Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0427

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 2020.
    „Bulstrad Vienna Insurance Group“ АD κατά Olympic Insurance Company Ltd.
    Αίτηση του Sofiyski rayonen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2009/138/ΕΚ – Άρθρο 274 – Εφαρμοστέο δίκαιο επί της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ασφαλιστικών επιχειρήσεων – Ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας – Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή – Έννοια του όρου “απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης” – Περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται δικαστική απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως εντός του κράτους μέλους καταγωγής – Αναστολή των δικαστικών διαδικασιών κατά της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στα άλλα κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους καταγωγής της.
    Υπόθεση C-427/19.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:914

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 12ης Νοεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2009/138/ΕΚ – Άρθρο 274 – Εφαρμοστέο δίκαιο επί της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ασφαλιστικών επιχειρήσεων – Ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας – Διορισμός προσωρινού εκκαθαριστή – Έννοια του όρου “απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης” – Περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται δικαστική απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως εντός του κράτους μέλους καταγωγής – Αναστολή των δικαστικών διαδικασιών κατά της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στα άλλα κράτη μέλη εκτός του κράτους μέλους καταγωγής της»

    Στην υπόθεση C‑427/19,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο περιφέρειας Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουνίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

    Bulstrad Vienna Insurance Group AD

    κατά

    Olympic Insurance Company Ltd,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan (εισηγητή) και N. Jääskinen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις T. Mitova και E. Petranova,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις Ε. Τσερέπα-Lacombe και Y. G. Marinova,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 274 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ 2009, L 335, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/58/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 341, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2009/138).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας Bulstrad Vienna Insurance Group AD (στο εξής: Bulstrad) και της ασφαλιστικής εταιρίας Olympic Insurance Company Ltd (στο εξής: Olympic), σχετικά με την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 117 έως 119, 123, 125, 126 και 130 της οδηγίας 2009/138 έχουν ως εξής:

    «(117)

    Εφόσον η εθνική νομοθεσία που αφορά τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης δεν έχει εναρμονιστεί, είναι σκόπιμο να εξασφαλιστεί, στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης των κρατών μελών καθώς και της νομοθεσίας που αφορά την εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και η αναγκαία συνεργασία, λαμβανομένων υπόψη των αρχών της ενότητας, της καθολικότητας, του συντονισμού, της δημοσιότητας των εν λόγω μέτρων και της ισότιμης μεταχείρισης και προστασίας των ασφαλιστικών πιστωτών.

    (118)

    Θα πρέπει να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνονται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και την αποφυγή, κατά το δυνατόν, της διαδικασίας εκκαθάρισης, επιφέρουν πλήρη αποτελέσματα σε όλη την [Ευρωπαϊκή Ένωση], χωρίς, εντούτοις, να θίγονται τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης έναντι τρίτων χωρών.

    (119)

    Θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης και των αρχών εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

    […]

    (123)

    Μόνον οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής θα πρέπει να εξουσιοδοτούνται να λαμβάνουν αποφάσεις για τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αφορούν ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι αποφάσεις θα πρέπει να παράγουν αποτελέσματα σε όλη την [Ένωση] και να αναγνωρίζονται από όλα τα κράτη μέλη. Οι αποφάσεις θα πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο κράτος μέλος καταγωγής διαδικασίες, καθώς και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πληροφορίες θα πρέπει επίσης να τίθενται στη διάθεση των γνωστών πιστωτών οι οποίοι διαμένουν στην [Ένωση], οι οποίοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να αναγγέλλουν απαιτήσεις ή να υποβάλλουν παρατηρήσεις.

    […]

    (125)

    Όλες οι προϋποθέσεις της έναρξης, διεξαγωγής και περάτωσης της εκκαθαριστικής διαδικασίας θα πρέπει να διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής.

