Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0729

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan της 12ης Νοεμβρίου 2020.
    TKF κατά Department of Justice for Northern Ireland.
    Αίτηση του Court of Appeal in Northern Ireland για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής – Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 – Χρονικό πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 75 – Αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστήριο κράτους μέλους πριν από την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
    Υπόθεση C-729/19.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:923

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    GERARD HOGAN

    της 12ης Νοεμβρίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑729/19

    TKF

    κατά

    Department of Justice for Northern Ireland

    [αίτηση του Court of Appeal in Northern Ireland
    (εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας, Ηνωμένο Βασίλειο)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής – Κανονισμός (ΕΚ) 4/2009 – Άρθρο 75 – Χρονικό πεδίο εφαρμογής – Δυνατότητα καταχωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από την προσχώρηση του κράτους προελεύσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Υπό ποιες περιστάσεις (εφόσον υπάρχουν) δύναται να αναγνωριστεί απόφαση διατροφής εθνικού δικαστηρίου εκδοθείσα πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής ( 2 ); Αυτό, κατ’ ουσίαν, είναι το ζήτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Court of Appeal in Northern Ireland (United Kingdom) (εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας, Ηνωμένο Βασίλειο).

    2.

    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση στο Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσεων για ζητήματα σχετικά με υποχρεώσεις διατροφής, οι οποίες εκδόθηκαν στην Πολωνία πριν από την προσχώρησή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004 και πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, ήτοι την 18η Ιουνίου 2011. Πριν όμως από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να αναφερθούν οι κρίσιμες νομικές διατάξεις.

    II. Νομικό πλαίσιο

    Α.   Δίκαιο της Ένωσης

    1. Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου

    3.

    Το άρθρο 66 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 3 ), ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται καθώς και στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του.

    2.   Εάν, ωστόσο, η αγωγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης πριν από την έναρξη ισχύος του ανά χείρας κανονισμού, οι αποφάσεις που εξεδόθησαν μετά από την εν λόγω ημερομηνία αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με το κεφάλαιο III:

    α)

    εάν η αγωγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης μετά την έναρξη ισχύος των συμβάσεων των Βρυξελλών [Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών] και του Λουγκάνο [Σύμβαση για διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1988, L 319, σ. 9), στο εξής: Σύμβαση του Λουγκάνο] τόσο στο κράτος μέλος προέλευσης, όσο και στο κράτος μέλος προς ο η αίτηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης,

    β)

    σε κάθε άλλη περίπτωση, εάν η διεθνής δικαιοδοσία θεμελιώθηκε σε κανόνες σύμφωνους είτε με διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ είτε με τη σύμβαση των Βρυξελλών ή με σύμβαση που κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής ίσχυε μεταξύ του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους αναγνώρισης ή εκτέλεσης.»

    2. Κανονισμός 4/2009

    4.

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 31, 44 και 47 του κανονισμού 4/2009 έχουν ως εξής:

    «(31)

    Προκειμένου να διευκολυνθεί η διασυνοριακή είσπραξη των αξιώσεων διατροφής, θα πρέπει να θεσπισθεί σύστημα συνεργασίας μεταξύ των κεντρικών αρχών που ορίζονται από τα κράτη μέλη. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να βοηθούν τους υπόχρεους και τους δικαιούχους διατροφής να επικαλούνται τα δικαιώματά τους σε άλλο κράτος μέλος με την υποβολή αιτήσεων αναγνώρισης, κήρυξης εκτελεστότητας και εκτέλεσης ήδη υπαρχουσών αποφάσεων, τροποποίησης των αποφάσεων αυτών ή έκδοσης απόφασης. Θα πρέπει να ανταλλάσσουν επίσης πληροφορίες για τον εντοπισμό των οφειλετών και των δικαιούχων και τον προσδιορισμό των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, εφόσον απαιτείται. Τέλος, θα πρέπει να συνεργάζονται μεταξύ τους ανταλλάσσοντας πληροφορίες γενικής φύσεως και προάγοντας τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους τους.

    […]

    (44)

    Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τροποποιήσει τον [κανονισμό 44/2001] αντικαθιστώντας τις διατάξεις του που εφαρμόζονται σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής. Με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει, σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, να εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση, την κήρυξη της εκτελεστότητας και εκτέλεσης των αποφάσεων καθώς και τη νομική αρωγή αντί των διατάξεων του [κανονισμού 44/2001], από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    […]

    (47)

    Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση του παρόντος κανονισμού και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο επιφυλάσσεται της δυνατότητας να κοινοποιήσει την πρόθεσή του να αποδεχθεί τον παρόντα κανονισμό μετά την έκδοσή του σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω Πρωτοκόλλου.»

    5.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

    1.

