Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0579

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 2ας Σεπτεμβρίου 2021.
    The Queen, κατόπιν αιτήσεως των Association of Independent Meat Suppliers και Cleveland Meat Company Ltd κατά The Food Standards Agency.
    Αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της υγείας – Κανονισμός (ΕΚ) 854/2004 – Άρθρο 5, σημείο 2 – Κανονισμός (ΕΚ) 882/2004 – Άρθρο 54, παράγραφος 3 – Κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Επιθεώρηση του σφαγίου και των εντοσθίων μετά τη σφαγή – Επίσημος κτηνίατρος – Σήμανση καταλληλότητας – Άρνηση – Κρέας που έχει χαρακτηριστεί ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο – Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    Υπόθεση C-579/19.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:665

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της υγείας – Κανονισμός (ΕΚ) 854/2004 – Άρθρο 5, σημείο 2 – Κανονισμός (ΕΚ) 882/2004 – Άρθρο 54, παράγραφος 3 – Κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης – Επιθεώρηση του σφαγίου και των εντοσθίων μετά τη σφαγή – Επίσημος κτηνίατρος – Σήμανση καταλληλότητας – Άρνηση – Κρέας που έχει χαρακτηριστεί ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο – Δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

    Στην υπόθεση C‑579/19,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) με απόφαση της 24ης Ιουλίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουλίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

    The Queen, κατόπιν αιτήσεως των:

    Association of Independent Meat Suppliers,

    Cleveland Meat Company Ltd,

    κατά

    Food Standards Agency,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra, D. Šváby (εισηγητή), S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Association of Independent Meat Suppliers και η Cleveland Meat Company Ltd, εκπροσωπούμενες από τους S. Hockman, QC, D. Hercock, barrister, και την H. Leese, solicitor,

    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Brandon, επικουρούμενο από τον A. Dashwood, QC, και τον A. Heppinstall, barrister,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Dawes, W. Farrell και B. Hofstötter,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΚ) 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ 2004, L 139, σ. 206, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 226, σ. 83, και ΕΕ 2013, L 160, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 (ΕΕ 2004, L 165, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 191, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 854/2004), και την ερμηνεία του κανονισμού 882/2004.

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Association of Independent Meat Suppliers και της Cleveland Meat Company Ltd (στο εξής: CMC) και, αφετέρου, της Food Standards Agency (υπηρεσίας προδιαγραφών τροφίμων, Ηνωμένο Βασίλειο) σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία κατόπιν απόφασης με την οποία ο επίσημος κτηνίατρος αρνήθηκε να επιθέσει σήμανση καταλληλότητας σε σφάγιο ανήκον στη CMC, και η οποία χαρακτήρισε το εν λόγω σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο και είχε ως συνέπεια την καταστροφή του.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η συμφωνία αποχώρησης

    3

    Με την απόφαση (ΕΕ) 2020/135, της 30ής Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 1, στο εξής: συμφωνία αποχώρησης), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, τη συμφωνία αποχώρησης, η οποία επισυνάφθηκε στην απόφαση αυτή.

    4

    Το άρθρο 86 της συμφωνίας αποχώρησης, με τίτλο «Εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

    «2.   Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις κατόπιν αιτήσεων που υποβάλλονται από δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

    3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, οι διαδικασίες θεωρείται ότι ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής απόφασης θεωρείται ότι υποβάλλονται, τη στιγμή κατά την οποία το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο καταχωρίζεται από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου […].»

    5

    Σύμφωνα με το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης, η μεταβατική περίοδος άρχισε από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αυτής και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020.

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002

    6

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ 2002, L 31, σ. 1), αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 10 τα εξής:

    «(2)

    Πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης ζωής και υγείας κατά την άσκηση των κοινοτικών πολιτικών.

    […]

    (10)

    Η πείρα έχει δείξει ότι είναι αναγκαίο να θεσπίζονται μέτρα που εγγυώνται ότι δεν κυκλοφορούν στην αγορά μη ασφαλή τρόφιμα και εξασφαλίζουν ότι υπάρχουν τα συστήματα για τον εντοπισμό και την επίλυση των προβλημάτων σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να προστατεύεται η δημόσια υγεία. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και παρόμοια ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια των ζωοτροφών.»

    7

    Το άρθρο 14, παράγραφοι 1, 2 και 5, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

    «1.   Τρόφιμα τα οποία είναι μη ασφαλή δεν διατίθενται στην αγορά.

    2.   Τα τρόφιμα θεωρούνται ως μη ασφαλή όταν εκτιμάται ότι είναι:

    α)

    επιβλαβή για την υγεία,

    β)

    ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.

    […]

    5.   Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο ένα τρόφιμο είναι ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, δίδεται προσοχή στο κατά πόσο το εν λόγω τρόφιμο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για ανθρώπινη κατανάλωση σύμφωνα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, λόγω μόλυνσης προερχόμενης είτε από ξένες ουσίες είτε από άλλον παράγοντα, ή λόγω σήψης, αλλοίωσης ή αποσύνθεσης.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 853/2004

    8

    Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ 2004, L 139, σ. 55, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 226, σ. 22), με τίτλο «Σήμανση καταλληλότητας και αναγνώρισης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

    «Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων διαθέτουν στην αγορά προϊόντα ζωικής προέλευσης τα οποία διακινούνται σε εγκατάσταση η οποία υπόκειται σε έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, μόνον εάν:

    α)

    φέρουν σήμα καταλληλότητας που επιτίθεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, ή

    β)

    όταν ο κανονισμός αυτός δεν προβλέπει την επίθεση σήματος καταλληλότητας, φέρουν αναγνωριστικό σήμα το οποίο επιτίθεται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ τμήμα Ι του παρόντος κανονισμού.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 854/2004

    9

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4, 6 και 9 του κανονισμού 854/2004 έχουν ως εξής:

    «(1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, [της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ 2004, L 139, σ. 1),] ορίζει τους γενικούς κανόνες υγιεινής που εφαρμόζονται σε όλα τα τρόφιμα, και ο κανονισμός [853/2004] ορίζει ειδικούς κανόνες υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.

    (2)

    Ειδικοί κανόνες για τους επίσημους ελέγχους στα προϊόντα ζωικής προέλευσης είναι αναγκαίοι, ώστε να ληφθούν υπόψη ειδικά θέματα που συνδέονται με τα προϊόντα αυτά.

    […]

    (4)

    Οι επίσημοι έλεγχοι στα προϊόντα ζωικής προέλευσης θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις πλευρές που είναι σημαντικές για την προστασία της δημόσιας υγείας και, όπου κρίνεται απαραίτητο, της υγείας και της ορθής μεταχείρισης των ζώων. […]

    […]

    (6)

    Η φύση και το εύρος των επίσημων ελέγχων θα πρέπει να βασίζονται στην αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, της υγείας των ζώων και της ορθής μεταχείρισης των ζώων όταν χρειάζεται, και του είδους και της δυναμικότητας των εφαρμοζόμενων διαδικασιών και της συγκεκριμένης επιχείρησης τροφίμων.

    […]

    (9)

    Βάσει των ειδικών γνώσεών τους, είναι σκόπιμο οι επίσημοι κτηνίατροι να διενεργούν ελέγχους και επιθεωρήσεις σφαγείων, εγκαταστάσεων χειρισμού θηραμάτων και ορισμένων εργαστηρίων τεμαχισμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν ποιο είναι το καταλληλότερο προσωπικό που θα διενεργεί τους ελέγχους και τις επιθεωρήσεις άλλων τύπων εγκαταστάσεων.»

    10

    Το άρθρο 1, παράγραφοι 1, 1α και 3, του κανονισμού 854/2004 επισημαίνει τα εξής:

    «1.   Ο παρών κανονισμός ορίζει τους ειδικούς κανόνες για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης.

    1α.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μαζί με τον κανονισμό [882/2004].

    […]

    3.   Η διενέργεια επίσημων ελέγχων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν θίγει την πρωταρχική νομική ευθύνη των επιχειρήσεων τροφίμων για τη διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων, όπως ορίζεται στον κανονισμό [178/2002], και οποιαδήποτε αστική ή ποινική ευθύνη προκύπτει από την παράβαση των υποχρεώσεών τους.»

    11

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία γʹ, στʹ και ζʹ, του κανονισμού 854/2004:

    «1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    γ)

    “αρμόδια αρχή”: η κεντρική αρχή κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τη διενέργεια κτηνιατρικών ελέγχων ή κάθε αρχή, στην οποία η πρώτη έχει μεταβιβάσει την αρμοδιότητα αυτήν·

    στ)

    “επίσημος κτηνίατρος”: κτηνίατρος ο οποίος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, έχει εξουσιοδοτηθεί να ενεργεί υπό αυτή την ιδιότητα και έχει διοριστεί από την αρμόδια αρχή·

    ζ)

    “εγκεκριμένος κτηνίατρος”: κτηνίατρος διορισμένος από την αρμόδια αρχή για να διενεργεί εκ μέρους της ειδικούς επίσημους ελέγχους σε εγκαταστάσεις».

    12

    Το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων παρέχουν κάθε αναγκαία υποστήριξη για την αποτελεσματική διενέργεια των επίσημων ελέγχων από την αρμόδια αρχή.

    Διασφαλίζουν κυρίως:

    την πρόσβαση στα κτίρια, στους χώρους εργασίας της επιχείρησης, στις εγκαταστάσεις και τις λοιπές υποδομές,

    την πρόσβαση στα έγγραφα και τα αρχεία που προβλέπονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού ή που η αρμόδια αρχή κρίνει αναγκαία για την αξιολόγηση της κατάστασης.

    2.   Η αρμόδια αρχή διενεργεί επίσημους ελέγχους για να εξακριβώσει αν οι επιχειρήσεις τροφίμων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις:

    α)

    του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004·

    β)

    του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004

    και

    γ)

    του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002, για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ 2002, L 273, σ. 1)].

