EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0177

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Ιανουαρίου 2022.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Περιβάλλον – Έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/646 – Εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 6) – Καθορισμός, για τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου, μη υπερβάσιμων τιμών (ΝΤΕ) στο πλαίσιο δοκιμών υπό πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως (RDE) – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Παραδεκτό προσφυγής – Περιφερειακή ή τοπική οντότητα έχουσα αρμοδιότητες περιορισμού της κυκλοφορίας ορισμένων οχημάτων, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος – Προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-177/19 P έως C-179/19 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:10

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 13ης Ιανουαρίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Περιβάλλον – Έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/646 – Εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 6) – Καθορισμός, για τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου, μη υπερβάσιμων τιμών (ΝΤΕ) στο πλαίσιο δοκιμών υπό πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως (RDE) – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Παραδεκτό προσφυγής – Περιφερειακή ή τοπική οντότητα έχουσα αρμοδιότητες περιορισμού της κυκλοφορίας ορισμένων οχημάτων, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος – Προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑177/19 P έως C‑179/19 P,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 2019 (C‑177/19 P και C‑178/19 P) και στις 23 Φεβρουαρίου 2019 (C‑179/19 P),

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και D. Klebs και την S. Eisenberg,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από τις:

Association des Constructeurs Européens d’Automobiles, εκπροσωπούμενη από τους F. Di Gianni και G. Coppo, avvocati,

Ρουμανία, εκπροσωπούμενη αρχικά από τις E. Gane, O.‑C. Ichim και L. Liţu και τον C.‑R. Canţăr και στη συνέχεια από τις E. Gane, O.‑C. Ichim και L. Liţu,

Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

παρεμβαίνουσες στην αναιρετική διαδικασία,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ville de Paris (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

Ville de Bruxelles (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους M. Uyttendaele, C. Derave, N. Mouraux και την A. Feyt, avocats, και από τον S. Kaisergruber, Rechtsanwalt,

Ayuntamiento de Madrid (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. F. Brakeland και M. Huttunen,

καθής πρωτοδίκως (C‑177/19 P),

και

Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από την:

Association des Constructeurs Européens d’Automobiles, εκπροσωπούμενη από τους F. Di Gianni και G. Coppo, avvocati,

παρεμβαίνουσα στην αναιρετική διαδικασία,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ville de Paris (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

Ville de Bruxelles (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους M. Uyttendaele, C. Derave, N. Mouraux και την A. Feyt, avocats, και τον S. Kaisergruber, Rechtsanwalt,

Ayuntamiento de Madrid (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.‑F. Brakeland και M. Huttunen,

καθής πρωτοδίκως (C‑178/19 P),

και

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J.‑F. Brakeland,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από την:

Association des Constructeurs Européens d’Automobiles, εκπροσωπούμενη από τους F. Di Gianni και G. Coppo, avvocati,

παρεμβαίνουσα στην αναιρετική διαδικασία,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ville de Paris (Γαλλία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

Ville de Bruxelles (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους M. Uyttendaele, C. Derave, N. Mouraux και την A. Feyt, avocats, και τον S. Kaisergruber, Rechtsanwalt,

Ayuntamiento de Madrid (Ισπανία), εκπροσωπούμενος από τον J. Assous, avocat,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως (C‑179/19 P),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, και M. Ilešič, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (C‑177/19 P), η Ουγγαρία (C‑178/19 P) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (C‑179/19 P) ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ville de Paris, Ville de Bruxelles και Ayuntamiento de Madrid κατά Επιτροπής (T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:927), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε το σημείο 2 του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) 2016/646 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 692/2008, όσον αφορά τις εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 6) (ΕΕ 2016, L 109, σ. 1, στο εξής: επίδικος κανονισμός), κατά το μέρος που καθορίζει, στα σημεία 2.1.1 και 2.1.2 του παραρτήματος III A του κανονισμού (ΕΚ) 692/2008 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2008, L 199, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 108, σ. 67), την τιμή του τελικού συντελεστή συμμόρφωσης CF polluant και την τιμή του προσωρινού συντελεστή συμμόρφωσης CF polluant για τη μάζα οξειδίων του αζώτου και, αφετέρου, διατήρησε τα αποτελέσματα των ακυρωθεισών διατάξεων σε ισχύ μέχρι την έκδοση, εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν μπορούσε να υπερβεί τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως, νέας ρυθμίσεως που θα αντικαθιστούσε τις εν λόγω διατάξεις.

Το νομικό πλαίσιο

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ

2

Η οδηγία 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 214/2014 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 69, σ. 3) (στο εξής: οδηγία 2007/46) διαλαμβάνει στις αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 14 τα εξής:

«(2)

Για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς της Κοινότητας, είναι σκόπιμο να αντικατασταθούν τα συστήματα έγκρισης των κρατών μελών από κοινοτική διαδικασία έγκρισης βασιζόμενη στην αρχή της πλήρους εναρμόνισης.

(3)

Οι τεχνικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα συστήματα, τα κατασκευαστικά στοιχεία, τις χωριστές τεχνικές μονάδες και τα οχήματα θα πρέπει να εναρμονιστούν και να προσδιοριστούν με κανονιστικές πράξεις. Αυτές οι κανονιστικές πράξεις θα πρέπει πρωταρχικά να επιδιώκουν την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου οδικής ασφάλειας, προστασίας της υγείας, περιβαλλοντικής προστασίας, ενεργειακής απόδοσης και προστασίας από παράνομη χρήση.

[…]

(14)

Ο κύριος στόχος της νομοθεσίας για την έγκριση οχημάτων είναι να εξασφαλίζεται ότι τα νέα οχήματα, κατασκευαστικά στοιχεία και χωριστές τεχνικές μονάδες που διατίθενται στην αγορά παρέχουν υψηλό επίπεδο ασφάλειας και περιβαλλοντικής προστασίας. Ο στόχος αυτός δεν θα πρέπει να ανατρέπεται με την εγκατάσταση ορισμένων εξαρτημάτων ή εξοπλισμού μετά τη διάθεση του οχήματος στην αγορά ή τη θέση του σε κυκλοφορία. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι, για την εγκατάσταση, στα οχήματα, εξαρτημάτων ή εξοπλισμού που παρεμποδίζουν σημαντικά τη λειτουργία συστημάτων ουσιαστικής σημασίας για την ασφάλεια ή την περιβαλλοντική προστασία, απαιτείται προηγούμενος έλεγχος από εγκριτική αρχή πριν τα οχήματα αυτά προσφερθούν προς πώληση. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συνίστανται σε τεχνικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται τα εξαρτήματα ή ο εξοπλισμός.»

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο με τις διοικητικές διατάξεις και τις γενικές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση όλων των νέων οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, με σκοπό να διευκολύνει την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία των οχημάτων αυτών εντός της Κοινότητας.

[…]

Διά κανονιστικών πράξεων, των οποίων ο εξαντλητικός κατάλογος παρατίθεται στο παράρτημα IV, θεσπίζονται, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ειδικές τεχνικές απαιτήσεις για την κατασκευή και τη λειτουργία των οχημάτων.»

4

Το άρθρο 4 της οδηγίας, με τίτλο «Υποχρεώσεις των κρατών μελών», ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 3, τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κατασκευαστές που ζητούν έγκριση να συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

2.   Τα κράτη μέλη εγκρίνουν μόνον τα οχήματα, συστήματα, κατασκευαστικά στοιχεία ή χωριστές τεχνικές μονάδες που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

3.   Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια κυκλοφορίας ή επιτρέπουν την πώληση ή τη θέση σε κυκλοφορία μόνον των οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων που πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση, τη θέση σε κυκλοφορία ή την κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο των οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων για λόγους που σχετίζονται με πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας τους οι οποίες καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, εφόσον πληρούν τ[ι]ς απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.»