    “απόφαση”: απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής, εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτέλεσης, καθώς και ο καθορισμός, από το γραμματέα, της δικαστικής δαπάνης. Για τους σκοπούς των κεφαλαίων [VII και VIII], ως “απόφαση” νοείται επίσης απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής εκδιδόμενη από δικαστήριο τρίτου κράτους».

    6.

    Το κεφάλαιο IV του κανονισμού 4/2009, με τίτλο «Αναγνώριση, εκτελεστότητα και εκτέλεση αποφάσεων», διαιρείται σε τρία τμήματα. Κατά το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού, το τμήμα 1, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 17 έως 22 του εν λόγω κανονισμού, εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης, της 23ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (στο εξής: Πρωτόκολλο της Χάγης)· το τμήμα 2, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 23 έως 38 του εν λόγω κανονισμού, εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης, ενώ το τμήμα 3, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 39 έως 43 του εν λόγω κανονισμού, περιέχει διατάξεις κοινές για όλες τις αποφάσεις.

    7.

    Το κεφάλαιο VII του κανονισμού 4/2009 περιλαμβάνει τις διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών αρχών που περιλαμβάνονται στα άρθρα 49 έως 63 του κανονισμού αυτού.

    8.

    Το άρθρο 75 του κανονισμού 4/2009, το οποίο επιγράφεται «Μεταβατικές διατάξεις», ορίζει τα εξής:

    «1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν κινηθεί, σε δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί από την ημερομηνία εφαρμογής του και εφεξής, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3.

    2.   Τα τμήματα 2 και 3 του κεφαλαίου IV εφαρμόζονται:

    α)

    στις αποφάσεις που εκδίδονται στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και των οποίων η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας ζητούνται από την ημερομηνία αυτή και εφεξής,

    β)

    στις αποφάσεις που εκδίδονται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και εφεξής κατόπιν διαδικασίας που έχει κινηθεί πριν από αυτή την ημερομηνία,

    εφόσον οι αποφάσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του [κανονισμού 44/2001], για τους σκοπούς της αναγνώρισης και της εκτέλεσης.

    Ο [κανονισμός 44/2001] εξακολουθεί να ισχύει για τις διαδικασίες αναγνώρισης και εκτέλεσης που ευρίσκονται εν εξελίξει κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

    Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στα κράτη μέλη.

    3.   Το κεφάλαιο VΙΙ σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών εφαρμόζεται στις αιτήσεις που παρελήφθησαν από την κεντρική αρχή, αρχής γενομένης από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.»

    9.

    Κατά το άρθρο 76 του κανονισμού 4/2009, με την εξαίρεση των άρθρων 2, παράγραφος 2, 47, παράγραφος 3, 71, 72 και 73, ο κανονισμός εφαρμόζεται από τις 18 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη ότι το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 είναι εφαρμοστέο στην Ένωση σε αυτήν την ημερομηνία.

    3. Απόφαση 2009/451/ΕΚ

    10.

    Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 2009/451/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποδεχθεί τον κανονισμό (ΕΚ) 4/2009 ( 4 ), ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο την 1η Ιουλίου 2009.

    4. Απόφαση 2009/941/ΕΚ

    11.

    Κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως 2009/941/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τη σύναψη, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του [Πρωτοκόλλου της Χάγης] ( 5 ), οι κανόνες του πρωτοκόλλου αυτού εφαρμόζονται σε προσωρινή βάση στην Ένωση από τις 18 Ιουνίου 2011.

    Β.   Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

    12.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1A, των Magistrates Courts (Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982) Rules (Northern Ireland) 1986 [κανονιστικής ρύθμισης του 1986 για τα πρωτοδικεία (νόμος του 1982 για τη δικαιοδοσία και τις δικαστικές αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις)] ορίζει τα εξής:

    «Ο γραμματέας μικροδιαφορών, όταν παραλάβει αίτηση δυνάμει του άρθρου 26 του [κανονισμού 4/2009], για καταχώριση απόφασης περί διατροφής εκδοθείσας σε συμβαλλόμενο κράτος μέλος άλλο από το Ηνωμένο Βασίλειο, υποχρεούται, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 24 [του κανονισμού 4/2009] και των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, να καταχωρίσει την απόφαση στο βιβλίο αποφάσεων του δικαστηρίου των μικροδιαφορών υπό τη μορφή πρακτικού υπογεγραμμένου από αυτόν.»

    III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης

    13.

