Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018TJ0228

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2019 (Αποσπάσματα).
Transtec κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών – Σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών – Υπηρεσίες παρεχόμενες σε τρίτες χώρες δικαιούχους της εξωτερικής βοήθειας της Ένωσης – Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου και ανάθεση της συμβάσεως σε άλλους διαγωνιζομένους – Ισχυρισμός περί διαπράξεως σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος από διαγωνιζόμενο – Απουσία τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως ή διοικητικής αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη και διαπιστώνει το σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα – Προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιλαμβάνεται η επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού – Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Συνεκτίμηση επιστολής που απέστειλε η αναθέτουσα αρχή μετά την άσκηση της προσφυγής – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Περίοδος αναμονής για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Άρθρα 105α, 106, 108, 113 και 118 του δημοσιονομικού κανονισμού – Εξωσυμβατική ευθύνη.
Υπόθεση T-228/18.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2019:336

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2019 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Διαδικασία πρόσκλησης προς υποβολή προσφορών – Σύμβαση-πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών – Υπηρεσίες παρεχόμενες σε τρίτες χώρες δικαιούχους της εξωτερικής βοήθειας της Ένωσης – Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου και ανάθεση της συμβάσεως σε άλλους διαγωνιζομένους – Ισχυρισμός περί διαπράξεως σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος από διαγωνιζόμενο – Απουσία τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως ή διοικητικής αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη και διαπιστώνει το σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα – Προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιλαμβάνεται η επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού – Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Συνεκτίμηση επιστολής που απέστειλε η αναθέτουσα αρχή μετά την άσκηση της προσφυγής – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Περίοδος αναμονής για την άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Άρθρα 105α, 106, 108, 113 και 118 του δημοσιονομικού κανονισμού – Εξωσυμβατική ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑228/18,

Transtec, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους L. Levi και N. Flandin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Aresu και J. Estrada de Solà,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 2018, με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της κοινοπραξίας της οποίας επικεφαλής είναι η προσφεύγουσα-ενάγουσα για την παρτίδα αριθ. 3, στο πλαίσιο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών EuropeAid/138778/DH/SER/Multi, με τίτλο «Σύμβαση-πλαίσιο για την εφαρμογή εξωτερικής βοήθειας (FWC SIEA 2018) 2017/S», και ανατέθηκε η σύμβαση σε άλλους διαγωνιζομένους, και, αφετέρου, αίτημα βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ για αποκατάσταση της ζημίας που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω της ως άνω απορρίψεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. da Silva Passos (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] άσκησε την παρούσα προσφυγή-αγωγή, συνοδευόμενη από αίτημα, το οποίο υποβλήθηκε με χωριστό δικόγραφο, για την μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων.

19      Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε την ίδια μέρα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου και καταχωρίσθηκε με αριθμό αναφοράς T‑228/18 R, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, βάσει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, με την οποία, κατ’ ουσίαν, ζήτησε από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο, την Επιτροπή να την συμπεριλάβει, από κοινού με την κοινοπραξία της οποίας είναι επικεφαλής, στους επιλεγέντες προσφέροντες για την παρτίδα αριθ. 3.

20      Με τη διάταξη της 17ης Μαΐου 2018, Transtec κατά Επιτροπής (T‑228/18 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:281), ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Κατόπιν της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία για την υπογραφή των δέκα συμβάσεων-πλαισίων που αφορούν την παρτίδα αριθ. 3.

21      Στο μεταξύ, με επιστολή της 26ης Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα προέβαλε, βάσει του άρθρου 84, παράγραφος 1, και του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, νέο ισχυρισμό και πρότεινε αποδεικτικό μέσο. Την ίδια μέρα, με χωριστό δικόγραφο, υπέβαλε αίτημα, βάσει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να μην περιληφθεί στα έγγραφα της υπό κρίση υποθέσεως στα οποία έχει πρόσβαση το κοινό το περιεχόμενο ορισμένων παραρτημάτων της προαναφερθείσας επιστολής της 26ης Απριλίου 2018.

22      Στις 18 Ιουνίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως, στο οποίο εξέθεσε και τις παρατηρήσεις της σχετικά με την πρόταση αποδεικτικού μέσου και τον νέο ισχυρισμό της προσφεύγουσας.

23      Στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως.

