Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CC0490

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 17ης Σεπτεμβρίου 2020.
Syndicat interprofessionnel de défense du fromage Morbier κατά Société Fromagère du Livradois SAS.
Αίτηση του Cour de cassation για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Προστασία γεωγραφικών ενδείξεων και ονομασιών προέλευσης γεωργικών προϊόντων και τροφίμων – Κανονισμός (ΕΚ) 510/2006 – Κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ – Πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος – Αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει ένα προϊόν το οποίο καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία – Προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) “Morbier”.
Υπόθεση C-490/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:730

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 ( 1 )

Υπόθεση C‑490/19

Syndicat interprofessionnel de défense du fromage Morbier

κατά

Société Fromagère du Livradois SAS

[αίτηση του Cour de cassation
(Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα – Γεωγραφικές ενδείξεις και ονομασίες προέλευσης – Προστασία της καταχώρισης ονομασίας – Απαγόρευση χρήσης από τρίτον ή απαγόρευση παρουσίασης ικανής να παραπλανήσει τον καταναλωτή χωρίς χρήση της ονομασίας»

I. Εισαγωγή

1.

Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) θέτει στο Δικαστήριο ερώτημα που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών (ΕΚ) 510/2006 ( 2 ) και (ΕΕ) 1151/2012 ( 3 ).

2.

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της syndicat interprofessionnel de défense du fromage Morbier (Διεπαγγελματικής ένωσης προάσπισης του τυριού Morbier) (στο εξής: ένωση) και της εταιρίας Fromagère du Livradois SAS (στο εξής: SFL), όσον αφορά φερόμενες πράξεις αθέμιτου και παρασιτικού ανταγωνισμού εκ μέρους της τελευταίας κατά παράβαση της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) «Morbier».

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

3.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε την προστασία των ΠΟΠ και των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων (ΠΓΕ) των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992 ( 4 ), ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 510/2006. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι καταχωρισμένες ονομασίες προστατεύονται από:

α)

οιαδήποτε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, εφόσον τα εν λόγω προϊόντα είναι συγκρίσιμα με τα προϊόντα που έχουν καταχωρισθεί με την εν λόγω ονομασία ή εφόσον η εν λόγω χρήση αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας·

β)

οιαδήποτε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή εάν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως “είδος”, “τύπος”, “μέθοδος”, “τρόπος”, “απομίμηση” ή παρόμοιες·

γ)

οιαδήποτε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη, τόσο όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις ουσιαστικές ιδιότητες του προϊόντος, αναγραφόμενη στη συσκευασία ή στο περιτύλιγμα, στο διαφημιστικό υλικό ή σε έγγραφα που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν, καθώς και τη χρησιμοποίηση για τη συσκευασία του προϊόντος δοχείου που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του·

δ)

οιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

[…]»

4.

Ο κανονισμός 510/2006 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από τις 4 Ιανουαρίου 2013, από τον κανονισμό 1151/2012. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του τελευταίου αυτού κανονισμού είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με την αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού 510/2006, εξαιρουμένης της εφαρμογής του επίσης στα προϊόντα που καλύπτονται από την προστατευόμενη ονομασία όταν τα προϊόντα αυτά χρησιμοποιούνται ως συστατικό καθώς και στις «υπηρεσίες». Στα διάφορα συστήματα ποιότητας που έχει θεσπίσει η Ένωση προβλέπονται διατάξεις ανάλογες προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 ( 5 ).

5.

Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1241/2002 της Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2002 ( 6 ), που εκδόθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό 2081/92, η ονομασία «Morbier» καταχωρίστηκε στο μητρώο των ΠΟΠ. Οι σχετικές με την ΠΟΠ «Morbier» προδιαγραφές, όπως τροποποιήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1128/2013 της Επιτροπής, της 7ης Νοεμβρίου 2013 ( 7 ), ο οποίος έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, περιγράφουν την όψη του Morbier ως εξής: «Το τυρί “Morbier” είναι ένα τυρί από ανεπεξέργαστο νωπό αγελαδινό γάλα, με συμπιεσμένη άψητη μάζα, πεπλατυσμένο κυλινδρικό σχήμα διαμέτρου 30 έως 40 cm, ύψος 5 έως 8 cm, βάρος 5 έως 8 kg, επίπεδες πλευρές και ελαφρώς κυρτή ράχη. Το τυρί αυτό χαρακτηρίζεται από μια οριζόντια κεντρική μαύρη γραμμή, η οποία είναι προσκολλημένη και συνεχής σε όλη την επιφάνεια της τομής. Η κρούστα είναι φυσική, τριμμένη, με κανονική όψη, με επίχρισμα, με εμφανή ίχνη του σχεδίου της τυροκομικής μήτρας. Είναι χρώματος μπεζ προς πορτοκαλί, με καστανοπορτοκαλωπές, κοκκινοπορτοκαλωπές και ροδοπορτοκαλωπές αποχρώσεις. Η μάζα είναι ομοιογενής, χρώματος υπόλευκου έως ανοιχτοκίτρινου, φέρει συχνά μερικές διάσπαρτες οπές μεγέθους φραγκοστάφυλου ή μικρές πεπλατυσμένες φυσαλίδες […]».

6.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 1129/2011 ( 8 ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2013, όρισε ρητώς ότι η χρήση του φυτικού άνθρακα E153 επιτρέπεται μόνο για τα τυριά της ΠΟΠ «Morbier» ( 9 ).

Β.   Το γαλλικό δίκαιο

7.

Το άρθρο L. 722-1 του code de la propriété intellectuelle (κώδικα διανοητικής ιδιοκτησίας, Γαλλία), το οποίο θεσπίστηκε με τον νόμο 2007-1544, της 29ης Οκτωβρίου 2007, για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης ( 10 ), ο οποίος έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Κάθε προσβολή γεωγραφικής ένδειξης στοιχειοθετεί αστική ευθύνη του προσβάλλοντος. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “γεωγραφική ένδειξη” νοούνται:

[…]

b)

οι προστατευόμενες ονομασίες προέλευσης και οι προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων·

[…]».

III. Η κύρια δίκη και το προδικαστικό ερώτημα

8.

Η ένωση αναγνωρίστηκε στις 18 Ιουλίου 2007 από το Institut national de l’origine et de la qualité (INAO) (Εθνικό Ινστιτούτο Ονομασιών Προέλευσης και Ποιότητας, Γαλλία) ως οργανισμός για την προάσπιση της προστασίας του «Morbier». Η SFL, με έδρα το Puy-de-Dôme (Γαλλία), είναι εταιρία που παρασκευάζει και εμπορεύεται τυριά.

9.

Το «Morbier» είναι τυρί που προστατεύεται με ελεγχόμενη ονομασία προέλευσης (ΕΟΠ) κατόπιν εκδόσεως διατάγματος της 22ας Δεκεμβρίου 2000, το οποίο όρισε γεωγραφική ζώνη αναφοράς και προέβλεψε, στο άρθρο του 8, μεταβατική περίοδο για τις εγκατεστημένες εκτός της εν λόγω γεωγραφικής ζώνης επιχειρήσεις που παρήγαν και εμπορεύονταν τυριά υπό την ονομασία «Morbier», προκειμένου να τους δοθεί η δυνατότητα να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την ονομασία αυτή χωρίς την ένδειξη «ΕΟΠ», έως τη λήξη πενταετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της καταχώρισης της ονομασίας προέλευσης «Morbier» ως ΠΟΠ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 2081/92 ( 11 ). Το εν λόγω διάταγμα καταργήθηκε με το διάταγμα 2011-441 της 20ής Απριλίου 2011.

10.

Δεδομένου ότι δεν βρισκόταν στη γεωγραφική περιοχή για την οποία προοριζόταν η ονομασία «Morbier», επετράπη, σύμφωνα με το άρθρο 8 του διατάγματος της 22ας Δεκεμβρίου 2000, στην SFL, η οποία παρασκεύαζε τυρί υπό την ίδια ονομασία από το έτος 1979, να χρησιμοποιεί την ονομασία αυτή, χωρίς τη μνεία «ΕΟΠ», έως τις 11 Ιουλίου 2007, ημερομηνία κατά την οποία αντικατέστησε την ονομασία Morbier με την ονομασία «Montboissié du Haut Livradois». Επιπλέον, στις 5 Οκτωβρίου 2001, η SFL κατέθεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το αμερικανικό σήμα Morbier du Haut Livradois, το οποίο ανανέωσε το 2008 για δέκα έτη και, στις 5 Νοεμβρίου 2004, το γαλλικό σήμα Montboissier.

11.

