αυτό αποτελείται από τρία κτίρια, καθένα από τα οποία διαθέτει δικές του εγκαταστάσεις, ήτοι ιατρείο, ιματιοθήκη, χώρο άθλησης και αυλή. Σε κάθε δωμάτιο διαμένει ένα μόνον πρόσωπο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες οι ενδιαφερόμενοι ζητούν κοινή διαμονή. Οι χώροι υγιεινής είναι ελεύθερα προσβάσιμοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι κρατούμενοι μπορούν να δέχονται μία επίσκεψη κάθε ημέρα, να έχουν κινητό τηλέφωνο και πρόσβαση στο διαδίκτυο.

124.

Το γεγονός ότι η διεύθυνση του τμήματος Langenhagen υπάγεται στη διεύθυνση του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου και, όπως και το ίδρυμα αυτό, υπάγεται στην εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο για τον αποκλεισμό του τμήματος αυτού από τον χαρακτηρισμό ως «ειδικής εγκατάστασης κράτησης». Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα των σωφρονιστικών διευθύνσεων, όπως και των υπουργείων, διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών και, επομένως, μπορούν να ασκούν την εξουσία τους σε δομές πολύ διαφορετικής φύσης.

125.

Αντιθέτως, το τμήμα Langenhagen έχει άλλα χαρακτηριστικά τα οποία, λόγω της σημασίας τους, φαίνεται να αποκλείουν τον χαρακτηρισμό του ως «ειδικής εγκατάστασης κράτησης».

126.

Συγκεκριμένα, το τμήμα αυτό μπορεί να δεχθεί κρατούμενους του κοινού δικαίου. Ως εκ τούτου, ένα από τα τρία κτίρια που απαρτίζουν το εν λόγω τμήμα χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών μικρής διάρκειας ή στερητικών της ελευθερίας ποινών που αντικαθιστούν χρηματικές ποινές. Είναι εύλογο δε να θεωρηθεί ότι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές δεν διέταξαν την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής, ακόμη και αν αυτή ήταν μικρής διάρκειας ή αντικαθιστούσε χρηματική ποινή, σε δομή που αποτελεί «ειδική εγκατάσταση κράτησης» με σκοπό την απομάκρυνση υπηκόων τρίτων χωρών, και σύμφωνα με συνθήκες και όρους που διαφέρουν από τα προβλεπόμενα στον Gesetz über den Vollzug der Freiheitsstrafe und der freiheitsentziehenden Maßregeln der Besserung und Sicherung (νόμο περί ποινών φυλάκισης και στερητικών της ελευθερίας μέτρων ασφαλείας) ( 73 ), της 16ης Μαρτίου 1976. Από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η εκτέλεση της κράτησης στο τμήμα Langenhagen πραγματοποιείται σύμφωνα με το καθεστώς εκτέλεσης των ποινών και ότι το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη και την επιτήρηση των υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης είναι το σωφρονιστικό προσωπικό που είναι αρμόδιο για τους κρατούμενους του κοινού δικαίου. Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η Γερμανική Κυβέρνηση επισήμανε επίσης ότι, «[κ]ατόπιν της διατάξεως του Amtsgericht Hannover (ειρηνοδικείου Αννόβερου) της 30ής Σεπτεμβρίου 2020» ( 74 ), οι δεκαπέντε κρατούμενοι που κρατούνταν στο τμήμα Langenhagen μεταφέρθηκαν «σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα του ομόσπονδου κράτους». Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι η συγκεκριμένη δομή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση τόσο των μέτρων κράτησης όσο και των στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβανομένων υπόψη του εφαρμοστέου καθεστώτος και των συγκεκριμένων κανόνων λειτουργίας.

127.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το μέτρο της κράτησης στο τμήμα Langenhagen του σωφρονιστικού καταστήματος Αννόβερου αποτελεί μέτρο κράτησης σε σωφρονιστικό κατάστημα κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115.

128.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι ως ειδική εγκατάσταση κράτησης νοείται η εγκατάσταση που προορίζεται για την προετοιμασία της απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, στο πλαίσιο της οποίας η εκτέλεση της κράτησης λαμβάνει χώρα υπό στερητικό της ελευθερίας καθεστώς και υπό υλικές συνθήκες που έχουν προσαρμοστεί στο νομικό καθεστώς και στην ευάλωτη θέση αυτών των υπηκόων τρίτων χωρών.

