EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0046

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 22ας Απριλίου 2021.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά Kurdistan Workers' Party (PKK).
Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας ‐ Καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Άρθρο 1, παράγραφοι 3, 4 και 6 – Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Διατήρηση οργάνωσης στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές πράξεις – Προϋποθέσεις – Απόφαση αρμόδιας αρχής – Ζήτημα αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δέσμευσης κεφαλαίων – Απόφαση επανεξέτασης της εθνικής απόφασης που δικαιολόγησε την αρχική εγγραφή – Υποχρέωση αιτιολόγησης.
Υπόθεση C-46/19 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:316

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων – Δέσμευση κεφαλαίων – Κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ – Άρθρο 1, παράγραφοι 3, 4 και 6 – Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 – Άρθρο 2, παράγραφος 3 – Διατήρηση οργάνωσης στον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές πράξεις – Προϋποθέσεις – Απόφαση αρμόδιας αρχής – Ζήτημα αν εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης σε τρομοκρατικές δραστηριότητες – Πραγματική βάση των αποφάσεων περί δέσμευσης κεφαλαίων – Απόφαση επανεξέτασης της εθνικής απόφασης που δικαιολόγησε την αρχική εγγραφή – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στην υπόθεση C-46/19 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2019,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον B. Driessen και την S. Van Overmeire,

αναιρεσείον,

υποστηριζόμενο από:

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την A.-L. Desjonquères, καθώς και από τους B. Fodda και J.-L. Carré,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από την M. K. Bulterman και τον J. Langer,

παρεμβαίνοντες στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Kurdistan Workers’ Party (PKK), εκπροσωπούμενο από τους A. M. van Eik, και T. D. Buruma, advocaten,

προσφεύγον πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Tricot και Θ. Ραμόπουλο, καθώς και από την J. Norris,

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον S. Brandon, επικουρούμενο από την P. Nevill, barrister, στη συνέχεια από τον F. Shibli καθώς και την S. McCrory, επικουρούμενους από την P. Nevill, barrister,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, A. Kumin, T. von Danwitz (εισηγητή) και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Νοεμβρίου 2018, ΡΚΚ κατά Συμβουλίου (T-316/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2018:788), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε:

την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ενημέρωση και τροποποίηση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της απόφασης 2014/483/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2015, L 82, σ. 107),

την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1334 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/521 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 61), και

την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2017/1426 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την ενημέρωση του καταλόγου προσώπων, ομάδων και οντοτήτων που υπάγονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την κατάργηση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2017/154 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 95),

(στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις), καθώς και

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 125/2014 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων έναντι ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 714/2013 (ΕΕ 2014, L 40, σ. 9),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 790/2014 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού αριθ. 125/2014 (ΕΕ 2014, L 217, σ. 1),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/513 του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού αριθ. 790/2014 (ΕΕ 2015, L 82, σ. 1),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1325 του Συμβουλίου, της 31ης Ιουλίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού αριθ. 2015/513 (ΕΕ 2015, L 206, σ. 12),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2425 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1325 (ΕΕ 2015, L 334, σ. 1),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1127 του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2425 (ΕΕ 2016, L 188, σ. 1),

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/150 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2017, που να εφαρμόζει το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και να καταργεί τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1127 (ΕΕ 2017, L 23, σ. 3), και

τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1420 του Συμβουλίου, της 4ης Αυγούστου 2017, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και σχετικά με την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/150 (ΕΕ 2017, L 204, σ. 3),

(στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενοι κανονισμοί), κατά το μέτρο που οι εν λόγω αποφάσεις και κανονισμοί (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις) αφορούν το Kurdistan Workers’ Party (PKK).

Το νομικό πλαίσιο

Το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών

2

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001 το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1373 (2001), με το οποίο καθορίσθηκαν στρατηγικές για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με κάθε μέσο, ειδικότερα δε για την καταπολέμηση της χρηματοδοτήσεώς της. Το σημείο 1, στοιχείο c, του ψηφίσματος αυτού ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κράτη δεσμεύουν πάραυτα τα κεφάλαια και τα λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή τους οικονομικούς πόρους προσώπων που τελούν ή αποπειρώνται να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις, διευκολύνουν την τέλεσή τους ή συμμετέχουν σε αυτές, οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τα πρόσωπα αυτά, καθώς και προσώπων και οντοτήτων που ενεργούν εξ ονόματος ή κατ’ εντολήν των ως άνω προσώπων και οντοτήτων.

3

Το εν λόγω ψήφισμα δεν περιλαμβάνει κατάλογο προσώπων επί των οποίων πρέπει να εφαρμόζονται τα ως άνω περιοριστικά μέτρα.

Το δίκαιο της Ένωσης

Η κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ

4

Προς υλοποίηση του ψηφίσματος 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 27 Δεκεμβρίου 2001 την κοινή θέση 2001/931/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή ειδικών μέτρων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 93).

5

Το άρθρο 1, παράγραφοι 1, 3, 4 και 6, της ως άνω κοινής θέσης ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα κοινή θέση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων στα πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που ενέχονται σε τρομοκρατικές πράξεις και τα οποία παρατίθενται στο παράρτημα.

[…]

3.   Για τους σκοπούς αυτής της κοινής θέσης, ως “τρομοκρατική πράξη” νοείται μια από τις ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις η οποία, εκ της φύσεώς της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται ως αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν ο δράστης την διαπράττει με σκοπό:

i)

να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή

ii)

να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα μια κυβέρνηση ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν οποιαδήποτε πράξη, ή

iii)

να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού:

α)

προσβολή κατά της ζωής προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει το θάνατο,

β)

προσβολή κατά της σωματικής ακεραιότητας προσώπου,

γ)

απαγωγή ή αρπαγή προσώπων,

δ)

πρόκληση μαζικών καταστροφών σε κυβερνητικές ή δημόσιες εγκαταστάσεις, συγκοινωνιακά συστήματα, εγκαταστάσεις υποδομής, περιλαμβανομένων και των συστημάτων πληροφορικής, σταθερές εξέδρες που ευρίσκονται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, δημόσιους χώρους ή ιδιωτικές ιδιοκτησίες, που θα μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες,

ε)

κατάληψη αεροσκαφών ή πλοίων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων,

στ)

κατασκευή, κατοχή, κτήση, μεταφορά, προμήθεια ή χρήση πυροβόλων όπλων, εκρηκτικών υλών, πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων καθώς και, όσον αφορά τα βιολογικά και χημικά όπλα, έρευνα και ανάπτυξη,

ζ)

απελευθέρωση επικίνδυνων ουσιών ή πρόκληση πυρκαγιών, πλημμυρών ή εκρήξεων, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

η)

διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας ή κάθε άλλου βασικού φυσικού πόρου, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινων ζωών σε κίνδυνο,

θ)

απειλή τέλεσης μιας εκ των πράξεων που απαριθμούνται στα σημεία α) έως η),

ι)

η αρχηγία τρομοκρατικής ομάδας,

ια)

η συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, μεταξύ άλλων με την παροχή σε αυτήν πληροφοριών ή υλικών μέσων ή με τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η συμμετοχή αυτή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως “τρομοκρατική ομάδα” νοείται η δομημένη και ήδη επί ορισμένο χρονικό διάστημα υφιστάμενη ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων που ενεργούν από κοινού προκειμένου να τελέσουν τρομοκρατικές πράξεις. Ο όρος “δομημένη ένωση” σημαίνει μια ένωση που δεν συγκροτήθηκε τυχαία με σκοπό να διαπράξει αμέσως μια τρομοκρατική πράξη και η οποία δεν έχει απαραιτήτως τυπικά καθορισμένους ρόλους των μελών της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή πολυσύνθετη δομή.

