Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0933

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2021.
    Autostrada Wielkopolska S.A. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Παραχώρηση αυτοκινητοδρόμου με διόδια – Νόμος που προβλέπει απαλλαγή από την καταβολή διοδίων για ορισμένα οχήματα – Αντιστάθμιση χορηγούμενη από το κράτος μέλος στον παραχωρησιούχο για την απώλεια εσόδων – Σκιώδη διόδια – Αντιστάθμιση που θεωρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υπερβολική και ως ενέχουσα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης – Απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Διαδικαστικά δικαιώματα του δικαιούχου της ενίσχυσης – Υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρύπνησης της Επιτροπής – Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” – Πλεονέκτημα – Βελτίωση της αναμενόμενης οικονομικής κατάστασης του παραχωρησιούχου – Κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς – Παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων – Έλλειψη αιτιολογίας – Παραμόρφωση του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως – Υποκατάσταση αιτιολογίας – Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως – Παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης – Δικαστικός έλεγχος που πρέπει να διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο – Υποχρεώσεις και όρια.
    Υπόθεση C-933/19 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:905

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 11ης Νοεμβρίου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Παραχώρηση αυτοκινητοδρόμου με διόδια – Νόμος που προβλέπει απαλλαγή από την καταβολή διοδίων για ορισμένα οχήματα – Αντιστάθμιση χορηγούμενη από το κράτος μέλος στον παραχωρησιούχο για την απώλεια εσόδων – Σκιώδη διόδια – Αντιστάθμιση που θεωρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως υπερβολική και ως ενέχουσα στοιχείο κρατικής ενίσχυσης – Απόφαση της Επιτροπής που κηρύσσει την ενίσχυση ασύμβατη με την εσωτερική αγορά και διατάσσει την ανάκτησή της – Διαδικαστικά δικαιώματα του δικαιούχου της ενίσχυσης – Υποχρέωση ιδιαίτερης επαγρύπνησης της Επιτροπής – Έννοια του όρου “κρατική ενίσχυση” – Πλεονέκτημα – Βελτίωση της αναμενόμενης οικονομικής κατάστασης του παραχωρησιούχου – Κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς – Παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων – Έλλειψη αιτιολογίας – Παραμόρφωση του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως – Υποκατάσταση αιτιολογίας – Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως – Παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης – Δικαστικός έλεγχος που πρέπει να διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο – Υποχρεώσεις και όρια»

    Στην υπόθεση C‑933/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2019,

    Autostrada Wielkopolska S.A., με έδρα το Πόζναν (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον O. Geiss, Rechtsanwalt, και την Τ. Σιάκκα, δικηγόρο,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Armati και K. Herrmann καθώς και από τον S. Noë,

    καθής πρωτοδίκως,

    Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Rzotkiewicz,

    παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του δευτέρου τμήματος, I. Ziemele, T. von Danwitz, P. G. Xuereb και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Autostrada Wielkopolska S.A. (στο εξής: AW) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Οκτωβρίου 2019, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής (T‑778/17, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:756), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2018/556 της Επιτροπής, της 25ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.35356 (2013/C) (πρώην 2013/NN, πρώην 2012/N) που χορήγησε η Πολωνία υπέρ της εταιρίας Autostrada Wielkopolska (ΕΕ 2018, L 92, σ. 19, στο εξής: επίμαχη απόφαση).

    Το ιστορικό της διαφοράς

    2

    Tο ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 37 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και μπορεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, να συνοψισθεί ως ακολούθως.

    3

    Στις 10 Μαρτίου 1997, κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών, η Δημοκρατία της Πολωνίας συνήψε με την AW σύμβαση παραχώρησης με αντικείμενο την κατασκευή και εκμετάλλευση του τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A 2 το οποίο ευρίσκεται μεταξύ Nowy Tomyśl (Πολωνία) και Konin (Πολωνία) (στο εξής: επίμαχο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 2) για χρονικό διάστημα σαράντα ετών.

    4

    Δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1997 (στο εξής: σύμβαση παραχώρησης), η AW δεσμεύθηκε να εξασφαλίσει, επωμιζόμενη το κόστος και τους κινδύνους, εξωτερική χρηματοδότηση για την κατασκευή και την εκμετάλλευση του επίμαχου τμήματος του αυτοκινητοδρόμου A 2 με αντάλλαγμα το δικαίωμα να εισπράττει τα καταβαλλόμενα από τους χρήστες του αυτοκινητοδρόμου διόδια. Η σύμβαση τής επέτρεπε επίσης να αυξήσει τα διόδια τέλη ώστε να μεγιστοποιήσει τα έσοδά της, εντός των ορίων των καθοριζομένων κατά κατηγορία οχημάτων μέγιστων τιμών.

    5

    Μετά την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, η Δημοκρατία της Πολωνίας μετέφερε την οδηγία 1999/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1999, περί επιβολής τελών στα βαρέα φορτηγά οχήματα που χρησιμοποιούν ορισμένα έργα υποδομής (ΕΕ 1999, L 187, σ. 42), στο πολωνικό δίκαιο. Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας προβλέπει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται ταυτόχρονα διόδια και τέλη χρήσης για τη χρήση του ίδιου τμήματος οδού.

    6

    Κατά συνέπεια, το πολωνικό Κοινοβούλιο θέσπισε τον ustawa o zmianie ustawy o autostradach płatnych oraz o Krajowym Funduszu Drogowym oraz ustawy o transporcie drogowym (νόμο για την τροποποίηση του νόμου για τους αυτοκινητοδρόμους με διόδια και το Εθνικό Ταμείο Οδοποιίας καθώς και του νόμου για την οδική κυκλοφορία), της 28ης Ιουλίου 2005 (Dz. U. no 155, θέση 1297, στο εξής: νόμος της 28ης Ιουλίου 2005). Ο νόμος αυτός κατάργησε τη διπλή επιβάρυνση των βαρέων φορτηγών οχημάτων για τη χρήση του ίδιου τμήματος οδού. Ως εκ τούτου, από την 1η Σεπτεμβρίου 2005, τα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέθεταν βινιέτα (ειδικό αυτοκόλλητο σήμα καταβολής τέλους για τη χρήση οδών) προκειμένου να χρησιμοποιούν τις εθνικές οδούς στην Πολωνία απαλλάχθηκαν από την καταβολή διοδίων στους αυτοκινητοδρόμους που αποτελούσαν το αντικείμενο συμβάσεων παραχώρησης.

    7

    Βάσει του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, οι παραχωρησιούχοι έπρεπε να λάβουν αποζημίωση από το Εθνικό Ταμείο Οδοποιίας για την απώλεια εσόδων που προκάλεσε η απαλλαγή από την καταβολή διοδίων. Ο νόμος αυτός προέβλεπε ότι οι παραχωρησιούχοι δικαιούνταν επιστροφή η οποία αντιστοιχούσε στο 70 % του ποσού που προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό του πραγματικού αριθμού των διελεύσεων βαρέων φορτηγών οχημάτων που έφεραν βινιέτα επί την τιμή των σκιωδών διοδίων που είχε συμφωνηθεί με τους παραχωρησιούχους για κάθε κατηγορία βαρέων φορτηγών οχημάτων. Η μείωση στο ποσοστό 70 % που καθορίστηκε από τον εν λόγω νόμο προοριζόταν να αντισταθμίσει την προβλεπόμενη, μετά την απαλλαγή από την καταβολή διοδίων, αύξηση της κυκλοφορίας βαρέων φορτηγών οχημάτων στους αυτοκινητοδρόμους που αποτελούσαν αντικείμενο παραχώρησης. Ο επίμαχος νόμος προέβλεπε επίσης ότι οι τιμές των σκιωδών διοδίων δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν τις πραγματικές τιμές που εφαρμόζονταν στην αντίστοιχη κατηγορία οχημάτων. Διευκρίνιζε τέλος ότι η μέθοδος αντιστάθμισης έπρεπε να καθοριστεί σε καθεμία από τις συμβάσεις παραχώρησης.

    8

    Όσον αφορά την AW, η μέθοδος αντιστάθμισης και οι τιμές των σκιωδών διοδίων καθορίστηκαν, κατόπιν διαπραγματεύσεως με τις πολωνικές αρχές, στο παράρτημα 6 της σύμβασης παραχώρησης (στο εξής: παράρτημα 6), το οποίο συνομολογήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2005.

    9

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας εξήγησε ότι η μέθοδος αντιστάθμισης που προβλεπόταν στο παράρτημα 6 βασιζόταν στην αρχή ότι η αναμενόμενη οικονομική κατάσταση του παραχωρησιούχου δεν έπρεπε να μεταβληθεί μετά τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005. Διευκρίνισε δε ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, ο αναμενόμενος εσωτερικός βαθμός απόδοσης (στο εξής: ΕΒΑ) για την επένδυση της AW στο επίμαχο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 2 έπρεπε να παραμείνει στο ίδιο επίπεδο με εκείνο στο οποίο θα ανερχόταν αν δεν είχε γίνει τροποποίηση του νόμου, δηλαδή χωρίς την απώλεια εσόδων που είχε προκύψει συνεπεία του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005.

    10

    Τα υπογράφοντα μέρη του παραρτήματος 6 (στο εξής: συμβαλλόμενοι) συμφώνησαν ότι ο υπολογισμός της αντιστάθμισης θα πραγματοποιούνταν σε δύο στάδια με βάση οικονομικά μοντέλα που θα απεικόνιζαν την πραγματική έως τότε ταμειακή ροή καθώς και την προβλεπόμενη ταμειακή ροή ώστε να μπορεί να υπολογιστεί ο ΕΒΑ. Στο πρώτο στάδιο έπρεπε να καθοριστούν τα σκιώδη διόδια τέλη τα οποία η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να καταβάλλει στην AW. Στο δεύτερο στάδιο, τα εν λόγω διόδια τέλη έπρεπε να ελεγχθούν το αργότερο μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2007 και να τροποποιηθούν αν αυτό κρινόταν αναγκαίο.

    11

    Επομένως, κατά το πρώτο στάδιο, οι τιμές των σκιωδών διοδίων καθορίστηκαν με βάση τα ακόλουθα τρία οικονομικά μοντέλα που παρουσίασε η AW:

    το μοντέλο βάσης παρουσίαζε την οικονομική κατάσταση της AW κατά το κλείσιμο των λογαριασμών της το 2000 και βασιζόταν στην παραδοχή ότι τα διόδια εισπράττονταν πράγματι από την αρχή έως τη λήξη της παραχώρησης. Ο ΕΒΑ ισούτο με 10,62 %·

    το μοντέλο πραγματικής εισπράξεως διοδίων (στο εξής: μοντέλο των πραγματικών διοδίων) περιέγραφε την οικονομική κατάσταση της AW που θα επικρατούσε από τον Δεκέμβριο του 2004 εάν τα βαρέα φορτηγά οχήματα δεν απαλλάσσονταν από την καταβολή διοδίων. Ο ΕΒΑ ισούτο με 10,77 %, και

    το μοντέλο της βινιέτας περιέγραφε την οικονομική κατάσταση της AW που θα επικρατούσε από τον Ιούνιο του 2005 εάν τα βαρέα φορτηγά οχήματα απαλλάσσονταν από τα διόδια. Στο πλαίσιο του μοντέλου αυτού, τα έσοδα συνίσταντο στην αντιστάθμιση βάσει σκιωδών διοδίων για τα βαρέα φορτηγά οχήματα και στην πραγματική είσπραξη διοδίων για τα λοιπά οχήματα. Οι τιμές των σκιωδών διοδίων ορίζονταν στο μέγιστο ύψος που επιτρεπόταν βάσει της σύμβασης παραχώρησης. Ο ΕΒΑ ισούτο με 8,20 %.

    12

    Με τα ως άνω οικονομικά μοντέλα, η AW απέδειξε ότι ακόμη και με την εφαρμογή των μέγιστων σκιωδών διοδίων, δεν θα επιτυγχανόταν ο προβλεπόμενος από το μοντέλο των πραγματικών διοδίων ΕΒΑ ύψους 10,77 %. Για τον λόγο αυτό, όρισε τις τιμές των σκιωδών διοδίων στο μέγιστο ύψος που επιτρεπόταν βάσει της σύμβασης παραχώρησης.

    13

    Από 1ης Σεπτεμβρίου 2005 τα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέθεταν βινιέτα απαλλάσσονταν από τα διόδια και η AW εισέπραττε μηνιαία αντιστάθμιση που υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των εν λόγω βαρέων φορτηγών οχημάτων που χρησιμοποιούσαν τον αυτοκινητόδρομο και τις συνομολογηθείσες τιμές των σκιωδών διοδίων.

    14

    Κατά το δεύτερο στάδιο, οι συμβαλλόμενοι έπρεπε να ελέγξουν πώς είχε εξελιχθεί η κυκλοφορία βαρέων φορτηγών οχημάτων ως αποτέλεσμα της απαλλαγής από την καταβολή διοδίων και να αναπροσαρμόσουν αναλόγως τις τιμές των σκιωδών διοδίων ώστε να αποφευχθεί πλεονάζουσα ή ανεπαρκής αντιστάθμιση. Η AW έπρεπε να υποβάλει επικαιροποιημένο οικονομικό μοντέλο (στο εξής: μοντέλο ελέγχου) στο οποίο θα παρουσιαζόταν ο αντίκτυπος της εφαρμογής των εν λόγω τιμών στους βασικούς οικονομικούς δείκτες της σύμβασης παραχώρησης, συμπεριλαμβανομένου του ΕΒΑ. Αν ο ΕΒΑ του μοντέλου ελέγχου υπερέβαινε τον ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων, οι τιμές των σκιωδών διοδίων έπρεπε να μειωθούν ούτως ώστε να εξαλειφθεί η πλεονάζουσα απόδοση. Αντιθέτως, αν ο ΕΒΑ του μοντέλου ελέγχου ήταν χαμηλότερος από τον ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων, οι επίμαχες τιμές έπρεπε να αυξηθούν.

    15

    Η AW υπέβαλε το μοντέλο ελέγχου το 2007. Στο μοντέλο αυτό, ο ΕΒΑ ισούτο τον Ιούνιο του 2006 με 9,20 %. Η έκθεση ελέγχου που επισυνάφθηκε στο μοντέλο αυτό και υποβλήθηκε από την AW εισηγούνταν αύξηση των τιμών των σκιωδών διοδίων.

    16

    Με επιστολή της 28ης Νοεμβρίου 2007, η Generalna Dyrekcja dróg krajowych i autostrad (Γενική Διεύθυνση Εθνικών Οδών και Αυτοκινητοδρόμων, Πολωνία) ενημέρωσε την AW ότι, λόγω αμφιβολιών ως προς την ορθότητα των γενομένων για τις ανάγκες του παραρτήματος 6 παραδοχών, δεν αποδεχόταν την πρόταση για αναθεώρηση των τιμών των σκιωδών διοδίων. Παρά την επιστολή αυτή, η AW συνέχισε να λαμβάνει μηνιαίες καταβολές ως σκιώδη διόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος. Εν συνεχεία, στις 13 Νοεμβρίου 2008, ο Πολωνός Υπουργός Υποδομών δήλωσε ότι δεν δεσμεύεται από το παράρτημα αυτό, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι τούτο συνήφθη εκ πλάνης.