    (126)

    Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συντονισμένη δράση των κρατών μελών, οι αρχές εποπτείας του κράτους μέλους καταγωγής και οι αρχές εποπτείας όλων των άλλων κρατών μελών θα πρέπει να ενημερώνονται επειγόντως για την έναρξη της εκκαθαριστικής διαδικασίας.

    […]

    (130)

    Προκειμένου να προστατεύεται η εύλογη εμπιστοσύνη και η ασφάλεια ορισμένων συναλλαγών σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος μέλος καταγωγής, είναι απαραίτητο να καθορισθεί το δίκαιο που διέπει τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών εκκαθάρισης όσον αφορά την εκκρεμοδικία και τις επιμέρους πράξεις εκτέλεσης που προκύπτουν από την εκκρεμοδικία.»

    4

    Το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    8)

    “κράτος μέλος καταγωγής”: ένα εκ των εξής:

    α)

    όσον αφορά την ασφάλιση ζημιών, το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η εταιρική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που καλύπτει τον κίνδυνο·

    β)

    όσον αφορά την ασφάλιση ζωής, το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η εταιρική έδρα της ασφαλιστικής επιχείρησης που αναλαμβάνει την υποχρέωση·

    γ)

    όσον αφορά την αντασφάλιση, το κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

    […]»

    5

    Το άρθρο 144 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση της άδειας», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μπορεί να ανακαλεί την άδεια που χορηγήθηκε σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας εντός δωδεκαμήνου, παραιτείται ρητά από αυτήν ή παύει να ασκεί τις δραστηριότητές της για περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, εκτός εάν το σχετικό κράτος μέλος προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, λήγει η ισχύς της άδειας·

    β)

    η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης άδειας·

    γ)

    η συγκεκριμένη επιχείρηση αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται στην περίπτωσή της.

    Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αναιρεί την άδεια που έχει χορηγήσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση αν η επιχείρηση δεν πληροί τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, η δε εποπτική αρχή κρίνει ότι το υποβληθέν πρόγραμμα χρηματοδότησης είναι καταφανώς ανεπαρκές ή η εν λόγω επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο πρόγραμμα εντός τριών μηνών από τη στιγμή της διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

    2.   Σε περίπτωση ανάκλησης ή λήξης της ισχύος της άδειας, η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εμποδίσουν την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να αναλάβει νέες εργασίες στο έδαφός τους.

    Η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνει, σε συνεργασία με αυτές τις αρχές, κάθε κατάλληλο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και περιορίζει ιδίως την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 140.

    3.   Κάθε απόφαση ανάκλησης της άδειας πρέπει να είναι λεπτομερώς αιτιολογημένη και να γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.»

    6

    Στον τίτλο IV της ιδίας οδηγίας, ο οποίος επιγράφεται «Εξυγίανση και εκκαθάριση ασφαλιστικών επιχειρήσεων», περιλαμβάνεται το άρθρο 268, με τίτλο «Ορισμοί», που προβλέπει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, νοούνται ως:

    α)

    “αρμόδιες αρχές”: οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών, οι οποίες είναι αρμόδιες για τους σκοπούς των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης·

    […]

    δ)

    “διαδικασίες εκκαθάρισης”: οι συλλογικές διαδικασίες που συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, όπως ενδείκνυται, και οι οποίες οπωσδήποτε συνεπάγονται παρέμβαση των αρμοδίων αρχών, ακόμη και όταν οι συλλογικές διαδικασίες περατώνονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο, είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα είτε όχι, και είτε είναι εκούσιες είτε υποχρεωτικές·

    […]»

    7

    Κατά το άρθρο 273 της οδηγίας 2009/138, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης – Ενημέρωση των εποπτικών αρχών»:

    «1.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να λαμβάνουν απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης όσον αφορά ασφαλιστική επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη μέλη. Η απόφαση αυτή μπορεί να λαμβάνεται είτε εν ανυπαρξία, είτε μετά τη λήψη μέτρων εξυγίανσης.