    3.   Οι επίσημοι έλεγχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν:

    α)

    ελέγχους ορθής υγιεινής πρακτικής και διαδικασιών ανάλυσης κινδύνου και κρισίμων σημείων ελέγχου HACCP· και

    β)

    τους επίσημους ελέγχους που ορίζονται στα άρθρα 5, 6, 7 και 8

    και

    γ)

    τυχόν ειδικά καθήκοντα ελέγχου τα οποία ορίζονται στα παραρτήματα.

    4.   Με τους ελέγχους ορθής υγιεινής πρακτικής εξακριβώνεται αν οι επιχειρήσεις τροφίμων εφαρμόζουν συνεχώς και καταλλήλως τις διαδικασίες όσον αφορά τουλάχιστον:

    α)

    τους ελέγχους των πληροφοριών για την τροφική αλυσίδα·

    β)

    τον σχεδιασμό και τη συντήρηση των χώρων και του εξοπλισμού·

    γ)

    την υγιεινή πριν, κατά και μετά τη λειτουργία·

    δ)

    την προσωπική υγιεινή·

    ε)

    την κατάρτιση στις διαδικασίες υγιεινής και εργασίας·

    στ)

    την καταπολέμηση των παρασίτων·

    ζ)

    την ποιότητα του νερού·

    η)

    τον έλεγχο της θερμοκρασίας,

    και

    θ)

    τους ελέγχους των τροφίμων που εισέρχονται στην εγκατάσταση και εξέρχονται αυτής, καθώς και της τυχόν τεκμηρίωσης που τα συνοδεύει.

    5.   Με τους ελέγχους βάσει διαδικασιών HACCP εξακριβώνεται αν οι επιχειρήσεις τροφίμων εφαρμόζουν συνεχώς και καταλλήλως αυτές τις διαδικασίες, ιδίως δε διαπιστώνουν, αν οι διαδικασίες παρέχουν τα εχέγγυα που ορίζονται στο τμήμα ΙΙ του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004. Ειδικότερα, καθορίζουν, κατά πόσον οι διαδικασίες εγγυώνται, κατά το δυνατόν, ότι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης:

    α)

    ανταποκρίνονται στα μικροβιολογικά κριτήρια που θεσπίζονται δυνάμει της κοινοτικής νομοθεσίας·

    β)

    είναι σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία περί καταλοίπων, προσμείξεων και απαγορευμένων ουσιών

    και

    γ)

    δεν ενέχουν φυσικούς κινδύνους, όπως ξένα σώματα.

    Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, μια επιχείρηση τροφίμων χρησιμοποιεί διαδικασίες που ορίζονται σε οδηγούς για την εφαρμογή των αρχών HACCP και όχι τις δικές του ειδικές διαδικασίες, ο επίσημος κτηνίατρος ελέγχει την ορθή εφαρμογή των οδηγών αυτών.

    6.   Η εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 σε σχέση με την τοποθέτηση σημάτων αναγνώρισης πραγματοποιείται σε όλες τις εγκαταστάσεις που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, επιπλέον της εξακρίβωσης της συμμόρφωσης προς άλλες απαιτήσεις ιχνηλασιμότητας.

    7.   Στην περίπτωση των σφαγείων, των εγκαταστάσεων χειρισμού θηραμάτων και των εργαστηρίων τεμαχισμού που διαθέτουν νωπό κρέας στην αγορά, επίσημος κτηνίατρος ασκεί τα καθήκοντα ελέγχου που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4.

    8.   Κατά τη διενέργεια καθηκόντων ελέγχου, η αρμόδια αρχή δίδει ιδιαίτερη προσοχή:

    α)

    στον προσδιορισμό του κατά πόσον το προσωπικό και οι δραστηριότητες του προσωπικού της εγκατάστασης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής ανταποκρίνονται στις σχετικές απαιτήσεις των κανονισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β). Προς ενίσχυση του ελέγχου η αρμόδια αρχή δύναται να διενεργεί ελέγχους επίδοσης, για να επιβεβαιώσει ότι οι επιδόσεις του προσωπικού πληρούν συγκεκριμένες παραμέτρους·

    β)

    στον έλεγχο των σχετικών αρχείων της επιχείρησης τροφίμων·

    γ)

    στη λήψη δειγμάτων για εργαστηριακή ανάλυση όταν είναι αναγκαίο

    και

    δ)

    στην τεκμηρίωση των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη και των πορισμάτων του ελέγχου.

    9.   Η φύση και το εύρος των καθηκόντων ελέγχου όσον αφορά επιμέρους εγκαταστάσεις εξαρτώνται από τον αξιολογηθέντα κίνδυνο. Για τον σκοπό αυτόν, η αρμόδια αρχή αξιολογεί τακτικά:

    α)

    τους κινδύνους για τη δημόσια υγεία και, όταν είναι απαραίτητο, για την υγεία των ζώων·

    β)

    στην περίπτωση των σφαγείων, τα ζητήματα ορθής μεταχείρισης των ζώων·

    γ)

    το είδος και την ταχύτητα διεκπεραίωσης των διεξαγόμενων διαδικασιών

    και

    δ)

    το παρελθόν της επιχείρησης τροφίμων όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία περί τροφίμων.»

    13

    Το άρθρο 5 του κανονισμού 854/2004 έχει ως ακολούθως:

    «Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διενεργούνται επίσημοι έλεγχοι του νωπού κρέατος σύμφωνα με το παράρτημα Ι.

    1.

    Ο επίσημος κτηνίατρος διενεργεί ελέγχους σε σφαγεία, εγκαταστάσεις χειρισμού θηραμάτων και εργαστήρια τεμαχισμού που διαθέτουν νωπό κρέας στην αγορά σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις του τμήματος Ι κεφάλαιο ΙΙ παράρτημα Ι και με τις ειδικές απαιτήσεις του τμήματος IV, ιδίως όσον αφορά:

    α)

    τις πληροφορίες για την τροφική αλυσίδα·

    β)

    την επιθεώρηση προ της σφαγής·

    γ)

    την ορθή μεταχείριση των ζώων·

    δ)

    την επιθεώρηση μετά τη σφαγή·

    ε)

    τα ειδικά υλικά κινδύνου και άλλα ζωικά υποπροϊόντα

    και

    στ)

    τους εργαστηριακούς ελέγχους.

    2.

    Η σήμανση καταλληλότητας των σφαγίων των κατοικίδιων οπληφόρων, των εκτρεφόμενων θηλαστικών θηραμάτων πλην των λαγόμορφων, και των μεγάλων αγρίων θηραμάτων, καθώς και των ημιμορίων σφαγίου, των τεταρτημορίων και των τεμαχίων που προέρχονται από τον τεμαχισμό ημιμορίων σφαγίου σε τρία τεμάχια χονδρικής πώλησης, πραγματοποιείται σε σφαγεία και σε εγκαταστάσεις χειρισμού θηραμάτων κατά τα οριζόμενα στο τμήμα Ι κεφάλαιο ΙΙΙ του παραρτήματος Ι. Τα σήματα καταλληλότητας επιτίθενται από τον επίσημο κτηνίατρο ή υπό την ευθύνη του, όταν από επίσημους ελέγχους δεν προέκυψαν ελλείψεις οι οποίες καθιστούν το κρέας ακατάλληλο προς βρώση.

    3.

    Μετά τη διενέργεια των ελέγχων που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2, ο επίσημος κτηνίατρος λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι τμήμα ΙΙ, ιδίως όσον αφορά:

    α)

    την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των επιθεωρήσεων·

    β)

    τις αποφάσεις που αφορούν τις πληροφορίες για την τροφική αλυσίδα·

    γ)

    τις αποφάσεις που αφορούν τα ζώντα ζώα·

    δ)

    τις αποφάσεις σχετικά με την ορθή μεταχείριση των ζώων

    και

    ε)

    τις αποφάσεις σχετικά με το κρέας.

    4.

    Οι επίσημοι βοηθοί δύνανται να επικουρούν τον επίσημο κτηνίατρο στους επίσημους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τα τμήματα Ι και ΙΙ του παραρτήματος Ι, όπως ορίζεται στο τμήμα ΙΙΙ κεφάλαιο Ι. Στην περίπτωση αυτήν, οι βοηθοί αυτοί εργάζονται ως μέρος ανεξάρτητης ομάδας.

    5.

    α)

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει επαρκές επίσημο προσωπικό ώστε οι επίσημοι έλεγχοι που απαιτούνται δυνάμει του παραρτήματος Ι να διενεργούνται με τη συχνότητα που ορίζεται στο τμήμα ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙ.

    β)

    Ακολουθείται προσέγγιση, η οποία βασίζεται στην αξιολόγηση κινδύνου για τον υπολογισμό του αριθμού του επίσημου προσωπικού που πρέπει να παρευρίσκεται στη γραμμή σφαγής ενός συγκεκριμένου σφαγείου. Ο αριθμός των μελών του επίσημου προσωπικού ορίζεται από την αρμόδια αρχή και πρέπει να είναι τέτοιος, που να επιτρέπει την εφαρμογή όλων των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.

    6.

    α)

    Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στο προσωπικό των σφαγείων να επικουρεί κατά τους επίσημους ελέγχους, εκτελώντας ορισμένα ειδικά καθήκοντα, υπό την επίβλεψη του επίσημου κτηνιάτρου σε σχέση με την παραγωγή κρέατος πουλερικών και λαγομόρφων, σύμφωνα με το παράρτημα Ι τμήμα ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ μέρος Α. Σε αυτή την περίπτωση, διασφαλίζουν ότι το προσωπικό που εκτελεί τα καθήκοντα αυτά:

    i)

    διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα και καταρτίζεται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις·

    ii)

    ενεργεί ανεξάρτητα από το προσωπικό παραγωγής

    και

    iii)

    αναφέρει τυχόν ελλείψεις στον επίσημο κτηνίατρο.