129.

Δεν εμπίπτει στην έννοια της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» μια δομή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση τόσο των μέτρων κράτησης υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης όσο και των στερητικών της ελευθερίας ποινών και στο πλαίσιο της οποίας η κράτηση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εκτελέσεως των ποινών και υπό την επιτήρηση του σωφρονιστικού προσωπικού της εν λόγω δομής.

V. Πρόταση

130.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Amtsgericht Hannover (ειρηνοδικείο Αννόβερου, Γερμανία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, έχει την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, για περίοδο τριών ετών, τη θέση υπό κράτηση υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης σε σωφρονιστικά καταστήματα όταν ούτε οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η ρύθμιση αυτή, ούτε οι συνθήκες υπό τις οποίες θεσπίστηκε, ούτε οι όροι εφαρμογής της καταδεικνύουν την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

2)

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να διατάξει την κράτηση πρέπει να ελέγχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν εξακολουθούν να συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας που δικαιολόγησαν τη λήψη έκτακτων μέτρων.

3)

Το άρθρο 16, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι ως «ειδική εγκατάσταση κράτησης» νοείται η εγκατάσταση που προορίζεται για την προετοιμασία της απομάκρυνσης υπηκόων τρίτων χωρών, στο πλαίσιο της οποίας η εκτέλεση της κράτησης λαμβάνει χώρα υπό στερητικό της ελευθερίας καθεστώς και υπό υλικές συνθήκες που έχουν προσαρμοστεί στο νομικό καθεστώς και στην ευάλωτη θέση αυτών των υπηκόων τρίτων χωρών.

4)

Δεν εμπίπτει στην έννοια της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» μια δομή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση τόσο των μέτρων κράτησης υπηκόων τρίτων χωρών εν αναμονή απομάκρυνσης όσο και των στερητικών της ελευθερίας ποινών και στο πλαίσιο της οποίας η κράτηση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τη νομοθεσία περί εκτελέσεως των ποινών και υπό την επιτήρηση του σωφρονιστικού προσωπικού της εν λόγω δομής.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).

( 3 ) Απόφαση C‑473/13 και C‑514/13 (στο εξής: απόφαση Bero και Bouzalmate, EU:C:2014:2095).

( 4 ) Απόφαση C‑474/13 (στο εξής: απόφαση Pham, EU:C:2014:2096).

( 5 ) Απόφαση C‑18/19 (στο εξής: απόφαση Stadt Frankfurt am Main, EU:C:2020:511).

( 6 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών [COM(2018) 634 final].

( 7 ) BGB1. 2004 I, σ. 1950 (στο εξής: AufenthG).

( 8 ) BGB1. 2019 Ι, σ. 1294.

( 9 ) Βλ. Deutscher Bundestag, Drucksache 19/10047, διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://dserver.bundestag.de/btd/19/100/1910047.pdf (σ. 44 και 45).

( 10 ) Υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

( 11 ) Πρβλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631), σχετικά με την απόφαση (ΕΕ) 2015/1601 του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2015, για τη θέσπιση προσωρινών μέτρων στον τομέα της διεθνούς προστασίας υπέρ της Ιταλίας και της Ελλάδας (ΕΕ 2015, L 248, σ. 80).

( 12 ) Το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 δεν είναι διατυπωμένο κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με την απόφαση Bero και Bouzalmate (σκέψεις 26 και 27).

( 13 ) Βλ. άρθρο 1 και αιτιολογικές σκέψεις 2 και 11 της οδηγίας 2008/115, καθώς και απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 39 και 41).

( 15 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψη 42).

( 16 ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφασή του της 19ης Ιανουαρίου 2012, Popov κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:0119JUD003947207, § 119), υπενθύμισε ότι «η θέση υπό διοικητική κράτηση [συνιστά] έσχατο μέτρο το οποίο δεν [μπορεί] να υποκαταστήσει καμία εναλλακτική λύση». Βλ., επίσης, ψήφισμα 1707 (2010), με τίτλο «Rétention administrative des demandeurs d’asile et des migrants en situation irrégulière en Europe (Διοικητική κράτηση των αιτούντων άσυλο και των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών στην Ευρώπη)», το οποίο εκδόθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2010, με το οποίο η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης υπενθυμίζει ότι «η κράτηση […] των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο εφαρμόζεται μόνον αφού εξεταστούν όλες οι άλλες εναλλακτικές λύσεις και καμία δεν αποδειχθεί πειστική» (σημείο 9.1.1).

