Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0653

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 2019.
DK κατά Spetsializirana prokuratura.
Αίτηση του Spetsializiran nakazatelen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 – Ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 6 – Βάρος απόδειξης – Συνέχιση της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου.
Υπόθεση C-653/19 PPU.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2019:1024

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 – Ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 6 – Βάρος απόδειξης – Συνέχιση της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου»

Στην υπόθεση C‑653/19 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) με απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του

DK

παρισταμένης της:

Spetsializirana prokuratura,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, L. Bay Larsen (εισηγητή), C. Toader και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Νοεμβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο DK, εκπροσωπούμενος από τους D. Gochev, I. Angelov και I. Yotov, advokati,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον R. Troosters και την Y. Marinova,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2016, L 65, σ. 1), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του DK σχετικά με τη συνέχιση της προσωρινής κρατήσεώς του.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22 της οδηγίας 2016/343 έχουν ως εξής:

«(16)

Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος κατά το χρονικό διάστημα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχτεί ένοχο κατά τον νόμο. […] Δεν θα πρέπει να θίγει […] τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης, που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως αποφάσεις προφυλάκισης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος. […]

[…]

(22)

Η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και κατηγορουμένων και οποιαδήποτε αμφιβολία θα πρέπει να είναι προς όφελος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου. Το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται όταν το βάρος της αποδείξεως μετατίθεται από την εισαγγελική αρχή στην υπεράσπιση, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενων αυτεπάγγελτων εξουσιών έρευνας του δικαστηρίου, της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος κατά την εκτίμηση της ενοχής του υπόπτου ή κατηγορουμένου και της χρήσης πραγματικών ή νομικών τεκμηρίων σχετικά με την ποινική ευθύνη προσώπου που είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τη τέλεση αξιόποινης πράξης. […]»

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινική διαδικασία. Εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης μέχρι την απόφαση για την τελική εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και μέχρι η εν λόγω απόφαση να καταστεί οριστική.»

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Τεκμήριο αθωότητας», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρις ότου αποδειχτεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.»

6

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με τον νόμο, στις δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών καθώς και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο. Η ανωτέρω διάταξη δεν θίγει τις πράξεις της εισαγγελικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και δεν θίγει επίσης τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσης που λαμβάνονται από δικαστικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και βασίζονται σε υπόνοιες ή ενοχοποιητικά στοιχεία.»

7

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/343, το οποίο φέρει τον τίτλο «Βάρος της απόδειξης», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και των κατηγορουμένων. Τούτο ισχύει με την επιφύλαξη οποιασδήποτε υποχρέωσης του δικαστή ή του αρμόδιου δικαστηρίου να αναζητούν τόσο ενοχοποιητικά όσο και απαλλακτικά στοιχεία και του δικαιώματος της υπεράσπισης να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, μεταξύ άλλων και όταν το δικάζον δικαστήριο διατυπώνει εκτίμηση σχετικά με το εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο θα πρέπει να αθωωθεί.»

Το βουλγαρικό δίκαιο

8

Το άρθρο 270 του Nakazatelno protsesualen kodeks (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ορίζει τα εξής:

«(1)   Το ζήτημα της αντικαταστάσεως του περιοριστικού μέτρου δύναται να εγερθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δίκης. Νέο αίτημα σχετικά με το περιοριστικό μέτρο μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων.

(2)   Το δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη σε δημόσια συνεδρίαση.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9

Ο DK κατηγορείται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.

10

Στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης που κινήθηκε εναντίον του για τις εν λόγω κατηγορίες, ο DK τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στις 11 Ιουνίου 2016.

11

Στις 9 Νοεμβρίου 2017, ο ενδιαφερόμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικού δικαστηρίου ποινικών υποθέσεων, Βουλγαρία) προκειμένου να δικαστεί.

12

Από τις 5 Φεβρουαρίου 2018, ο DK υπέβαλε επτά αιτήσεις για την απόλυσή του, οι οποίες απορρίφθηκαν σε πρώτο βαθμό ή κατ’ έφεση, με το αιτιολογικό ότι τα επιχειρήματα που είχε προβάλει δεν ήσαν αρκούντως πειστικά υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του εθνικού δικαίου.

13

Κατά την ακροαματική διαδικασία που διεξήχθη ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων) στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, ο DK υπέβαλε νέα αίτηση για την απόλυσή του.

14

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, από τη βουλγαρική νομοθεσία προκύπτει ότι, κατόπιν παραπομπής ενώπιον δικαστηρίου ενός προσώπου το οποίο τελεί υπό προσωρινή κράτηση, το δικαστήριο αυτό οφείλει να ελέγξει προηγουμένως το σύννομο της κρατήσεως. Αν το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω κράτηση είναι νόμιμη, η εν λόγω κράτηση συνεχίζεται χωρίς χρονικό περιορισμό και δεν επανεξετάζεται αυτεπαγγέλτως στη συνέχεια. Η απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου μπορεί να διαταχθεί μόνον εφόσον αυτός το ζητήσει και αποδείξει την ύπαρξη νέων περιστάσεων που δικαιολογούν την αποφυλάκισή του.