    β)

    Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να επιτρέπουν στα σφαγεία να εκτελούν ειδικές δειγματοληψίες και ελέγχους σύμφωνα με το παράρτημα Ι τμήμα ΙΙΙ κεφάλαιο ΙΙΙ μέρος Β.

    7.

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε οι επίσημοι κτηνίατροι και οι επίσημοι βοηθοί να διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και [να] καταρτίζονται σύμφωνα με το παράρτημα Ι τμήμα ΙΙΙ κεφάλαιο IV.»

    14

    Στο τμήμα I του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού, το κεφάλαιο III, με τίτλο «Σήμανση καταλληλότητας», ορίζει στα σημεία 1 και 2 τα εξής:

    «1.

    Ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να επιβλέπει τη σήμανση καταλληλότητας και τα χρησιμοποιούμενα σήματα.

    2.

    Ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, ώστε:

    α)

    το σήμα καταλληλότητας να επιτίθεται μόνον σε ζώα […] που έχουν υποβληθεί σε επιθεώρηση πριν και μετά τη σφαγή, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι να χαρακτηριστεί το κρέας ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. […]

    […]»

    15

    Στο τμήμα III του παραρτήματος I του κανονισμού 854/2004, το κεφάλαιο IV, με τίτλο «Επαγγελματικά προσόντα», ορίζει στο σημείο A τα εξής:

    «Επίσημοι κτηνίατροι

    1.

    Η αρμόδια αρχή δύναται να διορίζει ως επισήμους κτηνιάτρους μόνον τους κτηνιάτρους που έχουν επιτύχει σε εξετάσεις οι οποίες πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 2.

    2.

    Η αρμόδια αρχή υποχρεούται να διοργανώνει τις εξετάσεις. Σκοπός των εξετάσεων είναι να βεβαιωθεί η γνώση των ακόλουθων θεμάτων στο μέτρο που απαιτείται ανάλογα με το ιστορικό και τα προσόντα του κτηνιάτρου:

    α)

    εθνική και κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την κτηνιατρική δημόσια υγεία, την ασφάλεια των τροφίμων, την ορθή μεταχείριση των ζώων και τις φαρμακευτικές ουσίες·

    β)

    αρχές της κοινής γεωργικής πολιτικής, μέτρα για την αγορά, επιστροφές κατά την εξαγωγή και ανίχνευση της απάτης […]·

    γ)

    βασικές αρχές της επεξεργασίας τροφίμων και της τεχνολογίας τροφίμων·

    δ)

    αρχές, έννοιες και μέθοδοι ορθής παρασκευαστικής πρακτικής και διαχείρισης ποιότητας·

    […]

    ζ)

    αρχές, έννοιες και μέθοδοι ανάλυσης κινδύνου·

    η)

    αρχές, έννοιες και μέθοδοι του συστήματος HACCP, χρήση του συστήματος HACCP σε όλη την αλυσίδα παραγωγής τροφίμων·

    θ)

    πρόληψη και έλεγχος των τροφιμογενών κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου·

    […]

    ιε)

    τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας σε σχέση με την κτηνιατρική δημόσια υγεία·

    […]

    κα)

    αρχή της προφύλαξης και ανησυχίες των καταναλωτών και

    κβ)

    αρχές της κατάρτισης του προσωπικού που εργάζεται στην αλυσίδα παραγωγής.

    […]

    […]

    5.

    Ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να εκσυγχρονίζει τις γνώσεις του και να ενημερώνεται για τις νέες εξελίξεις με τακτικές δραστηριότητες συνεχούς επιμόρφωσης και επαγγελματική βιβλιογραφία. Ο επίσημος κτηνίατρος οφείλει, όταν αυτό είναι δυνατόν, να αναλαμβάνει δραστηριότητες συνεχούς επιμόρφωσης σε ετήσια βάση.

    6.

    Οι κτηνίατροι που έχουν ήδη διοριστεί ως επίσημοι κτηνίατροι πρέπει να έχουν επαρκείς γνώσεις στα θέματα που αναφέρονται στο σημείο 2. Εφόσον χρειάζεται, οφείλουν να αποκτούν τις γνώσεις αυτές μέσω δραστηριοτήτων συνεχούς κατάρτισης. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα δέοντα προς τούτο μέτρα.

    […]»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 882/2004

    16

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 41 και 43 του κανονισμού 882/2004 αναφέρουν τα εξής:

    «(1)

    Οι ζωοτροφές και τα τρόφιμα θα πρέπει να είναι ασφαλή και υγιεινά. Η κοινοτική νομοθεσία περιλαμβάνει σύνολο κανόνων που εγγυώνται την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι κανόνες αυτοί επεκτείνονται και στην παραγωγή και στη διάθεση στην αγορά τόσο των ζωοτροφών όσο και των τροφίμων.

    […]

    (41)

    Οι παραβάσεις της νομοθεσίας για τις ζωοτροφές και τα τρόφιμα και των κανόνων για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων ενδέχεται να συνιστούν απειλή για την ανθρώπινη υγεία, την υγεία των ζώων και την καλή διαβίωση των ζώων. […]

    […]

    (43)

    Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων που λαμβάνει η αρμόδια αρχή ως αποτέλεσμα των επισήμων ελέγχων και να είναι ενημερωμένοι για το δικαίωμα αυτό.»

    17

    Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού:

    «1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει γενικούς κανόνες για τη διεξαγωγή επισήμων ελέγχων για να εξακριβώνεται η συμμόρφωση προς τους κανόνες που έχουν ως στόχο, ιδίως:

    α)

    την πρόληψη, την εξάλειψη ή τη μείωση σε αποδεκτό επίπεδο, των κινδύνων για τον άνθρωπο και τα ζώα, είτε άμεσα είτε μέσω του περιβάλλοντος,

    και

    β)

    τη διασφάλιση θεμιτών πρακτικών κατά το εμπόριο ζωοτροφών και τροφίμων και την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης των ζωοτροφών και των τροφίμων και άλλων μορφών ενημέρωσης των καταναλωτών.

    2.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για τους επισήμους ελέγχους που διενεργούνται για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες για τις κοινές οργανώσεις των αγορών γεωργικών προϊόντων.

    3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις ειδικές κοινοτικές διατάξεις που αφορούν τους επισήμους ελέγχους.

    4.   Η διεξαγωγή επισήμων ελέγχων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν θίγει την πρωταρχική νομική ευθύνη των υπευθύνων επιχειρήσεων ζωοτροφών ή τροφίμων για την εξασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων και ζωοτροφών, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002, και οποιαδήποτε αστική ή ποινική ευθύνη προκύπτει από την αθέτηση των υποχρεώσεών τους.»

    18

    Το άρθρο 2 του κανονισμού 882/2004 προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ορισμοί των άρθρων 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

    Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1.

    “επίσημος έλεγχος”: κάθε μορφή ελέγχου που πραγματοποιεί η αρμόδια αρχή ή η Κοινότητα για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες περί υγείας και καλής διαβίωσης των ζώων·

    […]

    4.

    “αρμόδια αρχή”: η κεντρική αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια για την οργάνωση επισήμων ελέγχων, ή οποιαδήποτε άλλη αρχή στην οποία έχει μεταβιβαστεί αυτή η αρμοδιότητα· ο ορισμός περιλαμβάνει επίσης, όπου ενδείκνυται, την αντίστοιχη αρχή τρίτης χώρας·

    5.

    “φορέας ελέγχου”: ανεξάρτητος τρίτος στον οποίον η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει ορισμένα καθήκοντα ελέγχου·

    […]

    10.

    “μη συμμόρφωση”: μη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών ή τροφίμων και προς τους κανόνες για την προστασία της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων·

    […]».

    19

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 882/2004 προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για τους σκοπούς και τους επισήμους ελέγχους του παρόντος κανονισμού.»

    20

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα κατωτέρω:

    «Η αρμόδια αρχή μπορεί να αναθέτει συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με τους επισήμους ελέγχους σε έναν ή περισσότερους φορείς ελέγχου σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

    […]»

    21

    Το άρθρο 54 του κανονισμού 882/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενέργειες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει μη συμμόρφωση λαμβάνει μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο υπεύθυνος θα διορθώσει την κατάσταση. Όταν αποφασίζει το χαρακτήρα των ληπτέων μέτρων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη της τη φύση της μη συμμόρφωσης και το ιστορικό του υπευθύνου όσον αφορά τη μη συμμόρφωση.

    2.   Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση, τα ακόλουθα μέτρα:

    α)

    την επιβολή διαδικασιών εξυγίανσης ή κάθε άλλου μέτρου που κρίνεται αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των ζωοτροφών ή των τροφίμων ή η συμμόρφωση με τη νομοθεσία περί ζωοτροφών ή τροφίμων και τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων·

    β)

    τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά, της εισαγωγής ή της εξαγωγής ζωοτροφών, τροφίμων ή ζώων·

    γ)

    την παρακολούθηση και, εφόσον απαιτείται, την εντολή ανάκλησης, απόσυρσης ή/και καταστροφής των ζωοτροφών και των τροφίμων·

    δ)

    την έγκριση της χρήσης των ζωοτροφών και των τροφίμων για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζονταν αρχικά·

    ε)

    την αναστολή λειτουργίας ή το κλείσιμο όλης ή μέρους της συγκεκριμένης επιχείρησης για το δέον χρονικό διάστημα·

    στ)

    την αναστολή ή ανάκληση της έγκρισης της εγκατάστασης·

    ζ)

    τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 19 για τα φορτία από τρίτες χώρες·

    η)

    κάθε άλλο μέτρο που κρίνει κατάλληλο η αρμόδια αρχή.

    3.   Η αρμόδια αρχή παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπεύθυνο επιχείρησης, ή σε εκπρόσωπο:

    α)

    γραπτή κοινοποίηση της απόφασής της για τα μέτρα που θα ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1, μαζί με το αιτιολογικό της απόφασης

    και

    β)

    πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών, καθώς και σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία και τις προθεσμίες.