4.   Ο κατάλογος του παραρτήματος καταρτίζεται βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου τα οποία δεικνύουν ότι έχει ληφθεί απόφαση από αρμόδια αρχή έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων, είτε η εν λόγω απόφαση αφορά την έναρξη ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως για μια τρομοκρατική πράξη ή την απόπειρα τέλεσης ή τη συμμετοχή ή τη διευκόλυνση μιας τέτοιας πράξης βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων είτε καταδίκη για τέτοιες πράξεις. Πρόσωπα, ομάδες και οντότητες που προσδιορίζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ότι έχουν σχέση με την τρομοκρατία και κατά των οποίων έχει διατάξει κυρώσεις μπορούν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο αυτόν.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου ως “αρμόδια αρχή” νοείται δικαστική αρχή ή, εάν δικαστικές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα στον τομέα τον οποίο καλύπτει η παρούσα παράγραφος, ισοδύναμη αρμόδια αρχή στον εν λόγω τομέα.

[…]

6.   Τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο εξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μια φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρηση τους στον κατάλογο δικαιολογείται.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001

6

Το Συμβούλιο, εκτιμώντας ότι ήταν αναγκαία η έκδοση κανονισμού προκειμένου να υλοποιηθούν σε επίπεδο Ένωσης τα περιγραφόμενα με την κοινή θέση 2001/931 μέτρα, εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2580/2001, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2001, L 344, σ. 70, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 52, σ. 58).

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.   Εκτός εάν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6:

α)

δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια, χρηματικά περιουσιακά στοιχεία και οικονομικοί πόροι που ανήκουν, ή βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή φυσικού ή νομικού προσώπου, ομάδας ή οντότητας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3,

β)

κανένα κεφάλαιο, άλλο χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3.

2.   Εκτός εάν επιτρέπεται δυνάμει των άρθρων 5 και 6, απαγορεύεται η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε οποιοδήποτε ή προς όφελος οποιουδήποτε από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τις ομάδες ή τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3.

3.   Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4, 5 και 6 της κοινής θέσης [2001/931]. Ο κατάλογος αυτός αποτελείται από:

i)

φυσικά πρόσωπα που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

ii)

νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που διαπράττουν, ή επιχειρούν να διαπράξουν, συμμετέχουν ή διευκολύνουν τη διάπραξη οιασδήποτε τρομοκρατικής πράξης·

iii)

νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ανήκουν σε ή ελέγχονται από ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii) ή

iv)

φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομάδες ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία i) και ii)».

Το ιστορικό της διαφοράς και οι προσβαλλόμενες πράξεις

8

Στις σκέψεις 1 έως 7, 56 έως 61 και 81 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε το ιστορικό της διαφοράς που ήχθη ενώπιόν του. Όσον αφορά την εξέταση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα.

9

Στις 2 Μαΐου 2002 το Συμβούλιο εξέδωσε την κοινή θέση 2002/340/ΚΕΠΠΑ σχετικά με την ενημέρωση της κοινής θέσης 2001/931/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2002, L 116, σ. 75). Το παράρτημα της κοινής θέσης 2002/340 επικαιροποίησε τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην κοινή θέση 2001/931 (στο εξής: επίμαχος κατάλογος) και προσέθεσε, μεταξύ άλλων, το όνομα του Kurdistan Workers’ Party (PKK), το οποίο προσδιορίζεται ως εξής: «Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK)». Την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2002/334/ΕΚ, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και την κατάργηση της απόφασης 2001/927/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 116, σ. 33). Με την απόφαση αυτή, το όνομα του PKK ενεγράφη στον κατάλογο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, όπως ακριβώς παρετίθετο και στον επίμαχο κατάλογο.

10

Η εγγραφή του PKK στον κατάλογο αυτόν διατηρήθηκε, μεταξύ άλλων, με τις προσβαλλόμενες πράξεις. Από τις 2 Απριλίου 2004, ο επίμαχος κατάλογος μνημονεύει, όσον αφορά το ΡΚΚ, το «Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) (άλλως “KADEK” ή “KONGRA-GEL”)».

11

Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εκτελεστικών κανονισμών 125/2014 και 790/2014 (στο εξής: πράξεις του 2014), το Συμβούλιο περιέγραψε το PKK ως οντότητα εμπλεκόμενη σε τρομοκρατικές πράξεις η οποία, από το 1984, είχε τελέσει πολυάριθμες πράξεις τέτοιας φύσεως, προκαλώντας τον θάνατο άνω των 30000 Τούρκων και αλλοδαπών πολιτών.

12

Το Συμβούλιο επισήμανε ότι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες του PKK συνεχίσθηκαν, παρά ορισμένες καταπαύσεις πυρός τις οποίες κήρυξε μονομερώς το ΡΚΚ, ιδίως από το 2009. Συναφώς, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι μεταξύ των τρομοκρατικών πράξεων που διέπραξε το PKK περιλαμβάνονταν τοποθετήσεις βομβών, επιθέσεις με ρουκέτες, χρήση εκρηκτικών, δολοφονίες και απαγωγές Τούρκων πολιτών και αλλοδαπών τουριστών, απαγωγές ομήρων, επιθέσεις κατά των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και ένοπλες συγκρούσεις με αυτές, επιθέσεις κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων και μαζικών μέσων μεταφοράς, επιθέσεις κατά τουρκικών διπλωματικών, πολιτιστικών και εμπορικών εγκαταστάσεων σε πολλές χώρες, εκβιασμοί Τούρκων πολιτών του εξωτερικού για χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του, καθώς και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό τη χρηματοδότηση. Εν είδει παραδείγματος, το Συμβούλιο κατάρτισε κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ 14ης Νοεμβρίου 2003 και 19ης Οκτωβρίου 2011. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο χαρακτήρισε τις πράξεις αυτές, τις οποίες καταλογίζει στο PKK, ως «τρομοκρατικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

13

Το Συμβούλιο προσέθεσε ότι για το PKK είχαν εκδοθεί τρεις εθνικές αποφάσεις, εκ των οποίων η πρώτη εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 2001 από τον Secretary of State for the Home Department (Υπουργό Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: Υπουργός Εσωτερικών), βάσει του UK Terrorism Act 2000 (νόμου του Ηνωμένου Βασιλείου του 2000 περί τρομοκρατίας), όπως συμπληρώθηκε με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2006, που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Αυγούστου 2006 και στην οποία διαπιστωνόταν ότι το «KADEK» και το «KONGRA-GEL» αποτελούσαν άλλες ονομασίες του PKK (στο εξής: απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001). Με την απόφαση αυτή ο Υπουργός Εσωτερικών, λαμβάνοντας υπόψη την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων από το PKK και τη συμμετοχή του σε τέτοιες πράξεις, απαγόρευσε το PKK ως οργάνωση ενεχόμενη σε τρομοκρατικές πράξεις. Το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι η εν λόγω απόφαση επανεξεταζόταν τακτικά από εθνική κυβερνητική επιτροπή.

