EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0352

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 2020.
Région de Bruxelles-Capitale κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/2324 – Ανανέωση της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας γλυφοσάτη – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Ενεργητική νομιμοποίηση περιφερειακής οντότητας – Άμεσος επηρεασμός.
Υπόθεση C-352/19 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:978

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 3ης Δεκεμβρίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/2324 – Ανανέωση της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας γλυφοσάτη – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Ενεργητική νομιμοποίηση περιφερειακής οντότητας – Άμεσος επηρεασμός»

Στην υπόθεση C‑352/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε την 1η Μαΐου 2019,

Région de Bruxelles-Capitale (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον A. Bailleux, avocat,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους X. Lewis, F. Castillo de la Torre και I. Naglis καθώς και από την F. Castilla Contreras,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. Bay Larsen, C. Toader, M. Safjan και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Région de Bruxelles-Capitale (Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, Βέλγιο) ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Région de Bruxelles-Capitale κατά Επιτροπής (T‑178/18, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2019:130), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της νυν αναιρεσείουσας με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/2324 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την ανανέωση της έγκρισης της δραστικής ουσίας glyphosate, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, και την τροποποίηση του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 της Επιτροπής (ΕΕ 2017, L 333, σ. 10, στο εξής: επίμαχος κανονισμός).

Το νομικό πλαίσιο

2

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 23, 24 και 29 του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1).

«(10)

Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα θα πρέπει να περιέχουν ουσίες μόνον όταν έχει αποδειχθεί ότι αυτές ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και δεν αναμένεται να έχουν επιβλαβείς συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή να έχουν μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον. Προκειμένου να επιτευχθεί το ίδιο επίπεδο προστασίας σε όλα τα κράτη μέλη, η απόφαση για το αν οι ουσίες αυτές είναι αποδεκτές ή όχι θα πρέπει να λαμβάνεται σε κοινοτικό επίπεδο βάσει εναρμονισμένων κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται για την πρώτη έγκριση δραστικής ουσίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Για δραστικές ουσίες που έχουν ήδη εγκριθεί, τα κριτήρια θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά την ανανέωση ή την αναθεώρηση της έγκρισής τους.

[…]

(23)

Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν δραστικές ουσίες μπορούν να παρασκευάζονται με πολλούς τρόπους και να χρησιμοποιούνται σε ποικίλα φυτά και φυτικά προϊόντα υπό διαφορετικές γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες. Επομένως, οι άδειες φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να χορηγούνται από τα κράτη μέλη.

(24)

Οι διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας. Ειδικότερα, κατά την αδειοδότηση για φυτοπροστατευτικά προϊόντα, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται, πριν από τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, ότι ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και ότι δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.

[…]

(29)

Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι ένα από τα μέσα εξασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Κοινότητας. Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των εργασιών, να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τη βιομηχανία και για τα κράτη μέλη και να υπάρξει πιο εναρμονισμένη διαθεσιμότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι άδειες που χορηγούνται από ένα κράτος μέλος θα πρέπει να γίνονται δεκτές από άλλα κράτη μέλη, όταν οι γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες είναι συγκρίσιμες. Επομένως, η Κοινότητα θα πρέπει να χωρισθεί σε ζώνες στις οποίες επικρατούν αυτές οι συγκρίσιμες συνθήκες προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η αμοιβαία αναγνώριση. Ωστόσο, οι ιδιάζουσες περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες του εδάφους ενός ή περισσότερων κρατών μελών ενδέχεται να επιβάλλουν ώστε, κατ’ αίτηση, τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν ή να τροποποιούν την άδεια που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος, ή να μην αδειοδοτούν το φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός τους, εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών ή εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας, τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατό να επιβάλλονται κατάλληλες προϋποθέσεις σε σχέση με τους στόχους που καθορίζονται στο εθνικό σχέδιο δράσης που εγκρίνεται σύμφωνα με την [οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη αειφόρου χρήσης των φυτοφαρμάκων (ΕΕ 2009, L 309, σ. 71)].»

3

Το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού ορίζει:

«1.   Συμφώνως προς την κανονιστική διαδικασία του άρθρου 79 παράγραφος 3, εκδίδεται κανονισμός ο οποίος ορίζει ότι:

α)

ανανεώνεται η έγκριση μιας δραστικής ουσίας, όπου ενδείκνυται, με όρους και περιορισμούς· ή

β)

η έγκριση μιας δραστικής ουσίας δεν ανανεώνεται.

