EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CC0139

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 30ής Σεπτεμβρίου 2021.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρες επιχειρήσεις – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4 – Επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής – Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Υπόθεση C-139/20.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:776

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GERARD HOGAN

της 30ής Σεπτεμβρίου 2021 ( 1 )

Υπόθεση C‑139/20

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Δημοκρατίας της Πολωνίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Πλαίσιο για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Άρθρο 17 – Ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρες επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής – Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης»

I. Εισαγωγή

1.

Η επιτακτική ανάγκη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε συνδυασμό με την πρόθεση μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προωθώντας παράλληλα την ενεργειακή αποδοτικότητα, περιλαμβάνονται στους λόγους που οδήγησαν τον νομοθέτη της Ένωσης να αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών για το περιβάλλον. Η οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003 ( 2 ), αποτελεί ένα τέτοιου είδους μέτρο, καθόσον αναφέρει ως πρωταρχικό σκοπό της την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας συνεπώς την αποτροπή δυνητικών στρεβλωτικών επιπτώσεων του ανταγωνισμού στη φορολογία της ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών ( 3 ). Η οδηγία αυτή προβλέπει μεν ορισμένες φορολογικές απαλλαγές για ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν να κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής, πλην όμως επιβάλλει την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων που αποσκοπούν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας ( 4 ).

2.

Στην υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η ουσία της αιτίασης που προβάλλει η Επιτροπή έγκειται στο ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, με την εθνική νομοθεσία της, απάλλαξε αδιακρίτως επιχειρήσεις από τον ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση, χωρίς να επιβάλλει στις επιχειρήσεις αυτές την υποχρέωση να θέσουν σε εφαρμογή συστήματα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή στόχων ενεργειακής αποδοτικότητας, πέραν της υπαγωγής τους στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, αντίθετα προς τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96. Στο επιχείρημα αυτό η Δημοκρατία της Πολωνίας απαντά ότι τούτο επιτρέπεται βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας αυτής και ότι η ίδια δεν υπέπεσε σε παράβαση του δικαίου της Ένωσης διότι η υπαγωγή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί προϋπόθεση προβλεπόμενη στο συναφές εθνικό δίκαιο.

3.

Η υπόθεση αφορά, συνεπώς, την ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96, των οποίων η διατύπωση, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι ικανοποιητική. Εντούτοις αφορά, όπως φαίνεται, και το ζήτημα αν η Επιτροπή αποδεικνύει την παράβαση των διατάξεων αυτών για τους λόγους που προβάλλει. Ωστόσο, πριν από την εξέταση των ανωτέρω επιχειρημάτων, είναι αρχικά αναγκαία η παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2003/96

4.

Η οδηγία 2003/96 καθιερώνει ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που πρέπει να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας 2003/96. Στα προϊόντα αυτά συγκαταλέγονται, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, τα προϊόντα άνθρακα και φυσικού αερίου.

5.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:

«(28)

Ενδέχεται να απαιτηθούν ορισμένες απαλλαγές ή μειώσεις του επιπέδου φορολογίας, ιδίως λόγω της έλλειψης εντονότερης εναρμόνισης σε κοινοτική κλίμακα, των κινδύνων απώλειας της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ή για κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους.

(29)

Οι επιχειρήσεις που συνάπτουν συμφωνίες για τη σημαντική ενίσχυση της περιβαλλοντικής προστασίας και της ενεργειακής απόδοσης απαιτούν προσοχή. Μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών, οι ενεργειοβόρες δικαιούνται ειδικής μεταχείρισης.»

6.

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/96 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “επίπεδο φορολογίας” νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους (εξαιρουμένου του ΦΠΑ) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα για την ποσότητα ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη στιγμή της παράδοσης προς κατανάλωση.»

7.

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96 είναι μία από τις διατάξεις για τις φορολογικές μειώσεις που μπορούν να χορηγηθούν. Αφορά φορολογικές μειώσεις και φορολογικές απαλλαγές για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και δύο ακόμη περιπτώσεις που δεν είναι συναφείς με την υπό κρίση υπόθεση. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

«1.   Εφόσον τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία τηρούνται κατά μέσον όρο για κάθε επιχείρηση, τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), και ηλεκτρικής ενέργειας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων.

Ως “ενεργειοβόρος επιχείρηση” νοείται η επιχείρηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11, στην οποία είτε η αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται τουλάχιστον στο 3,0 % της αξίας παραγωγής, είτε ο καταβλητέος εθνικός ενεργειακός φόρος ανέρχεται τουλάχιστον στο 0,5 % της προστιθέμενης αξίας. Στο πλαίσιο του ορισμού αυτού, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν πιο περιοριστικές έννοιες, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών της αξίας των πωλήσεων, της επεξεργασίας και του κλάδου δραστηριοτήτων.

Ως “αγορά ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας” νοείται το τρέχον κόστος της ενέργειας που αγοράζεται ή παράγεται στο πλαίσιο της επιχείρησης. Συμπεριλαμβάνονται μόνον η ηλεκτρική ενέργεια, η θερμότητα και τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση ή για τους σκοπούς του άρθρου 8 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ). Περιλαμβάνονται όλοι οι φόροι εκτός από τον εκπιπτόμενο ΦΠΑ.

Ως “αξία παραγωγής” νοείται ο κύκλος εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την τιμή του προϊόντος, προστιθέμενων ή αφαιρούμενων των μεταβολών στα αποθέματα των τελικών προϊόντων, των υπό επεξεργασία προϊόντων και των αγαθών ή υπηρεσιών που αγοράζονται με σκοπό τη μεταπώληση, αφού αφαιρεθούν οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών προς μεταπώληση.

Ως “προστιθέμενη αξία” νοείται συνολικός κύκλος εργασιών που υπόκειται στον ΦΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών αφαιρουμένου του συνόλου των αγορών που υπόκεινται στον ΦΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών.

Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν επί του παρόντος εθνικά συστήματα φορολογίας της ενέργειας στα οποία οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις ορίζονται με άλλα κριτήρια εκτός από το κόστος της ενέργειας σε συνάρτηση με την αξία παραγωγής και τον καταβλητέο εθνικό ενεργειακό φόρο σε συνάρτηση με την προστιθέμενη αξία, θα έχουν στη διάθεσή τους μεταβατική περίοδο το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2007 προκειμένου να προσαρμοστούν στον ορισμό του σημείου α) πρώτο εδάφιο·

β)

όταν συνάπτονται συμφωνίες με επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ή όταν εφαρμόζονται συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμοι διακανονισμοί, εφόσον αποσκοπούν στην επίτευξη στόχων προστασίας του περιβάλλοντος ή στη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

2.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν μηδενικό επίπεδο φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, όταν χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρους επιχειρήσεις όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Παρά τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν επίπεδο φορολογίας έως και κατά 50 % κατώτερ[ο] των ελαχίστων επιπέδων της παρούσας οδηγίας στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, όταν χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις κατά τον ορισμό του άρθρου 11 που δεν είναι ενεργειοβόρες κατά τον ορισμό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι επιχειρήσεις οι οποίες ωφελούνται από τις δυνατότητες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 συνάπτουν συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β). Οι συμφωνίες, τα συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή οι ισοδύναμοι διακανονισμοί πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές.»

Β.   Το πολωνικό δίκαιο

8.