14

Οι δύο άλλες εθνικές αποφάσεις εκδόθηκαν από την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πρόκειται, αφενός, για την απόφαση με την οποία το PKK χαρακτηρίζεται ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 219 του US Immigration and Nationality Act (νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών περί μεταναστεύσεως και ιθαγένειας), όπως έχει τροποποιηθεί, και, αφετέρου, για την απόφαση με την οποία το PKK χαρακτηρίζεται ως «ειδικά χαρακτηρισμένος παγκόσμιος τρομοκράτης», κατ’ εφαρμογήν του Executive Order no 13224 (προεδρικού διατάγματος 13224) (στο εξής, από κοινού: αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών). Όσον αφορά τις αποφάσεις αυτές των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η απόφαση με την οποία το PKK χαρακτηρίστηκε ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση» μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, ενώ η απόφαση με την οποία το PKK χαρακτηρίστηκε ως «ειδικά χαρακτηρισμένος παγκόσμιος τρομοκράτης» μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο τόσο διοικητικού όσο και δικαστικού ελέγχου.

15

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι τρεις εθνικές αποφάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στις δύο προηγούμενες σκέψεις είχαν εκδοθεί από «αρμόδιες αρχές», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Επιπλέον, το Συμβούλιο επισήμανε ότι οι ως άνω τρεις εθνικές αποφάσεις παρέμεναν σε ισχύ και εκτίμησε ότι οι λόγοι που είχαν δικαιολογήσει την εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο εξακολουθούσαν να είναι βάσιμοι.

16

Στις αιτιολογικές εκθέσεις των προσβαλλόμενων αποφάσεων και των προσβαλλόμενων κανονισμών που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2015 και 2017 (στο εξής: πράξεις του 2015 έως 2017), το Συμβούλιο επισήμανε ότι η διατήρηση της εγγραφής του PKK στον επίμαχο κατάλογο βασιζόταν σε αποφάσεις τριών αρμόδιων αρχών, ιδίως στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 και στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο, αντιστοίχως, των παραρτημάτων Α και Γ των αιτιολογικών αυτών εκθέσεων. Συναφώς υπογράμμισε, καταρχάς, ότι εξέτασε αυτοτελώς τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις αποφάσεις αυτές και ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του, καθεμία από τις εν λόγω αποφάσεις περιείχε επαρκείς λόγους για να δικαιολογηθεί η εγγραφή του PKK, σε επίπεδο Ένωσης, στον επίμαχο κατάλογο.

17

Εν συνεχεία, το Συμβούλιο επισήμανε ότι, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, τόσο ο Υπουργός Εσωτερικών όσο και οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούν να θεωρηθούν αντιστοίχως ως «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, διευκρινίζοντας συγχρόνως ότι είχε εξακριβώσει ότι τα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζονταν οι ίδιες αποφάσεις ενέπιπταν στις έννοιες «τρομοκρατικές πράξεις» και «τρομοκρατική ομάδα» και ότι αυτές εξακολουθούσαν να ισχύουν. Τέλος, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι δεν διέθετε κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της διαγραφής του PKK από τον επίμαχο κατάλογο και ότι οι λόγοι που είχαν δικαιολογήσει την εγγραφή της συγκεκριμένης οργάνωσης στον οικείο κατάλογο εξακολουθούσαν να ισχύουν, οπότε η εγγραφή αυτή έπρεπε να διατηρηθεί.

18

Στα παραρτήματα των αιτιολογικών εκθέσεων των πράξεων του 2015 έως 2017 περιλαμβανόταν, για κάθε εθνική απόφαση, περιγραφή του ορισμού της «τρομοκρατίας» κατά το εθνικό δίκαιο, περιγραφή των εφαρμοστέων εθνικών διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, σύνοψη του διαδικαστικού ιστορικού και της συνέχειας που δόθηκε στην εν λόγω εθνική απόφαση, σύνοψη των συμπερασμάτων στα οποία είχαν καταλήξει οι αρμόδιες αρχές σε σχέση με το ΡΚΚ, περιγραφή των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων είχαν στηριχθεί οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και τη διαπίστωση ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά συνιστούσαν «τρομοκρατικές πράξεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

19

Στο παράρτημα Α των αιτιολογικών εκθέσεων των πράξεων του 2015 έως 2017, το Συμβούλιο επισήμανε ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 απαγόρευσε το PKK, δεδομένου ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το PKK διαπράττει ή μετέχει σε «τρομοκρατικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931. Με την απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014 (στο εξής: απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης), ο Υπουργός απέρριψε αίτηση ανάκλησης της απαγόρευσης του PKK, στηριζόμενος σε πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις οι οποίες, κατά τον εν λόγω Υπουργό, είχαν διαπραχθεί από το PKK και αποτελούσαν ένδειξη ότι το PKK εξακολουθούσε να εμπλέκεται σε «τρομοκρατικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

20

Στο παράρτημα Γ των αιτιολογικών αυτών εκθέσεων, το οποίο αφορά τις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών, το Συμβούλιο ανέφερε ότι η ετήσια έκθεση του 2013 για την τρομοκρατία, την οποία συνέταξε το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, περιείχε συγκεκριμένους λόγους βάσει των οποίων ελήφθη και διατηρήθηκε η απόφαση να χαρακτηριστεί το PKK ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση».

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

21

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Μαΐου 2014, το PKK άσκησε προσφυγή ζητώντας, με το τελευταίο δικόγραφό του, την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων στο μέτρο που το αφορούν, προσαρμόζοντας τα αιτήματά του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κάθε φορά που κάποια από τις προσβαλλόμενες πράξεις καταργούσε και αντικαθιστούσε την προηγούμενη.

22

Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας επετράπη να παρέμβουν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υπέρ του Συμβουλίου.

23

Προς στήριξη της προσφυγής του με αίτημα την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, το PKK προέβαλε, κατ’ ουσίαν, οκτώ λόγους ακυρώσεως. Το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στην εξέταση του έβδομου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηριζόταν σε παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός ήταν βάσιμος και, ως εκ τούτου, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις κατά το μέτρο που αφορούν το PKK.

24

Στο πλαίσιο της εξέτασης του έβδομου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των πράξεων με τις οποίες το όνομα προσώπου ή οντότητας εγγράφεται αρχικώς σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, οι οποίες διέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και των πράξεων περί διατηρήσεως του εν λόγω ονόματος στον κατάλογο αυτόν, οι οποίες διέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της ως άνω κοινής θέσης.

25

Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις του 2014 και οι πράξεις του 2015 έως 2017 δεν ήταν επαρκώς κατά νόμον αιτιολογημένες.

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

26

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης και της 20ής Μαΐου 2019, επετράπη στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών και στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

27

Το Συμβούλιο και το Ηνωμένο Βασίλειο ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να αποφανθεί οριστικώς επί των ζητημάτων που εγείρονται με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως και να απορρίψει την προσφυγή του PKK, και

να καταδικάσει το PKK στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου στην αναιρετική διαδικασία και στην υπόθεση T-316/14.

28

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να δεχτεί την αίτηση αναιρέσεως.

29

Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και

να αποφανθεί οριστικώς επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως του Συμβουλίου και να απορρίψει την προσφυγή του PKK.

30

Το PKK ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει στο σύνολό της την αίτηση αναιρέσεως του Συμβουλίου·

να επικυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΡΚΚ στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας και να επικυρώσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που καταδικάζει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης, και

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε το PKK στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

31

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, το Συμβούλιο προβάλλει τους ακόλουθους επτά λόγους αναιρέσεως.

