EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0617

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2021.
Granarolo SpA κατά Ministero dell'Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare κ.λπ.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Άρθρο 3, στοιχείο εʹ – Έννοια της “εγκατάστασης” – Άρθρο 3, στοιχείο στʹ – Έννοια του “φορέα εκμετάλλευσης” – Παράρτημα I, σημεία 2 και 3 – Κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού – Άθροιση των παραγωγικών ικανοτήτων των δραστηριοτήτων μιας εγκατάστασης – Μεταβίβαση μονάδας συμπαραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας από τον κύριο βιομηχανικού συγκροτήματος – Σύμβαση προμήθειας ενέργειας μεταξύ μεταβιβάζουσας και αποκτώσας επιχείρησης – Ενημέρωση της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.
Υπόθεση C-617/19.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:338

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2021 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Άρθρο 3, στοιχείο εʹ – Έννοια της “εγκατάστασης” – Άρθρο 3, στοιχείο στʹ – Έννοια του “φορέα εκμετάλλευσης” – Παράρτημα I, σημεία 2 και 3 – Κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού – Άθροιση των παραγωγικών ικανοτήτων των δραστηριοτήτων μιας εγκατάστασης – Μεταβίβαση μονάδας συμπαραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας από τον κύριο βιομηχανικού συγκροτήματος – Σύμβαση προμήθειας ενέργειας μεταξύ μεταβιβάζουσας και αποκτώσας επιχείρησης – Ενημέρωση της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου»

Στην υπόθεση C‑617/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Αυγούστου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Granarolo SpA

κατά

Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare,

Ministero dello Sviluppo economico,

Comitato nazionale per la gestione della direttiva 2003/87/CE e per il supporto nella gestione delle attività di progetto del protocollo di Kyoto,

παρισταμένης της:

E.ON Business Solutions Srl, πρώην E.ON Connecting Energies Italia Srl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Granarolo SpA, εκπροσωπούμενη από την A. Stalteri, avvocato,

η E.ON Business Solutions Srl, εκπροσωπούμενη από τον C. Vivani και τη F. Triveri, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil καθώς και από την L. Dvořáková,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. C. Becker και από τον G. Gattinara,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Δεκεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, και του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63) (στο εξής: οδηγία 2003/87).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Granarolo SpA και, αφετέρου, του Ministero dell’Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare (Υπουργείου Περιβάλλοντος, Προστασίας του εδάφους και της θάλασσας, Ιταλία), του Ministero dello Sviluppo economico (Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, Ιταλία), καθώς και της Comitato nazionale per la gestione della direttiva 2003/87/CE e per il supporto nella gestione delle attività di progetto del protocollo di Kyoto (εθνικής επιτροπής για τη διαχείριση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ και για την παροχή στηρίξεως στη διαχείριση των δραστηριοτήτων έργων που εμπίπτουν στο Πρωτόκολλο του Κιότο, Ιταλία) (στο εξής: επιτροπή ΣΕΔΕ), όσον αφορά την απόρριψη αίτησης για ενημέρωση της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που κατέχει η Granarolo για μία από τις εγκαταστάσεις της η οποία εμπίπτει στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΕΔΕ)

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας 2003/87, που επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις εκπομπές από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και στα αέρια θερμοκηπίου που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ.»

4

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

ε)

“εγκατάσταση”: σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες δραστηριότητες απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζόμενες με αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικώς, με τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στο συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση·

στ)

“φορέας εκμετάλλευσης”: κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή, όπου αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης·

[…]».

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Άδειες εκπομπών αερίων θερμοκηπίου», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε από την 1η Ιανουαρίου 2005 καμία εγκατάσταση να μην πραγματοποιεί οιαδήποτε δραστηριότητα περιλαμβανόμενη στο παράρτημα Ι που οδηγεί σε εκπομπές οριζόμενες σε σχέση με την εν λόγω δραστηριότητα εκτός εάν ο φορέας εκμετάλλευσης της εγκατάστασης είναι κάτοχος άδειας εκδοθείσας από αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6, ή εάν η εγκατάσταση εξαιρείται από το [ΣΕΔΕ] σύμφωνα με το άρθρο 27. Αυτό ισχύει επίσης για τις εγκαταστάσεις που εντάχθηκαν βάσει του άρθρου 24.»

6

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/87, το οποίο επιγράφεται «Προϋποθέσεις και περιεχόμενο της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η αρμόδια αρχή εκδίδει άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου με την οποία επιτρέπονται οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από ολόκληρη την εγκατάσταση ή τμήμα της, εφόσον κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης είναι ικανός να παρακολουθεί τις εκπομπές και να υποβάλλει εκθέσεις γι’ αυτές.

Μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις που λειτουργούν στον ίδιο τόπο και υπό τον ίδιο φορέα εκμετάλλευσης.

Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει, ανά πέντε έτη τουλάχιστον, την άδεια εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και προβαίνει στις δέουσες τροποποιήσεις.»

7

Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, που φέρει τον τίτλο «Αλλαγές που σχετίζονται με εγκαταστάσεις»:

«Ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για κάθε σχεδιαζόμενη αλλαγή της φύσης ή της λειτουργίας της εγκατάστασης, ή κάθε επέκταση ή σημαντική μείωση της παραγωγικής ικανότητας της εγκατάστασης η οποία μπορεί να απαιτεί ενημέρωση της άδειας εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Εφόσον ενδείκνυται, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την άδεια. Αν υπάρχει αλλαγή στην ταυτότητα του φορέα, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την άδεια ώστε να περιληφθεί το όνομα και η διεύθυνση του νέου φορέα.»

