Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0689

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 25ης Φεβρουαρίου 2021.
    VodafoneZiggo Group BV κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/21/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ – Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 7 – Σχέδιο μέτρου υποβαλλόμενο από την εθνική ρυθμιστική αρχή – Αγορά χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε σταθερή θέση στις Κάτω Χώρες – Από κοινού σημαντική ισχύς στην αγορά – Παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην εθνική ρυθμιστική αρχή – Υποχρέωση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να τις λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη – Περιεχόμενο – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Πράξη δεκτική προσφυγής – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Υπόθεση C-689/19 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:142

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

    της 25ης Φεβρουαρίου 2021 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/21/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ – Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 7 – Σχέδιο μέτρου υποβαλλόμενο από την εθνική ρυθμιστική αρχή – Αγορά χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε σταθερή θέση στις Κάτω Χώρες – Από κοινού σημαντική ισχύς στην αγορά – Παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην εθνική ρυθμιστική αρχή – Υποχρέωση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να τις λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη – Περιεχόμενο – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Πράξη δεκτική προσφυγής – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    Στην υπόθεση C‑689/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2019,

    VodafoneZiggo Group BV, με έδρα την Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους W. Knibbeler, A. Pliego Selie και B. Verheijen, advocaten,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη L. Nicolae και τον G. Braun,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Juhász, προεδρεύοντα του τμήματος, Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με αίτηση αναιρέσεως, η VodafoneZiggo Group BV (στο εξής: VodafoneZiggo) ζητεί την αναίρεση της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Ιουλίου 2019, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής (T‑660/18, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2019:546), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης που φέρεται ότι περιέχεται στην από 30 Αυγούστου 2018 επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Autoriteit Consument en Markt (Αρχή των Καταναλωτών και των Αγορών, Κάτω Χώρες) (στο εξής: ACM) και περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί σχεδίου δύο μέτρων το οποίο έθεσε στη διάθεσή της η ACM, σχετικά με την αγορά χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε σταθερή θέση στις Κάτω Χώρες (υποθέσεις NL/2018/2099 και NL/2018/2100) [C(2018) 5848 τελικό, στο εξής: επίδικη πράξη].

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Η οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 241, σ. 8) (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο) αναφέρει, στην αιτιολογική σκέψη 15, τα εξής:

    «Είναι σημαντικό οι εθνικές κανονιστικές αρχές να διαβουλεύονται με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη επί των προτεινόμενων αποφάσεων και να λαμβάνουν υπόψη τους τις παρατηρήσεις τους πριν να λάβουν τελική απόφαση. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο δεν θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ενιαία αγορά ή σε άλλους στόχους της Συνθήκης [ΛΕΕ], οι εθνικές κανονιστικές αρχές θα πρέπει επίσης να ανακοινώνουν ορισμένα σχέδια αποφάσεων στην Επιτροπή και στις άλλες εθνικές κανονιστικές αρχές προκειμένου να τους παρέχεται η ευκαιρία να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. […] Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι διαδικασίες των άρθρων 6 και 7, ορίζονται στην παρούσα οδηγία […]. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί […] να ζητεί από μια εθνική κανονιστική αρχή να αποσύρει σχέδιο μέτρου όταν αφορά τον καθορισμό σημαντικών αγορών ή τον ορισμό ή μη επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά, και, όταν τέτοιες αποφάσεις μπορούν να δημιουργήσουν φραγμό στην ενιαία αγορά ή να είναι ασύμβατες με το κοινοτικό δίκαιο […].»

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2009/140, η οποία τροποποίησε, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 6 και 7 του αρχικού κειμένου της οδηγίας 2002/21, διευκρινίζει τα εξής:

    «Ο κοινοτικός μηχανισμός που παρέχει στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαιτεί από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές να αποσύρουν σχεδιαζόμενα μέτρα όσον αφορά τον καθορισμό της αγοράς και των φορέων εκμετάλλευσης που διαθέτουν σημαντική ισχύ στην αγορά έχει συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά τον προσδιορισμό των συνθηκών υπό τις οποίες είναι δυνατόν να υπάρξει εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση και εκείνων υπό τις οποίες οι φορείς εκμετάλλευσης υπάγονται σε τέτοια ρύθμιση. Από την παρακολούθηση της αγοράς από την Επιτροπή και, ιδίως, από την εμπειρία της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας [2002/21] προκύπτει ότι ανακολουθίες στην εφαρμογή επανορθωτικών μέτρων από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ακόμη και υπό παρόμοιες συνθήκες αγοράς, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την εσωτερική αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κατά συνέπεια η Επιτροπή μπορεί να συμβάλει στην εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου συνοχής κατά την εφαρμογή των επανορθωτικών μέτρων εκδίδοντας συστάσεις για τα σχέδια μέτρων που προτείνουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Η Επιτροπή, προκειμένου να επωφεληθεί από την πείρα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών στην ανάλυση της αγοράς, θα πρέπει να διαβουλεύεται με τον BEREC προτού λάβει τις αποφάσεις της και/ή τις συστάσεις της.»

    4

    Το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας-πλαισίου ορίζει ότι νοείται ως «εθνική κανονιστική αρχή» (στο εξής: ΕΡΑ) «ο ή οι φορείς στους οποίους ένα κράτος μέλος έχει αναθέσει οποιαδήποτε από τα κανονιστικά καθήκοντα που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία […]».

    5

    Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας-πλαισίου, με τίτλο «Δικαίωμα προσφυγής», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή επιχείρηση που παρέχει δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει, όταν θίγεται από απόφαση [ΕΡΑ], δικαίωμα προσφυγής κατά της αποφάσεως ενώπιον οργάνου προσφυγής ανεξάρτητου από τους διαδίκους. Το εν λόγω όργανο προσφυγής, το οποίο μπορεί να είναι δικαστήριο, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και ότι υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός προσφυγής.

    Έως την ολοκλήρωση της προσφυγής ισχύει η απόφαση της [ΕΡΑ], εκτός εάν ληφθούν προσωρινά μέτρα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

    2.   Εάν το όργανο προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αιτιολογεί πάντοτε εγγράφως τις αποφάσεις του. Επίσης, στην περίπτωση αυτή, η απόφασή του υπόκειται σε αναθεώρηση από δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου [267 ΣΛΕΕ].»

    6

    Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας-πλαισίου αφορά την παροχή πληροφοριών και προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι [ΕΡΑ] παρέχουν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, τις απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της πληροφορίες βάσει της Συνθήκης [ΛΕΕ]. […]

    […] τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σε μία [ΕΡΑ] μπορούν να διατίθενται σε άλλη τέτοια αρχή στο ίδιο ή σε διαφορετικό κράτος μέλος, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, εάν αυτό είναι αναγκαίο για να μπορεί η μία ή η άλλη κανονιστική αρχή να τηρήσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει του κοινοτικού δικαίου.»

    7

    Το άρθρο 6 της οδηγίας-πλαισίου αφορά τον «Μηχανισμ[ό] διαβούλευσης και διαφάνειας». Κατά το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού:

    «Εκτός περιπτώσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 7, παράγραφος 9, […] τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που [ΕΡΑ] προτίθενται να λάβουν μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία […] ή προτίθενται να προβλέψουν περιορισμούς […] και εφόσον τα εν λόγω μέτρα ή περιορισμοί έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη σχετική αγορά, παρέχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη δυνατότητα σχολιασμού του σχεδίου μέτρου εντός εύλογης χρονικής περιόδου.

    Οι [ΕΡΑ] δημοσιοποιούν τις εθνικές τους διαδικασίες διαβούλευσης.»

    8

    Το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου, με τίτλο «Εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών», ορίζει τα εξής:

    «1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας […], οι [ΕΡΑ] λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους όλους τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 8, στο βαθμό που αυτοί σχετίζονται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    2.   Οι [ΕΡΑ] συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς εργαζόμενες από κοινού αλλά και με την Επιτροπή καθώς και με τον BEREC, κατά διαφανή τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας […] σε όλα τα κράτη μέλη […].

    3.   Εάν δεν προβλέπεται άλλως σε συστάσεις ή/και κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7β, μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης του άρθρου 6, εφόσον [ΕΡΑ] προτίθεται να λάβει μέτρο το οποίο:

    α)

    εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 της παρούσας οδηγίας […]· και

    β)

    είναι πιθανόν να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών,

    καθιστά το σχέδιο μέτρου προσβάσιμο στην Επιτροπή, στον BEREC και τις [ΕΡΑ] άλλων κρατών μελών, ταυτοχρόνως, μαζί με την αιτιολόγηση στην οποία στηρίζεται το μέτρο […] και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, τον BEREC και τις άλλες [ΕΡΑ]. Οι [ΕΡΑ], ο BEREC και η Επιτροπή μπορούν εντός μηνός να διαβιβάσουν τα σχόλιά τους στην ενδιαφερόμενη [ΕΡΑ]. Η μηνιαία προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί.

    4.   Εάν το σχεδιαζόμενο μέτρο που διέπεται από την παράγραφο 3 αποσκοπεί:

    α)

    στον καθορισμό σχετικής αγοράς που διαφέρει από εκείνες που ορίζονται στη σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, ή

    β)

    στην απόφαση καθορισμού ή όχι επιχείρησης ως διαθέτουσας, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλους, σημαντική ισχύ στην αγορά, βάσει του άρθρου 16, παράγραφοι 3, 4 ή 5,

    και είναι πιθανόν να επηρεάσει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ενώ η Επιτροπή έχει επισημάνει στην [ΕΡΑ] ότι θεωρεί πως το σχέδιο μέτρου θα δημιουργούσε φραγμό στην εσωτερική αγορά ή εάν έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με την κοινοτική νομοθεσία και ιδίως με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 8, αναβάλλεται η θέσπιση του σχεδίου μέτρου επί δύο περαιτέρω μήνες. Η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να παραταθεί. Η Επιτροπή ενημερώνει τις άλλες [ΕΡΑ] σχετικά με τις επιφυλάξεις της στην περίπτωση αυτή.

    5.   Εντός της δίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 4, η Επιτροπή μπορεί:

    α)

    να αποφασίσει να καλέσει την ενδιαφερόμενη [ΕΡΑ] να αποσύρει το σχέδιο μέτρου, ή/και,

    β)

    να αποφασίσει να άρει τις επιφυλάξεις της σε σχέση με το σχέδιο μέτρου κατά την παράγραφο 4.

    Η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη του BEREC πριν από τη λήψη απόφασης. Η απόφαση συνοδεύεται από λεπτομερή και αντικειμενική ανάλυση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρου δεν πρέπει να θεσπιστεί, καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για την τροποποίηση του σχεδίου μέτρου.

    6.   Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 ζητώντας από την [ΕΡΑ] να αποσύρει σχέδιο μέτρου, η [ΕΡΑ] τροποποιεί ή αποσύρει το σχέδιο μέτρου εντός εξαμήνου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής. Σε περίπτωση που το σχέδιο μέτρου τροποποιείται, η [ΕΡΑ] διοργανώνει δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 6 και επανακοινοποιεί το τροποποιημένο σχέδιο μέτρου στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3.

    7.   Η ενδιαφερόμενη [ΕΡΑ] λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη της τα σχόλια των άλλων εθνικών κανονιστικών αρχών, του BEREC και της Επιτροπής και, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 και στην παράγραφο 5, στοιχείο αʹ, μπορεί να θεσπίζει το προκύπτον σχέδιο μέτρου και, εφόσον το πράξει, το κοινοποιεί στην Επιτροπή.

    8.   Η [ΕΡΑ] ανακοινώνει στην Επιτροπή και στον BEREC όλα τα εγκεκριμένα τελικά μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ.