32

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αποφάσεις περί διατήρησης [ονόματος στον κατάλογο], οι οποίες εμπίπτουν αποκλειστικώς στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

33

Ο δεύτερος, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούν το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις πράξεις του 2014. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι οι αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για την αρχική εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το οποίο το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης καθόσον δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους οι εθνικές αποφάσεις συνιστούσαν αποφάσεις εκδοθείσες από «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι, λαμβανομένων υπόψη της μονομερούς κήρυξης από το PKK ορισμένων καταπαύσεων πυρός καθώς και των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν με την Τουρκική Κυβέρνηση, όφειλε να στηρίξει σε πιο πρόσφατα στοιχεία τη διατήρηση της εγγραφής του PKK στον επίμαχο κατάλογο. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατά το οποίο το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης όσον αφορά τα 69 περιστατικά στα οποία το θεσμικό αυτό όργανο είχε στηρίξει την πεποίθησή του περί εξακολούθησης του κινδύνου συμμετοχής του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.

34

Ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως αφορούν τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις πράξεις του 2015 έως 2017. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να αποδείξει, στο πλαίσιο της σχετικής με τις πράξεις αυτές αιτιολογίας, ότι εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος συμμετοχής του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες παραπέμποντας σε αποφάσεις επανεξέτασης των εθνικών αποφάσεων στις οποίες είχε στηριχθεί η αρχική εγγραφή του ονόματος της οργάνωσης αυτής στον επίμαχο κατάλογο. Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο αμφισβητεί τις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι το έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2015, με το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο κοινοποίησε στο PKK την αιτιολογική έκθεση του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513 και της απόφασης 2015/521, απαντώντας ταυτοχρόνως, με το ίδιο έγγραφο, στα επιχειρήματα που προέβαλε το PKK κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού αυτού και της απόφασης αυτής, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο της αιτιολογίας τους.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

35

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 52 έως 54, 103 και 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις ενέπιπταν αποκλειστικά στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931. Κατά το Συμβούλιο, το οποίο υποστηρίζεται από τη Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και από την Επιτροπή, οι πράξεις αυτές ενέπιπταν επίσης στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της εν λόγω κοινής θέσης. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τη νομιμότητά τους και υπό το πρίσμα της τελευταίας αυτής διάταξης.

36

Το PKK ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο λόγο αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

37

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των πράξεων με τις οποίες το όνομα προσώπου ή οντότητας εγγράφεται αρχικώς σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, και οι οποίες διέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και των πράξεων περί διατήρησης του ονόματος στον κατάλογο αυτόν, οι οποίες διέπονται από το άρθρο 1, παράγραφος 6, της ως άνω κοινής θέσης (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 58 έως 62, και Συμβούλιο κατά Hamas, C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 36 έως 40, και της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C-458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 50 έως 52).

38

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον εξέτασε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες το PKK διατηρήθηκε στον επίμαχο κατάλογο, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

39

Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

40

Ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, βάλλουν κατά των σκέψεων 67, 68, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις του 2014 πάσχουν από έλλειψη αιτιολογίας καθόσον στηρίχθηκαν στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 και στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και σε κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011.

41

Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 ουδόλως περιείχαν περιγραφή των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η απόφαση αυτή ούτε διευκρίνιζε τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά ενέπιπταν στην έννοια της «τρομοκρατικής πράξης», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, αλλά ούτε και τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση συνιστούσε απόφαση της «αρμόδιας αρχής» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης. Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το PKK αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό αυτόν κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

42

Όσον αφορά τον κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι το PKK αμφισβήτησε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το υποστατό ορισμένων από τα περιστατικά αυτά, τη δυνατότητα καταλογισμού τους στο ΡΚΚ ή τις περιστάσεις υπό τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν, απέκειτο στο Συμβούλιο να αποδείξει, στο πλαίσιο της σχετικής με τις πράξεις του 2014 αιτιολογίας, το υποστατό των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια των περιστατικών αυτών. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, δεδομένου ότι οι εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις δεν περιείχαν καμία ένδειξη ως προς τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω περιστατικά είχαν αποδειχθεί, ήταν καταλογιστέα στο ΡΚΚ και πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931.

Επιχειρήματα των διαδίκων

43

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και από την Επιτροπή, υποστηρίζει ότι, με τις σκέψεις 67 και 68 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο ότι το Συμβούλιο όφειλε να παραθέσει, στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 και οι αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών συνιστούσαν αποφάσεις αρμόδιων αρχών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και αφορούσαν «πράξεις τρομοκρατίας», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης. Το Συμβούλιο εκτιμά ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο του επέβαλε απαίτηση μη προβλεπόμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της ως άνω κοινής θέσης.

44

Κατά το Συμβούλιο, κακώς επίσης διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα 69 περιστατικά που έλαβαν χώρα μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011 ήταν ελλιπώς αιτιολογημένα. Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης, αρκεί να αναφέρει τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή οντότητας στις αιτιολογικές εκθέσεις, προκειμένου το εν λόγω πρόσωπο ή οντότητα να είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το όνομά του/της διατηρήθηκε στον κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, χωρίς το θεσμικό αυτό όργανο να υποχρεούται να αποδείξει το υποστατό των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών ούτε να εκθέσει λεπτομερώς το σύνολο της συλλογιστικής του στις αιτιολογικές εκθέσεις. Η απόδειξη της προβαλλόμενης συμπεριφοράς αφορά τη νομιμότητα των λόγων στους οποίους στηρίζεται η επίμαχη πράξη και όχι την υποχρέωση αιτιολόγησης.

45

Το PKK ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τον τρίτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως. Κατά το ΡΚΚ, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να εκθέσει, στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι εθνικές αποφάσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η αρχική εγγραφή του ονόματός του συνιστούσαν «αποφάσεις αρμόδιων αρχών», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, και ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν «τρομοκρατικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης. Επιπλέον, το Συμβούλιο όφειλε να έχει διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους τα 69 περιστατικά που αναφέρονται στις εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις συνιστούσαν επίσης τέτοιες πράξεις, καταλογιστέες στο PKK. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της αιτιολογικής έκθεσης του κανονισμού 790/2014, το Συμβούλιο όφειλε να έχει λάβει υπόψη τις αιτιάσεις που είχε προβάλει συναφώς το PKK στο πλαίσιο της προσφυγής του κατά του κανονισμού 125/2014.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46

Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι ο τρίτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αφορούν, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπείχε το Συμβούλιο όσον αφορά τις πράξεις του 2014, με τις οποίες το θεσμικό αυτό όργανο διατήρησε την εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο. Πάντως, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι το άρθρο 1 της κοινής θέσης 2001/931 διακρίνει μεταξύ, αφενός, της αρχικής εγγραφής προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της ως άνω κοινής θέσης, και, αφετέρου, της διατήρησης στον οικείο κατάλογο ήδη εγγεγραμμένου σε αυτόν προσώπου ή οντότητας, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της ίδιας κοινής θέσης. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται μια τέτοια διατήρηση είναι μόνον οι προβλεπόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931 και, ακόμη και αν η επιχειρηματολογία των διαδίκων παραπέμπει στο άρθρο 1, παράγραφοι 3 και 4, της ως άνω κοινής θέσης, η έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει το Συμβούλιο πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα της παραγράφου 6 του εν λόγω άρθρου 1.

47

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατόν στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 138, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 29).