Προσάπτοντάς στην SFL ότι προσβάλλει την προστατευόμενη ονομασία και προβαίνει σε πράξεις αθέμιτου και παρασιτικού ανταγωνισμού, καθόσον παρασκευάζει και εμπορεύεται τυρί το οποίο έχει την εξωτερική εμφάνιση του προϊόντος που καλύπτεται από την ΠΟΠ «Morbier», με σκοπό να δημιουργήσει σύγχυση και να εκμεταλλευθεί τη φήμη της εικόνας του προϊόντος, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφωθεί προς τις προδιαγραφές της ονομασίας προέλευσης, η ένωση άσκησε στις 22 Αυγούστου 2013 ενώπιον του tribunal de grande instance de Paris (πολυμελούς πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία) αγωγή κατά της SFL προκειμένου η εναγόμενη εταιρία να παύσει κάθε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση της ΠΟΠ «Morbier», κάθε κατάχρηση, απομίμηση, ή υπαινιγμό της εν λόγω ΠΟΠ, κάθε άλλη ψευδή ή παραπλανητική ένδειξη όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις βασικές ιδιότητες του προϊόντος, με οποιαδήποτε μέσα, που ενδέχεται να δημιουργήσει εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του προϊόντος, κάθε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος, και ιδίως οποιαδήποτε χρήση οριζόντιας μαύρης γραμμής που χωρίζει το τυρί σε δύο τμήματα, καθώς και να αποκαταστήσει τη ζημία της.

12.

Με απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, το tribunal de grande instance de Paris (πολυμελές πρωτοδικείο Παρισιού) απέρριψε το σύνολο των αιτημάτων της ένωσης. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού, Γαλλία) με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2017. Με την απόφαση αυτή, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η εμπορία τυριού το οποίο έχει ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά από αυτά που περιλαμβάνονται στις προδιαγραφές του Morbier και το οποίο, επομένως, μοιάζει με αυτό δεν είναι παράνομη. Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού), αφότου έκρινε ότι η νομοθεσία περί ΠΟΠ δεν αποσκοπεί στην προστασία της εμφάνισης ενός προϊόντος ή των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων όπως περιγράφονται στις προδιαγραφές του, αλλά στην προστασία της ονομασίας του, με αποτέλεσμα να μην απαγορεύει την παρασκευή ενός προϊόντος σύμφωνα με τεχνικές ίδιες με εκείνες που ορίζονται στους κανόνες για τη γεωγραφική ένδειξη, και αφότου υπενθύμισε ότι, ελλείψει απαγορευτικού κανόνα, η αντιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης ενός προϊόντος εμπίπτει στη σφαίρα της ελευθερίας του εμπορίου και της βιομηχανίας, έκρινε ότι τα προβαλλόμενα από την ένωση χαρακτηριστικά, ιδίως η οριζόντια μπλε γραμμή, ανάγονται σε ιστορική παράδοση, σε πατροπαράδοτη τεχνική που συναντάται σε άλλα τυριά που παρασκευάζει η SFL ακόμα και πριν από την απόκτηση της ΠΟΠ, και δεν βασίζονται σε επενδύσεις που πραγματοποίησαν η ένωση ή τα μέλη της. Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) έκρινε ότι, μολονότι το δικαίωμα χρήσης του φυτικού άνθρακα παρέχεται μόνο για το τυρί με ΠΟΠ «Morbier», η SFL οφείλει, προκειμένου να συμμορφωθεί με την αμερικανική νομοθεσία, να τον αντικαταστήσει με πολυφαινόλη σταφυλής, με αποτέλεσμα τα δύο τυριά να μην εξομοιώνονται με βάση το χαρακτηριστικό αυτό. Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού), επισημαίνοντας ότι η SFL προβάλλει την ύπαρξη άλλων διαφορών μεταξύ του τυριού Montboissier και του Morbier, ιδίως όσον αφορά τη χρήση παστεριωμένου γάλακτος για το πρώτο και νωπού γάλακτος για το δεύτερο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δύο τυριά είναι διαφορετικά και ότι η ένωση προσπαθεί να επεκτείνει την προστασία της ονομασίας «Morbier», επιδιώκοντας παράνομο εμπορικό όφελος και αντίθετο προς την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού.

13.

Η ένωση άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αναίρεση κατά της εν λόγω αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού). Προβάλλει ότι, κρίνοντας ότι μόνον η χρήση του ονόματος «Morbier» μπορούσε να αποτελεί προσβολή της ΠΟΠ «Morbier», το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) προέβη σε ανάλυση αντίθετη προς το γράμμα του άρθρου 13 των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 και δεν έταμε το ζήτημα αν η παρουσίαση του τυριού Montboissier είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή. Από την πλευρά της, η SFL υποστηρίζει ότι η ΠΟΠ προστατεύει τα προερχόμενα από οριοθετημένη περιοχή προϊόντα, τα οποία είναι τα μόνα που δύνανται να τύχουν της προστατευόμενης ονομασίας. Κατά την εν λόγω εταιρία, η ΠΟΠ δεν απαγορεύει σε άλλους παραγωγούς να παράγουν και να εμπορεύονται ομοειδή προϊόντα, αρκεί η εμπορία αυτή να μην συνοδεύεται από πρακτική ικανή να προκαλέσει σύγχυση, ιδίως λόγω καταχρήσεως ή υπαινιγμού της προστατευόμενης ονομασίας. Επίσης, η SFL προβάλλει ότι «πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος», όπως ορίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, πρέπει οπωσδήποτε να αφορά την «καταγωγή» του προϊόντος· επομένως, πρέπει να πρόκειται για πρακτική που ωθεί τον καταναλωτή στη σκέψη ότι πρόκειται για προϊόν που έχει την επίμαχη ΠΟΠ. Θεωρεί ότι η «πρακτική» αυτή δεν μπορεί να απορρέει μόνον από την εμφάνιση του προϊόντος αυτού καθεαυτό, όταν στη συσκευασία του δεν υπάρχει μνεία που παραπέμπει στην προστατευόμενη προέλευση.

14.

Ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν τα άρθρα 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 510/2006 […] και, αντιστοίχως, του κανονισμού 1151/2012 […] την έννοια ότι απαγορεύουν αποκλειστικώς τη χρήση από τρίτον της καταχωρισμένης ονομασίας ή έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν την παρουσίαση προϊόντος προστατευόμενου με ονομασία προέλευσης, ιδίως την αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που το χαρακτηρίζει, η οποία είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιείται η καταχωρισμένη ονομασία;»

15.

Στην υπό κρίση υπόθεση γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ένωση, η SFL, η Γαλλική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία, εξαιρουμένης της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 2020.

IV. Ανάλυση

Α.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

16.

Το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε από το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) μπορεί να διαιρεθεί σε δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος αυτού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 έχει την έννοια ότι απαγορεύει μόνον τη χρήση από τρίτον, χωρίς άδεια, καταχωρισμένης ονομασίας.

17.

Το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, το οποίο προϋποθέτει αρνητική απάντηση στο πρώτο σκέλος, αφορά, αντιθέτως, το ζήτημα αν απαγορεύεται επίσης, ελλείψει χρήσης της προστατευόμενης ονομασίας, ακόμη και η αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει το προϊόν που καλύπτεται από την καταχωρισμένη ονομασία, όταν είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος που αναπαράγει αυτό το σχήμα ή αυτή την εμφάνιση.

18.

Μολονότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 1, των εν λόγω κανονισμών στο σύνολό του, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ερωτήματος και όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, αφορά ειδικότερα τη διάταξη που περιλαμβάνεται στο στοιχείο δʹ του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 1, η οποία αναφέρεται σε «οιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος». Εντούτοις, όπως προκύπτει από την ανάλυση που ακολουθεί, σχεδόν όλοι οι μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου εξέτασαν το προδικαστικό ερώτημα επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, το οποίο απαγορεύει, μεταξύ άλλων, κάθε «υπαινιγμό» προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Εξάλλου, μία από τις γραπτές ερωτήσεις που το Δικαστήριο έθεσε για προφορική απάντηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στους μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία αφορούσε τη διαφορά μεταξύ των διατάξεων που περιλαμβάνονται στα στοιχεία βʹ και δʹ του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 1. Επομένως, για λόγους πληρότητας, θα εξετάσω το προδικαστικό ερώτημα υπό το πρίσμα τόσο του στοιχείου βʹ όσο και του στοιχείου δʹ που προαναφέρθηκαν.

Β.   Σύνοψη των παρατηρήσεων των μετεχόντων στην προδικαστική διαδικασία

19.

Η ένωση ισχυρίζεται ότι το πρώτο σκέλος του ερωτήματος που τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη απαντηθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου και, ιδίως, στις αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2018, Scotch Whisky Association ( 12 ) (στο εξής: απόφαση Scotch Whisky), και της 2ας Μαΐου 2019, Fundación Consejo Regulador de la Denominación de Origen Protegida Queso Manchego ( 13 ) (στο εξής: απόφαση Queso Manchego), οι οποίες διευκρίνισαν ότι επίσης πρακτική που δεν συνίσταται στη χρήση της προστατευόμενης ονομασίας μπορεί να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, η ένωση ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση αναπαραγωγής της εμφάνισης που χαρακτηρίζει ένα προϊόν το οποίο καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία προέλευσης μπορεί να εξετασθεί τόσο υπό το πρίσμα του στοιχείου βʹ του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 όσο και υπό το πρίσμα του στοιχείου δʹ της διάταξης αυτής. Συναφώς, κατά την ένωση, η αναπαραγωγή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει ένα προϊόν απαγορεύεται, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 502/2006, μόνον όταν η επίμαχη εμφάνιση είναι ικανή να θυμίσει ευθέως στον καταναλωτή τα προϊόντα που φέρουν την προστατευόμενη ονομασία. Αντιθέτως, η αναπαραγωγή αυτή απαγορεύεται, βάσει του στοιχείου δʹ του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 1, αν είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την καταγωγή του προϊόντος. Όσον αφορά τη μαύρη γραμμή στο τυρί Morbier, η ένωση υπογραμμίζει ότι πρόκειται για το σημείο αναγνώρισης, την «υπογραφή», του εν λόγω τυριού, που του δίνει την ταυτότητά του, τουλάχιστον όταν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις χρώματος και υφής.