5

Το παράρτημα IV της οδηγίας, με τίτλο «Κατάλογος απαιτήσεων για την έγκριση ΕΚ τύπου οχήματος», περιλαμβάνει, στο μέρος I, τον κατάλογο των «κανονιστικών πράξεων που ορίζουν τις απαιτήσεις για την έγκριση τύπου ΕΚ οχημάτων που παράγονται σε απεριόριστες σειρές». Εντεύθεν προκύπτει ότι η εφαρμοστέα κανονιστική πράξη για τις εκπομπές από ελαφρά εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) είναι ο κανονισμός (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1).

Ο κανονισμός 715/2007

6

Το άρθρο 1 του κανονισμού 715/2007, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινές τεχνικές απαιτήσεις για την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων (“οχήματα”) και ανταλλακτικών, όπως διατάξεων αντικατάστασης για τον έλεγχο της ρύπανσης, όσον αφορά τις εκπομπές τους.»

7

Στο κεφάλαιο II του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρεώσεις των κατασκευαστών», περιλαμβάνεται το άρθρο 4, επίσης με τίτλο «Υποχρεώσεις των κατασκευαστών», το οποίο προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Οι κατασκευαστές αποδεικνύουν ότι όλα τα νέα οχήματα τα οποία πωλούνται, ταξινομούνται ή τίθενται σε λειτουργία στην Κοινότητα, έχουν λάβει έγκριση τύπου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τα μέτρα εφαρμογής του. […]

Οι υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με τα όρια εκπομπών που καθορίζονται στο παράρτημα Ι και με τα μέτρα εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 5.»

Η οδηγία 2008/50/ΕΚ

8

Όπως προκύπτει από το άρθρο της 1 με τίτλο «Αντικείμενο», η οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΕΕ 2008, L 152, σ. 1), θεσπίζει μέτρα με σκοπό, μεταξύ άλλων, «τη διατήρηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, όταν είναι καλή, και τη βελτίωσή της στις άλλες περιπτώσεις».

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/427

9

Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/427 της Επιτροπής, της 10ης Μαρτίου 2016, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 692/2008 όσον αφορά τις εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 6) (ΕΕ 2016, L 82, σ. 1), η Επιτροπή θέσπισε διαδικασία δοκιμών των εκπομπών υπό πραγματικές συνθήκες οδηγήσεως (RDE) η οποία θα αντανακλά καλύτερα τις μετρούμενες στον δρόμο εκπομπές.

Ο επίδικος κανονισμός

10

Κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του επίδικου κανονισμού:

«Ο κανονισμός [715/2007] είναι μία από τις χωριστές κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης τύπου που ορίζεται στην οδηγία [2007/46].»

11

Το άρθρο 1 του επίδικου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Ο κανονισμός [692/2008] τροποποιείται ως εξής:

[…]

6)

Το παράρτημα IΙΙΑ τροποποιείται όπως ορίζεται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού.»

12

Το παράρτημα II του κανονισμού προβλέπει, μεταξύ άλλων, την προσθήκη των σημείων 2.1.1, 2.1.2 και 2.1.3 στο παράρτημα IIIA του κανονισμού 692/2008.

13

Το σημείο 2.1.1 προβλέπει έναν τελικό συντελεστή συμμορφώσεως για τη μάζα των οξειδίων του αζώτου ίσο με 1 συν ένα περιθώριο 0,5 και διευκρινίζει ότι το περιθώριο αυτό «είναι μια παράμετρος που λαμβάνει υπόψη τις πρόσθετες αβεβαιότητες μέτρησης που εισάγονται από τον εξοπλισμό PEMS, υπόκεινται σε ετήσια αναθεώρηση και αναθεωρούνται ως αποτέλεσμα της βελτιωμένης ποιότητας της διαδικασίας PEMS ή της τεχνολογικής προόδου».

14

Το σημείο 2.1.2 ορίζει ότι, κατ’ εξαίρεση από τις διατάξεις του σημείου 2.1.1, για χρονικό διάστημα 5 ετών και 4 μηνών μετά τις ημερομηνίες που ορίζονται στο άρθρο 10, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 715/2007 και κατόπιν αιτήματος του κατασκευαστή, μπορεί να ισχύσει προσωρινός συντελεστής συμμορφώσεως 2,1 για τη μάζα οξειδίων του αζώτου.

15

Το ως άνω σημείο 2.1.3 αφορά τις «[σ]υναρτήσεις μεταφοράς».

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

16

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 26 Ιουνίου, στις 29 Ιουνίου και στις 19 Ιουλίου 2016, ο Ville de Paris (υπόθεση T‑339/16), ο Ville de Bruxelles (υπόθεση T‑352/16) και ο Ayuntamiento de Madrid (υπόθεση T‑391/16) άσκησαν, έκαστος, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του επίδικου κανονισμού.

17

Προς στήριξη των προσφυγών τους, υποστήριξαν, ειδικότερα, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, με τον κανονισμό αυτόν, να θεσπίσει τιμές NTE εκπομπών οξειδίων του αζώτου υψηλότερες από τα καθοριζόμενα με τον κανονισμό 715/2007 όρια για το πρότυπο Euro 6.

18

Με χωριστά δικόγραφα, η Επιτροπή προέβαλε, βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ενστάσεις απαραδέκτου κατά των εν λόγω προσφυγών, υποστηρίζοντας ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορούσε άμεσα τον Ville de Paris, τον Ville de Bruxelles και τον Ayuntamiento de Madrid, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί χωρίς να συζητηθεί η υπόθεση επί της ουσίας. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

19

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.

20

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, αφού έκρινε, στη σκέψη 84 της αποφάσεώς του, ότι «ο επηρεασμός της νομικής κατάστασης των προσφευγόντων […] [είχε] αποδειχθεί, καθώς και ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός τούς αφορ[ούσε] κατά συνέπεια άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ». Επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε το σημείο 2 του παραρτήματος II του επίδικου κανονισμού, κατά το μέρος που καθορίζει, στα σημεία 2.1.1 και 2.1.2 του παραρτήματος IIIA του κανονισμού 692/2008, την τιμή του τελικού συντελεστή συμμόρφωσης CF polluant και την τιμή του προσωρινού συντελεστή συμμόρφωσης CF polluant για τη μάζα των οξειδίων του αζώτου και, αφετέρου, διατήρησε τα αποτελέσματα των ακυρωθεισών διατάξεων σε ισχύ μέχρι την έκδοση, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορούσε να υπερβεί τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος των αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως, νέας ρυθμίσεως, που θα αντικαθιστούσε τις εν λόγω διατάξεις. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές κατά τα λοιπά, καθώς και το αίτημα αποζημιώσεως που είχε υποβάλλει ο Ville de Paris.

Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

21

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στην υπόθεση C‑177/19 P, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει τις προσφυγές·

επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το σημείο 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διατηρώντας τα αποτελέσματα των ακυρωθεισών διατάξεων σε ισχύ για διάστημα σαφώς μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της εν λόγω αποφάσεως, και

να καταδικάσει τους Ville de Paris, Ville de Bruxelles, Ayuntamiento de Madrid στα δικαστικά έξοδα.

22

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2019, επετράπη στη Σλοβακική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

23

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2019, επετράπη στη Ρουμανία να παρέμβει στην προφορική διαδικασία υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εφόσον διεξαχθεί η διαδικασία αυτή.

24

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει τις προσφυγές·

επικουρικώς, να αναιρέσει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που ορίζει τη διάρκεια της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων των ακυρωθεισών διατάξεων σε δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως, και να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω διατάξεων σε ισχύ μέχρις εκδόσεως της νέας ρυθμίσεως προς αντικατάστασή τους.