2.   […]

Σε περίπτωση ανάκλησης της έγκρισης ή μη ανανέωσής της, λόγω άμεσης ανησυχίας για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον, τα υπό εξέταση φυτοπροστατευτικά προϊόντα αποσύρονται αμέσως από την αγορά.»

4

Το άρθρο 36 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση, διενεργεί ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση, με βάση τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις χρησιμοποιώντας κατευθυντήρια έγγραφα που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη στην ίδια ζώνη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις οι οποίες εξετάζονται κατά την αξιολόγηση.

[…]

2.   Τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη χορηγούν ή αρνούνται να χορηγήσουν άδειες βάσει των συμπερασμάτων της αξιολόγησης του κράτους μέλους που εξέτασε την αίτηση, όπως προβλέπεται στα άρθρα 31 και 32.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 και με την επιφύλαξη του κοινοτικού δικαίου, είναι δυνατόν να επιβάλλονται κατάλληλοι όροι όσον αφορά τις απαιτήσεις του άρθρου 31 παράγραφοι 3 και 4 και τα λοιπά μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου που απορρέουν από ειδικές συνθήκες χρήσης.

Όταν οι ανησυχίες ενός κράτους μέλους όσον αφορά την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή το περιβάλλον δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη θέσπιση των εθνικών μέτρων άμβλυνσης του κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το κράτος μέλος δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια στο φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός του εάν, λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών του, έχει αιτιολογημένους λόγους να πιστεύει ότι το υπό εξέταση προϊόν εξακολουθεί να παρουσιάζει απαράδεκτους κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων ή για το περιβάλλον.

[…]»

5

Το άρθρο 40 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Αμοιβαία αναγνώριση», προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει, τη δυνατότητα του κατόχου άδειας χορηγηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 29 να ζητήσει άδεια για το ίδιο φυτοπροστατευτικό προϊόν σε άλλο κράτος μέλος.

6

Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει τα εξής:

«Το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 40, αφού εξετάσει την αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 1, όπως αρμόζει σε σχέση με τις συνθήκες στην επικράτειά του, αδειοδοτεί το σχετικό φυτοπροστατευτικό προϊόν με τους ίδιους όρους με το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση εκτός όταν ισχύει το άρθρο 36 παράγραφος 3.»

7

Το άρθρο 43 του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Η άδεια ανανεώνεται κατόπιν σχετικής αίτησης του κατόχου της, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 29.

2.   Εντός τριών μηνών από την ανανέωση της έγκρισης μιας δραστικής ουσίας, αντιφυτοτοξικού ή συνεργιστικού που περιέχεται στο φυτοπροστατευτικό προϊόν, ο αιτών υποβάλλει [τις] εξής πληροφορίες:

[…]

5.   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν σχετικά με την ανανέωση της άδειας φυτοπροστατευτικού προϊόντος το αργότερο δώδεκα μήνες μετά την ανανέωση της έγκρισης της δραστικής ουσίας, του αντιφυτοτοξικού ή του συνεργιστικού που περιέχεται στο προϊόν.

6.   Σε περίπτωση που, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση του κατόχου της άδειας, δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με την ανανέωση της άδειας πριν από τη λήξη της, το συγκεκριμένο κράτος μέλος παρατείνει την άδεια κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εξέταση και τη λήψη απόφασης σχετικά με την ανανέωση.»

8

Το άρθρο 78, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την έκδοση κανονισμού περιλαμβάνοντος τον κατάλογο των δραστικών ουσιών που παρατίθενται στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1), οι οποίες λογίζονται εγκεκριμένες δυνάμει του ίδιου κανονισμού.

Ιστορικό της διαφοράς

Επί της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας γλυφοσάτη από την Ευρωπαϊκή Ένωση

9

Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 540/2011 της Επιτροπής, της 25ης Μαΐου 2011, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/2009 όσον αφορά τον κατάλογο των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών (ΕΕ 2011, L 153, σ. 1), ενέκρινε τον κατάλογο που προβλεπόταν στο άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009. Η γλυφοσάτη περιλαμβανόταν στον κατάλογο αυτό, με ημερομηνία λήξεως της περιόδου εγκρίσεως την 31η Δεκεμβρίου 2015.