24      Στις 17 Οκτωβρίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

25      Κατόπιν εισηγήσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Φεβρουαρίου 2019.

27      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διατάξει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το ακυρωτικό αίτημα·

–        να απορρίψει το αίτημα αποζημιώσεως αν κριθεί παρεπόμενο, ή να το κηρύξει απαράδεκτο αν κριθεί αυτοτελές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

29      Επίσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς αυτό το αίτημα έχει το ίδιο αντικείμενο με την επιστολή της 27ης Μαρτίου 2018, η οποία απαντήθηκε με την επιστολή της 13ης Απριλίου 2018.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

[παραλειπόμενα]

 Επί της ουσίας

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

[παραλειπόμενα]

–       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

42      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 106, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το σημείο 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, το οποίο παραπέμπει στο σημείο 2.3.3 του Πρακτικού οδηγού για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι διατάξεις του οποίου είναι παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 106, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, για τον λόγο ότι δεν προέβη στον αποκλεισμό ενός εκ των αναδόχων. Κατά την προσφεύγουσα, εάν η αναθέτουσα αρχή ενημερωθεί, κατά τη διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, για σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα το οποίο φέρεται να έχει διαπράξει ορισμένος προσφέρων, οφείλει να εξακριβώσει τις σχετικές πληροφορίες και, σε περίπτωση που το σοβαρό αυτό παράπτωμα αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον, να αποκλείσει τον εν λόγω προσφέροντα από τη διαδικασία.

43      Στην προκειμένη περίπτωση, εις βάρος της οικείας αναδόχου εταιρίας διεξαγόταν έρευνα από τις βρετανικές αρχές «για πράξεις απάτης και αμφιλεγόμενες αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων».

44      Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα προσκομίζει τρία έγγραφα τα οποία είχε ήδη κοινοποιήσει στην Επιτροπή, ήτοι ένα απόσπασμα από το ιστολόγιο της ομάδας «Media» του Department for International Development (DFID, υπηρεσία για τη διεθνή ανάπτυξη, Μεγάλη Βρετανία) της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, και δύο απαντήσεις υπουργών επί ερωτημάτων που είχαν υποβληθεί από μέλη του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, εκ των οποίων προκύπτει ότι η DFID και το Foreign and Commonwealth Office (FCO, υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας, Ηνωμένο Βασίλειο) δεν συνήπταν πλέον νέες συμβάσεις με την οικεία ανάδοχη εταιρία. Με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στα προαναφερθέντα έγγραφα, και κατόπιν έρευνας που διεξήχθη από τις βρετανικές αρχές, καμία νέα σύμβαση δεν ανατέθηκε το 2017 στην εν λόγω εταιρία από τις βρετανικές αρχές.

45      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 44 ανωτέρω προκύπτει ότι, όταν η οικεία ανάδοχος εταιρία συμπλήρωσε το έντυπο υπεύθυνης δηλώσεως σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, το οποίο περιλαμβάνεται στον φάκελο της προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών και προβλέπεται στο σημείο 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, παρέλειψε να αναφέρει το γεγονός ότι διεξαγόταν έρευνα εις βάρος της από τις βρετανικές αρχές. Αυτή η παράλειψη ενδέχεται να συνιστά παραπλανητική δήλωση, και συνεπώς η Επιτροπή, καθόσον δέχτηκε την υπεύθυνη δήλωση της εν λόγω εταιρίας και δεν απέκλεισε την κοινοπραξία στην οποία αυτή μετείχε από τη διαδικασία, παρέβη το σημείο 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους καθώς και το άρθρο 106 του δημοσιονομικού κανονισμού.

46      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

47      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 106, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, η «αναθέτουσα αρχή αποκλείει τη συμμετοχή οικονομικού φορέα σε διαδικασίες προμηθειών που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό όταν […] έχει κριθεί με [τελεσίδικη] δικαστική [απόφαση] ή διοικητική απόφαση [που κατέστη απρόσβλητη] ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα κατά παράβαση των εφαρμοστέων νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή προτύπων δεοντολογίας του επαγγελματικού κλάδου στον οποίο ανήκει ή έχει προβεί σε τυχόν επιζήμια συμπεριφορά που έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική αξιοπιστία του όταν η συμπεριφορά αυτή υποδηλώνει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή βαρεία αμέλεια».