25

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στην υπόθεση C‑178/19 P, η Ουγγαρία ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να απορρίψει τις προσφυγές·

επικουρικώς, να αναιρέσει το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέρος που ορίζει τη διάρκεια της διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων των ακυρωθεισών διατάξεων σε δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων της ως άνω αποφάσεως, και να διατάξει τη διατήρηση των αποτελεσμάτων των εν λόγω διατάξεων σε ισχύ μέχρις εκδόσεως της νέας ρυθμίσεως προς αντικατάστασή της και

να καταδικάσει τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης στα δικαστικά έξοδα.

26

Τόσο κυρίως όσο και επικουρικώς, η Επιτροπή διατυπώνει τα ίδια αιτήματα με εκείνα που προέβαλε η Ουγγαρία.

27

Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε στην υπόθεση C‑179/19 P, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει τις προσφυγές και να καταδικάσει τον Ville de Paris, τον Ville de Bruxelles και τον Ayuntamiento de Madrid στα δικαστικά έξοδα και

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς εκ νέου εξέταση και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

28

Με διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2019, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑177/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:837), Ουγγαρία κατά Επιτροπής (C‑178/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:835), και Επιτροπή κατά Ville de Paris κ.λπ. (C‑179/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:836), επετράπη στην Association des Constructeurs Européens d’Automobiles (στο εξής: ACEA) να παρέμβει υπέρ των αναιρεσειουσών.

29

Σε καθεμιά από τις υποθέσεις που τους αφορούν, ο Ville de Paris, ο Ville de Bruxelles και ο Ayuntamiento de Madrid ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

30

Επικουρικώς, ο Ayuntamiento de Madrid ζητεί από το Δικαστήριο να αναπέμψει τις υποθέσεις αυτές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου το δικαστήριο αυτό να αποφανθεί επί των λόγων ακυρώσεως που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως. Ο Ville de Paris και ο Ville de Bruxelles υπέβαλαν το ίδιο επικουρικό αίτημα στην υπόθεση C‑179/19 P.

31

Συμφώνως προς το άρθρο 54, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος αποφάσισε, στις 28 Ιανουαρίου 2021, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα και τους διαδίκους, τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς ανάπτυξη κοινών προτάσεων και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

32

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει πέντε λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι στηρίζονται, πρώτον, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, δεύτερον, σε έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό, τρίτον, σε παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 715/2007, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει τον επίδικο κανονισμό, τέταρτον, σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τον εν λόγω κανονισμό και, πέμπτον, σε αίτημα παρατάσεως πλέον των δώδεκα μηνών της διάρκειας διατηρήσεως σε ισχύ των αποτελεσμάτων των ακυρωθεισών διατάξεων του εν λόγω κανονισμού από της ενάρξεως ισχύος των αποτελεσμάτων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

33

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑178/19 P, η Ουγγαρία προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, που αφορούν, πρώτον, το παραδεκτό των προσφυγών και, δεύτερον, το χρονικό διάστημα που έκανε δεκτό το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου για τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων των ακυρωθεισών διατάξεων του επίδικου κανονισμού.

34

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑179/19 P, η Επιτροπή προβάλλει έναν και μόνον λόγο αναιρέσεως, ερειδόμενο σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε, κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός τροποποιεί ένα ουσιώδες στοιχείο του κανονισμού 715/2007.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

35

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P, ο οποίος πρέπει να εξετασθεί ευθύς εξαρχής, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από την ACEA και τη Σλοβακική Δημοκρατία, υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, όμως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό απλώς αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 εμποδίζει τους εν λόγω δήμους να εκδίδουν κανονιστικές ρυθμίσεις σχετικά με την κυκλοφορία οχημάτων Euro 6.

36

Ο Ville de Bruxelles και ο Ayuntamiento de Madrid υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του (απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion,C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Εν προκειμένω, είναι αληθές, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ιδίως από τις σκέψεις 50 έως 84, ότι το Γενικό Δικαστήριο επεδίωξε κατ’ ουσίαν, προκειμένου να κρίνει αν ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, να ερμηνεύσει όχι το κανονισμό αυτόν, αλλά την οδηγία 2007/46, και ειδικότερα το άρθρο της 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο. Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη «δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση, τη θέση σε κυκλοφορία ή την κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο των οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων για λόγους που σχετίζονται με πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας τους οι οποίες καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, εφόσον πληρούν τ[ι]ς απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας».

39

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια, ιδίως στις σκέψεις 50 έως 54, 56, 59, 67, 74, 76 και 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 είναι κρίσιμο προκειμένου να καθοριστεί αν ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, μολονότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνεται σε πράξη του παραγώγου δικαίου της Ένωσης διαφορετική από τον κανονισμό αυτόν.

40

Ειδικότερα, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από τη γραμματική, την τελολογική και τη συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 2007/46, ιδίως του άρθρου της 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εν λόγω οδηγία εμποδίζει πράγματι τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να εμποδίζουν την κυκλοφορία οχημάτων στο οδικό δίκτυο για λόγους που σχετίζονται με πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας τους οι οποίες καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις της. Εν ολίγοις, στις σκέψεις 3, 4, 52, 74 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού υπενθύμισε ότι οι εν λόγω απαιτήσεις είναι εκείνες οι οποίες προβλέπονται από τις «κανονιστικές πράξεις» που διαλαμβάνονται στην οδηγία καθώς και από τις πράξεις που βασίζονται σ’ αυτές, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε ότι ο κανονισμός 715/2007 αποτελεί μια από τις «κανονιστικές πράξεις» που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως τύπου η οποία προβλέπεται από την οδηγία 2007/46 για τις εκπομπές ρύπων από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα, δεδομένου ότι οι εκπομπές αυτές αποτελούν μια από τις πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας των εν λόγω οχημάτων οι οποίες καλύπτονται από την οδηγία 2007/46, κατά την έννοια του άρθρου της 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο. Εξάλλου, όπως προκύπτει, ιδίως, από την παράθεση του νομικού πλαισίου των υποθέσεων η οποία περιέχεται στις σκέψεις 2 έως 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο κανονισμός 692/2008, ο κανονισμός 2016/427 καθώς και ο επίδικος κανονισμός αποτελούν «πράξεις που βασίζονται» στον κανονισμό 715/2007 κατά το μέρος που έχουν ως νομική βάση τον κανονισμό αυτό και αποσκοπούν στην εφαρμογή του.

41

Επιπλέον, από τις σκέψεις 59, 74 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Γενικό Δικαστήριο, στο μέτρο που ο επίδικος κανονισμός θεσπίζει συντελεστή συμμορφώσεως ο οποίος εφαρμόζεται στις τιμές που προβλέπονται στον κανονισμό 715/2007, προκειμένου να καθοριστούν οι μη υπερβάσιμες τιμές εκπομπών οξειδίων του αζώτου (NTE) κατά τη διάρκεια των δοκιμών RDE οι οποίες καθιερώθηκαν με τον κανονισμό 2016/427, το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 εφαρμόζεται επίσης στις εν λόγω τιμές NTE και, ως εκ τούτου, λόγω της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, οι δημόσιες αρχές δεν θα μπορούσαν πλέον να επιβάλλουν περιορισμούς στην κυκλοφορία με βάση το επίπεδο των εκπομπών ρύπων των οχημάτων τα οποία ανήκουν σε κατηγορία που εμπίπτει στον κανονισμό 715/2007 και τα οποία ανταποκρίνονται στις εν λόγω τιμές NTE. Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεώς του ότι ο επίδικος κανονισμός θίγει τοιουτοτρόπως τις κανονιστικές αρμοδιότητες στον τομέα της ρυθμίσεως της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων οι οποίες εναπόκεινται στους αναιρεσίβλητους δήμους, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, ιδίως με τις σκέψεις 50, 76, 80 και 84 της αποφάσεως αυτής, στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός αυτός αφορούσε άμεσα τους εν λόγω δήμους.