    9.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν μια [ΕΡΑ] κρίνει ότι πρέπει να αναληφθεί δράση επειγόντως προκειμένου να διασφαλισθεί ο ανταγωνισμός και να προστατευθούν τα συμφέροντα των χρηστών, κατά παρέκκλιση από τη διαδικασία των παραγράφων 3 και 4, μπορεί να λαμβάνει αμέσως αναλογικά και προσωρινά μέτρα. Ανακοινώνει αμελλητί στην Επιτροπή, στις άλλες [ΕΡΑ] και στον BEREC τα μέτρα αυτά, πλήρως αιτιολογημένα. Η λήψη αποφάσεως εκ μέρους [ΕΡΑ] για τη μονιμοποίηση των μέτρων ή την παράταση της ισχύος τους υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4.»

    9

    Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας-πλαισίου θεσπίζει τη διαδικασία ταυτοποίησης και ορισμού αγορών, ενώ το άρθρο 16 αυτής αφορά τη διαδικασία ανάλυσης της αγοράς.

    10

    Το άρθρο 19 της ίδιας οδηγίας-πλαισίου φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες εναρμόνισης» και στις παραγράφους του 1 και 2 προβλέπει τα εξής:

    «1.   […] εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η ύπαρξη αποκλίσεων κατά την υλοποίηση, εκ μέρους των [ΕΡΑ], των κανονιστικών καθηκόντων που προσδιορίζονται στην παρούσα οδηγία […] ενδέχεται να αποτελέσει φραγμό στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη του BEREC, μπορεί να εκδώσει σύσταση ή απόφαση για την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας […].

    2.   […]

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι [ΕΡΑ] να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους τις εν λόγω συστάσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εφόσον μια [ΕΡΑ] επιλέγει να μην ακολουθήσει μια σύσταση, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, αιτιολογώντας τη θέση της.»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    11

    Το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 και 10 έως 18 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, έχει εν συντομία ως εξής.

    12

    Η VodafoneZiggo είναι εταιρία ολλανδικού δικαίου η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στις Κάτω Χώρες, προσφέροντας υπηρεσίες παροχής σταθερής πρόσβασης στο διαδίκτυο, τηλεοπτικών προγραμμάτων και τηλεφωνίας μέσω καλωδιακού δικτύου.

    13

    Στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ACM, ολλανδική ΕΡΑ κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας-πλαισίου, δημοσιοποίησε, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, σχέδιο μέτρων προς δημόσια διαβούλευση. Το σχέδιο αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ανάλυση της αγοράς χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε σταθερή θέση στις Κάτω Χώρες. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η ACM θεώρησε ότι ορισμένοι φορείς εκμετάλλευσης, μεταξύ των οποίων και η VodafoneZiggo, είχαν από κοινού σημαντική ισχύ στην αγορά αυτή και πρότεινε να τους επιβληθούν ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας-πλαισίου. Τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου αυτού μέχρι τις 10 Απριλίου 2018. Η VodafoneZiggo υπέβαλε τις παρατηρήσεις της εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    14

    Στις 31 Ιουλίου 2018, η ACM έθεσε το σχέδιο μέτρων στη διάθεση της Επιτροπής, του BEREC και των ΕΡΑ των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου.

    15

    Στις 6 και 9 Αυγούστου 2018, η Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας-πλαισίου, ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την ACM, η οποία της τις κοινοποίησε.

    16

    Στις 8 Αυγούστου 2018, η VodafoneZiggo υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του σχεδίου μέτρων.

    17

    Στις 30 Αυγούστου 2018, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου, απηύθυνε στην ACM την επίδικη πράξη, η οποία περιείχε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου μέτρων.

    18

    Στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, η ACM εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία χαρακτήρισε ορισμένες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της VodafoneZiggo, ως επιχειρήσεις με από κοινού σημαντική ισχύ στην αγορά χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης σε σταθερή θέση στις Κάτω Χώρες και τους επέβαλε ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις. Στο παράρτημα Ι της εν λόγω απόφασης, η ACM επεξήγησε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

    19

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2018, η VodafoneZiggo άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης πράξης.

    20

    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής αυτής, υποστηρίζοντας, πρώτον, ότι η επίδικη πράξη δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και συνιστά, το πολύ, προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν καθορίζει την οριστική θέση του θεσμικού αυτού οργάνου και, δεύτερον, ότι η VodafoneZiggo δεν έχει ενεργητική νομιμοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον η επίδικη πράξη δεν την αφορά άμεσα.

    21

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, την 1η Φεβρουαρίου 2019, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και, στις 27 Φεβρουαρίου 2019, η T-Mobile Netherlands Holding BV, η T-Mobile Netherlands BV, η T‑Mobile Thuis BV και η Tele2 Nederland BV ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

    22

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη πράξη δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, οπότε δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    23

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, κατ’ αρχάς, το πλαίσιο εντός του οποίου είχε εκδοθεί η πράξη αυτή. Διαπίστωσε, πρώτον, ότι η υποχρέωση της ενδιαφερόμενης ΕΡΑ να «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις τις οποίες διατυπώνει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου δεν συνεπάγεται ότι η επίδικη πράξη έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, δεύτερον, ότι η εν λόγω πράξη δεν συνιστά απόφαση με την οποία παρέχεται έγκριση στην ACM να λάβει τα σχεδιαζόμενα μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν παράγει τέτοια αποτελέσματα, και, τρίτον, ότι η ίδια πράξη δεν έθιγε τα διαδικαστικά δικαιώματα της VodafoneZiggo. Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο της επίδικης πράξης και έκρινε ότι δεν μπορούσε να συναχθεί ούτε από το γράμμα της ούτε από το αντικείμενο των περιλαμβανόμενων σε αυτήν παρατηρήσεων ότι η Επιτροπή, με την έκδοση της πράξης αυτής, επιδίωξε να επιβάλει νομικώς δεσμευτικές υποχρεώσεις. Τέλος, έκρινε ότι η πράξη αυτή είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και ότι τα επιχειρήματα της VodafoneZiggo σχετικά με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν ήταν ικανά να παρακάμψουν τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

    24

    Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της VodafoneZiggo ως απαράδεκτη και έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητη η εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης της VodafoneZiggo, ούτε η κρίση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως.

    Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    25

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η VodafoneZiggo ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    26

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τη VodafoneZiggo στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    27

    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η VodafoneZiggo προβάλλει τρεις λόγους.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    28

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η επίδικη πράξη δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε πέντε σκέλη.

    Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    29

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 7, της οδηγίας‑πλαισίου αναγκαιότητα να «λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη» οι ΕΡΑ τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επιβάλλει στις αρχές αυτές δεσμευτική νομική υποχρέωση, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    30

    Πρώτον, η VodafoneZiggo διατείνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 41 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, προέβη σε εσφαλμένη ανάλυση του περιεχομένου της απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C‑28/15, EU:C:2016:692), με τις σκέψεις 37 και 38 της οποίας, στην πραγματικότητα, διαπιστώνεται ότι η φράση «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, οι ΕΡΑ οφείλουν να ακολουθούν ό,τι οφείλουν να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο μια ΕΡΑ πρέπει να «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τις, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου, αποφάσεις της Επιτροπής περιγράφεται εσφαλμένως, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή αφορά όλους τους χρησιμοποιούμενους όρους, όπως επίσης και την πράξη στο σύνολό της. Εν προκειμένω, η Επιτροπή, υποδεικνύοντας στην ACM να βελτιώσει την ανάλυσή της προκειμένου να τηρηθεί η απαίτηση περί λειτουργικής ισοδυναμίας, της έδωσε την εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, με σκοπό να περιορίσει τις επιλογές της αρχής αυτής και, ως εκ τούτου, να προσδώσει δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα στην επίδικη πράξη.

    31

    Δεύτερον, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι, από τη σκέψη 41 της απόφασης της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica (C‑207/01, EU:C:2003:451), και από τη σκέψη 59 της απόφασης της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής) (C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925), προκύπτει ότι μπορεί επίσης να γίνει δεκτό ότι ένα μέτρο έχει έννομα αποτελέσματα ακόμη και όταν δεν αποσκοπεί στην παραγωγή τέτοιων αποτελεσμάτων και ότι κάθε είδους έννομο αποτέλεσμα αρκεί για να κριθεί η προσφυγή παραδεκτή. Επομένως, οι σκέψεις 45 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο.

    32

    Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, η επίδικη πράξη παράγει ουσιαστικό έννομο αποτέλεσμα συνιστάμενο στο ότι οι ΕΡΑ οφείλουν να «λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Εντούτοις, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να διακρίνεται από τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, κατά την έννοια της νομολογίας σχετικά με το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως, καθόσον η συγκεκριμένη φράση επιβάλλει μόνον υποχρέωση αιτιολόγησης, στη δε σκέψη 50 της διάταξης αυτής διαπίστωσε ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα της VodafoneZiggo. Στο σημείο αυτό υπάρχει αντίφαση, δεδομένου ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης παράγει έννομα αποτελέσματα. Η ύπαρξη ουσιαστικού εννόμου αποτελέσματος ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η Επιτροπή εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας-πλαισίου, σύσταση –ήτοι τη σύσταση 2008/850/ΕΚ της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2008, για τις κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες και τις διαβουλεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21 (ΕΕ 2008, L 301, σ. 23)–, κατά την οποία οι ΕΡΑ οφείλουν να αναφέρουν με ποιον τρόπο έλαβαν ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου.

    33

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθόρισε ρητώς τα έννομα αποτελέσματα τα οποία επιθυμεί να προσδώσει στις παρατηρήσεις που διατυπώνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου. Η διάταξη αυτή δεν περιέχει ρητή αναφορά σε έννομα αποτελέσματα, ενώ, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρόθεση του Γενικού Δικαστηρίου ήταν να αναφερθεί στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου, ο συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου είναι διάλληλος. Επίσης, η απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Telefonia Dialog (C‑3/14, EU:C:2015:232), καθώς και η αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας‑πλαισίου, καταδεικνύουν ότι οι ΕΡΑ δεν δύνανται να παραγνωρίζουν τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις κατατείνουν στη διαφύλαξη των σκοπών της Ένωσης. Επομένως, οι παρατηρήσεις αυτές παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    34

    Τέταρτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς όσα διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η εθνική δικαστική απόφαση την οποία η ίδια επικαλέστηκε καταδεικνύει ότι η αναγκαιότητα να λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρήσεις της Επιτροπής συνεπάγεται την εκ των προτέρων οριοθέτηση του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει η ΕΡΑ ελλείψει τέτοιων παρατηρήσεων. Η δικαστική αυτή απόφαση παραθέτει, επομένως, τα πραγματικά αποτελέσματα που παράγει πράξη της Επιτροπής η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου.

    35

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπό κρίση πρώτο σκέλος είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    36

    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την αιτίαση που βάλλει κατά των σκέψεων 41 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C‑28/15, EU:C:2016:692), το Δικαστήριο ερωτήθηκε, κατ’ ουσίαν, σχετικά με τη δυνατότητα που είχε εθνικό δικαστήριο, το οποίο είχε επιληφθεί διαφοράς σχετικής με τη νομιμότητα της επιβολής από ΕΡΑ τιμολογιακής υποχρέωσης, να παρεκκλίνει από σύσταση της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, με την οποία προτεινόταν η χρήση συγκεκριμένου προτύπου υπολογισμού των τιμών ως ενδεδειγμένου μέτρου ρύθμισης των τιμών στην αγορά τερματισμού κλήσεων.