( 17 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 13, 16, 17 και 24 της οδηγίας 2008/115.

( 18 ) Βλ. απόφαση Bero και Bouzalmate (σκέψη 28).

( 19 ) Βλ. απόφαση Bero και Bouzalmate (σκέψη 31).

( 20 ) Βλ. απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 21 ) Απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 39).

( 22 ) Βλ. απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 24 ) Βλ. απόφαση Pham (σκέψη 22).

( 25 ) Απόφαση Bero και Bouzalmate (σκέψη 31).

( 26 ) Βλ. απόφαση Pham (σκέψη 17).

( 27 ) Απόφαση Pham (σκέψη 19).

( 28 ) Ωστόσο, υπενθυμίζω ότι, με την απόφαση Pham, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2008/115, έκρινε ότι η υποχρέωση διαχωρισμού των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από τους κρατουμένους του κοινού δικαίου «δεν επιδέχεται καμία εξαίρεση» και «συνιστά ουσιαστικό όρο [της κράτησης των υπηκόων τρίτων χωρών σε σωφρονιστικά καταστήματα] η μη τήρηση του οποίου καθιστά, κατ’ αρχήν, την κράτηση μη σύμφωνη προς την οδηγία [αυτή]» (σκέψεις 19 και 21).

( 29 ) Βλ., ενδεικτικά, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) (C‑441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 42), καθώς και «Returning unaccompanied children: fundamental rights considerations», Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), Σεπτέμβριος 2019, σ. 7.

( 30 ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απαιτεί να υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του λόγου του οποίου γίνεται επίκληση για την επιτρεπτή στέρηση της ελευθερίας και του τόπου και του καθεστώτος κράτησης. Βλ., ιδίως, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Δεκεμβρίου 2011, Kanagaratnam κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2011:1213JUD001529709, § 84).

( 31 ) Η Επιτροπή προτείνει να οριοθετηθεί το περιθώριο αυτό κατά τρόπο ακόμη πιο αυστηρό με την πρότασή της κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αντιμετώπιση καταστάσεων κρίσης και περιπτώσεων ανωτέρας βίας στον τομέα της μετανάστευσης και του ασύλου [COM(2020) 613 final]. Κατά την Επιτροπή, «[τ]ο δικαίωμα στην ελευθερία και στην ελεύθερη κυκλοφορία προστατεύεται δεδομένου ότι, εάν στο πλαίσιο των κανόνων παρέκκλισης από τη διαδικασία στα σύνορα για το άσυλο και την επιστροφή γίνεται χρήση κράτησης, οι εν λόγω κανόνες παρέκκλισης μπορούν να εφαρμόζονται εντός αυστηρά ρυθμιζόμενου πλαισίου και για περιορισμένο χρονικό διάστημα» (σημείο 3.3, σ. 13). Βλ., επίσης, σύσταση (ΕΕ) 2020/1366 της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, σχετικά με έναν ενωσιακό μηχανισμό για την ετοιμότητα αντιμετώπισης και τη διαχείριση μεταναστευτικών κρίσεων (σχέδιο στρατηγικής για την ετοιμότητα αντιμετώπισης και τη διαχείριση μεταναστευτικών κρίσεων) (ΕΕ 2020, L 317, σ. 26).

( 32 ) Βλ. διάταξη του Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιανουαρίου 2016, AGC Glass Europe κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑517/15 P-R, EU:C:2016:21, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ., χάριν παραδείγματος, διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH (C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψεις 33 και 34).

( 34 ) Κατά το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εφόσον ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επείγουσα κατάσταση, λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει, μετά από πρόταση της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσωρινά μέτρα υπέρ του εν λόγω κράτους μέλους ή των εν λόγω κρατών μελών.

( 35 ) Βλ., παραδείγματος χάριν, την απόφαση 2015/1601.

( 36 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1).