    17

    Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η AW υπερτίμησε τον ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων χρησιμοποιώντας παρωχημένες προβλέψεις για την κυκλοφορία και τα έσοδα. Κατά την άποψή της, η AW χρησιμοποίησε μελέτη κυκλοφορίας και εσόδων που είχε εκπονήσει η εταιρία συμβούλων Wilbur Smith Associates (WSA) το 1999 (στο εξής: μελέτη WSA του 1999) ενώ υπήρχε διαθέσιμη πιο πρόσφατη μελέτη του Ιουνίου 2004 (στο εξής: μελέτη WSA του 2004). Κατά την έκθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2010, την οποία παρήγγειλε το πολωνικό Υπουργείο Υποδομών και εκπόνησε η εταιρία PricewaterhouseCoopers (PwC) (στο εξής: έκθεση PwC), η χρησιμοποίηση των σχετικών με την κυκλοφορία και τα έσοδα προβλέψεων που διαλαμβάνονται στη μελέτη WSA του 2004 αντί αυτών που διαλαμβάνονται στη μελέτη WSA του 1999 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων από 10,77 σε 7,42 %.

    18

    Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη του Πολωνού Υπουργού Υποδομών, η AW είχε εισπράξει υπερβολικό ποσό αντιστάθμισης ως σκιώδη διόδια. Δεδομένου ότι η AW αρνήθηκε να επιστρέψει το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό που αξίωσε η Δημοκρατία της Πολωνίας, ο εν λόγω Υπουργός ζήτησε να κινηθεί δικαστική διαδικασία για την ανάκτηση του ως άνω υπερβάλλοντος ποσού.

    19

    Ταυτόχρονα, η AW προσέφυγε ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου κατά της αρνήσεως εκτελέσεως του παραρτήματος 6. Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2013 (στο εξής: διαιτητική απόφαση), το διαιτητικό δικαστήριο δικαίωσε την AW διαπιστώνοντας ότι το εν λόγω παράρτημα ήταν έγκυρο και ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να τηρήσει τις διατάξεις του. Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2018, το Sąd Okręgowy w Warszawie, I Wydział Cywilny (πρωτοδικείο Βαρσοβίας, πρώτο πολιτικό τμήμα, Πολωνία) απέρριψε την αγωγή ακύρωσης που άσκησε ο Πολωνός Υπουργός Υποδομών κατά της διαιτητικής αποφάσεως. Κατά της αποφάσεως της 26ης Ιανουαρίου 2018 ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείου Βαρσοβίας, Πολωνία).

    20

    Το σύστημα αντιστάθμισης βάσει σκιωδών διοδίων έπαυσε να εφαρμόζεται στις 30 Ιουνίου 2011, όταν η Δημοκρατία της Πολωνίας έθεσε σε εφαρμογή σύστημα τηλεδιοδίων το οποίο αντικατέστησε τις βινιέτες.

    21

    Στις 31 Αυγούστου 2012 η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρο συνιστάμενο στη χορήγηση στην AW χρηματικής αντιστάθμισης υπό τη μορφή σκιωδών διοδίων, λόγω της απώλειας εσόδων που προκλήθηκε από τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005.

    22

    Στις 20 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας για το κοινοποιηθέν μέτρο (στο εξής: απόφαση για την κίνηση διαδικασίας). Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 20 Σεπτεμβρίου 2014 (ΕΕ 2014, C 328, σ. 12).

    23

    Στις 25 Αυγούστου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση.

    24

    Κατά πρώτον, όσον αφορά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, η Επιτροπή έκρινε ότι η AW είχε μεν δικαίωμα αποζημίωσης λόγω των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 οι οποίες της στέρησαν τη δυνατότητα να εισπράττει διόδια από τα βαρέα φορτηγά οχήματα, πλην όμως, αν μια τέτοια αντιστάθμιση βελτίωνε την αναμενόμενη οικονομική της κατάσταση υπερβαίνοντας την αντιστάθμιση των άμεσων συνεπειών των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο εν λόγω νόμος, η AW θα αποκτούσε αδικαιολόγητο πλεονέκτημα το οποίο θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

    25

    Σε σχέση με το μοντέλο των πραγματικών διοδίων, η Επιτροπή έκρινε ότι η AW έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει τη διαθέσιμη επικαιροποιημένη πρόβλεψη της μελέτης WSA του 2004 όσον αφορά την κυκλοφορία και τα έσοδα. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, συγκρινόμενη με τη μελέτη WSA του 1999, η μελέτη WSA του 2004 περιείχε σημαντικά χαμηλότερα αριθμητικά στοιχεία για την κυκλοφορία οχημάτων των κατηγοριών 2 και 3 καθώς και σαφώς χαμηλότερα βέλτιστα πραγματικά διόδια τέλη για τα οχήματα των κατηγοριών 2 έως 4. Εκτίμησε ότι η χρήση του μοντέλου των πραγματικών διοδίων που βασιζόταν στη μελέτη WSA του 1999 είχε ως αποτέλεσμα υψηλότερο ΕΒΑ από εκείνον που ευλόγως θα αναμενόταν κατά τη χρονική στιγμή των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005, με συνέπεια υπεραντιστάθμιση με τη μορφή υψηλότερων πληρωμών σκιωδών διοδίων.

    26

    Όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών των σκιωδών διοδίων, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας είχε αναλάβει τον κίνδυνο που αφορούσε την εξέλιξη της κυκλοφορίας για την περίοδο από την καθιέρωση του συστήματος των σκιωδών διοδίων έως την έλεγχο του 2007. Δέχθηκε όμως τον εν λόγω μηχανισμό ελέγχου για τον λόγο ότι είχε καταστήσει δυνατό τον καθορισμό των τιμών των σκιωδών διοδίων σε επίπεδο που να αποτρέπει την καταβολή υπεραντιστάθμισης. Η Επιτροπή επισήμανε ακόμη ότι ο έλεγχος είχε γίνει μετά από χρονικό διάστημα σύντομο σε σύγκριση με τη συνολική διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης, αλλά αρκετό ώστε να παράσχει στους συμβαλλομένους τη δυνατότητα να συλλέξουν τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία για την κυκλοφορία και, επί της βάσεως αυτής, να αναπτύξουν αξιόπιστες προβλέψεις όσον αφορά την κυκλοφορία.

    27

    Όσον αφορά τον υπολογισμό του εισπραχθέντος υπερβάλλοντος ποσού, η Επιτροπή έκρινε ότι το μοντέλο των πραγματικών διοδίων το οποίο η PwC επικαιροποίησε και χρησιμοποίησε στην έκθεσή της (στο εξής: μοντέλο πραγματικών διοδίων PwC) περιελάμβανε τις προβλέψεις κυκλοφορίας και εσόδων της μελέτης WSA του 2004 και απεικόνιζε ορθώς τις επικαιροποιημένες προβλέψεις κατά την ημερομηνία έκδοσης του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005. Η Επιτροπή συμφώνησε ότι ο ΕΒΑ ύψους 7,42 % τον οποίον προέβλεπε το μοντέλο πραγματικών διοδίων PwC μπορούσε να θεωρηθεί ως ο ΕΒΑ τον οποίο η AW μπορούσε να αναμένει αμέσως πριν από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο εν λόγω νόμος. Εκτίμησε ότι, σε σύγκριση με τον ΕΒΑ ύψους 7,42 % του μοντέλου πραγματικών διοδίων PwC, ο ΕΒΑ ύψους 10,77 % τον οποίον είχε χρησιμοποιήσει η AW στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων ήταν υπερβολικός. Ομοίως, επισήμανε ότι ο ΕΒΑ του μοντέλου της βινιέτας, ύψους 8,20 %, υπερέβαινε το 7,42 %.

    28

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η PwC, προκειμένου να καθορίσει το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό για την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2005 και Οκτωβρίου 2007, η οποία προηγούνταν του ελέγχου, είχε χρησιμοποιήσει το μοντέλο της βινιέτας για να υπολογίσει εκ νέου τις τιμές των σκιωδών διοδίων που έπρεπε να είχαν εφαρμοστεί από τον Σεπτέμβριο του 2005 ούτως ώστε να επιτευχθεί ΕΒΑ ύψους 7,42 %. Σημείωσε ότι το ύψος της αντιστάθμισης που καθορίστηκε βάσει των επανυπολογισθεισών τιμών των σκιωδών διοδίων συγκρίθηκε με τις πράγματι διενεργηθείσες καταβολές προς την AW. Εκτίμησε ότι, για την περίοδο αυτή, το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό ανερχόταν περίπου σε 64,7 εκατομμύρια ευρώ.

    29

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η PwC, προκειμένου να καθορίσει το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό για την περίοδο μετά τον έλεγχο, ήτοι από τον Νοέμβριο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2011, εφάρμοσε το μοντέλο ελέγχου για να υπολογίσει εκ νέου τις τιμές των σκιωδών διοδίων ούτως ώστε να επιτευχθεί ΕΒΑ ύψους 7,42 %. Η Επιτροπή σημείωσε ότι το ύψος της αντιστάθμισης που καθορίστηκε βάσει των επανυπολογισθεισών τιμών των σκιωδών διοδίων συγκρίθηκε με τις πράγματι διενεργηθείσες καταβολές προς την AW. Έκρινε ότι, για την περίοδο αυτή, το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό ανερχόταν περίπου σε 159 εκατομμύρια ευρώ.

    30

    Στο δε επιχείρημα της AW ότι πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς η Επιτροπή έδωσε αρνητική απάντηση.

    31

    Δεύτερον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, δεδομένου ότι η αντιστάθμιση είχε διατεθεί στην AW πριν από την κοινοποίηση του μέτρου αυτού στην Επιτροπή, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν είχε τηρήσει την απαγόρευση την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και ότι, ως εκ τούτου, η χορηγηθείσα ενίσχυση ήταν παράνομη. Ακόμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αυτή δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά και κατά συνέπεια έπρεπε να ανακτηθεί προκειμένου να επανέλθει η κατάσταση που υφίστατο στην αγορά πριν από τη χορήγησή της.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    32

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2017, η AW άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

    33

    Προς στήριξη της προσφυγής, η AW προέβαλε, κατ’ ουσίαν, έξι λόγους ακυρώσεως εκ των οποίων ο πρώτος αντλούνταν από προσβολή του δικαιώματος συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω χρήσεως εσφαλμένου κριτηρίου για την εκτίμηση της υπάρξεως οικονομικού πλεονεκτήματος και λόγω προδήλως εσφαλμένης εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, ο τρίτος από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και μη προσήκουσας αιτιολογίας, ο τέταρτος από το ότι η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της περί ασυμβατότητας της ενίσχυσης σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, ο πέμπτος από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του ποσού της κρατικής ενίσχυσης και ο έκτος από έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως.

    34

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    35

    Η AW ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

    να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση ή να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    36

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την AW στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    37

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η AW προβάλλει τέσσερις λόγους.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    38

    Ο πρώτος λόγος, που αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα της AW, αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και έλλειψη αιτιολογίας. Η Επιτροπή αμφισβητεί μεν την επιχειρηματολογία της AW, αλλά συγχρόνως προτείνει επίσης στο Δικαστήριο να απορρίψει τον λόγο αυτό προβαίνοντας σε αντικατάσταση αιτιολογίας.

    Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    – Επί της επιχειρηματολογίας της AW στο πλαίσιο της αναιρέσεως

    39

    Η AW εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν είχε διασφαλίσει την κατά το προσήκον μέτρο συμμετοχή της AW στη διοικητική διαδικασία, γεγονός που συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου η οποία έπρεπε να είχε οδηγήσει αφ’ εαυτής σε ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως. Αντιθέτως, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου να ακυρωθεί η επίμαχη απόφαση, ήταν αναγκαίο να αποδειχθεί ότι, χωρίς την παράλειψη αυτή, η νομική ανάλυση που υιοθέτησε η Επιτροπή θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ακόμη, ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 63, 64, 67 και 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι μη προσήκων και αντιφατικός, ενέχει δε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

    40

    Συναφώς, καταρχάς, η AW επισημαίνει ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 78 της αποφάσεως για την κίνηση διαδικασίας προβλέπεται ότι τα σκιώδη διόδια πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις για την κυκλοφορία και ότι η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει τη μελέτη WSA του 2004 ως την πλέον πρόσφατη μελέτη. Πλην όμως, στο πλαίσιο παρατηρήσεων σχετικά με την απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, η AW είχε υποδείξει τη διεξαχθείσα το 2005 μελέτη της εταιρίας Faber Maunsell (στο εξής: μελέτη FM του 2005) ως την πλέον πρόσφατη. Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας συζήτησαν την αξία της μελέτης αυτής κατά την περίοδο κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να είχε δοθεί στην AW εκ νέου η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Αν η AW είχε μπορέσει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία θα προέκυπτε ότι, αντιθέτως προς ό,τι είχε κρίνει η Επιτροπή κατόπιν της επικοινωνίας αυτής, η εν λόγω μελέτη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, η Επιτροπή θα έπρεπε να τη λάβει υπόψη της ως την πλέον πρόσφατη μελέτη και επομένως το ύψος του ΕΒΑ αμέσως πριν από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 (στο εξής: ΕΒΑ των πραγματικών διοδίων) θα μπορούσε να καθοριστεί στο 8,2 % ή να υπερβαίνει το ποσοστό αυτό, οπότε δεν θα υπήρχε ούτε πλεονέκτημα ούτε κρατική ενίσχυση και η έκβαση της διαδικασίας θα ήταν διαφορετική.

    41

    Στη συνέχεια, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία της AW, η οποία αφορούσε στην πραγματικότητα την αδυναμία της AW να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των επιχειρημάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Εξάλλου, αν η σκέψη αυτή ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μελέτη FM του 2005 δεν είχε ληφθεί υπόψη στη συλλογιστική της Επιτροπής, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης αποφάσεως και υπέπεσε σε αντίφαση σε σχέση με τη διαπίστωσή του ότι η Επιτροπή προτίθετο να χρησιμοποιήσει τα πλέον πρόσφατα στοιχεία. Αν, αντιθέτως, η εν λόγω σκέψη ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στο πλαίσιο των διαδικαστικών δικαιωμάτων της AW πρέπει να γίνεται γενική διάκριση μεταξύ «θετικών δηλώσεων» της Επιτροπής (η μελέτη WSA του 2004 είναι η «πλέον πρόσφατη» μελέτη) και «αρνητικών δηλώσεων» της Επιτροπής (η μελέτη FM του 2005 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη), θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    42

    Τέλος, η έκβαση της διαδικασίας θα μπορούσε επίσης να είναι διαφορετική αν η AW είχε την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τον φερόμενο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα του συστήματος σκιωδών διοδίων το οποίο προβλεπόταν στο παράρτημα 6, επικαλούμενη ιδίως την αντίφαση μεταξύ της εκτιμήσεως αυτής και του άρθρου 4 του ως άνω παραρτήματος. Ειδικότερα, μολονότι η επίμαχη απόφαση δεν μνημονεύει την εν λόγω εκτίμηση, εντούτοις η Επιτροπή την επικαλέστηκε πρωτοδίκως, υπογραμμίζοντας ότι, λόγω του φερόμενου βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα του συστήματος σκιωδών διοδίων που προβλεπόταν στο παράρτημα 6, ο τυχόν πληθωριστικός ή συναλλαγματικός κίνδυνος είχε περιορισμένη σημασία. Καθόσον όμως η Επιτροπή δεν προέβαλε καμία άλλη σχετική εκτίμηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή είχε προβάλει την εν λόγω εκτίμηση κατά το διοικητικό στάδιο.