8

Το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Κατηγορίες δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία», ορίζει στα σημεία 2 και 3 τα εξής:

«2.

Οι αναφερόμενες κάτωθι ανώτατες τιμές αναφέρονται κατά κανόνα σε παραγωγική δυναμικότητα ή σε αποδόσεις. Σε περίπτωση που διάφορες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία πραγματοποιούνται στην ίδια εγκατάσταση, οι παραγωγικές δυναμικότητες των δραστηριοτήτων αυτών προστίθενται από κοινού.

3.

Για τον υπολογισμό της συνολικής ονομαστικής θερμικής ισχύος μιας εγκατάστασης προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσον αυτή θα περιληφθεί στο [ΣΕΔΕ], αθροίζονται οι ονομαστικές θερμικές ισχείς όλων των συμμετεχουσών σε αυτήν τεχνικών μονάδων όπου η καύση καυσίμου γίνεται εντός της εγκατάστασης. […]»

9

Το ως άνω παράρτημα I περιλαμβάνει πίνακα στον οποίο απαριθμούνται οι κατηγορίες δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία 2003/87. Μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών συγκαταλέγεται η «[κ]αύση καυσίμων σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική κατανάλωση άνω των 20 MW (εκτός των εγκαταστάσεων αποτέφρωσης επικινδύνων ή αστικών αποβλήτων)».

Το ιταλικό δίκαιο

10

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία t και v, του decreto legislativo n. 30 – Attuazione della direttiva 2009/29/CE che modifica la direttiva 2003/87/CE al fine di perfezionare ed estendere il sistema comunitario per lo scambio di quote di emissione di gas a effetto serra (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 30 περί εφαρμογής της οδηγίας 2009/29/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με στόχο τη βελτίωση και την επέκταση του κοινοτικού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου), της 13ης Μαρτίου 2013 (GURI αριθ. 79, της 4ης Απριλίου 2013, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 30/2013), ορίζει τις κατά το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα έννοιες του «φορέα εκμετάλλευσης» και της «εγκατάστασης» κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον της οδηγίας 2003/87.

11

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 30/2013 ορίζει ότι καμία εγκατάσταση δεν μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο παράρτημα I του διατάγματος, οι οποίες συνεπάγονται εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, χωρίς να έχει λάβει άδεια από την επιτροπή ΣΕΔΕ.

12

Το άρθρο 15 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος αφορά τη χορήγηση, τις προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της άδειας εκπομπής.

13

Το άρθρο 16 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει την επιτροπή ΣΕΔΕ για κάθε μεταβολή που αφορά την ταυτότητα του φορέα εκμετάλλευσης, τη φύση και τη λειτουργία της εγκατάστασης, την επέκταση ή τη σημαντική μείωση της παραγωγικής της ικανότητας.

14

Το άρθρο 38 του νομοθετικού διατάγματος 30/2013 αφορά το καθεστώς των «μικρών φορέων εκπομπής» για τους σκοπούς της εποπτείας και του ελέγχου των εκπομπών CO2.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Η Granarolo είναι εταιρία η οποία δραστηριοποιείται στον διατροφικό τομέα του φρέσκου γάλακτος, καθώς και στην παραγωγή και διανομή γαλακτοκομικών προϊόντων. Έχει στην κυριότητά της συγκρότημα παραγωγής στην περιοχή Pasturago di Vernate (Ιταλία) αποτελούμενο από διάφορες μονάδες, το οποίο διαθέτει θερμοηλεκτρικό σταθμό που παράγει την αναγκαία για τις μεταποιητικές της δραστηριότητες θερμότητα.

16

Για τον εν λόγω θερμοηλεκτρικό σταθμό, η Granarolo ήταν κάτοχος, σύμφωνα με την απαίτηση του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/87, άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σχετικά με την καύση καυσίμων σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ άνω των 20 MW. Εξάλλου, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η Granarolo υπάγεται, για το συγκρότημα αυτό, στο καθεστώς των «μικρών φορέων εκπομπής» για τους σκοπούς της εποπτείας και του ελέγχου των εκπομπών CO2.

17

Το 2013 η Granarolo κατασκεύασε, στον βιομηχανικό τόπο του συγκροτήματος παραγωγής της, μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, οι οποίες προορίζονταν για την παραγωγή τροφίμων, με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ μικρότερη των 20 MW και μερίμνησε ώστε η επιτροπή ΣΕΔΕ να προβεί στην ενημέρωση της άδειάς της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής.

18

Το 2017 η Granarolo μεταβίβασε τη μονάδα συμπαραγωγής της στην E.ON Connecting Energies Italia Srl, επιχείρηση ειδικευμένη στον τομέα της ενέργειας (στο εξής: E.ON), συνάπτοντας ταυτόχρονα με αυτήν σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η σύμβαση αυτή προέβλεπε, επιπλέον, υποχρέωση της E.ON να λάβει τη συγκατάθεση της Granarolo για την πραγματοποίηση εργασιών επί της μονάδας συμπαραγωγής ενέργειας, επιστροφή ενός ποσού στην Granarolo σε περίπτωση μη τήρησης των ελάχιστων ορίων της παραδοτέας ποσότητας ενέργειας, μείωση της τιμής της παρεχόμενης ενέργειας μετά από δέκα έτη και έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης και δικαίωμα προαιρέσεως υπέρ της Granarolo για επαναγορά της μονάδας συμπαραγωγής.