10

Με τους εκτελεστικούς κανονισμούς της (ΕΕ) 2015/1885, της 20ής Οκτωβρίου 2015, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 540/2011 όσον αφορά την παράταση των περιόδων έγκρισης των ακόλουθων δραστικών ουσιών: […] glyphosate […] (ΕΕ 2015, L 276, σ. 48), και (ΕΕ) 2016/1056, της 29ης Ιουνίου 2016, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού αριθ. 540/2011, όσον αφορά την παράταση της περιόδου έγκρισης της δραστικής ουσίας «glyphosate» (ΕΕ 2016, L 173, σ. 52), η Επιτροπή παρέτεινε διαδοχικώς την περίοδο εγκρίσεως της δραστικής ουσίας γλυφοσάτη έως τις 30 Ιουνίου 2016, ακολούθως δε έως τις 15 Δεκεμβρίου 2017.

11

Με τον επίμαχο κανονισμό, ο οποίος εκδόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή ανανέωσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την περίοδο εγκρίσεως της δραστικής ουσίας γλυφοσάτη μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2022.

Επί των αρμοδιοτήτων της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης στον τομέα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων

12

Οι αρμοδιότητες της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης στον τομέα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων περιγράφονται στις σκέψεις 9 έως 17 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Οι σκέψεις αυτές, οι οποίες δεν αμφισβητούνται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, έχουν ως εξής:

«9

Η προσφεύγουσα, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, είναι μία από τις τρεις περιφέρειες στις οποίες, κατά το άρθρο 39 του βελγικού Συντάγματος, έχουν ανατεθεί από τον νόμο ορισμένες αρμοδιότητες.

10

Μεταξύ των αρμοδιοτήτων αυτών περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο II, πρώτο εδάφιο, του ειδικού νόμου της 8ης Αυγούστου 1980 σχετικά με θεσμικές μεταρρυθμίσεις (Moniteur belge της 15ης Αυγούστου 1980, σ. 9434, στο εξής: ειδικός νόμος), “[η] προστασία του περιβάλλοντος, ιδίως του εδάφους, του υπεδάφους, των υδάτων και του αέρα, από τη ρύπανση και τις επιθετικές συμπεριφορές […]”. Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η προσφεύγουσα είναι αρμόδια για τη ρύθμιση της χρήσεως των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στο έδαφός της.

11

Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο II, πρώτο εδάφιο, του ειδικού νόμου, η ομοσπονδιακή αρχή είναι εντούτοις αρμόδια για “τον καθορισμό των προδιαγραφών των προϊόντων”. Επομένως, η ομοσπονδιακή αρχή εξετάζει τις αιτήσεις για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και χορηγεί τις εν λόγω άδειες στο Βέλγιο, σύμφωνα με το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, [πρώτο εδάφιο], του ειδικού νόμου, οι περιφέρειες συμμετέχουν πάντως στην άσκηση της αρμοδιότητας αυτής.

12

Το άρθρο 7 του βελγικού βασιλικού διατάγματος της 28ης Φεβρουαρίου 1994, σχετικά με τη διατήρηση, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση φυτοφαρμάκων γεωργικής χρήσεως (Moniteur belge της 11ης Μαΐου 1994, σ. 12504), ορίζει ότι απαγορεύoνται η διάθεση στην αγορά, η παρασκευή, η μεταφορά, η εισαγωγή, η προσφορά, η επίδειξη, η προσφορά προς πώληση, η κατοχή, η κτήση ή η χρήση φυτοφαρμάκου γεωργικής χρήσεως, το οποίο δεν έχει εγκριθεί προηγουμένως από τον [υ]πουργό. Κατά το άρθρο 8 του ως άνω διατάγματος, “[ο] [υ]πουργός ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο χορηγεί την έγκριση κατόπιν γνώμης της επιτροπής εγκρίσεων του άρθρου 9”. Κατά το άρθρο 9 του διατάγματος, η επιτροπή εγκρίσεων αποτελείται από δώδεκα μέλη οριζόμενα από τον υπουργό (στο εξής: επιτροπή εγκρίσεων), συμπεριλαμβανομένου ενός “εμπειρογνώμονα από την Περιφέρεια των Βρυξελλών, τον οποίο υποδεικνύει ο Υπουργός-Πρόεδρος της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης”.

13

Στις 20 Ιουνίου 2013 η προσφεύγουσα εξέδωσε τη διάταξη περί χρησιμοποιήσεως παρασιτοκτόνων συμβατών με την αειφόρο ανάπτυξη στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης (Moniteur belge της 21ης Ιουνίου 2013, σ. 40062, στο εξής: διάταξη της 20ής Ιουνίου 2013). Κατά το άρθρο της 1, πρώτο εδάφιο, η ως άνω διάταξη μεταφέρει την οδηγία [2009/128] στην εσωτερική έννομη τάξη.