    2.   Απόφαση σχετικά με την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη μέλη, λαμβανόμενη σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, αναγνωρίζεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, σε ολόκληρη την [Ένωση] και παράγει αποτελέσματα μόλις αρχίσει να παράγει αποτελέσματα στο κράτος μέλος έναρξης της διαδικασίας.

    3.   Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν επειγόντως τις εποπτικές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, ει δυνατόν πριν να κινηθεί αυτή η διαδικασία, ή άλλως, αμέσως μετά.

    Οι εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν επειγόντως τις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πρακτικών αποτελεσμάτων αυτής της διαδικασίας.»

    8

    Το άρθρο 274 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, οι διαδικασίες εκκαθάρισης και τα αποτελέσματά τους διέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζεται στα άρθρα 285 έως 292.

    2.   Το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής καθορίζει τουλάχιστον τα εξής:

    α)

    τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν την περιουσία και τη μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού που απέκτησε η ασφαλιστική επιχείρηση ή υπήχθησαν σε αυτήν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης·

    β)

    τις αντίστοιχες εξουσίες της ασφαλιστικής επιχείρησης και του εκκαθαριστή·

    γ)

    τους όρους υπό τους οποίους είναι επιτρεπτός ο συμψηφισμός·

    δ)

    τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις ισχύουσες συμβάσεις, στις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

    ε)

    τα αποτελέσματα της διαδικασίας εκκαθάρισης στις διαδικασίες που έχουν κινήσει οι επιμέρους πιστωτές, εξαιρουμένων των εκκρεμοδικιών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 292·

    στ)

    τις απαιτήσεις που πρέπει να αναγγελθούν κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης και τη μεταχείριση των απαιτήσεων που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης·

    ζ)

    τους κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων·

    η)

    τους κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης του ενεργητικού, τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων και τα δικαιώματα των πιστωτών που ικανοποιήθησαν μερικώς, μετά την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης δυνάμει εμπραγμάτου δικαιώματος ή μέσω συμψηφισμού·

    θ)

    τους όρους και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας εκκαθάρισης, ιδίως μέσω συμβιβασμού·

    ι)

    τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας εκκαθάρισης·

    ια)

    το μέρος που φέρει τα έξοδα και τις δαπάνες της διαδικασίας εκκαθάρισης· και

    ιβ)

    τους κανόνες περί ακυρότητος, ακύρωσης και κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για τους πιστωτές δικαιοπραξιών.»

    9

    Κατά το άρθρο 292 της εν λόγω οδηγίας:

    «Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμοδικίας που αφορά στοιχείο του ενεργητικού ή δικαίωμα, το οποίο έχει απεκδυθεί η ασφαλιστική επιχείρηση, διέπονται μόνον από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.»

    Το βουλγαρικό δίκαιο

    10

    Ο Kodeks za zastrahovaneto (κώδικας ασφαλειών, στο εξής: KZ) ορίζει, στο άρθρο του 624, τα εξής:

    «(1)   Η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως ή αφερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκε άδεια εντός άλλου κράτους μέλους παράγει αποτελέσματα στην Βουλγαρία από την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα στο άλλο κράτος μέλος.

    (2)   Η [επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα] λαμβάνει μέτρα για την ενημέρωση του κοινού στην περίπτωση που ενημερωθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας.

    (3)   Η ενημέρωση, κατά την έννοια της παραγράφου 2, περιλαμβάνει πληροφορίες όσον αφορά τη διοικητική ή τη δικαστική αρχή η οποία είναι αρμόδια για την εκκαθάριση ή την αφερεγγυότητα στο άλλο κράτος μέλος, όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο και τον διορισθέντα εκκαθαριστή ή σύνδικο.»

    11

    Το άρθρο 630 του KZ έχει ως ακολούθως:

    «(1)   Εφαρμοστέο δίκαιο στη διαδικασία εκκαθαρίσεως ή αφερεγγυότητας ασφαλιστή είναι το βουλγαρικό δίκαιο, εκτός αν ορίζεται άλλως στο παρόν τμήμα.