48

Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή ούτε να απαντά λεπτομερώς στις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της ίδιας πράξης, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 139 έως 141, της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 120 και 122, και της 31ης Ιανουαρίου 2019, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-225/17 P, EU:C:2019:82, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πράξεις με τις οποίες αποφασίζεται η διατήρηση της εγγραφής σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, όπως είναι οι πράξεις του 2014, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο επανεξέτασης βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, το Συμβούλιο μπορεί να διατηρήσει το όνομα του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο αυτόν εφόσον κρίνει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες ο οποίος και δικαιολόγησε την αρχική εγγραφή στον εν λόγω κατάλογο, οπότε η διατήρηση αυτή συνιστά, κατ’ ουσίαν, παράταση της αρχικής εγγραφής του οικείου προσώπου ή οντότητας στον συγκεκριμένο κατάλογο. Προς τούτο, το Συμβούλιο οφείλει να ελέγξει κατά πόσον, μετά την αρχική εγγραφή ή την προηγούμενη επανεξέταση, η πραγματική κατάσταση μεταβλήθηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί πλέον να συναχθεί το ίδιο συμπέρασμα σχετικά με τη συμμετοχή του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 46 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C-458/15, EU:C:2019:522, σκέψη 43).

50

Στο πλαίσιο του ελέγχου του ζητήματος κατά πόσον εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του οικείου προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η μετέπειτα τύχη της εθνικής απόφασης που χρησίμευσε ως βάση της αρχικής εγγραφής του προσώπου ή της οντότητας στον κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, ειδικότερα δε η ενδεχόμενη κατάργηση ή ανάκληση αυτής της εθνικής απόφασης λόγω νέων πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων ή λόγω τροποποίησης της εκτίμησης της αρμόδιας εθνικής αρχής (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 52).

51

Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι η εθνική απόφαση που χρησίμευσε ως βάση για την αρχική εγγραφή εξακολουθεί να ισχύει μπορεί, υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε και σε συνάρτηση με την εξέλιξη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, να μην αρκεί για να συναχθεί ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Συμβούλιο υποχρεούται να στηρίξει τη διατήρηση του ονόματος του προσώπου αυτού ή της οντότητας αυτής στον εν λόγω κατάλογο σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη πιο πρόσφατα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται. Προς τούτο, το Συμβούλιο μπορεί να στηριχθεί σε πρόσφατα στοιχεία που αντλούνται όχι μόνον από εθνικές αποφάσεις εκδοθείσες από αρμόδιες αρχές, αλλά και από άλλες πηγές και, ως εκ τούτου, και από τις δικές του εκτιμήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψεις 52, 62 και 72, Συμβούλιο κατά Hamas, C-79/15 P, EU:C:2017:584, σκέψεις 40 και 50, και της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C-458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 52, 60 και 61).

52

Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όσον αφορά τις πράξεις με τις οποίες διατηρείται η εγγραφή προσώπου ή οντότητας στον επίμαχο κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει, αφενός, την τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, τον αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των προβαλλομένων λόγων καθώς και, αφετέρου, το ζήτημα αν οι λόγοι αυτοί είναι τεκμηριωμένοι, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης βεβαιώνεται, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω πράξεων, ότι αυτές στηρίζονται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση και ελέγχει την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση των εν λόγω πράξεων (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 118 και 119, και της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 70).

53

Όσον αφορά τον ως άνω έλεγχο, το οικείο πρόσωπο ή οντότητα δύναται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκεί κατά της διατήρησης του ονόματός του/της στον επίμαχο κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο για να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση αρμόδιας αρχής ή από άλλες πηγές. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόκειται στο Συμβούλιο να αποδείξει το υποστατό των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει την ακρίβεια αυτών (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54

Εξάλλου, μολονότι η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής της Ένωσης να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή οντότητας ισχύει μόνο σε περίπτωση αμφισβήτησης, εντούτοις το πρόσωπο αυτό ή η οντότητα αυτή δεν υποχρεούται, για τους σκοπούς της αμφισβήτησης, να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη του αβασίμου των λόγων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C‑593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 121).

55

Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι το ζήτημα της αιτιολογίας, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, είναι αυτοτελές σε σχέση προς το ζήτημα της απόδειξης της προβαλλόμενης συμπεριφοράς, το οποίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξης και προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην πράξη αυτή καθώς και του χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών ως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων εις βάρος του εμπλεκομένου προσώπου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C‑548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 88, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C-417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 60).

56

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για να εκπληρώσει την υποχρέωση αιτιολόγησης που προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο όφειλε, εν προκειμένω, να παραθέσει αρκούντως σαφείς και συγκεκριμένους λόγους ώστε να παράσχει τη δυνατότητα στο μεν PKK να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους διατηρήθηκε με τις πράξεις του 2014 η εγγραφή του στον επίμαχο κατάλογο, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 68, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει, στο πλαίσιο της σχετικής με τις πράξεις αυτές αιτιολογίας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζονταν οι λόγοι που προβλήθηκαν για τη διατήρηση της εγγραφής του PKK στον επίμαχο κατάλογο ούτε να προβεί, στο πλαίσιο της αιτιολογίας αυτής, στον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, της κοινής θέσης 2001/931. Πράγματι, η κατά τα ανωτέρω απόδειξη που απαίτησε το Γενικό Δικαστήριο εμπίπτει, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 52 έως 55 της παρούσας απόφασης, όχι στην υποχρέωση αιτιολόγησης, αλλά στην ουσιαστική νομιμότητα των εν λόγω πράξεων, ζήτημα άσχετο προς τον έβδομο λόγο ακυρώσεως που έγινε δεκτός με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

57

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 68, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολόγησης καθόσον οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 παραπέμπουν στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 και σε κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011.

58

Κατά πάγια νομολογία, αν το σκεπτικό απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η διαπιστωθείσα παραβίαση δεν είναι ικανή να επιφέρει την αναίρεση της απόφασης αυτής (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Συμβούλιο κατά LTTE, C-599/14 P, EU:C:2017:583, σκέψη 75). Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί, επιπλέον, αν η ως άνω πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ικανή να ανατρέψει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 80 της απόφασης αυτής ή αν, αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι πράξεις του 2014 πάσχουν εν πάση περιπτώσει από έλλειψη αιτιολογίας.

59

Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014, οι οποίες συνοψίζονται στις σκέψεις 11 έως 15 της παρούσας απόφασης, προκειμένου να διατηρηθεί η εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο, το Συμβούλιο στηρίχθηκε, λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων του PKK από το 1984 και των καταπαύσεων πυρός που το τελευταίο κήρυξε μονομερώς από το 2009, στο γεγονός ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 η οποία χρησίμευσε ως βάση για την αρχική εγγραφή του PKK στον κατάλογο αυτόν εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ και, ειδικότερα, σε κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ 14ης Νοεμβρίου 2003 και 19ης Οκτωβρίου 2011, τα οποία το Συμβούλιο έκρινε ότι συνιστούσαν «τρομοκρατικές πράξεις» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, καταλογιστέες στο ΡΚΚ.

60

Όσον αφορά την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001, επί της οποίας στηρίχθηκε αρχικώς η εγγραφή αυτή, από τις ως άνω αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει ότι το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη απόφαση είχε εκδοθεί από αρμόδια αρχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, ότι ελεγχόταν τακτικά από κυβερνητική επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου και ότι εξακολουθούσε να ισχύει. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι προέβη στην απαιτούμενη εξέταση βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 49 και 50 της παρούσας απόφασης και ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τη μετέπειτα τύχη της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών δεν προκύπτει μεταβολή όπως αυτή για την οποία γίνεται λόγος στις ως άνω σκέψεις της παρούσας απόφασης. Η αιτιολογία αυτή είναι αρκούντως σαφής και συγκεκριμένη ώστε να παράσχει τη δυνατότητα τόσο στο PKK να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, στήριξε στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών τη διατήρηση της εν λόγω οργάνωσης στον επίμαχο κατάλογο όσο και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει συναφώς τον έλεγχό του.