14

Κατά το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, της διατάξεως της 20ής Ιουνίου 2013, η αναιρεσείουσα “δύναται να καθορίζει τα φυτοφάρμακα των οποίων η χρήση είναι απαγορευμένη λόγω των κινδύνων που εγκυμονούν για την υγεία των ανθρώπων ή για το περιβάλλον”.

15

Στις 10 Νοεμβρίου 2016 η αναιρεσείουσα εξέδωσε, βάσει της διατάξεως της 20ής Ιουνίου 2013, το διάταγμα για την απαγόρευση της χρήσεως των φυτοφαρμάκων που περιέχουν γλυφοσάτη στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης (Moniteur belge της 2ας Δεκεμβρίου 2016, σ. 79492, στο εξής: διάταγμα της 10ης Νοεμβρίου 2016).

16

Από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι κατά του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016 ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του τμήματος διοικητικών διαφορών του Conseil d’État [Συμβούλιο της Επικρατείας (Βέλγιο)]. Η προσφυγή αφορά κατ’ ουσίαν την προβαλλόμενη παράβαση ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 1107/2009 καθώς και των άρθρων 34, 35 και 36 ΣΛΕΕ. Στην υπόθεση αυτή, η νυν αναιρεσείουσα εκτιμά ότι η πλήρης απαγόρευση χρήσεως των εν λόγω προϊόντων στο έδαφος της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης δεν θέτει σε κίνδυνο την έγκριση της γλυφοσάτης σε επίπεδο Ένωσης ούτε την έγκριση ορισμένων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία αυτή από την ομοσπονδιακή βελγική αρχή.

17

Τέλος, επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα μετέχει στις εργασίες των επιτροπών της επιτροπολογίας σε επίπεδο Ένωσης και εκπροσωπεί το Βασίλειο του Βελγίου εκ περιτροπής. Στο πλαίσιο της αναθέσεως αυτής, συμμετείχε μαζί με τις άλλες βελγικές περιφέρειες σε διαβούλευση πριν από τις εργασίες σχετικά με τη δραστική ουσία γλυφοσάτη που διεξήγαγε η Standing Committee on Plants, Animals, Food and Feed (μόνιμη επιτροπή φυτών, ζώων, τροφίμων και ζωοτροφών […]) μέσω της επιτροπής συντονισμού της διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής, που συστάθηκε με τη συμφωνία συνεργασίας, της 5ης Απριλίου 1995, μεταξύ του Ομοσπονδιακού Κράτους, της Περιφέρειας της Φλάνδρας, της Περιφέρειας της Βαλλονίας και της [αναιρεσείουσας] σχετικά με τη διεθνή περιβαλλοντική πολιτική (Moniteur belge της 13ης Δεκεμβρίου 1995, σ. 33436).»

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

13

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2018, η Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης ζήτησε την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού.

14

Με χωριστό δικόγραφο, η Επιτροπή προέβαλε, δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ένσταση απαραδέκτου λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της νυν αναιρεσείουσας.

15

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την ένσταση αυτή και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν αφορά άμεσα την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

16

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

17

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

18

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφυγή μιας περιφερειακής ή τοπικής οντότητας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσφυγή κράτους μέλους και πρέπει, ως εκ τούτου, να πληροί τις προϋποθέσεις του παραδεκτού που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, C‑417/04 P, EU:C:2006:282, σκέψεις 21 έως 24).

19

Η διάταξη αυτή εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, από την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά ή, αν πρόκειται για κανονιστική πράξη, ότι το αφορά άμεσα χωρίς να απαιτεί τη λήψη εκτελεστικών μέτρων.

20

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, επιληφθέν ενστάσεως απαραδέκτου λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης να ζητήσει την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού, περιόρισε την εξέτασή του στο ζήτημα αν ο εν λόγω κανονισμός την αφορούσε άμεσα και έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, ότι δεν επληρούτο η σχετική προϋπόθεση.

21

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από παράβαση της Συμβάσεως για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Ώρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Ώρχους), και ο δεύτερος από την εσφαλμένη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν την αφορά άμεσα.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από παράβαση της Συμβάσεως του Ώρχους

Επιχειρήματα των διαδίκων

22

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 34 έως 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αρνήθηκε να λάβει υπόψη το άρθρο 9 της Συμβάσεως του Ώρχους κατά την εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής της. Εκτιμά ότι, καθώς η προσφυγή αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω Συμβάσεως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού που προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του εν λόγω άρθρου 9 της Συμβάσεως του Ώρχους, το οποίο αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

23

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι εκτίμησε, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι δεν είχε παράσχει επαρκώς σαφείς εξηγήσεις ως προς τον λόγο για τον οποίον η παραπομπή στη Σύμβαση του Ώρχους είναι ικανή να επηρεάσει την εκτίμηση του άμεσου και ατομικού επηρεασμού της στην υπό κρίση υπόθεση.