    (2)   Επί συμβάσεων εργασίας ή σχέσεων εργασίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους οι οποίες είναι εφαρμοστέες επί των συμβάσεων ή των σχέσεων αυτών εργασίας.

    (3)   Επί συμβάσεων βάσει των οποίων παρέχεται δικαίωμα χρήσεως ή μεταβιβάζεται δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου ευρισκομένου εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους εφαρμογή έχει το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

    (4)   Στην περίπτωση των δικαιωμάτων του ασφαλιστή επί ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους, που έχουν καταχωρισθεί σε δημόσιο μητρώο συγκεκριμένου κράτους μέλους, εφαρμογή έχει το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.»

    12

    Το άρθρο 43 του Kodeks na mezhdunarodnoto chastno pravo (κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου) ορίζει τα εξής:

    «(1)   Το δικαστήριο ή άλλο δικαιοδοτικό όργανο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως το περιεχόμενο του αλλοδαπού δικαίου. Δύναται προς τούτο να κάνει χρήση των μέσων που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, να ζητήσει την παροχή πληροφοριών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ή άλλη αρχή και να ζητήσει γνωμοδοτήσεις από ειδικούς εμπειρογνώμονες ή εξειδικευμένους φορείς.

    (2)   Οι διάδικοι δύνανται να προσκομίζουν έγγραφα προς απόδειξη του περιεχομένου διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου στις οποίες στηρίζουν τα αιτήματα ή τις ενστάσεις τους ή να συνεργάζονται με άλλο τρόπο με το δικαστήριο ή άλλο δικαιοδοτικό όργανο.

    (3)   Σε περίπτωση κατά την οποία το εφαρμοστέο δίκαιο έχει επιλεγεί, το δικαστήριο ή άλλο δικαιοδοτικό όργανο δύναται να υποχρεώσει τους διαδίκους να συμβάλουν στην απόδειξη του περιεχομένου του.»

    Το κυπριακό δίκαιο

    13

    Σύμφωνα με το άρθρο 220 του περί εταιρειών νόμου, όταν έχει εκδοθεί διάταγμα για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, ουδεμία αγωγή ασκείται και ουδεμία διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει, εκτός και αν χορηγήσει προς τούτο άδεια το αρμόδιο δικαστήριο, οπότε ισχύουν οι όροι που καθορίζει το δικαστήριο αυτό.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14

    Η Bulstrad, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στη Βουλγαρία, άσκησε αγωγή ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείου περιφέρειας Σόφιας, Βουλγαρία), ζητώντας να υποχρεωθεί η Olympic, ασφαλιστική εταιρία καταχωρισμένη στα μητρώα της Κύπρου, να της καταβάλει ποσό ύψους 7603,63 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 3887 ευρώ), προσαυξημένο με τα έξοδα εκκαθαρίσεως ύψους 25,00 BGN (περίπου 13 ευρώ), για ασφαλιστική αποζημίωση που κατέβαλε, σύμφωνα με ασφαλιστήριο για την κάλυψη «ζημιών λόγω συγκρούσεως» το οποίο είχε συνάψει με την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία ο CD, οδηγός οχήματος το οποίο υπέστη ζημίες λόγω τροχαίου ατυχήματος. Η Bulstrad υποστηρίζει ότι, στις 5 Ιανουαρίου 2018 και στην πόλη Μπάνσκο (Βουλγαρία), ο AB, ανοίγοντας απότομα την αριστερή έμπροσθεν πόρτα του αυτοκινήτου οχήματός του, το οποίο ήταν σταθμευμένο επί του οδοστρώματος, προκάλεσε υπαιτίως ζημίες στο όχημα του CD, που κινούνταν στον δρόμο διερχόμενο κοντά του.

    15

    Κατά την Bulstrad, κατά τον χρόνο επελεύσεως της ζημίας, η ευθύνη του AB καλυπτόταν από ασφαλιστήριο «αστικής ευθύνης», που είχε συναφθεί με την Olympic.