    43

    Η Επιτροπή απαντά καταρχάς ότι η εκτίμηση της AW ότι η συμμετοχή της στη διοικητική διαδικασία αποτελεί ουσιώδη τύπο οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εξάλλου, σε αντίθεση με τον ουσιώδη τύπο που συνίσταται στο να καλούνται οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν παρατηρήσεις με τη δημοσίευση της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να συμμετάσχουν κατά το προσήκον μέτρο στη διοικητική διαδικασία δεν συνιστά τέτοιο ουσιώδη τύπο αλλά δικαίωμα του οποίου η έκταση μπορεί να εξαρτάται από την ιδιαίτερη κατάσταση του ενδιαφερομένου και από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως. Κατά συνέπεια, ακόμη και σε περίπτωση που η μη παροχή εκ νέου στον δικαιούχο της δυνατότητας να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά διαδικαστική πλημμέλεια, πράγμα το οποίο, κατά την Επιτροπή, δεν ισχύει, το κριτήριο που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 61 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ορθό.

    44

    Σχετικά με την επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η AW δεν προτείνει διαφορετικό νομικό συλλογισμό αλλά απλώς διαφορετικό αποτέλεσμα λόγω χρήσης διαφορετικών αριθμητικών στοιχείων για την εκτέλεση των ίδιων υπολογισμών, γεγονός που δεν μπορεί να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο προδήλως παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία. Η AW υποστηρίζει επομένως ότι, αν είχε διασφαλιστεί η συμμετοχή της στην επικοινωνία που έλαβε χώρα με τη Δημοκρατία της Πολωνίας, το αποτέλεσμα της αναλύσεως της Επιτροπής θα ήταν διαφορετικό. Κατά την Επιτροπή, το επιχείρημα αυτό σκοπεί, στην πραγματικότητα, στο να αμφισβητήσει μια εκτίμηση που αφορά τα πραγματικά περιστατικά, πράγμα που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου που ασκείται από το Δικαστήριο.

    45

    Σχετικά με την επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν χρειάζεται να πραγματεύεται εξατομικευμένα κάθε επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η αιτίαση ότι δεν μνημονεύθηκε στοιχείο το οποίο δεν επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα δεν συνιστά έγκυρο λόγο αναιρέσεως και ότι, κατά συνέπεια, οι αναπτύξεις που συνοψίζονται στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως είναι αλυσιτελείς. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, η AW δέχεται ότι η επίμαχη απόφαση δεν κάνει λόγο για τον φερόμενο βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα του συστήματος σκιωδών διοδίων που προβλεπόταν στο παράρτημα 6. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι το δικονομικό επιχείρημα της AW ήταν αλυσιτελές διότι το ζήτημα σε σχέση με το οποίο επικαλούνταν το δικαίωμά της ακροάσεως δεν περιλαμβανόταν στην αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως.

    46

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η AW, αντιθέτως προς όσα προβάλλει, υπέβαλε γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως για την κίνηση διαδικασίας, με έγγραφο που υπέβαλε στην Επιτροπή στις 27 Ιανουαρίου 2015 και στο πλαίσιο συσκέψεων με το εν λόγω θεσμικό όργανο στις 24 Νοεμβρίου 2015 και στις 21 Μαρτίου 2017. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, δεδομένου, πρώτον, ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων είναι απλώς ενδιαφερόμενα μέρη στο πλαίσιο της διαδικασίας και δεν μπορούν αυτοτελώς να αμφισβητήσουν τον τρόπο ενέργειας της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, δεύτερον, ότι η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας δεν πάσχει σφάλματα που να χρήζουν διόρθωσης και, τρίτον, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν προσκόμισε νέα αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή παρέσχε στην AW την ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις υπερβαίνοντας κατά πολύ τις υποχρεώσεις που υπείχε. Ειδικότερα, η AW θα μπορούσε να είχε προβεί σε σχόλια σχετικά με τη σπουδαιότητα και την επίδραση της μελέτης FM του 2005 όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού του ΕΒΑ κατά τη στιγμή κατά την οποία υπέβαλε τη μελέτη αυτή στην Επιτροπή, αλλά προτίμησε να αναφερθεί, τόσο ενώπιον της Επιτροπής όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στη μελέτη WSA του 1999.

    – Επί του αιτήματος της Επιτροπής για αντικατάσταση αιτιολογίας

    47

    Η Επιτροπή φρονεί ότι o συλλογισμός που διατυπώνεται στις σκέψεις 58 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νομικώς εσφαλμένος, δεδομένου ότι, ως αποδέκτης του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης, η AW αποτελεί «ενδιαφερόμενο» μέρος κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο, κατά τη νομολογία, δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα άμυνας, δεν μπορεί να αξιώσει, όπως ένα κράτος μέλος, τη διεξαγωγή κατ’ αντιπαράθεση συζήτησης με την Επιτροπή και έχει μόνον το δικαίωμα να συμμετάσχει κατά το προσήκον μέτρο στη διοικητική διαδικασία λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Πλην όμως το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία αυτή κρίνοντας ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει εκ νέου στην AW τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

    48

    Ειδικότερα, αφού διαπίστωσε, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας είχε παράσχει στην AW τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά της υποβολής παρατηρήσεων, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναγνωρίσει ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως δεν επέβαλλαν στην Επιτροπή την υποχρέωση να προχωρήσει περαιτέρω. Ειδικότερα, τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα της AW και της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την αναγνώριση υπέρ της AW δικαιωμάτων παρόμοιων με εκείνα του εν λόγω κράτους μέλους. Ομοίως, ούτε η διάρκεια ούτε η ένταση της επικοινωνίας με τη Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν ασυνήθιστες και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα δικαιολογούσαν την απονομή πρόσθετων δικαιωμάτων στην AW. Εκτιμώντας όμως ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε παράσχει στην AW το δικαίωμα να σχολιάσει τις παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους μέλους, το Γενικό Δικαστήριο κατ’ ουσίαν αναγνώρισε υπέρ της AW το δικαίωμα σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση και παραμόρφωσε τη διαδικασία που προβλέπει ότι μόνον το κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να σχολιάσει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται από τους λοιπούς ενδιαφερομένους.

    49

    Η AW υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται πλάνη περί το δίκαιο, αλλά απλώς αμφισβητεί, χωρίς να προβάλλει παραμόρφωση, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών βάσει της οποίας, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, έπρεπε η AW να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Στο μέτρο όμως που ο έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και οι αναιρεσίβλητες δεν ζήτησαν την αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το αίτημα της Επιτροπής είναι απαράδεκτο και οδηγεί το Δικαστήριο σε απόφανση ultra petita. Εξάλλου, η Επιτροπή εξετάζει εξατομικευμένα τους διάφορους παράγοντες, ενώ το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε από κοινού εξέταση των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι έπρεπε να είχε παρασχεθεί στην AW η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις για όλες τις πληροφορίες που είχαν κοινοποιηθεί, η δε απλή υποβολή συμπληρωματικών παρατηρήσεων, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της μη πλήρους γνώσεως του φακέλου, δεν ισοδυναμεί με κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση ούτε αντιστοιχεί στα δικαιώματα που απονέμονται συναφώς στα κράτη μέλη.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    50

    Κατά πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας αποφάσεως και που αντλείται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων και από έλλειψη αιτιολογίας, υπενθυμίζεται ότι ο αναιρετικός έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, να εξακριβωθεί αν το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος (απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2014, British Telecommunications κατά Επιτροπής, C‑620/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2309, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    51

    Στη σκέψη 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, όπως εκτίθενται στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή όφειλε να παράσχει εκ νέου στην AW τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις.

    52

    Στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διασφαλίσει τη συμμετοχή της AW στην επικοινωνία που έλαβε χώρα με τη Δημοκρατία της Πολωνίας μετά την έκδοση της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, είναι μεν λυπηρό, δεν είναι ωστόσο ικανό να επιφέρει την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως στο μέτρο που, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ακόμη και χωρίς την παράλειψη αυτή, η νομική ανάλυση που υιοθέτησε η Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

    53

    Στη σκέψη 67 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι «το επιχείρημα της [αναιρεσείουσας] ότι η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, σε αντίθεση με την [επίμαχη] απόφαση, δεν μνημόνευε τη μελέτη [FM του 2005], δεν [μπορούσε] να ευδοκιμήσει [δεδομένου ότι] η Επιτροπή αναφέρθηκε στη μελέτη αυτή, στην αιτιολογική σκέψη 138 της [επίμαχης] αποφάσεως, αποκλειστικώς προκειμένου να κρίνει ότι η εν λόγω μελέτη δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό του ΕΒΑ του έργου». Το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε ότι κατά τον τρόπο αυτό η Επιτροπή «περιορίστηκε να απορρίψει, ως στερούμενη χρησιμότητας, μια μελέτη την οποία επικαλέστηκε η [αναιρεσείουσα] στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της [και ότι υ]πό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή το ότι δεν μνημόνευσε τη μελέτη [FM του 2005] στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας».

    54

    Σκοπός της ως άνω σκέψεως 67 ήταν δηλαδή να απαντήσει στην επιχειρηματολογία που διαλαμβανόταν στο σημείο 39 του δικογράφου της προσφυγής και η οποία είχε ως εξής:

    «[…] αν η [αναιρεσείουσα] είχε ενημερωθεί για την άποψη της Επιτροπής ότι η μελέτη [FM] του 2005 δεν ήταν αξιόπιστη […], διότι υποτίθεται ότι στηριζόταν αποκλειστικώς σε προβολές κυκλοφορίας και όχι σε προβολές εσόδων, η [αναιρεσείουσα] θα μπορούσε να αποδείξει ότι η διαπίστωση αυτή ήταν σαφώς εσφαλμένη. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η Επιτροπή θα είχε τότε διαφορετική άποψη ως προς τη σημασία της μελέτης [FM] του 2005 η οποία θα επηρέαζε ολόκληρη την εκτίμησή της. Ομοίως, αν η [αναιρεσείουσα] γνώριζε ότι η Επιτροπή είχε συμφωνήσει με τις τροποποιήσεις των οικονομικών μοντέλων στις οποίες προέβη η PwC (τα μοντέλα που η Επιτροπή δεν μπορούσε να ανοίξει πριν από την έκδοση της αποφάσεως για την κίνηση διαδικασίας), θα είχε επιχειρήσει να αντικρούσει την απόφαση αυτή. Στο μέτρο που η Επιτροπή έχει αποδώσει ιδιαίτερη έμφαση στην έκθεση της PwC, τα επιχειρήματα που αποδυναμώνουν την αξιοπιστία της εκθέσεως αυτής είναι ικανά να επηρεάσουν την έκβαση της έρευνας της Επιτροπής.»

    55

    Από τον συνδυασμό όμως της σκέψεως 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και του σημείου 39 του δικογράφου της προσφυγής, όπως παρατίθενται στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ότι η AW ορθώς υποστηρίζει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία της σχετικά με την αδυναμία της να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των επιχειρημάτων της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Ιδίως, η AW υποστήριξε ότι, αν είχε τη δυνατότητα αυτή, θα μπορούσε να αποδείξει ότι η μελέτη FM του 2005 ήταν σημαντική και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.

    56

    Εφόσον όμως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 60 και 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει στην AW τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και, αφετέρου, ότι η νομική ανάλυση που υιοθέτησε η Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση δεν μπορούσε να είναι διαφορετική, όφειλε να τοποθετηθεί ειδικώς επί του επιχειρήματος που υπενθυμίζεται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί ότι, ως προς το σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.

    57

    Ως εκ τούτου, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν ο συλλογισμός που διατυπώνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απορρέει από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνεται ότι η σκέψη αυτή πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο.

    58

    Πάντως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αλλά το διατακτικό της είναι ορθό κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της ως άνω αποφάσεως και πρέπει να γίνει αντικατάσταση αιτιολογίας (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 48).

    59

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση της αιτιολογίας, με το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο προβάλλει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η AW έπρεπε να είχε ακουστεί για δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

    60

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, προς σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον δεν δόθηκε η δυνατότητα στο κράτος μέλος αυτό να σχολιάσει ορισμένα στοιχεία, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία αυτά στην απόφασή της κατά του εν λόγω κράτους μέλους (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 73).

    61

    Κατά πάγια επίσης νομολογία, οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ενδεχομένως αποδέκτριες κρατικών ενισχύσεων θεωρούνται ως ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία η Επιτροπή έχει το καθήκον, κατά το στάδιο εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 70).

    62

    Μολονότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να επικαλεστούν δικαιώματα άμυνας, έχουν, αντιθέτως, το δικαίωμα να συμμετάσχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βαθμό (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 71).

    63

    Ειδικότερα, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως για ένα σχέδιο ενισχύσεως, οφείλει να δώσει στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις για τις οποίες πρόκειται, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Ο κανόνας αυτός έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 55).

    64

    Συναφώς, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνεται ως πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως της ενάρξεως μιας διαδικασίας προς όλους τους ενδιαφερομένους. Σκοπός της ανακοινώσεως αυτής είναι να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τη διαφωτίσουν ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες. Μια τέτοια διαδικασία παρέχει επίσης στα κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 72).

    65

    Κατά τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι, εξαιρέσει του οικείου κράτους μέλους, έχουν απλώς τον ρόλο που υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως και, συναφώς, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που γίνεται με το εν λόγω κράτος μέλος (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 74).

    66

    Ακόμη, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση που το νομικό καθεστώς υπό το οποίο ένα κράτος μέλος κοινοποίησε μια σχεδιαζόμενη ενίσχυση αλλάξει προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της, η τελευταία οφείλει, προτού αποφανθεί, ως υποχρεούται, βάσει των νέων κανόνων, να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί της συμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με τους νέους αυτούς κανόνες. Μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί η περίπτωση στην οποία το νέο νομικό καθεστώς δεν επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές σε σχέση με το προϊσχύσαν (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, C‑334/07 P, EU:C:2008:709, σκέψη 56).

    67

    Πάντως, μια διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 80).

    68

    Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, οσάκις χωρεί μεταβολή του νομικού καθεστώτος αφού η Επιτροπή παρέσχε στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως σχετικά με σχέδιο ενισχύσεως και οσάκις η Επιτροπή στηρίζει την απόφαση αυτή στο νέο νομικό καθεστώς χωρίς να καλέσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού, η ύπαρξη και μόνον διαφορών μεταξύ του νομικού καθεστώτος στο πλαίσιο του οποίου δόθηκε η δυνατότητα στους εν λόγω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και του καθεστώτος επί του οποίου στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση δεν δύναται, αυτή καθεαυτήν, να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, μολονότι τα επίμαχα νομικά καθεστώτα άλλαξαν, τίθεται το ερώτημα εάν, υπό το πρίσμα των διατάξεων των καθεστώτων αυτών που είναι κρίσιμες εν προκειμένω, η εν λόγω αλλαγή μπορούσε να μεταβάλει το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής (απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψη 81).