24

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του λόγου αναιρέσεως στο σύνολό του.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, δυνάμει του άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανά της και υπερισχύουν, κατά συνέπεια, των πράξεων που αυτά εκδίδουν (αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ., C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 42· της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C‑366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe, C‑404/12 P και C‑405/12 P, EU:C:2015:5, σκέψη 44), εντούτοις οι διεθνείς αυτές συμφωνίες δεν μπορούν να υπερισχύσουν του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.

26

Επομένως, το άρθρο 9 της Συμβάσεως του Ώρχους δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των προϋποθέσεων του παραδεκτού τις οποίες θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε το παραδεκτό της προσφυγής χωρίς να λάβει υπόψη τη Σύμβαση του Ώρχους, πρέπει να απορριφθεί.

28

Εξάλλου, δεδομένου ότι το επιχείρημα που αντλείται από την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να λάβει υπόψη το άρθρο 9 της Συμβάσεως του Ώρχους πρέπει να απορριφθεί, οι αιτιάσεις κατά του σκεπτικού με το οποίο, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα είναι αλυσιτελείς. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

29

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως που αντλείται από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν αφορά άμεσα την αναιρεσείουσα

30

Εισαγωγικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση του «άμεσου επηρεασμού» έχει την έννοια ότι το μέτρο πρέπει, αφενός, να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαΐου 1998, Glencore Grain κατά Επιτροπής, C‑404/96 P, EU:C:1998:196, σκέψη 41, καθώς και της 5ης Νοεμβρίου 2019, BCE κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 103).

31

Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ο οποίος υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη.

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

32

Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, στις σκέψεις 50 έως 55 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της ισχύος των υφιστάμενων αδειών κυκλοφορίας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία γλυφοσάτη. Συγκεκριμένα, με τον εν λόγω κανονισμό κατέστη δυνατόν οι άδειες να συνεχίσουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους, ενώ, ελλείψει ανανεώσεως της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας, οι ως άνω άδειες θα είχαν αυτομάτως απολέσει την ισχύ τους.

33

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Από το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009 προκύπτει ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ανανεώσει την έγκριση δραστικής ουσίας λόγω άμεσης ανησυχίας σχετικά με την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή το περιβάλλον, οι άδειες για τη διάθεση στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική αυτή ουσία οι οποίες χορηγήθηκαν από τα κράτη μέλη παύουν να ισχύουν και τα προϊόντα αυτά αποσύρονται αμέσως από την αγορά.

35

Εντούτοις, η ανανέωση της εγκρίσεως μιας δραστικής ουσίας δεν παράγει αποτέλεσμα παρεμφερές προς την έλλειψη μιας τέτοιας ανανεώσεως. Πράγματι, δεν συνεπάγεται την επιβεβαίωση, την παράταση ή την περαιτέρω ισχύ των αδειών διαθέσεως στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που την περιέχουν, δεδομένου ότι οι κάτοχοι των αδειών αυτών οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, να υποβάλουν αίτηση για την ανανέωσή τους εντός τριών μηνών από την ανανέωση της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας, αίτηση επί της οποίας οφείλουν να αποφασίσουν τα ίδια τα κράτη μέλη εντός δώδεκα μηνών, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου αυτού.

36

Κατά συνέπεια, κρίνοντας ότι ο επίμαχος κανονισμός δεν είχε ως αποτέλεσμα την επιβεβαίωση της ισχύος των αδειών διαθέσεως στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία γλυφοσάτη, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης βάλλει κατά του σκεπτικού βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 56 έως 59 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το επιχείρημά της ότι ο επίμαχος κανονισμός την αφορά άμεσα, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός την υποχρεώνει να αποφανθεί επί της ανανεώσεως των αδειών διαθέσεως στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν γλυφοσάτη το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την έναρξη της ισχύος του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 5, του κανονισμού 1107/2009.

38

Πρώτον, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, κρίνοντας ότι η υποχρέωση εκδόσεως αποφάσεως επί των αιτήσεων ανανεώσεως των αδειών κυκλοφορίας των φυτοπροστατευτικών προϊόντων βαρύνει τη βελγική ομοσπονδιακή αρχή και όχι την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Συγκεκριμένα, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης μετέχει υποχρεωτικώς στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως, δεδομένου ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, μετέχει στη σύνθεση της επιτροπής εγκρίσεων της οποίας τη γνώμη υποχρεούται να ζητήσει ο αρμόδιος για την ανανέωση των εν λόγω αδειών υπουργός.