    37

    Στο πλαίσιο αυτό, κατόπιν της επισήμανσης, στη σκέψη 37 της προαναφερθείσας απόφασης, ότι το άρθρο 19, παράγραφος 2, της οδηγίας-πλαισίου απαιτεί οι ΕΡΑ, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να «λαμβάνουν στον μέγιστο βαθμό υπόψη» τις συστάσεις της Επιτροπής, το Δικαστήριο, στη σκέψη 38 της εν λόγω απόφασης, συνήγαγε το συμπέρασμα ότι, «[κ]ατά συνέπεια, στην ΕΡΑ επαφίεται, οσάκις επιβάλλει υποχρεώσεις [σύμφωνα με το εφαρμοστέο ρυθμιστικό πλαίσιο], να ακολουθεί, κατ’ αρχήν, τις επισημάνσεις της συστάσεως [αυτής]» και ότι «[μ]όνον εάν κρίνει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως, ότι το πρότυπο [υπολογισμού του κόστους], το οποίο προκρίνει η εν λόγω σύσταση, δεν αρμόζει στις περιστάσεις, δύναται να μην το ακολουθήσει, αιτιολογώντας τη θέση της». Στη σκέψη 34 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο κατ’ ουσίαν υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, η σύσταση «δεν είναι, κατ’ αρχήν, νομικώς δεσμευτική» και ότι, «[ε]ξάλλου, το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας-πλαισίου επιτρέπει ρητώς στις ΕΡΑ να μην ακολουθούν συστάσεις της Επιτροπής εκδοθείσες δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, της οδηγίας-πλαισίου, υπό τον όρο να ενημερώσουν σχετικώς την Επιτροπή και να της κοινοποιήσουν την αιτιολογία της θέσεώς τους». Εξ αυτού συνήγαγε το συμπέρασμα, στη σκέψη 35 της ίδιας απόφασης, ότι «η ΕΡΑ, κατά την έκδοση αποφάσεως επιβάλλουσας τιμολογιακές υποχρεώσεις στους φορείς εκμεταλλεύσεως […] δεν δεσμεύεται από [την επίμαχη] σύσταση».

    38

    Πρώτον, όπως απορρέει από την προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, ουδόλως προκύπτει από την απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C‑28/15, EU:C:2016:692), ότι, όπως υποστηρίζει η VodafoneZiggo, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση αυτή ότι το καθήκον της ΕΡΑ «να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» μια πράξη της Επιτροπής σημαίνει υποχρέωση της αρχής αυτής να συμμορφώνεται προς το περιεχόμενο της εν λόγω πράξης, δεδομένου ότι η σκέψη 38 της προαναφερθείσας απόφασης ορίζει ρητώς το αντίθετο, ούτε περαιτέρω ότι από την απόφαση αυτή συνάγεται ότι οι παρατηρήσεις τις οποίες κοινοποιεί η Επιτροπή στην ΕΡΑ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου δεσμεύουν την αρχή αυτή.

    39

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε πράγματι τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης στοιχεία με τις βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, και ειδικότερα με τις σκέψεις 41 και 42 της διάταξης αυτής, η οποία, ως εκ τούτου, απηχεί ορθώς το περιεχόμενο της απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C‑28/15, EU:C:2016:692).

    40

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, τα διδάγματα που απορρέουν από τη σκέψη 26 της απόφασης της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑16/16 P, EU:C:2018:79), κατά την οποία, «καθιερώνοντας τις συστάσεις ως μια ιδιαίτερη κατηγορία πράξεων της Ένωσης και προβλέποντας ρητώς ότι αυτές “δεν δεσμεύουν”, το άρθρο 288 ΣΛΕΕ θέλησε να εξοπλίσει τα θεσμικά όργανα που είναι εξουσιοδοτημένα να τις εκδίδουν με ένα μέσο προτροπής και πειθούς διαφορετικό από την εξουσία τους να εκδίδουν πράξεις δεσμευτικής ισχύος», έκρινε δε εν συνεχεία ότι η διαπίστωση αυτή «ισχύει, κατ’ αναλογίαν, και για τις παρατηρήσεις τις οποίες διατυπώνει η Επιτροπή […] σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, όπως οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν με την [επίδικη] πράξη». H VodafoneZiggo δεν αμφισβητεί, πάντως, την αναλογική εφαρμογή στην επίδικη πράξη της νομολογίας αυτής σχετικά με τις συστάσεις κατά την έννοια του άρθρου 288 ΣΛΕΕ.

    41

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία η οποία αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του περιεχομένου της απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C‑28/15, EU:C:2016:692), δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    42

    Εξάλλου, στο μέτρο που, με την πρώτη υπό κρίση αιτίαση, η VodafoneZiggo επικρίνει τις σκέψεις 41 έως 44 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης για τον λόγο ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει με τη διάταξή του ότι η επίδικη πράξη περιέχει ακριβείς οδηγίες προς την ACM, καθιστώντας σαφές ότι πρόθεση της Επιτροπής ήταν να προσδώσει στην πράξη δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ανέλυσε, με τις σκέψεις αυτές, το περιεχόμενο της εν λόγω πράξης –ανάλυση η οποία παρατίθεται στις σκέψεις 88 έως 96 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης–, αλλά απλώς εξέθεσε, αορίστως και χωρίς μνεία στο περιεχόμενό της, με ποιον τρόπο η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 7, παράγραφος 7, της οδηγίας-πλαισίου φράση «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» αναδεικνύει τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των παρατηρήσεων που διατυπώνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3.

    43

    Ωστόσο, η VodafoneZiggo δεν προβάλλει άλλη αιτίαση αφορώσα πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο, πέραν εκείνης που απορρίφθηκε στις σκέψεις 36 έως 41 της παρούσας απόφασης. Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις προαναφερθείσες σκέψεις, χωρίς να είναι αναγκαία η κρίση επί του παραδεκτού της, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή.

    44

    Επομένως, η πρώτη αιτίαση του υπό κρίση σκέλους είναι αβάσιμη.

    45

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την αιτίαση κατά των σκέψεων 45 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι «πρέπει να διακριθούν τα αποτελέσματα που προβλέπει η [απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica (C‑207/01, EU:C:2003:451),] από τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία επικαλείται η [VodafoneZiggo], τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση». Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 47 της διάταξης αυτής, ότι «η απαίτηση να λαμβάνονται οι παρατηρήσεις “ιδιαιτέρως υπόψη” έχει διακριτό έννομο αποτέλεσμα από τα αποτελέσματα που επικαλείται η [VodafoneZiggo], καθόσον η εν λόγω απαίτηση επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησης», και, στη σκέψη 50, ότι «[ε]ν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία φέρει η ΕΡΑ δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα της [VodafoneZiggo], μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση».

    46

    Δεδομένου ότι η VodafoneZiggo υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκτίμησε εσφαλμένως το κριτήριο του εννόμου αποτελέσματος το οποίο καθιστά δυνατή την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία η οποία έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως ασκούμενων από κράτη μέλη ή από θεσμικά όργανα, θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα, ανεξαρτήτως του τύπου τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων (αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 31, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 46).

    47

    Αυτά τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της επίμαχης πράξης, λαμβανομένων, ενδεχομένως, υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή, καθώς και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 32, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 47).

    48

    Ωστόσο, όταν η προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξης θεσμικού οργάνου ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η προσφυγή αυτή είναι δυνατή μόνον αν η πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    49

    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 120 και 121 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής καθόσον έκανε δεκτό τον πρώτο προβληθέντα από το εν λόγω θεσμικό όργανο λόγο απαραδέκτου, σύμφωνα με τον οποίο η επίδικη πράξη δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής και έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    50

    Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι ευσταθεί το επιχείρημα της VodafoneZiggo ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στις βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, να εκτιμήσει μόνον αν η επίδικη πράξη παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, χωρίς να υπεισέλθει στο ζήτημα αν τα αποτελέσματα αυτά είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση, αρκεί η επισήμανση ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στη μνημονευόμενη στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης νομολογία, την οποία μάλιστα υπενθύμισε στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να συναχθεί από την επιχειρηματολογία της VodafoneZiggo ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε αντίφαση κρίνοντας, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι η απαίτηση κατά την οποία η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ πρέπει να «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου δεν συνεπάγεται ότι η επίδικη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    51

    Βεβαίως, στη σκέψη 41 της απόφασης της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica (C‑207/01, EU:C:2003:451), το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του, όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi (C‑322/88, EU:C:1989:646), κατά την οποία, μολονότι οι συστάσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων και δεν μπορούν να γεννούν δικαιώματα των οποίων η επίκληση από ιδιώτες είναι δυνατή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να τις λαμβάνουν υπόψη για την επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους, ιδίως όταν αυτές διαφωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί με σκοπό την εφαρμογή των εν λόγω συστάσεων ή όταν οι συστάσεις αυτές αποσκοπούν στη συμπλήρωση διατάξεων δεσμευτικού χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης.

    52

    Επιπλέον, όπως αναφέρει και η VodafoneZiggo, με τη σκέψη 59 της απόφασης της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής) (C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925), το Δικαστήριο επισήμανε ότι «συνιστά πράξη υποκείμενη σε προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κάθε απόφαση εκδοθείσα από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της, η οποία σκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων».

    53

    Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί από τις αποφάσεις αυτές ότι, όπως υποστηρίζει η VodafoneZiggo, οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα πράξης της Ένωσης, ακόμη και οσάκις η πράξη αυτή δεν σκοπεί στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος και το παραγόμενο αποτέλεσμα δεν είναι δεσμευτικό, αρκεί για να θεωρηθεί ότι κατά της πράξης χωρεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ούτε μπορεί να συναχθεί, κατά συνέπεια, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν αναγνώρισε την ύπαρξη τέτοιου αποτελέσματος με τις βαλλόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    54

    Αφενός, καίτοι τα εθνικά δικαστήρια, προκειμένου να επιλύσουν τις υποβαλλόμενες στην κρίση τους διαφορές, υποχρεούνται, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, να λαμβάνουν υπόψη τις κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ συστάσεις, εντούτοις δεν προκύπτει από τη νομολογία αυτή, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός πράξης ως «δεκτικής προσφυγής» κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με βάση τα αποτελέσματα αυτά. Αντιθέτως, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, από την εν λόγω πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτού του είδους οι πράξεις δεν έχουν, κατ’ αρχήν, δεσμευτικό χαρακτήρα. Επομένως, δεν μπορεί να αντληθεί κανένα λυσιτελές επιχείρημα προς στήριξη της θέσης της VodafoneZiggo όσον αφορά τα φερόμενα έννομα αποτελέσματα της επίδικης πράξης.

    55

    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η υποχρέωση των ΕΡΑ να αιτιολογούν τη θέση τους επί των παρατηρήσεων που τους κοινοποιεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου –υποχρέωση την οποία διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και δεν αμφισβητεί η VodafoneZiggo με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως– καταδεικνύει, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    56

    Αφετέρου, όσον αφορά την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής) (C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 59 της απόφασης αυτής, ότι η απαίτηση δεδομένη πράξη να παράγει «έννομα αποτελέσματα» ούτως ώστε να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ αφορά κάθε έννομο αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως της φύσης του, ούτε ότι, ως εκ τούτου, περιήλθε σε αντίφαση με την πάγια νομολογία του σχετικά με την έννοια της «πράξης δεκτικής προσφυγής» κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας απόφασης.

    57

    Πράγματι, το Δικαστήριο διαπίστωσε, με τη σκέψη 63 της απόφασης αυτής, ότι «η απόφαση του 2015, [επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή,] […] εξεδόθη προκειμένου να πειστεί η [Επιτροπή για τη Διατήρηση της Θαλάσσιας Χλωρίδας και Πανίδας της Ανταρκτικής (επιτροπή CAMLR)] να δημιουργήσει μία [προστατευόμενη θαλάσσια ζώνη] στη Θάλασσα του Γουέντελ», με τη σκέψη 64 αυτής, ότι «η [Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (ΕΜΑ),] αποφασίζοντας να υποβάλει [στην επιτροπή CAMLR] το έγγραφο προβληματισμού εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, υποχρέωσε την Επιτροπή να μην αποστεί της θέσεως αυτής κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς της περί εξωτερικής εκπροσωπήσεως της Ένωσης» και, με τη σκέψη 65 της εν λόγω απόφασης, ότι «από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ΕΜΑ […] [προέκυπτε] ότι η απόφαση [αυτή] είχε ως σκοπό τον οριστικό καθορισμό της θέσεως του Συμβουλίου και, συνακόλουθα, της Ένωσης, όσον αφορά την υποβολή του εγγράφου προβληματισμού […] εξ ονόματος της Ένωσης και των κρατών μελών της, και όχι εξ ονόματος της Ένωσης και μόνον». Βάσει των στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 66 της εν λόγω απόφασης, ότι «η [εν λόγω] απόφαση […] σκοπούσε όντως στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων και συνιστά, ως εκ τούτου, πράξη υποκείμενη σε προσφυγή».