48      Στην υπό κρίση περίπτωση, οι διάδικοι συνομολόγησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά τον χρόνο της διαδικασίας αναθέσεως της επίμαχης συμβάσεως, δεν υφίστατο τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή διοικητική απόφαση που κατέστη απρόσβλητη κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού σχετικά με την οικεία ανάδοχο εταιρία.

49      Δεύτερον, στο άρθρο 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού διευκρινίζεται ότι, «[σ]ε περίπτωση απουσίας [τελεσίδικης] δικαστικής [απόφασης] ή, κατά περίπτωση, διοικητικής απόφασης [που κατέστη απρόσβλητη] στις περιπτώσεις που αναφέρονται στ[ο] στοιχεί[ο] γ) […] της παραγράφου 1 […], η αναθέτουσα αρχή αποκλείει οικονομικό φορέα με βάση τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς που προβλέπεται στ[ο] εν λόγω στοιχεί[ο], έχοντας υπόψη διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά ή άλλα πορίσματα που περιλαμβάνονται στη σύσταση της επιτροπής του άρθρου 108».

50      Συναφώς, όσον αφορά την επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Το σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού», επιβάλλεται να υπομνησθούν οι διατάξεις του άρθρου 105α του ίδιου κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του εντοπισμού των κινδύνων και της επιβολής διοικητικών κυρώσεων».

51      Το άρθρο 105α, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι, «[γ]ια την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Επιτροπή δημιουργεί και θέτει σε λειτουργία ένα σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού». Κατά το άρθρο 105α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, σκοπός του συστήματος αυτού είναι να διευκολύνει «α) τον έγκαιρο εντοπισμό των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» και «β) τον αποκλεισμό οικονομικού φορέα που εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις αποκλεισμού που απαριθμούνται στο άρθρο 106 παράγραφος 1». Το άρθρο 105α, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού διευκρινίζει ότι «[...] στις καταστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 106 παράγραφος 2, η αναθέτουσα αρχή παραπέμπει την υπόθεση στην επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 108 προκειμένου να εξασφαλιστεί η κεντρική αξιολόγηση των καταστάσεων αυτών» και ότι, «[σ]τις ανωτέρω περιπτώσεις, η αναθέτουσα αρχή αποφασίζει βάσει προκαταρκτικού νομικού χαρακτηρισμού, λαμβάνοντας υπόψη σύσταση της επιτροπής».

52      Όσον αφορά την παραπομπή στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, από την παράγραφο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι, σε περιπτώσεις εικαζόμενου σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, παρατυπίας, απάτης, διαφθοράς ή σοβαρής παραβίασης της συμβάσεως, ο έγκαιρος εντοπισμός των κινδύνων που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 105α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού βασίζεται στη διαβίβαση πληροφοριών στην Επιτροπή από διατάκτη της Επιτροπής ή ευρωπαϊκής υπηρεσίας συσταθείσας από την Επιτροπή ή εκτελεστικού οργανισμού, ή ακόμη από θεσμικό όργανο, υπηρεσία ή οργανισμό της Ένωσης.

53      Από το σύνολο των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι, ελλείψει τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως ή διοικητικής αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη σχετικά με ορισμένο προσφέροντα, η αναθέτουσα αρχή, εφόσον διαθέτει επαρκείς ενδείξεις για την εικαζόμενη διάπραξη, μεταξύ άλλων, σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος από τον εν λόγω προσφέροντα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού προκειμένου αυτή να εκδώσει σύσταση περιλαμβάνουσα, κατά περίπτωση, προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

54      Συναφώς, αντιθέτως προς τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παραπομπή στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούμενης δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως. Κατά το άρθρο 105α, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή παραπέμπει την υπόθεση στην εν λόγω επιτροπή σε περίπτωση απουσίας τέτοιας δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως, εφόσον διαπιστώσει ότι ενδεχόμενη οικονομική παρατυπία, που προβλέπεται ιδίως στο άρθρο 106, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, είναι δυνατόν να δημιουργήσει «κινδύν[ους] που απειλούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 105α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού. Αυτός είναι ο σκοπός του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού. Ωστόσο, πριν παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να εκτιμήσει αν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος και, κατά περίπτωση, αν αυτός μπορεί να απειλήσει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

55      Επομένως, πρέπει εφεξής να εξακριβωθεί κατά πόσον η Επιτροπή, ως αναθέτουσα αρχή, όφειλε, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, για τον λόγο ότι μπορούσε να θεωρήσει ότι διέθετε επαρκείς ενδείξεις περί του ότι η συμπεριφορά της οικείας αναδόχου εταιρίας ήταν δυνατόν να συνιστά σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που απειλούσε τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, όπως ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν η προσφεύγουσα.

