EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0773

Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2020.
TK κ.λπ. κατά Land Sachsen-Anhalt.
Αιτήσεις του Verwaltungsgericht Halle για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρα 2 και 6 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων – Σύστημα αποδοχών που ενέχει διακρίσεις – Υπολογισμός αναδρομικών αποδοχών βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο η οποία είχε γίνει κατά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων – Νέα διάκριση – Άρθρο 9 – Αποζημίωση λόγω νομοθεσίας που εισάγει διακρίσεις – Αποσβεστική προθεσμία για την υποβολή αίτησης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-773/18 έως C-775/18.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:125

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 27ης Φεβρουαρίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρα 2 και 6 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων – Σύστημα αποδοχών που ενέχει διακρίσεις – Υπολογισμός αναδρομικών αποδοχών βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο η οποία είχε γίνει κατά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων – Νέα διάκριση – Άρθρο 9 – Αποζημίωση λόγω νομοθεσίας που εισάγει διακρίσεις – Αποσβεστική προθεσμία για την υποβολή αίτησης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-773/18 έως C-775/18,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Halle (διοικητικό πρωτοδικείο Halle, Γερμανία) με αποφάσεις της 15ης Αυγούστου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 10 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο των δικών

TK (C‑773/18),

UL (C‑774/18),

VM (C‑775/18)

κατά

Land Sachsen-Anhalt,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, προεδρεύοντα του εβδόμου τμήματος, T. von Danwitz και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

το Land Sachsen-Anhalt, εκπροσωπούμενο από τον J. Barone,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη C. Valero και τους B.‑R. Killmann και T. Maxian Rusche,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία των άρθρων 2, 6, 9 και 17 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ των TK (C‑773/18), UL (C‑774/18) και VM (C‑775/18) και του Land Sachsen-Anhalt (ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, Γερμανία) με αντικείμενο αιτήματα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για τη διάκριση λόγω ηλικίας την οποία οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι ενείχε η κατάταξή τους σε κλιμάκιο κατά τον διορισμό τους ως δικαστών ή υπαλλήλων του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της «είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)

συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν,

i)

η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, […]

[…]».

5

Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)

την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους,

β)

τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση,

γ)

τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση.

2.   Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»

6

Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει, έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται ενδεδειγμένο, διαδικασιών συνδιαλλαγής, για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.

[…]

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν θίγουν τις εθνικές διατάξεις περί των προθεσμιών ασκήσεως αγωγής σχετιζομένης με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.»

7

Το άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις εν λόγω διατάξεις στην Επιτροπή έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 το αργότερο και κοινοποιούν κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση το συντομότερο δυνατόν.»

Το γερμανικό δίκαιο

8

Κατά το άρθρο 1 του Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz (γενικού νόμου για την ίση μεταχείριση), της 14ης Αυγούστου 2006 (BGBl. I, σ. 1897, στο εξής: AGG), σκοπός του νόμου αυτού είναι η αποτροπή ή η εξάλειψη κάθε δυσμενούς διάκρισης λόγω φυλής, εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικής ταυτότητας.

9

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του AGG ορίζει τα εξής:

«Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται δυσμενή διάκριση για οποιονδήποτε από τους λόγους του άρθρου 1 […]».

10

Το άρθρο 15 του AGG, με τίτλο «Αποκατάσταση της ζημίας και αποζημίωση», ορίζει τα εξής:

«(1)   Σε περίπτωση παραβάσεως της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ο εργοδότης υποχρεούται να αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει όταν ο εργοδότης δεν ευθύνεται για την παράβαση της υποχρεώσεως αυτής.

(2)   Σε περίπτωση βλάβης που δεν συνίσταται σε περιουσιακή ζημία, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει δίκαιη χρηματική ικανοποίηση. […]

[…]

(4)   Αξίωση στηριζόμενη στις παραγράφους 1 ή 2 πρέπει να προβάλλεται εγγράφως εντός προθεσμίας δύο μηνών, εκτός αν άλλως ορίζεται με συλλογική σύμβαση. Η προθεσμία, σε περίπτωση υποψηφιότητας για θέση εργασίας ή για προαγωγή, αρχίζει από την απόρριψη της υποψηφιότητας και, στις λοιπές περιπτώσεις άνισης μεταχείρισης, από τη γνώση της άνισης μεταχείρισης.