    58

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αποτελέσματα αυτά, τα οποία συνδέονται με το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η επίμαχη στην υπόθεση C‑626/15 πράξη, με το περιεχόμενό της και με τη βούληση του συντάκτη της, αποδεικνύουν όλα τον δεσμευτικό χαρακτήρα των αποτελεσμάτων που παρήγαγε η προσβληθείσα απόφαση όσον αφορά την επί της ουσίας θέση που έπρεπε να λάβει η Επιτροπή.

    59

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η αιτίαση της VodafoneZiggo, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 31 και 32 της παρούσας απόφασης, πρέπει να απορριφθεί.

    60

    Όσον αφορά, τρίτον, την αιτίαση κατά της σκέψης 52 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, επισημαίνεται ότι, όπως αναφέρει η VodafoneZiggo, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη αυτή, ότι, «καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς καθορίσει τα έννομα αποτελέσματα τα οποία επιθυμούσε να προσδώσει στις παρατηρήσεις που διατυπώνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να έχει ευρύτερο πεδίο επιφέροντας έννομα αποτελέσματα τα οποία δεν προέβλεψε ο νομοθέτης». Ωστόσο, η φράση αυτή αρχίζει με τη λέξη «εξάλλου», το δε Γενικό Δικαστήριο, στην ίδια σκέψη, διαπίστωσε κατά βάση ότι το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι οι παρατηρήσεις τις οποίες διατυπώνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου έχουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και παρέπεμψε συναφώς στη σκέψη 40 της απόφασης της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής (C‑16/16 P, EU:C:2018:79).

    61

    Το Δικαστήριο, με τη σκέψη 40 της εν λόγω απόφασης, στην πραγματικότητα έκρινε ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να θέσει εκποδών τις προϋποθέσεις παραδεκτού τις οποίες προβλέπει ρητώς το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπόμνηση της νομολογίας αυτής αρκούσε, αφ’ εαυτής, για να θεμελιώσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου απόρριψη της επιχειρηματολογίας που προέβαλε ενώπιόν του η VodafoneZiggo, σύμφωνα με την οποία η επίδικη πράξη έπρεπε να αναγνωριστεί ως νομικώς δεσμευτική, δεδομένου ότι, κατά την εταιρία αυτή, οι ΕΡΑ, λαμβανομένων υπόψη της απόφασης της 16ης Απριλίου 2015, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Telefonia Dialog (C‑3/14, EU:C:2015:232), και της αιτιολογικής σκέψης 15 της οδηγίας-πλαισίου, δεν μπορούν να αγνοούν τις παρατηρήσεις που διατυπώνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου χωρίς να δημιουργείται ο κίνδυνος παραβίασης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    62

    Κατά συνέπεια, η εκτιθέμενη στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης αιτίαση της VodafoneZiggo πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι αιτιάσεις που βάλλουν κατά επαλλήλως παρατιθεμένου μέρους του σκεπτικού απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου δεν επισύρουν την αναίρεση της απόφασης αυτής και είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελείς (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 148, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Gascogne Sack Deutschland και Gascogne, C‑138/17 P και C‑146/17 P, EU:C:2018:1013, σκέψη 45).

    63

    Όσον αφορά, τέταρτον, την αιτίαση ότι με βάση την εθνική νομολογία την οποία επικαλέστηκε πρωτοδίκως η VodafoneZiggo το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να διαπιστώσει ότι πράξη όπως η επίδικη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, από τις απαιτήσεις τόσο περί ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι το γράμμα μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση, με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή καθώς και τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση (αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Recorded Artists Actors Performers, C‑265/19, EU:C:2020:677, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Οκτωβρίου 2020, Crown Van Gelder, C‑360/19, EU:C:2020:805, σκέψη 21).

    64

    Ωστόσο, η VodafoneZiggo δεν αμφισβητεί την νομολογία αυτή, αλλά μόνον επικρίνει την εκτίμηση στην οποία προέβη, ως εκ περισσού, το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά την οποία «[ε]ν πάση περιπτώσει, από το απόσπασμα που παρέθεσε η [VodafoneZiggo] δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο[, Γερμανία]) έκρινε ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής παρήγαν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ». Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι παραδεκτή, η υπό κρίση τέταρτη αιτίαση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως αλυσιτελής, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης.

    65

    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απορριπτέο στο σύνολό του.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    66

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι η επίδικη πράξη ισοδυναμεί με εγκριτική απόφαση της Επιτροπής και, επομένως, παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Δεδομένου ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρονται αντιστοίχως η παράγραφος 3 και η παράγραφος 4 του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου αποκλείονται αμοιβαίως και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή βρίσκεται ενώπιον της διττής επιλογής είτε να εκδώσει απόφαση άσκησης βέτο στο κοινοποιηθέν σχέδιο μέτρου βάσει της εν λόγω παραγράφου 4 είτε να εκδώσει απόφαση περί μη άσκησης βέτο στο σχέδιο αυτό βάσει της παραγράφου 3 ή της ως άνω παραγράφου 4, η διατύπωση παρατηρήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 3 ισοδυναμεί εγγενώς με την έκδοση απόφασης περί μη άσκησης βέτο. Κατά συνέπεια, λόγω της διττής αυτής επιλογής, απόφαση, όπως η επίδικη, η οποία εκδίδεται βάσει της εν λόγω παραγράφου 3 μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως εγκριτική απόφαση του σχεδιαζόμενου μέτρου. Στις σκέψεις 57, 58 και 63 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη ως προς το σημείο αυτό.

    67

    Κατά πρώτον, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι η ΕΡΑ δεν μπορεί να λάβει μέτρα ελλείψει απόφασης της Επιτροπής, εκδιδόμενης βάσει της παραγράφου 3 ή της παραγράφου 4, με την οποία η Επιτροπή περατώνει τη διαδικασία στο επίπεδο της Ένωσης χωρίς να προβάλει βέτο και, αφετέρου, ότι, μετά την έκδοση τέτοιας απόφασης, η Επιτροπή δεν μπορεί πλέον να μεταβάλει τη θέση της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, όταν διατυπώνει παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, καταργεί κάθε δυνατότητα προβολής βέτο στο κοινοποιηθέν από την ΕΡΑ σχέδιο μέτρου, οπότε η αρχή αυτή δεν υπόκειται πλέον στη νομική απαγόρευση λήψης του κοινοποιηθέντος μέτρου. Επομένως, επιτρέπεται η λήψη του μέτρου από την εν λόγω ΕΡΑ. Ακόμη και αν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινείται δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου στο επίπεδο της Ένωσης, υπάρχουν δύο χρονικά σημεία κατά τα οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να επιλέξει να ασκήσει ή όχι το δικαίωμα βέτο που διαθέτει, ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματοποιείται η επιλογή αυτή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι η Επιτροπή εγκρίνει το οικείο μέτρο. Το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε καμία άλλη επιλογή.

    68

    Η VodafoneZiggo, με το υπόμνημα απαντήσεως, προσθέτει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν υποχρεούται να προβαίνει σε ενέργειες όσον αφορά τα σχέδια μέτρων που του κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου και ότι μετέχει οικειοθελώς στη διαδικασία διαβούλευσης που προβλέπει το άρθρο αυτό ενέχει σφάλμα. Κατά την αιτιολογική της σκέψη 15, το άρθρο 7 της της οδηγίας-πλαισίου αναθέτει στο εν λόγω θεσμικό όργανο ιδιαίτερη ευθύνη προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο δεν θα έχουν αρνητικές συνέπειες στην ενιαία αγορά ή σε άλλους σκοπούς της Συνθήκης ΛΕΕ, το δε καθήκον αυτό υπογραμμίζεται και στην αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2009/140. Επομένως, το προαναφερθέν επιχείρημα δεν συμβιβάζεται με το σύστημα της οδηγίας‑πλαισίου και, ως εκ τούτου, με την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που υπέχει το εν λόγω θεσμικό όργανο δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    69

    Εν πάση περιπτώσει, κατά την αναιρεσείουσα, η υποθετική αδράνεια της Επιτροπής συνιστά δυνάμενη να προσβληθεί απόφαση περί μη άσκησης του δικαιώματος βέτο που παρέχει η οδηγία-πλαίσιο. Επιπλέον, δεδομένου ότι η πρακτική της άπρακτης παρέλευσης της κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου προθεσμίας του ενός μηνός αποτελεί ένα ακόμη μέσο για την άρση της υποχρέωσης standstill που υπέχουν οι ΕΡΑ, η πρακτική αυτή έχει ίδια φύση και αποτελέσματα με την έγκριση. Περαιτέρω, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι οι ΕΡΑ έχουν «πλήρεις εξουσίες» για τη λήψη των σχεδιαζόμενων μέτρων. Υποχρεούνται κατ’ ελάχιστον να αναμείνουν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής. Αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη του εν λόγω άρθρου 7 και των προβλεπόμενων σε αυτό εξουσιών της Επιτροπής συνιστά ήδη περιορισμό των εξουσιών των ΕΡΑ.

    70

    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τις ΕΡΑ, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι είναι προφανές ότι η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει τα μέτρα, δεδομένου ότι το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου προβλέπει ότι οι ΕΡΑ δεν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν τα μέτρα τους χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή και δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν ενόσω το θεσμικό αυτό όργανο διεξάγει σχετική έρευνα. Υπάρχουν μόνο δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται να λάβει η ΕΡΑ το κοινοποιηθέν μέτρο, καθεμιά εκ των οποίων εξαρτάται πλήρως από την απόφαση της Επιτροπής να μην ασκήσει το δικαίωμα βέτο, ανεξαρτήτως του αν η απόφαση αυτή εκδίδεται βάσει της παραγράφου 3 ή βάσει της παραγράφου 4 του άρθρου 7 της οδηγίας‑πλαισίου. Επιπλέον, από την πρακτική επιβεβαιώνεται ότι όλες οι εν τέλει ληφθείσες από τις ΕΡΑ αποφάσεις είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και εγκριθεί από αυτήν, ενώ, αντιθέτως, όλες οι κοινοποιηθείσες αλλά μη εγκριθείσες αποφάσεις τροποποιήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από τις ΕΡΑ. Τούτο αποδεικνύει ότι η εγκριτική απόφαση της Επιτροπής είναι αναγκαία για τις ΕΡΑ.

    71

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    72

    Κατά πρώτον, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του υπό κρίση σκέλους, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι, «μολονότι η διαβίβαση των παρατηρήσεων και η έναρξη του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης αποτελούν εναλλακτική λύση, δεν τίθεται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η [VodafoneZiggo], ζήτημα αυστηρής επιλογής μεταξύ της μη άσκησης του δικαιώματος αρνησικυρίας ή της άσκησής του όσον αφορά το κοινοποιηθέν από την ΕΡΑ σχέδιο μέτρων». Στη σκέψη 58 της διάταξης αυτής, προσέθεσε ότι «το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ασκεί το δικαίωμά της αρνησικυρίας εξομοιούται με μη έκδοση απόφασης, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται οποιοδήποτε δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα». Στη σκέψη 63 της διάταξης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι «η [επίδικη] πράξη δεν συνιστά απόφαση με την οποία παρέχεται έγκριση στην ACM να λάβει τα σχεδιαζόμενα μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα».