    69

    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η παράλειψη της Επιτροπής να καλέσει τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί μεταβολής του νομικού καθεστώτος, όπως είναι η θέση σε ισχύ, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, κατευθυντήριων γραμμών τις οποίες το εν λόγω θεσμικό όργανο προτίθεται να εφαρμόσει σε απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή, δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

    70

    Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η συλλογιστική αυτή ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, όσον αφορά τη μη παροχή στον αποδέκτη του εξεταζόμενου μέτρου της δυνατότητας να λάβει θέση επί των παρατηρήσεων του οικείου κράτους μέλους σχετικά με τις πληροφορίες που παρέσχε ο εν λόγω αποδέκτης.

    71

    Εξάλλου, μολονότι μπορεί να υπάρχουν, όπως δέχεται η Επιτροπή, περιπτώσεις στις οποίες η διαπίστωση νέων ή διαφορετικών πραγματικών περιστατικών σε σχέση με εκείνα που εκτίθενται στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας ή ακόμη η επέλευση ουσιωδών τροποποιήσεων του σχετικού νομικού πλαισίου ενδέχεται να απαιτούν μεγαλύτερη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και μάλιστα να επιτάσσουν τη δημοσίευση συμπληρωματικής ή διορθωμένης αποφάσεως για την κίνηση διαδικασίας, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει καμία από τις περιπτώσεις αυτές.

    72

    Ειδικότερα, οι περιστάσεις στις οποίες αναφέρεται το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 58 και 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκούν για να θεμελιώσουν υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στην AW την ευχέρεια να σχολιάσει τις παρατηρήσεις της Δημοκρατίας της Πολωνίας, πράγμα που θα ισοδυναμούσε με κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με το εν λόγω κράτος μέλος ενώπιον της Επιτροπής.

    73

    Δεύτερον, από τη διαπίστωση που πραγματοποιείται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως δεν αρκούν για να θεμελιώσουν υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στον AW την ευχέρεια να σχολιάσει τις παρατηρήσεις της Δημοκρατίας της Πολωνίας, προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 39 και 42 της παρούσας αποφάσεως και η οποία αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    74

    Ειδικότερα, στις περιπτώσεις που δεν θεμελιώνεται τέτοια υποχρέωση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι δεν τίθεται το ζήτημα αν η νομική ανάλυση που υιοθέτησε η Επιτροπή θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν είχε παρασχεθεί η δυνατότητα σχολιασμού των παρατηρήσεων του οικείου κράτους μέλους.

    75

    Πάντως, από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, το νομικό κριτήριο που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι, αυτό καθαυτό, εσφαλμένο.

    76

    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της Επιτροπής για αντικατάσταση αιτιολογίας και να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    77

    Ο δεύτερος λόγος, που αφορά το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, διαιρείται σε τέσσερα σκέλη.

    78

    Ο τρίτος λόγος, που αφορά την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, διαιρείται σε δύο σκέλη.

    Επί του πρώτου σκέλους αντιστοίχως του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    79

    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, το οποίο αφορά τον πληθωριστικό και τον συναλλαγματικό κίνδυνο, η AW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, ότι υποκατέστησε την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως με τη δική του και ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

    80

    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου, σχετικά με τη σημασία την οποία έχει η μετακύλιση των κινδύνων αυτών, η AW προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, υποκατάσταση αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως με νέα αιτιολογία, αντιστροφή του βάρους αποδείξεως και έλλειψη αιτιολογίας.

    – Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    81

    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου, η AW υπενθυμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 110 έως 112 και 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε ορθώς θεωρήσει ότι ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε λάβει υπόψη τη μετακύλιση του συναλλαγματικού και του πληθωριστικού κινδύνου τους οποίους επικαλέστηκε η AW κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, με το σκεπτικό ότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν συζητήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη και ότι τα εξ αυτών απορρέοντα μειονεκτήματα για την AW ή και πλεονεκτήματα για τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αποδεικνύονταν.

    82

    Εντούτοις, περιορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό την εξέταση μόνο στις εναλλακτικές επιλογές που εξέτασαν οι συμβαλλόμενοι στο παράρτημα 6, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η εξέταση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή πρέπει οπωσδήποτε να καλύπτει το σύνολο των εναλλακτικών επιλογών τις οποίες ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε ευλόγως εξετάσει σε μια τέτοια περίπτωση. Εξάλλου, η σύμβαση αποκρυσταλλώνει μεν την τελική θέση των μερών της, αλλά δεν παραθέτει καταρχήν το σύνολο των εκτιμήσεων που τα οδήγησαν στη σύναψή της. Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι ήταν ενημερωμένοι, επικουρούνταν από ειδικούς και ήταν σε θέση να αντιληφθούν τις συνέπειες του ανωτάτου ορίου τιμών των σκιωδών διοδίων καθώς και τις διαφορές μεταξύ ενός συστήματος σκιωδών διοδίων και ενός συστήματος πραγματικών διοδίων. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι το ως άνω ανώτατο όριο προβλεπόταν στο παράρτημα 6, στην προτελευταία παράγραφο του σημείου 4 του παραρτήματός του 1. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, δεδομένου ότι μια συμβατική ρήτρα καταρχήν αποτελεί αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ των μερών της επίμαχης σύμβασης.

    83

    Καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει το ζήτημα της μετακύλισης των κινδύνων για τον λόγο ότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν αποδεικνύονταν, το Γενικό Δικαστήριο αντέστρεψε, κατά την AW, το βάρος αποδείξεως, δεδομένου ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει ότι ο δικαιούχος προδήλως δεν θα ετύγχανε παρόμοιων διευκολύνσεων παρεμφερών εκ μέρους ενός υποθετικού ιδιώτη επενδυτή και δεδομένου ότι, συναφώς, αυτή οφείλει να λάβει υπόψη κάθε στοιχείο δυνάμενο να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τις διεργασίες λήψεως αποφάσεων ενός μέσου συνετού και επιμελούς ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος ευρίσκεται στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν κατάσταση προς εκείνη του οικείου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε εκ πρώτης όψεως θεωρήσει κρίσιμο το επίμαχο στοιχείο.

    84

    Επομένως, κατά την AW, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ελέγξει αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία και αν η αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως περιελάμβανε εξέταση της μετακύλισης του συναλλαγματικού και του πληθωριστικού κινδύνου. Αντί όμως να προβεί σε έναν τέτοιον έλεγχο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καλύπτει, μέσω υποκατάστασης αιτιολογίας, το σχετικό κενό της επίμαχης απόφασης. Ειδικότερα, ο συλλογισμός που διατυπώνεται στις σκέψεις 110 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν συνδέεται με καμία από τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην επίμαχη απόφαση.

    85

    Ακόμη, δεδομένου ότι ο συναλλαγματικός και ο πληθωριστικός κίνδυνος επηρεάζουν άμεσα το ύψος των οφειλομένων ποσών και την ικανότητα χρηματοδότησης των εν λόγω ποσών καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης, πρόκειται προδήλως για παράγοντα ικανό να επηρεάσει σημαντικά τη λήψη αποφάσεως εκ μέρους ιδιώτη επιχειρηματία, οπότε το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή λαμβάνοντας ως βάση αναφοράς επενδυτή ο οποίος αδιαφορεί για τα κέρδη του και τους κινδύνους του.

    86

    Τέλος, η AW φρονεί ότι η αιτιολογία που αναπτύσσεται στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι μη προσήκουσα, δεδομένου ότι από τη σκέψη αυτή δεν προκύπτει σαφώς αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο συναλλαγματικός και ο πληθωριστικός κίνδυνος μετακυλιόταν στη Δημοκρατία της Πολωνίας όχι μόνον όταν οι διακυμάνσεις ευρίσκονταν κάτω από το προβλεπόμενο απόλυτο ανώτατο όριο της τιμής των σκιωδών διοδίων αλλά και όταν ευρίσκονταν πάνω από το όριο αυτό, πράγμα που δεν ισχύει, άρα το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας στο μέτρο που η ύπαρξη απόλυτου ανώτατου ορίου προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία. Κανένα δε άλλο στοιχείο που παρατίθεται στην εν λόγω σκέψη δεν είναι ικανό να στηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο.

    87

    Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου, η AW υποστηρίζει ότι οι πλάνες από τις οποίες πάσχει η εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, το οποίο έχει εφαρμογή εν προκειμένω, αφορούν επίσης, γενικότερα, και την εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Όσον αφορά δε τις πλάνες στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 110 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η AW παραπέμπει στην επιχειρηματολογία της που συνοψίζεται στις σκέψεις 81 έως 86 της παρούσας αποφάσεως, με την οποία αποδεικνύεται εσφαλμένη εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου, έλλειψη αιτιολογίας, υποκατάσταση αιτιολογίας και αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.

    88

    Εξάλλου, στις δύο τελευταίες περιόδους της σκέψεως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε περίπλοκη οικονομική εκτίμηση υπερβαίνουσα τις ελεγκτικές του εξουσίες, βάσει της οποίας οδηγήθηκε σε υποκατάσταση με δική του αιτιολογία της αιτιολογίας της Επιτροπής η οποία δεν ενδιαφέρεται, στο πλαίσιο της επίμαχης απόφασης, για το περιεχόμενο των δύο αυτών τελευταίων περιόδων. Ο συλλογισμός που αναπτύσσεται στη σκέψη αυτή δεν μπορεί, εξάλλου, να στηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο και παραμορφώνει τα αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα βαρέα φορτηγά οχήματα αντιπροσωπεύουν το 81 % των εσόδων της AW, το δε Γενικό Δικαστήριο δεν εξηγεί πώς ένα μειονέκτημα του συστήματος σκιωδών διοδίων που έχει επιπτώσεις στα έσοδα αυτά μπορεί να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι το μειονέκτημα αυτό δεν ισχύει για το 19 % των εσόδων της AW.

    89

    Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε πρωτοδίκως η AW αφορούσε τα μειονεκτήματα του συστήματος σκιωδών διοδίων που δεν συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό του ΕΒΑ, αλλά που πάντως επηρεάζουν την οικονομική κατάσταση της AW, οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα μειονεκτήματα του συστήματος αυτού που συμπεριλήφθηκαν στον εν λόγω υπολογισμό είναι επομένως αλυσιτελείς. Κατά την AW, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν προβλεπόμενος ΕΒΑ ο οποίος είναι μεν υψηλότερος, αλλά ενέχει μεγαλύτερο πληθωριστικό και συναλλαγματικό κίνδυνο, συμφέρει περισσότερο την AW απ’ ό,τι προβλεπόμενος ΕΒΑ ο οποίος είναι μεν χαμηλότερος, αλλά ενέχει μικρότερο πληθωριστικό και συναλλαγματικό κίνδυνο. Δεν μπορεί όμως να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό χωρίς να γίνει εκτίμηση του ανωτάτου ορίου τιμών των σκιωδών διοδίων.

    90

    Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της AW. Η Επιτροπή θεωρεί ιδίως ότι από τις σκέψεις 110 και 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το παράρτημα 6 δεν περιέχει καμία εκτίμηση σχετικά με την αύξηση του πληθωριστικού και του συναλλαγματικού κινδύνου, ότι κατά συνέπεια δεν αποδεικνύεται ότι οι συμβαλλόμενοι είχαν την πρόθεση να λάβουν υπόψη μια τέτοια αύξηση και ότι ο ΕΒΑ του μοντέλου της βινιέτας τον οποίον η AW γνωστοποίησε πρωτοδίκως δεν παρουσιάστηκε ως περιλαμβάνων στοιχείο αντιστάθμισης που να αντιστοιχεί στον πληθωριστικό και τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα περί αντιστροφής του βάρους αποδείξεως είναι απαράδεκτα καθόσον δεν συνοδεύονται από κανένα νομικό επιχείρημα που να τα δικαιολογεί. Περαιτέρω, η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζουν ότι το πρώτο σκέλος, αντιστοίχως, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως δεν είναι βάσιμα.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    91

    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, αντιστοίχως, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία και υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, εσφαλμένης κατανομής του βάρους αποδείξεως, υποκατάστασης αιτιολογίας και ανεπαρκούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    92

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την προβαλλόμενη παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 97 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    93

    Ως εκ τούτου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 98 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    94

    Οσάκις ο αναιρεσείων προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτόν, παραμόρφωσε το Γενικό Δικαστήριο και να καταδεικνύει τα σφάλματα αναλύσεως στα οποία υπέπεσε, κατά την εκτίμησή του, το Γενικό Δικαστήριο και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του παραμόρφωση. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Orange, C‑486/15 P, EU:C:2016:912, σκέψη 99 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    95

    Εν προκειμένω, η πρώτη παραμόρφωση την οποία επικαλείται η AW αφορά τη σκέψη 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «από το παράρτημα 6 δεν προκύπτει ότι πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν να λάβουν υπόψη τα φερόμενα μειονεκτήματα του συστήματος σκιωδών διοδίων τα οποία πλέον επικαλείται η [AW], και ακόμη λιγότερο ότι συνήψαν σχετική συμφωνία. Το παράρτημα αυτό δεν περιέχει, μεταξύ άλλων, καμία εκτίμηση σχετικά με την αύξηση των κινδύνων τους οποίους επικαλείται η [AW]».

    96

    Στο μέτρο όμως που η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη ότι το ανώτατο όριο τιμών των σκιωδών διοδίων προβλεπόταν στο παράρτημα 6, στην προτελευταία παράγραφο του σημείου 4 του παραρτήματός του 1, και ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα συζητήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων, δεν επικαλείται παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, κατά την οποία η ύπαρξη και μόνον του εν λόγω ανωτάτου ορίου δεν ισοδυναμεί, ελλείψει άλλων επιβεβαιωτικών στοιχείων, με συνεκτίμηση, εκ μέρους των συμβαλλομένων, της μετακύλισης του συναλλαγματικού και του πληθωριστικού κινδύνου τους οποίους επικαλέστηκε η AW.

    97

    Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι σχετικοί ισχυρισμοί της AW προβάλλονται απαραδέκτως κατ’ αναίρεση.

    98

    Η δεύτερη παραμόρφωση την οποία επικαλείται η AW αφορά τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

    «[…] κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος 6, οι τιμές των σκιωδών διοδίων αναπροσαρμόζονταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις του πληθωρισμού και των συναλλαγματικών ισοτιμιών και επιπλέον αυξάνονταν, ανά εξάμηνο από 1ης Σεπτεμβρίου 2007, βάσει ενός πρόσθετου συντελεστή αποκαλούμενου “WWR”. Μέσω του μηχανισμού ελέγχου, η Δημοκρατία της Πολωνίας ανέλαβε επίσης τον κίνδυνο που αφορούσε την εξέλιξη της κυκλοφορίας και των εσόδων και εγγυήθηκε ότι ο ΕΒΑ θα παρέμενε στο ίδιο επίπεδο με εκείνο που αναμενόταν πριν από την τροποποίηση του νόμου κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2005 έως 31 Δεκεμβρίου 2006. Υπό τις συνθήκες αυτές, απλώς και μόνον η ύπαρξη ανωτάτου ορίου τιμών των σκιωδών διοδίων που δεν αναπροσαρμοζόταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις του πληθωρισμού και των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μετακύλισε στην [αναιρεσείουσα] τον πληθωριστικό και τον συναλλαγματικό κίνδυνο και ότι δικαιολογούσε την καταβολή “πριμ” στην [αναιρεσείουσα].»