    16

    Θεωρώντας ότι, κατόπιν της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στον CD, είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της έναντι του AB και της ασφαλιστικής εταιρίας του, η Bulstrad στράφηκε αναγωγικώς κατά της Olympic, με έγγραφη όχληση την οποία η δεύτερη παρέλαβε στις 6 Ιουλίου 2018, πλην όμως τα ποσά που αξίωνε δεν της έχουν καταβληθεί.

    17

    Συγκεκριμένα, η Olympic αμφισβητεί την αξίωση της Bulstrad τόσο ως προς τον τύπο όσο και επί της ουσίας.

    18

    Στο πλαίσιο της δίκης η οποία κινήθηκε, το αιτούν δικαστήριο ενημερώθηκε ότι οι αρμόδιες κυπριακές αρχές είχαν ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Olympic λόγω μη τηρήσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και ότι είχε διορισθεί προσωρινός εκκαθαριστής, ο οποίος αναλαμβάνει και ελέγχει το σύνολο των περιουσιακών και νομικών δικαιωμάτων τα οποία έχει ή φέρεται ότι έχει η ασφαλιστική εταιρία αυτή.

    19

    Το ως άνω δικαστήριο θεώρησε ότι οι πράξεις αυτές των κυπριακών αρχών συνιστούν «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά την έννοια του άρθρου 624 του KZ, και, με διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, ανέστειλε τη διαδικασία της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του KZ με τις οποίες μεταφέρθηκε στη βουλγαρική έννομη τάξη η οδηγία 2009/138, η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, αυτή καθαυτήν η διαδικασία εκκαθαρίσεως και τα αποτελέσματά τους διέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο στο κράτος μέλος καταγωγής της καλύπτουσας τον κίνδυνο ασφαλιστικής επιχειρήσεως, εν προκειμένω το κυπριακό δίκαιο. Το δίκαιο αυτό προβλέπει την αναστολή των διαδικασιών έναντι κάθε ασφαλιστικής επιχειρήσεως για την οποία οι κυπριακές αρμόδιες αρχές έχουν διορίσει προσωρινό εκκαθαριστή.

    20

    Η Bulstrad ζητεί, ωστόσο, την επανάληψη της διαδικασίας της κύριας δίκης, για τον λόγο ότι κακώς ανεστάλη η διαδικασία αυτή, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων από το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία). Κατά την ερμηνεία αυτή, οι δύο προαναφερθείσες ενέργειες των κυπριακών αρχών δεν μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες με «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης» από το κράτος μέλος καταγωγής, κατά την έννοια της νομοθεσίας που θεσπίσθηκε με σκοπό τη μεταφορά στη βουλγαρική έννομη τάξη του άρθρου 274 της οδηγίας 2009/138. Συνεπώς, ελλείψει τέτοιας αποφάσεως, κακώς, κατά την Bulstrad, αποφάνθηκε το αιτούν δικαστήριο ότι εφαρμοστέο είναι το κυπριακό δίκαιο, αντί του βουλγαρικού το οποίο δεν προβλέπει ανάλογες διατάξεις επιτάσσουσες αναστολή της διαδικασίας.

    21

    Κατόπιν του αιτήματος επαναλήψεως της διαδικασίας, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από τη βουλγαρική επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα να διευκρινίσει αν είχε στη διάθεσή της στοιχεία για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως ή αφερεγγυότητας όσον αφορά την Olympic ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου στην Κύπρο και, σε περίπτωση κατά την οποία η διαδικασία αυτή είχε κινηθεί, να διευκρινίσει σε ποιο στάδιο βρισκόταν και αν είχε διορισθεί εκκαθαριστής ή σύνδικος. Με έγγραφο της 19ης Μαρτίου 2019, η εν λόγω επιτροπή εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα απάντησε ότι δεν είχε λάβει, μέχρι την ημερομηνία εκείνη, καμία πληροφορία σχετικά με την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως της Olympic από την αρμόδια κυπριακή αρχή.