Το άρθρο 31a, παράγραφος 1, σημείο 8, του Ustawa o podatku akcyzowym, της 6ης Δεκεμβρίου 2008 ( 5 ) (πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης), ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Φορολογητέες πράξεις που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αν αφορούν προϊόντα άνθρακα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση:

[…]

8)

από ενεργειοβόρο επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί προϊόντα άνθρακα και έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας» ( 6 ).

9.

Το άρθρο 31b, παράγραφος 1, σημείο 5, του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης προβλέπει τα ακόλουθα:

«Φορολογητέες πράξεις που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αν αφορούν προϊόντα φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται για θέρμανση:

[…]

5)

από ενεργειοβόρο επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί προϊόντα φυσικού αερίου και έχει θέσει σε εφαρμογή ένα σύστημα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας ( 7 )».

10.

Το άρθρο 31c του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης περιλαμβάνει τον ακόλουθο ορισμό:

«Ως σύστημα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, κατά το άρθρο 31a, παράγραφος 1, σημείο 8, και το άρθρο 31b, παράγραφος 1, σημείο 5 νοείται:

1)

το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, σύμφωνα με τον νόμο της 12ης Ιουνίου 2015 για το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου (Dz. U. σημείο 1223, και του 2016, σημεία 266, 542, 1579 και 1948) και τις διατάξεις που εκδόθηκαν βάσει των άρθρων 25, παράγραφος 4, και 29, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ( 8

[…]».

III. Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

11.

Στις 3 Φεβρουαρίου 2016, στο πλαίσιο του συστήματος EU Pilot, η Επιτροπή ενημέρωσε τις πολωνικές αρχές για τις ανησυχίες της ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν τηρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96. Τούτο οφειλόταν, κατά την άποψή της, στο γεγονός ότι ο πολωνικός νόμος για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης προβλέπει αυτοδίκαιη απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί των ενεργειακών προϊόντων (προϊόντων άνθρακα και φυσικού αερίου) που χρησιμοποιούν οι ενεργειοβόρες εταιρίες οι οποίες υπάγονται στο προβλεπόμενο στην οδηγία 2003/87/ΕΚ ( 9 ) σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, προκειμένου οι επιχειρήσεις αυτές να τύχουν φορολογικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96, το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής απαιτεί να θέσουν πρώτα σε εφαρμογή συστήματα, όπως ορίζει η παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της διάταξης αυτής, τα οποία αποσκοπούν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, πέραν εκείνων που επιτυγχάνονται με την απλή υπαγωγή τους στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

12.

Στην απάντηση που έδωσε στις 31 Μαρτίου 2016, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί σύστημα εμπορεύσιμων αδειών, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, το οποίο αποσκοπεί στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, καθόσον στους σκοπούς της οδηγίας αυτής περιλαμβάνεται η επίτευξη περιβαλλοντικής προστασίας διά της χρήσεως φορολογικών μέτρων. Η Πολωνική Κυβέρνηση θεωρούσε επίσης ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις που πρέπει να επωμιστούν πρόσθετα έξοδα (πέραν των αμιγώς φορολογικών εξόδων) για την επίτευξη των στόχων τους δεν πρέπει να επιβαρύνονται διπλά και με ειδικό φόρο κατανάλωσης.

13.

Στις 8 Μαρτίου 2018 η Επιτροπή απηύθυνε προειδοποιητική επιστολή στη Δημοκρατία της Πολωνίας. Κατά την Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, διότι απαλλάσσει τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε προϊόντα άνθρακα και φυσικού αερίου. Η Επιτροπή επανέλαβε την άποψή της ότι, προκειμένου οι επιχειρήσεις να έχουν δικαίωμα μειώσεων ή απαλλαγών βάσει του άρθρου 17 της οδηγίας, πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή συστήματα για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή στόχων ενεργειακής αποδοτικότητας, πέραν εκείνων που επιτυγχάνονται με το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

14.

Με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2018, οι πολωνικές αρχές απάντησαν στην ως άνω προειδοποιητική επιστολή. Αντέκρουσαν το επιχείρημα της Επιτροπής στο σύνολό του, υποστηρίζοντας ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

15.

Στις 26 Ιουλίου 2019 η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Πολωνίας αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

16.

Επειδή η Επιτροπή δεν ικανοποιήθηκε από την απάντηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, με την οποία οι πολωνικές αρχές ενέμειναν στη θέση τους, αποφάσισε στις 27 Οκτωβρίου 2019 να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

IV. Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

17.

Με την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία παρελήφθη από το Δικαστήριο στις 16 Μαρτίου 2020, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας νόμο ο οποίος απαλλάσσει από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται από ενεργειοβόρες επιχειρήσεις οι οποίες υπάγονται στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96,

να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

18.

Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει στο σύνολό της την προσφυγή ως αβάσιμη και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

19.

Οι διάδικοι κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

V. Επιχειρήματα των διαδίκων

Α.   Επιχειρήματα της Επιτροπής

20.

Προκειμένου να απαλλαγούν από το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας στα καύσιμα θέρμανσης βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως ορίζει το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η υπαγωγή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής που απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

21.

Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα αυτό παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί, κατά τη συνήθη έννοια του όρου αυτού, σύστημα εμπορεύσιμων αδειών και αποσκοπεί στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων, δηλαδή στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Κατά την άποψή της, το «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών», το οποίο δεν ορίζεται στην οδηγία 2003/96, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σκοπών που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης και κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη συνοχή της νομοθεσίας της. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν θεωρηθεί ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96, με αποτέλεσμα την απαλλαγή των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που επιβάλλεται στα καύσιμα θέρμανσης, η οδηγία 2003/87 δεν θα μπορεί πλέον να επιτύχει τον σκοπό της, ήτοι «να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό» ( 10 ).

22.

Προς υποστήριξη της άποψής της, η Επιτροπή επικαλείται τις δηλώσεις προς καταχώριση στο παράρτημα των πρακτικών της συνεδρίασης του Συμβουλίου, κατά την οποία ελήφθη απόφαση για την έκδοση της οδηγίας 2003/96. Στα εν λόγω πρακτικά αναγράφεται στο σημείο 2: «Βάσει προτάσεως της Επιτροπής, το Συμβούλιο αναλαμβάνει να εξετάσει θετικά τα φορολογικά μέτρα που θα συνοδεύσουν τη μελλοντική εφαρμογή ενός κοινοτικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής, προκειμένου ιδίως να αποφευχθούν οι περιπτώσεις διπλής φορολογίας» ( 11 ). Η Επιτροπή συνάγει από τη δήλωση αυτή ότι η φορολογία βάσει της οδηγίας 2003/96 και η εφαρμογή του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής πρέπει καταρχήν να συνυπάρχουν.

23.

Επιπλέον, η Επιτροπή επικαλείται τις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 της οδηγίας 2003/96 προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας αυτής καθιερώθηκαν από τον νομοθέτη με σκοπό τη βελτίωση της περιβαλλοντικής προστασίας ή της ενεργειακής αποδοτικότητας. Η επίτευξη των σκοπών αυτών δεν θα ήταν δυνατή αν η φορολογική απαλλαγή χορηγείτο για τον λόγο και μόνον ότι συγκεκριμένη επιχείρηση υπάγεται σε άλλον υποχρεωτικό θεσμό του δικαίου της Ένωσης, όπως το σύστημα για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, στην έννοια του όρου «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών», κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, εμπίπτουν μόνον τα συστήματα που καθιστούν δυνατή την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας υπερβαίνοντας τα αποτελέσματα από την εφαρμογή άλλων υποχρεωτικών συστημάτων που προβλέπουν πράξεις της Ένωσης. Οι διατάξεις του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης παρέχουν πρακτικά τη δυνατότητα πλήρους αντισταθμίσεως του κόστους των πιστοποιητικών εκπομπών, πράγμα που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, καθόσον κινητήρια δύναμη του συστήματος αυτού είναι η αποφυγή του εν λόγω κόστους.