( 37 ) Βλ. συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Landespolizeidirektion Steiermark (Μέγιστο χρονικό διάστημα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα) (C‑368/20) και Bezirkshauptmannschaft Leibnitz (Μέγιστο χρονικό διάστημα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα) (C‑369/20), οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.

( 38 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1).

( 39 ) Βλ. άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, καθώς και απόφαση της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 39 και 41).

( 40 ) Συναφώς, επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών για την αναδιατύπωση της οδηγίας 2008/115, το Κοινοβούλιο προτείνει τον περαιτέρω περιορισμό αυτού του περιθωρίου εκτίμησης, αντικαθιστώντας τη φράση «ενόσω η έκτακτη κατάσταση διαρκεί» με συγκεκριμένη μέγιστη διάρκεια τριών μηνών: βλ. τροπολογίες στην πρόταση οδηγίας που μνημονεύεται στην υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων που κατατέθηκαν από το Κοινοβούλιο, διαθέσιμες στο διαδίκτυο στη διεύθυνση: https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/LIBE-AM‑658738_EL.pdf, άρθρο 21, παράγραφος 1 (σ. 373).

( 41 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) (C‑441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 24ης Φεβρουαρίου 2021, M κ.λπ. (Απομάκρυνση προς κράτος μέλος) (C‑673/19, EU:C:2021:127, σκέψη 28).

( 42 ) Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος για τη μετανάστευση, η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο, καθώς μαρτυρεί η πρόταση οδηγίας που μνημονεύεται στην υποσημείωση 6 των παρουσών προτάσεων (σ. 1).

( 43 ) Βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 264 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 44 ) Βλ. αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 274 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 38).

( 45 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N. (C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 46 ) Βλ., στο πλαίσιο της κράτησης αιτούντος διεθνή προστασία, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 258 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 47 ) Από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 16, καθώς και από το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν στην απομάκρυνση χρησιμοποιώντας τα λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Σε περίπτωση που ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με πλείονα μέτρα, πρέπει να προτιμάται το λιγότερο περιοριστικό μέτρο. Πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Προληπτικά μέτρα ενόψει απομάκρυνσης) (C‑718/19, EU:C:2021:505, σκέψη 58).

( 48 ) Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επιβάλλουν στον υπήκοο τρίτης χώρας ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής του τελευταίου κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρηση, οι δε ρητώς απαριθμούμενες προς τούτο υποχρεώσεις είναι η τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, η κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, η κατάθεση εγγράφων ή η υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος.

( 49 ) Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κρίνει ότι οι τελευταίοι πρέπει να απολαύουν ευρύτερης προστασίας όταν πρόκειται να εκτιμηθεί η σοβαρότητα ενός περιοριστικού της ελευθερίας μέτρου, ή και της ύπαρξης απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Khan κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2019:0228JUD001226716).

( 50 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 23ης Ιουλίου 2013, Suso Musa κατά Μάλτας (CE:ECHR:2013:0723JUD004233712), της 22ας Νοεμβρίου 2016, Abdullahi Elmi και Aweys Abubakar κατά Μάλτας (CE:ECHR:2016:1122JUD002579413), και της 4ης Απριλίου 2017, Thimothawes κατά Βελγίου (CE:ECHR:2017:0404JUD003906111).

( 51 ) Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 5ης Απριλίου 2011, Rahimi κατά Ελλάδας (CE:ECHR:2011:0405JUD000868708), και της 13ης Δεκεμβρίου 2011, Kanagaratnam κ.λπ. κατά Βελγίου (CE:ECHR:2011:1213JUD001529709), σχετικά με την κράτηση των προσφευγόντων (μιας μητέρας και των τριών τέκνων της) σε κτίριο σχεδιασμένο για ενήλικες.

( 52 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Απριλίου 2011 (CE:ECHR:2011:0405JUD000868708).

( 53 ) § 108 της εν λόγω αποφάσεως.

( 54 ) Βλ. αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του δεύτερου νόμου με στόχο την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της υποχρέωσης αποχώρησης από την επικράτεια.

( 55 ) Βλ. απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 39).

( 56 ) ΕΕ 2013, L 295, σ. 27.

( 57 ) Βλ. απόφαση Stadt Frankfurt am Main (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 58 ) Βάσει της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου αυτού ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, κάθε αρμοδίως επιληφθέν υποθέσεως εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση, ως όργανο κράτους μέλους, να αφήνει ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Braathens Regional Aviation, C‑30/19, EU:C:2021:269, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 59 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi (C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψεις 79 επ.).