    Ο TKF και η AKF, Πολωνοί υπήκοοι, συνήψαν γάμο στην Πολωνία το 1991. Απέκτησαν δύο υιούς. Την 1η Απριλίου 1999, πολωνικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση περί διατροφής υπέρ της AKF και εις βάρος του TKF. Μεταξύ Δεκεμβρίου 2002 και Φεβρουαρίου 2003, κατατέθηκαν ενώπιον των πολωνικών δικαστηρίων και νέες αγωγές διατροφής. Οι τελευταίες αυτές αγωγές είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση αποφάσεων τις οποίες το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «επικαιροποιημένες αποφάσεις περί διατροφής» της 14ης Φεβρουαρίου 2003, καθόσον οι αποφάσεις αυτές αποτελούσαν «παραλλαγές των αρχικών αποφάσεων που εκδόθηκαν την 1η Απριλίου 1999» από το ίδιο δικαστήριο ( 6 ).

    14.

    Ο γάμος του TKF και της AKF λύθηκε το 2004. Δύο έτη αργότερα, τον Αύγουστο του 2006, ο TKF μετοίκησε στη Βόρεια Ιρλανδία όπου διαμένει έκτοτε.

    15.

    Με αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013 και της 15ης Αυγούστου 2014 (στο εξής: αποφάσεις περί καταχωρίσεως), ο γραμματέας του Magistrates’ Court for the Petty Sessions District of Belfast and Newtownabbey (United Kingdom) (ειρηνοδικείου της περιφέρειας Belfast και Newtownabbey, Ηνωμένο Βασίλειο) καταχώρισε προς εκτέλεση και κήρυξε εκτελεστές τις δύο αποφάσεις περί διατροφής που είχαν εκδοθεί από το πολωνικό δικαστήριο στις 14 Φεβρουαρίου 2003. Οι αποφάσεις περί καταχωρίσεως εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 75 του κανονισμού 4/2009. Σε αυτές δηλώνεται επίσης ότι οι κατ’ αυτόν τον τρόπο καταχωρισθείσες αποφάσεις είναι εκτελεστές κατά την έννοια του τμήματος 2, του κεφαλαίου IV, του ίδιου κανονισμού.

    16.

    Ο TFK προσέφυγε κατά των αποφάσεων περί καταχωρίσεως ενώπιον του High Court of Justice in Northern Ireland, Queen’s Bench Division (United Kingdom) (ανώτερο δικαστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο), με την αιτιολογία ότι, από τη στιγμή που η Πολωνία δεν αποτελούσε κράτος μέλος κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίμαχων αποφάσεων του πολωνικού δικαστηρίου, δεν έχει εφαρμογή το τμήμα 2 του κεφαλαίου 4 του κανονισμού 4/2009. Υποστήριξε επίσης ότι ούτε τα άρθρα 23 και 26 έχουν εφαρμογή στις αποφάσεις του πολωνικού δικαστηρίου και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι αποφάσεις αυτές αντιβαίνουν στο άρθρο 24 του κανονισμού 4/2009, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο TFK γνώριζε τις επίμαχες διαδικασίες και παρέστη ή εκπροσωπήθηκε σε αυτές.

    17.

    Εντούτοις, η αγωγή του απορρίφθηκε από το High Court of Justice in Northern Ireland, Queen’s Bench Division (ανώτερο δικαστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών), με την αιτιολογία ότι ο κανονισμός 4/2009 δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη η οποία να περιορίζει το χρονικό πεδίο εφαρμογής του στις αποφάσεις περί διατροφής που εκδόθηκαν από πολωνικά δικαστήρια μόνο μετά την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ένωση. Επιπροσθέτως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009 δεν έχει εφαρμογή, εντούτοις, στα υπό εξέταση ζητήματα έχει εφαρμογή το κεφάλαιο VII του κανονισμού 4/2009, δυνάμει του άρθρου 75, παράγραφος 3, καθόσον η Πολωνία αποτελεί συμβαλλόμενο κράτος στο Πρωτόκολλο της Χάγης. Κατόπιν τούτων, το High Court of Justice in Northern Ireland, Queen’s Bench Division (ανώτερο δικαστήριο της Βόρειας Ιρλανδίας, τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών) έκρινε ότι οι αποφάσεις του πολωνικού δικαστηρίου καταχωρίσθηκαν και εκτελέστηκαν νομοτύπως δυνάμει του εν λόγω κεφαλαίου. Ακολούθως, ο TFK άσκησε έφεση κατά της συγκεκριμένης αποφάσεως ενώπιον του Court of Appeal in Northern Ireland (εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας, στο εξής: αιτούν δικαστήριο).

    18.

    Επομένως, το ζήτημα που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αφορά την ορθή διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού 4/2009 για τον σκοπό της καταχωρίσεως και της κηρύξεως της εκτελεστότητας των αποφάσεων περί διατροφής καθώς και τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 75, παράγραφος 2, σε αποφάσεις εκδοθείσες σε κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Πρωτόκολλο της Χάγης. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες τόσο ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 4/2009 σε αποφάσεις περί διατροφής εκδοθείσες στην Πολωνία πριν από την προσχώρησή της στην Ένωση όσο και ως προς το αν το Magistrates’ Court for the Petty Sessions District of Belfast and Newtownabbey (ειρηνοδικείο της περιφέρειας Belfast και Newtownabbey) είναι αρμόδιο να καταχωρίσει τις οικείες αποφάσεις δυνάμει οποιουδήποτε σκέλους του άρθρου 75 του κανονισμού 4/2009.