56      Συναφώς, τα κριθέντα ως παραδεκτά έγγραφα τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι εις βάρος της οικείας αναδόχου εταιρίας είχε διεξαχθεί έρευνα από τις βρετανικές αρχές «για πράξεις απάτης και αμφιλεγόμενες αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων» είναι όσα μνημονεύονται στη σκέψη 44 ανωτέρω, ήτοι ένα απόσπασμα από το ιστολόγιο της ομάδας «Media» του DFID και δύο απαντήσεις υπουργών επί ερωτημάτων που είχαν υποβληθεί από μέλη του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

57      Αφενός, το απόσπασμα από το ιστολόγιο της ομάδας «Media» του DFID, με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 2017, αναφέρει ότι, τον Δεκέμβριο του 2016, διατυπώθηκαν εις βάρος της οικείας αναδόχου εταιρίας κατηγορίες για παραποίηση προσφορών ενώπιον του IDC και χρήση παρατύπως κτηθέντων εγγράφων του DFID. Στο εν λόγω απόσπασμα διευκρινίζεται ότι, έκτοτε, η οικεία ανάδοχος εταιρία αποσύρθηκε οικειοθελώς από τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που διεξάγει το DFID. Αφετέρου, οι απαντήσεις των υπουργών, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου και 13 Δεκεμβρίου 2017, αναφέρουν, αντίστοιχα, ότι το DFID δεν είχε αναθέσει καμία δημόσια σύμβαση στην οικεία ανάδοχο εταιρία από τον Μάρτιο του 2017 και ότι το FCO δεν της είχε αναθέσει καμία δημόσια σύμβαση κατά το έτος 2017.

58      Πλην όμως, όπως τονίζει η Επιτροπή, τα ανωτέρω έγγραφα αναφέρουν απλώς και μόνον ότι κατά της οικείας αναδόχου εταιρίας είχαν υποβληθεί «καταγγελίες», η προέλευση των οποίων δεν διευκρινίζεται, σχετικά με παρατυπίες κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς περαιτέρω επεξήγηση σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδηλώθηκαν οι εν λόγω παρατυπίες.

59      Κατά συνέπεια, τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν επαρκούν ώστε να αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά της οικείας αναδόχου εταιρίας ήταν δυνατόν να συνιστά σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα που απειλεί τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Ως εκ τούτου, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 108 του δημοσιονομικού κανονισμού, και άρα δεν μπορεί να της προσαφθεί παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού.

60      Τρίτον, τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν ούτε τον παραπλανητικό χαρακτήρα της υπεύθυνης δηλώσεως που υπέβαλε η οικεία ανάδοχος εταιρία. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το σημείο 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους προέβλεπε ότι κάθε προσφέρων όφειλε, αφενός, να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση βεβαιώνοντας ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού κατά το άρθρο 2.3.3 του Πρακτικού οδηγού για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, να προσκομίσει αποδείξεις περί του ότι δεν εμπίπτει σε κανένα κριτήριο αποκλεισμού. Εντούτοις, από την εξέταση του καταλόγου που περιέχεται στο σημείο I, στοιχείο ζʹ, σημείο ii, του εντύπου της υπεύθυνης δηλώσεως προκύπτει ότι τα κριτήρια αποκλεισμού που περιέχονται στον εν λόγω κατάλογο είναι, κατ’ ουσίαν, όμοια με εκείνα του άρθρου 106, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Συνεπώς, ο εν λόγω κατάλογος και το σημείο 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού.

61      Όσον αφορά το άρθρο 106, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, δεδομένου ότι το τέταρτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως παραπέμπει στο πρώτο εδάφιό της, επιβάλλεται η από κοινού εξέταση αυτών των δύο εδαφίων. Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη εν προκειμένω, βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, να παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 108 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η αποδοχή της υπεύθυνης δηλώσεως της οικείας αναδόχου εταιρίας από την Επιτροπή συνιστά παράβαση του σημείου 4 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού.