( 60 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 224).

( 61 ) Ο ορισμός αυτός είναι κρίσιμος στο πλαίσιο κράτησης η οποία διατάσσεται κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2008/115, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/33.

( 62 ) Διάταξη της 3ης Ιουνίου 2021, Republika Slovenija (Κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία) (C‑186/21 PPU, EU:C:2021:447, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 63 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψεις 216 έως 223).

( 64 ) Βλ. άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115. Πρβλ., επίσης, τις απόψεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot με τις προτάσεις του στις υποθέσεις Bero και Bouzalmate (C‑473/13, C‑474/13 και C‑514/13, EU:C:2014:295, σημεία 91 επ.). Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Y. Bot, ο νομοθέτης της Ένωσης μεταφέρει εδώ τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σύμφωνα με την οποία η στέρηση της ελευθερίας συνάδει με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της ΕΣΔΑ μόνον αν λαμβάνει χώρα για την εκτέλεση διαδικασίας απέλασης και είναι ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν (βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1996, Chahal κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:1996:1115JUD002241493, §§ 112 και 113), και της 19ης Ιανουαρίου 2012, Popov κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:0119JUD003947207, § 140) (υποσημείωση 33).

( 65 ) Πράγματι, οι έννοιες της «κράτησης» και της «ειδικής εγκατάστασης κράτησης» είναι κοινές σε πολλές πράξεις του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.

( 66 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 και άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115. Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Khlaifia κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2016:1215JUD001648312, §§ 161 επ.)

( 67 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2012, Popov κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:0119JUD003947207, §§ 89 επ.), και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Khlaifia κ.λπ. κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2016:1215JUD001648312, §§ 163 επ).

( 68 ) Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 19ης Ιανουαρίου 2012, Popov κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2012:0119JUD003947207).

( 69 ) Βλ., επίσης, έκθεση της Επιτροπής μετανάστευσης, προσφύγων και πληθυσμού της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 11ης Ιανουαρίου 2010, με τίτλο «La rétention administrative des demandeurs d’asile et des migrants en situation irrégulière en Europe», ειδικότερα δε την αρχή 8 του παραρτήματος 1, σχετικά με τις «[δ]έκα κατευθυντήριες αρχές για τις συνθήκες υπό τις οποίες είναι νομικά παραδεκτή η κράτηση των αιτούντων άσυλο και των παρανόμως διαμενόντων μεταναστών», με την οποία η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης επισημαίνει ότι ο τόπος, οι συνθήκες και το καθεστώς κράτησης πρέπει να είναι κατάλληλα, καθώς και το θεματικό έγγραφο του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, με τίτλο «Les droits fondamentaux des migrants en situation irrégulière en Europe» (τίτλος ΙΙΙ, περίπτωση ii, σ. 16 και 17).

( 70 ) Στο ίδιο πνεύμα, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο σημείο 9.2 του ψηφίσματός της 1707 (2010) (βλ. υποσημείωση 15 των παρουσών προτάσεων), απαιτεί, μεταξύ άλλων με τους «15 ευρωπαϊκούς κανόνες που ορίζουν τις ελάχιστες προδιαγραφές που εφαρμόζονται στις συνθήκες κράτησης μεταναστών και αιτούντων άσυλο», να παρέχεται στους κρατούμενους κατάλυμα σε εγκαταστάσεις ειδικά σχεδιασμένες για την κράτηση που συνδέεται με τη μετανάστευση και όχι σε φυλακές (κανόνας 2). Επιβάλλει, επίσης, οι χώροι που προορίζονται για τον σκοπό αυτό να παρέχουν υλικές συνθήκες και καθεστώς κράτησης που έχουν προσαρμοστεί στη νομική και πραγματική κατάσταση των ενδιαφερομένων (κανόνες 5 και 6).

( 71 ) Βλ. απόφαση Pham (σκέψη 21).

( 72 ) Βλ. απόφαση Pham (σκέψεις 17 και 19).

( 73 ) BGB1. 1976 Ι, σ. 581.

( 74 ) Η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν κάνει καμία περαιτέρω αναφορά σε αυτή τη διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2020.

Top