    IV. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

    19.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Οκτωβρίου 2019, το Court of Appeal in Northern Ireland (εφετείο της Βόρειας Ιρλανδίας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 75, παράγραφος 2, του [κανονισμού 4/2009] την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο σε “αποφάσεις” που εκδίδονται σε κράτη τα οποία ήταν κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τον χρόνο έκδοσης των αποφάσεων αυτών;

    2)

    Λαμβανομένου υπόψη ότι η Πολωνία είναι σήμερα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης, μπορούν αποφάσεις περί διατροφής που εκδόθηκαν από δικαστήριο στην Πολωνία το 1999 και το 2003, ήτοι πριν από την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να καταχωρισθούν για εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης δυνάμει διατάξεως του [κανονισμού 4/2009] και, ιδίως:

    α)

    δυνάμει του άρθρου 75, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 56 του [κανονισμού 4/2009]·

    β)

    δυνάμει του άρθρου 75, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το τμήμα 2 του κεφαλαίου IV του [κανονισμού 4/2009]·

    γ)

    δυνάμει του άρθρου 75, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το τμήμα 3 του κεφαλαίου IV του [κανονισμού 4/2009]·

    δ)

    δυνάμει οποιουδήποτε άλλου άρθρου του [κανονισμού 4/2009];»

    20.

    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο TKF και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, ο TKF, το Department of Justice for Northern Ireland, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 14 Οκτωβρίου 2020.

    21.

    Όπως επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είναι λυπηρό το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει την τελευταία υπόθεση από τη Βόρεια Ιρλανδία επί της οποίας θα έχει τη δυνατότητα να αποφανθεί ευθέως το Δικαστήριο. Πράγματι, το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα μεσάνυχτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης Ιανουαρίου 2020. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 86, παράγραφος 2 και του άρθρου 89, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ( 7 ), η απόφαση του Δικαστηρίου θα εξακολουθήσει να έχει δεσμευτική ισχύ στο σύνολό της ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός της επικράτειάς του (συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας), ανεξαρτήτως της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

    V. Ανάλυση

    Α.   Πρώτο προδικαστικό ερώτημα

    22.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η παρέκκλιση από τη διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού 4/2009 που προβλέπεται από το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο σε «αποφάσεις» εκδοθείσες από εθνικά δικαστήρια κρατών που ήταν ήδη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων.

    23.

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τις ρυθμίσεις των οποίων αποτελεί μέρος ( 8 ).

    24.

    Κατόπιν της εφαρμογής των αρχών αυτών στην υπό κρίση υπόθεση, διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι σύμφωνα με τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009, ως «απόφαση» νοείται η απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής, η οποία εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους. Συνεπώς, σημείο αφετηρίας θεωρείται ότι ο κανονισμός 4/2009 εκκινεί από την παραδοχή ότι η απόφαση πρέπει να έχει εκδοθεί από δικαστήριο κράτους μέλους. Τούτο, προφανώς, δεν ίσχυε για την Πολωνία πριν από τον Μάιο του 2004.

    25.

    Το άρθρο 75 του κανονισμού 4/2009 είναι μεταβατική διάταξη που αποβλέπει στη ρύθμιση του καθεστώτος των αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Θα πρέπει, ασφαλώς, να υπενθυμιστεί ότι, όπως καθίσταται σαφές από την αιτιολογική σκέψη 44 του κανονισμού 4/2009, ο κανονισμός αυτός αντικαθιστά, κατ’ ουσίαν, τις γενικές διατάξεις σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα διατροφής, οι οποίες περιλαμβάνονταν προηγουμένως στον κανονισμό 44/2001. Με άλλα λόγια, ο κανονισμός 4/2009 αποτελεί lex specialis όσον αφορά τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων στον ειδικό τομέα των υποχρεώσεων διατροφής ( 9 ).

    26.

    Δεδομένου ότι υφίσταται ουσιαστική συνέχεια στη σχέση μεταξύ των δύο κανονισμών, ήταν απλώς αναμενόμενο ότι ο κανονισμός 4/2009 θα περιείχε ρυθμίσεις σχετικά με τις αποφάσεις περί διατροφής που είχαν εκδοθεί στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του τελευταίου αυτού κανονισμού στις 18 Ιουνίου 2011 ( 10 ). Τούτο, όπως θα καταδειχθεί ευθύς αμέσως, αντικατοπτρίζεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 75 του κανονισμού 4/2009. Εντούτοις, το ουσιαστικό ζήτημα που παραμένει είναι αν οι διατάξεις αυτές μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ανατρέχουν και εφαρμόζονται σε αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια κρατών πριν από την ένταξη των κρατών αυτών στην Ένωση. Σε αυτό ακριβώς το βασικό ζήτημα θα στραφώ ευθύς αμέσως.