42

Επομένως, με την ανάγνωση ολόκληρης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, κατόπιν ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46, στην εκτίμηση ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους.

43

Κατά συνέπεια, η αιτιολογία που παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη του συμπεράσματος ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αρκεί για την πλήρωση των απαιτήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη του βασίμου της αιτιολογίας αυτής, η οποία αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P και του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑178/19 P.

44

Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P και επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑178/19 P

Επιχειρήματα των διαδίκων

45

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P και με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑178/19 P, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ουγγαρία υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους.

46

Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υποστηριζόμενη από την ACEA, τη Ρουμανία και τη Σλοβακική Δημοκρατία, υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας δράσεως των δήμων δεν απορρέουν από τον επίδικο κανονισμό, αλλά από άλλες απαιτήσεις και ότι, ειδικότερα, η δυνατότητα ενός οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως να δημιουργεί ζώνες στις οποίες απαγορεύεται η κυκλοφορία δεν εξαρτάται από τον κανονισμό αυτόν. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ζώνες στις οποίες απαγορεύεται η κυκλοφορία είναι παράνομες, τούτο απορρέει από τις γενικές απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των θεμελιωδών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

47

Για παράδειγμα, η οδηγία 2008/50 ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν «κατάλληλα μέτρα» ώστε, σε περίπτωση υπερβάσεως των οριακών τιμών, η περίοδος υπερβάσεως να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Mickelsson και Roos (C‑142/05, EU:C:2009:336), και από τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εφαρμογή κανόνων όπως οι αφορώντες την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων καθώς και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το οποίο προστατεύεται από το δίκαιο της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να συνεπάγεται ότι είναι δυσανάλογοι οι περιορισμοί στη χρήση προσφάτως ταξινομηθέντων οχημάτων τα οποία εκπέμπουν λιγότερους ρύπους. Η μερική ακύρωση του επίδικου κανονισμού δεν ασκεί επιρροή επί της νομικής αυτής καταστάσεως, οπότε δεν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ των «κανονιστικών αρμοδιοτήτων» των τοπικών ή περιφερειακών οντοτήτων στον τομέα αυτό και του επίδικου κανονισμού.

48

Κατά δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι, στο σύνολό τους, οι κανόνες περί ταξινομήσεως δεν αφορούν τους λεπτομερείς κανόνες χρήσεως του οδικού δικτύου, όπως είναι εκείνοι που αφορούν τη δημιουργία ζωνών στις οποίες απαγορεύεται η κυκλοφορία. Το γεγονός και μόνον ότι οι δήμοι μπορούν, μεταξύ άλλων, να είναι πράγματι επιφορτισμένοι με την επίτευξη ενός περιβαλλοντικού σκοπού δεν δικαιολογεί τη δυνατότητά τους να προσβάλλουν κάθε πράξη ικανή να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον, διά της ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Τούτο θα ισοδυναμούσε, πράγματι, με αναγνώριση στους δήμους δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως όπως εκείνο του οποίου απολαύουν οι προνομιούχοι προσφεύγοντες τους οποίους αφορά το άρθρο 263, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

49

Δεδομένου ότι το μέτρο το οποίο οι αναιρεσίβλητοι δήμοι προτίθενται να λάβουν εν προκειμένω αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, η πλέον ενδεδειγμένη βάση θα ήταν η οδηγία 2008/50 ως lex specialis έναντι της οδηγίας 2007/46. Ο αποδεικτικός συλλογισμός του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ο οποίος καταλήγει στο αντίθετο συμπέρασμα δεν είναι πειστικός.

50

Ομοίως, στερείται ερείσματος η διάκριση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 52 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μεταξύ, αφενός, των γενικών ρυθμίσεων που διέπουν την κυκλοφορία (ημέρες χωρίς αυτοκίνητα, γενικές απαιτήσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας) και, αφετέρου, των ρυθμίσεων περί κυκλοφορίας που έχουν θεσπιστεί από δημόσιες αρχές των κρατών μελών και επιβάλλουν περιορισμούς στην κυκλοφορία, με βάση το επίπεδο εκπομπής ρύπων, των οχημάτων τα οποία ανήκουν σε κατηγορία εμπίπτουσα στον κανονισμό 715/2007 και τα οποία ανταποκρίνονται στο πρότυπο Euro 6 ή, στο πλαίσιο των δοκιμών RDE, στις τιμές NTE. Συμφώνως προς τη λογική του Γενικού Δικαστηρίου, δεν θα πρέπει κατ’ αρχήν να είναι δυνατή η λήψη μέτρων γενικής ισχύος για τη μείωση του επιπέδου των εκπομπών τα οποία να ισχύουν και για τα οχήματα που είναι σύμφωνα προς το πρότυπο Euro 6.

51

Η Ουγγαρία, υποστηριζόμενη από την ACEA, προβάλλει, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα μόνον τους κατασκευαστές που υποχρεούνται να τηρούν τα όρια τα οποία θέτει ο κανονισμός αυτός καθώς και τις αρχές που είναι αρμόδιες να ελέγχουν την τήρηση των ορίων αυτών και να επιτρέπουν την έγκριση τύπου και την ταξινόμηση, διότι αυτές είναι οι οντότητες οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή και εκτελούν τον εν λόγω κανονισμό και για τις οποίες ο κανονισμός αυτός θεσπίζει υποχρεωτικές διατάξεις.

52

Αφετέρου, όπως και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ουγγαρία θεωρεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46. Η συγκεκριμένη διάταξη ούτε αποκλείει ούτε περιορίζει τη λήψη από τους αναιρεσίβλητους δήμους μέτρων με σκοπό τον περιορισμό της κυκλοφορίας στο οδικό δίκτυο οχημάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της ως άνω οδηγίας και του κανονισμού 715/2007, για λόγους συνδεόμενους με το επίπεδο εκπομπών ρύπων. Η εν λόγω διάταξη έχει ως αποκλειστικό σκοπό να διασφαλίσει ότι τα καινούργια οχήματα που πληρούν τις απαιτήσεις της ως άνω οδηγίας και των λοιπών συναφών νομοθετημάτων του δικαίου της Ένωσης μπορούν, στην εσωτερική αγορά, να διατίθενται στην αγορά χωρίς εμπόδια.

53

Ο Ville de Bruxelles υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός τον αφορά άμεσα. Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις σκέψεις 52, 54 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός τον εμποδίζει πράγματι να ασκήσει τις αρμοδιότητές του όπως ο ίδιος το κρίνει σκόπιμο, δεδομένου ότι έχει τη νομική υποχρέωση να ανέχεται την παρουσία οχημάτων τα οποία, μολονότι δεν ήταν σύμφωνα με το πρότυπο Euro 6 που είχε αρχικώς θεσπιστεί, είναι σύμφωνα με το πρότυπο Euro 6 όπως αυτό επανακαθορίσθηκε με τον εν λόγω κανονισμό, δεδομένου ότι οι τιμές NTE των εκπομπών οξειδίων του αζώτου που ορίζονται στον επίδικο κανονισμό είναι υψηλότερες από τις τιμές που είχε αρχικά ορίσει ο κανονισμός 715/2007. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, ο επίδικος κανονισμός επηρεάζει τις ρυθμίσεις περί κυκλοφορίας που θεσπίζουν οι δημόσιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες επιβάλλουν περιορισμούς κυκλοφορίας λόγω του επιπέδου των ρυπογόνων εκπομπών σε οχήματα τα οποία ανήκουν σε κατηγορία που εμπίπτει στον κανονισμό αυτόν και τα οποία ανταποκρίνονται στο πρότυπο Euro 6 ή, κατά τις δοκιμές RDE, στις τιμές NTE.