61

Όσον αφορά τον κατάλογο 69 περιστατικών που συνέβησαν μεταξύ της 14ης Νοεμβρίου 2003 και της 19ης Οκτωβρίου 2011, το Συμβούλιο παρέθεσε στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014, μεταξύ άλλων, 17 περιστατικά τα οποία συνέβησαν μεταξύ της 17ης Ιανουαρίου 2010 και της 19ης Οκτωβρίου 2011 και τα οποία, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, δεν ήταν μόνον μεταγενέστερα των καταπαύσεων του πυρός που είχε κηρύξει μονομερώς το PKK από το 2009, αλλά και αρκούντως πρόσφατα ώστε να θεμελιωθεί η διατήρηση της εγγραφής της οργάνωσης αυτής στον επίμαχο κατάλογο, μεταξύ άλλων, κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Ιούλιο 2014. Όσον αφορά τα πιο πρόσφατα αυτά 17 περιστατικά, το Συμβούλιο προσδιόρισε την ακριβή ημερομηνία, την πόλη ή την επαρχία στην οποία συνέβησαν, τη φύση, τον αριθμό και την ιδιότητα των θυμάτων.

62

Αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 68, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 κατέστησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο εφικτό στο PKK να λάβει γνώση των ειδικών και συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι, παρά τις καταπαύσεις πυρός που είχαν κηρυχθεί μονομερώς από το 2009, εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης της οργάνωσης αυτής σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Επομένως, τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις ήταν επαρκή ώστε το PKK να είναι σε θέση να κατανοήσει όσα του προσάπτονταν (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 4 και 142, και της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C-458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 53 και 54).

63

Πρέπει να προστεθεί ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τις σκέψεις 68, 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το PKK είχε προβάλει επιχειρήματα προς αμφισβήτηση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του 2001 και των 69 περιστατικών που μνημονεύονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014, εντούτοις από τις εν λόγω σκέψεις 77 και 78 καθώς και από την επιχειρηματολογία του PKK που συνοψίζεται στη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι με την επιχειρηματολογία αυτή αμφισβητείται το υποστατό των μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός τους, πράγμα που αποσκοπεί όχι στην απόδειξη παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης του Συμβουλίου, αλλά στην αμφισβήτηση της ουσιαστικής νομιμότητας των εν λόγω πράξεων και στην ενεργοποίηση κατ’ αυτόν τον τρόπο της υποχρέωσης του Συμβουλίου να αποδείξει το βάσιμο των προβληθέντων λόγων.

64

Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ο συνοπτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που περιέχονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2014 δεν του παρείχε τη δυνατότητα να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο όσον αφορά τα αμφισβητούμενα από το ΡΚΚ περιστατικά, δεδομένου ότι οι εκθέσεις αυτές δεν περιείχαν καμία ένδειξη ως προς τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα περιστατικά είχαν αποδειχθεί, ήταν καταλογιστέα στο PKK και πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 53 έως 55 της παρούσας απόφασης, ο έλεγχος της ουσιαστικής νομιμότητας που απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο πρέπει να πραγματοποιείται με γνώμονα όχι μόνον τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά και εκείνα που παρέχει το Συμβούλιο, σε περίπτωση αμφισβήτησης, στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποδείξει το υποστατό των προβαλλομένων στις αιτιολογικές εκθέσεις πραγματικών περιστατικών.

65

Ως εκ τούτου, η πλάνη περί το δίκαιο που επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης είναι ικανή να ανατρέψει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

66

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως καθώς και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, καθόσον ο τελευταίος βάλλει κατά των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2001.

67

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις πράξεις του 2014 λόγω έλλειψης αιτιολογίας, το δε Δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί των νομικών σφαλμάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο του δεύτερου και του τέταρτου λόγου αναιρέσεως ούτε επί των επιχειρημάτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία συνίστανται στην αμφισβήτηση των εκτιμήσεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών.

Επί του έκτου και του έβδομου λόγου αναιρέσεως

68

Ο έκτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, βάλλουν κατά των σκέψεων 95 έως 98, 103 έως 106 και 110 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις του 2015 έως 2017 πάσχουν από έλλειψη αιτιολογίας.

69

Με τις σκέψεις 95 έως 98 και 103 έως 106 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπείχε καθόσον οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017 παραπέμπουν στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης και στη διατήρηση σε ισχύ, κατόπιν επανεξέτασης, της απόφασης της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών να χαρακτηρίσει το PKK ως «αλλοδαπή τρομοκρατική οργάνωση». Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να στηριχθεί στην τελευταία αυτή εθνική απόφαση για τη διατήρηση της εγγραφής του PKK στον επίμαχο κατάλογο, χωρίς να εξετάσει και να επιδιώξει να αποδείξει το υποστατό των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών, πράγμα το οποίο όμως δεν ανέφεραν οι εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις. Επιπλέον, με τις ως άνω αιτιολογικές εκθέσεις το Συμβούλιο δεν παρέθεσε ούτε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι από την εν λόγω εθνική απόφαση μπορούσε να συναχθεί επαρκώς κατά νόμον ότι εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του ΡΚΚ σε τρομοκρατικές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, εκτός των άλλων, ότι το PKK είχε αμφισβητήσει τα περιστατικά περί των οποίων έκανε λόγο η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης, με το από 26 Μαΐου 2015 υπόμνημά του περί προσαρμογής της προσφυγής του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

70

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 110 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε επαρκώς κατά νόμον στα επιχειρήματα που είχε προβάλει το PKK με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2015 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης 2015/521 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017, στις οποίες το Συμβούλιο ανέφερε ότι ματαίως είχε ερευνήσει αν υπήρχαν στη διάθεσή του στοιχεία τα οποία συνηγορούσαν υπέρ της διαγραφής του ονόματος του PKK από τον επίμαχο κατάλογο, είναι ανεπαρκής ως προς το ζήτημα αυτό. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το από 27 Μαρτίου 2015 έγγραφο του Συμβουλίου, με το οποίο κοινοποιήθηκε στο ΡΚΚ η αιτιολογική έκθεση της απόφασης αυτής και του κανονισμού αυτού, δεν μπορούσε να θεραπεύσει την ως άνω ανεπάρκεια αιτιολογίας. Αφενός, το έγγραφο αυτό ήταν μεταγενέστερο της έκδοσης της εν λόγω απόφασης και του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι το εν λόγω έγγραφο ανέφερε ότι η ύπαρξη κουρδικών ομάδων που μάχονταν την ομάδα «Ισλαμικό Κράτος» δεν επηρέαζε την εκτίμηση του Συμβουλίου ως προς το αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, το θεσμικό αυτό όργανο παρέλειψε να διευκρινίσει τα στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος αυτός εξακολουθούσε να υφίσταται.