24.

Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 έχει συνεπώς την έννοια ότι επιδιώκει τη βελτίωση της περιβαλλοντικής προστασίας ή της ενεργειακής αποδοτικότητας πέραν των προβλεπομένων από άλλα δεσμευτικά μέσα του δικαίου της Ένωσης, όπως το σύστημα για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

25.

Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η οδηγία 2003/87 προβλέπει συγκεκριμένα μέσα για να προστατευθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εντός του πεδίου εφαρμογής του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής ( 12 ). Πρόκειται για τη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 10α, 10β και 10γ της οδηγίας 2003/87 (όσον αφορά τις σταθερές εγκαταστάσεις) ή το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν χρηματοδοτικά μέτρα προς όφελος των κλάδων ή των επιμέρους κλάδων που εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα, για το έμμεσο κόστος των εκπομπών που μετακυλίστηκε και οδηγεί σε αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, τέτοιου είδους μέτρα υπόκεινται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι προαναφερθέντες κανόνες του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στα μέτρα που προβλέπει η οδηγία αυτή και είναι επιπρόσθετοι αυτών, ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης στρεβλώσεων του ανταγωνισμού.

26.

Όπως επιβεβαίωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας στη γραπτή απάντησή της επί των ερωτήσεων του Δικαστηρίου, οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που προβλέπονται στο άρθρο 31a, παράγραφος 1, σημείο 8, και στο άρθρο 31b, παράγραφος 1, σημείο 5, του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ισχύουν ανεξαρτήτως αν οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις στις οποίες χορηγείται η απαλλαγή έχουν λάβει ή λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών βάσει της οδηγίας 2003/87.

27.

Η Επιτροπή εξηγεί περαιτέρω ότι η Πολωνία είχε κοινοποιήσει ένα σύστημα κρατικών ενισχύσεων για τα έτη 2019 και 2020, βάσει του οποίου ορισμένες εταιρίες μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση για μέρος του «έμμεσου κόστους εκπομπών» με το οποίο επιβαρύνονται. Όπως προβλέπουν οι εφαρμοστέες κατευθυντήριες γραμμές ( 13 ), η μέγιστη ένταση της ενίσχυσης αυτής ανερχόταν σε ποσοστό 75 % και ίσχυε μόνο στην περίπτωση κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας που υπερέβαινε τη 1 GWh ανά έτος. Η Επιτροπή έκρινε ότι η ενίσχυση αυτή ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά ( 14 ). Ωστόσο, μια σημαντική παράμετρος ήταν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση δεν μπορούσε να συνδυαστεί με φορολογική μείωση/φορολογική απαλλαγή βάσει των προαναφερθέντων κανόνων του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ( 15 ). Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι ελάχιστες επιχειρήσεις ωφελήθηκαν από το εν λόγω καθεστώς κρατικών ενισχύσεων. Υποθέτει δε ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται βάσει του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τα οποία δεν περιορίζονται μόνο «στο κόστος που σχετίζεται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και που μετακυλίεται στις τιμές της ηλεκτρικής ενεργείας», αλλά παρέχονται αυτοδικαίως για τον άνθρακα και το φυσικό αέριο που χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις για θέρμανση, όταν μια ενεργειοβόρα επιχείρηση υπάγεται στο σύστημα για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, είναι πιο ελκυστικά για τις επιχειρήσεις από το σύστημα αποζημίωσης του έμμεσου κόστους των εκπομπών.

28.

Επιπλέον, η Επιτροπή διατείνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Πολωνική Κυβέρνηση, η θέση της ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, δεν καλύπτει το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής ουδόλως προσκρούει στην πρότασή της, της 13ης Απριλίου 2011, για μια οδηγία του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας ( 16 ). Η Επιτροπή είχε προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 14 της οδηγίας 2003/96 με την προσθήκη στοιχείου δʹ. Το στοιχείο αυτό περιλάμβανε την (υποχρεωτική) απαλλαγή από τη φορολογία για τα «ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες που υπόκεινται σε, και δεν αποκλείονται από, το καθεστώς της Ένωσης κατά την έννοια της οδηγίας 2003/87/ΕΚ» ( 17 ). Η Επιτροπή επισημαίνει ωστόσο ότι τούτο αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τη «φορολογία που σχετίζεται με το διοξείδιο του άνθρακα». Με την προτεινόμενη τροποποίηση της οδηγίας 2003/96 προβλεπόταν να γίνει ρητή διάκριση μεταξύ, αφενός, της φορολογίας της ενέργειας η οποία συνδέεται συγκεκριμένα με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προέρχονται από την κατανάλωση των συναφών προϊόντων και, αφετέρου, της φορολογίας της ενέργειας η οποία στηρίζεται στο ενεργειακό περιεχόμενο των προϊόντων (γενική φορολογία κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων). Η φορολογία καυσίμων θέρμανσης για εμπορικούς σκοπούς που εμπίπτει στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96 (σύμφωνα και με την προτεινόμενη τροποποίησή του) αφορούσε τη δεύτερη περίπτωση. Συνεπώς, για λόγους διευκρίνισης, η Επιτροπή πρότεινε επίσης να τροποποιηθεί το άρθρο 17 με την προσθήκη μιας τρίτης παραγράφου, η οποία θα όριζε ότι ως «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς της διάταξης αυτής «νοούνται συστήματα εμπορεύσιμων αδειών πέραν του συστήματος της Ένωσης κατά την έννοια της οδηγίας 2003/87/ΕΚ» ( 18 ).

Β.   Επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας

29.

Όπως επισήμανα, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί πράγματι «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

30.

Ισχυρίζεται δε ότι, βάσει του σχεδιασμού του και των αρχών που διέπουν τη λειτουργία του, το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής πληροί όλα τα κριτήρια ενός «συστήματος εμπορεύσιμων αδειών». Το σύστημα αυτό αποσκοπεί επίσης στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων. Συναφώς, η Δημοκρατία της Πολωνίας επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου, της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πολωνίας, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο κύριος δεδηλωμένος σκοπός της οδηγίας 2003/87 έγκειται στην ουσιώδη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προκειμένου να καταστεί δυνατή η τήρηση των δεσμεύσεων της Ένωσης και των κρατών μελών βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο» ( 19 ). Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ιδίως ότι από τη διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 ουδόλως προκύπτει ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι ή η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας πρέπει να υπερβαίνουν τα αποτελέσματα που μπορούν να επιτευχθούν μέσω ενός υποχρεωτικού συστήματος βάσει του δικαίου της Ένωσης. Ούτε οι αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 της οδηγίας 2003/96 συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής.

31.

Δεδομένου ότι οι οδηγίες 2003/96 και 2003/87 εκπονήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι, αν το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής δεν έπρεπε να θεωρηθεί ότι αποτελεί «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, τούτο θα είχε διατυπωθεί ρητώς από τον νομοθέτη της Ένωσης. Κατά την άποψή της, σκοπός των διατάξεων αυτών ήταν η αποφυγή της «διπλής φορολογίας» των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων που υπάγονται και στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

32.

Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η πρόταση της Επιτροπής, της 13ης Απριλίου 2011, για μια οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 2003/96/ΕΚ προέβλεπε τροποποιήσεις του άρθρου 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 με σκοπό να εξαιρεθεί το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής από το πεδίο της έννοιας του «συστήματος εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96. Μια τέτοιου είδους τροποποίηση ήταν απαραίτητη για τον λόγο και μόνον ότι, σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες κανόνες, το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής ενέπιπτε στις διατάξεις αυτές. Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση δεν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο.

33.

Όσον αφορά τις δηλώσεις προς καταχώρηση στο παράρτημα «των πρακτικών της συνεδρίασης του Συμβουλίου κατά την οποία... ελήφθη απόφαση για την έκδοση της οδηγίας [2003/96]», δηλώσεις στις οποίες στηρίζεται η Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας θεωρεί ότι αυτές δεν αφορούσαν την εφαρμογή του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96, αλλά συνιστούσαν μόνο δηλώσεις γενικού περιεχομένου, όπως για παράδειγμα ότι, βάσει της πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο αναλάμβανε να αναλύσει εποικοδομητικά τα φορολογικά μέτρα που θα συνόδευαν τη μελλοντική εφαρμογή του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής με σκοπό την αποφυγή της διπλής φορολογίας.

VI. Εκτίμηση

34.

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη της προσαπτόμενης παράβασης και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που του είναι αναγκαία για να ελέγξει αν τυχόν υφίσταται η εν λόγω παράβαση ( 20 ). Κατά πάγια επίσης νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει μόνον αιτιάσεις που διατυπώθηκαν από την Επιτροπή στην αιτιολογημένη γνώμη ( 21 ).

35.

Συνεπώς, σε μια τέτοια υπόθεση στην οποία η προσαπτόμενη παράβαση στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι το εθνικό δίκαιο δεν συνάδει με τις διατάξεις ορισμένης οδηγίας, η επιτυχής έκβαση της προσφυγής της Επιτροπής πρέπει να εξαρτάται από το αν αυτή έχει ερμηνεύσει ορθώς τις διατάξεις της οδηγίας αυτής και από τα επιχειρήματα που έχει όντως προβάλει η Επιτροπή τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και κατά την ένδικη διαδικασία.

36.

Καθόσον υφίσταται γενική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, όπως θα διαπιστωθεί, η υπό κρίση υπόθεση αφορά αποκλειστικά ένα ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96. Οι διάδικοι συμφωνούν ότι η Πολωνική Δημοκρατία ψήφισε νόμο ο οποίος απαλλάσσει από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης τα ενεργειακά προϊόντα (προϊόντα άνθρακα και φυσικού αερίου) που χρησιμοποιούν οι ενεργειοβόρες εταιρίες οι οποίες υπάγονται στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής που προβλέπει η οδηγία 2003/87. Επίσης συμφωνούν –και τούτο είναι κρίσιμο σε σχέση με τα επιχειρήματα της Επιτροπής– ότι η ανωτέρω εθνική νομοθεσία έχει ως αποτέλεσμα ότι η απαλλαγή χορηγείται αυτοδικαίως και ανεξαρτήτως αν οι επιχειρήσεις έχουν ήδη λάβει οποιοδήποτε μέτρο ενίσχυσης βάσει της οδηγίας 2003/87, όπως για παράδειγμα η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής. Τίθεται, συνεπώς, το ερώτημα αν μια τέτοια περίπτωση μεταφοράς της οδηγίας καλύπτεται από το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

37.

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/96 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν ελάχιστα επίπεδα φορολογίας στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε ορισμένες απαλλαγές από τον ελάχιστο συντελεστή οι οποίες, στην περίπτωση του άρθρου 14 της οδηγίας, είναι δεσμευτικές. Σε άλλες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν αν θα τις εφαρμόσουν. Τούτο ισχύει όσον αφορά το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96, η ερμηνεία του οποίου αποτελεί τον πυρήνα της υπό κρίση υπόθεσης.

38.

Γενικός σκοπός της οδηγίας 2003/96 είναι να αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό των κρατών μελών για τη βιομηχανική εγκατάσταση των επιχειρήσεων μέσω της προσφοράς χαμηλών συντελεστών φορολόγησης της ενέργειας για τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Τούτο επιτυγχάνεται με τον ορισμό ελάχιστων επιπέδων φορολογίας της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας. Ο έμμεσος σκοπός του μέτρου αυτού έγκειται επίσης στο να αποθαρρύνει γενικά τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλίνουν από τους όρους των εν λόγω φορολογικών υποχρεώσεων, με την εφαρμογή ορισμένων απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και μειώσεων όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στη διάταξη αυτή. Η ρύθμιση αυτή ευνοεί –όχι όμως αποκλειστικά– τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις. Η ratio αυτής –όπως και των μέτρων που αφορούν τομείς εκτεθειμένους σε κίνδυνο διαρροής άνθρακα βάσει της οδηγίας 2003/87 ( 22 )– είναι διττή. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του κινδύνου μετεγκατάστασης των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων σε χώρες στις οποίες δεν επιβάλλονται φόροι ή επιβάλλονται μειωμένοι φόροι αυτού του είδους. Τούτο θα μπορούσε να βλάψει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως βιομηχανικό τόπο και την ανταγωνιστικότητά της ( 23 ). Επιπλέον, θα ήταν πιθανές τέτοιου είδους μετεγκαταστάσεις όχι μόνο σε χώρες στις οποίες η ενέργεια είναι πολύ πιο οικονομική, αλλά και στις οποίες τα περιβαλλοντικά πρότυπα εν γένει είναι αρκετά υποδεέστερα από τα ευρωπαϊκά.

Α.   Η ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 και η έννοια του «συστήματος εμπορεύσιμων αδειών» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96

39.

Όπως επισήμανα, η προσφυγή της Επιτροπής στηρίζεται κατ’ ουσίαν στον ισχυρισμό ότι η αναφορά στο «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» που περιέχεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 δεν περιλαμβάνει την υπαγωγή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

40.

Η διατύπωση του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96 είναι πράγματι κάπως ασαφής. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν φορολογικές μειώσεις για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση 1) υπέρ των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων και 2) όταν συνάπτονται συμφωνίες με επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ή όταν εφαρμόζονται συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμοι διακανονισμοί, εφόσον αποσκοπούν στην επίτευξη στόχων προστασίας του περιβάλλοντος ή στη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Ωστόσο, για τη χρήση των δυνατοτήτων αυτών απαιτείται να τηρούνται κατά μέσο όρο για κάθε επιχείρηση τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην οδηγία.

41.

Το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96 ορίζει ότι, παρά τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως τις επιχειρήσεις από τη φορολογία αυτή για την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας (που ορίζονται στο άρθρο 2 της οδηγίας), όταν χρησιμοποιούνται «από ενεργειοβόρους επιχειρήσεις» οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96. Στη συνέχεια, το άρθρο 17, παράγραφος 3, της οδηγίας προβλέπει μια αυτοτελή κατηγορία φορολογικής μείωσης μέχρι 50 %, όταν τα προϊόντα αυτά «χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις κατά τον ορισμό του άρθρου 11 που δεν είναι ενεργειοβόρες κατά τον ορισμό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου».

42.