54

Ο Ville de Bruxelles προσθέτει ότι, εν προκειμένω, ο επίδικος κανονισμός δεν παράγει μόνον έννομα αποτελέσματα, αλλά έχει και πραγματικές συνέπειες, ιδίως όσον αφορά την υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα στην περιφέρειά του, συνέπειες τις οποίες οφείλει να καταπολεμήσει διότι άλλως θα στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του ιδίου ή θα ασκηθεί προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Βασιλείου του Βελγίου βάσει των άρθρων 258 και 259 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, κατά τον Ville de Bruxelles, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το γεγονός ότι θίγεται έτσι η πραγματική και η νομική του κατάσταση, προκειμένου να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή.

55

Εξάλλου, ο Ville de Bruxelles επισημαίνει ότι, σε περίπτωση θεσπίσεως κανονιστικής ρυθμίσεως απαγορεύουσας την κυκλοφορία, στην περιφέρειά του, οχημάτων τα οποία δεν είναι σύμφωνα προς το πρότυπο Euro 6 μόνον κατόπιν εργαστηριακών δοκιμών ή τα οποία δεν είναι σύμφωνα προς το πρότυπο Euro 6, χωρίς εφαρμογή του συντελεστή συμμορφώσεως, κατόπιν δοκιμών RDE, η Επιτροπή ή άλλο κράτος μέλος θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά του Βασιλείου του Βελγίου βάσει του άρθρου 258 ή του άρθρου 259 ΣΛΕΕ. Πρόκειται για αποτέλεσμα που απορρέει ευθέως από τον επίδικο κανονισμό και το αποτέλεσμα αυτό καταδεικνύει, αφ’ εαυτού, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

56

Ο Ville de Bruxelles αμφισβητεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σύγχυση μεταξύ της οδηγίας 2007/46 και της οδηγίας 2008/50. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται ότι τα λαμβανόμενα από τους αναιρεσίβλητους δήμους μέτρα πρέπει να συνάδουν προς το δίκαιο της Ένωσης, είτε πρόκειται για την οδηγία 2008/50 είτε για την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Εντούτοις, οι σκέψεις αυτές δεν αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επίδικος κανονισμός δεν εμποδίζει τους δήμους αυτούς να ασκούν τις αρμοδιότητές τους όπως οι ίδιοι το κρίνουν σκόπιμο.

57

Επιπλέον, είναι εσφαλμένη η διαπίστωση ότι ο επίδικος κανονισμός αποτελεί πράξη χωριστή και τελείως αποσπασμένη από την οδηγία 2007/46, δεδομένου ότι εντάσσεται στο πλαίσιο που θέτει η εν λόγω οδηγία.

58

Επιπροσθέτως, οι συνέπειες του επίδικου κανονισμού στην κατάσταση των αναιρεσίβλητων δήμων δεν είναι αμιγώς υποθετικές. Ειδικότερα, δεν είναι δεδομένο ότι οι δήμοι αυτοί μπορούν να επικαλεστούν τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις παρεκκλίσεις από την κατ’ αρχήν απαγόρευση των μέτρων που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους περιορισμούς επί των εισαγωγών προκειμένου να παρεκκλίνουν από το πλαίσιο που θέτει η οδηγία 2007/46 και οι διαλαμβανόμενες σ’ αυτήν κανονιστικές πράξεις. Εξάλλου, ακόμη και αν οι εν λόγω δήμοι δεν διαθέτουν καμία αρμοδιότητα για την έγκριση τύπου των οικείων οχημάτων, γεγονός παραμένει ότι είναι αρμόδιοι για τη θέσπιση κανονιστικών μέτρων στον τομέα της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, η δε αρμοδιότητα αυτή επηρεάζεται άμεσα από τον επίδικο κανονισμό σε περίπτωση που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το πρότυπο Euro 6 για να ρυθμίσουν την κυκλοφορία.

59

Τέλος, ο Ville de Bruxelles υποστηρίζει ότι μέτρα σχετικά με το επίπεδο εκπομπών λαμβάνονται κατ’ ανάγκην για λόγους συνδεόμενους με πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας των οχημάτων, έστω και αν, εξάλλου, επιδιώκονται και άλλοι σκοποί.

60

Από την πλευρά του, ο Ayuntamiento de Madrid ισχυρίζεται ότι ο επίδικος κανονισμός εντάσσεται στο πλαίσιο της οδηγίας 2007/46 τόσο από ουσιαστικής όσο και από χρονικής απόψεως. Εξάλλου, ο εν λόγω κανονισμός παραπέμπει στην οδηγία αυτή ήδη από την αιτιολογική σκέψη του 1.

61

Από ουσιαστικής απόψεως, κάθε νομική απόφαση που επιβάλλει περιορισμό στη χρήση των χερσαίων μηχανοκίνητων οχημάτων βάσει τεχνικών κριτηρίων προβλεπόμενων στην οδηγία 2007/46 και στον επίδικο κανονισμό βρίσκεται ευθέως και κατ’ ανάγκην αντιμέτωπη με την απαγόρευση του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας. Αντιθέτως, παρόμοια απαγόρευση, στηριζόμενη όμως σε εκτιμήσεις άσχετες προς τις τεχνικές απαιτήσεις που επιβάλλουν τα δύο αυτά νομοθετήματα, είναι αδιάφορη συναφώς.

62

Από χρονικής απόψεως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οδηγία 2007/46 ήταν το νομοθέτημα υπό το πρίσμα του οποίου το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το παραδεκτό των προσφυγών. Συγκεκριμένα, από τη γραμματική ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας αυτής, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, σε σχέση με τους οποίους δεν αμφισβητείται ότι πράγματι διαθέτουν νομικής φύσεως αρμοδιότητες στον τομέα της περιβαλλοντικής αστυνομεύσεως.

63

Ως εκ τούτου, ο Ayuntamiento de Madrid υπογραμμίζει ότι συντάσσεται συνολικά με τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο διαπίστωσε, στις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται πράγματι περιορισμός των εξουσιών ο οποίος απορρέει από τον επίδικο κανονισμό σε συνδυασμό με την οδηγία 2007/46, προκειμένου να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή του.

64

Εξάλλου, ο δήμος αυτός θεωρεί ότι είναι αντιφατική η άποψη που υποστηρίζουν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ουγγαρία. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, τα εν λόγω κράτη μέλη θεωρούν ότι ο επίδικος κανονισμός δεν αφορά τους αναιρεσίβλητους δήμους, δεδομένου ότι διατηρούν πλήρη ευελιξία να απαγορεύουν, να εμποδίζουν ή να περιορίζουν την κυκλοφορία των χερσαίων μηχανοκίνητων οχημάτων, ιδίως στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως, επί τη βάσει άλλων νομοθετημάτων, όπως είναι η οδηγία 2008/50. Εντούτοις, από την άλλη πλευρά, τα ίδια αυτά κράτη μέλη υποστηρίζουν ότι δεν αφορά άμεσα τους εν λόγω δήμους νομοθέτημα το οποίο τροποποιεί το πρότυπο Euro 6.

65

Επιπλέον, αφού παρατήρησε ότι οι δήμοι είναι πολύ σημαντικά υποκείμενα του δικαίου της Ένωσης, ο Ayuntamiento de Madrid υπενθυμίζει τον σκοπό της διευρύνσεως των προϋποθέσεων που διέπουν την άσκηση απευθείας προσφυγών και το γεγονός ότι η εξέλιξη της εκτίμησης του παραδεκτού των προσφυγών των τοπικών ή περιφερειακών οντοτήτων, ιδίως στους τομείς που άπτονται του δικαίου του περιβάλλοντος, μπορεί να θεωρηθεί ως απόρροια της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και την οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι για τις τοπικές ή περιφερειακές οντότητες, όπως οι αναιρεσίβλητοι δήμοι, οι ενέργειες των οποίων στοιχειοθετούν την ευθύνη των κρατών στα οποία υπάγονται ενώπιον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει τεκμήριο παραδεκτού, το δε θεσμικό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη φέρει το βάρος να αποδείξει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν επηρεάζουν τις εν λόγω οντότητες.