Επιχειρήματα των διαδίκων

71

Με τον έκτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και από την Επιτροπή, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, αφενός, με τις σκέψεις 95 έως 99 και 103 έως 109 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αιτιολογία των πράξεων του 2015 έως 2017 ήταν ανεπαρκής καθόσον οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων αυτών στηρίζονταν στις εθνικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και στις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών για την επανεξέταση των αποφάσεων των αρχών αυτών που χρησίμευσαν ως βάση για την αρχική εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο. Κατά το Συμβούλιο, αυτή η πλάνη περί το δίκαιο οφείλεται στο γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς στήριξε την εκτίμησή του αποκλειστικά στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, ενώ όφειλε να έχει εφαρμόσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της ίδιας κοινής θέσης στις εν λόγω εθνικές αποφάσεις επανεξέτασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο εκτιμά ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονταν οι εν λόγω εθνικές αποφάσεις ούτε να προσκομίσει στοιχεία προς απόδειξη του υποστατού των εν λόγω πραγματικών περιστατικών τα οποία έπρεπε να έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Αφετέρου, το Συμβούλιο βάλλει κατά των σκέψεων 110 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον με αυτές το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν απάντησε επαρκώς κατά νόμον στα επιχειρήματα που είχε προβάλει το PKK κατά τη διάρκεια της ενώπιόν του διαδικασίας. Συναφώς, το θεσμικό αυτό όργανο υποστηρίζει ότι το από 27 Μαρτίου 2015 έγγραφό του, το οποίο ήταν συνημμένο στην αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2015/521 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513, απαντούσε επαρκώς στα επιχειρήματα αυτά.

72

Το PKK υποστηρίζει ότι το σύνολο των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε το Συμβούλιο προκειμένου να αποδείξει ότι εξακολουθούσε να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του ΡΚΚ σε τρομοκρατικές δραστηριότητες μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από απόφαση αρμόδιας αρχής ή από άλλες πηγές. Δεν υπάρχει λόγος να γίνει διάκριση μεταξύ των στοιχείων που μπορούν να αμφισβητηθούν ενώπιον, αντιστοίχως, του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων. Εν πάση περιπτώσει, στις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017, το Συμβούλιο δεν παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης αφορούσε «τρομοκρατική πράξη», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, ενώ οι ορισμοί της έννοιας της «τρομοκρατίας» σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο Ένωσης διαφέρουν. Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις σκέψεις 110 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το PKK υποστηρίζει ότι όλες οι πληροφορίες που αφορούν τους λόγους εγγραφής σε κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων πρέπει να περιλαμβάνονται όχι στο έγγραφο κοινοποίησης της επίμαχης πράξης, αλλά στην αιτιολογική έκθεση της πράξης αυτής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73

Προκαταρκτικώς, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Συμβούλιο κακώς υποστηρίζει ότι οι πράξεις του 2015 έως 2017 εμπίπτουν τόσο στο άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 όσο και στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης. Κατά συνέπεια, κακώς επίσης υποστηρίζει, βάσει της ίδιας επιχειρηματολογίας, ότι το PKK δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις πράξεις αυτές κατά το μέρος που στηρίζονται στις εθνικές αποφάσεις επανεξέτασης για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 71 της παρούσας απόφασης. Επιπλέον, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας απόφασης, το οικείο πρόσωπο ή οντότητα δύναται, στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκεί κατά της διατήρησης του ονόματός του/της στον κατάλογο περί δέσμευσης κεφαλαίων, να αμφισβητήσει το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίζεται το Συμβούλιο για να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ο κίνδυνος ανάμειξης του εν λόγω προσώπου ή οντότητας σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία αυτά αντλούνται από εθνική απόφαση εκδοθείσα από αρμόδια αρχή ή από άλλες πηγές.

74

Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 99 και 105 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπείχε καθόσον οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017 στηρίζονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης. Αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις ανωτέρω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει, στο πλαίσιο της σχετικής με τις πράξεις αυτές αιτιολογίας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η ως άνω απόφαση περί επανεξέτασης που χρησιμεύει ως βάση για τις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω πράξεων προκειμένου να διατηρηθεί η εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο ούτε να προβεί, στο πλαίσιο της αιτιολογίας αυτής, στον χαρακτηρισμό των συγκεκριμένων περιστατικών υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφοι 3 και 4, της κοινής θέσης 2001/931. Πράγματι, η κατά τα ανωτέρω απόδειξη που απαίτησε το Γενικό Δικαστήριο εμπίπτει, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 52 έως 55 της παρούσας απόφασης, όχι στην υποχρέωση αιτιολόγησης, αλλά στην ουσιαστική νομιμότητα των εν λόγω πράξεων, ζήτημα άσχετο προς τον έβδομο λόγο ακυρώσεως που έγινε δεκτός με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

75

Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας απόφασης, πρέπει να εξακριβωθεί, επιπλέον, αν αυτή η πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ικανή να ανατρέψει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 115 της απόφασης αυτής ή αν, αντιθέτως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι πράξεις του 2015 έως 2017 πάσχουν εν πάση περιπτώσει από έλλειψη αιτιολογίας.

76

Συναφώς, από τις αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017, όπως συνοψίζονται τις σκέψεις 16 και 17 της παρούσας απόφασης, προκύπτει ότι, προκειμένου να διατηρηθεί η εγγραφή του PKK στον επίμαχο κατάλογο, το Συμβούλιο εξέτασε αυτοτελώς τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης και εξακρίβωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η απόφαση αυτή εμπίπτουν στην έννοια των «τρομοκρατικών πράξεων», κατά την κοινή θέση 2001/931, υπενθυμίζοντας παράλληλα τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών είναι «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της εν λόγω κοινής θέσης. Το Συμβούλιο διευκρίνισε επίσης ότι η ως άνω απόφαση, όπως ακριβώς και οι λοιπές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τρεις εθνικές αρχές περί των οποίων γίνεται λόγος στις εν λόγω αιτιολογικές εκθέσεις, αρκούσε αφ’ εαυτής για τη διατήρηση της εν λόγω εγγραφής του ονόματος του PKK.

77

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18 και 19 της παρούσας απόφασης, οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017 δεν παρέπεμπαν απλώς στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης, αλλά περιείχαν, στο παράρτημά τους A, λεπτομερή περιγραφή της απόφασης αυτής, διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο του ορισμού της έννοιας της «τρομοκρατίας» σε εθνικό επίπεδο, επί της οποίας στηριζόταν η εν λόγω απόφαση, καθώς και το γεγονός ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του 2001. Ειδικότερα, στο σημείο 17 του ως άνω παραρτήματος A, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το PKK εξακολουθούσε να εμπλέκεται σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε πρόσφατες τρομοκρατικές πράξεις του PKK και μνημόνευσε, για παράδειγμα, δύο επιθέσεις που φέρεται να διέπραξε το PKK τον Μάιο και τον Αύγουστο του 2014.

78

Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ενδείξεις ότι «τον Αύγουστο του 2014, το PKK έπληξε μια μονάδα παραγωγής ηλιακής ενέργειας στην Τουρκία και απήγαγε τρεις Κινέζους μηχανικούς» δεν ήταν επαρκώς ακριβείς και συγκεκριμένες, καθόσον δεν διευκρίνιζαν ούτε την ακριβή ημερομηνία, ούτε την πόλη ή την επαρχία στην οποία έλαβε χώρα η φερόμενη επίθεση. Επομένως, όσον αφορά την εν λόγω φερόμενη επίθεση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ανεπαρκή αιτιολογία με τη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

79

Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή όσον αφορά τη φερόμενη επίθεση του Αυγούστου 2014 δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση των πράξεων του 2015 έως 2017 λόγω παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης, δεδομένου ότι οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων αυτών στηρίζονταν και σε άλλα στοιχεία ικανά να εξασφαλίσουν την επάρκεια της αιτιολογίας των εν λόγω πράξεων. Πράγματι, το παράρτημα Α των αιτιολογικών εκθέσεων μνημόνευε επιπλέον, στο σημείο 17, μια άλλη επίθεση διαπραχθείσα «στις 13 Μαΐου [2014], κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκαν δύο στρατιώτες στο εργοτάξιο ενός προκεχωρημένου στρατιωτικού φυλακίου στο Τunceli [(Τουρκία)]» και παρέπεμπε, στο σημείο 18, σε μια προειδοποίηση του PKK, διατυπωθείσα τον Οκτώβριο του 2014, ότι η εύθραυστη ειρηνευτική διαδικασία στην οποία συμμετείχε θα μπορούσε να καταρρεύσει εάν η Δημοκρατία της Τουρκίας δεν επενέβαινε κατά του «Ισλαμικού Κράτους».