20.

Η SFL ισχυρίζεται ότι, ως εκ της φύσεώς της, η ΠΟΠ προστατεύει την «ονομασία» του προϊόντος, η οποία καθιστά δυνατή τη σύνδεσή του με μια περιοχή και μια τεχνική παραγωγής. Αντιθέτως, δεν περιορίζει τη χρήση της τεχνικής αυτής μόνο στα προϊόντα που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη ονομασία ούτε απαγορεύει την εμπορία προϊόντος που έχει την ίδια εμφάνιση με αυτά. Μια τόσο ευρεία προστασία θα παρείχε διαρκές μονοπώλιο εκμετάλλευσης ενός ή περισσοτέρων εκ των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στις προδιαγραφές της ονομασίας, καθώς και της εμφάνισης του προϊόντος, η οποία δεν μπορεί να προστατευθεί αυτή καθεαυτήν με δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας. Η SFL υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις Scotch Whisky και Queso Manchego αφορούσαν οπτικά στοιχεία στη συσκευασία ή στο όνομα του προϊόντος, η αντικατάσταση των οποίων είναι εύκολη και δεν εμποδίζει την εμπορία του προϊόντος αυτού καθεαυτό, σε αντίθεση με τα στοιχεία που αφορούν την εμφάνιση του προϊόντος, όπως η γραμμή στο μέσον των τυριών που παρασκευάζει η SFL, η οποία, επιπλέον, ανάγεται σε πατροπαράδοτη τεχνική παρασκευής ( 14 ). Παραπέμπει επίσης στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, από την οποία προκύπτει ότι η χρήση συγκεκριμένου σχήματος συσκευασίας δεν μπορεί να μονοπωλείται, ελλείψει απαγορευτικού δικαιώματος ή νομοθετήματος, προς όφελος ορισμένων εκ των παραγωγών, στο μέτρο που η χρήση από άλλους είναι θεμιτή και παραδοσιακή. Εξάλλου, η SFL ισχυρίζεται, αφενός, ότι δεν απαγορεύεται η παραγωγή τυριών «φέτα» ή «mozzarella», ή ακόμη τυριού «parmesan» τα οποία έχουν την ίδια εμφάνιση και συσκευασία με εκείνα που καλύπτονται από τις αντίστοιχες προστατευόμενες ονομασίες ( 15 ) και, αφετέρου, ότι πολλές διαφορετικές ΠΟΠ μπορούν να προστατεύουν ένα προϊόν το οποίο έχει πανομοιότυπο σχήμα. Επιπλέον, παραπέμπει στα «υποβαθμισμένα» προϊόντα, ήτοι σε προϊόντα τα οποία, λόγω της εμφάνισής τους η οποία δεν πληροί τις προδιαγραφές της ΠΟΠ, δεν μπορούν να φέρουν αυτή την ΠΟΠ, αλλά διατίθενται στο εμπόριο με την άδεια επαγγελματικών φορέων όπως η ένωση. Τέλος, η SFL παρατηρεί ότι η μαύρη γραμμή αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών προϊόντων που παρασκευάζονται στη Γαλλία και στο εξωτερικό (παραδείγματος χάριν, το cendré des près, τo douanier, τo ratoureux, κ.λπ.). Η SFL καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η προστασία που απορρέει από μια ΠΟΠ αφορά μόνον την ονομασία του προϊόντος και ότι εξ αυτού δεν προκύπτει καμία απαγόρευση για ένα προϊόν που δεν φέρει τη συγκεκριμένη ΠΟΠ να χαρακτηρίζεται από παρόμοιο σχήμα.

21.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι η ονομασία προέλευσης δεν προστατεύει τα προϊόντα που καλύπτει ούτε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της εμφάνισης ή άλλο χαρακτηριστικό των προϊόντων αυτών, όπως αυτό περιλαμβάνεται στις προδιαγραφές ή όπως αναγράφεται στα προϊόντα που διατίθενται στο εμπόριο από τους δικαιούχους της επίμαχης προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης. Αντικείμενο της προστασίας είναι μόνον η καταχωρισμένη ονομασία. Τούτου δοθέντος, θεωρεί, γενικώς, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ πρώτης όψεως ότι η αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει ένα προϊόν του οποίου η ονομασία προστατεύεται μπορεί να συνιστά προσβολή της ονομασίας αυτής, μολονότι η δυνατότητα αυτή παραμένει η εξαίρεση. Παραπέμποντας στις αποφάσεις Scotch Whisky και Queso Manchego, η Επιτροπή διατείνεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνον τη χρήση από τρίτον της καταχωρισμένης ονομασίας, αλλά και κάθε άλλη πρακτική, ιδίως την αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει το προστατευόμενο με την ονομασία προϊόν, όταν οι πρακτικές αυτές αφορούν σαφώς ορατά χαρακτηριστικά, τα οποία ανήκουν αποκλειστικά στο προϊόν αυτό και αν υπάρχει εννοιολογική συνάφεια, αρκούντως άμεση και μονοσήμαντη, μεταξύ των συγκεκριμένων πρακτικών και της προστατευόμενης ονομασίας, η οποία είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιείται η καταχωρισμένη ονομασία. Ωστόσο, για να μπορεί να συναχθεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, ότι υφίσταται μια τέτοια πρακτική, απαιτείται το σχήμα ή η εμφάνιση, που αποτελεί αντικείμενο αναπαραγωγής, να είναι χαρακτηριστικό των προϊόντων που καλύπτονται από την προστατευόμενη ονομασία και να εκλαμβάνεται από τους καταναλωτές ως αποκλειστικό και «διακριτικό» χαρακτηριστικό των προϊόντων αυτών.

22.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προβάλλει, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, ότι από το γράμμα, το πνεύμα και τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή παρέχει στις καταχωρισμένες ονομασίες διευρυμένη προστασία, καλύπτοντας πολύ μεγάλη ποικιλία προσβολών, και ότι, ως εκ τούτου, δεν απαγορεύεται μόνον η χρήση της ονομασίας αυτής από τρίτον. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η επανάληψη ενός χαρακτηριστικού σχήματος ή ενός ιδιαιτέρως διακριτικού σημείου ενός προϊόντος που καλύπτεται από ΠΟΠ θα μπορούσε, αφενός, να οδηγήσει σε «υπαινιγμό» αντίθετο προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 και, αφετέρου, να συνιστά απαγορευμένη πρακτική κατά την έννοια του στοιχείου δʹ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, όταν είναι ικανή να οδηγήσει τον καταναλωτή να ανακαλέσει απευθείας στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εν λόγω προϊόν.

23.

Η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει επίσης ότι από το γράμμα και τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 προκύπτει ότι οι διατάξεις του καλύπτουν το ευρύτερο φάσμα προσβολών που μπορούν να υποστούν οι προστατευόμενες ονομασίες. Όσον αφορά ειδικότερα το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των εν λόγω κανονισμών, η Ελληνική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η διάταξη αυτή είναι ευρύτερη από εκείνες που προηγούνται αυτής όσον αφορά το είδος και τη μορφή της πρακτικής, αλλά όχι όσον αφορά το αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής, το οποίο συνίσταται στην παραπλάνηση του καταναλωτή. Πάντως, το σχήμα ή η εμφάνιση ενός προϊόντος είναι, κατά την κυβέρνηση αυτή, ικανά να παραπλανήσουν τον καταναλωτή και να ανακαλέσουν απευθείας στη μνήμη του το προϊόν που καλύπτεται από την προστατευόμενη ονομασία, ακόμη και όταν δεν γίνεται άμεση αναφορά σε αυτήν. Επομένως, η αναπαραγωγή της εμφάνισης ενός προϊόντος του οποίου η ονομασία προστατεύεται μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο των απαγορεύσεων του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι το αποτέλεσμα τυχαίου γεγονότος, αλλά αποσκοπεί στην εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας.

Γ.   Εκτίμηση

24.

Καταρχάς, θέλω να επανέλθω στον ισχυρισμό που προβάλλει η Επιτροπή τόσο με τις γραπτές όσο και με τις προφορικές παρατηρήσεις της, σύμφωνα με τον οποίο το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 προβλέπει έναν μηχανισμό προστασίας που έχει ως αντικείμενο την ίδια την καταχωρισμένη ονομασία και όχι το προϊόν που καλύπτει η ονομασία αυτή.