    22

    Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 630 του KZ πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138, καθώς και τις αιτιολογικές σκέψεις 117 έως 121 και 125 της οδηγίας. Εξ αυτών προκύπτει ότι οι συνέπειες της κινήσεως διαδικασίας αφερεγγυότητας πρέπει να διέπονται από το κυπριακό δίκαιο.

    23

    Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43 του κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το αιτούν δικαστήριο έκρινε αυτεπαγγέλτως ότι εφαρμοστέο είναι το κυπριακό δίκαιο και αποφάνθηκε, ως εκ τούτου, ότι η διεξαγωγή άλλων διαδικασιών εξαρτάται από άδεια του αρμοδίου επί θεμάτων αφερεγγυότητας δικαστηρίου.

    24

    Το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί κατά συνέπεια ότι πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία της κύριας δίκης και να καλέσει την Bulstrad να αναγγείλει τις απαιτήσεις της κατά τους όρους που προβλέπει το κυπριακό δίκαιο, διευκρινίζοντας ότι ενδεχόμενη αποδοχή των απαιτήσεων αυτών συνεπάγεται την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δύναται να συνεχισθεί μόνον εάν το αρμόδιο επί θεμάτων αφερεγγυότητας δικαστήριο χορηγήσει σχετική άδεια ή εάν προσκομισθούν αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι οι απαιτήσεις δεν είχαν γίνει αποδεκτές κατά τους όρους που προβλέπει το κυπριακό δίκαιο.

    25

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (πρωτοδικείο περιφέρειας Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 630 του KZ, υπό το πρίσμα του άρθρου 274 της [οδηγίας 2009/138], την έννοια ότι η απόφαση διοικητικής αρχής κράτους μέλους με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας και διορίζεται σε αυτήν προσωρινός εκκαθαριστής χωρίς να έχει κινηθεί διαδικασία δικαστικής εκκαθάρισης συνιστά “απόφαση να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης”;

    2)

    Πρέπει, στην περίπτωση που η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η ασφαλιστική εταιρία της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας και στην οποία έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής προβλέπει ότι αναστέλλεται κάθε δικαστική διαδικασία κατά της εν λόγω εταιρίας εφόσον διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, οι κανόνες αυτοί να εφαρμόζονται από τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών, δυνάμει του άρθρου 274 της [οδηγίας 2009/138], ακόμη και αν τέτοια ρύθμιση δεν προβλέπεται ρητώς από το εθνικό τους δίκαιο;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο αυτό, η απόφαση αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και διορίζεται σε αυτήν προσωρινός εκκαθαριστής, χωρίς να έχει τυπικώς εκδοθεί δικαστική απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

    27

    Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα καταστήσει δυνατό να καθορισθεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης απόφαση τυγχάνει της αμοιβαίας αναγνωρίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 273, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/138.

    28

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα, επισημαίνεται ότι, μολονότι, βάσει του άρθρου 274 της οδηγίας αυτής, η απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως ασφαλιστικής επιχειρήσεως, οι διαδικασίες εκκαθαρίσεως και τα αποτελέσματά τους διέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο στο κράτος μέλος καταγωγής της συγκεκριμένης ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το ζήτημα του τι είναι μια τέτοια απόφαση και διαδικασία πρέπει να επιλυθεί σύμφωνα με το άρθρο 268 της εν λόγω οδηγίας, με το οποίο ορίζονται πλείονες έννοιες για τους σκοπούς του τίτλου IV της ίδιας οδηγίας.

    29

    Συναφώς, το άρθρο 268, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2009/138 προβλέπει ότι η έννοια των «διαδικασιών εκκαθάρισης» καταλαμβάνει τις συλλογικές διαδικασίες οι οποίες συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, αναλόγως της περιπτώσεως, και οι οποίες συνεπάγονται κατ’ ανάγκη παρέμβαση των αρμοδίων αρχών, συγκεκριμένα δε, σύμφωνα με το άρθρο 268, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, των διοικητικών ή δικαστικών αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τα μέτρα εξυγιάνσεως ή τις διαδικασίες εκκαθαρίσεως.