62      Με βάση όλες τις προηγηθείσες σκέψεις, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

[παραλειπόμενα]

–       Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως

89      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρκέστηκε στο να την ενημερώσει ότι η προσφορά της για την παρτίδα αριθ. 3 δεν εμφάνιζε την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής και να της διαβιβάσει υπό τη μορφή πίνακα τις βαθμολογίες που έλαβαν οι επιλεγέντες προσφέροντες. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλάμβανε καμία εξήγηση όσον αφορά το σύστημα υπολογισμού των βαθμολογιών που δόθηκαν στην ίδια. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως καθώς και το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 161, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

90      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή.

91      Κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, η Διοίκηση υποχρεούται να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. Κατά πάγια νομολογία, η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως σημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το όργανο που εκδίδει την πράξη οφείλει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, για να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχο (αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 2003, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου, T‑183/00, EU:T:2003:36, σκέψη 55, της 24ης Απριλίου 2013, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑32/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:213, σκέψη 37, και της 28ης Ιουνίου 2016, AF Steelcase κατά EUIPO, T‑652/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:370, σκέψη 43).

92      Περαιτέρω, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως, ιδίως αναλόγως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, C‑521/09 P, EU:C:2011:620, σκέψη 150, και της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 116).

93      Όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αφενός, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε όλους τους προσφέροντες τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς τους. Αφετέρου, με βάση το άρθρο 113, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει κάθε προσφέροντα που δεν βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού και πληροί τα κριτήρια επιλογής, και ο οποίος υποβάλλει γραπτή αίτηση προς τούτο, για τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και για το όνομα του προσφέροντος στον οποίο έχει ανατεθεί η σύμβαση. Συναφώς, το άρθρο 161, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής διευκρινίζει ότι «η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή σχετικής γραπτής αίτησης, τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού».

94      Συνεπώς, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 161, παράγραφος 2, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπουν έναντι των προσφερόντων των οποίων η προσφορά απορρίφθηκε αιτιολόγηση σε δύο στάδια. Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, κατ’ αρχάς, σε όλους τους απορριφθέντες προσφέροντες την απόρριψη της προσφοράς τους και τους λόγους απορρίψεώς της. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να εκτίθενται συνοπτικώς λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας του προσφέροντος του οποίου η προσφορά απορρίφθηκε να ζητήσει λεπτομερέστερη αιτιολογία. Εν συνεχεία, βάσει των ίδιων ως άνω διατάξεων, στην περίπτωση που ο απορριφθείς προσφέρων δεν βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού και πληροί τα κριτήρια επιλογής και υποβάλλει γραπτώς αίτηση προς τούτο, η αναθέτουσα αρχή τού γνωστοποιεί το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της αιτήσεως τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα ή την επωνυμία του αναδόχου (βλ. απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, European Dynamics Luxembourg και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑752/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:233, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Συναφώς, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να διαβιβάσει σε υποψήφιο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, αφενός, πέραν των λόγων απορρίψεως της προσφοράς αυτής, επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποίο κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του συνεκτιμήθηκε κατά την αξιολόγησή της και, αφετέρου, στο πλαίσιο της γνωστοποιήσεως των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, εμπεριστατωμένη συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της προσφοράς του μη επιλεγέντος υποψηφίου (βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:617, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ομοίως, η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να παράσχει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, κατόπιν γραπτού αιτήματός του, πλήρες αντίγραφο της εκθέσεως αξιολογήσεως (βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑629/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:617, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, κατ’ αρχήν, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκτιμάται ανάλογα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του ο αιτών διάδικος κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2013, European Dynamics Luxembourg και Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑165/12, EU:T:2013:646, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

97      Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής της στις 5 Απριλίου 2018, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση, με ημερομηνία 26 Μαρτίου 2018, ως έγγραφο προερχόμενο από την αναθέτουσα αρχή και το οποίο περιείχε πληροφορίες σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς της και την ανάθεση της συμβάσεως σε άλλους προσφέροντες καθώς και σχετικά με τα ονόματα των προσφερόντων αυτών.

98      Επομένως, είναι αληθές ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 96 ανωτέρω, το κατά πόσον η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως πρέπει, καταρχήν, να εξεταστεί αποκλειστικά υπό το πρίσμα της αποφάσεως αυτής.