Το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που ωφελούνται από φορολογική απαλλαγή κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, ή φορολογική μείωση κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, συνάπτουν «συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο βʹ». Ωστόσο, οι εν λόγω συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμοι διακανονισμοί πρέπει να αποσκοπούν στην ενεργειακή αποδοτικότητα ή στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων «το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές.» Αντίθετα, στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 δεν γίνεται καμία αναφορά στην απαίτηση αυτή ( 24 ).

43.

Δεδομένου ότι ο πολωνικός νόμος για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης προβλέπει πλήρη φορολογική απαλλαγή για τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις, είναι σαφές ότι η Πολωνία στήριξε το άρθρο 31a, παράγραφος 1, σημείο 8, και το άρθρο 31b, παράγραφος 1, σημείο 5, του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96. Τούτο σημαίνει ότι, παρά την ανωτέρω εν γένει έλλειψη σαφήνειας του εν λόγω άρθρου 17, εφαρμόζεται εν προκειμένω το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας. Κατά τη διάταξη αυτή, «επιχειρήσεις οι οποίες ωφελούνται [...] συνάπτουν [...] συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο βʹ» και τα εν λόγω «συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή οι ισοδύναμοι διακανονισμοί πρέπει να αποσκοπούν στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές».

44.

Επομένως, κατά την εξέταση του ζητήματος αν η Πολωνία τήρησε τις υποχρεώσεις της, κρίσιμη είναι η έννοια του «συστήματος εμπορεύσιμων αδειών» που περιέχεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96. Ένα επιπλέον ζήτημα που τίθεται είναι πότε ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτυγχάνει, πρώτον, «περιβαλλοντικ[ούς] στόχ[ους] ή αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα», κατά τη διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 4, και, δεύτερον, αν το αποτέλεσμα αυτών «ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές». Ωστόσο, όπως θα διαπιστωθεί, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τη δεύτερη απαίτηση ως αιτίαση. Εντούτοις, η εκτίμηση του ζητήματος αυτού μπορεί να συνεισφέρει στη συνολική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης.

45.

Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός «συστήματος εμπορεύσιμων αδειών». Όσον αφορά την πρόσθετη απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 για επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την ερμηνεία της διάταξης αυτής. Το ζήτημα αν το «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» αποσκοπεί στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας μπορεί να αντιμετωπισθεί διαφορετικά. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, αρκεί η υπαγωγή στο σύστημα εμπορεύσιμων αδειών να είναι αυτή καθεαυτήν ικανή για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, επειδή το σύστημα επιδιώκει τέτοιου είδους σκοπούς. Στο επιχείρημα αυτό στηρίζεται η Πολωνία. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπαγωγή στο σύστημα εμπορεύσιμων αδειών πρέπει επίσης να αποσκοπεί προδήλως στην επίτευξη των σκοπών αυτών. Ωστόσο, σε θεωρητικό επίπεδο, με την υπαγωγή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής πληρούται ασφαλώς η τελευταία αυτή απαίτηση. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής διευρύνει τους στόχους περιβαλλοντικής προστασίας με τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου ( 25 ), και εξ αυτού συνάγεται ότι το σύστημα αυτό πληροί εξ ορισμού και τις πρόσθετες απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96.

46.

Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτίμηση αυτή ενδεχομένως να μην είναι τόσο βέβαιη. Μολονότι, βάσει του άρθρου 31c του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, οι ενεργειοβόρες επιχειρήσεις απαλλάσσονται αυτοδικαίως από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση, οι ίδιες επιχειρήσεις λαμβάνουν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής σε ποσοστό 100 % για τις εγκαταστάσεις τους που θεωρείται ότι διατρέχουν κίνδυνο διαρροής άνθρακα ( 26 ), κατά το άρθρο 10β της οδηγίας 2003/87 όπως ισχύει σήμερα. Τούτο σημαίνει ότι στην πραγματικότητα δεν θα επιβαρυνθούν οικονομικά βάσει του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής και, επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπαγωγή των εν λόγω επιχειρήσεων στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής δεν αποσκοπεί στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, διότι δεν έχουν κίνητρο να ενεργήσουν κατά τον τρόπο αυτόν. Θα μπορούσε, συνεπώς, να υποστηριχθεί ότι δεν δικαιολογείται η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση. Τούτο καθίσταται ακόμη πιο προφανές αν ληφθεί υπόψη η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, η οποία απαιτεί την επίτευξη «περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές» ( 27 ).

47.

Η παραπομπή στους «συνήθεις ελάχιστους κοινοτικούς συντελεστές» φαίνεται να αποτελεί παραπομπή στον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή που ορίζει η οδηγία 2003/96, μολονότι, αν ήταν όντως αυτή η βούληση του νομοθέτη, θα ήταν χρήσιμο να έχει διατυπωθεί ρητώς στο άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας. Το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 φαίνεται συνεπώς να προβλέπει ότι κάθε επιχείρηση που κάνει χρήση της απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης (ή της μείωσης του φόρου αυτού) πρέπει να αποδεικνύει ότι μέσω της υπαγωγής της σε ένα σύστημα εμπορεύσιμων αδειών έχει επιτύχει περιβαλλοντικούς στόχους ή ενεργειακές αποδόσεις που προσεγγίζουν τους στόχους που θα είχαν επιτευχθεί αν είχε εφαρμοστεί στα προϊόντα της ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής. Τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, για την απόδειξη ενός τέτοιου υποθετικού αντιπαραδείγματος θα απαιτούνταν περίπλοκα οικονομετρικά και άλλου είδους αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, είναι αρκετά σαφές ότι ένα κριτήριο που προσδιορίζεται σε νομικό κείμενο δεν μπορεί ευχερώς να αγνοηθεί, ανεξαρτήτως της δυσχέρειας εφαρμογής του.

48.

Καταδείχθηκε ότι, στο πλαίσιο του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής που προβλέπει η οδηγία 2003/87, το σύνολο των δικαιωμάτων εκπομπής θα μπορούσε να παρασχεθεί δωρεάν σε ενεργειοβόρες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομέα ο οποίος εκτίθεται σε κίνδυνο διαρροής άνθρακα. Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, στις περιπτώσεις αυτές, δεν πληρούται το κριτήριο της επίτευξης περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές. Εν πάση περιπτώσει, με την αυτοδίκαιη απαλλαγή των ενεργειοβόρων επιχειρήσεων από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των προϊόντων άνθρακα και φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται για θέρμανση, ο πολωνικός νόμος για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ουδόλως λαμβάνει υπόψη το κριτήριο αυτό.

49.

Ωστόσο, το εν λόγω επιχείρημα δεν προβλήθηκε από την Επιτροπή στην υπό κρίση υπόθεση. Αυτό που στην πραγματικότητα ισχυρίζεται η Επιτροπή είναι ότι ο όρος «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών», για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, έχει την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Η Επιτροπή φοβάται ότι η οδηγία 2003/87 δεν θα μπορεί πλέον να επιτύχει τον σκοπό της που συνίσταται στην προώθηση της μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, στην περίπτωση που δοθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να απαλλάσσουν τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις από τα ελάχιστα επίπεδα του ειδικού φόρου κατανάλωσης απλώς και μόνον λόγω της υπαγωγής τους στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

50.

Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ως σύστημα εμπορεύσιμων αδειών πρέπει να νοείται ένα σύστημα στο οποίο οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις υπάγονται οικειοθελώς και όχι ένα υποχρεωτικό σύστημα, όπως το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Περαιτέρω διατείνεται ότι μόνον ένα σύστημα που επιτυγχάνει περιβαλλοντικούς στόχους και ενεργειακή αποδοτικότητα, πέραν εκείνων που επιτυγχάνονται διά των δεσμευτικών μέσων της Ένωσης, πληροί τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96, χωρίς να αναφερθεί στο γεγονός ότι τέτοιου είδους στόχοι ουδόλως μπορούν να επιτευχθούν στην περίπτωση που μια ενεργειοβόρα επιχείρηση αποκτά δωρεάν το 100 % των δικαιωμάτων εκπομπής της. Μπορεί μεν το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96 να είναι ασαφές από πολλές απόψεις, πλην όμως η διατύπωσή του δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα συστήματα εμπορεύσιμων αδειών, για τους σκοπούς των εν λόγω διατάξεων, πρέπει να επιτυγχάνουν περιβαλλοντικούς στόχους και ενεργειακή αποδοτικότητα, πέραν εκείνων που επιτυγχάνονται στο πλαίσιο των υποχρεωτικών συστημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

51.

Η Επιτροπή προβάλλει ότι οι δηλώσεις προς καταχώριση στο παράρτημα των πρακτικών της συνεδρίασης του Συμβουλίου κατά την οποία ελήφθη απόφαση για την έκδοση της οδηγίας 2003/96 συνηγορούν υπέρ της συνύπαρξης της φορολογίας βάσει της οδηγίας 2003/96 και του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής. Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, δεν είναι πειστικό. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτελούν νομοθετικά κείμενα και δεν μπορούν να τροποποιήσουν μια κατά τα άλλα σαφή περιγραφή σε νομοθετική πράξη της Ένωσης, ήτοι «συστήματα εμπορεύσιμων αδειών […] εφόσον αποσκοπούν στη επίτευξη στόχων προστασίας του περιβάλλοντος ή στη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας». Επίσης, οι δηλώσεις προς καταχώριση στα πρακτικά αυτά δεν είναι απολύτως σαφείς, υπό την έννοια που υποστηρίζει η Επιτροπή.

52.

Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η οδηγία 2003/87 στηρίζει τη λειτουργία της στο γεγονός ότι η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής αποτελεί κίνητρο για τη μεταστροφή σε τεχνολογίες που συντελούν στην εκπομπή μικρότερης ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου, πλην όμως η οδηγία αυτή έχει εξελιχθεί σημαντικά με την πάροδο των ετών ενώ το αντίθετο ισχύει για την οδηγία 2003/96. Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι οι κανόνες σχετικά με τη διαρροή άνθρακα (οι οποίοι αφορούν έναν κίνδυνο που είναι υψηλότερος σε ενεργειοβόρες βιομηχανίες) εισήχθησαν στην οδηγία 2003/87 μόλις με την οδηγία 2009/29/ΕΚ ( 28 ).

53.

Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96 αποσκοπεί μόνο σε φορολογικές μειώσεις στην κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση, στους κινητήρες σταθερής θέσης και στον εξοπλισμό και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται σε οικοδομές, στα έργα πολιτικού μηχανικού και στα δημόσια έργα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας αυτής, καθώς και στην ηλεκτρική ενέργεια. Η οδηγία 2003/87, αφετέρου, αποσκοπεί στην αποφυγή των εκπομπών από ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που οδηγούν στη δημιουργία αερίων του θερμοκηπίου. Παρά τη σαφή αλληλοεπικάλυψη μεταξύ του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/96 και της οδηγίας 2003/87, φρονώ –δυστυχώς– ότι το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίστηκε με συνέπεια από τον νομοθέτη της Ένωσης. Τούτο σημαίνει επίσης ότι είναι δυσχερής ο περιορισμός της εφαρμογής μιας πράξης προκειμένου να προστατευθεί η αποτελεσματικότητα μιας άλλης η οποία, επιπλέον, έχει εξελιχθεί σε τεράστιο βαθμό με την πάροδο των ετών ( 29 ). Στα ανωτέρω θα μπορούσε να προστεθεί ότι αν η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αποκλείσει για τον σκοπό αυτόν την υπαγωγή σε σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, τούτο θα μπορούσε να προσδιοριστεί ευχερώς, δεδομένου μάλιστα ότι το ίδιο το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής καθιερώθηκε με οδηγία (την οδηγία 2003/87) η οποία εκδόθηκε εντός δύο εβδομάδων από την έκδοση της οδηγίας 2003/96.

54.

Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 εμπίπτουν μόνον οικειοθελή συστήματα εμπορεύσιμων αδειών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 17, παράγραφος 4, της οδηγίας φαίνεται να υποδεικνύουν τον οικειοθελή χαρακτήρα της υπαγωγής σε ένα σύστημα εμπορεύσιμων αδειών. Η παράγραφος 4 στην αγγλική της απόδοση ορίζει ότι «shall enter into the agreements, tradable permit schemes or equivalent arrangements» [«συνάπτουν συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς»] ( 30 ). Η διατύπωση αυτή ενδέχεται να εγείρει το ερώτημα αν στη διάταξη αυτή εμπίπτει πράγματι μόνον ένα σύστημα εμπορεύσιμων αδειών το οποίο «συνάπτει» μια επιχείρηση. Αν ισχύει τούτο, τότε αυτό συνεπάγεται ότι απαιτείται ορισμένη (οικειοθελής ή μη) «πράξη».

55.

Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση ExxonMobil Production Deutschland ( 31 ), κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, η οδηγία εφαρμόζεται στις «εκπομπές» των αερίων του θερμοκηπίου οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένου του διοξειδίου του άνθρακα, και προέρχονται «από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι» ( 32 ). Δεν απαιτείται, συνεπώς, καμία οικειοθελής ή μη οικειοθελής πράξη της επιχείρησης. Εφόσον μια εγκατάσταση πληροί τις προϋποθέσεις, εφαρμόζεται σε αυτήν το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής και η επιχείρηση πρέπει να παραδώσει ίσο αριθμό δικαιωμάτων με τις εκπομπές της εγκατάστασης, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

56.

Ωστόσο, δεν συνηγορούν όλες οι γλωσσικές αποδόσεις υπέρ της ερμηνείας ότι τα συστήματα απαιτούν μια, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, «οικειοθελή πράξη ένταξης» στα συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ( 33 ). Επιπλέον, η διατύπωση του άρθρου 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 περιλαμβάνει μνεία σε «συμφωνίες, συστήματα εμπορεύσιμων αδειών ή ισοδύναμους διακανονισμούς, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο βʹ». Η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων καθιστά, κατά τη γνώμη μου, δυσχερή τη συναγωγή οιουδήποτε άλλου συμπεράσματος πέραν του ότι τα «συστήματα εμπορεύσιμων αδειών» που διαλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ (όταν από το γράμμα της διάταξης δεν συνάγεται ο ενδεχομένως οικειοθελής χαρακτήρας τους) ( 34 ), ταυτίζονται με τα συστήματα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 και ότι, κατά συνέπεια, αμφότερες οι διατάξεις αυτές δεν αποκλείουν την υπαγωγή σε υποχρεωτικό σύστημα. Η διατύπωση αυτή είναι κρίσιμη για τη θέση που υποστηρίζει η Επιτροπή στην παρούσα διαδικασία.

57.