    99

    Στο μέτρο που η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ως εκ τούτου ότι ο συναλλαγματικός και ο πληθωριστικός κίνδυνος μετακυλιόταν στη Δημοκρατία της Πολωνίας όχι μόνον όταν οι διακυμάνσεις ευρίσκονταν κάτω από το προβλεπόμενο απόλυτο ανώτατο όριο της τιμής των σκιωδών διοδίων αλλά και όταν ευρίσκονταν πάνω από το όριο αυτό, διαπιστώνεται ότι, πρώτον, στην πρώτη περίοδο που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να περιγράψει τον μηχανισμό που προβλεπόταν στο παράρτημα 6, δεύτερον, η δεύτερη περίοδος δεν αναφέρεται στον πληθωριστικό και τον συναλλαγματικό κίνδυνο αλλά στον κίνδυνο που αφορούσε την εξέλιξη της κυκλοφορίας και των εσόδων και, τρίτον, η τρίτη περίοδος περιέχει εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες περιόδους.

    100

    Από το ως άνω χωρίο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει συνεπώς παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, η δε AW περιορίζεται και εδώ να αμφισβητήσει την κυριαρχική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, πράγμα απαράδεκτο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

    101

    Η τρίτη παραμόρφωση την οποία επικαλείται η AW αφορά επίσης τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

    «[…] όσον αφορά την αδυναμία καθορισμού των διοδίων στο βέλτιστο επίπεδο και την αδυναμία επιτεύξεως αποδόσεως υψηλότερης από την αρχικώς προβλεφθείσα, διαπιστώνεται, αφενός, [ότι η AW] εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη να καθορίζει τις τιμές διοδίων για οχήματα διαφορετικά από τα βαρέα φορτηγά οχήματα με βινιέτα, οπότε μπορούσε να προσαρμόσει την εμπορική στρατηγική της στις εξελίξεις της αγοράς και, αφετέρου, ότι είχε χρησιμοποιήσει, την 1η Σεπτεμβρίου 2005, όλες τις δυνατότητες αύξησης των πραγματικών τιμών της για τα βαρέα φορτηγά οχήματα καθορίζοντας τις τιμές αυτές στα μέγιστα επίπεδα που επέτρεπε [η σύμβαση παραχώρησης]. Επομένως, τα μειονεκτήματα που επικαλείται η [αναιρεσείουσα] δεν μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την αναμενόμενη οικονομική της κατάσταση.»

    102

    Στο μέτρο που η AW επισημαίνει ότι τα βαρέα φορτηγά οχήματα αντιπροσωπεύουν το 81 % των εσόδων της και υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξηγεί πώς ένα μειονέκτημα του συστήματος σκιωδών διοδίων που έχει επιπτώσεις στα έσοδα αυτά μπορεί να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι το μειονέκτημα αυτό δεν ισχύει για το 19 % των εσόδων της AW, δεν επιχειρεί να αποδείξει παραμόρφωση από το Γενικό Δικαστήριο του περιεχομένου των συμβατικών ρητρών στο πλαίσιο της πρώτης από τις περιόδους που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη, αλλά να καταδείξει ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, κατά την οποία τα φερόμενα μειονεκτήματα του συστήματος σκιωδών διοδίων δεν μπορούσαν να μεταβάλουν αισθητά την αναμενόμενη οικονομική της κατάσταση, είναι εσφαλμένη. Επομένως, και η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

    103

    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις πλάνες περί το δίκαιο στις οποίες φέρεται ότι υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως «κρατικής ενίσχυσης», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προϋποθέτει τη συνδρομή του συνόλου των ακόλουθων προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή με κρατικούς πόρους. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ του δικαιούχου. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    104

    Στο μέτρο που η επιχειρηματολογία που προβάλλει η AW στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, αντιστοίχως, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορά μόνον την τρίτη από τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η επωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Επιτροπή κατά FIH Holding και FIH Erhvervsbank, C‑579/16 P, EU:C:2018:159, σκέψη 44).

    105

    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που συνίσταται στη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού, ακόμη και μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, στην έννοια της «ενισχύσεως», κατά την ως άνω διάταξη, δεν μπορεί να περιληφθεί μέτρο λαμβανόμενο υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως μέσω κρατικών πόρων όταν η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Ως εκ τούτου, οι συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε ένα τέτοιο πλεονέκτημα εκτιμώνται, κατ’ αρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    106

    Συναφώς, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν πρέπει να τύχει εφαρμογής η εν λόγω αρχή, ιδίως λόγω του ότι το οικείο κράτος μέλος έκανε χρήση, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που εφήρμοσε συναρτάται με την ιδιότητά του ως ιδιώτη επιχειρηματία (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    107

    Αντιθέτως, οσάκις δύναται να τύχει εφαρμογής, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία καταλέγεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία οφείλει να λάβει υπόψη η Επιτροπή για να αποδείξει την ύπαρξη ενισχύσεως και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά εξαίρεση η οποία τυγχάνει εφαρμογής μόνον κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της «κρατικής ενισχύσεως», κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    108

    Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή φέρει το βάρος να αποδείξει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που παρέσχε το οικείο κράτος μέλος, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, οπότε η επίμαχη κρατική παρέμβαση εμπεριέχει πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 110).

    109

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, για να εκτιμηθεί αν ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση ιδιώτη επιχειρηματία ευρισκομένου σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του οικείου κράτους (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    110

    Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνουσα υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν ένας τέτοιος ιδιώτης επιχειρηματίας προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη δικαιούχο επιχείρηση (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    111

    Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι ο έλεγχος στον οποίο πρέπει, ενδεχομένως, να προβεί η Επιτροπή δεν περιορίζεται μόνον στις εναλλακτικές επιλογές τις οποίες έλαβε πράγματι υπόψη η αρμόδια δημόσια αρχή, αλλά πρέπει κατ’ ανάγκη να αφορά το σύνολο των εναλλακτικών επιλογών τις οποίες θα είχε ευλόγως εξετάσει ένας ιδιώτης επιχειρηματίας σε τέτοια περίπτωση (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 29).

    112

    Συναφώς, αφενός, πρέπει να θεωρείται κρίσιμο κάθε στοιχείο δυνάμενο να ασκήσει επιρροή κατά τρόπο μη αμελητέο στη λήψη αποφάσεως εκ μέρους ενός μέσου συνετού και επιμελούς ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος ευρίσκεται στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν κατάσταση εκείνης του ανήκοντος στον δημόσιο τομέα επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 60).

    113

    Αφετέρου, κρίσιμα για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία είναι μόνον τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 61).

    114

    Εξάλλου, η Επιτροπή οφείλει, χάριν της ορθής εφαρμογής των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, να προβαίνει σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των επίμαχων μέτρων, ώστε να έχει στη διάθεσή της, κατά την έκδοση της τελικής αποφάσεως, τα κατά το δυνατόν πληρέστερα και πλέον αξιόπιστα στοιχεία για τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    115

    Στο μέτρο που η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του ελέγχου, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ ελέγχου νομιμότητας, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως της Συνθήκης ΛΕΕ ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της, ή καταχρήσεως εξουσίας. Το άρθρο 264 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, η προσβαλλόμενη πράξη κηρύσσεται άκυρη. Επομένως, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δεν δύνανται, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν την αιτιολογία του εκδότη της προσβαλλομένης πράξεως με τη δική τους αιτιολογία (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    116

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η εξέταση στην οποία οφείλει να προβαίνει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία απαιτεί σύνθετη οικονομική εκτίμηση, στο δε πλαίσιο του ελέγχου τον οποίο ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των σύνθετων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων δεν απόκειται στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να υποκαθιστά την Επιτροπή στην οικονομική εκτίμησή της (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020, Comune di Milano κατά Επιτροπής, C‑160/19 P, EU:C:2020:1012, σκέψη 100).

    117

    Ωστόσο, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τις εξ αυτών συναγόμενες κρίσεις (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 64).

    118

    Συναφώς, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης αναλόγως των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση, τα οποία περιλαμβάνουν τα στοιχεία αυτά που είναι κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει να προβεί το εν λόγω θεσμικό όργανο σύμφωνα με την υπομνησθείσα στις σκέψεις 110 έως 113 της παρούσας αποφάσεως νομολογία και τα οποία θα μπορούσαν, κατόπιν αιτήματός της, να της προσκομισθούν κατά τη διοικητική διαδικασία (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C‑300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 70 και 71).

    119

    Η επιχειρηματολογία της AW πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 103 έως 118 της παρούσας αποφάσεως.

    120

    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση ότι το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εξέτασή του μόνο στις εναλλακτικές επιλογές που εξέτασαν οι συμβαλλόμενοι και δεν έλαβε υπόψη τη σημαντική επίδραση των προβαλλόμενων κινδύνων στη λήψη αποφάσεως εκ μέρους ιδιώτη επενδυτή, ασφαλώς, από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 110 και 111 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο έλεγχος στον οποίο πρέπει, ενδεχομένως, να προβεί η Επιτροπή δεν περιορίζεται μόνον στις εναλλακτικές επιλογές τις οποίες έλαβε πράγματι υπόψη η αρμόδια δημόσια αρχή, αλλά πρέπει κατ’ ανάγκη να αφορά το σύνολο των εναλλακτικών επιλογών τις οποίες θα είχε ευλόγως εξετάσει ένας ιδιώτης επιχειρηματίας σε τέτοια περίπτωση.

    121

    Εντούτοις, από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω απαίτηση δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη, επιπλέον, εναλλακτικές επιλογές τις οποίες ένας ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε ευλόγως εξετάσει σε μια τέτοια περίπτωση.

    122

    Εξάλλου, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice (C‑300/16 P, EU:C:2017:706), αφορούσε την εφαρμογή, σε πιστωτή ο οποίος επιζητούσε να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες ανάκτησης των ποσών που του οφείλονταν από πτωχεύσαντα οφειλέτη, του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας περίπτωσης έκρινε το Δικαστήριο ότι η Επιτροπή όφειλε να ελέγξει, πέραν των εναλλακτικών επιλογών εισπράξεως τις οποίες εξέτασε η αρμόδια δημόσια αρχή, κάθε άλλη επιλογή την οποία θα είχε λάβει ευλόγως υπόψη ένας ιδιώτης πιστωτής.

    123

    Αντιθέτως, από την επίμαχη εν προκειμένω κατάσταση προκύπτει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν τελούσε, σε σχέση με την AW, στην κατάσταση ενός ιδιώτη πιστωτή, ούτε άλλωστε στην κατάσταση ενός ιδιώτη επενδυτή. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε την υποχρέωση να αποζημιώσει την AW για ζημία την οποία είχε υποστεί στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων, εφαρμοστέο ήταν ασφαλώς το κριτήριο ενός ιδιώτη οφειλέτη ο οποίος, στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, οφείλει χρηματικό ποσό στον αντισυμβαλλόμενό του λόγω ζημίας που του προκάλεσε.

    124

    Διαπιστώνεται όμως ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ιδιώτη οφειλέτη να αποζημιώσει τον δανειστή του για τον συναλλαγματικό και τον πληθωριστικό κίνδυνο τους οποίους δεν επικαλέστηκε έναντί του ο εν λόγω δανειστής. Ειδικότερα, εφόσον μια μεγαλύτερη αποζημίωση θα ήταν καταρχήν αντίθετη προς τα συμφέροντα ενός ιδιώτη οφειλέτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένας τέτοιος οφειλέτης δεν θα είχε λάβει υπόψη τέτοιους κινδύνους εκτός αν, κατόπιν αιτήματος του αντισυμβαλλομένου του, ήταν υποχρεωμένος να λάβει υπόψη τους κινδύνους αυτούς ή αν τούτο απέβαινε προς το ευρύτερα νοούμενο συμφέρον του, λαμβανομένης υπόψη της επίμαχης συμβατικής σχέσεως.

    125

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 152 έως 154 και 165 έως 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στην κατάσταση της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν θα είχε καταρχήν δεχθεί να καταβάλει ποσό υψηλότερο από εκείνο που όφειλε στην AW λόγω του επίμαχου ζημιογόνου γεγονότος και, ειδικότερα, στις σκέψεις 110 έως 112 της αποφάσεως αυτής, ότι δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη κίνδυνοι οι οποίοι υποτίθεται ότι βάρυναν την AW και ως προς τους οποίους δεν είχε υποβληθεί αίτημα της AW κατά τις διαπραγματεύσεις με το κράτος μέλος αυτό ούτε είχαν κατ’ άλλον τρόπο αποτελέσει αντικείμενο της μεταξύ τους επικοινωνίας.

    126

    Από τα ανωτέρω προκύπτει, δεύτερον, ότι κακώς η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, δεδομένου ότι οι κίνδυνοι τους οποίους επικαλείται η AW πρέπει να θεωρηθούν, κατά συνέπεια, ότι δεν αποτελούν κρίσιμα στοιχεία δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή κατά τρόπο μη αμελητέο στη λήψη αποφάσεως εκ μέρους ενός μέσου συνετού και επιμελούς ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος ευρίσκεται στην πλησιέστερη κατά το δυνατόν κατάσταση εκείνης του ανήκοντος στον δημόσιο τομέα επιχειρηματία. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διευκρινίσει, με την επίμαχη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη τους κινδύνους τους οποίους επικαλείται η AW.

    127

    Τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η AW δεν μπορεί λυσιτελώς να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας ή ότι υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του ελέγχου καθόσον διαπίστωσε, στις σκέψεις 110 έως 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι κίνδυνοι τους οποίους επικαλούνταν η AW δεν ήταν ούτε κρίσιμοι για την εκτίμηση στην οποία όφειλε να προβεί η Επιτροπή ούτε αποδειγμένοι. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εκτιμήσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του και να εξακριβώσει αν η επίμαχη απόφαση ήταν ή όχι παράνομη υπό το πρίσμα των ισχυρισμών της AW.

    128

    Τέλος, στο μέτρο που η AW υποστηρίζει ότι o συλλογισμός που διατυπώνεται στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ικανός να στηρίξει το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο περιλαμβάνεται στη σκέψη 113 της αποφάσεως αυτής, διαπιστώνεται ότι η AW δεν προσάπτει έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως, αλλά επικρίνει το περιεχόμενο των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου καλώντας, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι απαραδέκτως ζητείται κατ’ αναίρεση.

    129

    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, τα πρώτα σκέλη, αντιστοίχως, του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτα και εν μέρει αβάσιμα.

    Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου

    130

    Το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου, σχετικά με τις εναλλακτικές επιλογές τις οποίες θα είχε εξετάσει ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής, αντλείται από παράβαση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παράβαση των αποδεικτικών κανόνων και υπέρβαση των ορίων του ελέγχου που πρέπει να διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο.

    – Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    131

    Η AW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, κατά τη διαπραγμάτευση του ύψους των σκιωδών διοδίων, ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε περιοριστεί από τις διατάξεις και τους σκοπούς του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, καθόσον ενέκρινε την εσφαλμένη προσέγγιση της Επιτροπής βάσει της οποίας αυτή έλαβε υπόψη μόνον τις εναλλακτικές επιλογές τις οποίες είχε εξετάσει το οικείο κράτος μέλους. Εξάλλου, το προσήκον ύψος της αντιστάθμισης υπέρ της AW δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον ιδιώτη επενδυτή, στο μέτρο που δεν συνδέεται άμεσα ούτε με την κερδοφορία ούτε με τον κίνδυνό του.

    132

    Ακόμη, αν μέτρο αντίθετο προς εθνικό νόμο συνιστούσε πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, απλώς και μόνον διότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα πλήρωνε περισσότερα από όσα απαιτεί ο νόμος αυτός, ο ως άνω εθνικός νόμος θα περιόριζε την εφαρμογή της εν λόγω έχουσας υπέρτερη τυπική ισχύ διατάξεως, με συνέπεια παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    133

    Επιπλέον, κρίνοντας ότι ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 επιβάλλει στους συμβαλλομένους όρια σχετικά με τον καθορισμό των σκιωδών διοδίων, το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε κατά μη προσήκοντα τρόπο την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρέβη τους αποδεικτικούς κανόνες και υποκατέστησε την αιτιολογία της επίμαχης αποφάσεως με άλλη αιτιολογία. Ειδικότερα, αν ο νόμος αυτός απαγόρευε τα πραγματικά διόδια, θα είχε επίσης αναφερθεί σε διαπραγματεύσεις σχετικά με τη μέθοδο αντιστάθμισης και τις προθεσμίες πληρωμής. Δεδομένου ότι ο εν λόγω νόμος δεν προσδιορίζει ούτε τον ΕΒΑ, ούτε ότι ο ΕΒΑ θα πρέπει να αντισταθμίζει μόνον την απώλεια εσόδων, ούτε τους παράγοντες τους οποίους δύναται να λάβει υπόψη το Δημόσιο, ούτε την εμπορική θέση του Δημοσίου, καταλείπει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διάρθρωση της συμφωνίας περί των σκιωδών διοδίων.

    134

    Εξάλλου, η AW προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ως απόδειξη για το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, τη διαιτητική απόφαση που αποσαφηνίζει τον ορθό τρόπο ερμηνείας του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005 και την οποία το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε, βάσει μη προσήκουσας αιτιολογίας, ως αλυσιτελή. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η διαιτητική απόφαση δεν δέσμευε την Επιτροπή και ότι δεν κρίνει ότι η μελέτη WSA του 1999 έχει μεγαλύτερη χρησιμότητα από τη μελέτη WSA του 2004 δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την αποδεικτική αξία της εν λόγω διαιτητικής αποφάσεως. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε τα συμπεράσματά του βάσει ελλιπών και αστήρικτων αποδείξεων, δεδομένου ότι κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν στηρίζει τα συμπεράσματα αυτά. Το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε επίσης το γεγονός ότι η εξέταση του πεδίου εφαρμογής και του περιεχομένου του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005 προϋπέθετε τεχνικές γνώσεις και ότι η Επιτροπή δεν εξασφάλισε την απαιτούμενη σύμπραξη εμπειρογνωμόνων, παράλειψη η οποία καθίσταται ακόμη σοβαρότερη λόγω του γεγονότος ότι από τη διαιτητική απόφαση και από το γράμμα του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005 προέκυπτε ότι τα σκιώδη διόδια έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων. Τέλος, η διαιτητική απόφαση ακυρώθηκε αποκλειστικώς από το Sąd Apelacyjny w Warszawie (εφετείο Βαρσοβίας) λόγω της αντίθεσής της προς την επίμαχη απόφαση, γεγονός που δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία της όσον αφορά την ερμηνεία του εν λόγω νόμου.

    135

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη μη υποστηριζόμενη από ακριβή, αξιόπιστα και συνεπή αποδεικτικά στοιχεία διαπίστωση της σκέψεως 152 της επίμαχης αποφάσεως κατά την οποία το παράρτημα 6 χορηγεί αντιστάθμιση μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτούσε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 και υφίσταται αντίφαση μεταξύ της σύμβασης παραχώρησης και του παραρτήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να ελέγξει αν πληρούντο οι απαιτήσεις σχετικά με την απόδειξη. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας εξαιτίας της οποίας η AW δεν δύναται να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε τη συγκεκριμένη ερμηνεία του εν λόγω νόμου ούτε τους λόγους απόρριψης της επιχειρηματολογίας της κατά την οποία δεν υφίσταται αντίφαση.

    136

    Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της AW. Η Επιτροπή θεωρεί ιδίως ότι η αιτίαση ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα περιοριζόταν από τις διατάξεις και τους σκοπούς του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005 είναι απαράδεκτη διότι δεν προσδιορίζεται η φύση της πλάνης περί το δίκαιο και δεν προβάλλεται κανένα νομικό επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής. Εξάλλου, εφόσον το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενο του νόμου αυτού συνιστούν πραγματικά στοιχεία, η κυριαρχική εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα στοιχεία αυτά δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί παρά μόνον εφόσον προβαλλόταν παραμόρφωση των εν λόγω στοιχείων, πράγμα που δεν υποστηρίχθηκε και ακόμη λιγότερο αποδείχθηκε. Τέλος, η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζουν ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου δεν είναι βάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    137

    Πρέπει καταρχάς να απορριφθεί ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου τον οποίον προβάλλει η Επιτροπή σχετικά με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η AW στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου, δεδομένου ότι αυτή είναι αρκούντως σαφής και αποσκοπεί στη διαπίστωση πλάνης περί το δίκαιο λόγω του περιορισμού από το Γενικό Δικαστήριο των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση υπό το πρίσμα της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, παραβιάσεως της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, παραβάσεως των κανόνων περί διεξαγωγής αποδείξεων, υποκαταστάσεως αιτιολογίας και μη προσήκουσας αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    138

    Οι αιτιάσεις αυτές της AW βάλουν κατά των σκέψεων 152 έως 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 και η σύμβαση παραχώρησης επέβαλλαν στη Δημοκρατία της Πολωνίας την υποχρέωση να αποζημιώσει την AW μόνο για την απώλεια εσόδων που της είχαν προκαλέσει οι τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο νόμος αυτός και ότι κανένας ορθολογικώς ενεργών ιδιώτης επιχειρηματίας δεν θα είχε δεχθεί να καταβάλει ποσό υψηλότερο από εκείνο που του επέβαλλαν ο εν λόγω νόμος και η σύμβαση αυτή.

    139

    Έχει επισημανθεί στις σκέψεις 121 έως 125 της παρούσας αποφάσεως ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι ιδιώτης οφειλέτης ευρισκόμενος στην κατάσταση της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν θα σκόπευε να αποζημιώσει την AW σε έκταση που να υπερβαίνει τις συνέπειες που απέρρευσαν από τον αντίκτυπο του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005 επί της συμβατικής τους σχέσεως. Επομένως, δεδομένου ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου είναι σύμφωνη με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο ούτε παραβιάζει την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης.

    140

    Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι η AW δεν μπορεί λυσιτελώς να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε υποκατάσταση αιτιολογίας ή ότι υπερέβη τα όρια του εκ μέρους του ελέγχου όταν παρέθεσε, στις σκέψεις 152 έως 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διαπιστώσεις που υπενθυμίζονται στη σκέψη 138 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εκτιμήσει τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του και να εξακριβώσει αν η επίμαχη απόφαση ήταν ή όχι παράνομη υπό το πρίσμα των ισχυρισμών της AW.

    141

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη ελλιπή αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η AW αμφισβητεί μόνον κατά πόσον η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι επαρκής ώστε να στηρίξει τα συμπεράσματα του Γενικού Δικαστηρίου.

    142

    Έπειτα, η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται, εν μέρει, σε εσφαλμένη ερμηνεία των σκέψεων 152 και 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αυτές δεν περιέχουν τη διαπίστωση ότι το παράρτημα 6 χορηγεί στην AW αντιστάθμιση μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτούσε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 ή ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της σύμβασης παραχώρησης και του παραρτήματος αυτού, αλλά τη διαπίστωση ότι το ύψος της αντιστάθμισης που δικαιούνταν η AW προέκυπτε από συνολική εκτίμηση του ζημιογόνου γεγονότος που ήταν επακόλουθο του εν λόγω νόμου και των υποχρεώσεων που υπείχε η Δημοκρατία της Πολωνίας από την εν λόγω σύμβαση.

    143

    Επομένως, εφόσον, στις ως άνω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε τέτοιες διαπιστώσεις, είναι πλήρως αστήρικτη η επιχειρηματολογία της AW κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας στις εν λόγω διαπιστώσεις, παρέβη τους κανόνες περί διεξαγωγής αποδείξεων.

    144

    Τέλος, η AW επιζητεί, όπως ορθώς υποστήριξε η Επιτροπή, νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ιδίως του περιεχομένου του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

    145

    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

    Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου

    146

    Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με τον κίνδυνο αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και τον κίνδυνο δικαστικής διένεξης, η AW προβάλλει παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και παράβαση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παράβαση των αποδεικτικών κανόνων και υπέρβαση των ορίων του ελέγχου που πρέπει να διενεργείται από το Γενικό Δικαστήριο.

    – Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    147

    Η AW υποστηρίζει ότι, όπως και οι σύμβουλοι της Δημοκρατίας της Πολωνίας, που θεώρησαν ότι το παράρτημα 6 μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής θα είχε λάβει υπόψη τον κίνδυνο να καταλήξει η AW να καταγγείλει τη σύμβαση παραχώρησης ή να ασκήσει προσφυγή, καθώς και τη σχετική επαγγελματική γνωμοδότηση των συμβούλων του, και ότι κατά συνέπεια η Επιτροπή υποχρεούτο τόσο να εκτιμήσει τον κίνδυνο αυτό όσο και να λάβει υπόψη της την ως άνω γνωμοδότηση, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει και για το οποίο δεν επικρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

    148

    Ειδικότερα, στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή μόνο στις προβλεπόμενες από τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005 εναλλακτικές επιλογές και για τον λόγο αυτό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από τις ίδιες πλάνες με εκείνες που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Ο συλλογισμός που διατυπώνεται στη σκέψη 166 της αποφάσεως αυτής είναι διάλληλος, μη προσήκων και ενέχει υποκατάσταση αιτιολογίας όσον αφορά τους κινδύνους καταγγελίας της σύμβασης και δικαστικής διένεξης που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

    149

    Στο μέτρο που, με τη σκέψη 167 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η AW είχε επίσης συμφέρον να αποφύγει μια δικαστική διένεξη, το Γενικό Δικαστήριο υποκαθιστά εκ νέου με τον συλλογισμό του τον συλλογισμό που διατυπώνει η Επιτροπή στην επίμαχη απόφαση, δεν απαντά στο επιχείρημα σχετικά με το σημείο από το οποίο η AW θα έπαυε να διατηρεί την εμπορική σχέση, το οποίο οριοθετείται από την προοπτική ζημιών για την AW, και παραμορφώνει το περιεχόμενο των αναλύσεων των συμβούλων της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Εξάλλου, η τελευταία περίοδος της σκέψεως αυτής ενέχει λογικό σφάλμα και, ως εκ τούτου, πάσχει από μη προσήκουσα αιτιολογία, καθόσον περιορίζει τη συνεκτίμηση των κινδύνων καταγγελίας και δικαστικής διένεξης μόνο στο διάστημα πριν από τη θέσπιση του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, ενώ οι κίνδυνοι αυτοί υφίστανται και για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα.

    150

    Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της AW.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    151

    Με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά τις σκέψεις 165 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η AW επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, μη προσήκουσα αιτιολογία, υποκατάσταση αιτιολογίας καθώς και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων.

    152

    Στη σκέψη 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, όσον αφορά τους προβαλλόμενους κινδύνους που θα διέτρεχε ιδιώτης επιχειρηματίας σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, ότι ένας τέτοιος επιχειρηματίας θα είχε καταρτίσει τροποποιητική πράξη της συμβάσεως παραχωρήσεως μόνο για να αποζημιώσει την AW, σύμφωνα με τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005, αποκλειστικώς για την απώλεια εσόδων που προκάλεσε ο νόμος αυτός και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα είχε ούτε λάβει υπόψη τους εν λόγω προβαλλόμενους κινδύνους ούτε θα είχε δεχτεί να καταβάλει, για τον λόγο αυτό, υψηλότερη αντιστάθμιση. Πρόσθεσε ότι οι εν λόγω κίνδυνοι δεν συζητήθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διαπραγμάτευση του παραρτήματος 6 και δεν ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της αντιστάθμισης που καταβαλλόταν στην AW.

    153

    Στη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, στην επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, να αμφισβητήσει τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στα οικονομικά μοντέλα που προβλέπονταν στο παράρτημα 6. Δεδομένου ότι οι κίνδυνοι τους οποίους υποτίθεται ότι διέτρεχε ένας ιδιώτης επιχειρηματίας εφόσον δεν ελάμβανε χώρα συναλλαγή δεν είχαν καμία σχέση με την καταλληλότητα των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στα οικονομικά μοντέλα, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε δεχθεί να χρησιμοποιήσει τα ακατάλληλα δεδομένα της μελέτης WSA του 1999 αντί για εκείνα της μελέτης WSA του 2004 προκειμένου να συνεκτιμήσει τους εν λόγω κινδύνους.

    154

    Στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο πρόσθεσε ότι ο κίνδυνος αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και ο κίνδυνος δικαστικής διένεξης δεν θα είχαν ληφθεί υπόψη από ιδιώτη επιχειρηματία στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων προκειμένου να υπολογιστεί το ποσό της οφειλόμενης στην AW αντιστάθμισης, διότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν είχαν καμία σχέση με την απώλεια εσόδων που επέφερε η νομοθετική μεταβολή. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η AW είχε επίσης συμφέρον για την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και για την αποφυγή της άσκησης ένδικης προσφυγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης. Τέλος, επισήμανε ότι η AW δεν είχε αποδείξει και ούτε καν υποστηρίξει ότι οι σύμβουλοι της Δημοκρατίας της Πολωνίας εκτιμούσαν ότι ο κίνδυνος αποτυχίας των διαπραγματεύσεων καθώς και ο κίνδυνος δικαστικής διένεξης έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ΕΒΑ αμέσως πριν από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005.

    155

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά παράβαση των απαιτήσεων που υπενθυμίζονται στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως, η AW δεν διευκρινίζει ποιο αποδεικτικό στοιχείο παραμορφώθηκε από τη διαπίστωση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την τελευταία περίοδο της σκέψεως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    156

    Όσον αφορά την εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία την οποία επικαλείται η AW, καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο εκτιμήσεως που έπρεπε να εφαρμοστεί εν προκειμένω ήταν το κριτήριο του ιδιώτη οφειλέτη ο οποίος οφείλει, στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, χρηματικό ποσό στον αντισυμβαλλόμενό του λόγω ζημίας που του προξένησε. Επομένως, όπως έχει επανειλημμένως διαπιστωθεί με την παρούσα απόφαση, δεν πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία ένας τέτοιος οφειλέτης δεν θα είχε καταρχήν αποζημιώσει την AW καθ’ υπέρβαση του ποσού που της όφειλε εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος.