    30

    Ως εκ τούτου, προκειμένου απόφαση να χαρακτηρισθεί ως «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138, η οικεία διαδικασία πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις.

    31

    Η διαδικασία αυτή πρέπει, πρώτον, να έχει ως αντικείμενο τη ρευστοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού ασφαλιστικής επιχειρήσεως και τη διανομή του προϊόντος μεταξύ, κατά περίπτωση, των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών της, καθώς και, δεύτερον, να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την παρέμβαση των διοικητικών ή δικαστικών αρχών των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για τη λήψη μέτρων εξυγιάνσεως ή για τη διεξαγωγή διαδικασιών εκκαθαρίσεως

    32

    Δεδομένου ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, το γεγονός ότι προσωρινός εκκαθαριστής δεν έχει την εξουσία να ρευστοποιήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως ή να ικανοποιήσει τους πιστωτές της διανέμοντας τα έσοδα από τη ρευστοποίηση αυτή αποκλείει το ενδεχόμενο η απόφαση περί διορισμού τέτοιου εκκαθαριστή να συνεπάγεται την έναρξη ή την ύπαρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως, κατά την έννοια του άρθρου 268, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

    33

    Εν προκειμένω, απόκειται, συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο να διακριβώσει εάν, βάσει του κυπριακού δικαίου, ο διορισθείς προσωρινός εκκαθαριστής διαθέτει τέτοιες εξουσίες ή όχι.

    34

    Διευκρινίζεται συναφώς ότι, μολονότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας, στο σημείο 50 των προτάσεών του, η διάκριση στην οποία προβαίνει η οδηγία 2009/138 μεταξύ αποφάσεως ανακλήσεως της αδείας της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και αποφάσεως για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως της επιχειρήσεως αυτής υποδηλώνει ότι η δεύτερη απόφαση δεν ταυτίζεται με την πρώτη, απόφαση για την ανάκληση της άδειας μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμη με απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως εφόσον πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως.

    35

    Ωστόσο, η πρώτη εκ των προϋποθέσεων αυτών θα πληρούνταν μόνον εάν, κατά το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως έχει ως αποτέλεσμα να κινεί αυτομάτως τη διαδικασία εκκαθαρίσεως καθιστώντας δυνατή τη ρευστοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού της εν λόγω ασφαλιστικής επιχειρήσεως ή την ικανοποίηση των πιστωτών της διά της διανομής των εσόδων, χωρίς να απαιτείται να έχει εκδοθεί τυπικώς προς τούτο απόφαση από διαφορετική αρχή.

    36

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι δύναται να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο αυτό, η απόφαση της αρμοδίας αρχής με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και διορίζεται προσωρινός εκκαθαριστής μόνον εφόσον το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχειρήσεως προβλέπει είτε ότι ο ως άνω προσωρινός εκκαθαριστής είναι εξουσιοδοτημένος να ρευστοποιήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της εν λόγω ασφαλιστικής επιχειρήσεως και να διανείμει τα έσοδα εκ της ρευστοποιήσεως στους πιστωτές της επιχειρήσεως είτε ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως έχει ως αποτέλεσμα να κινεί αυτομάτως τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, χωρίς να απαιτείται να έχει εκδοθεί τυπικώς προς τούτο απόφαση από διαφορετική αρχή.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    37

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το οποίο προβλέπει την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας κατά της ασφαλιστικής επιχειρήσεως σε περίπτωση ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της και διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή, πρέπει να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών, ακόμη και αν το δίκαιό τους δεν προβλέπει τέτοιον κανόνα.