25.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αναμφίβολα ορθός. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, προστατεύεται η ονομασία «Morbier» και όχι, τουλάχιστον άμεσα, το προϊόν το οποίο παρασκευάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που επιβάλλουν οι προδιαγραφές της ονομασίας αυτής ( 16 ) και το οποίο έχει τα φυσικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που περιγράφονται σε αυτές, ούτε η παρουσίαση, η εμφάνιση ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του εν λόγω προϊόντος. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει, κατά την άποψή μου, να τοποθετηθεί στο πλαίσιο στο οποίο ανήκει.

26.

Συγκεκριμένα, επισημαίνω, πρώτον, ότι, μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντικείμενο της προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 είναι η καταχωρισμένη ονομασία, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονείται ότι, θεσπίζοντας ένα σύστημα προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, αφενός, να παρέμβει υπέρ της αγροτικής οικονομίας –ιδίως των μειονεκτικών ή απομακρυσμένων περιοχών– μέσω της «προώθησης προϊόντων που παρουσιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά» ( 17 ), και, αφετέρου, να διασφαλίσει «[την] ποιότητα και [την] ποικιλομορφία της γεωργικής […] παραγωγής […] της Ένωσης», που θεωρείται «ένα από τα σημαντικά της πλεονεκτήματα, παρέχοντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς της Ένωσης και συμβάλλοντας σημαντικά στη ζωντανή πολιτιστική και γαστρονομική της παράδοση» ( 18 ). Τελικά, ο απώτερος σκοπός της νομοθεσίας περί ΠΟΠ και ΠΓΕ είναι η προστασία των παραδοσιακών προϊόντων «που διαθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συνδεόμενα με τη γεωγραφική τους προέλευση». Η προστασία που παρέχεται στις ενδείξεις αυτές είναι απλώς ένα μέσο που υπηρετεί τον συγκεκριμένο σκοπό και, ως εκ τούτου, η έκτασή της πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού ( 19 ).

27.

Δεύτερον, και σε προέκταση όσων μόλις ανέφερα, υπενθυμίζω ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 1151/2012, η «ονομασία προέλευσης» είναι «η ονομασία που ταυτοποιεί ένα προϊόν το οποίο κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χώρα», «του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον που συμπεριλαμβάνει τους εγγενείς φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες» ( 20 ). Επομένως, οι ΠΟΠ προστατεύονται στο μέτρο που προσδιορίζουν ένα προϊόν το οποίο έχει «ποιότητα» ή ορισμένα «χαρακτηριστικά», δηλαδή φυσικές ιδιότητες, όπως η γεύση, η οσμή και η εμφάνιση, τα οποία το χαρακτηρίζουν και συνδέονται με τη γεωγραφική του προέλευση. Γενικότερα, αυτό που αποτελεί τη βάση της προστασίας των ΠΟΠ είναι ο δεσμός με την περιοχή, ως στοιχείο ικανό να διαφοροποιήσει ποιοτικώς ένα προϊόν από το σύνολο των διαθέσιμων στην αγορά προϊόντων. Η διαδικασία καταχώρισης ΠΟΠ, η οποία προβλέπεται τώρα στα άρθρα 49 έως 52 του κανονισμού 1151/2012, σκοπεί ακριβώς να επαληθεύσει ότι πληρούνται οι απαιτήσεις για τις ονομασίες προέλευσης, όπως προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού αυτού. Προς τούτο, η αίτηση καταχώρισης πρέπει να περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, προδιαγραφές του προϊόντος οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, «περιγραφή του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών, κατά περίπτωση, καθώς και των κύριων φυσικών, χημικών, μικροβιολογικών ή οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του», τον καθορισμό της γεωγραφικής περιοχής αναφοράς και τα στοιχεία που αποδεικνύουν τον δεσμό μεταξύ της ποιότητας ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος και της περιοχής αυτής ( 21 ). Η αίτηση αυτή πρέπει επίσης να συνοδεύεται από ενιαίο έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «τα κύρια σημεία των προδιαγραφών του προϊόντος: την ονομασία, περιγραφή του προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων, όπου ενδείκνυται, ειδικών κανόνων που αφορούν την συσκευασία και επισήμανση» και «την περιγραφή του δεσμού του προϊόντος με το γεωγραφικό περιβάλλον ή τη γεωγραφική καταγωγή […], συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, των ειδικών στοιχείων της περιγραφής του προϊόντος ή της μεθόδου απόκτησης που τεκμηριώνουν το δεσμό αυτό» ( 22 ). Προβλέπεται επίσης διαδικασία ένστασης, η οποία παρέχει στους τρίτους τη δυνατότητα να εναντιωθούν στην καταχώριση, μεταξύ άλλων όταν αποδεικνύουν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που ισχύουν για τις ΠΟΠ, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 1151/2012, ή οι προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, όσον αφορά τις προδιαγραφές ( 23 ).

28.

Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αναπαραγωγή του διακριτικού χαρακτηριστικού ενός προϊόντος που καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, αντικείμενο προστασίας δεν θα είναι αυτό καθεαυτό το εν λόγω χαρακτηριστικό ούτε το προϊόν στο οποίο παραπέμπει. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αναπαραγωγή απαγορεύεται μόνο στο μέτρο που συνιστά, ενδεχομένως, υπαινιγμό προστατευόμενης ονομασίας ή πρακτική που εμποδίζει τους παραγωγούς ή τους γεωργούς των οποίων τα προϊόντα καλύπτονται από προστατευόμενη ονομασία «να γνωστοποιούν στους αγοραστές και τους καταναλωτές τα χαρακτηριστικά του προϊόντος τους υπό συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού» και «να ταυτοποιούν σωστά τα προϊόντα τους στην αγορά» ( 24 ), ήτοι στον βαθμό που παρεμβάλλεται στην επίτευξη των ειδικών στόχων της προστασίας των ΠΟΠ και των ΠΓΕ. Οι στόχοι αυτοί προσδιορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1151/2012 και παρατίθενται στο άρθρο 4 του κανονισμού αυτού και αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίσουν στους παραγωγούς και στους γεωργούς δίκαιες αποδόσεις ανάλογες με την ποιότητα των προϊόντων τους που συνδέονται με μια γεωγραφική περιοχή και να παρέχουν σαφή ενημέρωση στους καταναλωτές για τα στοιχεία των προϊόντων αυτών.

29.

Επίσης προκαταρκτικά, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι γεωγραφικές ονομασίες είναι δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, διέπονται από sui generis νομοθεσία, στο πλαίσιο της οποίας τα στοιχεία του δημοσίου δικαίου αναμειγνύονται με εκείνα του ιδιωτικού δικαίου και υπερισχύουν αυτών. Από την άποψη αυτή, διακρίνονται επίσης από τα σήματα, τα οποία είναι το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας το οποίο μοιάζει περισσότερο με τις γεωγραφικές ονομασίες. Επομένως, πρώτον, η νομική υπόσταση των ΠΟΠ (όπως εξάλλου αυτή των ΠΓΕ) εξαρτάται από μια κανονιστική πράξη (κανονισμό της Επιτροπής). Η πράξη αυτή καθορίζει λεπτομερώς «τα κύρια φυσικά, χημικά, μικροβιολογικά ή οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος», καθώς και τη μέθοδο παραγωγής και, ενδεχομένως, συσκευασίας του. Δεύτερον, έχει θεσπιστεί ένα σύστημα επιτήρησης προκειμένου να εξακριβώνεται η συμμόρφωση προς τις νομικές απαιτήσεις όσον αφορά τις ΠΟΠ. Το σύστημα αυτό βασίζεται σε επίσημους ελέγχους που διενεργούνται από αρμόδια αρχή που ορίζεται από κάθε κράτος μέλος και αποσκοπούν, ιδίως μέσω της «εξακρίβωσης της συμμόρφωσης ενός προϊόντος προς τις αντίστοιχες προδιαγραφές» ( 25 ), στη διασφάλιση της διατήρησης των ποιοτικών προδιαγραφών των προϊόντων που διατίθενται στο εμπόριο με καταχωρισμένη ονομασία ( 26 ). Τρίτον, η νομοθεσία περί καταχωρισμένων ονομασιών συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τον σκοπό προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη τόσο υπό το πρίσμα των προσδοκιών τους όσον αφορά το επίπεδο ποιότητας των προϊόντων που καλύπτονται από τις ονομασίες αυτές όσο και υπό το πρίσμα του δικαιώματός τους να ενημερώνονται μέσω αξιόπιστων εμπορικών ενδείξεων και να μην παραπλανώνται κατά τις αγοραστικές επιλογές τους ( 27 ). Τέταρτον, μολονότι οι καταχωρισμένες γεωγραφικές ονομασίες παρέχουν αποκλειστικό δικαίωμα, το δικαίωμα αυτό δεν είναι ατομικό, δεδομένου ότι κάθε παραγωγός της οικείας γεωγραφικής ζώνης μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σχετική ονομασία υπό την προϋπόθεση μόνον ότι πληροί τις αντίστοιχες προδιαγραφές ( 28 ). Επίσης σε αυτή την περίπτωση, εκείνο που υπερισχύει είναι το δημόσιο συμφέρον οι ονομασίες προέλευσης να είναι ελεύθερα ιδιοποιήσιμες από κάθε παραγωγό ο οποίος πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Τέλος, το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχουν οι καταχωρισμένες γεωγραφικές ονομασίες δεν αποσκοπεί στην επιβράβευση της καινοτομίας, της εφευρετικότητας ή, πιο απλά, των ατομικών επιχειρηματικών ικανοτήτων. Ούτε σκοπεί να ανταμείψει επενδύσεις που πραγματοποίησαν οι παραγωγοί στους οποίους επετράπη να χρησιμοποιούν τις ονομασίες αυτές, σε αντίθεση με όσα έκρινε το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού) στην απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητα των παραγωγών αυτών περιορίζεται, και μάλιστα εξ ορισμού, στη συνέχιση μιας τοπικής παραγωγικής παράδοσης, ενίοτε πολύ παλαιάς, η οποία συνδέεται με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνται, ήτοι με παράγοντες που δεν εξαρτώνται από την πρωτοβουλία και τις επιχειρηματικές επιλογές τους. Όπως ήδη εκτέθηκε με τις παρούσες προτάσεις, η νομοθεσία για την προστασία των καταχωρισμένων γεωγραφικών ενδείξεων διαπνέεται από τους σκοπούς της γεωργικής πολιτικής, της προστασίας των καταναλωτών, καθώς και της προστασίας της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς. Επομένως, η νομοθεσία αυτή προωθεί ένα μοντέλο παροχής κινήτρων το οποίο συνδέεται άμεσα με τους εν λόγω σκοπούς και το οποίο διαφέρει από εκείνο της ανταγωνιστικής καινοτομίας.