39

Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η συμμετοχή της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης στην εξέταση των αιτήσεων ανανεώσεως των αδειών κυκλοφορίας των προϊόντων που περιέχουν γλυφοσάτη αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 43, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1107/2009 και όχι του επίμαχου κανονισμού. Συγκεκριμένα, σε πλείστες υποθέσεις, έγινε δεκτό ότι συντρέχει άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος, μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη τον επηρέαζε μόνον μέσω μιας άλλης πράξεως της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Deza κατά ECHA, T‑115/15, EU:T:2017:329, σκέψεις 30 έως 35).

40

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41

Πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι η υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 43, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1107/2009, αφενός, να αποφασίζουν επί της αιτήσεως ανανεώσεως της άδειας διαθέσεως φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών κατ’ ανώτατο όριο από την ανανέωση της εγκρίσεως της δραστικής ουσίας που περιέχεται στο εν λόγω προϊόν, αίτηση η οποία πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών από την ανανέωση της εγκρίσεως της εν λόγω δραστικής ουσίας, και, αφετέρου, οσάκις δεν έχει ληφθεί απόφαση σχετικά με την ανανέωση της αδείας πριν από τη λήξη της, να παρατείνουν την άδεια κατά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, βαρύνει στο Βέλγιο την ομοσπονδιακή αρχή, δεδομένου ότι αυτή είναι αρμόδια κατά το εθνικό δίκαιο για «τον καθορισμό των προδιαγραφών των προϊόντων», και όχι τις περιφέρειες όπως είναι η αναιρεσείουσα.

42

Μολονότι είναι αληθές ότι το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι οι περιφέρειες «συμμετέχουν στην κατάρτιση των ομοσπονδιακών κανονιστικών ρυθμίσεων στον τομέα των προδιαγραφών των προϊόντων» και ότι, ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 7 του βασιλικού διατάγματος της 28ης Φεβρουαρίου 1994, η διάθεση στην αγορά και η χρήση παρασιτοκτόνου γεωργικής χρήσεως δύνανται να εγκριθούν από τον αρμόδιο ομοσπονδιακό υπουργό μόνον κατόπιν γνώμης επιτροπής στην οποία η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης εκπροσωπείται από εμπειρογνώμονα, εντούτοις η συμβουλευτική αυτή αρμοδιότητα δεν συνιστά άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 43, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1107/2009. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτιάσεις που προβάλλει η αναιρεσείουσα κατά της σκέψεως 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως πρέπει να απορριφθούν.

43

Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο δεν απεφάνθη, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η συμμετοχή της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης στην εξέταση των αιτήσεων ανανεώσεως των αδειών κυκλοφορίας των προϊόντων που περιέχουν γλυφοσάτη αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 43, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού 1107/2009 και όχι του επίμαχου κανονισμού. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει, στη σκέψη αυτή, ότι το επιχείρημα της νυν αναιρεσείουσας, όπως αυτή το προέβαλε, δεν συνιστούσε επίκληση των αποτελεσμάτων του ίδιου του επίμαχου κανονισμού, αλλά μόνον εκείνων του άρθρου 43, παράγραφος 5 και 6, του κανονισμού αυτού. Επομένως, η αναιρεσείουσα αλυσιτελώς βάλλει κατά της σκέψεως 58 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

44

Επιπλέον, δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος απορρίψεως του επιχειρήματος της αναιρεσείουσας από το Γενικό Δικαστήριο, ο οποίος εκτίθεται στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, είναι βάσιμος, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, ο δεύτερος λόγος απορρίψεως του ίδιου επιχειρήματος που παρατίθεται στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έχει επικουρικό χαρακτήρα. Επομένως, οι κατ’ αυτού αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι ομοίως αλυσιτελείς για τον λόγο αυτόν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, C‑443/05 P, EU:C:2007:511, σκέψη 137) και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν.

45

Από τις προηγηθείσες σκέψεις προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

46

Με το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα βάλλει κατά του σκεπτικού βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 60 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το επιχείρημά της ότι, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως που προβλέπεται στα άρθρα 40 έως 42 του κανονισμού 1107/2009, ο επίμαχος κανονισμός έχει ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση σε μεγάλο βαθμό της ικανότητας της επιτροπής εγκρίσεων και, κατά συνέπεια, της δικής της ικανότητας να εναντιωθεί στην αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει γλυφοσάτη, αν το προϊόν αυτό έχει ήδη αδειοδοτηθεί σε άλλο κράτος μέλος.

