This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62020CA0385
Case C-385/20: Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 7 April 2022 (request for a preliminary ruling from the Juzgado de Primera Instancia no 49 de Barcelona — Spain) — EL, TP v Caixabank SA (Reference for a preliminary ruling — Unfair terms in consumer contracts — Directive 93/13/EEC — Principle of effectiveness — Principle of equivalence — Judicial proceedings seeking a declaration that a contractual term is unfair — National court's power of review of its own motion — National proceedings for taxation of costs — Costs recoverable in respect of lawyers’ fees)
Υπόθεση C-385/20: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2022 [αίτηση του Juzgado de Primera Instancia n° 49 de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — EL, TP κατά Caixabank SA (Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Αρχή της ισοδυναμίας – Ένδικη διαδικασία που αποσκοπεί στη διαπίστωση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας – Δυνατότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου – Εθνική διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων – Δικηγορική αμοιβή ως αποδοτέα δικαστική δαπάνη)
Υπόθεση C-385/20: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2022 [αίτηση του Juzgado de Primera Instancia n° 49 de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — EL, TP κατά Caixabank SA (Προδικαστική παραπομπή – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Αρχή της ισοδυναμίας – Ένδικη διαδικασία που αποσκοπεί στη διαπίστωση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας – Δυνατότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου – Εθνική διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων – Δικηγορική αμοιβή ως αποδοτέα δικαστική δαπάνη)
ΕΕ C 213 της 30.5.2022, p. 9–10
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
30.5.2022 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 213/9 |
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2022 [αίτηση του Juzgado de Primera Instancia no 49 de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — EL, TP κατά Caixabank SA
(Υπόθεση C-385/20) (1)
(Προδικαστική παραπομπή - Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές - Οδηγία 93/13/ΕΟΚ - Αρχή της αποτελεσματικότητας - Αρχή της ισοδυναμίας - Ένδικη διαδικασία που αποσκοπεί στη διαπίστωση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας - Δυνατότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου - Εθνική διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων - Δικηγορική αμοιβή ως αποδοτέα δικαστική δαπάνη)
(2022/C 213/10)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Αιτούν δικαστήριο
Juzgado de Primera Instancia no 49 de Barcelona
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Ενάγοντες: EL, TP
Εναγομένη: Caixabank SA
Διατακτικό
1) |
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει, στο πλαίσιο του καθορισμού των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής με αίτημα να διαπιστωθεί η καταχρηστικότητα συμβατικής ρήτρας, ανώτατο όριο που εφαρμόζεται στην αμοιβή του δικηγόρου την οποία δύναται να αναζητήσει ο νικήσας καταναλωτής από τον επαγγελματία που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω όριο παρέχει στον πρώτο τη δυνατότητα να ζητήσει, ως αμοιβή του δικηγόρου, την απόδοση ποσού εύλογου και ανάλογου προς τα δικαστικά έξοδα στα οποία θα αναμενόταν αντικειμενικώς να υποβληθεί προκειμένου να ασκήσει μια τέτοια αγωγή. |
2) |
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της διαφοράς, η οποία αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων που είναι σε θέση να αναζητήσει ο καταναλωτής ο οποίος δικαιώθηκε στο πλαίσιο ασκήσεως αγωγής με αίτημα τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας, πρέπει να προσδιορίζεται με το δικόγραφο της αγωγής ή, σε διαφορετική περίπτωση, καθορίζεται από την εν λόγω ρύθμιση, χωρίς να μπορεί να μεταβληθεί στη συνέχεια, υπό την προϋπόθεση ότι ο δικαστής που είναι επιφορτισμένος, in fine, με τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων έχει την ευχέρεια να καθορίσει την πραγματική αξία του αντικειμένου της διαφοράς για τον καταναλωτή, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι ο τελευταίος απολαύει του δικαιώματός του να ζητήσει την απόδοση ποσού εύλογου και ανάλογου προς τα δικαστικά έξοδα στα οποία θα αναμενόταν αντικειμενικώς να υποβληθεί προκειμένου να ασκήσει μια τέτοια αγωγή. |