    73

    Συναφώς, επισημαίνεται επιπλέον ότι το Γενικό Δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμα αυτό και στις περιλαμβανόμενες στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης διαπιστώσεις ότι «η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ αντλεί τις αρμοδιότητές της απευθείας από τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας‑πλαισίου» και ότι «η δε άσκησή τους δεν απαιτεί έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής», καθώς και στις διαπιστώσεις στη σκέψη 62 της εν λόγω διάταξης ότι «η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας λήψης των μέτρων που εμπίπτουν [μεταξύ άλλων] στα άρθρα 15 ή 16 της οδηγίας‑πλαισίου […] και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών», πλην όμως ότι «η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί ώστε να αναγνωριστούν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στις παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου[,] [καθόσον] η ενδεχόμενη μη τήρηση αυτού του υποχρεωτικού σταδίου έχει διαφορετικά αποτελέσματα[, όπως] η άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ή προσφυγής κατά των μέτρων που έλαβε η ΕΡΑ ενώπιον του εθνικού δικαστή».

    74

    Με την υπό κρίση πρώτη αιτίαση, η VodafoneZiggo υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις αυτές της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, καθώς δεν αναγνώρισε ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διαβίβαση παρατηρήσεων δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου σε ΕΡΑ ισοδυναμεί με μη έκδοση απόφασης άσκησης βέτο στο κοινοποιηθέν σχέδιο μέτρου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 5, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού, και, κατά συνέπεια, ισοδυναμεί με απόφαση έγκρισης του σχεδίου μέτρου, η οποία παράγει δεσμευτικές έννομες συνέπειες, ενώ, τουναντίον, η Επιτροπή οφείλει υποχρεωτικώς να εκδώσει πράξη βάσει της παραγράφου 3 ή της παραγράφου 5, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου 7, ώστε να περατωθεί η ενώπιόν της εκκρεμούσα διαδικασία και να παρασχεθεί στην ΕΡΑ η δυνατότητα να λάβει το επίμαχο μέτρο.

    75

    Επομένως, προκειμένου να εκτιμηθεί το βάσιμο της αιτίασης αυτής, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί αν είναι ορθή η παραδοχή επί της οποίας στηρίζεται η αιτίαση, ήτοι η παραδοχή ότι η ΕΡΑ δεν μπορεί να λάβει το σχεδιαζόμενο μέτρο που έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής, του BEREC και των ΕΡΑ των λοιπών κρατών μελών κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας‑πλαισίου ελλείψει σχετικής έγκρισης εκ μέρους της Επιτροπής. Διαπιστώνεται συναφώς ότι η προβαλλόμενη από τη VodafoneZiggo ερμηνεία της οδηγίας-πλαισίου συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει υποχρεωτικώς να δίνει συνέχεια σε κοινοποιήσεις που λαμβάνουν χώρα βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου. Πρέπει, επομένως, να ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις του άρθρου αυτού, το οποίο σκοπεί στην εδραίωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

    76

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι από τις διατάξεις του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει, αφενός, ότι η διαδικασία του άρθρου αυτού δεν συνίσταται, όπως υποστηρίζει η VodafoneZiggo, σε συνδυασμό δύο διακριτών διαδικασιών, εκ των οποίων η μία διεξάγεται σε εθνικό επίπεδο και η άλλη διεξάγεται στο επίπεδο της Ένωσης, αλλά σε μία ενιαία διαδικασία διαβούλευσης και συνεργασίας, η οποία μάλιστα διεξάγεται όχι μόνο μεταξύ της ΕΡΑ που έχει κοινοποιήσει σχέδιο μέτρου και της Επιτροπής, αλλά και μεταξύ αυτής της ΕΡΑ, της Επιτροπής, καθώς και των ΕΡΑ των λοιπών κρατών μελών και του BEREC. Επιπλέον, εξ αυτού προκύπτει ότι η εν λόγω διαδικασία κινείται με την εκ μέρους της ΕΡΑ κοινοποίηση σχεδίου μέτρου το οποίο πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του άρθρου αυτού και περατώνεται είτε με την έγκριση του αρχικώς κοινοποιηθέντος σχεδίου μέτρου είτε με την έκδοση τροποποιημένου σχεδίου μέτρου –το οποίο, επομένως, θα έχει προηγουμένως υποβληθεί εκ νέου στον εθνικό μηχανισμό διαβούλευσης και διαφάνειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας-πλαισίου, στη συνέχεια δε στην κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 7–, είτε με την απόσυρση του σχεδίου, εκάστη δε των αποφάσεων αυτών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της οικείας ΕΡΑ.

    77

    Επίσης, τούτο συνεπάγεται κατά κύριο λόγο ότι, μολονότι, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η ΕΡΑ οφείλει, όταν προτίθεται να λάβει μέτρο το οποίο πληροί τα κριτήρια του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του εν λόγω άρθρου 7, εντούτοις από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτής της παραγράφου 3 και της παραγράφου 7 του άρθρου 7 προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι η Επιτροπή δεν υπέχει σε κάθε περίπτωση υποχρέωση διαβίβασης παρατηρήσεων στην ΕΡΑ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου και ότι, ελλείψει διαβίβασης παρατηρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής μέχρι τη λήξη της προθεσμίας του ενός μηνός που τάσσει η εν λόγω παράγραφος 3, η οικεία ΕΡΑ δικαιούται να υιοθετήσει το επίμαχο σχέδιο μέτρου.

    78

    Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η VodafoneZiggo, η οδηγία-πλαίσιο δεν ορίζει ότι οι ΕΡΑ δεν δικαιούνται να υιοθετήσουν το κοινοποιηθέν σχέδιο μέτρων ενόσω η Επιτροπή δεν έχει διατυπώσει τη θέση της δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποχρεούται να αναλαμβάνει ενέργειες δίνοντας συνέχεια σε κοινοποίηση στην οποία προβαίνει μια ΕΡΑ σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη.

    79

    Εξάλλου, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι δεν μπορεί να συναχθεί, ούτε από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας-πλαισίου ούτε από την αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2009/140, ότι, παρά την απουσία σχετικής διάταξης στην οδηγία-πλαίσιο, η Επιτροπή υποχρεούται να αναλαμβάνει ενέργειες βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου.

    80

    Επομένως, δεν διαπιστώνεται αντίθεση προς την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

    81

    Εν συνεχεία, όσον αφορά το επιχείρημα ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι η Επιτροπή άφησε να παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου χωρίς να διαβιβάσει παρατηρήσεις ισοδυναμεί ήδη με έγκριση της λήψης, από την ΕΡΑ, του επίμαχου σχεδιαζόμενου μέτρου, αρκεί η επισήμανση ότι και το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι η έγκριση της Επιτροπής είναι αναγκαία προκειμένου η ΕΡΑ να είναι σε θέση να λάβει το επίμαχο σχεδιαζόμενο μέτρο, παραδοχή όμως η οποία δεν βρίσκει έρεισμα στην οδηγία‑πλαίσιο.

    82

    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα ότι η πρόβλεψη και μόνον της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου περιορίζει τις εξουσίες των ΕΡΑ, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν αποδεικνύεται, εν πάση περιπτώσει, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμησή του σχετικά με τους ρόλους και τις αρμοδιότητες που αναθέτει η διάταξη αυτή στις ΕΡΑ και στην Επιτροπή αντιστοίχως και, κατά συνέπεια, όσον αφορά το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ότι η επιστολή παρατηρήσεων την οποία απευθύνει η Επιτροπή σε ΕΡΑ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου δεν αποτελεί έγκριση του επίμαχου σχεδιαζόμενου μέτρου.

    83

    Δεδομένου ότι η πρώτη αιτίαση του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

    84

    Κατά δεύτερον, στο μέτρο που, με την εκτιθέμενη στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης αιτίαση, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τις ΕΡΑ, είναι προφανές ότι η Επιτροπή οφείλει να εγκρίνει τα σχέδια μέτρων, με αποτέλεσμα, στην πραγματικότητα, οι παρατηρήσεις τις οποίες αποστέλλει βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου να παράγουν τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα εγκριτικής απόφασης, επισημαίνεται ότι η αιτίαση αυτή, όπως και η πρώτη αιτίαση, προσκρούει στη φύση της διαδικασίας που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο 7, η οποία, όπως απορρέει από την ανάλυση της πρώτης αιτίασης του υπό κρίση σκέλους, δεν συνιστά διαδικασία έγκρισης.

    85

    Επιπλέον, η πρακτική την οποία επικαλείται η VodafoneZiggo απηχεί απλώς την αυστηρή εφαρμογή, από τις ΕΡΑ, των προθεσμιών και των κανόνων που προβλέπονται στο άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου και, ως εκ τούτου, δεν καταδεικνύει υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει σε ενέργειες βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου ή να εγκρίνει κοινοποιηθέντα σχέδια μέτρων.

    86

    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση δεύτερη αιτίαση είναι επίσης αβάσιμη και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    87

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας την επίδικη πράξη ως «προπαρασκευαστική πράξη». Κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε στις σκέψεις 107 και 108 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, υπάρχουν δύο διακριτές διοικητικές διαδικασίες, δηλαδή, μία στο επίπεδο της Ένωσης, η οποία αρχίζει με την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου και λήγει με την έκδοση απόφασης της Επιτροπής σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο 3 ή με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, και μία σε εθνικό επίπεδο, η οποία διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Μολονότι η περάτωση της διοικητικής διαδικασίας στο επίπεδο της Ένωσης είναι, κατά τη VodafoneZiggo, νομικώς αναγκαία για τη συνέχιση της εθνικής διαδικασίας, η διαδικασία στο επίπεδο της Ένωσης συνιστά διαδικασία σαφώς διακρινόμενη από εκείνη που ακολουθείται σε εθνικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι δύο αυτές διαδικασίες διέπονται από διαφορετικά δίκαια, οι κύριοι μετέχοντες στις διαδικασίες είναι διαφορετικοί και η πράξη με την οποία ολοκληρώνεται η διαδικασία στο επίπεδο της Ένωσης συνιστά τελική θέση της Επιτροπής η οποία ενεργεί ως κύριος παράγοντας της διαδικασίας στο επίπεδο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, πληρούται το κριτήριο που απορρέει από τις αποφάσεις της11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής (60/81, EU:C:1981:264), και της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (C‑147/96, EU:C:2000:335), δεδομένου ότι η Επιτροπή, όταν αρνείται να διενεργήσει την έρευνα του δευτέρου σταδίου σύμφωνα με την ως άνω παράγραφο 4, λαμβάνει οριστική θέση η οποία περατώνει τη διαδικασία στο επίπεδο της Ένωσης και παρέχει τη δυνατότητα στην ACM να προχωρήσει στη διαδικασία λήψης του μέτρου.

    88

    Εν συνεχεία, κατά την αναιρεσείουσα, οι σκέψεις 109 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με αυτές ότι το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο δεν επιδιώκει τον διαχωρισμό των δύο αρμοδιοτήτων, αλλά, αντιθέτως, κατοχυρώνει την αποκλειστική εξουσία λήψης αποφάσεων των ΕΡΑ, η οποία μετριάζεται μόνον από το δικαίωμα βέτο της Επιτροπής. Αυτό το δικαίωμα βέτο εγγυάται ότι η Επιτροπή μπορεί να ασκεί έλεγχο σε κάθε ορισμό της αγοράς και σε κάθε διαδικασία ανάλυσης της αγοράς κατά τα άρθρα 15 και 16 της οδηγίας-πλαισίου. Επομένως, οι ΕΡΑ διαθέτουν περιορισμένη εξουσία λήψης αποφάσεων, καθώς οφείλουν να συντάσσουν τα μέτρα που λαμβάνουν κατά τρόπον ώστε να μη μπορεί να τους αντιταχθεί βέτο. Το ζήτημα αν η Επιτροπή έκανε χρήση εν προκειμένω της εξουσίας βέτο δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η ίδια η ύπαρξη της εξουσίας αυτής οδηγεί σε διαχωρισμό των δύο αρμοδιοτήτων και σε διάκριση των δύο διοικητικών διαδικασιών.