    157

    Εν συνεχεία, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η εν λόγω υποχρέωση πληρωμής απέρρεε από ευρύτερη συμβατική σχέση μεταξύ της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της AW και ότι ένας ιδιώτης οφειλέτης ευρισκόμενος στην κατάσταση του εν λόγω κράτους μέλους θα είχε κατά συνέπεια λάβει υπόψη τους κινδύνους αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και δικαστικής διένεξης, θα έπρεπε ακόμη οι κίνδυνοι αυτοί να είναι πραγματικοί και να μπορούν να του προκαλέσουν υψηλότερο κόστος από αυτό της αποζημίωσης της AW για τις συνέπειες που είχε για την ίδια ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005.

    158

    Τέλος, από τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 165 και 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η ύπαρξη τέτοιων κινδύνων πάντως δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι το ζήτημα αυτό δεν συζητήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων και, επιπλέον, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο συμφωνηθείς μηχανισμός αντιστάθμισης των ζημιών έπρεπε, αφενός, να εξασφαλίζει την πλήρη αναπλήρωση των απολεσθέντων εσόδων και, αφετέρου, να διασφαλίζει ότι η AW ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια που είχε λάβει για την κατασκευή του επίμαχου τμήματος του αυτοκινητοδρόμου.

    159

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    160

    Όσον αφορά την προβαλλόμενη υποκατάσταση αιτιολογίας, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 165 έως 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία της AW κατά την οποία η Επιτροπή κακώς είχε παραλείψει να λάβει υπόψη τους κινδύνους αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και δικαστικής διένεξης. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κίνδυνοι τους οποίους επικαλούνταν η AW δεν αποδείχθηκαν. Η δε Επιτροπή δεν υποχρεούται καταρχήν να διευκρινίζει στις αποφάσεις της τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη μη αποδειχθέντα στοιχεία. Ως εκ τούτου, με τις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν διατύπωσε αιτιολογία η οποία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στην επίμαχη απόφαση, αλλά ανέπτυξε συλλογισμό με τον οποίον απέρριπτε την προβληθείσα ενώπιόν του επιχειρηματολογία με την οποία επιδιωκόταν να αποδειχθεί έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως.

    161

    Τέλος, υπό το προκάλυμμα της υποτιθέμενης ανεπαρκούς αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η AW επιδιώκει στην πραγματικότητα την εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Δικαστήριο, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του.

    162

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

    Επί του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    163

    Το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αφορά το ζήτημα ποια μελέτη κυκλοφορίας και εσόδων πρέπει να ληφθεί υπόψη, αντλείται από παραμόρφωση του περιεχομένου της επίμαχης αποφάσεως, υποκατάσταση από το Γενικό Δικαστήριο της αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως με άλλη αιτιολογία, εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, παραβίαση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, παράβαση των αποδεικτικών κανόνων και έλλειψη αιτιολογίας.

    – Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    164

    Η AW επισημαίνει ότι στη σκέψη 152 της επίμαχης αποφάσεως διαπιστώνεται ότι «είναι όλως αμφίβολο» ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα δεχόταν να υπολογίσει την αντιστάθμιση υπέρ της AW με βάση τη μελέτη WSA του 1999 αντί για τη μελέτη WSA του 2004 και υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν διέθετε συνεπώς αποδείξεις ότι ίσχυε η διαπίστωση αυτή. Δεδομένου όμως ότι η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως, ο ως άνω συλλογισμός δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμά της ότι δεν πληρούτο το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη απόφαση ήταν αρκούντως αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου αυτού, εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο, παραμόρφωσε το προφανές νόημα της επίμαχης αποφάσεως και υποκατέστησε την αιτιολογία της με τη δική του αιτιολογία.

    165

    H AW φρονεί ότι η διατύπωση που χρησιμοποιεί η Επιτροπή μαρτυρεί άλλωστε, όπως και η διάρθρωση της επίμαχης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή αντιμετώπισε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ως εξαίρεση την οποία όφειλε να εξετάσει μόνον κατόπιν αιτήματος της AW, οπότε η σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία διαπιστώνει το αντίθετο, είναι μη πειστική.

    166

    Η AW επισημαίνει ότι η σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχει κρίση αποκλειστικώς ως προς τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα της μελέτης WSA του 2004 σε σχέση με τη μελέτη WSA του 1999 για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της AW πριν από την επίμαχη νομοθετική μεταβολή. Ωστόσο, ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα αρκούνταν να θεωρήσει ότι ορισμένα στοιχεία ενός μαθηματικού τύπου θα μπορούσαν να είχαν επιλεγεί κατά τρόπο διαφορετικό, αλλά θα επέλεγε μεταξύ του συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου και άλλων διαθέσιμων επιλογών αναλόγως του τελικού τους αποτελέσματος. Ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίον το παράρτημα 6 δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των άλλων αυτών επιλογών, τις οποίες θα ελάμβανε ενδεχομένως υπόψη ένας τέτοιος επενδυτής, οπότε η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς το σημείο αυτό δεν είναι προσήκουσα.

    167

    Εξάλλου, εντάσσοντας στην ανάλυσή του τον σκοπό του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε στο πλαίσιο του συλλογισμού αυτού στις πλάνες που εκτίθενται στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως. Από τη στιγμή που από την αιτιολογία της εν λόγω σκέψεως 154 δεν προκύπτει η επιλογή που θα είχε προκριθεί, κατά το Γενικό Δικαστήριο, από έναν ιδιώτη επενδυτή, η εν λόγω αιτιολογία δεν είναι προσήκουσα. Ιδίως, δεν είναι σαφές αν το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη συμφωνία μεταξύ των μερών με μόνη τροποποίηση την επικαιροποίηση του βασικού οικονομικού μοντέλου μέσω των στοιχείων της μελέτης κυκλοφορίας WSA του 2004, ήτοι με ανώτατο όριο τιμών των σκιωδών διοδίων, ή συμφωνία στηριζόμενη στο επικαιροποιημένο βασικό οικονομικό μοντέλο χωρίς όμως καθορισμό ανωτάτου ορίου. Πλην όμως στην πρώτη περίπτωση η αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική, διότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να «εξασφαλιστεί η αντιστάθμιση», ένα τέτοιο ανώτατο όριο δεν θα ήταν απαραίτητο διότι ο ΕΒΑ ανερχόταν στο 7,42 %, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι προφανές ότι θα έπρεπε να είχε εξεταστεί το ανώτατο όριο των τιμών των σκιωδών διοδίων.

    168

    Πάντοτε σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα, η AW επισημαίνει ότι μια άλλη επιλογή για τον ιδιώτη επενδυτή θα μπορούσε να είναι η σύναψη συμφωνίας χωρίς επικαιροποίηση της τεκμαιρόμενης κυκλοφορίας του βασικού οικονομικού μοντέλου αλλά με χαμηλότερο ανώτατο όριο των τιμών των σκιωδών διοδίων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ΕΒΑ χαμηλότερο του 7,42 %. Προφανώς όμως ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα πλήρωνε περισσότερο αποκλειστικώς με σκοπό να χρησιμοποιήσει τη «σωστή» μελέτη. Επομένως, η «σωστή» μελέτη δεν έχει σημασία από μόνη της. Ειδικότερα, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή προϋποθέτει ανάλυση του «πλήρους πακέτου», οπότε η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου αυτού. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το επιχείρημα της AW κατά το οποίο ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε θεωρήσει ότι καμία από τις διαθέσιμες μελέτες δεν ήταν κατάλληλη για τον επιδιωκόμενο σκοπό, διαπίστωση που αντιστοιχεί στα συμπεράσματα του οικονομικού συμβούλου της Δημοκρατίας της Πολωνίας, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να αγνοεί κανένας επενδυτής.

    169

    Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της AW.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    170

    Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η AW αιτιάται το Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 142, 153 και 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, χρησιμοποίησε εσφαλμένα νομικά κριτήρια, παραμόρφωσε το νόημα της επίμαχης αποφάσεως, υποκατέστησε την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής με τη δική του αιτιολογία, αιτιολόγησε ανεπαρκώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και παρέλειψε να απαντήσει σε ένα από τα επιχειρήματά της.

    171

    Καταρχάς, σχετικά με την επιχειρηματολογία της AW κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο κακώς απέρριψε, στη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή είχε αντιμετωπίσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή ως εξαίρεση, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η AW δεν μπορούσε βασίμως να προβάλει ενώπιόν του το επιχείρημα αυτό, διότι «αν και η Επιτροπή όντως εξέτασε το ύψος του εισπραχθέντος υπερβάλλοντος ποσού όπως αυτό προέκυπτε από την έκθεση PwC […] πριν εξετάσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, δεν αποφάνθηκε οριστικώς σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος και σχετικά με το ύψος του εισπραχθέντος υπερβάλλοντος ποσού παρά μόνον αφού εξέτασε το κριτήριο αυτό […]».

    172

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι από την επίμαχη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι, αρχίζοντας από τις σκέψεις 125 και 126 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή πραγματοποίησε ολόκληρη την ανάλυσή της σχετικά με την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος με βάση την παραδοχή ότι, κατά τη σύμβαση παραχώρησης, η Δημοκρατία της Πολωνίας όφειλε να αποζημιώσει την AW για τις ζημίες που προκλήθηκαν από τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005 και ότι μια αντιστάθμιση που υπερέβαινε τις ζημίες αυτές εμπεριείχε οικονομικό πλεονέκτημα, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, η ανάλυση αυτή αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στην ανάλυση στην οποία όφειλε να προβεί το θεσμικό αυτό όργανο κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία.

    173

    Εξάλλου, δεδομένου ότι η σύμπτωση μεταξύ της εν λόγω ανάλυσης και της αρχής αυτής επισημάνθηκε από την Επιτροπή στη σκέψη 152 της επίμαχης αποφάσεως και διευκρινίστηκε περαιτέρω από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 152 έως 154 και 165 έως 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία της AW πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    174

    Στη συνέχεια, όσον αφορά τις επικρίσεις της AW κατά της τελευταίας περιόδου της σκέψεως 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, με τη σκέψη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, «θεωρώντας “όλως αμφίβολο” ότι μια ορθολογικώς ενεργούσα ιδιωτική οικονομική οντότητα θα δεχόταν να υπολογίσει την αντιστάθμιση με βάση τη μελέτη WSA του 1999 και όχι με βάση την [πιο πρόσφατη] μελέτη [WSA του 2004], [η Επιτροπή] εξέθεσε με επαρκή σαφήνεια ότι δεν προέκυπτε από τα έγγραφα του φακέλου ότι μια τέτοια οντότητα θα είχε χρησιμοποιήσει τη μελέτη WSA του 1999 και αιτιολόγησε την εκτίμησή της υπογραμμίζοντας ότι η μελέτη WSA του 2004 ήταν πιο πρόσφατη».

    175

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ερμηνεία αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων την οποία εξέδωσε η Επιτροπή ασκώντας τις εξουσίες της αποτελεί νομική εκτίμηση για την οποία αρμόδια είναι το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 102 και 105).

    176

    Εξάλλου, η ερμηνεία συγκεκριμένου σημείου μιας τέτοιας αποφάσεως πρέπει να διενεργείται στο πλαίσιο που σχηματίζεται από το σύνολο της εν λόγω αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 111).

    177

    Επομένως, εν προκειμένω, η διαπίστωση της Επιτροπής, στη σκέψη 152 της επίμαχης αποφάσεως, ότι ήταν «όλως αμφίβολο» ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε χρησιμοποιήσει τη μελέτη WSA του 1999 πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση περιπτώσεως, όπως προκύπτει ιδίως από το σημείο 135 της επίδικης αποφάσεως, με το οποίο η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί μια πρόβλεψη κυκλοφορίας και εσόδων που να συμπίπτει χρονικά με τον νόμο της 28ης Ιουλίου 2005.

    178

    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο δεν χρησιμοποίησε εσφαλμένο νομικό κριτήριο ούτε παραμόρφωσε το νόημα της επίμαχης αποφάσεως. Δεν προέβη ούτε σε υποκατάσταση της αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως με τη δική του αιτιολογία, αλλά, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία που προέβαλε ενώπιόν του η AW, επιβεβαίωσε την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής.

    179

    Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της AW κατά της σκέψεως 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται καταρχάς ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση του εφαρμοστέου κριτηρίου. Ειδικότερα, όπως υπενθύμισε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδιώτης οφειλέτης ευρισκόμενος στην κατάσταση της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ο οποίος όφειλε χρηματικό ποσό στην AW στο πλαίσιο της συμβατικής του σχέσεως με αυτήν, λόγω της ζημίας που της είχε προκαλέσει με τη θέσπιση του νόμου της 28ης Ιουλίου 2005, θα είχε επιδιώξει να αποζημιώσει την AW μόνο για τις δυσμενείς συνέπειες που απέρρευσαν από τον ως άνω νόμο.

    180

    Επομένως, ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου κατά τον οποίο, δεδομένου του σκοπού αυτού, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε δεχθεί να στηριχθεί στα στοιχεία της μελέτης WSA του 1999 αντί για εκείνα της μελέτης WSA του 2004, ότι θα είχε απαιτήσει πρόσθετο διορισμό ενός ειδικού ή θα είχε προτιμήσει να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία της μελέτης FM του 2005, καθιστά σαφές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, ότι ένας τέτοιος ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει υπόψη, από το σύνολο των διαθέσιμων εναλλακτικών επιλογών αξιολόγησης, καμία εκ των οποίων δεν ήταν τέλεια, την επιλογή εκείνη που θα επέτρεπε να καθοριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι δυσμενείς συνέπειες του εν λόγω νόμου, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η αποζημίωση που θα κατέβαλλε θα ανταποκρινόταν στις συμβατικές υποχρεώσεις του χωρίς να τις υπερβαίνει.

    181

    Επομένως, o συλλογισμός αυτός εφαρμόζει το κατάλληλο κριτήριο και απαντά κατά σαφή και συνεπή τρόπο στο σύνολο της επιχειρηματολογίας της AW η οποία συνοψίζεται στις σκέψεις 134, 136 και 147 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    182

    Στο μέτρο που η AW υποστηρίζει ότι ο εν λόγω συλλογισμός δεν είναι κατάλληλος καθόσον έπρεπε να ληφθούν υπόψη επιλογές άλλες από εκείνη την οποία δέχθηκε η Επιτροπή και επικύρωσε το Γενικό Δικαστήριο, αρκεί η επισήμανση ότι, κατά τον τρόπο αυτό, η AW ζητεί στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του.

    183

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

    Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    184

    Το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, σχετικά με το ύψος του ΕΒΑ των πραγματικών διοδίων, αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας, παράβαση από το Γενικό Δικαστήριο των ελεγκτικών του υποχρεώσεων και παράβαση των αποδεικτικών κανόνων.

    – Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    185

    Η AW υποστηρίζει ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 120 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι επαρκής για στηρίξει την απόρριψη των επιχειρημάτων της που συνοψίζονται στη σκέψη 115 της αποφάσεως αυτής. Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε να εκθέσει το συμπέρασμά του χωρίς να έχει προβεί σε περίπλοκη οικονομική εκτίμηση, παραβαίνοντας, ως εκ τούτου, την υποχρέωσή του να ελέγξει αν η επίμαχη απόφαση στηριζόταν σε ακριβή, αξιόπιστα, συνεπή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την υποχρέωσή του να τηρήσει τους αποδεικτικούς κανόνες.