    38

    Από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα προκύπτει ότι, μόνον σε περίπτωση κατά την οποία η έκδοση, εκ μέρους του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής επιχειρήσεως, αποφάσεως περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας και περί διορισμού προσωρινού εκκαθαριστή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά την έννοια του τίτλου IV της οδηγίας 2009/138, η απόφαση αυτή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 273, παράγραφος 2, της οδηγίας, να αναγνωρίζεται άνευ άλλων διατυπώσεων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και να παράγει εντός αυτής τα αποτελέσματά της, μόλις τούτο αρχίσει να συμβαίνει στο κράτος μέλος ενάρξεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

    39

    Βάσει του άρθρου 274, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2009/138, η ως άνω αμοιβαία αναγνώριση καταλαμβάνει και τα αποτελέσματα της ενάρξεως της διαδικασίας εκκαθαρίσεως στις διαδικασίες που έχουν κινήσει οι επιμέρους πιστωτές, εξαιρουμένων των εκκρεμοδικιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 292 της οδηγίας και οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται αποκλειστικώς από το δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου υφίσταται η εκκρεμοδικία.

    40

    Ως εκ τούτου, σε περίπτωση κατά την οποία απόφαση του κράτους μέλους καταγωγής πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχειρήσεως», κατά την έννοια του τίτλου IV της οδηγίας 2009/138, η δε νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού προβλέπει ότι η συγκεκριμένη απόφαση συνεπάγεται την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά της οικείας επιχειρήσεως, πρέπει να ανασταλούν, για τον λόγο αυτόν, και οι δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν σε άλλα κράτη μέλη, εκτός των διαδικασιών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη.

    41

    Αντιθέτως, το άρθρο 273, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/138 ουδόλως επιτάσσει την αμοιβαία αναγνώριση των αποτελεσμάτων αποφάσεως περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ή περί διορισμού προσωρινού εκκαθαριστή, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, σε περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη απόφαση δεν έχει χαρακτήρα αποφάσεως για την έναρξη διαδικασίας εκκαθαρίσεως. Ως εκ τούτου, η απάντηση στο ζήτημα αν, σε τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο πρέπει ή, έστω, δύναται να αναστείλει εκκρεμή διαδικασία, σύμφωνα με ό,τι προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς τούτο να προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο του αιτούντος δικαστηρίου, δεν άπτεται εφαρμογής της διατάξεως αυτής ή του άρθρου 274 της εν λόγω οδηγίας.

    42

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138 έχει την έννοια ότι, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και περί διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο αυτό, το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει υποχρέωση των δικαστηρίων των λοιπών κρατών μελών να εφαρμόζουν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το οποίο προβλέπει την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά της ως άνω επιχειρήσεως.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    43

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/58/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, έχει την έννοια ότι δύναται να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο αυτό, η απόφαση της αρμοδίας αρχής με την οποία ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και διορίζεται προσωρινός εκκαθαριστής μόνον εφόσον το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής επιχειρήσεως προβλέπει είτε ότι ο ως άνω προσωρινός εκκαθαριστής είναι εξουσιοδοτημένος να ρευστοποιήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της εν λόγω ασφαλιστικής επιχειρήσεως και να διανείμει τα έσοδα εκ της ρευστοποιήσεως στους πιστωτές της επιχειρήσεως είτε ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχειρήσεως έχει ως αποτέλεσμα να κινεί αυτομάτως τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, χωρίς να απαιτείται να έχει εκδοθεί τυπικώς προς τούτο απόφαση από διαφορετική αρχή.

     

    2)

    Το άρθρο 274 της οδηγίας 2009/138, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/58, έχει την έννοια ότι, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου απόφαση περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχειρήσεως και περί διορισμού σε αυτήν προσωρινού εκκαθαριστή να συνιστά «απόφαση για την έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης», κατά το άρθρο αυτό, το εν λόγω άρθρο δεν προβλέπει υποχρέωση των δικαστηρίων των λοιπών κρατών μελών να εφαρμόζουν το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής της οικείας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το οποίο προβλέπει την αναστολή κάθε δικαστικής διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά της ως άνω επιχειρήσεως.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

    Top