    4.   Εφόσον απαιτείται, η αρμόδια αρχή ενημερώνει και την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αποστολής για την απόφασή της.

    5.   Όλες οι δαπάνες που προκύπτουν δυνάμει του παρόντος άρθρου βαρύνουν τον υπεύθυνο της επιχείρησης τροφίμων και ζωοτροφών.»

    Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

    22

    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Food Safety Act 1990 (νόμου του 1990 για την ασφάλεια των τροφίμων, στο εξής: νόμος του 1990), ένα τρόφιμο δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων αν είναι μη ασφαλές κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού 178/2002.

    23

    Το άρθρο 9 του νόμου του 1990, με τίτλο «Επιθεώρηση και κατάσχεση ύποπτων τροφίμων», προβλέπει την ακολουθητέα διαδικασία στην περίπτωση κατά την οποία εξουσιοδοτημένος υπάλληλος ελεγκτικής αρχής, όπως η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων, εκτιμά, αφού διενεργήσει επιθεώρηση, ότι τα τρόφιμα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων.

    24

    Το άρθρο 9, παράγραφοι 3 και 4, του νόμου αυτού έχει ως ακολούθως:

    «3)   Ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος μπορεί:

    a)

    είτε να κοινοποιήσει στον υπεύθυνο τροφίμων ειδοποίηση με την οποία τον πληροφορεί ότι, μέχρι την ανάκληση της εν λόγω ειδοποίησης, τα τρόφιμα αυτά ή συγκεκριμένο τμήμα τους:

    i)

    δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση από τον άνθρωπο·

    και

    ii)

    είτε δεν πρέπει να μετακινηθούν καθόλου είτε μπορούν να μετακινηθούν μόνον προς τόπο προσδιοριζόμενο στην ειδοποίηση·

    b)

    είτε να κατάσχει τα εν λόγω τρόφιμα και να τα μετακινήσει προκειμένου να αποφασιστεί η τύχη τους από ειρηνοδίκη.

    Όποιος διαπράττει εν γνώσει του παράβαση των απαιτήσεων της ειδοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο a διαπράττει αδίκημα.

    4)   Κατά την άσκηση των εξουσιών που του απονέμονται βάσει της παραγράφου 3, στοιχείο a, ανωτέρω, ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος εξακριβώνει, το ταχύτερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει εντός 21 ημερών, κατά πόσον τα τρόφιμα πληρούν ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων και:

    a)

    αν κριθεί ότι τα τρόφιμα πληρούν τις απαιτήσεις, ανακαλεί την ειδοποίηση,

    b)

    αν κριθεί ότι τα τρόφιμα δεν πληρούν τις απαιτήσεις, τα κατάσχει και τα μετακινεί προκειμένου να προσφύγει σε ειρηνοδίκη.»

    25

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφοι 6 και 7, του νόμου αυτού:

    «6)   Αν ο ειρηνοδίκης εκτιμά, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που κρίνει κατάλληλα υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι τα τρόφιμα επί των οποίων καλείται να αποφανθεί βάσει του παρόντος άρθρου δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων, οφείλει να κηρύξει τα τρόφιμα αυτά ακατάλληλα για κατανάλωση και να διατάξει:

    a)

    την καταστροφή τους ή τη διάθεσή τους κατά τρόπον ώστε να εμποδιστεί η χρήση τους για κατανάλωση από τον άνθρωπο· και

    b)

    ότι ο ιδιοκτήτης των τροφίμων φέρει τα εύλογα έξοδα για την καταστροφή ή τη διάθεση των τροφίμων.

    7)   Αν ανακληθεί ειδοποίηση που εκδίδεται δυνάμει της ως άνω παραγράφου 3, στοιχείο a, ή ο ειρηνοδίκης που καλείται να αποφανθεί επ’ αυτής δυνάμει του παρόντος άρθρου αρνείται να κηρύξει τα επίμαχα τρόφιμα ακατάλληλα για κατανάλωση, η αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων αποζημιώνει τον ιδιοκτήτη των τροφίμων για κάθε απομείωση της αξίας τους προκύπτουσα από το μέτρο που έλαβε ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    26

    Στις 11 Σεπτεμβρίου 2014 η CMC αγόρασε ζωντανό έναν ταύρο έναντι ποσού 1361,20 λιρών στερλινών (GBP) (περίπου 1700 ευρώ). Ο επίσημος κτηνίατρος που ήταν υπεύθυνος για το σφαγείο της CMC χαρακτήρισε τον ταύρο κατάλληλο για σφαγή και του απένειμε αριθμό σφαγής. Μετά τη σφαγή του ταύρου, τόσο το σφάγιο όσο και τα εντόσθια υποβλήθηκαν σε επιθεώρηση από υγειονομικό επιθεωρητή κρεάτων, ο οποίος διαπίστωσε τρία αποστήματα στα εντόσθια. Τα εντόσθια δεν διατηρήθηκαν. Την ίδια ημέρα, ο επίσημος κτηνίατρος επιθεώρησε το σφάγιο και, μετά από συζήτηση με τον υγειονομικό επιθεωρητή κρεάτων, χαρακτήρισε το κρέας ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, καθόσον υπήρξε υποψία για την παρουσία πυαιμίας, μιας μορφής σηψαιμίας. Ως εκ τούτου, δεν τέθηκε στο σφάγιο σήμα καταλληλότητας το οποίο να πιστοποιεί ότι είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Κατά συνέπεια, απαγορεύθηκε στη CMC να πωλήσει το εν λόγω σφάγιο, σύμφωνα με την κανονιστική διάταξη 19 της Food Safety and Hygiene (England) Regulations 2013 (κανονιστικής απόφασης του 2013 για την ασφάλεια και την υγιεινή των τροφίμων, με εφαρμογή στην Αγγλία).

    27

    Η CMC ζήτησε την άποψη άλλου κτηνιάτρου, αμφισβητώντας τη γνώμη του επίσημου κτηνιάτρου. Ισχυρίζεται ότι, δεδομένης της διαφωνίας και άρνησής της να παραδώσει οικειοθελώς το επίμαχο σφάγιο, ο επίσημος κτηνίατρος όφειλε, βάσει του άρθρου 9 του νόμου του 1990, να κατάσχει το σφάγιο και να υποβάλει το ζήτημα στην κρίση ειρηνοδίκη, προκειμένου αυτός να εκτιμήσει αν το εν λόγω σφάγιο έπρεπε ή όχι να χαρακτηριστεί κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων, αρμόδια αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων και υπεύθυνη για τους επίσημους ελέγχους στα σφαγεία, έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να κινηθεί τέτοια διαδικασία και ότι το εν λόγω σφάγιο, καθόσον χαρακτηρίστηκε από τον επίσημο κτηνίατρο ως ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, έπρεπε να απορριφθεί ως ζωικό υποπροϊόν.

    28

    Στη συνέχεια, στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, ο επίσημος κτηνίατρος, ενεργώντας για λογαριασμό της υπηρεσίας προδιαγραφών τροφίμων, κοινοποίησε στη CMC ειδοποίηση με την οποία τη διέταξε να απορρίψει το επίμαχο σφάγιο ως ζωικό υποπροϊόν σύμφωνα με την κανονιστική διάταξη 25, παράγραφος 2, στοιχείο a, της Animal By-Products (Enforcement) (England) Regulations 2013 (εκτελεστικής κανονιστικής απόφασης του 2013 για τα ζωικά υποπροϊόντα, με εφαρμογή στην Αγγλία) και τον κανονισμό (ΕΚ) 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ 2009, L 300, σ. 1). Με την ειδοποίηση αυτή γνωστοποιούνταν στη CMC ότι η μη τήρησή της μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απόρριψη του σφαγίου από το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο με έξοδα της CMC και ότι η παρεμπόδιση προσώπου εξουσιοδοτημένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που επέβαλλε η εν λόγω ειδοποίηση συνιστούσε παράβαση. Η ίδια αυτή ειδοποίηση διευκρίνιζε επίσης ότι η CMC είχε δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικού ελέγχου και ότι η προσφυγή έπρεπε να ασκηθεί εντός τριών μηνών.

    29

    Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή ελέγχου νομιμότητας ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών (Ηνωμένο Βασίλειο)], αμφισβητώντας, κυρίως, το βάσιμο της διαπίστωσης της υπηρεσίας προδιαγραφών τροφίμων ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 και υποστηρίζοντας, επικουρικώς, ότι απόκειται στο Ηνωμένο Βασίλειο να προβλέψει ένδικο βοήθημα για την προσβολή αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου σχετικών με την καταλληλότητα ή μη του κρέατος για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Τόσο η προσφυγή όσο και η έφεσή τους απορρίφθηκαν, αντιστοίχως, από το ως άνω δικαστήριο και από το Court of Appeal (England & Wales) (Civil division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο]. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου).

    30

    Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί εγείρει τρεις προβληματικές.

    31

    Η πρώτη αφορά ζήτημα εσωτερικού δικαίου, ήτοι αν η διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 έχει εφαρμογή υπό τις παρούσες περιστάσεις και πρέπει να εφαρμοστεί από τον επίσημο κτηνίατρο ή την υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων όταν ο ιδιοκτήτης του σφαγίου, δηλαδή ο ενδιαφερόμενος υπεύθυνος σφαγείου, αρνείται να το παραδώσει οικειοθελώς, κατά τρόπο που να παρέχει στον εν λόγω υπεύθυνο τη δυνατότητα να προσβάλει τις αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου με τις οποίες δεν είναι σύμφωνος. Η δεύτερη προβληματική αφορά το ζήτημα αν η χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας είναι συμβατή με το καθεστώς που καθιερώνουν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 στο δίκαιο της Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Η τρίτη προβληματική αφορά το ζήτημα αν ο κανονισμός 882/2004 επιτάσσει τη θέσπιση διαδικασίας προσφυγής και εάν ναι, κατά πόσο στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής θα πρέπει να μπορεί να αμφισβητηθεί στο σύνολό της η ουσιαστική βασιμότητα της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου ή αν αρκεί η πιο περιορισμένη έκταση της αμφισβήτησης που συνεπάγεται ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας απόφασης για την πλήρωση των απαιτήσεων του κανονισμού αυτού.