    27.

    Το άρθρο 75, παράγραφος 1, προβλέπει, κατ’ αρχάς, ότι, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων του 2 και 3, ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν κινηθεί, σε δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί μετά την ημερομηνία εφαρμογής του. Το άρθρο 75, παράγραφος 3, αφορά τις μεταβατικές ρυθμίσεις σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών αρχών και ουδεμία επιρροή ασκεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρά ταύτα όμως προτείνω να εξεταστεί ο πιθανός αντίκτυπος της συγκεκριμένης διατάξεως στο πλαίσιο του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

    28.

    Ωστόσο, το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009 –και ιδίως το άρθρο 75, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ– είναι μείζονος σημασίας και αφορά δύο ελαφρώς διαφορετικές καταστάσεις. Πρώτον, το άρθρο 75, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 4/2009 ορίζει ότι το τμήμα 2 (το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 23 έως 38 του εν λόγω κανονισμού και εφαρμόζεται σε αποφάσεις εκδιδόμενες σε κράτη μέλη τα οποία δεν δεσμεύονται από το Πρωτόκολλο της Χάγης) και το τμήμα 3 (το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 39 έως 43 του εν λόγω κανονισμού και περιέχει διατάξεις κοινές για όλες τις αποφάσεις) εφαρμόζονται «στις αποφάσεις που εκδίδονται στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και των οποίων η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας ζητούνται από την ημερομηνία αυτή κι εφεξής» ( 11 ).

    29.

    Η φράση την οποία πήρα την πρωτοβουλία να υπογραμμίσω –«στα κράτη μέλη»– θα πρέπει, ασφαλώς, να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τον ίδιο τον ορισμό της έννοιας «απόφαση» που παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009. Όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν σαφείς γραμματικές ενδείξεις ότι η επίμαχη απόφαση του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να έχει εκδοθεί σε χρόνο κατά τον οποίο και το ίδιο το κράτος ήταν κράτος μέλος της Ένωσης. Τούτο, ασφαλώς, δεν ίσχυε για την Πολωνία πριν από τον Μάιο του 2004.

    30.

    Δεύτερον, το άρθρο 75, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 4/2009, ορίζει ότι τα τμήματα 2 και 3 εφαρμόζονται σε αποφάσεις εκδοθείσες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ή από αυτή την ημερομηνία και εφεξής αλλά ως αποτέλεσμα διαδικασιών που κινήθηκαν προ της ημερομηνίας αυτής, εφόσον οι αποφάσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, για τους σκοπούς της αναγνώρισης και της εκτέλεσης. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή υποδεικνύει κατά τρόπο σαφή ότι μόνον οι αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 μπορούν να τύχουν του ευεργετήματος των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, αντιστοίχως.

    31.

    Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να εξεταστεί το άρθρο 66 του κανονισμού 44/2001, το οποίο αφορά τη διαχρονική του εφαρμογή.

    32.

    Συναφώς, όπως υποστήριξε η Πολωνική Κυβέρνηση με τις προφορικές παρατηρήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Οκτωβρίου 2020, είναι αληθές ότι το άρθρο 66, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 προβλέπει ότι αποφάσεις εκδιδόμενες μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω κανονισμού πρέπει να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται σύμφωνα με το κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού, «εάν η αγωγή ασκήθηκε στο κράτος μέλος προέλευσης μετά την έναρξη ισχύος των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο τόσο στο κράτος μέλος προέλευσης, όσο και στο κράτος μέλος προς ο η αίτηση αναγνώρισης ή εκτέλεσης».

    33.

    Εντούτοις, όπως έκρινε το Δικαστήριο με ιδιαίτερη σαφήνεια στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, Wolf Naturprodukte (C‑514/10, EU:C:2012:367, σκέψη 34), προκειμένου ο ειδικός αυτός κανονισμός να έχει εφαρμογή για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεως, είναι αναγκαίο, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής, ο κανονισμός 44/2001 να ίσχυε τόσο στο κράτος του οποίου το δικαιοδοτικό όργανο εξέδωσε την απόφαση όσο και στο κράτος μέλος από το οποίο ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

    34.

