EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CA0033

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-33/20, 155/20 και 187/20: Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 [αίτηση του Landgericht Ravensburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — UK κατά Volkswagen Bank GmbH (C-33/20), RT, SV, BC κατά Volkswagen Bank GmbH, Skoda Bank, υποκαταστήματος της Volkswagen Bank GmbH (C-155/20), JL, DT κατά BMW Bank GmbH, Volkswagen Bank GmbH (C-187/20) (Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Καταναλωτική πίστη – Άρθρο 10, παράγραφος 2 – Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικώς στη σύμβαση – Υποχρέωση να παρατίθεται ο τύπος πίστωσης, η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, το επιτόκιο υπερημερίας και ο μηχανισμός προσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας που ίσχυαν τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης – Αναπροσαρμογή του επιτοκίου υπερημερίας σε συνάρτηση με τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους – Αποζημίωση που οφείλεται σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου – Υποχρέωση να προσδιορίζεται ειδικώς ο τρόπος υπολογισμού της αναπροσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας και της αποζημίωσης – Δεν συντρέχει υποχρέωση να γίνεται μνεία των δυνατοτήτων καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία αλλά όχι από την οδηγία 2008/48 – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Δικαίωμα υπαναχώρησης που ασκείται από τον καταναλωτή λόγω παράλειψης υποχρεωτικών πληροφοριών υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2 – Εκπρόθεσμη άσκηση – Απαγόρευση προς τον πιστωτικό φορέα να αντιτάξει ένσταση αποδυνάμωσης ή κατάχρησης δικαιώματος)

ΕΕ C 462 της 15.11.2021, p. 15–17 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

15.11.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 462/15


Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 [αίτηση του Landgericht Ravensburg (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — UK κατά Volkswagen Bank GmbH (C-33/20), RT, SV, BC κατά Volkswagen Bank GmbH, Skoda Bank, υποκαταστήματος της Volkswagen Bank GmbH (C-155/20), JL, DT κατά BMW Bank GmbH, Volkswagen Bank GmbH (C-187/20)

(Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-33/20, 155/20 και 187/20) (1)

(Προδικαστική παραπομπή - Προστασία των καταναλωτών - Οδηγία 2008/48/ΕΚ - Καταναλωτική πίστη - Άρθρο 10, παράγραφος 2 - Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικώς στη σύμβαση - Υποχρέωση να παρατίθεται ο τύπος πίστωσης, η διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, το επιτόκιο υπερημερίας και ο μηχανισμός προσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας που ίσχυαν τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης - Αναπροσαρμογή του επιτοκίου υπερημερίας σε συνάρτηση με τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους - Αποζημίωση που οφείλεται σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου - Υποχρέωση να προσδιορίζεται ειδικώς ο τρόπος υπολογισμού της αναπροσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας και της αποζημίωσης - Δεν συντρέχει υποχρέωση να γίνεται μνεία των δυνατοτήτων καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία αλλά όχι από την οδηγία 2008/48 - Άρθρο 14, παράγραφος 1 - Δικαίωμα υπαναχώρησης που ασκείται από τον καταναλωτή λόγω παράλειψης υποχρεωτικών πληροφοριών υπό την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 2 - Εκπρόθεσμη άσκηση - Απαγόρευση προς τον πιστωτικό φορέα να αντιτάξει ένσταση αποδυνάμωσης ή κατάχρησης δικαιώματος)

(2021/C 462/14)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Αιτούν δικαστήριο

Landgericht Ravensburg

Διάδικοι στις υποθέσεις των κύριων δικών

UK (C 33/20), RT, SV, BC (C-155/20), JL, DT (C-187/20)

κατά

Volkswagen Bank GmbH (C 33/20), Volkswagen Bank GmbH, Skoda Bank, υποκαταστήματος της Volkswagen Bank GmbH (C-155/20), BMW Bank GmbH, Volkswagen Bank GmbH (C-187/20)

Διατακτικό

1)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία α', γ' και ε', της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, η σύμβαση πίστωσης πρέπει να αναγράφει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, ότι πρόκειται για «συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ιδ', της ως άνω οδηγίας, και ότι η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο.

2)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει όπως «συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο ιδ', της ως άνω οδηγίας, η οποία χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την προμήθεια αγαθού και η οποία προβλέπει ότι το ποσό της πίστωσης καταβάλλεται στον πωλητή του αγαθού αυτού, αναφέρει ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να καταβάλει το τίμημα αγοράς κατά το μέρος που αντιστοιχεί στο ύψος του εκταμιευθέντος ποσού και ότι ο πωλητής οφείλει να παραδώσει στον αγοραστή το αγορασθέν πράγμα, εφόσον έχει εξοφληθεί ολοσχερώς το τίμημα αγοράς.