Είναι αληθές ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας, «οι επιχειρήσεις που συνάπτουν συμφωνίες για τη σημαντική ενίσχυση της περιβαλλοντικής προστασίας και της ενεργειακής απόδοσης απαιτούν προσοχή. Μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών, οι ενεργειοβόρες δικαιούνται ειδικής μεταχείρισης». Ωστόσο, αυτή η γενική δήλωση αρχής δεν μπορεί να μεταβάλει το σαφές νόημα των λέξεων που χρησιμοποίησε πράγματι ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 17, παράγραφος 4. Αν υπήρχε πρόθεση η υπαγωγή στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής να μη θεωρείται ως «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τον σκοπό αυτόν, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε –και έπρεπε– να εκφράσει ρητώς τη βούλησή του αυτή.

Β.   Αιτίαση

58.

Όπως επισήμανα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν στήριξε την αιτίασή της στο γεγονός ότι ο πολωνικός νόμος για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης απαλλάσσει τις ενεργειοβόρες επιχειρήσεις από το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας για την κατανάλωση άνθρακα και φυσικού αερίου που χρησιμοποιούνται για θέρμανση χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν, μέσω της υπαγωγής στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής, επιτυγχάνονταν περιβαλλοντικοί στόχοι ή αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα, το αποτέλεσμα των οποίων ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές. Η Επιτροπή περιορίστηκε αντιθέτως στην προβολή ενός μοναδικού επιχειρήματος, και συγκεκριμένα στο ότι το σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής δεν αποτελεί per se ένα «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 διότι, κατά την άποψή της, ως τέτοιο μπορεί να χαρακτηριστεί μόνον ένα σύστημα εμπορεύσιμων αδειών στο οποίο μια επιχείρηση υπάγεται οικειοθελώς και το οποίο επιτυγχάνει περιβαλλοντικούς στόχους ή αυξημένη ενεργειακή αποδοτικότητα, πέραν εκείνων του συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπής.

59.

Η Επιτροπή δεν υποστήριξε επίσης ότι η εφαρμογή της οδηγίας 2003/87 αφ’ εαυτής ενδέχεται να μην οδηγήσει στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας σε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας αυτής, όπως η δωρεάν κατανομή του 100 % των δικαιωμάτων εκπομπής σε εγκαταστάσεις που εκτίθενται στον κίνδυνο διαρροής άνθρακα, θα έχει ως αποτέλεσμα ότι η επιχείρηση δεν θα έχει κίνητρο να μειώσει τις εκπομπές της αερίων του θερμοκηπίου.

60.

Ωστόσο, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, φρονώ ότι δεν μπορεί να προκριθεί ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της Επιτροπής σχετικά με την έννοια που πρέπει να αποδοθεί στη φράση «σύστημα εμπορεύσιμων αδειών», λαμβανομένης υπόψη της ρητής διατύπωσης του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96.

61.

Από το άρθρο 120, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου και από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή προκειμένου ο καθού να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του και το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

62.

Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται μια προσφυγή πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της προσφυγής ( 35 ), τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο μη διφορούμενο, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί κάποιας αιτίασης ( 36 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίζει την προσφυγή της μόνο στην αιτίαση περί παραβάσεως, ήτοι στον ισχυρισμό ότι στα «συστήματα εμπορεύσιμων αδειών» για τους σκοπούς του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 εμπίπτουν μόνον οικειοθελή συστήματα που επιτυγχάνουν περιβαλλοντικούς στόχους ή εξοικονόμηση ενέργειας, πέραν εκείνων που επιτυγχάνονται μέσω των υποχρεωτικών συστημάτων της Ένωσης, πρέπει να εξεταστεί μόνον η αιτίαση αυτή. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί ζητημάτων που βαίνουν πέραν των αιτιάσεων που περιλαμβάνονται στα αιτήματα προσφυγής την οποία ασκεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ ( 37 ).

63.

Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν επαρκούν για να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96, οφείλω συνεπώς να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς της.

VII. Δικαστικά έξοδα

64.

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και η Επιτροπή τελικώς ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Δημοκρατία της Πολωνίας.

VIII. Πρόταση

65.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

Πρώτον, να απορρίψει την προσφυγή.

Δεύτερον, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Οδηγία σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

( 3 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 4 της οδηγίας 2003/96.

( 4 ) Βλ. επίσης, όσον αφορά τους σκοπούς της περιβαλλοντικής προστασίας εν γένει, μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 6, 7, 11, 12. Βλ., επίσης, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Cristal Union (C‑31/17, EU:C:2018:168, σκέψη 34).

( 5 ) Dz. U. (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας) 2014, σημείο 752, όπως τροποποιήθηκε.

( 6 ) Όπως έχει τροποποιηθεί με τον νόμο της 21ης Οκτωβρίου 2016 για την τροποποίηση του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2017.

( 7 ) Η διάταξη αυτή προστέθηκε με τον νόμο της 27ης Σεπτεμβρίου 2013 για την τροποποίηση του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2013.

( 8 ) Όπως ισχύει μετά τον νόμο της 21ης Οκτωβρίου 2016 για την τροποποίηση του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2017.

( 9 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32).

( 10 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.

( 11 ) Οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, έγγραφο του Συμβουλίου 13253/03 ADD1.

( 12 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας 2003/87.

( 13 ) Κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μετά το 2012 (ΕΕ 2012, C 158, σ. 4).

( 14 ) Απόφαση C(2019) 6371 τελικό της Επιτροπής σχετικά με την αποζημίωση για το έμμεσο κόστος των εκπομπών στην Πολωνία. Απόφαση περί μη υποβολής ενστάσεων δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα (ΕΕ 2019, C 354, σ. 1).

( 15 ) Η Πολωνία θέσπισε έναν μηχανισμό βάσει του οποίου κατά την υποβολή αίτησης αποζημίωσης στο πλαίσιο του συστήματος, η επιχείρηση έπρεπε να δηλώσει ότι παραιτείται από τις ενισχύσεις βάσει του πολωνικού νόμου για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να ενημερώσει την αρμόδια αρχή προς τούτο (έναν πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας ή ένα όργανο συμβιβασμού) και να επιστρέψει οποιαδήποτε τυχόν ενίσχυση είχε λάβει βάσει του νόμου αυτού (και οποιωνδήποτε άλλων πράξεων), βλ. όπ.π. σημείο 27.

( 16 ) COM(2011) 169 τελικό. Απόσυρση της πρότασης της Επιτροπής (ΕΕ 2015, C 80, σ. 17).

( 17 ) Η διευκρίνιση αυτή περιέχεται επίσης στο άρθρο 18β, παράγραφος 2, της πρόσφατης πρότασης της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2021, για μια οδηγία του Συμβουλίου, σχετικά με την αναδιάρθρωση του ενωσιακού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας [COM(2021) 563 τελικό].

( 18 ) Όπ.π. Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 22 της πρότασης, το τελευταίο εδάφιο της οποίας προβλέπει: «Επιπλέον, πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι αναφορές σε συστήματα αδειών που διατίθενται στο εμπόριο στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ δεν περιλαμβάνουν το σύστημα της Ένωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ».

( 19 ) C‑504/09 P (EU:C:2012:178, σκέψη 77).

( 20 ) Αποφάσεις της 19ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Μάλτας (C‑376/09, EU:C:2011:320, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 14ης Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Επιδότηση για αγορά καυσίμων) (C‑63/19, EU:C:2021:18, σκέψη 74).

( 21 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2004, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑350/02, EU:C:2004:389, σκέψη 20), της 29ης Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑160/08, EU:C:2010:230, σκέψη 43), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑237/12, EU:C:2014:2152, σκέψη 74).