30.

Κατόπιν της διευκρίνισης όλων των ανωτέρω, θα εξετάσω τώρα το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, με το οποίο το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 απαγορεύει μόνον τη χρήση από τρίτον καταχωρισμένης ονομασίας.

31.

Όπως αναγνώρισαν όλοι όσοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η απάντηση στο ερώτημα αυτό βρίσκεται στη νομολογία του Δικαστηρίου.

32.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση Scotch Whisky, η οποία είναι μεταγενέστερη της αποφάσεως του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισιού) που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο διέκρινε σαφώς τις περιπτώσεις άμεσης ή έμμεσης χρήσης καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 110/2008 ( 29 ) –του οποίου το γράμμα είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012– από τις περιπτώσεις που καλύπτονται, μεταξύ άλλων, από το στοιχείο βʹ του ίδιου άρθρου 16. Μολονότι η πρώτη διάταξη σκοπεί, κατά το Δικαστήριο, στο να απαγορεύσει «στους επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν καταχωρισμένη γεωγραφική ένδειξη για εμπορικό σκοπό όσον αφορά προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, ιδίως προκειμένου να αντλήσουν αδικαιολόγητο όφελος από τη φήμη της εν λόγω γεωγραφικής ενδείξεως» ( 30 ), και καλύπτει περιπτώσεις χρήσης, με το επίμαχο σημείο, της καταχωρισμένης γεωγραφικής ένδειξης «ως έχει ή, τουλάχιστον, κατά παρόμοιο σε μεγάλο βαθμό τρόπο, από φωνητικής ή οπτικής απόψεως» ( 31 ), το στοιχείο βʹ του εν λόγω άρθρου καλύπτει «καταστάσεις στις οποίες το επίμαχο σημείο δεν χρησιμοποιεί τη γεωγραφική ένδειξη καθεαυτήν, αλλά δημιουργεί συνειρμό σχετικά με αυτή με τέτοιον τρόπο ώστε ο καταναλωτής να σχηματίζει τελικά την εντύπωση ότι υφίσταται επαρκής σχέση μεταξύ του σημείου και της καταχωρισμένης γεωγραφικής ενδείξεως» ( 32 ).

33.

Πάλι στην απόφαση Scotch Whisky, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ούτε «η ενσωμάτωση, στο επίμαχο σημείο, μέρους μιας προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως» ούτε «ο εντοπισμός φωνητικής και οπτικής ομοιότητας της επίμαχης ονομασίας με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη» ( 33 ) συνιστούν αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 110/2008 και ότι, προς εκτίμηση της ύπαρξης «υπαινιγμού», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, «εναπόκειται […] στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν ο καταναλωτής, έχοντας προ οφθαλμών την ονομασία του οικείου προϊόντος, ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το εμπόρευμα το οποίο νομίμως φέρει την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη». Το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σκέψη 35 της αποφάσεως της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35), επισήμανε ότι πρέπει, εν ανάγκη, να λαμβάνεται υπόψη επίσης το κριτήριο της «εννοιολογικής συνάφειας» μεταξύ όρων προερχόμενων από διαφορετικές γλώσσες, δεδομένου ότι η συνάφεια αυτή μπορεί να είναι τέτοια ώστε ο καταναλωτής να ανακαλεί στη μνήμη του, ως εικόνα αναφοράς, το προϊόν του οποίου η γεωγραφική ένδειξη προστατεύεται, όταν έχει προ οφθαλμών άλλο συγκρίσιμο προϊόν που φέρει την επίμαχη ονομασία ( 34 ), και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει την ύπαρξη υπαινιγμού «λαμβάνοντας υπόψη, ενδεχομένως, την ενσωμάτωση, στη βαλλόμενη ονομασία, μέρους μιας προστατευόμενης γεωγραφικής ενδείξεως, τη φωνητική ή οπτική ομοιότητα της εν λόγω ονομασίας με την ως άνω ένδειξη, ή ακόμη την εννοιολογική συνάφεια μεταξύ της ονομασίας αυτής και της επίμαχης ενδείξεως» ( 35 ). Οι αρχές αυτές επιβεβαιώθηκαν στην απόφαση Queso Manchego, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ευρεία διατύπωση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 510/2006 «μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνον τις λέξεις με τις οποίες μπορεί να γίνει υπαινιγμός σε μια καταχωρισμένη ονομασία, αλλά και κάθε εικονιστικό σημείο που ενδέχεται να θυμίζει στον καταναλωτή τα προϊόντα που φέρουν την ονομασία αυτή» και ότι η χρήση της λέξης «οιαδήποτε» στο γράμμα της εν λόγω διάταξης αντανακλά τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης «να προστατεύσει τις καταχωρισμένες ονομασίες λαμβάνοντας υπόψη ότι υπαινιγμός μπορεί να δημιουργείται μέσω λεκτικού στοιχείου ή εικονιστικού σημείου» ( 36 ). Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, «δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποκλεισθεί ότι εικονιστικά σημεία είναι ικανά να θυμίσουν ευθέως στον καταναλωτή, ως εικόνα αναφοράς, τα προϊόντα που καλύπτονται από καταχωρισμένη ονομασία λόγω της εννοιολογικής τους συνάφειας με την ονομασία αυτή» ( 37 ).

34.

Όσον αφορά το στοιχείο γʹ του άρθρου 16 του κανονισμού 110/2008, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «διευρύνει το πεδίο προστασίας, περιλαμβάνοντας “κάθε άλλη […] ένδειξη”, δηλαδή πληροφορίες παρεχόμενες στους καταναλωτές, που περιλαμβάνονται στην περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανση του οικείου προϊόντος, οι οποίες, έστω και αν δεν υπαινίσσονται την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, χαρακτηρίζονται ως “ψευδείς ή παραπλανητικές” όσον αφορά τη σχέση του προϊόντος με την ένδειξη αυτήν» και ότι η έκφραση «κάθε άλλη ένδειξη», που χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη «περιλαμβάνει πληροφορίες που μπορούν να περιέχονται με οποιαδήποτε μορφή στην περιγραφή, την παρουσίαση ή την επισήμανση του οικείου προϊόντος, ιδίως με τη μορφή κειμένου, εικόνας ή συσκευασίας που μπορεί να δηλώνει την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις ουσιώδεις ιδιότητες του προϊόντος αυτού» ( 38 ).

35.

Γενικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 16, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού 110/2008 ( 39 ) αφορά διάφορες περιπτώσεις στις οποίες η διάθεση προϊόντος στο εμπόριο συνοδεύεται από ρητή ή υπόρρητη αναφορά σε γεωγραφική ένδειξη υπό συνθήκες ικανές είτε να παραπλανήσουν το κοινό ή, τουλάχιστον, να του δημιουργήσουν συνειρμούς όσον αφορά την καταγωγή του προϊόντος είτε να παράσχουν στον επιχειρηματία τη δυνατότητα να ωφεληθεί ανεπίτρεπτα από τη φήμη της οικείας γεωγραφικής ένδειξης.

36.