3)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβ', της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης και πρέπει να αναλύει επακριβώς τον μηχανισμό προσαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας. Στην περίπτωση που τα μέρη της σύμβασης πίστωσης συνομολογούν ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα αναπροσαρμόζεται σε συνάρτηση με τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους και δημοσιεύεται σε επίσημη εφημερίδα η οποία είναι ευχερώς προσβάσιμη, η παραπομπή, με τη σύμβαση, στο εν λόγω βασικό επιτόκιο είναι επαρκής, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου υπερημερίας σε συνάρτηση με το βασικό επιτόκιο παρουσιάζεται στην εν λόγω σύμβαση. Συναφώς, πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, η παρουσίαση του τρόπου υπολογισμού πρέπει να είναι ευχερώς κατανοητή από έναν μέσο καταναλωτή ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις και πρέπει να του επιτρέπει να υπολογίσει το επιτόκιο υπερημερίας βάσει των πληροφοριών που παρέχονται με την εν λόγω σύμβαση. Δεύτερον, η συχνότητα της αναπροσαρμογής του εν λόγω βασικού επιτοκίου, η οποία καθορίζεται από τις εθνικές διατάξεις, πρέπει επίσης να αναγράφεται στη σύμβαση.

4)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιη', της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για την εξεύρεση της αποζημίωσης που οφείλεται σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης του δανείου, η σύμβαση πίστωσης πρέπει να εξηγεί συγκεκριμένα και κατά τρόπο ευχερώς κατανοητό για τον μέσο καταναλωτή το πώς υπολογίζεται η εν λόγω αποζημίωση, ούτως ώστε αυτός να μπορεί να υπολογίσει το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης βάσει των πληροφοριών που παρέχονται με τη σύμβαση πίστωσης.

5)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει όπως η σύμβαση πίστωσης αναφέρει όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δικαίωμα καταγγελίας αναγνωρίζεται στα μέρη της σύμβασης πίστωσης όχι από την οδηγία αυτή αλλά μόνον από την εθνική νομοθεσία.

6)

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει στον πιστωτικό φορέα να προβάλει ένσταση αποδυναμώσεως δικαιώματος προς αντίκρουση της εκ μέρους του καταναλωτή ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως που αντλεί από τη διάταξη αυτή, σε περίπτωση που κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας υποχρεωτικές πληροφορίες δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση πίστωσης ούτε γνωστοποιήθηκε προσηκόντως εκ των υστέρων, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής αγνοούσε την ύπαρξη του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως χωρίς να ευθύνεται για την άγνοιά του αυτή.

7)

Η οδηγία 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει να θεωρήσει ο πιστωτικός φορέας ότι ο καταναλωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά του υπαναχώρησης, που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, σε περίπτωση που κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας υποχρεωτικές πληροφορίες δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση πίστωσης ούτε γνωστοποιήθηκε προσηκόντως εκ των υστέρων, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής αγνοούσε την ύπαρξη του δικαιώματός του υπαναχώρησης.

8)

Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο κ', της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η σύμβαση πίστωσης πρέπει να παραθέτει τις ουσιώδεις πληροφορίες που αφορούν όλες τις εξωδικαστικές διαδικασίες ή μηχανισμούς επανόρθωσης που έχει στη διάθεσή του o καταναλωτής και, ενδεχομένως, το κόστος του καθενός εξ αυτών, το κατά πόσον η αίτηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή η αίτηση επανόρθωσης πρέπει να υποβάλλεται ταχυδρομικώς ή με ηλεκτρονικό τρόπο, τη φυσική ή ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία πρέπει να αποσταλεί η αίτηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή η αίτηση επανόρθωσης και τις λοιπές τυπικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η αίτηση εξωδικαστικής διαδικασίας ή η αίτηση επανόρθωσης. Όσον αφορά τις πληροφορίες αυτές, η απλή παραπομπή, που γίνεται με τη σύμβαση πίστωσης, σε διαθέσιμο στο διαδίκτυο κανονισμό διαδικασίας ή σε άλλη πράξη ή έγγραφο που αφορά τις λεπτομέρειες των εξωδικαστικών διαδικασιών και μηχανισμών επανόρθωσης δεν αρκεί.


(1)  ΕΕ C 161 της 11.5.2020

ΕΕ C 230 της 13.7.2020

ΕΕ C 255 της 3.8.2020


Top