( 22 ) Βλ. άρθρο 10α, παράγραφος 6, και άρθρο 10β της οδηγίας 2003/87, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την οδηγία (ΕΕ) 2018/410 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με σκοπό την ενίσχυση οικονομικά αποδοτικών μειώσεων των εκπομπών και την προώθηση επενδύσεων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών και της απόφασης (ΕΕ) 2015/1814 (ΕΕ 2018, L 76, σ. 3).

( 23 ) Βλ. παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 2003/96.

( 24 ) Μέρος της θεωρίας ερμηνεύει το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να εφαρμοστούν και στις παραγράφους 2 και 3 της διάταξης αυτής (βλ. Deloitte, Technical and legal aspects of Council Directive 2003/96/EC of 27 October 2003 restructuring the Community framework for the taxation of energy products and electricity, σ. 204). Κατ’ άλλη ερμηνεία, το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 αποτελεί εξαίρεση στην απαίτηση να τηρούνται κατά μέσο όρο για κάθε επιχείρηση τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που καθορίζονται στην οδηγία. Ωστόσο, τούτο απαιτεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 4 της διάταξης αυτής. Όσον αφορά τις διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών μελών σχετικά με την απαίτηση αυτή, βλ., όπ.π., σ. 205 και 206. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται αν «τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας [...] τηρούνται κατά μέσον όρο για κάθε επιχείρηση», μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή και η Πολωνική Κυβέρνηση υιοθετούν τη δεύτερη ερμηνεία.

( 25 ) Η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι ο ορισμός των «ενεργειοβόρων επιχειρήσεων» στον πολωνικό νόμο για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης βρίσκεται εκτός των παραμέτρων του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96.

( 26 ) Όπως μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 30 της οδηγίας 2003/87, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2018/410 [για τον προσδιορισμό των τομέων που θεωρείται ότι διέτρεχαν κίνδυνο διαρροής άνθρακα πριν από την τροποποίηση αυτή, βλ. απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Δεκεμβρίου 2009, που προσδιορίζει, σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατάλογο τομέων και κλάδων οι οποίοι θεωρείται ότι εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής άνθρακα (ΕΕ 2010, L 1, σ. 10)], οι έννοιες της ενεργειοβόρας επιχείρησης όπως ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96 και του «κινδύνου διαρροής άνθρακα» κατά το άρθρο 10β της οδηγίας 2003/87 δεν ταυτίζονται, μολονότι στην πράξη πολλές επιχειρήσεις θα εμπίπτουν σε αμφότερες τις έννοιες αυτές.

( 27 ) Η υπογράμμιση δική μου. Το άρθρο 17, παράγραφος 4, της οδηγίας 2003/96 προβλέπει ότι ένα σύστημα εμπορεύσιμων αδειών πρέπει να αποσκοπεί στην επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων ή αυξημένης ενεργειακής αποδοτικότητας, το αποτέλεσμα των οποίων να ισοδυναμεί με το αποτέλεσμα που θα είχε επιτευχθεί εάν είχαν τηρηθεί οι συνήθεις ελάχιστοι κοινοτικοί συντελεστές. Η διατύπωση «πρέπει να αποσκοπούν» εκφράζει σαφή υποχρέωση. Η φράση «να ισοδυναμεί» [«broadly equivalent» στα αγγλικά] δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, αν και υπάρχουν μερικά συναφή παραδείγματα. Ωστόσο, δεν έχει εξεταστεί λεπτομερώς από το Δικαστήριο. Στην απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑67/12, EU:C:2014:5, σκέψη 72), το Δικαστήριο εξέτασε το άρθρο 8β της οδηγίας 2002/91 το οποίο ορίζει ότι «το συνολικό αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής θα πρέπει σε γενικές γραμμές να είναι ισοδύναμο με εκείνο των διατάξεων του στοιχείου α) [...]». Το Δικαστήριο εξέφρασε την αντίθεσή του στον τρόπο μεταφοράς της διάταξης στο εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, διότι έκρινε ότι δεν ήταν «ισοδύναμη» η επιβολή υποχρέωσης στις επιχειρήσεις συντήρησης και όχι σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Τούτο υποδηλώνει τουλάχιστον την πρόθεση του Δικαστηρίου να εξετάσει τέτοιου είδους κριτήρια λεπτομερώς.

( 28 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου της Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63).

( 29 ) Εντούτοις δεν υφίσταται ούτε κανόνας που να επιβάλλει την αποφυγή διπλής επιβάρυνσης ή διπλής φορολογίας, όπως ισχυρίζεται η Δημοκρατία της Πολωνίας. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία 2003/96 δεν αποκλείει κάθε κίνδυνο διπλής φορολογίας. Ακόμη και στο πεδίο της υποχρεωτικής απαλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2003/96, τα κράτη μέλη μπορούν, κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, να επιβάλλουν φορολογία στα «ενεργειακά προϊόντα και [την] ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας» για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής. Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Kernkraftwerke Lippe-Ems (C‑5/14, EU:C:2015:354, σκέψη 51), και της 7ης Μαρτίου 2018, Cristal Union (C‑31/17, EU:C:2018:168, σκέψη 32).

( 30 ) Στη γαλλική γλωσσική απόδοση «acceptent les accords ou les régimes de permis négociables ou les mesures équivalentes», στην ισπανική «suscribirán los acuerdos, regímenes de permisos negociables o medidas equivalentes», στην ολλανδική «gaan overeenkomsten, regelingen inzake verhandelbare vergunningen of gelijkwaardige regelingen aan», στην ιταλική «sottoscrivono gli accordi, i regimi concernenti diritti commercializzabili o le misure equivalenti». Διαφορετική είναι ωστόσο η γερμανική γλωσσική απόδοση «gelten die … genannten Vereinbarungen, Regelungen über handelsfähige Zertifikate oder gleichwertigen Regelungen», η πορτογαλική «devem ser partes nos acordos, regimes de autorização negociáveis ou convénios equivalentes» και η σουηδική «genomföra de system för handel med utsläppsrätter eller likvärdiga arrangemang».

( 31 ) Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019 (C‑682/17, EU:C:2019:518).

( 32 ) Απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, ExxonMobil Production Deutschland (C‑682/17, EU:C:2019:518, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ. τη γερμανική, την πορτογαλική και τη σουηδική γλωσσική απόδοση στην υποσημείωση 30.

( 34 ) Στην αγγλική γλωσσική απόδοση «where tradable permit schemes or equivalent arrangements are implemented», στη γαλλική «des régimes de permis négociables ou des mesures équivalentes sont mises en œuvre», στην ισπανική «se apliquen regímenes de permisos negociables o medidas equivalentes», στην πορτογαλική «sejam … aplicados regimes de autorização negociáveis ou convénios equivalentes», στην ολλανδική «regelingen inzake verhandelbare vergunningen of gelijkwaardige regelingen worden toegepast», στη γερμανική «es werden Regelungen über handelsfähige Zertifikate oder gleichwertige Regelungen umgesetzt», στην ιταλική «attuati regimi concernenti diritti commercializzabili o misure equivalenti» και στη σουηδική «eller när system för handel med utsläppsrätter eller likvärdiga arrangemang har genomförts».

( 35 ) Και μάλιστα ήδη από το στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής.

( 36 ) Απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Μάλτας (C‑508/08, EU:C:2010:643, σκέψη 16).

( 37 ) Πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2006, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑255/04, EU:C:2006:401, σκέψη 24), της 11ης Ιανουαρίου 2007, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑251/04, EU:C:2007:5, σκέψη 27), και της 28ης Οκτωβρίου 2010, Επιτροπή κατά Μάλτας (C‑508/08, EU:C:2010:643, σκέψη 16).

Top