    89

    Τέλος, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων την οποία προβλέπει η οδηγία-πλαίσιο προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ενιαίο δικαστικό έλεγχο, ο οποίος ασκείται μόνο μετά τη λήψη, από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, των σχεδιαζόμενων μέτρων. Συνέπεια της κήρυξης του απαραδέκτου προσφυγής ακυρώσεως η οποία ασκήθηκε κατά επιστολής παρατηρήσεων συνταχθείσας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου είναι ο αποκλεισμός κάθε δικαστικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, όπως αποδεικνύεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο αποκλεισμός του δικαστικού ελέγχου της απόφασης της Επιτροπής να μην προβάλει βέτο μπορεί απλούστατα να οδηγήσει σε μη εξέταση της απόφασης αυτής, πράγμα που θίγει τον επιδιωκόμενο από το Γενικό Δικαστήριο σκοπό, καθόσον, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διαδικασία λήψης αποφάσεων καθίσταται λιγότερο αποτελεσματική.

    90

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    91

    Όσον αφορά την πρώτη και τη δεύτερη αιτίαση του υπό κρίση σκέλους, οι οποίες βάλλουν κατά των σκέψεων 107 έως 109 και 111 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, διαπιστώνεται ότι η VodafoneZiggo στηρίζει τις αιτιάσεις αυτές στην παραδοχή ότι η διαδικασία του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου αναλύεται σε δύο διακριτές διοικητικές διαδικασίες, εκ των οποίων η μία είναι διαδικασία έγκρισης του κοινοποιηθέντος σχεδίου μέτρου, η οποία διεξάγεται στο επίπεδο της Ένωσης και ελέγχεται από την Επιτροπή.

    92

    Εντούτοις, από την ανάλυση του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

    93

    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση του υπό κρίση σκέλους, με την οποία η VodafoneZiggo επικρίνει τη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, διαπιστώνεται ότι η VodafoneZiggo, προς στήριξη της αιτίασης αυτής, παραπέμπει στην επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    94

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι δύο πρώτες αιτιάσεις του υπό κρίση σκέλους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες και, όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, πρέπει να γίνει παραπομπή στην ανάλυση που εκτίθεται στις σκέψεις 136 έως 154 της παρούσας απόφασης.

    Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    95

    Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, απέκλινε από τον χαρακτηρισμό που έδωσε η Επιτροπή στην επίδικη πράξη και σημείωσε ότι η χρήση του όρου «απόφαση» στον τίτλο του αντικειμένου της επίδικης πράξης είναι ακατάλληλη. Η πράξη αυτή έχει προοριστεί, παρουσιαστεί και μορφοποιηθεί για να αποτελέσει απόφαση και, ως εκ τούτου, για να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, όπως προκύπτει από τον τίτλο της και από τον κωδικό «C» του εγγράφου. Το Γενικό Δικαστήριο, μεταβάλλοντας τον χαρακτηρισμό που έδωσε το ίδιο το θεσμικό όργανο σε δική του θέση, υπερέβη τα όρια της εξουσίας του κατά τον δικαστικό έλεγχο. Το τηρούμενο από την Επιτροπή δημόσιο μητρώο των σχετικών με τα άρθρα 7 και 7α της οδηγίας-πλαισίου εγγράφων καθιστά, εξάλλου, προφανές ότι η Επιτροπή χαρακτηρίζει παγίως ως «αποφάσεις» τις επιστολές τις οποίες αποστέλλει βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι η Επιτροπή θεώρησε ακατάλληλη τη χρήση του όρου «απόφαση», αυτό καθεαυτό το εν λόγω στοιχείο πρέπει να θεωρηθεί κρίσιμο για την εκτίμηση των προθέσεών της ως προς τα έννομα αποτελέσματα της επίδικης πράξης.

    96

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    97

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη συνιστά «πράξη δεκτική προσφυγής» κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ουσία της πράξης αυτής, καθώς η μορφή της είναι κατ’ αρχήν αδιάφορη ως προς το ζήτημα αυτό. Επομένως, δεν ασκεί επιρροή, κατ’ αρχήν, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της οικείας πράξης το αν αυτή πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις ή αν έχει χαρακτηριστεί ως «απόφαση» (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, NDSHT κατά Επιτροπής, C‑322/09 P, EU:C:2010:701, σκέψη 47).

    98

    Αντιθέτως, σύμφωνα με τη νομολογία που ήδη μνημονεύθηκε στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας απόφασης, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του τύπου τους, και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, τα δε αποτελέσματα αυτά πρέπει να εκτιμώνται με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της οικείας πράξης, λαμβανομένων, ενδεχομένως, υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή, καθώς και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε.

    99

    Εν προκειμένω, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο όντως ανέφερε, όπως επισημαίνει η VodafoneZiggo, ότι ο όρος «απόφαση» χρησιμοποιείται «στον τίτλο του αντικειμένου της επίδικης πράξης», πλην όμως έκρινε ότι πρόκειται για «ακατάλληλη χρήση του όρου». Παρά ταύτα, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι ο τίτλος αυτός –ο οποίος, εξάλλου, όπως σημείωσε το Γενικό Δικαστήριο στην ίδια σκέψη, περιλαμβάνεται μόνο στο αντικείμενο της επίδικης πράξης, το οποίο διευκρίνιζε επιπρόσθετα ότι επρόκειτο για «παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας‑πλαισίου]»– δεν ήταν καθοριστικός για την εκτίμηση του αν η επίδικη πράξη μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πράξη δεκτική προσφυγής», κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όταν, κατά την ανάλυση του περιεχομένου της επίδικης πράξης, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 86 έως 105 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, απέρριψε, κατ’ ουσίαν, τον όρο που χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο του αντικειμένου της πράξης αυτής και προέκρινε την ουσία της προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμά του ότι η εν λόγω πράξη δεν παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    100

    Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    – Επιχειρήματα των διαδίκων

    101

    Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε τη διαπίστωσή του ότι το αντικείμενο της επίδικης πράξης «δεν ασκ[εί] επιρροή ως προς τα έννομα αποτελέσματα». Κατά την άποψή της, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα, πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξεταστεί η ουσία και το περιεχόμενό της. Η έγκριση μέτρου αναμφισβήτητα αντίθετου προς το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο, όπως το εν προκειμένω προτεινόμενο από την ACM μέτρο, έχει σαφώς έννομα αποτελέσματα, περισσότερο απ’ ό,τι στην περίπτωση μέτρου του οποίου το περιεχόμενο είναι λιγότερο σημαντικό, όπως ήταν το επίμαχο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T‑109/06, EU:T:2007:384).

    102

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το υπό κρίση σκέλος είναι αβάσιμο.

    – Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    103

    Στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι «[κ]ατά τρίτον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές τις οποίες προβάλλει η [VodafoneZiggo] όσον αφορά το αντικείμενο των παρατηρήσεων της Επιτροπής και την ύπαρξη αποκλίσεων από τα κατευθυντήρια έγγραφα δεν ασκούν επιρροή ως προς τα έννομα αποτελέσματα των παρατηρήσεων που διαβιβάζονται σε ΕΡΑ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου».

    104

    Η σκέψη αυτή εντάσσεται στο αναπτυσσόμενο στις σκέψεις 97 έως 105 τμήμα της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, όπου το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε επί των επιχειρημάτων που είχε προβάλει η VodafoneZiggo προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, των συμπερασμάτων που απορρέουν από τη διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T‑109/06, EU:T:2007:384).

    105

    Με την τελευταία αυτή διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη προσφυγή με αίτημα την ακύρωση απόφασης η οποία φερόταν ότι περιεχόταν σε έγγραφο που απηύθυνε η Επιτροπή σε ΕΡΑ βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21, διάταξη η οποία επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η VodafoneZiggo υποστήριξε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι παρατηρήσεις που περιέχονταν στο συγκεκριμένο έγγραφο σχετικά με την οικονομική ανάλυση της σημαντικής ισχύος στην αγορά αποτελούσαν επιφυλάξεις οι οποίες δεν ήταν εξίσου θεμελιώδους σημασίας για το σχέδιο μέτρου που είχε κοινοποιήσει η ενδιαφερόμενη, στην υπόθεση εκείνη, ΕΡΑ σε σύγκριση με τις παρατηρήσεις που είχαν υποβληθεί εν προκειμένω σχετικά με τον ορισμό της αγοράς και τα διορθωτικά μέτρα που προέβλεπε η ACM. Κατά τη VodafoneZiggo, οι διαφορές όσον αφορά το αντικείμενο των παρατηρήσεων που διατύπωσε η Επιτροπή στις αντίστοιχες πράξεις δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση της υπό κρίση υπόθεσης από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T‑109/06, EU:T:2007:384).

    106

    Επομένως, από τη συνολική ανάγνωση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε, στη σκέψη 104 αυτής, ότι μπορεί να αγνοηθεί η ουσία ή το περιεχόμενο της επίδικης πράξης κατά την εκτίμηση των τυχόν δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων της, αλλά απλώς διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν με την επίδικη πράξη αφορούν ζήτημα διαφορετικό από εκείνο των παρατηρήσεων που περιέχονταν στο επίμαχο έγγραφο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T‑109/06, EU:T:2007:384), δεν ασκούσε επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον μάλιστα το περιεχόμενο και η ουσία της επίδικης πράξης είχαν εξεταστεί στις σκέψεις 88 έως 105 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    107

    Επομένως, δεδομένου ότι το υπό κρίση πέμπτο σκέλος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    108

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διακρίνεται σε δύο σκέλη, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε δικονομικό σφάλμα διότι παρέλειψε να απαντήσει σε επιχειρήματα τα οποία ήταν καθοριστικά για την έκβαση της διαφοράς, καθόσον, κατά την άποψή της, αποδεικνύουν ότι η επίδικη πράξη είναι δεκτική προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    109

    Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημά της ότι, εξαιτίας της επίδικης πράξης, η VodafoneZiggo στερήθηκε της δυνατότητας να διατυπώσει ο BEREC παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της έρευνας που διεξάγεται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας-πλαισίου, στο πλαίσιο της οποίας το εν λόγω όργανο έχει σημαντική και πρόσθετη αποστολή η οποία διαφέρει από την έρευνα που διεξάγεται στο πλαίσιο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, πράγμα που συνεπάγεται την απόλαυση διαδικαστικών δικαιωμάτων τα οποία πρέπει να τυγχάνουν προστασίας. Στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε απλώς ότι μια τέτοια έρευνα δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει ο BEREC να γνωστοποιήσει τη θέση του. Ωστόσο, το επιχείρημα που προβλήθηκε ενώπιόν του ήταν ότι, ακόμη και αν ο BEREC δεν υποχρεούται να υποβάλει παρατηρήσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 4, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ήδη θίγεται το επίμαχο διαδικαστικό δικαίωμα στο μέτρο που ο BEREC στερείται εξ αρχής κάθε δυνατότητας διατύπωσης παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής, πράγμα που συμβαίνει όταν η Επιτροπή εκδίδει πράξη δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου.