15

Το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της βουλγαρικής νομοθεσίας, όπως ερμηνεύεται από την εθνική νομολογία, είναι απίθανο ο DK να κατορθώσει να παράσχει τέτοια στοιχεία και να αποδείξει με τον τρόπο αυτό μεταβολή των περιστάσεων ικανή να δικαιολογήσει την απόλυσή του.

16

Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διατηρεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της βουλγαρικής νομοθεσίας με το άρθρο 6 και την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2016/343, καθόσον οι διατάξεις αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προβλέπουν ότι η εισαγγελική αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως του συννόμου της συνεχίσεως της προσωρινής κράτησης του ενδιαφερομένου, καθώς και υπό την έννοια ότι επιτρέπουν να γίνονται δεκτά τεκμήρια υπέρ της νομιμότητας αυτής μόνον εφόσον τα εν λόγω τεκμήρια είναι ευλόγως ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα άμυνας.

17

Εξάλλου, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη. Όσον αφορά, ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο 6, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 27ης Αυγούστου 2019, Magnitskiy κ.λπ. κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2019:0827JUD003263109), προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η θέσπιση τεκμηρίου υπέρ της νομιμότητας της συνεχίσεως της κρατήσεως του κατηγορουμένου αντιβαίνει στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της Συμβάσεως αυτής.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ειδικό δικαστήριο ποινικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

«Συνάδει προς το άρθρο 6 και την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2016/343, καθώς και προς τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εθνική νομοθεσία η οποία, κατά το επ’ ακροατηρίου στάδιο της ποινικής διαδικασίας, θέτει ως προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η αίτηση της υπεράσπισης περί άρσης του μέτρου προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου την ύπαρξη μεταβολής των περιστάσεων;»

Επί της επείγουσας διαδικασίας

19

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

20

Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο DK τελεί υπό προσωρινή κράτηση από τις 11 Ιουνίου 2016 και ότι η κρίση επί της αίτησης απόλυσής του εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα αν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει την κατανομή του βάρους αποδείξεως όπως αυτή προβλέπεται από την εφαρμοστέα εν προκειμένω βουλγαρική νομοθεσία.

21

Συναφώς, υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2016/343, η οποία εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, είναι δυνατή η εξέτασή της με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

22

Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο σχετικά με το επείγον, πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2016, JZ, C‑294/16 PPU, EU:C:2016:610, σκέψη 29, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Milev, C‑310/18 PPU, EU:C:2018:732, σκέψη 35).

23

Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και από την απάντηση την οποία έδωσε το αιτούν δικαστήριο στις 13 Σεπτεμβρίου 2019 σε αίτημα του Δικαστηρίου περί παροχής πληροφοριών, καθώς και από τα συμπληρωματικά στοιχεία που διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο από το αιτούν δικαστήριο στις 25 και 27 Σεπτεμβρίου 2019, προκύπτει ότι ο DK στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του, ότι το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί επί της συνεχίσεως της κρατήσεως βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου και ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα την κρίση επί της αιτήσεως του DK για την απόλυσή του.

24

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, την 1η Οκτωβρίου 2019, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

25

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/343, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 22 αυτής, καθώς και τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία εξαρτά την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση από την απόδειξη, εκ μέρους του προσώπου αυτού, της ύπαρξης νέων περιστάσεων που να δικαιολογούν την απόλυση αυτή.

26

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2016/343 προβλέπει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούμενα σε ποινική διαδικασία, σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης μέχρι την απόφαση για την τελική εκτίμηση του κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και μέχρι η εν λόγω απόφαση να αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

27

Η οδηγία αυτή έχει εφαρμογή σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία εθνικό δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της νομιμότητας της συνεχίσεως της προσωρινής κράτησης προσώπου το οποίο κατηγορείται ότι διέπραξε αξιόποινη πράξη (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Milev, C‑310/18 PPU, EU:C:2018:732, σκέψη 40).

28

Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αυτή, λαμβανομένου υπόψη του ότι επιδιώκει ελάχιστο βαθμό εναρμονίσεως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα πλήρες και εξαντλητικό νομοθέτημα το οποίο αποσκοπεί στον καθορισμό του συνόλου των προϋποθέσεων για την έκδοση αποφάσεως περί προσωρινής κρατήσεως (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Milev, C‑310/18 PPU, EU:C:2018:732, σκέψη 47, και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH, C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψη 59).

29

Ασφαλώς, τα άρθρα 3 και 4 της ίδιας οδηγίας απαιτούν όπως απόφαση περί διατηρήσεως σε ισχύ μέτρου προσωρινής κρατήσεως που λαμβάνεται από δικαστική αρχή σε βάρος ενός προσώπου δεν αναφέρεται στο πρόσωπο αυτό ως εάν ήταν ένοχο (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Milev, C‑310/18 PPU, EU:C:2018:732, σκέψεις 43 και 44, καθώς και διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH, C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψη 51).