    Με άλλα λόγια, στον βαθμό που είναι κρίσιμο για την υπό κρίση υπόθεση, πρέπει, πρωτίστως, να σημειωθεί ότι η διαδικασία κινήθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η Σύμβαση του Λουγκάνο δεν είχε εφαρμογή στην Πολωνία, δεδομένου ότι η απόφαση περί διατροφής χρονολογείται από την 1η Απριλίου 1999 ( 12 ). Καίτοι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι αγωγές που είχαν ως αντικείμενο την επικαιροποίηση της αρχικής αυτής αποφάσεως ασκήθηκαν πράγματι στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας –όπως υποδηλώνει ο όρος «επικαιροποίηση»– το γεγονός ότι η Σύμβαση του Λουγκάνο κατέστη εφαρμοστέα στην Πολωνία κατά τον χρόνο ασκήσεως των εν λόγω αγωγών δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, ουδεμία επιρροή, καθόσον οι τελευταίες αποφάσεις εκδόθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου 2003, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο η Πολωνία δεν αποτελούσε ακόμη κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    35.

    Από αυτήν την ερμηνεία των μεταβατικών διατάξεων του κανονισμού 44/2001 συνάγεται ότι, σε κάθε περίπτωση, όταν οι επίμαχες αποφάσεις έχουν εκδοθεί από δικαστήριο κράτους το οποίο, κατά τον χρόνο αυτό, δεν ήταν ακόμη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001 –καθόσον ο εν λόγω κανονισμός δεν είχε ακόμη εφαρμογή στο εν λόγω κράτος– και, συνεπώς, δεν εμπίπτουν ούτε στο πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009.

    36.

    Τρίτον, καίτοι η προσεκτική ανάγνωση του γράμματος του άρθρου 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009 επιβεβαιώνει αναμφίβολα ότι οι αποκαλούμενες «προενταξιακές αποφάσεις» δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, το συμπέρασμα αυτό τονίζεται και επαληθεύεται, ούτως ή άλλως, από οποιαδήποτε τελολογική ερμηνεία του άρθρου 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 44 του κανονισμού 4/2009 συνάγεται ότι σκοπός των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται από το άρθρο 75 είναι να διασφαλιστεί η μετάβαση από το γενικό καθεστώς που προέβλεπε ο κανονισμός 44/2001 στις ειδικές ρυθμίσεις για τις υποχρεώσεις διατροφής που προβλέπονται από τον κανονισμό 4/2009, καθιστώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δυνατή την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που έχουν εκδοθεί δυνάμει του πρώτου κανονισμού. Δεδομένου ότι αποφάσεις εκδοθείσες σε κράτη τα οποία δεν ήταν, κατά τον χρόνο εκδόσεως, μέλη της Ένωσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001, ουδείς λόγος συντρέχει να επεκταθεί στις αποφάσεις αυτές το ευεργέτημα των προαναφερθεισών μεταβατικών διατάξεων.

    37.

    Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει επανειλημμένως, στο πλαίσιο του συνολικού καθεστώτος της Συμβάσεως των Βρυξελλών και των σχετικών κανονισμών, ότι το σύστημα αναγνωρίσεως και εκτελέσεως εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, ιδίως δε στην πεποίθηση ότι τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών εφαρμόζουν επιμελώς (και, εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως) τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και τις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπονται από τη Συνθήκη των Βρυξελλών και τους κανονισμούς που τη διαδέχθηκαν, με συνέπεια η αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν προ της εντάξεως να εξαρτάται από το κατά πόσον το ίδιο το εκδίδον την απόφαση δικαστήριο έκρινε ότι διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία βάσει των κανόνων δικαιοδοσίας που συνάδουν με αυτούς που προβλέπονται από τη σχετική Σύμβαση ή κανονισμούς ( 13 ).

    38.

    Επομένως, η εφαρμογή των απλουστευμένων κανόνων περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, οι οποίοι προστατεύουν τον ενάγοντα, ιδίως παρέχοντάς του τη δυνατότητα να επιτύχει ταχεία, βέβαιη και αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε υπέρ αυτού στο κράτος μέλος προελεύσεως, δικαιολογείται μόνο στον βαθμό που η προς αναγνώριση ή εκτέλεση απόφαση έχει εκδοθεί σύμφωνα με τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που μπορούν να προασπίσουν τα συμφέροντα του εναγομένου. Εντούτοις, η προστασία αυτή δεν μπορεί να διασφαλιστεί όταν η απόφαση έχει εκδοθεί σε κράτος στο οποίο δεν είχε εφαρμογή ο κανονισμός 44/2001 κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της οικείας αποφάσεως, ακριβώς διότι το οικείο δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο, κατά τον χρόνο εκείνο, να διασφαλίσει ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν την ίδια τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου θεμελιώνονται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται από το άρθρο 3 και τα τμήματα 2 έως 7 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού.

    39.