99      Ωστόσο, είναι επίσης αληθές ότι ο νομοθέτης προέβλεψε ότι, η αιτιολόγηση της αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής περί απορρίψεως ορισμένης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως σε άλλον προσφέροντα μπορεί να γίνει σε δύο στάδια, δηλαδή, αρχικώς, με συνοπτική έκθεση των λόγων απορρίψεως της προσφοράς και, εν συνεχεία, εντός δεκαπέντε ημερών από τη γραπτή αίτηση του απορριφθέντος προσφέροντος, με την περιγραφή των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και με ενημέρωση για το όνομα του αναδόχου (βλ. σκέψη 94 ανωτέρω).

100    Στην υπό κρίση υπόθεση, με την επιστολή της 27ης Μαρτίου 2018, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της γνωστοποιήσει, μεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα των προσφορών των δέκα αναδόχων. Η Επιτροπή απάντησε στο αίτημα της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της παρούσας ένδικης διαδικασίας, με επιστολή της 13ης Απριλίου 2018.

101    Αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή στις 5 Απριλίου 2018, δηλαδή πριν από την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που διέθετε η Επιτροπή προκειμένου να απαντήσει στην επιστολή της 27ης Μαρτίου 2018.

102    Αφετέρου, η ίδια η προσφεύγουσα προσκόμισε, στις 26 Απριλίου 2018, την επιστολή της 13ης Απριλίου 2018 στο πλαίσιο της παρούσας ένδικης διαδικασίας βάσει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ταυτόχρονα με την πρόταση αυτήν αποδεικτικού μέσου, η προσφεύγουσα έλαβε θέση σχετικά με την επιστολή της 13ης Απριλίου 2018 καταθέτοντας συμπληρωματικό υπόμνημα στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, με το οποίο ανέπτυξε, υπό το πρίσμα της εν λόγω επιστολής, ορισμένα σημεία τα οποία είχε εγείρει στο δικόγραφο αυτό και προέβαλε νέο ισχυρισμό βάσει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Το παραδεκτό του συμπληρωματικού αυτού υπομνήματος και του νέου αυτού ισχυρισμού δεν αμφισβητήθηκε από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, τα εν λόγω στοιχεία κρίθηκαν παραδεκτά με την παρούσα απόφαση.

103    Υπό τις συνθήκες αυτές, η τήρηση από την Επιτροπή της υποχρεώσεώς της αιτιολογήσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της προσβαλλομένης αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 2018, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την επιστολή της 13ης Απριλίου 2018.

104    Συναφώς, καταρχάς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η προσφορά της για την παρτίδα αριθ. 3 δεν είχε καταταγεί στις δέκα καλύτερες προσφορές με βάση τη σχέση ποιότητας-τιμής. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλάμβανε, επιπλέον, συγκριτικό πίνακα στον οποίο αναγράφονταν οι βαθμολογίες που είχε λάβει η προσφεύγουσα, εκείνες που είχε λάβει ο πρώτος επιλεγείς προσφέρων και εκείνες που είχε λάβει ο τελευταίος επιλεγείς προσφέρων. Ο εν λόγω πίνακας περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τις βαθμολογίες που είχαν δοθεί ως προς τα έξι σημεία της κατηγορίας «Συνολική οργάνωση και μεθοδολογία», τη συνολική τεχνική βαθμολογία, τη στάθμιση των τεχνικών και των οικονομικών βαθμολογιών καθώς και τη συνολική βαθμολογία.

105    Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η προσφεύγουσα είχε ήδη τη δυνατότητα να διαπιστώσει ότι η προσφορά της είχε καταταγεί ενδέκατη όσον αφορά την οικονομική βαθμολογία, αλλά ότι δεν συνέβαινε το ίδιο όσον αφορά την τεχνική βαθμολογία. Η προσφεύγουσα μπορούσε να συναγάγει ότι η υψηλότερη τιμή της προσφοράς της, σε σχέση με τις προσφορές των άλλων προσφερόντων, είχε διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην απόρριψη της προσφοράς αυτής. Επιπλέον, με τη γνωστοποίηση των βαθμολογιών για καθένα εκ των σημείων της τεχνικής βαθμολογίας, η προσφεύγουσα μπορούσε, έστω και κατά τρόπο αφηρημένο, να κατανοήσει ποια στοιχεία της προσφοράς της κρίθηκαν πιο αδύναμα από την αναθέτουσα αρχή.