47

Πρώτον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι η διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν δημιουργεί αυτοματισμό και ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 36, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009 αφήνουν περιθώριο εκτιμήσεως στο κράτος μέλος που επιλαμβάνεται αιτήσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως. Επιπλέον, η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη.

48

Δεύτερον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κρίνοντας, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν αποτελούν άμεση συνέπεια του επίμαχου κανονισμού.

49

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50

Πρώτον, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η μία από τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα μέτρο θίγει άμεσα έναν ιδιώτη είναι να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του.

51

Όπως, όμως, υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, όταν ένα κράτος μέλος λαμβάνει αίτηση για τη χορήγηση αδείας διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος ήδη αδειοδοτημένου για την ίδια χρήση από άλλο κράτος μέλος δεν υποχρεούται να τη δεχθεί, εφόσον, πρώτον, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 του επιτρέπει να λάβει υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο έδαφός του και εφόσον, δεύτερον, το άρθρο 36, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο του 41, διευκρινίζει, αφενός, ότι το εν λόγω κράτος μέλος δύναται να επιβάλλει μέτρα αμβλύνσεως του κινδύνου ο οποίος συνδέεται με την υγεία των ανθρώπων, των ζώων ή το περιβάλλον, αφετέρου, ότι δύναται ακόμη και να αρνηθεί να χορηγήσει την άδεια, όταν οι ανησυχίες του κράτους μέλους δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τη θέσπιση των μέτρων αμβλύνσεως του κινδύνου λόγω των ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών του. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν δημιουργεί αυτοματισμό και αφήνει περιθώριο εκτιμήσεως στο κράτος μέλος που επιλαμβάνεται αιτήσεως αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

52

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα αβασίμως προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε, ως προς το σημείο αυτό, σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η εκτίμησή του πάσχει από ανεπαρκή αιτιολογία.

53

Δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, ορθώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα αποτελέσματα της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως δεν αποτελούν τα ίδια την άμεση συνέπεια του επίμαχου κανονισμού. Πράγματι, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έγκριση δραστικής ουσίας αποτελεί μία μόνον από τις απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, από τις οποίες εξαρτάται η άδεια διαθέσεως στην αγορά φυτοπροστατευτικού προϊόντος περιέχοντος τη δραστική αυτή ουσία. Επιπλέον, η χορήγηση τέτοιας αδείας σε ένα κράτος μέλος δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής αδειοδότηση στα λοιπά κράτη μέλη, καθόσον το άρθρο 40 του ως άνω κανονισμού προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει, ότι ο κάτοχος αδείας χορηγηθείσας σε ένα κράτος μέλος μπορεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνωρίσεως, να ζητήσει άδεια για το ίδιο φυτοπροστατευτικό προϊόν σε άλλο κράτος μέλος. Τέλος, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, το τελευταίο αυτό κράτος μέλος δεν υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια αυτή υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις.

54

Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι επιβάλλεται η απόρριψη του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

Επί του τετάρτου σκέλους του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

55

Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επικρίνει το σκεπτικό, που εκτίθεται στις σκέψεις 66 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημά της που αντλείται από τα αποτελέσματα του επίμαχου κανονισμού επί του κύρους του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016 και, κατά συνέπεια, από τις συνέπειές του επί της ένδικης διαφοράς που έχει ως αντικείμενο το διάταγμα αυτό.

56

Πρώτον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας στην προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού τα στάδια ελέγχου που ανέπτυξε στην απόφασή του της 5ης Οκτωβρίου 2005, Land Oberösterreich και Αυστρία κατά Επιτροπής (T‑366/03 και T‑235/04, EU:T:2005:347), ως προς το κριτήριο του ατομικού επηρεασμού, συγχέοντας τοιουτοτρόπως τις δύο απαιτήσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

57

Δεύτερον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εκτίμησε την έκταση του κινδύνου που συνεπάγεται ο επίμαχος κανονισμός για το κύρος της απαγορεύσεως χρήσεως των παρασιτοκτόνων που περιέχουν γλυφοσάτη, η οποία επιβλήθηκε με το διάταγμά του της 10ης Νοεμβρίου 2016.

58

Τρίτον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης υποστηρίζει ότι η έκδοση, παρά το δυσμενές νομικό πλαίσιο, του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016 υπαγορεύθηκε από πολιτικής φύσεως προβληματισμούς γενικού συμφέροντος και όχι μόνον από νομικούς λόγους.