66

Τέλος, ο Ville de Paris και ο Ayuntamiento de Madrid ισχυρίζονται ότι το μνημονευθέν από το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ενδεχόμενο ασκήσεως προσφυγής λόγω παραβάσεως κατά του οικείου κράτους μέλους συνιστά αποτέλεσμα που απορρέει από τον επίδικο κανονισμό και επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο κανονισμός αυτός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους. Συγκεκριμένα, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση κατά την οποία ένας δήμος απαγορεύσει την κυκλοφορία σε όλα τα οχήματα που είναι σύμφωνα προς τον εν λόγω κανονισμό, παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένης της απαγορεύσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/46.

67

Η Επιτροπή υποστηρίζει, αφενός, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φαίνεται να υιοθετεί μια υπέρμετρα ευρεία ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η αίτηση αναιρέσεως αναφέρεται επανειλημμένως σε «ζώνες στις οποίες απαγορεύεται η κυκλοφορία». Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η νομοθεσία της Ένωσης περί εγκρίσεως τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων δεν επηρεάζει τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας που αφορούν το σύνολο των οχημάτων.

68

Αφετέρου, η Επιτροπή έχει αμφιβολίες ως προς τη συλλογιστική που αναπτύσσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυώνται οι Συνθήκες και την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές δίκαιο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο πράξεις του παράγωγου δικαίου να αφορούν ορισμένα υποκείμενα δικαίου άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, το γεγονός ότι οι δήμοι πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας δεν αποκλείει a priori το ενδεχόμενο μια πράξη να τους αφορά άμεσα, αν αυτοί μπορούν να αποδείξουν ότι μεταβλήθηκε η νομική τους θέση συνεπεία της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

69

Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ότι η προσφυγή περιφερειακής ή τοπικής οντότητας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσφυγή κράτους μέλους, δεδομένου ότι η έννοια του «κράτους μέλους» κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ αφορά μόνον τις κυβερνητικές αρχές των κρατών μελών. Μια περιφερειακή ή τοπική οντότητα μπορεί, εφόσον έχει νομική προσωπικότητα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας που τη διέπει, να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως του δικαίου της Ένωσης μόνον αν εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1984, Commune de Differdange κ.λπ. κατά Επιτροπής, 222/83, EU:C:1984:266, σκέψεις 9 έως 13, και της 2ας Μαΐου 2006, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, C‑417/04 P, EU:C:2006:282, σκέψεις 21 και 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Επομένως, δεδομένου ότι οι οντότητες αυτές υπόκεινται, όπως κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στις ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η εκτιθέμενη στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως επιχειρηματολογία του Ayuntamiento de Madrid κατά την οποία, για τις τοπικές ή περιφερειακές οντότητες όπως είναι οι αναιρεσίβλητοι δήμοι, πρέπει να ισχύει τεκμήριο παραδεκτού όταν ασκούν προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως του δικαίου της Ένωσης δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

71

Στην υπό κρίση υπόθεση, στο πλαίσιο της εξετάσεως των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή κατά των προσφυγών ακυρώσεως που ασκήθηκαν ενώπιόν του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 36 έως 40 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο επίδικος κανονισμός αποτελεί κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα και, εν συνεχεία, έκρινε, ολοκληρώνοντας τη συλλογιστική την οποία ανέπτυξε στις σκέψεις 41 έως 84 της εν λόγω αποφάσεως, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

72

Η δε προϋπόθεση κατά την οποία η πράξη πρέπει να αφορά άμεσα ένα νομικό πρόσωπο απαιτεί, κατά πάγια νομολογία, να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του προσφεύγοντος και, αφετέρου, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woonlinie κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑133/12 P, EU:C:2014:105, σκέψη 55, και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Ειδικότερα, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πράξη του δικαίου της Ένωσης η οποία εμποδίζει δημόσιο νομικό πρόσωπο να ασκεί τις αρμοδιότητές του όπως αυτό κρίνει σκόπιμο παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του εν λόγω νομικού προσώπου, οπότε πρέπει να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή το αφορά άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους), C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 69].

74

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 εμποδίζει πράγματι τους αναιρεσίβλητους δήμους να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους περί ρυθμίσεως της κυκλοφορίας των επιβατηγών οχημάτων όπως κρίνουν σκόπιμο προκειμένου να περιορίσουν τη ρύπανση και ότι, ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ της διατάξεως αυτής και του επίδικου κανονισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός αφορά άμεσα τους δήμους αυτούς.

75

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2007/46, τα κράτη μέλη «δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση, τη θέση σε κυκλοφορία ή την κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο των οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων ή χωριστών τεχνικών μονάδων για λόγους που σχετίζονται με πτυχές της κατασκευής και της λειτουργίας τους οι οποίες καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, εφόσον πληρούν τ[ι]ς απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας».

76

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 51 έως 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ρυθμίσεις θεσπισθείσες από δημόσιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν το σύνολο των οχημάτων ή συγκεκριμένη κατηγορία οχημάτων η οποία προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων διαφορετικών από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας, των διαλαμβανόμενων σ’ αυτήν «κανονιστικών πράξεων» καθώς και των πράξεων που βασίζονται σ’ αυτές, δεν μπορούν να προσκρούουν στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν επηρεάζεται από τις εν λόγω πράξεις της Ένωσης το μεγαλύτερο μέρος των ρυθμίσεων του «κώδικα κυκλοφορίας», καθώς και τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας, όπως ο καθορισμός πεζοδρόμων, οι «ημέρες χωρίς αυτοκίνητο» ή η εναλλασσόμενη κυκλοφορία σε περιπτώσεις αυξημένης ρυπάνσεως. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια δημόσια αρχή κράτους μέλους θα μπορούσε σήμερα, χωρίς να παραβεί το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46, να επιβάλει περιορισμούς στην κυκλοφορία με βάση το επίπεδο των εκπομπών ρύπων των οχημάτων τα οποία ανήκουν σε κατηγορία που εμπίπτει στον κανονισμό 715/2007 και τα οποία είναι στην καλύτερη περίπτωση σύμφωνα μόνο με το πρότυπο Euro 5, δεδομένου ότι το πρότυπο αυτό, όπως και τα προγενέστερα πρότυπα Euro, δεν ισχύουν πλέον όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, καθότι ισχύει πλέον το πρότυπο Euro 6.

77

Αντιθέτως, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τις σκέψεις 54 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 περιλαμβάνεται μνεία στην «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο» έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορεί δημόσια αρχή κράτους μέλους να επιβάλλει περιορισμούς βάσει του επιπέδου εκπομπής ρύπων για τα οχήματα τα οποία ανήκουν σε κατηγορία που εμπίπτει στον κανονισμό 715/2007 και τα οποία ανταποκρίνονται στις τιμές NTE κατά τις δοκιμές RDE, δεδομένου ότι οι τιμές αυτές ισχύουν λόγω της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού και, συνεπώς, τα οχήματα αυτά πληρούν τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας.

78

Στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία παραπέμπουν οι σκέψεις 77, 79 και 80 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε, ως παράδειγμα μέτρου περιορισμού της κυκλοφορίας το οποίο δεν μπορούσε πλέον, κατά την εκτίμησή του, να θεσπιστεί από τους αναιρεσίβλητους δήμους λόγω της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, ένα μέτρο το οποίο, βάσει των επιπέδων εκπομπών ρύπων των οχημάτων, περιορίζει την κυκλοφορία των οχημάτων εκείνων τα οποία δεν ανταποκρίνονται, κατά τις δοκιμές RDE, στα καθοριζόμενα στο πρότυπο Euro 6 όρια εκπομπών οξειδίων του αζώτου, ενώ ανταποκρίνονται, κατά τις ίδιες δοκιμές, στις συγκριτικά υψηλότερες τιμές ΝΤΕ εκπομπών οξειδίων του αζώτου που καθορίζει ο εν λόγω κανονισμός.