    32

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 δεν έχει σχεδιαστεί υπό τη μορφή ένδικου βοηθήματος κατά απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου σχετικής με την καταλληλότητα ή μη του κρέατος για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, εάν ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος ελεγκτικής αρχής, όπως είναι η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων, έχει την άποψη ότι τρόφιμο προοριζόμενο για κατανάλωση από τον άνθρωπο δεν πληροί τις απαιτήσεις της ασφάλειας τροφίμων, δύναται να προβεί σε κατάσχεση του εν λόγω τροφίμου, προκειμένου να επιληφθεί σχετικώς ο κατά τόπον αρμόδιος ειρηνοδίκης, ο οποίος μπορεί να είναι ορκωτός δικαστής ή δικαστικός λειτουργός υπηρετών ως περιφερειακός δικαστής και ο οποίος είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή. Ο ειρηνοδίκης, στηριζόμενος σε αποδείξεις τις οποίες θεωρεί προσήκουσες, μπορεί να κρίνει ότι το επίμαχο σφάγιο δεν πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με την κατανάλωση από τον άνθρωπο και να διατάξει την καταστροφή του με έξοδα του ιδιοκτήτη του. Εκτός αυτού, ο εν λόγω δικαστής μπορεί επίσης να αρνηθεί να το κηρύξει ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, οπότε η οικεία ελεγκτική αρχή οφείλει να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη για κάθε απομείωση της αξίας του εν λόγω σφαγίου οφειλόμενη στην ενέργεια του ως άνω υπαλλήλου.

    33

    Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, κατά τις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης, η διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 προβλέπει τη δυνατότητα τόσο του επίσημου κτηνιάτρου ή της υπηρεσίας προδιαγραφών τροφίμων να λάβουν εκτελεστικά μέτρα απορρέοντα από την απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου περί χαρακτηρισμού του σφαγίου ως ακατάλληλου για κατανάλωση από τον άνθρωπο όσο και του οικείου υπεύθυνου σφαγείου να υποβάλει την απόφαση αυτή σε δικαστικό έλεγχο καθώς και να ζητήσει από τον ειρηνοδίκη να αποφασίσει αν το επίμαχο σφάγιο πληρούσε ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων.

    34

    Οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης παραδέχονται μεν ότι ο ειρηνοδίκης δεν μπορεί να διατάξει τον επίσημο κτηνίατρο να επιθέσει σήμα καταλληλότητας, πλην όμως υποστηρίζουν, αφενός, ότι ο επίσημος κτηνίατρος οφείλει να συμμορφωθεί προς τη σχετική απόφαση του ειρηνοδίκη και, ως εκ τούτου, να επιθέσει σήμα καταλληλότητας και, αφετέρου, ότι υφίσταται δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης. Εκτός αυτού, οι αναιρεσείουσες της κύριας δίκης προβάλλουν επίσης προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο επιβάλλει, κατά την άποψή τους, την πρόβλεψη μηχανισμού δικαστικού ελέγχου της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου που χαρακτηρίζει σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι συντρέχει παράβαση της διάταξης αυτής όταν ο ενδιαφερόμενος υπεύθυνος σφαγείου στερείται την ιδιοκτησία του επί του επίμαχου σφαγίου –ή υποχρεώνεται να διαθέσει το σφάγιο κατά τρόπον ώστε αυτό να καταστεί άνευ αξίας– χωρίς προσήκουσα δικαιολογία ή αποζημίωση.

    35

    Αντιθέτως, η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων θεωρεί ότι η διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 δεν καθιστά δυνατή την επίλυση διαφοράς σχετικής με το αν το σφάγιο είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, δεδομένου ότι ο ειρηνοδίκης δεν έχει εξουσία να διατάξει τον επίσημο κτηνίατρο να επιθέσει σήμα καταλληλότητας ούτε εξουσία να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια πέραν του να κηρύξει σφάγιο μη φέρον τέτοιο σήμα ως ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων εκτιμά ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη σφάγιο πρέπει επομένως, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως ζωικό υποπροϊόν. Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του άρθρου 17 του Χάρτη, η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το ως άνω άρθρο επιτρέπει τον έλεγχο της χρήσης της ιδιοκτησίας, εφόσον πρόκειται για μέσο ανάλογο προς επίτευξη θεμιτού σκοπού (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, C-20/00 και C-64/00, EU:C:2003:397). Η εν λόγω υπηρεσία θεωρεί ότι ο σκοπός που συνίσταται στη διασφάλιση, όσον αφορά τα τρόφιμα, υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και των συμφερόντων των καταναλωτών είναι θεμιτός και ότι το επιλεγέν μέσο είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας.

    36

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να εκλάβει ως δεδομένο ότι η προτεινόμενη από τις αναιρεσείουσες ερμηνεία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 είναι ορθή και ότι ο ειρηνοδίκης είναι αρμόδιος να εκδώσει απόφαση δυνάμενη να καταλήξει στην επιδίκαση αποζημίωσης, στην περίπτωση που κρίνει ότι έπρεπε να έχει τεθεί σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο.

    37

    Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί επιπλέον ότι, μολονότι η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων δεν κάνει σχετική μνεία με την επιχειρηματολογία της, ο υπεύθυνος σφαγείου δικαιούται να κινήσει διαδικασία δικαστικού ελέγχου ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), Ηνωμένο Βασίλειο] είτε για να προσβάλει απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου περί χαρακτηρισμού σφαγίου ως ακατάλληλου για κατανάλωση από τον άνθρωπο είτε για να ζητήσει την ακύρωση ειδοποίησης περί απόρριψης σφαγίου όπως η μνημονευόμενη στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το επιληφθέν δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τέτοια απόφαση για οποιονδήποτε λόγο έλλειψης νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο επίσημος κτηνίατρος έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν έχει προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή ή έχει εκδώσει απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, το δικαστήριο διεξάγει ενίοτε προφορική διαδικασία, μπορεί να διατάξει τη λήψη υποχρεωτικών μέτρων, έχει δε την εξουσία να επιδικάζει αποζημίωση για προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

    38

    Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία δικαστικού ελέγχου δεν συνιστά προσφυγή επί της ουσίας κατά της απόφασης με την οποία ο επίσημος κτηνίατρος χαρακτηρίζει σφάγιο ως ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

    39

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supreme Court of the United Kingdom (Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Αντιτίθενται ο κανονισμός 854/2004 και ο κανονισμός 882/2004 σε διαδικασία κατά την οποία, δυνάμει του άρθρου 9 του νόμου του 1990 για την ασφάλεια των τροφίμων, ο ειρηνοδίκης αποφαίνεται επί της ουσίας και βάσει των τεχνικών εκθέσεων των πραγματογνωμόνων που έχει ορίσει κάθε διάδικος αν το σφάγιο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων;

    2)

    Απαιτεί ο κανονισμός 882/2004 την καθιέρωση δικαιώματος προσφυγής κατά απόφασης επίσημου κτηνιάτρου ληφθείσας βάσει του άρθρου 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, με την οποία το κρέας σφαγίου χαρακτηρίζεται ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, και, επί καταφατικής απαντήσεως, τι ισχύει όσον αφορά τον έλεγχο της ουσίας της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου στο πλαίσιο ασκήσεως προσφυγής σε μια τέτοια περίπτωση;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

    40

    Προκαταρκτικώς, από το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συμφωνίας αποχώρησης, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020, προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξακολουθεί να έχει δικαιοδοσία να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις κατόπιν αιτήσεων που υποβάλλονται από δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου που ορίστηκε για τις 31 Δεκεμβρίου 2020, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    41

    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 33 και 36 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει ότι η προτεινόμενη από τις αναιρεσείουσες της κύριας δίκης ερμηνεία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 είναι ορθή και ότι, επομένως, δυνάμει της διάταξης αυτής, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία ο επίσημος κτηνίατρος αρνήθηκε να επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο και ο ιδιοκτήτης του επίμαχου σφαγίου διαφωνεί με την άρνηση αυτή, ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να προσφύγει ενώπιον του ειρηνοδίκη προκειμένου ο τελευταίος να αποφανθεί επί της καταστροφής του σφαγίου, κατά τρόπον ώστε να παρασχεθεί στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου.

    42

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν ο επίσημος κτηνίατρος αρνείται να επιθέσει σε σφάγιο σήμα καταλληλότητας και ο ιδιοκτήτης του σφαγίου δεν συμφωνεί με την απόφαση αυτή, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της ουσίας, και βάσει των τεχνικών εκθέσεων των πραγματογνωμόνων που έχει ορίσει κάθε διάδικος, αν το σφάγιο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων, χωρίς να μπορεί επισήμως να ακυρώσει τις αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου ή να διατάξει την άρση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αυτών.

    43

    Ενόψει της ερμηνείας των διατάξεων των κανονισμών 854/2004 και 882/2004, επισημαίνεται ότι οι κανονισμοί αυτοί αποτελούν μέρος της «δέσμης κανόνων της Ένωσης για την υγιεινή των τροφίμων», όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο και όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών του.

    44

    Ο σκοπός που επιδιώκεται με τους ως άνω κανονισμούς είναι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 του κανονισμού 854/2004 και τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 41 του κανονισμού 882/2004, να επιτευχθεί, όσον αφορά τα τρόφιμα, υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας. Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο αυτό, οι εν λόγω κανονισμοί επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διενεργούν επίσημους ελέγχους προκειμένου να εξακριβώνουν ότι η νομοθεσία για τα τρόφιμα τηρείται από τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Pollo del Campo κ.λπ., C-199/18, C-200/18 και C‑343/18, EU:C:2019:718, σκέψη 33).