19

Κατόπιν της μεταβίβασης αυτής, η Granarolo υπέβαλε στην επιτροπή ΣΕΔΕ αίτηση ενημέρωσης της άδειάς της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, εκτιμώντας ότι η εκπομπή της μονάδας συμπαραγωγής, την οποία δεν εκμεταλλευόταν πλέον η ίδια ούτε είχε υπό τον έλεγχό της, έπρεπε να αφαιρεθεί από την ποσότητα των εκπομπών της CO2.

20

Μετά την απόρριψη της αίτησής της, με την από 6 Ιουνίου 2018 απόφαση της επιτροπής ΣΕΔΕ, η Granarolo άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως. Η E.ON παρενέβη υπέρ της Granarolo στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

21

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Granarolo ισχυρίζεται ότι η επιτροπή ΣΕΔΕ, αιτιολογώντας την απορριπτική απόφασή της με το σκεπτικό της διατήρησης τυπικής διασύνδεσης μεταξύ της μονάδας συμπαραγωγής και του συγκροτήματος παραγωγής της, παρέβη τις απαιτήσεις που απορρέουν από την οδηγία 2003/87.

22

Συγκεκριμένα, το συγκρότημα παραγωγής και η μονάδα συμπαραγωγής δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία ενιαία εγκατάσταση απλώς και μόνο επειδή συνδέονται με σκοπό την παροχή ενέργειας, ενώ αποτελούν αυτοτελείς μονάδες από διαρθρωτικής και λειτουργικής απόψεως.

23

Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 6 της οδηγίας, η άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου χορηγείται στον φορέα εκμετάλλευσης ο οποίος έχει την εξουσία διαχείρισης μιας εγκατάστασης και ο οποίος, επομένως, μπορεί να ασκεί έλεγχο και εποπτεία επί των εκπομπών. Εν προκειμένω, όμως, η επιτροπή ΣΕΔΕ συμπέρανε ότι η Granarolo διατήρησε εξουσία διαχείρισης και ελέγχου των εκπομπών της μονάδας συμπαραγωγής στηρίζοντας το σκεπτικό της σε εσφαλμένη ερμηνεία της σύμβασης προμήθειας ενέργειας μεταξύ της Granarolo και της E.ON. Συγκεκριμένα, η σύμβαση αυτή δεν επηρεάζει την ικανότητα της E.ON να ασκεί αυτοτελώς τη δραστηριότητά της παραγωγής ενέργειας και να προβαίνει στην παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας στο δημόσιο δίκτυο, οπότε, ακόμη και αν η Granarolo λάβει μικρότερη ποσότητα ενέργειας από τη μονάδα συμπαραγωγής, το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την ποσότητα αερίων θερμοκηπίου που η μονάδα αυτή εκπέμπει.

24

Επιπλέον, η από 6 Ιουνίου 2018 απόφαση της επιτροπής ΣΕΔΕ στηρίζεται, κατά την Granarolo, σε εσφαλμένη ερμηνεία του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού των πηγών εκπομπής που προβλέπεται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, καθόσον ο κανόνας αυτός ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις στις οποίες πλείονες τεχνικές μονάδες συνθέτουν μία ενιαία εγκατάσταση και όχι για τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες, όπως εν προκειμένω, υπάρχουν περισσότερες διακριτές εγκαταστάσεις.

25

Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν ότι η μεταβίβαση της μονάδας συμπαραγωγής στην E.ON δεν επηρέασε τη διαμόρφωση της εγκατάστασης και ότι εξακολουθεί να υφίσταται λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ αυτής της μονάδας συμπαραγωγής και του συγκροτήματος παραγωγής της Granarolo. Ειδικότερα, οι καθών υπογραμμίζουν ότι υπάρχει αναπόσπαστος δεσμός μεταξύ της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και της ύπαρξης εγκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87. Ο ορισμός του φορέα εκμετάλλευσης προϋποθέτει λογικά τον ορισμό της εγκατάστασης, πράγμα που καθιστά παντελώς άνευ σημασίας την ενδεχόμενη διαφορά μεταξύ του κατόχου της άδειας και του πραγματικού φορέα εκμετάλλευσης μιας εσωτερικής τεχνικής μονάδας του συγκροτήματος παραγωγής.

26

Εφόσον η μονάδα συμπαραγωγής συνδέεται τεχνικά, όπως εν προκειμένω, με το συγκρότημα παραγωγής και ενδέχεται να επηρεάζει τις συνολικές εκπομπές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η μονάδα αυτή αποτελεί, μαζί με το συγκρότημα, τμήμα μίας ενιαίας εγκατάστασης, οπότε πρέπει να διέπεται από ενιαία άδεια, παρόλο που η μονάδα συμπαραγωγής βρίσκεται εκτός του τόπου παραγωγής.

27

Εξάλλου, οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των ρητρών της σύμβασης προμήθειας ενέργειας μεταξύ της Granarolo και της E.ON, η πρώτη διατήρησε αποφασιστική οικονομική εξουσία όσον αφορά την τεχνική εκμετάλλευση της μονάδας συμπαραγωγής και ότι, ως εκ τούτου, παραμένει ο φορέας εκμετάλλευσης της εν λόγω μονάδας, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87.

28

Επιπλέον, τυχόν υιοθέτηση αντίθετης άποψης θα είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού του παραρτήματος I, σημεία 2 και 3, της οδηγίας, ο οποίος αποσκοπεί ακριβώς στην αποφυγή του ενδεχομένου η υπερβολική υποδιαίρεση των πηγών εκπομπής να οδηγήσει στον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής του ΣΕΔΕ της πλειονότητας των εγκαταστάσεων μικρών ή μεσαίων διαστάσεων.