    186

    Ειδικότερα, η σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά αποκλειστικώς τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα των μελετών WSA του 1999 και του 2004 και δεν απαντά στο επιχείρημα που συνοψίζεται στη σκέψη 115 της αποφάσεως αυτής. Το γεγονός ότι η μελέτη WSA του 1999 ήταν λιγότερο χρήσιμη από τη μελέτη WSA του 2004 δεν σημαίνει ότι η δεύτερη αυτή μελέτη ήταν αξιόπιστη. Ο συλλογισμός που εκτίθεται στη σκέψη 121 της εν λόγω αποφάσεως δεν συνδέεται με το κρίσιμο ζήτημα αν ο ΕΒΑ ύψους 7,42 % είχε προσηκόντως καθοριστεί. Η σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται στο εν λόγω επιχείρημα χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η επικαιροποίηση ορισμένων δεδομένων για την κυκλοφορία και τα έσοδα στο πλαίσιο μιας μελέτης που αφορούσε άλλο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου δεν ασκεί επιρροή. Στη σκέψη 123 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο προβαίνει εκ νέου σε σύγκριση μεταξύ των αντίστοιχων πλεονεκτημάτων των μελετών WSA του 1999 και του 2004 και διαπιστώνει ότι δεν ήταν αναγκαίος ο διορισμός ειδικού, πράγμα το οποίο ουδόλως αιτιολογείται και καταλήγει να αντιστρέφει αδικαιολόγητα το βάρος αποδείξεως. Η αιτιολογία της σκέψεως 124 της εν λόγω αποφάσεως είναι επίσης άσχετη με το εν λόγω ζήτημα. Η σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά αποκλειστικώς το δεύτερο επιχείρημα σχετικά με τη μελέτη FM του 2005 και η σκέψη 126 της εν λόγω αποφάσεως απαντά μόνο στο τρίτο επιχείρημα σχετικά με το μοντέλο πραγματικών διοδίων PwC.

    187

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του να ελέγξει αν η επίμαχη απόφαση στηριζόταν σε ακριβή, αξιόπιστα, συνεπή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία και δεν τήρησε τους αποδεικτικούς κανόνες, κρίνοντας εσφαλμένως ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να αναζητήσει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον η μελέτη FM του 2005 ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί. Συναφώς, ενώ η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να προβαίνει σε αμερόληπτη και εις βάθος εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, από τη σκέψη 138 της επίμαχης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικώς στις πληροφορίες που έλαβε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας για να απορρίψει τη μελέτη αυτή ως μη δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί. Λαμβανομένης όμως υπόψη της σύγκρουσης που υφίστατο μεταξύ του κράτους μέλους αυτού και της AW και του γεγονότος ότι το εν λόγω κράτος μέλος είχε παραλείψει να μνημονεύσει τη μελέτη FM του 2005, η Επιτροπή έπρεπε να είχε επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια και να ζητήσει από τη Δημοκρατία της Πολωνίας ή από τρίτους πρόσθετες πληροφορίες.

    188

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η AW επικρίνει την αποδεικτική αξία των στοιχείων, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν αξιόπιστα, αμφισβητώντας την πληρότητά τους και δηλώνοντας ότι έπρεπε ως εκ τούτου να είχε ζητηθεί συμπληρωματική έκθεση. Με την επιχειρηματολογία αυτή, η AW επιδιώκει όμως, κατ’ ουσίαν, την επανεξέταση της εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Επιπλέον, η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της AW επί της ουσίας.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    189

    Με την επιχειρηματολογία της την οποία αναπτύσσει στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το οποίο αφορά τις σκέψεις 120 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η AW υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής, ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε ανεπαρκή δικαστικό έλεγχο, παρέβη τους αποδεικτικούς κανόνες, παρέλειψε να απαντήσει στην επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως.

    190

    Καταρχάς, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράλειψη του Γενικού Δικαστηρίου να απαντήσει στην επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, η AW υποστήριζε ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τη μελέτη WSA του 2004 ήταν προδήλως εσφαλμένα, δεδομένου ότι η αποδεικτική αξία των μελετών κυκλοφορίας ήταν περιορισμένη και ότι, ελλείψει αξιόπιστης μελέτης κυκλοφορίας, οι συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει σχετικά με μια μεθοδολογία κατά την οποία οι αρχικές προσδοκίες της AW όσον αφορά την απόδοση χρησιμοποιούνταν ως βάση υπολογισμού, αλλά μειώνονταν, μέσω της εφαρμογής του ανωτάτου ορίου τιμών των σκιωδών διοδίων, σε ύψος το οποίο η Δημοκρατία της Πολωνίας έκρινε αποδεκτό.

    191

    Επομένως, με την εν λόγω επιχειρηματολογία, η AW υποστήριζε ότι η μελέτη WSA του 2004 είχε ανεπαρκή αποδεικτική αξία σε σχέση με τη μελέτη WSA του 1999 στην οποία η AW απέδιδε, κατ’ ουσίαν, επαρκή αποδεικτική αξία βάσει της μεθοδολογίας που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων.

    192

    Αντιθέτως όμως προς όσα υποστηρίζει η AW, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ρητώς, με τις σκέψεις 122 έως 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία αυτή.

    193

    Ειδικότερα, αφενός, στις σκέψεις αυτές επισήμανε, πρώτον, ότι η WSA προσκόμισε σειρά μελετών, τις οποίες είχε προετοιμάσει ο ίδιος σύμβουλος, χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία, προκειμένου να καταρτίσει προβλέψεις κυκλοφορίας και εσόδων για τον αυτοκινητόδρομο A 2, δεύτερον, ότι η μελέτη WSA του 2004, η οποία είχε μάλιστα εκπονηθεί από την AW, αποσκοπούσε στην επικαιροποίηση των προβλέψεων κυκλοφορίας και εσόδων που είχαν γίνει προηγουμένως, τρίτον, ότι επομένως η μελέτη αυτή κατέστησε δυνατή την επικαιροποίηση των προβλέψεων κυκλοφορίας και εσόδων που περιέχονταν στη μελέτη WSA του 1999, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική εξέλιξη της κυκλοφορίας και των εσόδων στο επίμαχο τμήμα του αυτοκινητοδρόμου A 2 και την οικονομική ανάπτυξη της Πολωνίας, τέταρτον, ότι η μελέτη WSA του 2004 περιέχει για τον λόγο αυτό προβλέψεις κυκλοφορίας και εσόδων οι οποίες έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνες της μελέτης WSA του 1999 και αντανακλά ακριβέστερα την πραγματική κατάσταση της αγοράς κατά τη στιγμή των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005 και, πέμπτον. ότι το παράρτημα 6 κάνει μνεία του οικονομικού μοντέλου το οποίο οι συμβαλλόμενοι είχαν συμφωνήσει να χρησιμοποιήσουν για τον υπολογισμό του ΕΒΑ αμέσως πριν από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο εν λόγω νόμος, παραπέμποντας στον «φάκελο των μετόχων της [WSA], ήτοι την επικαιροποίηση της 31ης Δεκεμβρίου 2004».

    194

    Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι πλέον πρόσφατες προβλέψεις τις οποίες είχε καταρτίσει η WSA συνιστούσαν, στο πλαίσιο αυτό, στοιχεία μεγαλύτερης αξίας από εκείνα της μελέτης WSA του 1999».

    195

    Στη συνέχεια, το ζήτημα κατά πόσον, υπό τις συνθήκες αυτές, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ήταν αναγκαίος ο πρόσθετος διορισμός ενός ειδικού ανάγεται σε πραγματική εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων αυτών και ουδόλως αντιστρέφει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η AW, το βάρος αποδείξεως.

    196

    Τέλος, διαπιστώνεται ότι οι σκέψεις 120 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν λεπτομερή ανάλυση των στοιχείων της δικογραφίας συνεκτιμωμένης της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η AW ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αναπτύσσουν συγκεκριμένο σκεπτικό ως προς τη συνάφεια και την αποδεικτική αξία καθενός από τα στοιχεία που παρατίθενται στις σκέψεις αυτές. Ιδίως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε στις εν λόγω σκέψεις την αποδεικτική αξία των μελετών WSA του 1999 και του 2004, των πραγματικών δεδομένων κυκλοφορίας που παρέσχε η AW στη Γενική Διεύθυνση Εθνικών Οδών και Αυτοκινητοδρόμων, της μελέτης που πραγματοποίησε το 2005 ο σύμβουλος των τραπεζών στον τομέα της κυκλοφορίας όσον αφορά το σενάριο των σκιωδών διοδίων, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και της μελέτης FM του 2005. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της καταλληλότητας του μοντέλου πραγματικών διοδίων PwC που είχε χρησιμοποιήσει η Επιτροπή για να υπολογίσει το ποσό της επίμαχης ενίσχυσης.

    197

    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η επιχειρηματολογία της AW που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολόγηση των σκέψεων 120 έως 127 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από ανεπαρκή δικαστικό έλεγχο και από παράβαση των αποδεικτικών κανόνων.

    198

    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    199

    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτοι και εν μέρει αβάσιμοι.

    Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    200

    Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους της επίμαχης ενίσχυσης, η AW υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το προφανές νόημα των αποδεικτικών στοιχείων και ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

    Η επιχειρηματολογία των διαδίκων

    201

    Η AW επισημαίνει ότι, στη σκέψη 192 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε ότι τα σκιώδη διόδια στηρίζονταν, πριν από τον έλεγχο του 2007, σε υπερβολικά υψηλό TRI ο οποίος ανερχόταν στο 10,77 %. Πλην όμως, καταρχάς, από το παράρτημα 6 και ιδίως από το σημείο 3 του παραρτήματός του 1 προκύπτει ότι τα σκιώδη διόδια καθορίζονταν σε συγκεκριμένο ποσό εκφραζόμενο σε πολωνικά ζλότι (PLN), χωρίς καμία αναφορά σε ΕΒΑ, στη συνέχεια, από το παράρτημα 6 και ιδίως το σημείο 4 του παραρτήματός του 1, προκύπτει ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμοζόταν βάσει μαθηματικού τύπου, χωρίς καμία αναφορά σε ΕΒΑ, και, τέλος, από το παράρτημα 6 και ιδίως από τη ρήτρα 4, στοιχείο d, προκύπτει ότι ο ΕΒΑ κατέστη εφαρμοστέος μόνο μετά τον έλεγχο των σκιωδών διοδίων, ήτοι μετά την 1η Νοεμβρίου 2007. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι οι τιμές των σκιωδών διοδίων πριν από τον Οκτώβριο του 2007 καθορίζονταν από τη χρήση ΕΒΑ παραμορφώνει τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας.

    202

    Η σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει επίσης από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε με τη σκέψη αυτή ότι το μοντέλο ελέγχου δεν είχε ως αντικείμενο τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε αμφισβητήσει το ύψος του ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων, ενώ, πριν από τον έλεγχο του 2007, o εν λόγω ΕΒΑ δεν είχε διαδραματίσει κανένα ρόλο κατά τον υπολογισμό των σκιωδών διοδίων. Εξάλλου, η AW υποστηρίζει ότι από τη διαπίστωση ότι το μοντέλο ελέγχου δεν είχε ως αντικείμενο τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης δεν μπορεί να συναχθεί ότι υπήρξε υπεραντιστάθμιση πριν από τον έλεγχο.

    203

    Η Επιτροπή και η Δημοκρατία της Πολωνίας αμφισβητούν την επιχειρηματολογία της AW.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    204

    Στις σκέψεις 192 και 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, πρώτον, ότι το ποσό της υπεραντιστάθμισης που είχε υπολογιστεί από την Επιτροπή αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ των πληρωμών που πράγματι είχαν γίνει προς την AW και των ποσών που θα έπρεπε να είχε λάβει βάσει του ΕΒΑ που είχε καθοριστεί σύμφωνα με το μοντέλο πραγματικών διοδίων PwC, δεύτερον, ότι, για την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2005 και Οκτωβρίου 2007, το εισπραχθέν υπερβάλλον ποσό αντιστοιχούσε επομένως στη διαφορά μεταξύ των πληρωμών τις οποίες είχε πράγματι λάβει η AW και της αντιστάθμισης που υπολογιζόταν βάσει του ΕΒΑ τον οποίον μπορούσε να αναμένει αμέσως πριν από τις τροποποιήσεις τις οποίες επέφερε ο νόμος της 28ης Ιουλίου 2005, τρίτον, ότι, κατά συνέπεια, ο ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων ο οποίος ανερχόταν στο 10,77 % και τον οποίον είχε χρησιμοποιήσει η AW για να καθορίσει το ύψος των σκιωδών διοδίων κατά το διάστημα πριν από τον Οκτώβριο του 2007 ήταν ήδη υπερβολικά υψηλός σε σχέση με τον ΕΒΑ τον οποίον αυτή μπορούσε να αναμένει, τέταρτον, ότι ο μηχανισμός ελέγχου που προβλεπόταν στο παράρτημα 6 είχε απλώς επιβεβαιώσει τον εσφαλμένο χαρακτήρα του εν λόγω ΕΒΑ, πέμπτον, ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο εν λόγω μηχανισμός δεν μπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι η AW δεν έπρεπε να είχε λάβει αρχικώς τόσο υψηλά ποσά κατά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2005 και Οκτωβρίου 2007 και, έκτον, ότι ο μηχανισμός ελέγχου που προβλεπόταν στο παράρτημα 6 βασιζόταν σε σύγκριση μεταξύ του ΕΒΑ του μοντέλου ελέγχου και του ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων και παρείχε δυνατότητα προσαρμογής των τιμών των σκιωδών διοδίων βάσει των δεδομένων πραγματικής κυκλοφορίας μετά την εισαγωγή του συστήματος σκιωδών διοδίων.

    205

    Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 193 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας «τέτοιος μηχανισμός δεν έχει το ίδιο αντικείμενο με τον συλλογισμό που ακολούθησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, δεδομένου ότι, με τον συλλογισμό αυτόν, η Επιτροπή αμφισβήτησε το ύψος στο οποίο ανερχόταν ο ΕΒΑ του μοντέλου των πραγματικών διοδίων».

    206

    Πλην όμως από τον συλλογισμό και το συμπέρασμα αυτό προκύπτει σαφώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι αφήνει να εννοηθεί η AW, ο εν λόγω συλλογισμός δεν έχει σκοπό να περιγράψει τον μηχανισμό που προβλεπόταν στο παράρτημα 6, αλλά αφορά τον υπολογισμό στον οποίο προέβη η Επιτροπή προκειμένου να καθορίσει το ποσό της κρατικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, σκοπός των σκέψεων αυτών της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ήταν να δοθεί απάντηση από το Γενικό Δικαστήριο στην επιχειρηματολογία της AW η οποία συνοψίζεται στη σκέψη 191 της αποφάσεως αυτής, με την οποία επιδιωκόταν να αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση όσον αφορά την περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2005 και Οκτωβρίου 2007.

    207

    Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    208

    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    209

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

    210

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    211

    Δεδομένου ότι η AW ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα, αυτή πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

    212

    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η οποία μετέσχε στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η Autostrada Wielkopolska S.A. φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

     

    3)

    Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top