This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62018CN0747
Case C-747/18 P: Appeal brought on 30 November 2018 by Lux-Rehab Foglalkoztató Non-Profit Kft. (Lux-Rehab Non-Profit Kft.) against the order of the General Court (Seventh Chamber) delivered on 28 September 2018 in Case T-710/17, Lux-Rehab Non-Profit v Commission
Υπόθεση C-747/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2018 η Lux-Rehab Foglalkoztató Non-Profit Kft. (Lux-Rehab Non-Profit Kft.) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-710/17, Lux-Rehab Non-Profit κατά Επιτροπής
Υπόθεση C-747/18 P: Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2018 η Lux-Rehab Foglalkoztató Non-Profit Kft. (Lux-Rehab Non-Profit Kft.) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-710/17, Lux-Rehab Non-Profit κατά Επιτροπής
ΕΕ C 112 της 25.3.2019, p. 15–15
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
25.3.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 112/15 |
Αναίρεση που άσκησε στις 30 Νοεμβρίου 2018 η Lux-Rehab Foglalkoztató Non-Profit Kft. (Lux-Rehab Non-Profit Kft.) κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-710/17, Lux-Rehab Non-Profit κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-747/18 P)
(2019/C 112/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Lux-Rehab Foglalkoztató Non-Profit Kft. (Lux-Rehab Non-Profit Kft.) (εκπρόσωπος: L. Szabó)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη και, ως εκ τούτου, να αναιρέσει τη διάταξη που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) στις 28 Σεπτεμβρίου 2018 στην υπόθεση Lux-Rehab Non-Profit κατά Επιτροπής (T-710/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:630), όπως αυτή της επιδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2018· |
— |
να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δεύτερου και του τέταρτου λόγου απαραδέκτου· |
— |
να καταδικάσει την αντίδικο κατ’ αναίρεση στα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της κατ’ αναίρεση διαδικασίας, εκτός αν το Δικαστήριο αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, οπότε στην περίπτωση αυτή ζητεί από το Δικαστήριο να μην αποφανθεί κατά το στάδιο αυτό επί των εν λόγω δικαστικών εξόδων αλλά να επιφυλαχθεί ως προς αυτά έως την έκδοση της οριστικής αποφάσεως. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Πρώτος λόγος
Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι αίτημα της προσφυγής της ήταν η ακύρωση αποφάσεως για τη μη διατύπωση αντιρρήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 (1), στηρίζει την αιτίασή της περί προστασίας των διαδικαστικών δικαιωμάτων της· ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί εν προκειμένω ενδιαφερόμενο μέρος και να γίνει δεκτό ότι το αίτημά της αναφέρεται εμμέσως, διά παραπομπής, στην προστασία των δικαιωμάτων.
Δεύτερος λόγος
Καθόσον το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε ένα παράρτημα της προσφυγής και αποφάνθηκε επί της ουσίας στηριζόμενο στην ερμηνεία αυτή, δεν μπορεί βασίμως να εκτιμά ότι δεν εναπόκειται σε αυτό να ερευνήσει και να εντοπίσει στα παραρτήματα τους λόγους που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα.
Απαιτώντας από τη νυν αναιρεσείουσα να αποδείξει την ύπαρξη των «συγκεκριμένων και απτών συνεπειών» που προκαλεί η νόθευση του ανταγωνισμού στην κατάστασή της και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να τεκμηριώσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη την αφορά άμεσα, το Γενικό Δικαστήριο εισέρχεται στο πεδίο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών με αποτέλεσμα να παραμορφώνει την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού.
Τρίτος λόγος
Στον βαθμό που η νυν αντίδικος κατ’ αναίρεση υποστήριξε, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι δεκτικές προσφυγής διότι δεν αποτελούν οριστικές αποφάσεις, δεδομένου ότι εξακολουθεί να εκκρεμεί η έρευνα, το ζήτημα αυτό πρέπει να επιλυθεί από τον δικαστή πριν από τη διατύπωση κρίσεως επί των λοιπών λόγων απαραδέκτου.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).