79

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι αναιρεσίβλητοι δήμοι δικαιολόγησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί πρωτοδίκως ή στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, ότι διαθέτουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, αρμοδιότητες για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας, ιδίως δε για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρυπάνσεως, συμπεριλαμβανομένης της αρμοδιότητας να περιορίζουν προς τούτο την κυκλοφορία των οχημάτων.

80

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 υπό την έννοια ότι περιορίζει την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων κατά τον τρόπο που εκτίθεται στις σκέψεις 77 και 78 της παρούσας αποφάσεως.

81

Συναφώς, πρέπει ευθύς εξαρχής να διευκρινιστεί ότι, μολονότι οι περιορισμοί της αρμοδιότητας ρυθμίσεως της κυκλοφορίας την οποία διαθέτουν οι αναιρεσίβλητοι δήμοι ενδέχεται να απορρέουν από τις θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, τούτο δεν αποκλείει, αυτό καθεαυτό, ότι πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης σχετικά με την έγκριση τύπου μηχανοκίνητων οχημάτων αφορά άμεσα τους δήμους αυτούς.

82

Όσον αφορά το βάσιμο της ερμηνείας της εκφράσεως «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο» του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, CRCAM, C‑337/20, EU:C:2021:671, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83

Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι, κατά τη συνήθη έννοιά της, η φράση «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο» φαίνεται να αφορά την κυκλοφορία οχημάτων στο έδαφος κράτους μέλους, δεν πρόκειται για τη μόνη δραστηριότητα η οποία, δυνάμει της διατάξεως αυτής, δεν μπορεί να απαγορευθεί από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αναφέρει και άλλες δραστηριότητες οι οποίες ομοίως δεν μπορούν να απαγορευθούν, όπως είναι η «έκδοση άδειας κυκλοφορίας», «η πώληση» και η «θέση σε κυκλοφορία» των οχημάτων.

84

Όπως, όμως, υπογραμμίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, η απαγόρευση πωλήσεως ή θέσεως σε κυκλοφορία αποτελεί ένα γενικό εμπόδιο στην πρόσβαση των οικείων οχημάτων στην αγορά. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την απαγόρευση εκδόσεως αδείας κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, όλες αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε εμπόδια στην πρόσβαση των οχημάτων στην αγορά.

85

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46, κατ’ αρχάς, από τον ίδιο τον τίτλο της οδηγίας προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός πλαισίου για την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων, όπερ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη βάσει των διατάξεων της ως άνω οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4, αφορούν τη διάθεση των οχημάτων αυτών στην αγορά και όχι τη μεταγενέστερη κυκλοφορία τους.

86

Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, διαπιστώνεται ότι το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 της οδηγίας 2007/46 αλληλοσυμπληρώνονται. Πράγματι, τα δύο αυτά εδάφια προβλέπουν, αντιστοίχως, μια θετική υποχρέωση, δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν άδειες κυκλοφορίας και να επιτρέπουν την πώληση και τη θέση σε κυκλοφορία, μεταξύ άλλων, των οχημάτων που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής, και μια αρνητική υποχρέωση, που επιβάλλει στα κράτη μέλη να μην απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν την έκδοση άδειας κυκλοφορίας, την πώληση, τη θέση σε κυκλοφορία ή την κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο των εν λόγω οχημάτων. Η ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο θα είχε όμως ως συνέπεια τη σημαντική διεύρυνση του περιεχομένου του δεύτερου εδαφίου, το οποίο θα ήταν πολύ ευρύτερο από αυτό του πρώτου, όπερ φαίνεται αδικαιολόγητο.

87

Τέλος, μολονότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 4 της οδηγίας 2007/46, οι υποχρεώσεις που προβλέπει το άρθρο αυτό αφορούν ειδικώς τους κατασκευαστές μηχανοκίνητων οχημάτων και τις αρμόδιες για την έγκριση τύπου εθνικές αρχές, δεν αμφισβητείται ότι οι αναιρεσίβλητοι δήμοι δεν διαθέτουν αρμοδιότητες όσον αφορά την έγκριση τύπου των οχημάτων αυτών.

88

Κατά τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 2007/46, από το άρθρο της 1, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 14, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή θεσπίζει ενιαία διαδικασία εγκρίσεως τύπου των καινούργιων οχημάτων, βασιζόμενη στην αρχή της πλήρους εναρμονίσεως όσον αφορά τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, οι δε ειδικές τεχνικές απαιτήσεις για την κατασκευή και τη λειτουργία των οχημάτων καθορίζονται από τις ειδικές οδηγίες του παραρτήματος IV της εν λόγω οδηγίας. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το εναρμονισμένο αυτό πλαίσιο έχει ως σκοπό την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιδιώκοντας ταυτοχρόνως την κατοχύρωση υψηλού επιπέδου οδικής ασφάλειας με την πλήρη εναρμόνιση των τεχνικών απαιτήσεων οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατασκευή των οχημάτων (απόφαση της 20ής Μαρτίου 2014, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑639/11, EU:C:2014:173, σκέψεις 34 και 35).

89

Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 83 έως 88 της παρούσας αποφάσεως δεν συνηγορούν υπέρ μιας ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46, όπως αυτή την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία προσδίδει κατ’ αποτέλεσμα ευρύ περιεχόμενο σε μία μεμονωμένη έκφραση της εν λόγω οδηγίας, προκειμένου να στηρίξει το συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη διάταξη εμποδίζει ορισμένους τοπικούς περιορισμούς στον τομέα της κυκλοφορίας οι οποίοι αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στην προστασία του περιβάλλοντος.

90

Η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο δεν επιβεβαιώνεται ούτε από το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως. Συγκεκριμένα, ενώ η πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά [COM(2003) 418 τελικό], δεν περιείχε μνεία στην «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο», η εν λόγω μνεία προστέθηκε το πρώτον με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (αναδιατυπωμένη έκδοση) [COM(2004) 738 τελικό].

91

Πάντως, αφενός, κατά τη ρήτρα 5 της τροποποιημένης αυτής προτάσεως, η εν λόγω μνεία πρέπει να νοηθεί ως «ρήτρα ελεύθερης διακίνησης». Αφετέρου, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο της εν λόγω ρήτρας 5, οι τροποποιήσεις που επήλθαν με την τροποποιημένη αυτή πρόταση είχαν ως αποκλειστικό σκοπό να διευκρινίσουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά την ελεύθερη διακίνηση εγκεκριμένων οχημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων και όχι να επεκτείνουν το περιεχόμενο των υποχρεώσεων αυτών.

92

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσθήκη μνείας αφορώσας την «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο» δεν είχε ως σκοπό να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας περί εγκρίσεως τύπου των οχημάτων, αλλά μόνο να αποτρέψει την καταστρατήγηση, εκ μέρους των κρατών μελών, της απαγορεύσεως να εμποδίζουν την πρόσβαση στην αγορά των οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/46 και τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας, των διαλαμβανόμενων σ’ αυτήν κανονιστικών πράξεων, καθώς και των πράξεων που βασίζονται σ’ αυτές, κατά τη χορήγηση αδείας κυκλοφορίας, τη διάθεση στην αγορά ή τη θέση σε κυκλοφορία των εν λόγω οχημάτων.

93

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τη φράση «κυκλοφορία στο οδικό δίκτυο» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 κατά τρόπο μεμονωμένο, η δε ερμηνεία αυτή δεν συνάδει ούτε με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ανωτέρω διάταξη ούτε με τους σκοπούς της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος ούτε ακόμη με το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως.