106    Έπειτα, με την επιστολή της 13ης Απριλίου 2018, η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα, πρώτον, πίνακα με τις βαθμολογίες που είχε λάβει τόσο η ίδια όσο και κάθε ένας από τους δέκα αναδόχους ως προς τα έξι σημεία της τεχνικής βαθμολογίας. Με βάση την ανάγνωση του πίνακα αυτού, η προσφεύγουσα μπορούσε να αντιληφθεί ότι, στο τεχνικό επίπεδο, η προσφορά της είχε καταταγεί ενδέκατη όσον αφορά το πρώτο σημείο «Οργάνωση και μεθοδολογία», το οποίο ήταν το σημαντικότερο καθώς σταθμιζόταν με βαρύτητα 35 μορίων στα 100, και όγδοη όσον αφορά το δεύτερο σημείο «Ομάδα διοίκησης: προτεινόμενα προφίλ», το οποίο ήταν το δεύτερο σημαντικότερο καθώς σταθμιζόταν με βαρύτητα 25 μορίων στα 100.

107    Δεύτερον, αυτός ο πίνακας σχετικά με την τεχνική βαθμολόγηση των προσφορών συμπληρωνόταν από μια στήλη σχολίων, στην οποία αναγραφόταν συνοπτικά η θέση της επιτροπής αξιολογήσεως για κάθε προσφορά.

108    Όσον αφορά ειδικότερα την προσφορά της προσφεύγουσας, το σχόλιο της επιτροπής αξιολογήσεως ήταν το εξής:

«Καλή συνολική διαχειριστική μεθοδολογία – μέλη της ομάδας και μέλη της κοινοπραξίας με εμπειρία στις [συμβάσεις-πλαίσια] – θεωρητική παρουσίαση της μεθοδολογίας ποιοτικού ελέγχου – ενσωμάτωση τοπικών εμπειρογνωμόνων – παρουσία σε όλες τις χώρες και σε όλες τις περιφέρειες[, αλλά] ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των εμπειρογνωμόνων – περιορισμένη τομεακή εμπειρία των μελών της ομάδας διοίκησης – ασαφής προσδιορισμός του ρόλου, της συμπληρωματικότητας και της προστιθέμενης αξίας των μελών της κοινοπραξίας.»

109    Επομένως, με βάση το σχόλιο της επιτροπής αξιολογήσεως, σε συνδυασμό με τις επιμέρους βαθμολογίες που έλαβε η προσφεύγουσα και εκείνες που έλαβε ο κάθε ανάδοχος για καθεμία από τις θέσεις της τεχνικής βαθμολογίας, μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφορά της προσφεύγουσας ήταν λιγότερο ικανοποιητική από τις επιλεγείσες. Πράγματι, στο συμπληρωματικό υπόμνημα της 26ης Απριλίου 2018, η ίδια η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι παρατηρήσεις «ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των εμπειρογνωμόνων» και «περιορισμένη τομεακή εμπειρία των μελών της ομάδας διοίκησης» «φαίνεται να ανταποκρίνονται», αντίστοιχα, στις θέσεις «Οργάνωση και μεθοδολογία» και «Ομάδα διοίκησης: προτεινόμενα προφίλ».

110    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κανένας από τους αναδόχους δεν έγινε αποδέκτης των ίδιων επικρίσεων με αυτές που διατύπωσε η επιτροπή αξιολογήσεως σχετικά με την προσφορά της προσφεύγουσας.

111    Πρώτον, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, από τα σχόλια της επιτροπής αξιολογήσεως προκύπτει βεβαίως ότι η τελευταία προσήψε σε ορισμένους αναδόχους τις «ανεπαρκείς επεξηγήσεις σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας των εμπειρογνωμόνων» ή και τις «ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με την εσωτερική εμπειρογνωμοσύνη». Εντούτοις, αυτές οι επικρίσεις δεν αφορούν την ανεπάρκεια των πληροφοριών σχετικά με τη διαθεσιμότητα, αυτή καθεαυτήν, των εμπειρογνωμόνων. Δεύτερον, όσον αφορά την επίκριση για «περιορισμένη τομεακή εμπειρία των μελών της ομάδας διοίκησης», η οποία διατυπώθηκε σχετικά με την προσφορά της προσφεύγουσας, η ίδια η προσφεύγουσα επισημαίνει, στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της, ότι «στο σημείο αυτό δεν διατυπώνεται για τους άλλους προσφέροντες καμία παρατήρηση όσον αφορά την εμπειρία της ομάδας διοίκησης».