29

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη μονάδα συμπαραγωγής έχει ισχύ μικρότερη των 20 MW, δεν απαιτείται γι’ αυτήν άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της σχετικής με το ΣΕΔΕ νομοθεσίας. Από την άλλη πλευρά, λόγω της μεταβίβασης της μονάδας συμπαραγωγής, θα μειωθεί, όσον αφορά το συγκρότημα παραγωγής της Granarolo, η ποσότητα εκπομπών που παράγονται ετησίως και αποτελούν αντικείμενο αντιστάθμισης μέσω δικαιωμάτων εκπομπών.

30

Ενώ οι ρήτρες της σύμβασης προμήθειας ενέργειας θέτουν την Granarolo σε θέση ισχύος σε σχέση με την E.ON, οποιαδήποτε ερμηνεία υπό την έννοια ότι επήλθε διάσπαση της αρχικής εγκατάστασης σε δύο εγκαταστάσεις θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων περί εκπομπών CO2.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2003/87] την έννοια ότι ο όρος “εγκατάσταση” αφορά και περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την οποία εγκατάσταση συμπαραγωγής ενέργειας που κατασκευάστηκε από την προσφεύγουσα εντός του βιομηχανικού της τόπου με σκοπό την παροχή ενέργειας στο συγκρότημα παραγωγής της μεταβιβάστηκε εν συνεχεία, μέσω μεταβιβάσεως κλάδου δραστηριότητας, σε άλλη εταιρία εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, δυνάμει συμβάσεως η οποία προβλέπει, αφενός, τη μεταβίβαση στην αποκτώσα εταιρία της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, των πιστοποιήσεων, των εγγράφων, των δηλώσεων συμμόρφωσης, των εγκριτικών πράξεων, των παραχωρήσεων, των αδειών εκμετάλλευσης και των αδειών τεχνικής φύσεως που απαιτούνται για την εκμετάλλευση της εγκαταστάσεως και τη διεξαγωγή της δραστηριότητας, καθώς και τη σύσταση υπέρ της αποκτώσας εταιρίας δικαιώματος επιφανείας επί χώρου του συγκροτήματος, επαρκούς και κατάλληλου για την εκμετάλλευση και τη συντήρηση της εγκαταστάσεως, και τη σύσταση δικαιωμάτων δουλείας υπέρ της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής, τα οποία περιλαμβάνουν ζώνη αποκλειστικής πρόσβασης στον περιβάλλοντα χώρο αυτής, και, αφετέρου, την παροχή της παραγόμενης από την επίμαχη εγκατάσταση ενέργειας από την αποκτώσα στη μεταβιβάζουσα εταιρία, για χρονική διάρκεια δώδεκα ετών, στις τιμές που συμφωνήθηκαν στη σύμβαση;

2)

Καταλαμβάνει, ειδικότερα, η κατά το ίδιο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, [της οδηγίας 2003/87] έννοια της “τεχνικής συνδέσεως” και τη σύνδεση μεταξύ εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας και συγκροτήματος παραγωγής, η οποία είναι τέτοια ώστε το συγκρότημα παραγωγής, το οποίο ανήκει σε άλλη εταιρία, μολονότι βρίσκεται σε προνομιακή σχέση με την εγκατάσταση συμπαραγωγής για τους σκοπούς της προμήθειας ενέργειας (σύνδεση μέσω δικτύου διανομής ενέργειας, ειδική σύμβαση προμήθειας ενέργειας με την εταιρία στην οποία μεταβιβάστηκε η εγκατάσταση, δέσμευση της τελευταίας για προμήθεια ελάχιστης ποσότητας ενέργειας στο συγκρότημα παραγωγής, άλλως υποχρέωση επιστροφής ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ του κόστους προμήθειας ενέργειας από την αγορά και των τιμών που προβλέπονται στη σύμβαση, έκπτωση επί των τιμών πωλήσεως της ενέργειας μετά από περίοδο δέκα ετών και έξι μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως, παραχώρηση στη μεταβιβάζουσα εταιρία δικαιώματος προαιρέσεως για την επαναγορά της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής ενέργειας ανά πάσα στιγμή, υποχρέωση λήψεως αδείας από τη μεταβιβάζουσα εταιρία για την εκτέλεση εργασιών στην εγκατάσταση συμπαραγωγής), εντούτοις μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του ακόμη και σε περίπτωση διακοπής της παροχής ενέργειας ή σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή παύσεως της λειτουργίας της εγκαταστάσεως συμπαραγωγής;

3)

Συνιστούν, τέλος, παράβαση του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού των πηγών που προβλέπεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας [2003/87] ή, αντίθετα, απλή και νόμιμη συνέπεια των οργανωτικών επιλογών των φορέων, η οποία δεν απαγορεύεται από το [ΣΕΔΕ], σε περίπτωση πραγματικής μεταβιβάσεως μιας εγκαταστάσεως παραγωγής ενέργειας από την κατασκευάστρια αυτής εταιρία, ιδιοκτήτρια βιομηχανικού συγκροτήματος εντός του ιδίου τόπου, σε άλλη εταιρία εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, για λόγους υψηλότερης αποδοτικότητας, η δυνατότητα διαχωρισμού των σχετικών εκπομπών από την άδεια [εκπομπών] του ιδιοκτήτη του βιομηχανικού συγκροτήματος, μετά τη μεταβίβαση, και το ενδεχόμενο απεντάξεως των εκπομπών αυτών από το [ΣΕΔΕ], το οποίο προκαλείται από το γεγονός ότι, αφ’ εαυτής, η εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας δεν ξεπερνά από άποψη ισχύος το κατώτατο όριο που απαιτείται ώστε να χαρακτηριστεί ως εμπίπτουσα στο καθεστώς των “μικρών φορέων εκπομπής”;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