80

Αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι αιτιολογικές εκθέσεις των πράξεων του 2015 έως 2017 κατέστησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο εφικτό στο PKK να λάβει γνώση των ειδικών και συγκεκριμένων λόγων που οδήγησαν το Συμβούλιο να καταλήξει στο συμπέρασμα, στηριζόμενο στις διαπιστώσεις της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης, ότι ο κίνδυνος ανάμειξης του ΡΚΚ σε τρομοκρατικές δραστηριότητες εξακολουθούσε να υφίσταται παρά την εν εξελίξει ειρηνευτική διαδικασία. Επομένως, τα δεόντως αιτιολογημένα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις αιτιολογικές εκθέσεις ήταν επαρκή ώστε το PKK να είναι σε θέση να κατανοήσει όσα του προσάπτονταν (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 4 και 142, και της 20ής Ιουνίου 2019, K.P., C-458/15, EU:C:2019:522, σκέψεις 53 και 54).

81

Στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το PKK είχε προβάλει επιχειρήματα με σκοπό να αμφισβητήσει τη δυνατότητα να του καταλογιστούν τα περιστατικά που αναφέρονται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης, όπως περιγράφεται στο παράρτημα Α των πράξεων του 2015 έως 2017, καθώς και τον χαρακτηρισμό τους ως τρομοκρατικών πράξεων κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της κοινής θέσης 2001/931, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με την επιχειρηματολογία αυτή αμφισβητείται το υποστατό των μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών καθώς και ο νομικός χαρακτηρισμός τους, πράγμα που αποσκοπεί όχι στην απόδειξη παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης του Συμβουλίου, αλλά στην αμφισβήτηση της ουσιαστικής νομιμότητας των εν λόγω πράξεων και στην ενεργοποίηση κατ’ αυτόν τον τρόπο της υποχρέωσης του Συμβουλίου να αποδείξει το βάσιμο των προβληθέντων λόγων.

82

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 110 έως 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2015/521 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513 δεν απαντούσε επαρκώς στα επιχειρήματα που προέβαλε το PKK με το από 6 Μαρτίου 2015 έγγραφό του. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, το έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2015 δεν μπορούσε να θεραπεύσει την ανεπάρκεια αυτή, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του και στο μέτρο που κοινοποιήθηκε μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης και του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού. Το δε PKK υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όφειλε να έχει απαντήσει στα επιχειρήματά του όχι με έγγραφο, αλλά με την ίδια την αιτιολογική έκθεση.

83

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι η απαιτούμενη αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, η επάρκεια της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. Επομένως, δεν απαιτείται, μεταξύ άλλων, η αιτιολογία να απαντά λεπτομερώς στις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της επίμαχης πράξης, ιδίως όταν η πράξη αυτή εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του εις βάρος του ληφθέντος μέτρου.

84

Εν προκειμένω, η αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2015/521 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513 κοινοποιήθηκε στο PKK με το έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2015, με το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο απάντησε στα επιχειρήματα που είχε προβάλει το PKK με έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2015.

85

Πάντως, αφενός, στο μέτρο που η ως άνω αιτιολογική έκθεση και το ως άνω έγγραφο του Συμβουλίου κοινοποιήθηκαν συγχρόνως στο PKK, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, με τη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι διευκρινίσεις που περιλαμβάνονταν στο εν λόγω έγγραφο του Συμβουλίου δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας που περιεχόταν στην ίδια αιτιολογική έκθεση.

86

Αφετέρου, από τη σκέψη 114 της ίδιας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Συμβούλιο διευκρίνισε, με το από 27 Μαρτίου 2015 έγγραφό του, ότι η ύπαρξη κουρδικών ομάδων που μάχονταν την ομάδα «Ισλαμικό Κράτος» δεν επηρέαζε την εκτίμησή του ως προς το αν εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος ανάμειξης του PKK σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και, ως εκ τούτου, ότι το Συμβούλιο είχε απαντήσει κατά τρόπον αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο στα επιχειρήματα που προβλήθηκαν με το έγγραφο του PKK της 6ης Μαρτίου 2015, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στο τελευταίο να λάβει γνώση της αιτιολογίας των εν λόγω πράξεων του 2015 και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό του έλεγχο.

87

Προστίθεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας του PKK, όπως συνοψίζεται στη σκέψη 72 της παρούσας απόφασης, οι διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στο έγγραφο του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 2015 πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσονται στο πλαίσιο της αιτιολογίας που παρατίθεται στην αιτιολογική έκθεση της απόφασης 2015/521 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/513 και, επομένως, ότι είναι γνωστές στο PKK, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, οι περιεχόμενες στο εν λόγω έγγραφο του Συμβουλίου διευκρινίσεις παρείχαν τη δυνατότητα στο PKK να αντιληφθεί ότι η αιτιολογία η οποία παρατίθεται στην αιτιολογική έκθεση υιοθετήθηκε κατόπιν συνεκτίμησης της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε με το έγγραφο της 6ης Μαρτίου 2015 και να λάβει γνώση των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους το Συμβούλιο δεν δέχθηκε την επιχειρηματολογία αυτή.

88

Βεβαίως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, πέραν της απάντησης αυτής, το Συμβούλιο όφειλε να έχει διευκρινίσει τα συγκεκριμένα στοιχεία βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος εξακολουθούσε να υφίσταται. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πράττοντας τούτο, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον εκτίμησε εσφαλμένως το περιεχόμενο της υποχρέωσης την οποία υπέχει το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 52 έως 55 και 83 της παρούσας απόφασης, κατά την οποία το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να απαντήσει, με την αιτιολογία της επίμαχης απόφασης, στις εκτιμήσεις που διατύπωσε ο ενδιαφερόμενος κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση της επίμαχης πράξης, χωρίς ωστόσο να υποχρεούται να αποδείξει, με την ίδια αυτή αιτιολογία, το υποστατό των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών ούτε να προβεί στον νομικό τους χαρακτηρισμό.

89

Ως εκ τούτου, τα νομικά σφάλματα που επισημάνθηκαν στις σκέψεις 74 και 88 της παρούσας απόφασης είναι ικανά να ανατρέψουν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 115 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

90

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο έβδομος λόγος αναιρέσεως όπως και ο έκτος λόγος αναιρέσεως όσον αφορά την αιτιολογία των πράξεων του 2015 έως 2017 η οποία στηρίζεται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών του 2014 περί επανεξέτασης.

91

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κριθεί βάσιμη καθόσον αποσκοπεί στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που αυτή δέχθηκε την προσφυγή ακυρώσεως των πράξεων του 2015 έως 2017 λόγω έλλειψης αιτιολογίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως και με τα οποία αμφισβητούνται οι εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις αποφάσεις των αρχών των Ηνωμένων Πολιτειών.

92

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να αναιρεθούν τα σημεία 1 έως 11, 13 και 14 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με τα οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

93

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

94

Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου, του πέμπτου, του έκτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο, το δε Δικαστήριο πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί τα σημεία 1 έως 11, 13 και 14 του διατακτικού της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Νοεμβρίου 2018, ΡΚΚ κατά Συμβουλίου (T-316/14, EU:T:2018:788).

 

2)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top