[…]»

11

Το άρθρο 24 του AGG ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται mutatis mutandis, μεταξύ άλλων, στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές.

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η ενάγουσα της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑773/18 υπηρετεί, από την 1η Ιανουαρίου 2010, ως δικαστής σε δικαστήριο του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ. Οι ενάγοντες των κύριων δικών στις υποθέσεις C‑774/18 και C‑775/18 είναι μόνιμοι υπάλληλοι του ομόσπονδου αυτού κράτους από την 1η Αυγούστου 2006 και από την 1η Ιανουαρίου 2009, αντιστοίχως.

13

Έως και την 31η Μαρτίου 2011, οι ενάγοντες των κύριων δικών αμείβονταν σύμφωνα με τον Bundesbesoldungsgesetz (ομοσπονδιακό νόμο για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων), της 6ης Αυγούστου 2002 (BGBl. I, σ. 3020), όπως είχε τροποποιηθεί με τον νόμο της 12ης Ιουλίου 2006 (BGBl. I, σ. 1466) (στο εξής: προηγούμενος ομοσπονδιακός νόμος για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων). Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, το κλιμάκιο του βασικού μισθού του δημοσίου υπαλλήλου ή του δικαστή, εντός εκάστου βαθμού, καθοριζόταν, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, βάσει της ηλικίας του.

14

Με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη και συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78, και ιδίως με το άρθρο 2 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν επιτρέπει το κλιμάκιο του βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου του δημόσιου τομέα, εντός εκάστου βαθμού, να καθορίζεται, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία του.

15

Μετά τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης, το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας‑Άνχαλτ ακολούθησε, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο, την προσέγγιση του Bundesministerium des Innern (Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών, Γερμανία), το οποίο έδωσε, με δύο εγκυκλίους της 27ης Ιανουαρίου 2012 και της 23ης Μαρτίου 2012, οδηγίες στις ομοσπονδιακές διοικητικές υπηρεσίες να απορρίπτουν τις διοικητικές προσφυγές που θα ασκούσαν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή οι δικαστές κατά του υπολογισμού των αποδοχών τους βάσει του προηγούμενου ομοσπονδιακού νόμου για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων με την αιτιολογία ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε τους συμβασιούχους υπαλλήλους και δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων ή των δικαστών.

16

Από τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η νομολογία των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων ήταν διχασμένη ως προς το ζήτημα αν οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), μπορούσαν να εφαρμοστούν και για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών.

17

Οι ενάγοντες των κύριων δικών άσκησαν, στις 16 Δεκεμβρίου 2013 (C‑773/18), στις 17 Φεβρουαρίου 2012 (C‑774/18) και στις 21 Δεκεμβρίου 2012 (C‑775/18), αντιστοίχως, διοικητικές προσφυγές ενώπιον του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ και, επικαλούμενοι διάκριση λόγω ηλικίας, αμφισβήτησαν τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών τους έως την 31η Μαρτίου 2011. Μεταξύ άλλων, ζήτησαν να τους καταβληθεί χρηματική ικανοποίηση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του AGG.

18

Με τις αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561), το Δικαστήριο έκρινε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 2 και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 εθνικό μέτρο βάσει του οποίου, εντός εκάστου βαθμού, το κλιμάκιο του βασικού μισθού δημοσίου υπαλλήλου ή δικαστή καθορίζεται, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, βάσει της ηλικίας του.

19

Με δύο νόμους, της 18ης Δεκεμβρίου 2015 και της 8ης Δεκεμβρίου 2016, το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ προέβλεψε αναδρομική αύξηση, από το 2008, των αποδοχών όλων των υπαλλήλων και δικαστών που υπηρετούσαν σε αυτό. Για το χρονικό διάστημα έως και την 31η Μαρτίου 2011, η αύξηση αυτή υπολογίστηκε ως ποσοστό επί του βασικού μισθού που είχε πράγματι καταβληθεί στους δημοσίους υπαλλήλους και τους δικαστές, για κάθε ένα από τα επίμαχα έτη, σύμφωνα με τον προηγούμενο ομοσπονδιακό νόμο για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων.