32

Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, Yara Suomi κ.λπ., C‑506/14, EU:C:2016:799, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Συναφώς, το γεγονός ότι, από τυπικής άποψης, ένα εθνικό δικαστήριο υπέβαλε αίτηση προδικαστικής απόφασης παραπέμποντας μόνο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα ερωτήματά του γίνεται ή όχι μνεία των εν λόγω διατάξεων. Στο Δικαστήριο εναπόκειται, συναφώς, να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2018, Turbogás, C‑90/17, EU:C:2018:498, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Εν προκειμένω, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την απόρριψη, από την επιτροπή ΣΕΔΕ, αίτησης της Granarolo για ενημέρωση της άδειάς της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατόπιν της μεταβίβασης της μονάδας συμπαραγωγής, την οποία διέθετε στον ίδιο βιομηχανικό τόπο στον οποίο βρισκόταν και το συγκρότημά της παραγωγής τροφίμων, προς την E.ON, επιχείρηση ειδικευμένη στον τομέα της ενέργειας, μεταβίβασης η οποία συνοδευόταν από τη σύναψη με την E.ON σύμβασης προμήθειας ενέργειας.

35

Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η αίτηση για ενημέρωση της άδειας απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των ρητρών της σύμβασης προμήθειας ενέργειας μεταξύ της Granarolo και της E.ON, το συγκρότημα παραγωγής διατηρούσε λειτουργική διασύνδεση με τη μονάδα συμπαραγωγής, οπότε το συγκρότημα και η μονάδα αποτελούσαν τμήμα της ίδιας ενιαίας εγκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, και η Granarolo παρέμενε, μετά τη μεταβίβαση, ο φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας συμπαραγωγής, υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας. Εξάλλου, τίθεται το ερώτημα αν η αποδοχή της εν λόγω αίτησης για ενημέρωση της άδειας θα αντέβαινε στον κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού που προβλέπεται στο παράρτημα I, σημεία 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας και θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα καταστρατήγησης των κανόνων του ΣΕΔΕ.

36

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, στοιχεία εʹ και στʹ, της οδηγίας 2003/87, σε συνδυασμό με το παράρτημά της I, σημεία 2 και 3, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην αποδοχή του αιτήματος ενημέρωσης, κατά το άρθρο 7 της οδηγίας, της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που υποβάλλει ο κύριος συγκροτήματος παραγωγής το οποίο διαθέτει θερμοηλεκτρικό σταθμό με δραστηριότητα που εμπίπτει στο εν λόγω παράρτημα, όταν αυτός μεταβίβασε μονάδα συμπαραγωγής η οποία βρίσκεται στον ίδιο βιομηχανικό τόπο με το συγκρότημα και η οποία ασκεί δραστηριότητα με παραγωγική ικανότητα μικρότερη από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα Ι προς επιχείρηση εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, συνάπτοντας ταυτόχρονα με την επιχείρηση αυτή σύμβαση η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η παραγόμενη από τη μονάδα συμπαραγωγής ενέργεια θα παραδίδεται στο ως άνω συγκρότημα.

37

Εν προκειμένω, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συγκρότημα είναι ένα συγκρότημα παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων το οποίο διαθέτει, για τη διαδικασία παρασκευής, θερμοηλεκτρικό σταθμό με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ άνω των 20 MW και εμπίπτει επομένως στις δραστηριότητες που διαλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2003/87. Όσον αφορά τη μονάδα συμπαραγωγής, η συνολική ονομαστική θερμική ισχύς της είναι κατώτερη των 20 MW, οπότε δεν εμπίπτει, αυτή καθαυτήν, στις δραστηριότητες που διαλαμβάνονται στο παράρτημα.

38

Πρώτον, όσον αφορά τον προβληματισμό του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον η μονάδα συμπαραγωγής και το συγκρότημα παραγωγής περί των οποίων πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστούν, λόγω της μεταξύ τους σχέσης, μία ενιαία εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή ορίζει την «εγκατάσταση» ως σταθερή τεχνική μονάδα όπου διεξάγονται μία ή περισσότερες δραστηριότητες απαριθμούμενες στο παράρτημα Ι της οδηγίας και οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες άμεσα σχετιζόμενες με αυτές, οι οποίες συνδέονται, τεχνικώς, με τις διεξαγόμενες δραστηριότητες στον συγκεκριμένο τόπο και θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση.

39

Επομένως, σύμφωνα με τα κριτήρια της εν λόγω διάταξης, αφενός, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μονάδα συμπαραγωγής μπορεί να αποτελεί ενιαία εγκατάσταση μόνο με τον θερμοηλεκτρικό σταθμό του συγκροτήματος παραγωγής και, αφετέρου, τούτο είναι δυνατόν να ισχύει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα της καύσης που πραγματοποιείται εντός της μονάδας συμπαραγωγής σχετίζεται άμεσα με τη δραστηριότητα του θερμοηλεκτρικού σταθμού που διεξάγεται στον τόπο του συγκροτήματος παραγωγής, συνδέεται τεχνικώς με τον σταθμό και θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στις εκπομπές και στη ρύπανση.