Οι αρχές αυτές ισχύουν επίσης για το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012. Επομένως, το άρθρο αυτό προβλέπει προστασία ευρέος φάσματος, η οποία αφορά, αφενός, τη χρήση, την κατάχρηση και τoν υπαινιγμό της προστατευόμενης ονομασίας και, γενικότερα, κάθε παρασιτική πρακτική που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση της φήμης της ονομασίας αυτής μέσω συσχετισμού με αυτήν και, αφετέρου, κάθε συμπεριφορά ικανή να δημιουργήσει κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ των προϊόντων που φέρουν την ονομασία αυτή και των συμβατικών προϊόντων ( 40 ). Αποσκοπεί στην αποτροπή της καταχρηστικής χρήσης των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων, τούτο δε όχι μόνον προς το συμφέρον των αγοραστών, αλλά και προς το συμφέρον των παραγωγών οι οποίοι κατέβαλαν προσπάθειες για να εγγυηθούν τις προσδοκώμενες ιδιότητες των προϊόντων που φέρουν νομίμως τέτοιες ενδείξεις ( 41 ).

37.

Επομένως, στο πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 δεν απαγορεύει μόνον τη χρήση από τρίτον καταχωρισμένης ονομασίας.

38.

Με το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού του ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 απαγορεύει επίσης την αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει προϊόν που καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία. Όπως προανέφερα στο σημείο 18 των παρουσών προτάσεων, θα εξετάσω το προδικαστικό ερώτημα τόσο υπό το πρίσμα του στοιχείου βʹ της διάταξης αυτής όσο και υπό το πρίσμα του στοιχείου δʹ, μολονότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά μόνον το τελευταίο.

39.

Όπως η Επιτροπή, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μπορεί να υφίσταται «υπαινιγμός» καταχωρισμένης ονομασίας κατά την έννοια της διάταξης αυτής απλώς και μόνο λόγω της αναπαραγωγής του σχήματος ή της εμφάνισης του προϊόντος που καλύπτεται από μια τέτοια ονομασία.

40.

Βεβαίως, υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στα σημεία 32 και 33 των παρουσών προτάσεων, η οποία δέχεται το ενδεχόμενο αμιγώς εννοιολογικού υπαινιγμού των καταχωρισμένων ονομασιών, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, να υπάρξει τέτοιος υπαινιγμός όταν ο καταναλωτής έχει ενώπιόν του συμβατικό προϊόν σχήματος ή εμφάνισης που αναπαράγει εν όλω ή εν μέρει το σχήμα ή την εμφάνιση συγκρίσιμου προϊόντος καλυπτόμενου από προστατευόμενη ονομασία.

41.

Τούτο μπορεί, παραδείγματος χάριν, να συμβεί όταν η προστατευόμενη ονομασία περιέχει ρητή αναφορά στο χαρακτηριστικό σχήμα του προϊόντος που προσδιορίζει ( 42 ). Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, το σχήμα ή η εμφάνιση του προϊόντος μπορεί να δημιουργήσει στο κοινό «άμεση και μονοσήμαντη» σύνδεση ( 43 ) με την ονομασία αυτή, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Queso Manchego όσον αφορά εικονιστικά στοιχεία που τίθενται στην επισήμανση συμβατικού προϊόντος και παραπέμπουν στη γεωγραφική περιοχή με την οποία συνδέεται μια ΠΟΠ της οποίας το ουσιώδες συστατικό συνίσταται στην παραπομπή στην εν λόγω γεωγραφική περιοχή ( 44 ).

42.

Επιπλέον, κατά την άποψή μου, πρέπει να πληρούνται τρεις προϋποθέσεις προκειμένου μια τέτοια σύνδεση να μπορεί να συνιστά «υπαινιγμό» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012.

43.

Πρώτον, το αναπαραγόμενο στοιχείο πρέπει να περιλαμβάνεται στις προδιαγραφές της καταχωρισμένης ονομασίας ως διακριτικό χαρακτηριστικό του προϊόντος που καλύπτεται από την ονομασία αυτή. Η απαίτηση αυτή, αφενός, διασφαλίζει ότι το εν λόγω στοιχείο αποτελεί πράγματι μέρος της τοπικής παραγωγικής παράδοσης που καλύπτεται από την καταχωρισμένη ονομασία και, αφετέρου, υπηρετεί τον σκοπό ασφάλειας δικαίου.

44.

Δεύτερον, όπως ορθώς, κατά την άποψή μου, υπογράμμισε η Επιτροπή, το αναπαραγόμενο στοιχείο δεν πρέπει να συνδέεται εγγενώς με μια μέθοδο παραγωγής η οποία, αυτή καθεαυτήν, πρέπει να μένει στη διάθεση κάθε παραγωγού.

45.

Τέλος, και σύμφωνα με την προσέγγιση που πρότεινα στο σημείο 29 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Queso Manchego (C‑614/17, EU:C:2019:11), η ύπαρξη υπαινιγμού πρέπει να απορρέει από μια κατά περίπτωση εκτίμηση, η οποία λαμβάνει υπόψη, πέραν του επίμαχου στοιχείου –εν προκειμένω, του στοιχείου του σχήματος ή της εμφάνισης του προϊόντος που φέρει προστατευόμενη ονομασία το οποίο αποτελεί το αντικείμενο αναπαραγωγής–, οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρείται κρίσιμο είτε λόγω της δυνατότητάς του να δημιουργήσει υπαινιγμό είτε, αντιθέτως, επειδή οδηγεί στον αποκλεισμό ή στον περιορισμό της πιθανότητας να συνδέσει ο καταναλωτής άμεσα και μονοσήμαντα το συμβατικό προϊόν με το προϊόν που φέρει την προστατευόμενη ονομασία ( 45 ). Κατά την άποψή μου, πρέπει επίσης να αποδειχθεί η ύπαρξη πρόθεσης παρασιτισμού ( 46 ).

46.

Στο στάδιο αυτό, θέλω να διευκρινίσω ότι η προτεινόμενη στα ανωτέρω σημεία ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 δεν συνεπάγεται, γενικότερα, ότι το σχήμα, η εμφάνιση ή ακόμη η συσκευασία του συμβατικού προϊόντος δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ως στοιχεία του πλαισίου, για τη συνολική εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη υπαινιγμού κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, και, ιδίως, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη πρόθεσης παρασιτισμού, όπως εξάλλου έκρινε το Δικαστήριο στις αποφάσεις του της 4ης Μαρτίου 1999, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola ( 47 ), και της 26ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας ( 48 ), και όπως επισήμανα στο σημείο 29 των προτάσεών μου στην υπόθεση Queso Manchego (C‑614/17, EU:C:2019:11).

47.

Μολονότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 μπορεί μόνον κατ’ εξαίρεση να καλύψει συμπεριφορές όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι συμπεριφορές αυτές, αντιθέτως, μπορούν να εμπίπτουν, κατά περίπτωση, στο πεδίο εφαρμογής του στοιχείου δʹ του εν λόγω άρθρου.

48.

Όπως έκρινε το Δικαστήριο όσον αφορά το άρθρο 16 του κανονισμού 110/2008 ( 49 ), το άρθρο 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 ( 50 ) περιλαμβάνει κλιμακωτή απαρίθμηση απαγορευμένων ενεργειών, δυνάμει της οποίας κάθε στοιχείο της διάταξης αυτής διακρίνεται από τα προηγούμενα ( 51 ). Όπως υπενθύμισα στα σημεία 32 έως 34 των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί των σχέσεων μεταξύ των στοιχείων αʹ, βʹ και γʹ του άρθρου 16, του κανονισμού 110/2008. Αντιθέτως, ουδέποτε έχει ερμηνεύσει το στοιχείο δʹ του άρθρου αυτού, ούτε το στοιχείο δʹ του άρθρου 13, παράγραφος 1, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, ή τις αντίστοιχες διατάξεις που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς που θεσπίζουν καθεστώτα ποιότητας.

49.

Όπως παρατήρησαν όλοι οι μετέχοντες στην παρούσα διαδικασία, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 ( 52 ) περιλαμβάνει μια ανοικτού τύπου, «catch-all», διάταξη που σκοπεί να ολοκληρώσει το σύστημα προστασίας των καταχωρισμένων ονομασιών. Τούτο προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το γράμμα της, το οποίο παραπέμπει σε «οιαδήποτε άλλη πρακτική», ήτοι κάθε ενέργεια που δεν καλύπτεται ήδη από τις λοιπές διατάξεις του ίδιου άρθρου.

50.

Ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η διάταξη αυτή εκτίθεται σαφώς στο γράμμα της: να αποφευχθεί η παραπλάνηση του καταναλωτή όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

51.

Επομένως, εν αντιθέσει προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης ( 53 ) και αποσκοπεί στην απαγόρευση, μεταξύ άλλων, των παρασιτικών πρακτικών ( 54 ), το στοιχείο δʹ του άρθρου αυτού καλύπτει τις πρακτικές οι οποίες είναι ικανές να παραπλανήσουν τον καταναλωτή, σκοπώντας, συγχρόνως, να αποτρέψει το ενδεχόμενο να παραπλανηθεί ο καταναλωτής στο πλαίσιο των αγορών του και να προστατευθούν οι γεωργοί και οι παραγωγοί που χρησιμοποιούν την καταχωρισμένη ονομασία από πιθανή απόσπαση πελατείας.