    110

    Δεύτερον, η αναιρεσείουσα φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημα ότι το γεγονός ότι έτυχε ακρόασης σε εθνικό επίπεδο ή κατά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας στο επίπεδο της Ένωσης δεν μπορεί να θεραπεύσει το ότι με την έκδοση της επίδικης πράξης δεν υφίσταται πλέον δυνατότητα ακρόασης κατά τη διάρκεια έρευνας διενεργούμενης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας-πλαισίου. Το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι διεξήχθη εθνική διαδικασία διαβούλευσης και ότι η διαδικασία στο επίπεδο της Ένωσης αφορά αποκλειστικά τις σχέσεις μεταξύ, αφενός, της οικείας ΕΡΑ και, αφετέρου, της Επιτροπής, των λοιπών ΕΡΑ και του BEREC. Ωστόσο, στο σημείο 69 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αναγνώρισε την πάγια πρακτική της Επιτροπής να καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, μολονότι η οδηγία‑πλαίσιο δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση. Επιπλέον, καθεμιά από τις δυνατότητες αυτές θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε διαφορετική έκβαση της διαδικασίας διαβούλευσης στο επίπεδο της Ένωσης. Η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη σιωπά ως προς το ζήτημα αυτό. Η ακρόαση σε μεταγενέστερα στάδια, όπως στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκείται βάσει του άρθρου 4 της οδηγίας‑πλαισίου ή στο πλαίσιο νέας διαδικασίας διαβούλευσης, όπως υπαινίσσεται το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 70 και 71 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ενδέχεται να μη λάβει χώρα εγκαίρως ώστε να διαφυλάξει την προστασία των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων μερών.

    111

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    112

    Δεδομένου ότι η VodafoneZiggo επικρίνει το Γενικό Δικαστήριο διότι παρέλειψε να απαντήσει σε δύο επιχειρήματα τα οποία είχαν προβληθεί ενώπιόν του, διαπιστώνεται ότι, με τον υπό κρίση δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η VodafoneZiggo προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολόγησης της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    113

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία απόφασης ή διάταξης πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση ή η διάταξη, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2013, Eni κατά Επιτροπής, C‑508/11 P, EU:C:2013:289, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion, C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 80). Η υποχρέωση αιτιολόγησης δεν επιβάλλει στο Γενικό Δικαστήριο την υποχρέωση να εκθέτει διεξοδικώς έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι, η δε αιτιολογία μπορεί, ως εκ τούτου, να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (αποφάσεις της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 372, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 189).

    114

    Εν προκειμένω, όσον αφορά, κατά πρώτον, την παρατιθέμενη στη σκέψη 109 της παρούσας απόφασης επιχειρηματολογία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι, «[π]ρώτον, […] δεν απαιτείται η κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης ώστε ο BEREC να έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τη θέση του επί του σχεδίου μέτρων, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, ο φορέας αυτός μπορεί, ήδη από το πρώτο στάδιο, να απευθύνει τις παρατηρήσεις του στην ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, εντός της ίδιας προθεσμίας του ενός μηνός που ισχύει αδιακρίτως για τις ΕΡΑ και την Επιτροπή».

    115

    Δεν πρόκειται, ωστόσο, για τη μόνη σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης που εξετάζει την επιχειρηματολογία της VodafoneZiggo ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την υποστηριχθείσα σημασία της αποστολής του BEREC στο πλαίσιο του άρθρου 7 της οδηγίας-πλαισίου προκειμένου να εκτιμηθεί το παραδεκτό της προσφυγής της, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «πρώτον» στην αρχή της σκέψης αυτής. Συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα επιχειρηματολογία εξετάστηκε από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 74 έως 79 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    116

    Ειδικότερα, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι «είναι αληθές ότι ο BEREC μπορεί να συμμετέχει […] στο δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, […] της οδηγίας‑πλαισίου[· ω]στόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η [VodafoneZiggo] έχει διαδικαστικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να διασφαλιστούν με άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ».

    117

    Προς στήριξη της προαναφερθείσας κρίσης, το Γενικό Δικαστήριο, πέραν της διαπίστωσης στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, επισήμανε στη σκέψη 76 της ίδιας διάταξης ότι «[δ]εύτερον, η διάκριση που γίνεται από την [VodafoneZiggo] μεταξύ των παρατηρήσεων που μπορεί να διατυπώσει ο BEREC επί σχεδίου μέτρων κατά το πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης και της γνώμης που μπορεί να διατυπώσει ο φορέας αυτός κατά το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, είναι αλυσιτελής».

    118

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 77 της εν λόγω διάταξης, ότι «η γνώμη την οποία διατυπώνει ο BEREC κατά το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης αφορά βεβαίως την πράξη της Επιτροπής με την οποία κινείται το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης και τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται με αυτήν, και όχι μόνον το σχέδιο μέτρων όπως συμβαίνει κατά το πρώτο στάδιο[· ω]στόσο, οι δύο αυτές ανταλλαγές απόψεων αφορούν εν τέλει το υποβληθέν από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ σχέδιο μέτρων».

    119

    Στο σημείο 78 της ίδιας διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, «[γ]ια τον ίδιο λόγο, είναι περιορισμένης σημασίας το ότι η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, πρέπει να λαμβάνει “ιδιαιτέρως υπόψη” τη γνώμη που εκδίδει ο BEREC» και ότι, «[ε]ξάλλου, η απαίτηση αυτή δεν είναι σημαντική, καθόσον η Επιτροπή πρέπει γενικά να λαμβάνει “υπόψη στον μέγιστο βαθμό όλες τις γνώμες, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συμβουλές ή βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές του BEREC”, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ίδρυση του [Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (BEREC)] και της Υπηρεσίας (ΕΕ 2009, L 337, σ. 1)». Εντεύθεν συνήγαγε το συμπέρασμα, στην ίδια σκέψη 78 ότι, «[ω]ς εκ τούτου, στον βαθμό που ο BEREC διατυπώνει παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, η Επιτροπή οφείλει ούτως ή άλλως να τις λαμβάνει υπόψη στον μέγιστο βαθμό».

    120

    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι «[τ]ρίτον, η συμμετοχή του BEREC, ενός θεσμικού φορέα ο οποίος δεν συγκαταλέγεται στα ενδιαφερόμενα μέρη, στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τη διασφάλιση των φερόμενων διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας».

    121

    Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και ειδικότερα με τις εκτιθέμενες στις σκέψεις 76 έως 78 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης εκτιμήσεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε εμμέσως πλην σαφώς την επιχειρηματολογία της VodafoneZiggo κατά την οποία το γεγονός ότι στερήθηκε της δυνατότητας να διατυπώσει ο BEREC παρατηρήσεις δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας-πλαισίου καθιστούσε δυνατή τη διαπίστωση προσβολής διαδικαστικών δικαιωμάτων τα οποία οφείλει να διασφαλίσει ο δικαστής της Ένωσης.

    122

    Πράγματι, καθόσον, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της τυχόν συμμετοχής του BEREC στο στάδιο της διαδικασίας του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας-πλαισίου και της συμμετοχής του κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι η ως άνω επιχειρηματολογία απορρίφθηκε διότι, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορεί ένα ενδιαφερόμενο μέρος να αποκομίσει «επιπλέον όφελος» από τη συμμετοχή του BEREC σε τυχόν δεύτερο στάδιο, καθώς, εν πάση περιπτώσει, η συμμετοχή αυτή δεν διακρίνεται, από άποψη ουσίας ή αποτελεσμάτων, από τη συμμετοχή που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου.

    123

    Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται η προβαλλόμενη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 109 της παρούσας απόφασης.

    124

    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την εκτιθέμενη στη σκέψη 110 της παρούσας απόφασης επιχειρηματολογία, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι «η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης όπως προβλέπεται στην οδηγία‑πλαίσιο, είτε πρόκειται για το πρώτο είτε για το δεύτερο στάδιο, αφορά αποκλειστικώς τις σχέσεις μεταξύ της ενδιαφερόμενης ΕΡΑ, αφενός, και της Επιτροπής, των άλλων ΕΡΑ και του BEREC, αφετέρου, καθώς η οδηγία‑πλαίσιο σιωπά όσον αφορά μια ενδεχόμενη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών σε επίπεδο Ένωσης».

    125

    Ωστόσο, στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε, όπως υποστηρίζει η VodafoneZiggo, πάγια πρακτική της Επιτροπής συνιστάμενη σε πρόσκληση προς τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, αλλά σημείωσε ότι, «ακόμη και αν η πρακτική που [ακολουθούσε] η Επιτροπή [ήταν] […] να καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, καμία από τις διατάξεις της οδηγίας‑πλαισίου δεν την υποχρεώνει να προβαίνει σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε επίπεδο Ένωσης, ενώ [η Επιτροπή] μπορεί να λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων μερών που διατυπώθηκαν σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης η οποία προηγείται της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης».

    126

    Συναφώς, διευκρίνισε, στη σκέψη 70 της εν λόγω διάταξης, ότι, «όταν η οδηγία‑πλαίσιο προβλέπει επιπρόσθετη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών, το άρθρο 7, παράγραφος 6, […] της οδηγίας‑πλαισίου προβλέπ[ει] ότι η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ είναι εκείνη η οποία διοργανώνει νέα δημόσια διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας‑πλαισίου». Επιπλέον, στις σκέψεις 71 και 72 της διάταξης αυτής, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, «[ε]ντός του νομικού πλαισίου που θεσπίζει η οδηγία‑πλαίσιο, τα μέτρα τα οποία επηρεάζουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών λαμβάνονται από τις ΕΡΑ σε εθνικό επίπεδο και όχι από την Επιτροπή και […] πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο σε εθνικό επίπεδο», κατά τρόπο ώστε τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών να μπορούν να διασφαλιστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    127

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του να αιτιολογήσει την απόρριψη του προβληθέντος από τη VodafoneZiggo επιχειρήματος, κατά το οποίο η ακρόαση στο πλαίσιο του άρθρου 6, του άρθρου 7, παράγραφος 3, ή του άρθρου 4 της οδηγίας-πλαισίου δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη δυνατότητας ακρόασης στο πλαίσιο του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

    128

    Συγκεκριμένα, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνώρισε ως αποδεδειγμένη την πρακτική την οποία επικαλέστηκε η VodafoneZiggo, πρακτική η οποία προσεγγίστηκε μόνον υποθετικώς, και, περαιτέρω, διαπίστωσε ότι η οδηγία-πλαίσιο δεν προβλέπει δυνατότητα ακρόασης των ενδιαφερομένων μερών στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 7 της οδηγίας-πλαισίου διαδικασίας διαβούλευσης και συνεργασίας μεταξύ των ΕΡΑ, της Επιτροπής και του BEREC, η απόρριψη του επιχειρήματος αυτού απέρρεε κατά λογική αναγκαιότητα, καθότι, στον βαθμό που δεν υφίσταται πρόβλεψη οποιουδήποτε τέτοιου δικαιώματος στο εν λόγω άρθρο 7, δεν τίθεται ζήτημα προσβολής του με την έκδοση της επίδικης πράξης. Επομένως, δεν συνέτρεχε λόγος να αποφανθεί ρητώς το Γενικό Δικαστήριο επ’ αυτού του θέματος.

    129

    Κατά συνέπεια, δεν αποδεικνύεται ούτε η προβαλλόμενη παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 110 της παρούσας απόφασης, και, δεδομένου ότι κανένα από τα δύο σκέλη του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως δεν είναι βάσιμο, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    130

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι δεν υπήρξε προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία εξαιτίας της απόρριψης της προσφυγής της ως απαράδεκτης, ενώ περαιτέρω η ερμηνεία της οδηγίας-πλαισίου στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη δημιουργεί σύγκρουση μεταξύ αυτής και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    131

    Πρώτον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει η Συνθήκη ΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, περιορίστηκε στη διαπίστωση, στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, χωρίς να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο συμβιβάζει τη διαπίστωσή του περί απαραδέκτου με την εν λόγω νομολογία.