    Το ζήτημα αυτό κρίθηκε πολύ πρόσφατα από το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, Wolf Naturprodukte (C‑514/10, EU:C:2012:367), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι αυστριακή απόφαση του 2003 δεν μπορούσε να εκτελεστεί στην Τσεχική Δημοκρατία το 2007 κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού 44/2001, καθόσον ο κανονισμός αυτός δεν είχε εφαρμογή στην Τσεχική Δημοκρατία κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως από τα αυστριακά δικαστήρια ( 14 ).

    40.

    Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι η παρέκκλιση από τη χρονική εφαρμογή του κανονισμού 4/2009 που προβλέπεται από το άρθρο 75, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο σε «αποφάσεις» εκδοθείσες από δικαστήρια κρατών τα οποία ήταν ήδη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων αυτών.

    41.

    Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το γράμμα, την όλη οικονομία και τον σκοπό του άρθρου 75 του κανονισμού 4/2009. Επιπλέον, είναι επίσης σύμφωνη με την αρχή ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ώστε οι γενικοί κανόνες να μην καθίστανται άνευ αντικειμένου ( 15 ).

    Β.   Δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

    42.

    Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικά, να διευκρινιστεί αν μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί σε άλλο κράτος μέλος απόφαση εκδοθείσα από εθνικό δικαστήριο κράτους πριν από την ένταξη του εν λόγω κράτους στην Ένωση βάσει οποιασδήποτε διατάξεως του κανονισμού 4/2009.

    43.

    Είναι σκόπιμο να υπενθυμιστεί εκ προοιμίου ότι, δυνάμει του άρθρου 76 του κανονισμού 4/2009, ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ από τις 18 Ιουνίου 2011, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 2, παράγραφος 2, 47, παράγραφος 3, 71, 72 και 73. Επιπλέον, οι μοναδικές παρεκκλίσεις από τον εν λόγω κανόνα έχουν ρυθμιστεί ρητώς από τον νομοθέτη της Ένωσης με το άρθρο 75, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 4/2009. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, φρονώ ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι οι μοναδικές κρίσιμες για την απάντηση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος.

    44.

    Ωστόσο, από την απάντησή μου στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου συνάγεται ότι το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009 δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε αποφάσεις εκδοθείσες σε κράτη τα οποία δεν ήταν ακόμη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων. Εφόσον γίνει δεκτό ότι αυτή είναι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009, θα ήταν μάλλον παράλογο να θεωρηθεί ότι οι παρεπόμενες διατάξεις του άρθρου 75, παράγραφος 3, του κανονισμού 4/2009 έχουν ως έμμεσο αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της αναγνωρίσεως και της εκτελέσεως αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από εθνικά δικαστήρια κρατών πριν από την προσχώρηση των εν λόγω κρατών στην Ένωση. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ούτε αυτή η διάταξη μπορεί να ερμηνευθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η άποψή μου στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους.

    45.

    Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 75, παράγραφος 3, του κανονισμού 4/2009, συνάγεται ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου VII του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών αρχών, έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις που έχουν παραλάβει οι κεντρικές αρχές από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού 4/2009, χωρίς οποιονδήποτε άλλον περιορισμό. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1, του κανονισμού 4/2009, ο όρος «απόφαση» καλύπτει επίσης τις αποφάσεις σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής που εκδίδονται από δικαστήριο τρίτου κράτους στο πλαίσιο του εν λόγω κεφαλαίου VII.

    46.

    Εντούτοις, οι διατάξεις αυτές δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν, εύλογα, στο συμπέρασμα ότι απόφαση που εκδόθηκε σε τρίτο κράτος πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί σε κράτος μέλος, επωφελούμενη των απλουστευμένων κανόνων του κανονισμού 4/2009, απλώς και μόνο λόγω του ότι ο δικαιούχος της διατροφής ενδέχεται να έχει απευθυνθεί στην κεντρική αρχή.

    47.

    Τούτο, κατ’ αρχάς, δεν συνάδει με την πρόβλεψη ισορροπίας μεταξύ των δικαιούχων και των υπόχρεων σε διατροφή, στην οποία στηρίζεται η περιοριστική ερμηνεία της παρεκκλίσεως που προβλέπεται από το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009 ( 16 ). Δεύτερον, διαχωρίζει τους δικαιούχους που έχουν επιλέξει να προσφύγουν στις κεντρικές αρχές από αυτούς που ενεργούν κατά μόνας, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ρητώς ότι ο δικαιούχος διατροφής έχει μεν το δικαίωμα –αλλά δεν υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση– να υποβάλει αίτηση συνδρομής στις κεντρικές αρχές δυνάμει των διατάξεων του κεφαλαίου VII του κανονισμού 4/2009 ( 17 ). Δεν θα μπορούσε, επομένως, να υποστηριχθεί ότι η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας προ της προσχωρήσεως μπορεί να εξαρτάται από το αν ο δικαιούχος διατροφής έχει όντως επωφεληθεί των επιλογών που του παρέχονται από το κεφάλαιο VII. Ούτε, όπως παρατήρησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του TKF κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να υποδηλώνει ότι –σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του κεφαλαίου IV– οι διατάξεις του κεφαλαίου VII αποσκοπούσαν στην απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας.

