Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TN0486

Υπόθεση T-486/19: Προσφυγή της 5ης Ιουλίου 2019 — Spectris και Spectris Group κατά Επιτροπής

ΕΕ C 312 της 16.9.2019, p. 29–30 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

16.9.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 312/29


Προσφυγή της 5ης Ιουλίου 2019 — Spectris και Spectris Group κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-486/19)

(2019/C 312/25)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Spectris plc (Egham, Ηνωμένο Βασίλειο) και Spectris Group Holdings Ltd (Egham) (εκπρόσωποι: C. McDonnell, Barrister, B. Goren και K. Desai, Solicitors, και M. Peristeraki, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει ότι δεν υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση και (i) να ακυρώσει το άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής C(2019) 2526, της 2ας Απριλίου 2019, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.44896 που έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων ΕΑΕ, κατά το μέρος που διαπιστώνει ότι υφίσταται παράνομη κρατική ενίσχυση, και (ii) να κρίνει ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να ανακτήσει από τις προσφεύγουσες την προβαλλόμενη παράνομη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στο πλαίσιο αυτό (άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

επικουρικώς, να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον επιβάλλουν στο Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει την προβαλλόμενη κρατική ενίσχυση από τις προσφεύγουσες·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν επτά λόγους ακυρώσεως.

1.

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλα σφάλματα κατά την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων.

Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν ερμηνεύει ορθώς τον τρόπο με τον οποίο οι επίμαχοι κανόνες του Ηνωμένου Βασιλείου για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρίες (ΕΑΕ) λειτουργούν ως προς τη μεταχείριση των μη εμπορικών οικονομικών κερδών. Επιπροσθέτως, με την προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμηνεύτηκε η εξαίρεση για τη χρηματοδότηση ομίλων (ΕΧΟ) ως φορολογική απαλλαγή.

2.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένα διαπίστωσε ότι οι κανόνες για τις ΕΑΕ συνιστούσαν μέτρο ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, ότι οι κανόνες αυτοί παρείχαν επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ορισμένους οικονομικούς φορείς.

Για την ακρίβεια, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εσφαλμένα προσδιόρισε το σύστημα αναφοράς για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων των κανόνων για τις ΕΑΕ, και εσφαλμένα αναγνώρισε δύο διαφορετικές καταστάσεις ως συγκρίσιμες με την περίπτωση στην οποία εφαρμόζεται η ΕΧΟ. Λόγω κάποιου ή και των δύο σφαλμάτων αυτών, η Επιτροπή εσφαλμένα αναγνώρισε ότι οι κανόνες αυτοί παρείχαν επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ορισμένους φορείς της αγοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή εσφαλμένα προσδιόρισε τους κανόνες για τις ΕΑΕ ως σύνολο κανόνων διακριτό από το βρετανικό σύστημα φορολογίας εταιριών στο σύνολό του, αγνοώντας παράλληλα άλλα χαρακτηριστικά του βρετανικού συστήματος φορολογίας εταιριών προοριζόμενα να λειτουργήσουν σε συνδυασμό με τους κανόνες για τις ΕΑΕ. Ως εκ τούτου, η ανάλυση της Επιτροπής επί της συγκρισιμότητας και της επιλεκτικότητας ενέχει πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων.

3.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα μέτρα για τις ΕΑΕ συνιστούσαν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε καμία αιτιολογία που μπορούσε να εφαρμοστεί για την υπεράσπιση της συμβατότητας των επίμαχων μέτρων με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Επιπροσθέτως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράλογη και στερείται συνέπειας, καθόσον η Επιτροπή ορθώς αναγνώρισε ότι το κεφάλαιο 9 του μέρους 9A του βρετανικού νόμου περί φορολογίας του 2010 (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) δικαιολογείται σε περιπτώσεις που ο μόνος λόγος για τον οποίο επιβάλλεται επιβάρυνση στις ΕΑΕ είναι το κριτήριο του «συνδεδεμένου με το Ηνωμένο Βασίλειο κεφαλαίου», λόγω του ότι το κριτήριο αυτό μπορεί να είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, αλλά συγχρόνως, και χωρίς επαρκή αιτιολογία, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το εν λόγω κεφάλαιο 9 ουδέποτε δικαιολογείται σε περιπτώσεις που το κριτήριο των καθηκόντων σημαινόντων προσώπων (ΚΣΠ) συνεπάγεται την επιβολή επιβαρύνσεως για τις ΕΑΕ. Συγκεκριμένα, το κριτήριο ΚΣΠ είναι υπερβολικά δύσκολο να εφαρμοσθεί στην πράξη με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω κεφάλαιο 9 δικαιολογείται επίσης στο πλαίσιο του κριτηρίου αυτού και επομένως έπρεπε να καταλήξει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση.

4.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι, αν η προσβαλλόμενη απόφαση διατηρηθεί σε ισχύ, η εκτέλεσή της μέσω ανακτήσεως από τις προσφεύγουσες της προβαλλόμενης κρατικής ενισχύσεως θα παραβιάσει θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, επισημαίνοντας ότι στην περίπτωση των προσφευγουσών οι επίμαχες ΕΑΕ είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

5.

Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η υποχρέωση ανακτήσεως που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι αβάσιμη και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης.

6.

Με τον έκτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κρίσιμα στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως το συμπέρασμα ότι η επιβάρυνση για τις ΕΑΕ δυνάμει του κεφαλαίου 5 του μέρους 9A του βρετανικού νόμου περί φορολογίας του 2010 (Διεθνείς και λοιπές διατάξεις) μπορεί να επιβληθεί χρησιμοποιώντας το κριτήριο ΚΣΠ χωρίς δυσκολία ή δυσανάλογο βάρος.

7.

Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει επίσης την αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία απαιτεί από την Επιτροπή να καθιστά δυνατή τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα κατά τις διοικητικές διαδικασίες της και να εκδίδει τις αποφάσεις της εντός εύλογου χρονικού πλαισίου. Είναι παράλογο η Επιτροπή να χρειάζεται περισσότερο από τέσσερα χρόνια για να εκδώσει την απόφασή της ενάρξεως της έρευνας στην υπό κρίση υπόθεση και να εκδίδει απόφαση σε έξι και πλέον χρόνια από τη θέση σε ισχύ του προσβαλλόμενου μέτρου.


Top