52.

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, ότι από τη φράση «πρακτική ικανή» που περιλαμβάνεται στο γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή απαιτεί μόνον την απόδειξη της ύπαρξης «κινδύνου» παραπλάνησης του καταναλωτή από την επίμαχη πρακτική και, αφετέρου, ότι η πλάνη πρέπει να αφορά την «καταγωγή» του προϊόντος, φράση που πρέπει να νοείται τόσο υπό την έννοια της «γεωγραφικής προέλευσης» όσο και υπό την έννοια της «παραγωγής καταγωγής», δεδομένου ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει οδηγηθεί να θεωρήσει εσφαλμένα ότι το προϊόν προέρχεται από τη γεωγραφική ζώνη αναφοράς της καταχωρισμένης ονομασίας ή ότι προέρχεται από μια παραγωγή που καλύπτεται από την καταχωρισμένη ονομασία.

53.

Ο σκοπός αποτροπής της παραπλάνησης του καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν ορίζει τις απαγορευμένες ενέργειες, αλλά απλώς τις χαρακτηρίζει ως εκ του αποτελέσματός τους.

54.

Επομένως, κάθε πρακτική μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης, συμπεριλαμβανομένης, κατ’ αρχήν, της αναπαραγωγής του χαρακτηριστικού σχήματος ή εμφάνισης ενός προϊόντος που καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία ή ενός ιδιαίτερου και διακριτικού χαρακτηριστικού του προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η αναπαραγωγή αυτή είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή.

55.

Η εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης πρέπει επίσης να διενεργείται κατά περίπτωση και υπό το πρίσμα κάθε κρίσιμου στοιχείου. Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση πρακτικής όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία συνίσταται στην αναπαραγωγή ενός στοιχείου της εμφάνισης του προϊόντος το οποίο καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία, πρέπει, μεταξύ άλλων, να ληφθεί υπόψη η σημασία που έχει για τον καταναλωτή το επίμαχο στοιχείο για τον προσδιορισμό του εν λόγω προϊόντος. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το αν το αντικείμενο της αναπαραγωγής είναι ένα αποκλειστικό ή ιδιαίτερα διακριτικό χαρακτηριστικό του προϊόντος το οποίο φέρει την καταχωρισμένη ονομασία ή ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο χαρακτηριστικό στον εν λόγω τομέα γεωργικών ειδών διατροφής.

56.

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να εκτιμηθεί η εμφάνιση του προϊόντος στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ακόμη και η αναπαραγωγή ενός τυπικού και αποκλειστικού χαρακτηριστικού του σχήματος ή της εμφάνισης προϊόντος που καλύπτεται από καταχωρισμένη ονομασία δεν μπορεί να παραπλανήσει τον καταναλωτή όταν η όψη του συμβατικού προϊόντος αποκλίνει συνολικά από την όψη του προϊόντος που προσδιορίζεται με την εν λόγω ονομασία.

57.

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο τρόπος παρουσίασης του επίμαχου προϊόντος στο κοινό, προκειμένου να εκτιμηθεί, αφενός, αν ο καταναλωτής έχει ενώπιόν του in concreto το επίμαχο χαρακτηριστικό κατά τη λήψη της απόφασης αγοράς ( 55 ) και, αφετέρου, αν άλλα στοιχεία που συνδέονται με αυτόν τον τρόπο παρουσίασης είναι ικανά να αυξήσουν τον κίνδυνο παραπλάνησης του καταναλωτή ( 56 ).

58.

Γενικότερα, υπογραμμίζεται ότι, αντιθέτως προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, του οποίου η εφαρμογή δεν λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η «ψευδής ή παραπλανητική ένδειξη» ( 57 ), το στοιχείο δʹ του εν λόγω άρθρου απαιτεί εκτίμηση του πλαισίου αυτού προκειμένου να αποδειχθεί, συγκεκριμένα, η ύπαρξη κινδύνου παραπλάνησης του καταναλωτή.

59.

Μόνο στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να προβεί στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνοντας ως βάση αναφοράς την αντίληψη του μέσου Ευρωπαίου καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός ( 58 ).

60.

Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει προϊόν καλυπτόμενο από καταχωρισμένη ονομασία μπορεί να συνιστά απαγορευμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, όταν είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

V. Πρόταση

61.

Υπό το πρίσμα του συνόλου των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία) την ακόλουθη απάντηση:

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 510/2006 του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων, και του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει μόνον τη χρήση από τρίτον καταχωρισμένης ονομασίας.

Η αναπαραγωγή του σχήματος ή της εμφάνισης που χαρακτηρίζει προϊόν καλυπτόμενο από καταχωρισμένη ονομασία μπορεί να συνιστά απαγορευμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, των κανονισμών 510/2006 και 1151/2012, όταν είναι ικανή να παραπλανήσει τον καταναλωτή ως προς την πραγματική καταγωγή του προϊόντος. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εκτιμά, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, τον παράνομο χαρακτήρα μιας τέτοιας πρακτικής, υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων και λαμβάνοντας ως βάση αναφοράς την αντίληψη του μέσου Ευρωπαίου καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2006, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 2006, L 93, σ. 12).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1).

( 4 ) Κανονισμός για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (ΕΕ 1992, L 208, σ. 1).

( 5 ) Βλ., όσον αφορά τον αμπελοοινικό τομέα, άρθρο 103 του κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671)· όσον αφορά τον τομέα των αρωματισμένων ποτών, άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) 251/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1601/91 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 84, σ. 14), και, όσον αφορά των τομέα των αλκοολούχων ποτών, άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16).

( 6 ) Κανονισμός για τη συμπλήρωση του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2400/96 σχετικά με την εγγραφή ορισμένων ονομασιών στο «Μητρώο προστατευόμενων ονομασιών προέλευσης και προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων» που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 του Συμβουλίου περί προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (Gailtaler Speck, Morbier, Queso Palmero ή Queso de la Palma, Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο Θραψανό, Turrón de Agramunt ή Torró d’Agramunt) (ΕΕ 2002, L 181, σ. 4).

( 7 ) ΕΕ 2013, L 302, σ. 7.

( 8 ) Κανονισμός της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2011, για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την κατάρτιση ενωσιακού καταλόγου για τα πρόσθετα τροφίμων (ΕΕ 2011, L 295, σ. 1).

( 9 ) Βλ. παράρτημα του κανονισμού 1129/2011, μέρος E, σημείο 01.7.2.

( 10 ) JORF της 30ής Οκτωβρίου 2007, κείμενο 2.

( 11 ) Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η SFL ισχυρίζεται ότι η αίτηση ακυρώσεως που είχε κατατεθεί κατά του διατάγματος της 22ας Δεκεμβρίου 2000 απορρίφθηκε με απόφαση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) της 5ης Νοεμβρίου 2003. Στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως αυτής, το INAO και ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών υποστήριξαν ότι «[τ]ο διάταγμα [της 22ας Δεκεμβρίου 2000] ουδόλως εμποδίζει τους επαγγελματίες που βρίσκονται εκτός της ζώνης ονομασίας να συνεχίσουν να παρασκευάζουν και να εμπορεύονται τα προϊόντα τους. Απαγορεύει απλώς να συνεχίσουν να το πράττουν χρησιμοποιώντας την ονομασία “Morbier”, όταν δεν πληρούν ακριβώς τα γεωγραφικά και τεχνικά κριτήρια που έχουν τεθεί όσον αφορά το δικαίωμα χρήσης της ονομασίας αυτής». Στην απόφασή του, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) διευκρίνισε ότι «τόσο οι εθνικοί όσο και οι κοινοτικοί κανόνες που διέπουν την προστασία των ονομασιών προέλευσης αποσκοπούν στην αξιοποίηση της ποιότητας των προϊόντων που φέρουν καταχωρισμένη ονομασία, ιδίως με την επιβολή της υποχρέωσης η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία των προϊόντων αυτών να πραγματοποιούνται εντός της οριοθετημένης περιοχής» και ότι «οι κανόνες αυτοί δεν εμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία άλλων προϊόντων που δεν τυγχάνουν της προστασίας αυτής».

( 12 ) C‑44/17 (EU:C:2018:415).

( 13 ) C‑614/17 (EU:C:2019:344).

( 14 ) Η SFL διευκρινίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις της ότι το morbier, η παραγωγή του οποίου εκτεινόταν πέραν της τωρινής περιοχής της ΠΟΠ, παρασκευαζόταν παραδοσιακά με γάλα το οποίο συλλεγόταν κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας: το γάλα της πρωινής άμελξης καλυπτόταν από μια λεπτή στρώση άνθρακα, για να το προστατεύσει έως ότου θα επικαλυπτόταν από το γάλα της βραδινής άμελξης. Μετά την ωρίμανσή του, το κεφάλι του τυριού παρουσίαζε, στο μέσον του, μια μαύρη γραμμή, που αντιστοιχούσε στην παρεμβαλλόμενη στρώση άνθρακα. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η γραμμή που παρουσιάζει στο μέσον του το τυρί που διαθέτει στο εμπόριο η SFL έχει κοκκινωπή απόχρωση και αποτελείται από γλεύκη σταφυλής και όχι από φυτικό άνθρακα.