30

Αντιθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο βαθμός δικανικής πεποίθησης που το δικαστήριο το οποίο καλείται να εκδώσει τέτοια απόφαση πρέπει να σχηματίσει όσον αφορά τον δράστη της παραβάσεως, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εξετάσει τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία και η έκταση της αιτιολογίας που υποχρεούται να παραθέσει απαντώντας στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του δεν διέπονται από την οδηγία 2016/343, αλλά αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Milev, C‑310/18 PPU, EU:C:2018:732, σκέψη 48).

31

Όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το εν λόγω το άρθρο ρυθμίζει την κατανομή του «βάρο[υς] της απόδειξης της ενοχής των υπόπτων και των κατηγορουμένων». Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προς όφελος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου».

32

Συναφώς, από το άρθρο 4 της οδηγίας 2016/343 προκύπτει ότι αυτή διακρίνει τις δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν επί της ενοχής, οι οποίες κατά κανόνα εκδίδονται κατά το πέρας της ποινικής δίκης, από άλλες διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι οι πράξεις της εισαγγελικής αρχής και οι προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσεως.

33

Ως εκ τούτου, η αναφορά του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2016/343 στην απόδειξη της «ενοχής» πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της κατανομής του βάρους αποδείξεως μόνον κατά την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που κρίνουν επί της ενοχής.

34

Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 31 των προτάσεών του, από τη σύγκριση των αιτιολογικών σκέψεων 16 και 22 της οδηγίας 2016/343. Αφενός, η αιτιολογική σκέψη 16 αφορά τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας με τις πράξεις που διέπονται από το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, ήτοι τις δημόσιες δηλώσεις των αρχών και τις διαδικαστικές πράξεις που διενεργούνται πριν αποδειχθεί κατά τον νόμο η ενοχή του υπόπτου. Η αιτιολογική αυτή σκέψη αναφέρεται ειδικώς στο καθεστώς που διέπει τις προκαταρκτικές αποφάσεις δικονομικής φύσεως. Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 22 που αφορά την κατανομή του βάρους αποδείξεως, η οποία διέπεται από το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, δεν αναφέρεται σε τέτοιες αποφάσεις, αλλά αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία που καθιστά δυνατή την απόδειξη της ενοχής του υπόπτου.

35

Πάντως, δικαστική απόφαση έχουσα ως μοναδικό αντικείμενο την ενδεχόμενη συνέχιση της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου σκοπεί αποκλειστικώς στην επίλυση του ζητήματος αν το εν λόγω πρόσωπο πρέπει, υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, να απολυθεί, χωρίς να περιλαμβάνει εκτίμηση ως προς το αν το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο για το αδίκημα που του προσάπτεται.

36

Εξάλλου, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2016/343 απαγορεύουν να παρουσιάζεται ο κατηγορούμενος ως εάν είναι ένοχος.

37

Επομένως, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δικαστική απόφαση επί της ενοχής του κατηγορουμένου κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

38

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας δεν έχει εφαρμογή στη διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση τέτοιας αποφάσεως, οπότε η κατανομή του βάρους αποδείξεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής εμπίπτει αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο.

39

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη σκέψη 56 της διατάξεως της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH (C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110). Πράγματι, μολονότι, στη σκέψη αυτή, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 6 της οδηγίας 2016/343, από τη σκέψη 57 της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο ήθελε, με τον τρόπο αυτό, απλώς να αναφερθεί στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 4 της οδηγίας, προκειμένου να καταδείξει ότι το είδος της αιτιολογίας που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω διάταξη δεν ισοδυναμεί με την παρουσίαση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου ως ενόχου, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 4, χωρίς εντούτοις να έχει την πρόθεση να διαπιστώσει ότι είναι δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας σε διαδικασία που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως περί θέσεως υπό προσωρινή κράτηση.

40

Όσον αφορά, εξάλλου, τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται, δυνάμει του άρθρου του 51, παράγραφος 1, στα κράτη μέλη μόνον όταν τα κράτη αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

41

Δεδομένου ότι η κατανομή του βάρους αποδείξεως στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, οι διατάξεις του Χάρτη, και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων του 6 και 47, δεν εφαρμόζονται στους εθνικούς κανόνες που διέπουν την κατανομή αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, X και X, C‑638/16 PPU, EU:C:2017:173, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/343 καθώς και τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη δεν έχουν εφαρμογή επί εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση από την απόδειξη, εκ μέρους του προσώπου αυτού, της ύπαρξης νέων περιστάσεων που να δικαιολογούν την απόλυση αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, καθώς και τα άρθρα 6 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν εφαρμογή επί εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά την απόλυση προσώπου το οποίο έχει τεθεί υπό προσωρινή κράτηση από την απόδειξη, εκ μέρους του προσώπου αυτού, της ύπαρξης νέων περιστάσεων που να δικαιολογούν την απόλυση αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Top