    132

    Δεύτερον, αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η VodafoneZiggo φρονεί ότι η δυνατότητα προσφυγής της ενώπιον εθνικού δικαστηρίου το οποίο δύναται το ίδιο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο δεν μπορεί, εν προκειμένω, να θεραπεύσει την έλλειψη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στο επίπεδο της Ένωσης. Ένα τέτοιο δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της επίδικης πράξης, ούτε είναι περαιτέρω προφανές ότι θα υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το κύρος της πράξης αυτής, ούτε ότι το ερώτημα αυτό θα είναι παραδεκτό.

    133

    Τρίτον, η επισημανθείσα από το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία ασκείται βέτο σε εθνικό μέτρο δεν δίνει απάντηση στο ερώτημα αν θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα της VodafoneZiggo όταν δεν είναι δυνατή η δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσβολή πράξης της Επιτροπής εκδοθείσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου.

    134

    Τέταρτον, η άσκηση προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά της απόφασης της ACM δεν θεραπεύει τον παράνομο χαρακτήρα της επίδικης πράξης. Αντιθέτως, η δυνατότητα εκδίκασης των υποθέσεων αυτών αποκλειστικά από τα εθνικά δικαστήρια καθιστά εντονότερη την προσβολή του δικαιώματος της VodafoneZiggo σε αποτελεσματική δικαστική προστασία. Το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας στις σκέψεις 118 και 119 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης ότι ένα εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημα της VodafoneZiggo ότι η ιδιαίτερη σημασία που προσδίδεται σε πράξη της Επιτροπής στο πλαίσιο εθνικών διαδικασιών είναι σε θέση να επηρεάσει την επίλυση της εθνικής διαφοράς καθώς και την επιλογή του δικαστηρίου αυτού να υποβάλει ή όχι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στην ίδια σκέψη 118, ότι η εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδονται σε πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία δεν του αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης, αγνόησε εκ νέου το ότι η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τα θεμελιώδη δικαιώματα της VodafoneZiggo.

    135

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    136

    Στον βαθμό που, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, καθώς και, κατ’ ουσίαν, με την τρίτη αιτίαση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η VodafoneZiggo υποστηρίζει, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να ερμηνεύσει την οδηγία-πλαίσιο και, ως εκ τούτου, να εκτιμήσει το παραδεκτό της προσφυγής της υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη, κατά παράβαση του άρθρου αυτού, υπενθυμίζεται ότι με το εν λόγω άρθρο 47 δεν επιδιώκεται η τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και ειδικότερα των κανόνων που διέπουν το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται απευθείας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, όπως άλλωστε συνάγεται και από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47, οι οποίες πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ερμηνείας του (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    137

    Στο πλαίσιο αυτό, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, οι κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προϋποθέσεις παραδεκτού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως η ερμηνεία αυτή να καταλήγει στην παράκαμψη των προϋποθέσεων που προβλέπει ρητώς η Συνθήκη ΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 101).

    138

    Επομένως, η ερμηνεία της έννοιας «πράξη δεκτική προσφυγής» κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε αποκλεισμό της εφαρμογής της ως άνω προϋπόθεσης, διότι άλλως θα συνέτρεχε υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που απονέμονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 52).

    139

    Τούτο ακριβώς θα συνέβαινε αν παρεχόταν σε προσφεύγοντα, όπως η VodafoneZiggo, η δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξης η οποία δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε, του περιεχομένου της και του προπαρασκευαστικού της χαρακτήρα, η πράξη αυτή δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, σύμφωνα κατ’ ουσίαν με την παρατιθέμενη στις σκέψεις 28 έως 112 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης κρίση του Γενικού Δικαστηρίου· στο δε πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως η VodafoneZiggo είτε δεν αμφισβήτησε το νόμω βάσιμο της κρίσης αυτής είτε δεν κατόρθωσε να αποδείξει τον νομικώς πλημμελή χαρακτήρα της.

    140

    Περαιτέρω, από την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της VodafoneZiggo, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε σαφώς για ποιον λόγο η διαπίστωσή του ότι η προσφυγή της εταιρίας αυτής έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη συνάδει με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

    141

    Πράγματι, στη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 4 της οδηγίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν έναν μηχανισμό προσφυγής κατά των αποφάσεων των ΕΡΑ, διαμορφώνοντας έτσι ένα σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας, όπως άλλωστε έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015, T-Mobile Austria, C‑282/13, EU:C:2015:24, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε, αφενός, στη σκέψη 116 της εν λόγω διάταξης, ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, καθήκον της Επιτροπής είναι μόνον η διαβίβαση παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, κατόπιν της οποίας, κατ’ αρχήν, εκδίδεται απόφαση από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, το οποίο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης το οποίο έχει εφαρμογή σε μια δεδομένη κατάσταση και, αφετέρου, στη σκέψη 117 της ίδιας διάταξης, ότι, αν η Επιτροπή ασκήσει το δικαίωμα βέτο που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, η διαδικασία οδηγεί, κατά την κρίση του, στην έκδοση πράξης της Ένωσης η οποία έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, στη δε περίπτωση αυτή προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ενδίκου βοηθήματος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    142

    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    143

    Δεδομένου ότι η VodafoneZiggo υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, η δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν της εξασφαλίζει αποτελεσματική δικαστική προστασία στο επίπεδο της Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της έννομης τάξης της Ένωσης διασφαλίζεται, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, όχι μόνον από το Δικαστήριο, αλλά και από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Πράγματι, η Συνθήκη ΛΕΕ, με τα άρθρα 263 και 277 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αφετέρου, καθιέρωσε ολοκληρωμένο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για τη διασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C·456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 102). Επιπλέον, η προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο την εκτίμηση περί του κύρους αποτελεί, όπως ακριβώς και η προσφυγή ακυρώσεως, τρόπο ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 104).

    144

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο εκτιμά ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως πράξης της Ένωσης, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα για την εκτίμηση του κύρους της πράξης, καθόσον το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την έλλειψη κύρους πράξης της Ένωσης (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Μαρτίου 2018, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, C‑244/16 P, EU:C:2018:177, σκέψη 105), καθώς και ότι το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται προδικαστικώς επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, χωρίς να εξαιρεί κανένα είδος πράξης (αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi, C‑322/88, EU:C:1989:646, σκέψη 8, και της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 44), νομολογία που εξάλλου υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης.

    145

    Η περίσταση, την οποία επικαλέστηκε η VodafoneZiggo, ότι δεν είναι βέβαιο κατά πόσον εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης ΕΡΑ εκδοθείσας κατά το πέρας της διαδικασίας του άρθρου 7 της οδηγίας‑πλαισίου θα υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, δεν μπορεί να στηρίξει λυσιτελώς τη θέση της.

    146

    Είναι αληθές ότι δεν αρκεί να υποστηριχθεί από έναν διάδικο ότι η διαφορά θέτει ζήτημα κύρους διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ώστε να υποχρεούται το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανέκυψε τέτοιο ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, όσον αφορά τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις υπόκεινται σε ένδικα μέσα εσωτερικού δικαίου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαστήρια αυτά μπορούν να εξετάσουν το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης της Ένωσης και, εφόσον εκτιμούν ότι οι λόγοι τους οποίους προβάλλουν οι διάδικοι προς θεμελίωση του ισχυρισμού περί ακυρότητας είναι αβάσιμοι, μπορούν να τους απορρίψουν και να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η πράξη είναι καθ’ όλα έγκυρη. Πράγματι, ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτό δεν θίγουν την υπόσταση της πράξης της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψεις 28 και 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    147

    Αντιθέτως, όπως προκύπτει επίσης από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 144 της παρούσας απόφασης, κάθε διάδικος δικαιούται, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, να προβάλει, ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί της υπόθεσης, την ακυρότητα πράξης της Ένωσης και να ζητήσει από το εν λόγω δικαστήριο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να αναγνωρίσει την ακυρότητα αυτή, να υποβάλει συναφώς προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    148

    Επιπλέον, το γεγονός ότι το εθνικό δικαστήριο έχει την εξουσία να καθορίζει τα ερωτήματα που πρόκειται να υποβάλει στο Δικαστήριο είναι στοιχείο εγγενές στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων που επιδίωξε να διαμορφώσει η Συνθήκη ΛΕΕ και δεν συνιστά επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει διασταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, Union Deutsche Lebensmittelwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/85, EU:C:1987:243, σκέψη 12).

    149

    Επισημαίνεται επίσης ότι, με την επιχειρηματολογία της, η VodafoneZiggo στην ουσία υποστηρίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την ικανότητα να συμβάλλουν στην τήρηση της έννομης τάξης της Ένωσης, ενώ γίνεται δεκτό ότι ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της εν λόγω έννομης τάξης διασφαλίζεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 143 της παρούσας απόφασης, όχι μόνον από το Δικαστήριο, αλλά και από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, και ότι τα δικαστήρια αυτά επιτελούν, σε συνεργασία με το Δικαστήριο, λειτουργία που τους έχει ανατεθεί από κοινού προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών [πρβλ. γνωμοδότηση 1/09, (Δημιουργία ενοποιημένου συστήματος επιλύσεως διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), της 8ης Μαρτίου 2011, EU:C:2011:123, σκέψεις 66 και 69, και απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 90 και 99]. Αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    150

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, στις εν λόγω σκέψεις 115 και 116, ότι η δυνατότητα της VodafoneZiggo να ασκήσει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προσφυγή κατά της απόφασης της ΕΡΑ που εκδόθηκε κατόπιν της εκ μέρους της Επιτροπής κοινοποίησης παρατηρήσεων δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας-πλαισίου διασφάλιζε τον σεβασμό του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, έστω και αν η προσφυγή την οποία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με αντικείμενο την ακύρωση της επίδικης πράξης, κρίθηκε απαράδεκτη.

    151

    Τρίτον, όσον αφορά την εκτιθέμενη στη σκέψη 133 της παρούσας απόφασης αιτίαση, αρκεί η επισήμανση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η VodafoneZiggo, το Γενικό Δικαστήριο όντως αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν υπάρχει προσβολή του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία εξαιτίας του απαραδέκτου της προσφυγής την οποία άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 136 έως 150 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι δεν υπάρχει τέτοια προσβολή, καθόσον η σκέψη 117 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατά της οποίας βάλλει η υπό εξέταση τρίτη αιτίαση, ενισχύει ακριβώς την τεκμηρίωση της εν λόγω κρίσης, στον βαθμό που η σκέψη αυτή, της οποίας το περιεχόμενο εκτίθεται στη σκέψη 141 της παρούσας απόφασης, συμπληρώνει την περιγραφή του πλήρους συστήματος δικαστικής προστασίας που καθιερώνει η οδηγία‑πλαίσιο. Επομένως, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη.

    152

    Τέταρτον, όσον αφορά την εκτιθέμενη στη σκέψη 134 της παρούσας απόφασης αιτίαση, επισημαίνεται ότι η VodafoneZiggo, βάλλοντας κατά της σκέψης 118 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει εκ νέου ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στον βαθμό που έκρινε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ προδικαστική παραπομπή συμβάλλει στη διαφύλαξη του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, παρότι δεν διασφαλίζεται η ενεργοποίηση της διαδικασίας της προδικαστικής παραπομπής. Όπως, όμως, προκύπτει και από τις σκέψεις 136 έως 150 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε συναφώς σε πλάνη περί το δίκαιο.

    153

    Εξάλλου, καθόσον η VodafoneZiggo, με την υπό κρίση αιτίαση, βάλλει κατά της σκέψης 119 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, αρκεί η επισήμανση ότι η σκέψη αυτή εκτέθηκε ως εκ περισσού και, επομένως, στο μέτρο αυτό, η εν λόγω αιτίαση είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης.

    154

    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, όπως και η τρίτη αιτίαση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

    155

    Δεδομένου ότι κανείς από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η VodafoneZiggo δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    156

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

    157

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    158

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της VodafoneZiggo στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Καταδικάζει τη VodafoneZiggo Group BV στα δικαστικά έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top