( 15 ) Η SFL παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής (C‑465/02 και C‑466/02, EU:C:2005:636), και της 26ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑132/05, EU:C:2008:117).

( 16 ) Βλ., ωστόσο, όσον αφορά τους οίνους, άρθρο 103, παράγραφος 2, του κανονισμού 1308/2013 και, όσον αφορά τα αρωματισμένα ποτά, άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 251/2014, που ορίζουν ότι τα αντίστοιχα προϊόντα για τα οποία χρησιμοποιούνται προστατευόμενες ονομασίες σύμφωνα με τις αντίστοιχες προδιαγραφές προϊόντος προστατεύονται αυτά καθεαυτά κατά των απαγορευμένων από τις εν λόγω διατάξεις ενεργειών.

( 17 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 510/2006· πρβλ. αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 1151/2012.

( 18 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 1151/2012.

( 19 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 37).

( 20 ) Σχεδόν πανομοιότυπος ορισμός περιλαμβανόταν στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 510/2006.

( 21 ) Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και στʹ, του κανονισμού 1151/2012.

( 22 ) Βλ. άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο ii, του κανονισμού 1151/2012.

( 23 ) Βλ. άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1151/2012, όσον αφορά τους λόγους ένστασης, και άρθρο 51 του ίδιου κανονισμού, όσον αφορά τη διαδικασία.

( 24 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 5 του κανονισμού 1151/2012· βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2011, Bureau national interprofessionnel du Cognac (C‑4/10 και C‑27/10, EU:C:2011:484, σκέψη 47), της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 24), και αποφάσεις Scotch Whisky (σκέψη 36), και Queso Manchego (σκέψη 29).

( 25 ) Βλ. άρθρο 36, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1151/2012.

( 26 ) Μολονότι μεταξύ των λειτουργιών του σήματος περιλαμβάνεται επίσης η λειτουργία του ως δείκτη ποιότητας, αυτή εξαρτάται αποκλειστικά από τις επιλογές του δικαιούχου του σήματος, ο οποίος, τουλάχιστον θεωρητικά, δεν υποχρεούται να διατηρεί το ίδιο επίπεδο ποιότητας όσον αφορά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του.

( 27 ) Το συμφέρον των καταναλωτών να μην υπάρχει σύγχυση ως προς την εμπορική προέλευση των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αγοράζουν λαμβάνεται υπόψη επίσης στο δίκαιο των σημάτων. Ωστόσο, το τελευταίο εστιάζει στα ιδιωτικά συμφέροντα των δικαιούχων.

( 28 ) Αντιθέτως, το σήμα παρέχει αποκλειστικό δικαίωμα, τις περισσότερες φορές ατομικό, το οποίο δίνει στον κάτοχό του τη δυνατότητα να αποκλείει κάθε τρίτον από τη χρήση του ίδιου διακριτικού σημείου ή παρόμοιου σημείου. Η οδηγία (ΕΕ) 2015/2436 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2015, L 336, σ. 1, ιδίως άρθρα 29 έως 36), προβλέπει επίσης συλλογικά σήματα. Ωστόσο, η νομοθεσία που έχει εφαρμογή επ’ αυτών είναι, όπως εκείνη που έχει εφαρμογή επί των ατομικών σημάτων, κατ’ εξοχήν ιδιωτικού δικαίου και δεν έχει τις πτυχές δημοσίου δικαίου που χαρακτηρίζουν τη νομοθεσία περί των προστατευόμενων γεωγραφικών ονομασιών.

( 29 ) Το άρθρο 16, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού 110/2008 έχει σχεδόν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού 510/2006.

( 30 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 38).

( 31 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 31).

( 32 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 33), η υπογράμμιση δική μου.

( 33 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψεις 46 και 49).

( 34 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 50).

( 35 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 51). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η επίμαχη ονομασία ήταν η λέξη «Glen». Το Δικαστήριο έκρινε ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο μέσος Ευρωπαίος καταναλωτής που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός ανακαλεί απευθείας στη μνήμη του την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη, ήτοι το «Scotch Whisky», όταν έχει προ οφθαλμών συγκρίσιμο προϊόν που φέρει την ονομασία αυτή, λαμβάνοντας υπόψη, όταν δεν υφίσταται φωνητική ή οπτική ομοιότητα της εν λόγω ονομασίας με την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και όταν η εν λόγω ονομασία δεν περιλαμβάνει μέρος έστω της ως άνω ένδειξης, την εννοιολογική συνάφεια μεταξύ της ένδειξης και της ονομασίας αυτής (απόφαση Scotch Whisky, σκέψη 52).

( 36 ) Βλ. απόφαση Queso Manchego (σκέψη 18).

( 37 ) Βλ. απόφαση Queso Manchego (σκέψη 22).

( 38 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψεις 65 και 66).

( 39 ) Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2011, Bureau national interprofessionnel du Cognac (C‑4/10 και C‑27/10, EU:C:2011:484, σκέψη 46).

( 40 ) Με τη φράση αυτή, θα αναφέρομαι στο εξής στα προϊόντα που δεν καλύπτονται από προστατευόμενη ονομασία προέλευσης ή γεωγραφική ένδειξη.

( 41 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, EUIPO κατά Instituto dos Vinhos do Douro e do Porto (C‑56/16 P, EU:C:2017:693, σκέψη 82), και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne (C‑393/16, EU:C:2017:991, σκέψη 38).

( 42 ) Η Επιτροπή παρέπεμψε, ενδεικτικώς, στην ΠΟΠ «Queso tetilla». Με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2013 (419/13), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εμπορικών διαφορών του Αλικάντε (Ισπανία) έκρινε ότι αυτή η ΠΟΠ προστατεύει μια παραδοσιακή ονομασία την οποία οι καταναλωτές συσχετίζουν με το κωνικό σχήμα του επίμαχου προϊόντος και αποφάνθηκε ότι η άνευ αδείας εμπορία τυριών με πανομοιότυπο σχήμα συνιστά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1151/2012.

( 43 ) Όπως εξέθεσα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση Queso Manchego (C‑614/17, EU:C:2019:11), η ύπαρξη τέτοιας σύνδεσης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα τόσο της αμεσότητας (η γνωστική διαδικασία σύνδεσης δεν πρέπει να συνιστά πολύπλοκη εκ νέου επεξεργασία πληροφοριών) όσο και της έντασης (η νοητική σύνδεση πρέπει να είναι αρκούντως έντονη) της απόκρισης του καταναλωτή στην έκθεση στο συμβατικό προϊόν.

( 44 ) Βλ. απόφαση Queso Manchego (σκέψη 40).

( 45 ) Πρβλ., επίσης, απόφαση Queso Manchego (σκέψη 42).

( 46 ) Βλ. σημείο 29 των προτάσεων μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Queso Manchego (C‑614/17, EU:C:2019:11). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 4ης Μαρτίου 1999, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola (C‑87/97, EU:C:1999:115, σκέψη 28).

( 47 ) C‑87/97, EU:C:1999:115 (σκέψη 27).

( 48 ) C‑132/05, EU:C:2008:117 (σκέψη 48).

( 49 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 65).

( 50 ) Βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 510/2006, απόφαση Queso Manchego (σκέψη 25).

( 51 ) Επισημαίνεται ότι αυτή η κλιμακωτή απαρίθμηση αφορά τη φύση των απαγορευμένων ενεργειών και όχι τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιων ενεργειών (πρβλ. απόφαση Queso Manchego, σκέψη 27). Επομένως, δεν αποκλείεται τα ίδια στοιχεία να μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή τόσο του στοιχείου βʹ όσο και του στοιχείου δʹ του εν λόγω άρθρου 13.

( 52 ) Βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 510/2006, απόφαση Queso Manchego (σκέψη 25).

( 53 ) Βλ. απόφαση 4ης Μαρτίου 1999, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola (C‑87/97, EU:C:1999:115, σκέψη 26).

( 54 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 45).

( 55 ) Συναφώς, η ένωση διευκρίνισε ότι το τυρί Morbier πωλείται λιανικώς σε φέτες και ότι, ως εκ τούτου, η μαύρη γραμμή που το χαρακτηρίζει είναι σαφώς ορατή στους καταναλωτές.

( 56 ) Ιδίως όταν τα συμβατικά προϊόντα είναι τοποθετημένα κοντά σε εκείνα που καλύπτονται από την προστατευόμενη ονομασία.

( 57 ) Βλ. απόφαση Scotch Whisky (σκέψεις 70 και 71).

( 58 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψεις 25 και 28), και απόφαση Scotch Whisky (σκέψη 47).

Top