112    Συνεπώς, σε αντίθεση προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι οι άλλοι προσφέροντες έγιναν επίσης αποδέκτες αρνητικών σχολίων για τις προσφορές τους δεν καθιστά ασυνεπή την αιτιολόγηση που περιέχεται στην επιστολή της 13ης Απριλίου 2018.

113    Επομένως, η προσφεύγουσα, με βάση το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και της επιστολής της 13ης Απριλίου 2018, ήταν σε θέση να κατανοήσει το σκεπτικό στο οποίο βασιζόταν η κατάταξη των προσφορών στο τεχνικό επίπεδο. Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την αναθέτουσα αρχή να διαβιβάσει σε διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, αφενός, πέραν των λόγων απορρίψεως της προσφοράς, επισταμένη συνοπτική έκθεση του τρόπου κατά τον οποίο κάθε επιμέρους στοιχείο της προσφοράς του συνεκτιμήθηκε κατά την αξιολόγησή της και, αφετέρου, στο πλαίσιο της ανακοινώσεως των χαρακτηριστικών και των σχετικών πλεονεκτημάτων της επιλεγείσας προσφοράς, ενδελεχή συγκριτική εξέταση της επιλεγείσας προσφοράς και της δικής του προσφοράς.

114    Τέλος, όσον αφορά την οικονομική αξιολόγηση των προσφορών, η επιστολή της 13ης Απριλίου 2018 περιλάμβανε πίνακα με τη συνολική οικονομική βαθμολογία, τη συνολική τεχνική βαθμολογία και την τελική βαθμολογία της προσφεύγουσας και καθενός από τους δέκα αναδόχους. Με βάση τον πίνακα αυτό, ο ανάδοχος που κατετάγη πρώτος όσον αφορά την οικονομική αξιολόγηση της προσφοράς του έλαβε συνολικά όχι 100 αλλά 99,36 μόρια.

115    Συναφώς, όπως τόνισε η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, κατ’ εφαρμογήν του σημείου 15.3 των οδηγιών προς τους διαγωνιζομένους, η συνολική οικονομική βαθμολογία υπολογίστηκε με την πρόσθεση των τεσσάρων σταθμισμένων βαθμολογιών για κάθε κατηγορία εμπειρογνωμόνων, οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 6 ανωτέρω. Αυτές οι τέσσερις σταθμισμένες βαθμολογίες προέκυψαν κατόπιν διαιρέσεως των χαμηλότερων τιμών με τις τιμές της οικείας προσφοράς και κατόπιν πολλαπλασιασμού του λόγου αυτού επί 100. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν αυτού του τύπου, ο προσφέρων που υπέβαλε τη χαμηλότερη συνολική τιμή προσφοράς χωρίς να έχει υποβάλει τη χαμηλότερη τιμή προσφοράς για κάθε κατηγορία εμπειρογνωμόνων δεν μπορούσε να λάβει συνολική βαθμολογία 100 μορίων στα 100.

116    Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να υποθέσει ότι αυτό συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση, στην οποία, όπως επισήμανε η Επιτροπή, ο ανάδοχος που κατετάγη πρώτος όσον αφορά την οικονομική βαθμολογία είχε προτείνει τις χαμηλότερες τιμές για τις κατηγορίες εμπειρογνωμόνων Ι και ΙΙΙ καθώς και για τον βοηθό διοίκησης, αλλά τις δεύτερες χαμηλότερες τιμές για την κατηγορία εμπειρογνωμόνων II. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ανάδοχος, δεδομένου ότι δεν είχε υποβάλει τη χαμηλότερη τιμή προσφοράς για καθεμία από αυτές τις τέσσερις κατηγορίες, δεν μπορούσε να λάβει συνολική οικονομική βαθμολογία 100 μορίων στα 100.

117    Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν είναι βάσιμο, επιβάλλεται η απόρριψη του λόγου αυτού.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει την Transtec στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

GervasoniMadiseda Silva Passos

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 16 Μαΐου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί της ουσίας

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

– Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

– Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

Top