94

Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2007/46 περιορίζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διαθέτουν οι αναιρεσίβλητοι δήμοι στον τομέα της προστασίας της ποιότητας του αέρα και τον τρόπο που οι δήμοι αυτοί χρησιμοποιούν τις εν λόγω αρμοδιότητες, καθώς και, αφετέρου, της σχέσεως του επίδικου κανονισμού με την εν λόγω διάταξη, οι εν λόγω δήμοι θίγονται άμεσα από τον επίδικο κανονισμό και ότι, κατά συνέπεια, ο εν λόγω κανονισμός τους αφορά άμεσα, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

95

Εξάλλου, κανένας άλλος λόγος ο οποίος προβλήθηκε από τους αναιρεσίβλητους δήμους ούτε κανένας συλλογισμός ο οποίος διατυπώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να στηρίξει το συμπέρασμά του ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους.

96

Ειδικότερα, πρώτον, καθόσον οι αναιρεσίβλητοι δήμοι προβάλλουν ότι, σε περίπτωση που θεσπίσουν, στον τομέα της κυκλοφορίας, ρύθμιση αντίθετη προς τον επίδικο κανονισμό, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/46, υπάρχει το ενδεχόμενο να ασκηθεί προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά ενός εκ των κρατών μελών στα οποία υπάγονται και καθόσον διευκρινίζουν ότι το ενδεχόμενο αυτό συνιστά αποτέλεσμα που απορρέει άμεσα από τον επίδικο κανονισμό, όπερ συνεπάγεται ότι ο κανονισμός αυτός τους αφορά άμεσα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η επιχειρηματολογία τους αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

97

Συγκεκριμένα, η ως άνω επιχειρηματολογία, όπως και η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη τέτοιου ενδεχομένου, στηρίζεται στην παραδοχή ότι η θέσπιση, από τους αναιρεσίβλητους δήμους, κανονιστικής ρυθμίσεως περιορίζουσας την τοπική κυκλοφορία ορισμένων οχημάτων με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος θα μπορούσε να αντιβαίνει στην απαγόρευση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/46, σε συνδυασμό με τον επίδικο κανονισμό. Όπως, όμως, προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 80 έως 93 της παρούσας αποφάσεως, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

98

Το ίδιο ισχύει για τις εκτιμήσεις που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες, κατ’ ουσίαν, τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών θα έπρεπε να ακυρώσουν, λόγω ασυμβατότητας με τον επίδικο κανονισμό σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/46, πράξη εκδοθείσα από δήμο η οποία περιορίζει την κυκλοφορία οχημάτων στο οδικό δίκτυο για λόγους σχετικούς με το επίπεδο εκπομπών τους, μολονότι τα οχήματα αυτά πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπει ο επίδικος κανονισμός. Πράγματι, οι εκτιμήσεις αυτές επίσης στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή για την οποία έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη και, κατά συνέπεια, ούτε επί των εκτιμήσεων αυτών μπορεί να θεμελιωθεί η διαπίστωση ότι ο εν λόγω κανονισμός αφορά άμεσα τους αναιρεσίβλητους δήμους.

99

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προέβαλε ο Ville de Bruxelles, όπως εκτίθεται στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες λόγω παραβάσεως κατά του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Ισπανίας ή της Γαλλικής Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι, στις αντίστοιχες επικράτειές τους, η ποιότητα του αέρα ήταν κακή υπό το πρίσμα των απαιτήσεων της οδηγίας 2008/50, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το επίπεδο των οξειδίων του αζώτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνιστά αποτέλεσμα που απορρέει άμεσα από τον επίδικο κανονισμό. Πράγματι, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως, ο κανονισμός αυτός δεν εμποδίζει τους αναιρεσίβλητους δήμους να κάνουν χρήση των αρμοδιοτήτων που διαθέτουν προκειμένου να ρυθμίζουν την κυκλοφορία όπως κρίνουν σκόπιμο με σκοπό, μεταξύ άλλων, την προστασία του περιβάλλοντος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός επηρεάζει άμεσα στο ενδεχόμενο να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των κρατών μελών στα οποία υπάγονται οι εν λόγω δήμοι ή και να καταδικασθούν οι εν λόγω δήμοι από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει λόγω μη τηρήσεως των υποχρεώσεών τους στον τομέα του περιβάλλοντος.

100

Τρίτον, ούτε τα παραδείγματα, τα οποία μνημονεύει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας που είχαν ήδη λάβει οι αναιρεσίβλητοι δήμοι, όπως αυτό που εφήρμοσε ο Ville de Paris προκειμένου να περιορίσει την κυκλοφορία στο έδαφός του οχημάτων που δεν ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένο πρότυπο Euro, αποδυναμώνουν τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα αν οι εν λόγω δήμοι έχουν πράγματι θεσπίσει κανονιστικές ρυθμίσεις οι οποίες κρίθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο ως εμπίπτουσες στην απαγόρευση του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2007/46, λόγω της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού, ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι είναι εσφαλμένη η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του ως προς το παραδεκτό των προσφυγών οι οποίες ασκήθηκαν ενώπιον του, βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

101

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑177/19 P καθώς και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑178/19 P πρέπει να γίνουν δεκτά.

102

Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει όμως ότι το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται, δυνάμει της διατάξεως αυτής, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω πράξη αφορά άμεσα το πρόσωπο αυτό.

103

Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή και έκρινε παραδεκτές τις προσφυγές.

Επί των προσφυγών

104

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι, ειδικότερα, πρέπει να αποφανθεί οριστικά επί του παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως.

105

Όσον αφορά τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 82 έως 101 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες δήμους, αντιθέτως προς όσα αυτοί ισχυρίζονται.

106

Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 102 της παρούσας αποφάσεως, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται, δυνάμει της διατάξεως αυτής, από φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η εν λόγω πράξη αφορά άμεσα το πρόσωπο αυτό, οι ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να γίνουν δεκτές.

107

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές ακυρώσεως που άσκησαν αντιστοίχως ο Ville de Paris, ο Ville de Bruxelles και ο Ayuntamiento de Madrid πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

Επί των δικαστικών εξόδων

108

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη, το Δικαστήριο, εφόσον κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

109

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

110

Επιπλέον, το άρθρο 184, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, αν η αναίρεση που άσκησε κράτος μέλος που δεν παρενέβη στην ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκη γίνει δεκτή, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα μεταξύ των διαδίκων ή να καταδικάσει τον νικήσαντα αναιρεσείοντα στην καταβολή προς τον ηττηθέντα αντίδικο των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί εξαιτίας της αναιρέσεως. Εν προκειμένω, πρέπει να κριθεί ότι έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του τα οποία αφορούν την αναιρετική διαδικασία.

111

Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναιρέθηκε και ότι οι προσφυγές κρίθηκαν απαράδεκτες, ο Ville de Bruxelles, ο Ville de Paris και ο Ayuntamiento de Madrid πρέπει να υποχρεωθούν να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων που αφορούν την πρωτοβάθμια και την αναιρετική διαδικασία, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ville de Paris, Ville de Bruxelles και Ayuntamiento de Madrid κατά Επιτροπής (T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16, EU:T:2018:927).

 

2)

Απορρίπτει ως απαράδεκτες τις προσφυγές ακυρώσεως στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑339/16, T‑352/16 και T‑391/16, τις οποίες άσκησαν, αντιστοίχως, ο Ville de Paris, ο Ville de Bruxelles και ο Ayuntamiento de Madrid.

 

3)

Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του τα οποία αφορούν την αναιρετική διαδικασία.

 

4)

Ο Ville de Bruxelles, ο Ville de Paris και ο Ayuntamiento de Madrid θα φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων που αφορούν την πρωτοβάθμια και την αναιρετική διαδικασία, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η ισπανική και η γαλλική.

Top