40

Εισαγωγικά, διαπιστώνεται ότι από την ίδια τη φύση των κριτηρίων αυτών προκύπτει ότι απαιτείται εκτίμηση υλικής φύσεως. Ως εκ τούτου, το ζήτημα αν πληρούνται, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα εν λόγω κριτήρια και ιδίως το κριτήριο σχετικά με την ύπαρξη τεχνικής συνδέσεως, το οποίο αφορούν, ειδικότερα, οι προβληματισμοί του αιτούντος δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από τους συμβατικούς όρους που δεσμεύουν τη μεταβιβάζουσα και την αποκτώσα επιχείρηση.

41

Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι το κριτήριο σχετικά με τις επιπτώσεις στις εκπομπές και τη ρύπανση πληρούται εφόσον η μονάδα συμπαραγωγής εκπέμπει αέρια θερμοκηπίου.

42

Όσον αφορά τα λοιπά κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια δραστηριότητα σχετίζεται άμεσα με δραστηριότητα που εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής όταν είναι απαραίτητη για την άσκησή της και ότι η άμεση αυτή σχέση υφίσταται, εξάλλου, όταν υπάρχει τεχνική σύνδεση στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη δραστηριότητα ενσωματώνεται στη συνολική τεχνική διαδικασία της δραστηριότητας που εμπίπτει στο εν λόγω παράρτημα I (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Elektriciteits Produktiemaatschappij Zuid-Nederland EPZ, C‑158/15, EU:C:2016:422, σκέψη 30).

43

Επομένως, αφενός, βάσει της προϋπόθεσης περί άμεσης σχέσης μεταξύ των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων απαιτείται, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η δραστηριότητα συμπαραγωγής να πραγματοποιείται με σκοπό τη διενέργεια της δραστηριότητας καύσης καυσίμων η οποία διεξάγεται εντός του θερμοηλεκτρικού σταθμού του συγκροτήματος παραγωγής.

44

Ως εκ τούτου, η προϋπόθεση αυτή δεν είναι δυνατόν να πληρούται αν, όπως ιδίως υποστήριξαν η Granarolo και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας συμπαραγωγής προορίζεται αποκλειστικά για την παραγωγή τροφίμων που πραγματοποιείται στο συγκρότημα της Granarolo, ζήτημα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

45

Αφετέρου, βάσει της προϋπόθεσης σχετικά με την ύπαρξη τεχνικής συνδέσεως που υλοποιεί μια τέτοια άμεση σχέση επιβάλλεται, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 57 των προτάσεών του, η σύνδεση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων να συμβάλλει στην πληρότητα της συνολικής τεχνικής διαδικασίας της δραστηριότητας που εμπίπτει στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87.

46

Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί απλώς και μόνον από την ύπαρξη, όπως συνήθως συμβαίνει στο πλαίσιο κάθε βιομηχανικής δραστηριότητας, σύνδεσης μεταξύ των οικείων δραστηριοτήτων για τους σκοπούς της παροχής ενέργειας. Πράγματι, μολονότι δεν αποκλείεται μια σύνδεση αυτού του είδους να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τεχνική σύνδεση, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, τούτο ισχύει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι χαρακτηρίζεται από ειδική και διακριτή μορφή ενσωμάτωσης στο πλαίσιο της τεχνικής διαδικασίας που προσιδιάζει στη δραστηριότητα που εμπίπτει στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.

47

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από τη διατύπωση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, ότι το συγκρότημα παραγωγής της Granarolo και, ειδικότερα, ο θερμοηλεκτρικός σταθμός που παρέχει την αναγκαία για την παραγωγή θερμότητα θα μπορούσε να συνεχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του ακόμη και σε περίπτωση διακοπής της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας από τη μονάδα συμπαραγωγής ή σε περίπτωση δυσλειτουργίας ή παύσης της δραστηριότητας της μονάδας αυτής.

48

Επομένως, εφόσον η σύνδεση μεταξύ της μονάδας συμπαραγωγής και του συγκροτήματος παραγωγής δεν συμβάλλει στην πληρότητα της τεχνικής διαδικασίας των δραστηριοτήτων που διεξάγονται στον θερμοηλεκτρικό σταθμό του εν λόγω συγκροτήματος και, συνακόλουθα, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, εφόσον τα κριτήρια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87 δεν πληρούνται, η μονάδα συμπαραγωγής και ο θερμοηλεκτρικός σταθμός δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μία ενιαία εγκατάσταση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

49

Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η Granarolo παραμένει, μετά τη μεταβίβαση της μονάδας συμπαραγωγής στην E.ON, ο φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας αυτής, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, σχετικά με τις προϋποθέσεις χορήγησης των αδειών εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι η αρμόδια αρχή εκδίδει την άδεια με την οποία επιτρέπονται οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από ολόκληρη την εγκατάσταση ή τμήμα της, εφόσον κρίνει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης είναι ικανός να παρακολουθεί τις εκπομπές και να υποβάλλει εκθέσεις γι’ αυτές και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι μια άδεια εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες εγκαταστάσεις που λειτουργούν στον ίδιο τόπο και υπό τον ίδιο φορέα εκμετάλλευσης. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, η εν λόγω αρχή ενημερώνει, εφόσον ενδείκνυται, την άδεια βάσει των πληροφοριών που της παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης για τις μεταβολές που αφορούν τη συγκεκριμένη εγκατάσταση. Αφετέρου, το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας ορίζει ως «φορέα εκμετάλλευσης» κάθε πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται ή διευθύνει την εγκατάσταση ή, όπου αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο έχουν μεταβιβασθεί αποφασιστικές οικονομικές εξουσίες όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης.