59

Τέταρτον, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιβαίνει προδήλως, κατά την Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης, στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ville de Paris, Ville de Bruxelles και Ayuntamiento de Madrid κατά Επιτροπής (T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16, EU:T:2018:927). Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι κανονισμός που καθόριζε τις μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου υπό πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως για τα ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο που προβλέπουν οι λεγόμενες προδιαγραφές «Euro 6» αφορούσε άμεσα τους προσφεύγοντες δήμους οι οποίοι είχαν λάβει μέτρα για τον περιορισμό της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως που συνδέεται με την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων στο έδαφός τους. Με άλλα λόγια, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απλώς θεωρητική, ήτοι η μη εισέτι διαπιστωθείσα με δικαστική απόφαση, έλλειψη νομιμότητας τέτοιων μέτρων υπό το πρίσμα του κανονισμού αυτού αρκούσε προκειμένου ο εν λόγω κανονισμός να αφορά άμεσα τους εν λόγω δήμους. Εντούτοις, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θεωρητική έλλειψη νομιμότητας του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016 υπό το πρίσμα του επίμαχου κανονισμού δεν αρκούσε για να αποδειχθεί ο άμεσος επηρεασμός της αναιρεσείουσας μέσω της αποφάσεως αυτής.

60

Πέμπτον, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον παρέλειψε να εξετάσει το επιχείρημα ότι ο επίμαχος κανονισμός επηρεάζει άμεσα τη νομική της κατάσταση διατηρώντας το έννομο συμφέρον των ασκησάντων τις προσφυγές ακυρώσεως κατά του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016.

61

Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

– Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62

Πρώτον, το γεγονός ότι, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τη δική του νομολογία δεν συνιστά, αυτό καθαυτό, πλάνη περί το δίκαιο επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχθεί αίτηση αναιρέσεως. Εξάλλου, η αιτίαση περί συγχύσεως μεταξύ των κριτηρίων του άμεσου επηρεασμού και του ατομικού επηρεασμού δεν συνοδεύεται από καμία διευκρίνιση βάσει της οποίας να μπορεί να εκτιμηθεί το βάσιμό της και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί.

63

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η νομιμότητα του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016, η οποία αμφισβητείται στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Conseil d’État, επ’ ουδενί μπορεί να θιγεί από τον επίμαχο κανονισμό, δεδομένου ότι αυτός εκδόθηκε μετά την ημερομηνία εκδόσεως του εν λόγω διατάγματος. Εξάλλου, ούτε ο κίνδυνος ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως με πρωτοβουλία της Επιτροπής, για τον οποίο γίνεται αόριστα λόγος στην αίτηση αναιρέσεως, ούτε οι αμφιβολίες ως προς το κύρος του καθεστώτος απαγορεύσεως της χρήσεως παρασιτοκτόνων που περιέχουν γλυφοσάτη υπό το πρίσμα του βελγικού Συντάγματος, του οποίου τη σχέση με τον επίμαχο κανονισμό δεν διευκρινίζει η αναιρεσείουσα, μπορούν να αποδείξουν ότι ο κανονισμός αυτός την αφορά άμεσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει ότι ο επίμαχος κανονισμός δημιουργεί κίνδυνο για το εν λόγω καθεστώς απαγορεύσεως.

64

Τρίτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η προϋπόθεση περί «άμεσου επηρεασμού» σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του φυσικού ή νομικού προσώπου που προτίθεται να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Επομένως, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να εκτιμάται μόνον σε σχέση με τις έννομες συνέπειες του μέτρου, δεδομένου ότι οι ενδεχόμενες πολιτικές συνέπειές του δεν ασκούν επιρροή στην εκτίμηση αυτή. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

65

Τέταρτον, η επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας που αντλείται από την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ville de Paris, Ville de Bruxelles και Ayuntamiento de Madrid κατά Επιτροπής (T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16, EU:T:2018:927), δεν εκθέτει για ποιον λόγο το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι η λύση που δόθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη αντιφάσκει με την απόφαση αυτή είναι αφ’ εαυτού ικανό να καταστήσει παράνομη την εν λόγω διάταξη. Συνεπώς, και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

66

Πέμπτον, μολονότι η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε το επιχείρημά της ότι ο επίμαχος κανονισμός επηρεάζει άμεσα τη νομική της κατάσταση διατηρώντας το έννομο συμφέρον των ασκησάντων τις προσφυγές ακυρώσεως κατά του διατάγματος της 10ης Νοεμβρίου 2016, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα το πρώτον με την απάντησή της στην ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος ακυρώσεως τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

67

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν.

Επί των δικαστικών εξόδων

68

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης στα έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τη Région de Bruxelles-Capitale στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top