    45

    Στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 854/2004 αρχή, ήτοι η κεντρική αρχή κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τη διενέργεια κτηνιατρικών ελέγχων ή κάθε αρχή στην οποία έχει μεταβιβασθεί η αρμοδιότητα αυτή, εν προκειμένω η υπηρεσία προδιαγραφών τροφίμων, διορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του ίδιου κανονισμού, τον επίσημο κτηνίατρο που πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με τα επαγγελματικά προσόντα που προβλέπονται στο τμήμα III, κεφάλαιο IV, σημείο A, του παραρτήματος I του εν λόγω κανονισμού ως κτηνίατρο εξουσιοδοτημένο να ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή.

    46

    Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 44 έως 46 των προτάσεών του, από τον κανονισμό 854/2004 και από τα παραρτήματά του προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των επίσημων ελέγχων των προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ο νομοθέτης της Ένωσης ανέθεσε στον επίσημο κτηνίατρο την ευθύνη να μεριμνά ώστε το κρέας που διατίθεται στην αγορά να είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο και του ανέθεσε, σύμφωνα με το τμήμα I του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθήκοντα του επίσημου κτηνιάτρου», διάφορα καθήκοντα στο πλαίσιο εκτέλεσης της αποστολής αυτής. Ως εκ τούτου, ο επίσημος κτηνίατρος μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ως το πρόσωπο που είναι το πλέον κατάλληλο για τη διενέργεια ελέγχων στα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Απριλίου 1997, Bakers of Nailsea, C-27/95, EU:C:1997:188, σκέψη 35).

    47

    Επιπλέον, δεδομένου ότι ο τομέας της ασφάλειας των τροφίμων χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα υψηλού επιπέδου εξειδικεύσεως, ο επίσημος κτηνίατρος διαθέτει, στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών, σημαντική εξουσία εκτιμήσεως η οποία, ωστόσο, οριοθετείται από τις απαιτήσεις που ορίζονται στους κανονισμούς στον τομέα αυτόν (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, A κ.λπ., C‑347/17, EU:C:2019:720, σκέψη 69).

    48

    Με τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει, σύμφωνα με τον κανονισμό 854/2004, ο επίσημος κτηνίατρος ως διοικητική αρχή και ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας και τελικός υπεύθυνος στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων δεν συνάδει όμως εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή περί της οποίας γίνεται λόγος στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, κατά την οποία, αν ο επίσημος κτηνίατρος θεωρεί ότι οφείλει να μην επιθέσει σε σφάγιο σήμα καταλληλότητας και ο ιδιοκτήτης του σφαγίου αυτού αμφισβητεί τη σχετική απόφαση, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει υποχρεωτικά να προσφύγει σε δικαστή προκειμένου ο τελευταίος να κρίνει αν το σφάγιο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων.

    49

    Πράγματι, μια τέτοια ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του επίσημου κτηνιάτρου, ως τελικού υπεύθυνου στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, από δικαστή που αποφαίνεται επί της ουσίας της υπόθεσης.

    50

    Στο μέτρο που, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, υποστηρίζεται ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση παρέχει στον ιδιοκτήτη σφαγίου επί του οποίου ο επίσημος κτηνίατρος αρνήθηκε να επιθέσει σήμα καταλληλότητας τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή του επίσημου κτηνιάτρου, πρέπει να κριθεί αν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 επιβάλλουν στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση πρόβλεψης ένδικου βοηθήματος κατά της απόφασης αυτής.

    51

    Επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 854/2004, ο οποίος αφορά, δυνάμει του άρθρου του 1, τους ειδικούς κανόνες για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης, δεν περιέχει κανέναν κανόνα σχετικό με δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου. Αντιθέτως, ο κανονισμός 882/2004, ο οποίος θεσπίζει γενικούς κανόνες για τη διεξαγωγή των επίσημων ελέγχων στον τομέα αυτόν, προβλέπει ρητώς, στο άρθρο 54, παράγραφος 3, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης εκ μέρους του οικείου υπεύθυνου επιχείρησης, την ύπαρξη δικαιώματος προσφυγής του τελευταίου κατά των αποφάσεων για την άρση της μη συμμόρφωσης.

    52

    Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1α, του κανονισμού 854/2004, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται συμπληρωματικώς προς τον κανονισμό 882/2004, ο οποίος, κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 3, δεν θίγει τις ειδικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τους επισήμους ελέγχους. Συνεπώς, ελλείψει ειδικών διατάξεων στον κανονισμό 854/2004 σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γενικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 882/2004.

    53

    Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 54 του κανονισμού 882/2004, και ειδικότερα η παράγραφος 3 αυτού, έχει εφαρμογή στις αποφάσεις που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος στο πλαίσιο των επίσημων ελέγχων που διενεργεί, και ειδικότερα στις αποφάσεις περί μη τοποθέτησης σήμανσης καταλληλότητας σε τρόφιμο οι οποίες εκδίδονται βάσει του άρθρου 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004.

    54

    Δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 3, του κανονισμού 882/2004, η αρμόδια αρχή πρέπει να παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπεύθυνο επιχείρησης γραπτή κοινοποίηση της απόφασής της για τα μέτρα που θα ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, το αιτιολογικό της εν λόγω απόφασης, όπως και πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων αυτών, καθώς και σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία και τις προθεσμίες. Η ως άνω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 43 του κανονισμού αυτού κατά την οποία «[ο]ι υπεύθυνοι επιχειρήσεων θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων που λαμβάνει η αρμόδια αρχή ως αποτέλεσμα των επισήμων ελέγχων, και να είναι ενημερωμένοι για το δικαίωμα αυτό».

    55

    Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 54 του κανονισμού 882/2004, το άρθρο αυτό αφορά τα μέτρα που πρέπει να λάβει η αρμόδια αρχή, σε περίπτωση που διαπιστώσει μη συμμόρφωση, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο υπεύθυνος θα διορθώσει την κατάσταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να καθοριστεί αν η απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει σήμανση καταλληλότητας σε τρόφιμο δύναται να εμπίπτει στην έννοια της «μη συμμόρφωσης» του άρθρου 54 του κανονισμού 882/2004.

    56

    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια της «μη συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία» ορίζεται ευρέως στο άρθρο 2, σημείο 10, του κανονισμού 882/2004 και αφορά κάθε μη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών ή τροφίμων και προς τους κανόνες για την προστασία της υγείας και της καλής διαβίωσης των ζώων.

    57

    Επιπλέον, το άρθρο 54, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού προβλέπει, μεταξύ των μέτρων που είναι αναγκαία προκειμένου ο υπεύθυνος επιχείρησης να διορθώσει τη διαπιστωθείσα από την αρμόδια αρχή κατάσταση μη συμμόρφωσης, τα μέτρα που περιορίζουν ή απαγορεύουν τη διάθεση τροφίμων στην αγορά. Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, κανένα τρόφιμο δεν διατίθεται στην αγορά αν θεωρείται ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

    58

    Επομένως, η απόφαση που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος βάσει του άρθρου 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 56 και 57 της παρούσας απόφασης, να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε τρόφιμο για τον λόγο ότι κατά τον επίσημο έλεγχο εντοπίστηκε παρατυπία ικανή να καταστήσει το κρέας ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, έχει ακριβώς ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τη διάθεση στην αγορά σφαγίου ακατάλληλου για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

    59

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 54, παράγραφος 3, του κανονισμού 882/2004 έχει εφαρμογή στην απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει σήμανση καταλληλότητας σε τρόφιμο η οποία λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004 και επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν ένδικο βοήθημα με το οποίο ο υπεύθυνος σφαγείου μπορεί να προσβάλει μια τέτοια απόφαση.

    60

    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν μια διαδικασία όπως αυτή την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα διασφαλίζει στον οικείο υπεύθυνο επιχείρησης αποτελεσματική δικαστική προστασία κατά την έννοια των κανονισμών 854/2004 και 882/2004.

    61

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα συγκεκριμένου πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη με αίτημα τη διαπίστωση της προσβολής των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει υπέρ αυτού το δίκαιο της Ένωσης και την αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε η εν λόγω προσβολή διασφαλίζει αποτελεσματική δικαστική προστασία στον ιδιώτη αυτόν, εφόσον το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την πράξη ή το μέτρο που αποτελεί την αιτία της εν λόγω προσβολής και της εν λόγω ζημίας [απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, État luxembourgeois (Δικαστική προστασία έναντι αιτήσεων για παροχή πληροφοριών στο φορολογικό δίκαιο)C-245/19 και C‑246/19, EU:C:2020:795, σκέψη 101].

    62

    Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η διαδικασία του άρθρου 9 του νόμου του 1990 δεν έχει σχεδιαστεί υπό τη μορφή ένδικου βοηθήματος κατά απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου κατά την έννοια των κανονισμών 854/2004 και 882/2004. Σε περίπτωση κατά την οποία ο ειρηνοδίκης κρίνει, στηριζόμενος σε αποδείξεις τις οποίες θεωρεί προσήκουσες, ότι το επίμαχο τρόφιμο δεν πληροί τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων, το κηρύσσει ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο και διατάσσει την καταστροφή του με έξοδα του ιδιοκτήτη του. Επιπλέον, ο επιληφθείς δικαστής μπορεί επίσης να αρνηθεί να κηρύξει το επίμαχο τρόφιμο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, οπότε η αρχή ελέγχου οφείλει να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη για κάθε απομείωση της αξίας που οφείλεται στη συμπεριφορά του οικείου υπαλλήλου. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης σύμφωνα με τα οποία, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση του δικαστή και, κατά συνέπεια, να επιθέσει σήμα καταλληλότητας στο σφάγιο.