50

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης κατά τις οποίες ο κύριος συγκροτήματος παραγωγής μεταβίβασε σε επιχείρηση που ειδικεύεται στον τομέα της ενέργειας μονάδα συμπαραγωγής ευρισκόμενη στον ίδιο βιομηχανικό τόπο με το εν λόγω συγκρότημα, εάν, λόγω της μεταβίβασης αυτής, έπαυσε ο εν λόγω κύριος να έχει τον έλεγχο επί της λειτουργίας της μονάδας συμπαραγωγής και, ως εκ τούτου, επί των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που προέρχονται από τις δραστηριότητές της. Εάν συμβαίνει αυτό, ο ως άνω κύριος δεν μπορεί να θεωρηθεί, μετά τη μεταβίβαση, ως φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας συμπαραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87.

51

Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών του, ακριβώς για τον προσδιορισμό του φορέα εκμετάλλευσης μιας τέτοιας μονάδας συμπαραγωγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνονται υπόψη οι συμβατικές ρήτρες που δεσμεύουν τον μεταβιβάζοντα και τον αποκτώντα.

52

Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, από τους συμβατικούς όρους που δεσμεύουν την E.ON και την Granarolo δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Granarolo διατήρησε τον έλεγχο της λειτουργίας της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μονάδας συμπαραγωγής και, ως εκ τούτου, τον έλεγχο επί των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που προέρχονται από τις δραστηριότητές της.

53

Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, η Granarolo μεταβίβασε την κυριότητα της μονάδας συμπαραγωγής στην E.ON και, προς τούτο, μεταβίβασε ειδικότερα στην E.ON το σύνολο των εγγράφων που απαιτούνται για την εκμετάλλευση της μονάδας και την άσκηση της δραστηριότητας που διενεργείται σ’ αυτήν.

54

Αφετέρου, στο πλαίσιο της σύμβασης προμήθειας ενέργειας που συνδέει την Granarolo και την E.ON, η E.ON μπορεί να αυξήσει τη δραστηριότητα της μονάδας συμπαραγωγής και να παραδώσει την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στο δημόσιο δίκτυο. Είναι επίσης ελεύθερη να μειώσει την ποσότητα της παραγόμενης ενέργειας, υπό την επιφύλαξη, σε περίπτωση που δεν προμηθεύσει την προβλεπόμενη στη σύμβαση ελάχιστη ποσότητα ενέργειας, να επιστρέψει ποσό ίσο προς τη διαφορά μεταξύ του κόστους εφοδιασμού ενέργειας στην αγορά και των τιμών που προβλέπει η σύμβαση. Ωστόσο, ένας τέτοιος μηχανισμός αντιστάθμισης, συμβατικής φύσεως, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με μεταβίβαση προς την Granarolo αποφασιστικής οικονομικής εξουσίας όσον αφορά την τεχνική λειτουργία της εγκατάστασης συμπαραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, in fine, της οδηγίας 2003/87.

55

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι ούτε οι λοιπές συμβατικές ρήτρες τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, ιδίως εκείνες που αφορούν την τιμή πώλησης της ενέργειας, το δικαίωμα προαιρέσεως για επαναγορά που διαθέτει η Granarolo ή την απαίτηση άδειας εκ μέρους της προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες επί της μονάδας συμπαραγωγής, παρέχουν στην Granarolo τον έλεγχο επί της λειτουργίας της εν λόγω μονάδας, όπως απαιτείται από το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας, και, ως εκ τούτου, οι ρήτρες αυτές δεν της παρέχουν, καθαυτές, τη δυνατότητα να καθορίζει ή να εποπτεύει, γενικώς, την ποσότητα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που εκλύονται από τη δραστηριότητα της εν λόγω μονάδας.

56

Επομένως, από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 52 έως 55 της παρούσας απόφασης προκύπτει, υπό την επιφύλαξη επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, ότι η Granarolo, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι πλέον ο φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας συμπαραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/87, οπότε δικαιούται να ζητήσει την ενημέρωση της άδειάς της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής.

57

Η εν λόγω ενημέρωση της άδειας δεν μπορεί να συνεπάγεται καταστρατήγηση των κανόνων του ΣΕΔΕ.

58

Συγκεκριμένα, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η ενημέρωση της άδειας δεν συνεπάγεται παράβαση του κανόνα του αθροιστικού υπολογισμού, όπως αυτός διατυπώνεται στο παράρτημα I, σημεία 2 και 3, της οδηγίας.

59

Πράγματι, το εν λόγω παράρτημα Ι, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, προσδιορίζει τις κατηγορίες δραστηριοτήτων στις οποίες εφαρμόζεται η εν λόγω οδηγία, όπως προβλέπεται στο άρθρο της 2, παράγραφος 1. Ειδικότερα, ο κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού διευκρινίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να εκτιμάται αν οι δραστηριότητες που διεξάγονται σε εγκατάσταση, ιδίως η δραστηριότητα της καύσης καυσίμων, πληρούν τα ελάχιστα όρια που αναφέρονται στο εν λόγω παράρτημα Ι προκειμένου να αποφασιστεί αν η εγκατάσταση αυτή θα περιληφθεί στο ΣΕΔΕ.

60

Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, θερμοηλεκτρικός σταθμός και μονάδα συμπαραγωγής, όπως οι επίμαχοι στην υπόθεση της κύριας δίκης, είναι δύο διακριτές μονάδες που δεν αποτελούν μία ενιαία εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/87.