20

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ειδικότερα ότι μέσω της καταβολής αναδρομικών αποδοχών επιδιώχθηκε η συμμόρφωση με δύο αποφάσεις του Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, Γερμανία) με τις οποίες, αφενός, κρίθηκε ότι οι αποδοχές των δικαστών και των υπαλλήλων του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ υπολείπονταν του ελάχιστου νόμιμου ορίου που επιβάλλει ο Grundgesetz (Θεμελιώδης Νόμος) και, αφετέρου, το ομόσπονδο αυτό κράτος υποχρεώθηκε να αυξήσει, αναδρομικά από το 2008, τις αποδοχές των υπηρετούντων σε αυτό υπαλλήλων και δικαστών.

21

Στις 24 Μαρτίου 2016 (C‑773/18), 27 Ιουνίου 2016 (C‑774/18) και 24 Φεβρουαρίου 2016 (C‑775/18), αντιστοίχως, οι διοικητικές προσφυγές των εναγόντων των κύριων δικών απορρίφθηκαν ως εκπρόθεσμες. Ως προς το ζήτημα αυτό, το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι αυτοί έπρεπε να έχουν προβάλει την αξίωσή τους για καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG, η οποία είχε αρχίσει από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), ήτοι από την 8η Σεπτεμβρίου 2011.

22

Στις 18 Απριλίου 2016 (C‑773/18), 22 Ιουλίου 2016 (C‑774/18) και 23 Μαρτίου 2016 (C‑775/18), αντιστοίχως, οι ενάγοντες των κύριων δικών άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγές ζητώντας, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας‑Άνχαλτ να τους καταβάλει τη χρηματική ικανοποίηση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG.

23

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, αφενός, αν η αναδρομική αύξηση των αποδοχών των δικαστών και των δημοσίων υπαλλήλων για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Μαρτίου 2011 ενέχει νέα διάκριση λόγω ηλικίας, δεδομένου ότι οι αποδοχές αυξήθηκαν κατά ποσοστό του βασικού μισθού που καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε μισθολογικό κλιμάκιο η οποία είχε γίνει σύμφωνα με τον προηγούμενο ομοσπονδιακό νόμο για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, κατά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

24

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η δημοσίευση της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), μπορούσε όντως να αποτελεί, ως προς τους ενάγοντες των κύριων δικών, το χρονικό σημείο έναρξης της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 4, του AGG για την άσκηση των δικαιωμάτων τους, εν προκειμένω με την άσκηση διοικητικής προσφυγής. Δεδομένου ότι ποσοστό άνω του 60 % των προσφυγών που ασκήθηκαν στο ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας‑Άνχαλτ απορρίφθηκαν λόγω μη τήρησης της προθεσμίας αυτής, το αιτούν δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες ως προς το αν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι δικαστές που βρίσκονταν στην κατάσταση των εναγόντων της κύριας δίκης μπορούσαν να λάβουν γνώση ήδη από τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης του γεγονότος ότι ο υπολογισμός των αποδοχών τους γινόταν κατά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Halle (διοικητικό πρωτοδικείο Halle, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Συνιστά νέα δυσμενή διάκριση, στο πλαίσιο ενός μισθολογικού καθεστώτος που ενέχει διακρίσεις λόγω ηλικίας, η εκ των υστέρων ποσοστιαία αύξηση των αποδοχών, στην περίπτωση που το ποσοστό της αύξησης είναι το ίδιο για όλα τα κλιμάκια ενός βαθμού και ως εκ τούτου μεταβάλλεται μεν η απόλυτη αλλά όχι η σχετική διαφορά μεταξύ αυτών που υφίστανται διακρίσεις και εκείνων που δεν υφίστανται;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, δικαιολογείται μια τέτοια ποσοστιαία αύξηση για όλες τις ηλικιακές βαθμίδες, στην περίπτωση που η αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι οι προϊσχύουσες αμοιβές υπολείπονταν του κατώτατου ορίου που προβλέπεται από το Σύνταγμα του κράτους μέλους;

3)

Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως στο άρθρο 9 της οδηγίας [2000/78], κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω εφαρμογής μισθολογικού καθεστώτος που ενέχει διακρίσεις λόγω ηλικίας αποσβέννυται μετά την πάροδο διμήνου, στην περίπτωση που