    63

    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, ότι η εν λόγω διαδικασία δεν παρέχει στον ενδιαφερόμενο υπεύθυνο του οποίου τα συμφέροντα θίγονται άμεσα από απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου τη δυνατότητα να προσφύγει με δική του πρωτοβουλία ενώπιον του αρμόδιου δικαστή.

    64

    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, ο δικαστής δεν είναι σε θέση να επιβάλει στον επίσημο κτηνίατρο τη δική του απόφαση όσον αφορά τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου.

    65

    Πράγματι, καίτοι ο δικαστής φαίνεται να είναι σε θέση να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά το ζήτημα αν το οικείο τρόφιμο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων βάσει αποδεικτικών στοιχείων τα οποία κρίνει κατάλληλα και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη και τη γνώμη άλλου κτηνιάτρου στον οποίο έχει αναθέσει να εξετάσει το επίμαχο σφάγιο, εντούτοις, δεν έχει την εξουσία να ακυρώσει την απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου που χαρακτηρίζει το σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο και διατάσσει την απόρριψή του ως ζωικού υποπροϊόντος.

    66

    Κατά συνέπεια, η διαδικασία την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα δεν αποσκοπεί ούτε στην ακύρωση της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου που χαρακτηρίζει το επίμαχο σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο ούτε στην άρση των αποτελεσμάτων της απόφασης αυτής και, ως εκ τούτου, δεν καταλήγει σε δικαστική απόφαση με νομικώς δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι της οικείας διοικητικής αρχής.

    67

    Όσον αφορά τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών της κύριας δίκης ότι ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να συμμορφωθεί προς την απόφαση για την άρνηση κήρυξης του επίμαχου τροφίμου ως ακατάλληλου για κατανάλωση από τον άνθρωπο και να επιθέσει στο τρόφιμο αυτό σήμα καταλληλότητας, επισημαίνεται ότι, παρά ταύτα, το επιληφθέν δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να αποφανθεί το ίδιο, κατά τρόπο οριστικό και δεσμευτικό, επί αμφισβήτησης του κύρους των αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου που υποβάλλονται στην κρίση του.

    68

    Ομοίως, το γεγονός ότι μπορεί να οφείλεται αποζημίωση όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας όπως αυτή την οποία αφορά το πρώτο ερώτημα, το επιληφθέν δικαστήριο αρνείται να κηρύξει το επίμαχο σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθόσον η επιδίκαση τέτοιας αποζημίωσης δεν εμπίπτει, αυτή καθεαυτήν, στο αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου.

    69

    Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι μια διαδικασία όπως αυτή την οποία αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν μπορεί να παράσχει σε υπεύθυνο σφαγείου επαρκείς εγγυήσεις κατά των αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου και ότι, ως εκ τούτου, η διαδικασία αυτή δεν πληροί τις απαιτήσεις περί ύπαρξης αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος κατά την έννοια των κανονισμών 854/2004 και 882/2004.

    70

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν ο επίσημος κτηνίατρος αρνείται να επιθέσει σε σφάγιο σήμα καταλληλότητας και ο ιδιοκτήτης του σφαγίου δεν συμφωνεί με την απόφαση αυτή, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της ουσίας, και βάσει των τεχνικών εκθέσεων των πραγματογνωμόνων που έχει ορίσει κάθε διάδικος, αν το σφάγιο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων, χωρίς να μπορεί επισήμως να ακυρώσει τις αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου ή να διατάξει την άρση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αυτών.

    Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

    71

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 54 του κανονισμού 882/2004, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 43 του ίδιου κανονισμού και υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η απόφαση που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνο δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση για οποιονδήποτε λόγο έλλειψης νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο επίσημος κτηνίατρος έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν έχει προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή ή έχει εκδώσει απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

    72

    Από τις σκέψεις 54 και 59 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν ένδικο βοήθημα διά του οποίου ο ενδιαφερόμενος υπεύθυνος σφαγείου μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου και ότι ο τελευταίος οφείλει, ως αρμόδια αρχή, να διαβιβάζει στον υπεύθυνο πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής κατά των ως άνω αποφάσεων, καθώς και σχετικά με την εφαρμοστέα διαδικασία και τις προθεσμίες.

    73

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι οι κανονισμοί αυτοί καταλείπουν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να προβλέψουν τους αναγκαίους κανόνες ώστε οι ενδιαφερόμενοι υπεύθυνοι σφαγείου να είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους πραγματικής προσφυγής.

    74

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Craeynest κ.λπ., C‑723/17, EU:C:2019:533, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εκτός αυτού, κατά τον καθορισμό των δικονομικών κανόνων που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής. Επομένως, παρά την απουσία κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες άσκησης προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και προκειμένου να καθοριστεί το εύρος του δικαστικού ελέγχου των εθνικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν πράξης του δικαίου της Ένωσης, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της πράξης και να διασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητά της (απόφαση της 26ης Ιουνίου 2019, Craeynest κ.λπ., C-723/17, EU:C:2019:533, σκέψεις 46 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    75

    Η υποχρέωση αυτή που επιβάλλεται στα κράτη μέλη αντιστοιχεί στο δικαίωμα του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου» και κατά το οποίο κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár, C-73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    76

    Επομένως, όταν καθορίζουν τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που παρέχουν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004 στους υπεύθυνους σφαγείου που θίγονται από αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας επί σφαγίου, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τον σεβασμό του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Puškár, C-73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    77

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς να θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, για την ερμηνεία του Χάρτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αντίστοιχα δικαιώματα της ΕΣΔΑ, ως όριο ελάχιστης προστασίας (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C-511/18, C-512/18 και C-520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    78

    Υπενθυμίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να εκτιμάται, κατά πάγια νομολογία, με γνώμονα τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε και τους κανόνες δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    79

    Πρόκειται για κριτήρια τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, παρόμοια με εκείνα που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ κρίνει παγίως ότι, προκειμένου να εκτιμήσει αν, σε δεδομένη περίπτωση, τα εσωτερικά δικαστήρια διενήργησαν επαρκή έλεγχο, πρέπει να λάβει υπόψη τις αρμοδιότητες που απονέμονται στο οικείο δικαστήριο και στοιχεία όπως, πρώτον, το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ειδικότερα δε το ζήτημα αν η εν λόγω απόφαση αφορά ειδικό ζήτημα που απαιτεί επαγγελματικές γνώσεις ή πείρα ή αν, και σε ποιο βαθμό, εκδόθηκε κατά διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, δεύτερον, τον τρόπο κατά τον οποίο λήφθηκε η απόφαση, ιδίως τις διαδικαστικές εγγυήσεις που ήταν διαθέσιμες στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον της διοικητικής αρχής, και, τρίτον, το περιεχόμενο της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένων των λόγων προσβολής της απόφασης τόσο εκείνων που ο προσφεύγων θα επιθυμούσε να προβάλει όσο και εκείνων που όντως προέβαλε (απόφαση του ΕΔΔΑ της 6ης Νοεμβρίου 2018, Ramos Nunes De Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας, CE:ECHR:2018:1106JUD005539113, § 179 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    80

    Επομένως, το Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεσπίζουν τον ίδιο κανόνα κατά τον οποίο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 68 των προτάσεών του, το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη προβλέπει ότι, για να μπορεί ένα δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να είναι αρμόδιο να εξετάσει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που είναι κρίσιμα για τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C-199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    81

    Εν προκειμένω, όμως, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, τούτο δεν συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    82

    Πράγματι, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο υπεύθυνος σφαγείου έχει τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία δικαστικού ελέγχου ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία)] είτε για να προσβάλει την απόφαση που έλαβε ο επίσημος κτηνίατρος να χαρακτηρίσει ορισμένο σφάγιο ως ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο, απόφαση η οποία συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την άρνηση τοποθέτησης σήματος καταλληλότητας, είτε για να επιτύχει την ακύρωση ειδοποίησης περί απόρριψης του σφαγίου. Το δικαστήριο αυτό μπορεί να ακυρώσει την απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου για οποιονδήποτε λόγο έλλειψης νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο επίσημος κτηνίατρος έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν έχει προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή ή έχει εκδώσει απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Το εν λόγω δικαστήριο διεξάγει ενίοτε προφορική διαδικασία, διατάσσει τη λήψη υποχρεωτικών μέτρων, έχει δε την εξουσία να επιδικάζει αποζημίωση για προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία δικαστικού ελέγχου δεν συνιστά προσφυγή επί της ουσίας κατά της ληφθείσας απόφασης.

    83

    Ως εκ τούτου, πρέπει να καθοριστεί αν η έκταση του δικαστικού ελέγχου μιας απόφασης που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο, δικαστικού ελέγχου όπως ο διενεργηθείς από το High Court of Justice (England & Wales) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία)], πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 54 του κανονισμού 882/2004, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη καθώς και της νομολογίας που μνημονεύεται στις σκέψεις 74 έως 79 της παρούσας απόφασης.

    84

    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι καμία διάταξη των κανονισμών 854/2004 και 882/2004 δεν προβλέπει πλήρη δικαστικό έλεγχο επί της ουσίας της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο.

    85

    Δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι ο τομέας της ασφάλειας των τροφίμων χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα υψηλού επιπέδου εξειδικεύσεως, ο επίσημος κτηνίατρος διαθέτει, στο πλαίσιο των επισήμων ελέγχων με τους οποίους είναι επιφορτισμένος, σημαντική εξουσία εκτιμήσεως. Πράγματι, από το άρθρο 5, σημείο 2, in fine, του κανονισμού 854/2004 προκύπτει ότι τα σήματα καταλληλότητας τοποθετούνται από τον επίσημο κτηνίατρο ή υπό την ευθύνη του, όταν από επίσημους ελέγχους δεν προέκυψαν ελλείψεις οι οποίες καθιστούν το κρέας ακατάλληλο προς βρώση.