    48.

    Προκειμένου να μην καταστεί κενό περιεχομένου το άρθρο 75, παράγραφος 3, του κανονισμού 4/2009, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η προτεινόμενη συσταλτική ερμηνεία δεν έχει εφαρμογή στις αιτήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 51 και 56 του κανονισμού 4/2009, οι οποίες δεν αφορούν άμεσα την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από δικαστήριο κράτους πριν από την προσχώρησή του. Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιθανό ο δικαιούχος διατροφής από μια τέτοια απόφαση να αιτηθεί τη συνδρομή της κεντρικής αρχής προκειμένου να τον διευκολύνει στον εντοπισμό του υποχρέου ( 18 ) ή στην αναζήτηση σχετικών πληροφοριών όσον αφορά το εισόδημά του/της και, ενδεχομένως, την περιουσιακή κατάσταση ( 19 ), ή ακόμη και να επιτύχει την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος εκτός του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ( 20 ).

    49.

    Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, με βάση το άρθρο 75 του κανονισμού 4/2009 ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως αυτού του κανονισμού, δεν είναι δυνατή η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από δικαστήριο κράτους πριν από την προσχώρηση του εν λόγω κράτους στην Ένωση δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 4/2009. Κατά συνέπεια, οι αποφάσεις που εκδόθηκαν από πολωνικά δικαστήρια πριν από την προσχώρηση της Πολωνίας στην Ένωση δεν μπορούν να αναγνωριστούν και να εκτελεστούν δυνάμει αυτής της νομικής βάσεως.

    VI. Πρόταση

    50.

    Ως εκ τούτου, υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Court of Appeal in Northern Ireland (εφετείο της Βόρειας Ιρλανδίας, Ηνωμένο Βασίλειο) ως ακολούθως:

    1)

    Η παρέκκλιση από τη διαχρονική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 75, παράγραφος 2, του κανονισμού 4/2009, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται μόνο σε αποφάσεις εκδοθείσες από δικαστήρια κρατών που ήταν ήδη μέλη της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω αποφάσεων.

    2)

    Η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από δικαστήριο κράτους πριν από την προσχώρηση του κράτους αυτού στην Ένωση δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 4/2009, δεν μπορεί να ζητηθεί με βάση το άρθρο 75 του κανονισμού 4/2009 ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) ΕΕ 2009, L 7, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2011, L 131, σ. 26, και ΕΕ 2013, L 8, σ. 19.

    ( 3 ) ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.

    ( 4 ) ΕΕ 2009, L 149, σ. 73.

    ( 5 ) ΕΕ 2009, L 331, σ. 17.

    ( 6 ) Πάντως, από τη δικογραφία δεν καθίσταται απολύτως σαφές αν η διαδικασία του 2002-2003 αφορούσε μια εξ ολοκλήρου νέα δίκη ή αν (όπως είναι πιθανότερο) η «επικαιροποιημένη» απόφαση περί διατροφής ήταν το αποτέλεσμα των νέων αγωγών που ασκήθηκαν το 2002-2003, σε σχέση με την προϋφιστάμενη διαδικασία του 1999. Εν τέλει, η εξακρίβωση του συγκεκριμένου ζητήματος εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.

    ( 7 ) ΕΕ 2020, L 29, σ. 7.

    ( 8 ) Πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, L (C‑656/13, EU:C:2014:2364, σκέψη 38).

    ( 9 ) Πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, FX (Ανακοπή εκτελέσεως αξιώσεως διατροφής) (C‑41/19, EU:C:2020:425, σκέψη 33).

    ( 10 ) Όπως προβλέπεται από το άρθρο 76 του κανονισμού 4/2009.

    ( 11 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 12 ) Η Σύμβαση του Λουγκάνο τέθηκε σε ισχύ στην Πολωνία την 1η Φεβρουαρίου 2000.

    ( 13 ) Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1997, von Horn (C‑163/95, EU:C:1997:472, σκέψεις 18 έως 20).

    ( 14 ) Βλ. σκέψεις 28 έως 30.

    ( 15 ) Πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Wucher Helicopter και Euro-Aviation Versicherung (C‑6/14, EU:C:2015:122, σκέψη 24). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Πολιτικοί μηχανικοί, πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και κτηνίατροι) (C‑209/18, EU:C:2019:632, σκέψη 35).

    ( 16 ) Βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.

    ( 17 ) Πρβλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2017, S. (C‑283/16, EU:C:2017:104, σκέψη 40).

    ( 18 ) Άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 4/2009.

    ( 19 ) Άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 4/2009.

    ( 20 ) Άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 4/2009.

    Top