61

Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι, ακόμη και μετά τη μεταβίβαση της μονάδας συμπαραγωγής στην E.ON, ο θερμοηλεκτρικός σταθμός που διαθέτει το συγκρότημα παραγωγής εξακολούθησε να υπάγεται στο ΣΕΔΕ, δεδομένου ότι η συνολική ονομαστική θερμική του ισχύς υπερβαίνει το όριο των 20 MW που προβλέπεται στο παράρτημα I της οδηγίας.

62

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο κανόνας του αθροιστικού υπολογισμού αφορά τον τρόπο υπολογισμού των παραγωγικών ικανοτήτων των δραστηριοτήτων που διεξάγονται εντός της εγκατάστασης και δεν έχει ως αντικείμενο, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, τον προσδιορισμό του φορέα εκμετάλλευσης της εγκατάστασης αυτής. Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι καθών της κύριας δίκης, ο κανόνας αυτός δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει ως αποτέλεσμα ούτε τον προσδιορισμό της Granarolo ως φορέα εκμετάλλευσης της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μονάδας συμπαραγωγής, και ενώ μάλιστα η Granarolo δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι έχει τον έλεγχο επί της λειτουργίας της μονάδας αυτής και, επομένως, δεν είναι πλέον σε θέση να διασφαλίσει την εποπτεία των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που εκλύονται από τη δραστηριότητα της εν λόγω μονάδας, ούτε τη στέρηση από την Granarolo του δικαιώματός της να ζητήσει την ενημέρωση της άδειάς της εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

63

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της απαγόρευσης της απάτης και της κατάχρησης δικαιώματος συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η τήρηση της οποίας επιβάλλεται στους πολίτες. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της κανονιστικής ρύθμισης της Ένωσης δεν μπορεί να εκτείνεται μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να καταλαμβάνει πράξεις οι οποίες διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική κτήση των πλεονεκτημάτων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2020, Kreis Heinsberg, C‑112/19, EU:C:2020:864, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

64

Ειδικότερα, σκοπός της αρχής της απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών είναι η απαγόρευση των αμιγώς επίπλαστων σχημάτων, τα οποία δεν έχουν πραγματική οικονομική υπόσταση και μεθοδεύονται με μόνο σκοπό τη χορήγηση αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, KrakVet Marek Batko, C‑276/18, EU:C:2020:485, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Ωστόσο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι έλαβαν χώρα εν προκειμένω τέτοιες καταχρηστικές ή δόλιες πράξεις, ιδίως δε ότι υφίσταται αμιγώς επίπλαστο σχήμα. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας αυτής δεν δημιουργούνται αμφιβολίες για το ότι η επιχείρηση προς την οποία μεταβιβάστηκε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μονάδα συμπαραγωγής ασκεί πράγματι αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα.

66

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, στοιχεία εʹ και στʹ, της οδηγίας 2003/87, σε συνδυασμό με το παράρτημά της I, σημεία 2 και 3, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην αποδοχή του αιτήματος ενημέρωσης, κατά το άρθρο 7 της οδηγίας, της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που υποβάλλει ο κύριος συγκροτήματος παραγωγής το οποίο διαθέτει θερμοηλεκτρικό σταθμό με δραστηριότητα που εμπίπτει στο εν λόγω παράρτημα, όταν αυτός μεταβίβασε μονάδα συμπαραγωγής η οποία βρίσκεται στον ίδιο βιομηχανικό τόπο με το συγκρότημα και η οποία ασκεί δραστηριότητα με παραγωγική ικανότητα μικρότερη από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα Ι προς επιχείρηση εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, συνάπτοντας ταυτόχρονα με την επιχείρηση αυτή σύμβαση η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η παραγόμενη από τη μονάδα συμπαραγωγής ενέργεια θα παραδίδεται στο ως άνω συγκρότημα, στην περίπτωση που ο θερμοηλεκτρικός σταθμός και η μονάδα συμπαραγωγής δεν αποτελούν μία ενιαία εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας, και ο κύριος του συγκροτήματος παραγωγής δεν είναι πλέον, εν πάση περιπτώσει, ο φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας συμπαραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

67

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 3, στοιχεία εʹ και στʹ, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σε συνδυασμό με το παράρτημά της I, σημεία 2 και 3, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην αποδοχή του αιτήματος ενημέρωσης, κατά το άρθρο 7 της οδηγίας, της άδειας εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που υποβάλλει ο κύριος συγκροτήματος παραγωγής το οποίο διαθέτει θερμοηλεκτρικό σταθμό με δραστηριότητα που εμπίπτει στο εν λόγω παράρτημα, όταν αυτός μεταβίβασε μονάδα συμπαραγωγής η οποία βρίσκεται στον ίδιο βιομηχανικό τόπο με το συγκρότημα και η οποία ασκεί δραστηριότητα με παραγωγική ικανότητα μικρότερη από το ελάχιστο όριο που προβλέπεται στο εν λόγω παράρτημα Ι προς επιχείρηση εξειδικευμένη στον ενεργειακό τομέα, συνάπτοντας ταυτόχρονα με την επιχείρηση αυτή σύμβαση η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η παραγόμενη από τη μονάδα συμπαραγωγής ενέργεια θα παραδίδεται στο ως άνω συγκρότημα, στην περίπτωση που ο θερμοηλεκτρικός σταθμός και η μονάδα συμπαραγωγής δεν αποτελούν μία ενιαία εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας, και ο κύριος του συγκροτήματος παραγωγής δεν είναι πλέον, εν πάση περιπτώσει, ο φορέας εκμετάλλευσης της μονάδας συμπαραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top