    86

    Όπως προβλέπει το τμήμα Ι, κεφάλαιο ΙΙ, του παραρτήματος Ι του κανονισμού αυτού, σχετικά με τα καθήκοντα επιθεώρησης, στο πλαίσιο των επίσημων ελέγχων, ο επίσημος κτηνίατρος υποχρεούται να ελέγχει και να αναλύει τις σχετικές πληροφορίες που λαμβάνονται από τα αρχεία της εκμετάλλευσης προέλευσης των ζώων που προορίζονται για σφαγή, καθώς και να λαμβάνει υπόψη τα τεκμηριωμένα αποτελέσματα του ελέγχου και της ανάλυσης αυτής κατά τη διενέργεια των επιθεωρήσεων πριν και μετά τη σφαγή.

    87

    Επιπλέον, από το τμήμα I, κεφάλαιο III, του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι ο επίσημος κτηνίατρος οφείλει, μεταξύ άλλων, να μεριμνά ώστε το σήμα καταλληλότητας να τίθεται μόνο σε ζώα που έχουν υποβληθεί σε επιθεώρηση πριν και μετά τη σφαγή σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό και εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι να χαρακτηριστεί το επίμαχο σφάγιο ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο.

    88

    Επομένως, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να προβεί σε περίπλοκη τεχνική εκτίμηση η οποία απαιτεί κατάλληλα επαγγελματικά προσόντα καθώς και εμπειρογνωσία στον τομέα αυτόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι πλήρως υπεύθυνος να εμποδίζει τη διάθεση στην αγορά οποιουδήποτε ακατάλληλου για κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατος, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκουν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004.

    89

    Πέραν τούτου, η απόφασή του πρέπει, δυνάμει του άρθρου 54, παράγραφος 3, του κανονισμού 882/2004, να τηρεί ορισμένες απαιτήσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη γραπτή κοινοποίησή της και το αιτιολογικό της, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών, όλως ιδιαίτερη σημασία έχει, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων των εθνικών αρχών, εφόσον παρέχει τη δυνατότητα στον αποδέκτη των αποφάσεων να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να κρίνει, έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, κατά πόσον είναι σκόπιμη η άσκηση προσφυγής. Η υποχρέωση αυτή είναι επίσης αναγκαία ώστε να μπορούν τα δικαστήρια να ασκούν τον έλεγχο νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων και, επομένως, συνιστά μία από τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου που διασφαλίζει το άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2017, LS Customs Services, C-46/16, EU:C:2017:839, σκέψη 40, και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C-584/20 P και C-621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 103).

    90

    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, αναλόγως των ειδικών περιστάσεων της εξεταζόμενης υπόθεσης, και ειδικότερα των κανόνων για την ασφάλεια των τροφίμων, όταν επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεων του επίσημου κτηνιάτρου όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο πρέπει να μεριμνά ώστε η ένδικη διαδικασία, στο σύνολό της, να είναι σύμφωνη τόσο με το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη όσο και με τον σκοπό επίτευξης υψηλού επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας που επιδιώκουν οι κανονισμοί 854/2004 και 882/2004, οι οποίοι έχουν ως νομική βάση το άρθρο 168, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

    91

    Η ευθύνη του επίσημου κτηνιάτρου, όταν αυτός αποφασίζει ότι ένα σφάγιο είναι κατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο και επομένως μπορεί να διατεθεί στην αγορά, δεν απαιτεί, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας, να ερμηνεύεται το άρθρο 47 του Χάρτη, στο πλαίσιο διαδικασίας δικαστικού ελέγχου αποφάσεων διοικητικών αρχών, υπό την έννοια ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καθιερώσουν δικαστικό έλεγχο όλων των εκτιμήσεων του επίσημου κτηνιάτρου επί των πολύ συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που διαπιστώνονται κατά τις επιθεωρήσεις και αφορούν τη σήμανση καταλληλότητας.

    92

    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το High Court of Justice (England & Wales) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία)], στο πλαίσιο της εξέτασης προσφυγής κατά απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι αρμόδιο να ελέγξει την απόφαση αυτή σύμφωνα με τους όρους που διευκρινίζονται στη σκέψη 82 της παρούσας απόφασης, ιδίως προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο επίσημος κτηνίατρος δεν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας και, κατά περίπτωση, να εξετάσει αν ο εν λόγω κτηνίατρος προέβη στην ορθή νομική υπαγωγή ή εξέδωσε απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

    93

    Στο μέτρο που ένας τέτοιος δικαστικός έλεγχος ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου ασκείται υπό το πρίσμα της απαιτούμενης αιτιολογίας της απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου, η κατά τα ανωτέρω περιορισμένη αυτή έκταση του ελέγχου δεν φθάνει μέχρι του σημείου να θίξει την ίδια την ουσία των εγγυήσεων που περιβάλλουν τα δικαιώματα του υπεύθυνου σφαγείου όταν αυτός αμφισβητεί, σύμφωνα με τους κανονισμούς 854/2004 και 882/2004, ερμηνευόμενους υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, απόφαση του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας αφότου έχει χαρακτηρίσει το επίμαχο κρέας ακατάλληλο για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Επομένως, ένας τέτοιος έλεγχος μπορεί να συνάδει με το δικαίωμα ενός υπεύθυνου σφαγείου σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

    94

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο υπεύθυνος σφαγείου που είναι διάδικος της κύριας δίκης και το οποίο στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

    95

    Επί του σημείου αυτού, πρέπει αφενός να επισημανθεί ότι, όντως, κατόπιν απόφασης του επίσημου κτηνιάτρου να μην επιθέσει το σήμα καταλληλότητας, η μελλοντική τύχη του συγκεκριμένου σφαγίου ενδέχεται να είναι η υποχρεωτική καταστροφή του. Εντούτοις, η καταστροφή αυτή εμπίπτει στην επεξεργασία, σύμφωνα με τον κανονισμό 1069/2009, ο οποίος, αποβλέποντας, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, κατατάσσει τα ζωικά υποπροϊόντα και τα παράγωγα προϊόντα σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου που παρουσιάζουν για τη δημόσια υγεία και την υγεία των ζώων, βάσει εκτίμησης της επικινδυνότητας. Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υπογραμμίζει το Δικαστήριο στη σημερινή απόφασή του, Toropet (C‑836/19, σκέψη 45), ο εν λόγω βαθμός κινδύνου από τον οποίο εξαρτάται η κατάταξη αυτή στις τρεις κατηγορίες αποτελεί επίσης το κατάλληλο κριτήριο για την τελική χρήση των ζωικών υποπροϊόντων. Πράγματι, ο κανονισμός 1069/2009 προέβλεψε ενδεχόμενες χρήσεις και δυνατότητες απόρριψης για κάθε κατηγορία υλικών καθώς και κανόνες που διέπουν καθεμία από τις κατηγορίες αυτές προκειμένου το επίπεδο του κινδύνου να μειωθεί στο ελάχιστο.

    96

    Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2003, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, C-20/00 και C-64/00, EU:C:2003:397, σκέψη 68). Στο πλαίσιο της υπόθεσης της κύριας δίκης, το δικαίωμα ιδιοκτησίας πρέπει να συμβιβασθεί με το άρθρο 38 του Χάρτη το οποίο, όπως ακριβώς το άρθρο 168, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, επιδιώκει να διασφαλίσει, στις πολιτικές της Ένωσης, υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της δημόσιας υγείας.

    97

    Η σημασία που έχει ο σκοπός προστασίας των καταναλωτών μπορεί να δικαιολογήσει τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες που ενδέχεται να προκύπτουν για ορισμένους επιχειρηματίες, ακόμη και αν οι συνέπειες αυτές είναι σημαντικές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2021, Airhelp, C-28/20, EU:C:2021:226, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο ισχύει επίσης, εν προκειμένω, στο μέτρο που το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού 854/2004 προβλέπει την πρωταρχική νομική ευθύνη των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων να μεριμνούν οι ίδιοι για την ασφάλεια των τροφίμων, σύμφωνα με τον κανονισμό 178/2002, ανεξαρτήτως των οικονομικών συνεπειών που θα μπορούσε να τους προκαλέσει το καθήκον αυτό.

    98

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 54 του κανονισμού 882/2004, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 43 αυτού και υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η απόφαση που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 882/2004, να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνο δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση για οποιονδήποτε λόγο έλλειψης νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο επίσημος κτηνίατρος έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν έχει προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή ή έχει εκδώσει απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    99

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, και ο κανονισμός 882/2004 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, όταν ο επίσημος κτηνίατρος αρνείται να επιθέσει σε σφάγιο σήμα καταλληλότητας και ο ιδιοκτήτης του σφαγίου δεν συμφωνεί με την απόφαση αυτή, ο επίσημος κτηνίατρος πρέπει να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της ουσίας, και βάσει των τεχνικών εκθέσεων των πραγματογνωμόνων που έχει ορίσει κάθε διάδικος, αν το σφάγιο πληροί ή όχι τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων, χωρίς να μπορεί επισήμως να ακυρώσει τις αποφάσεις του επίσημου κτηνιάτρου ή να διατάξει την άρση των αποτελεσμάτων των αποφάσεων αυτών.

     

    2)

    Το άρθρο 54 του κανονισμού 882/2004, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 43 αυτού και υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η απόφαση που λαμβάνει ο επίσημος κτηνίατρος, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημείο 2, του κανονισμού 854/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 882/2004, να μην επιθέσει σήμα καταλληλότητας σε σφάγιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνο δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο του οποίου το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση για οποιονδήποτε λόγο έλλειψης νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ο επίσημος κτηνίατρος έχει ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, δεν έχει προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή ή έχει εκδώσει απόφαση στερούμενη βάσης ή μη στηριζόμενη σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top