η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος δεν υπάγεται στη Bundesangestelltentarifvertrag (συλλογική σύμβαση των συμβασιούχων υπαλλήλων του δημόσιου τομέα), αλλά η προσωπική του κατάσταση είναι αντίστοιχη εκείνης την οποία αφορά η [απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005), ή η απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561)],

οι ενδιαφερόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι και δικαστές (εργαζόμενοι) μπορούσαν να λάβουν γνώση της προαναφερθείσας απόφασης μόνο από γενικές πηγές πληροφόρησης,

οι ιεραρχικά προϊστάμενες αρχές (εργοδότες), μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης, αρνήθηκαν τη δυνατότητα εφαρμογής της επί των δημοσίων υπαλλήλων ή των δικαστών και παράλληλα αμφισβήτησαν την ύπαρξη διάκρισης λόγω ηλικίας, η δε νομική άποψη αυτή δημοσιοποιήθηκε, τουλάχιστον εν μέρει,

η νομολογία των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων, εντός της ανωτέρω προθεσμίας καθώς και μετέπειτα μέχρι την έκδοση [της απόφασης της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005),] δεν δεχόταν ως επί το πλείστον την ύπαρξη διακρίσεως λόγω ηλικίας,

κατά τη διάρκεια της προθεσμίας δεν υπήρχε νομολογία ανώτερων [εθνικών] δικαστηρίων και η πρώτη απόφαση ανώτατου δικαστηρίου εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της [απόφασης της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005)],

στο πλαίσιο της υπηρεσιακής σχέσης των δημοσίων υπαλλήλων ή των δικαστών (εργασιακής σχέσης) ισχύουν αποσβεστικές προθεσμίες μόνο για την απόδοση ειδικών δαπανών και οι εν λόγω προθεσμίες δεν είναι βραχύτερες του εξαμήνου,

οι μισθολογικές αξιώσεις (αμοιβές) υπόκεινται σε τριετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους κατά το οποίο η αξίωση έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και ο δικαιούχος γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει την ύπαρξη της αξίωσης, άλλως η παραγραφή είναι δεκαετής,

εθνικές μισθολογικές αξιώσεις (αμοιβές) που δεν προβλέπονται από τον νόμο πρέπει να προβάλλονται εντός ευλόγου χρόνου, δηλαδή εντός του οικονομικού έτους για το οποίο ζητούνται;

4)

Επηρεάζεται η απάντηση στο τρίτο ερώτημα στην περίπτωση που η νομική κατάσταση είναι ασαφής ή συγκεχυμένη;

5)

Αρκεί για την έναρξη της αποσβεστικής προθεσμίας το γεγονός ότι η κατηγορία των θιγόμενων προσώπων έχει γνώση της διαφορετικής μεταχείρισης ή πρέπει επιπρόσθετα να είναι γνωστός ο λόγος της άνισης μεταχείρισης, δηλαδή το κριτήριο διαφοροποίησης;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

26

Το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ αμφισβητεί το παραδεκτό του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι κρίσιμα για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών. Ειδικότερα, προβάλλει ότι, δεδομένου ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών αφορούν την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG, δεν έχει σημασία αν οι ενάγοντες των κύριων δικών δικαιούνται επιπλέον αποδοχές επειδή, όπως υποστηρίζουν, υπέστησαν μια δεύτερη διάκριση.

27

Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28

Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που άπτονται του δικαίου της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, οι ενάγοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι με την αναδρομική αύξηση των αποδοχών των δικαστών και των δημοσίων υπαλλήλων για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Μαρτίου 2011 άρχισε νέα προθεσμία δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG, δεδομένου ότι η αύξηση αυτή ενείχε νέα διάκριση λόγω ηλικίας.

30

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών ή ότι το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικής φύσης.

31

Κατά συνέπεια, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.

Επί της ουσίας

32

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε μέτρο δυνάμει του οποίου χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές, προς εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών, αναδρομική αύξηση υπολογιζόμενη ως ποσοστό του βασικού μισθού που τους καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, η οποία κατάταξη είχε γίνει, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία τους.

33

Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, διευκρινίζει ότι συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο.

34

Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί, καταρχάς, αν αναδρομική αύξηση των αποδοχών όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες ενέχει διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

35

Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν αμφισβητείται ότι η αναδρομική αύξηση αποδοχών που προβλέφθηκε με τους νόμους του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ της 18ης Δεκεμβρίου 2015 και της 8ης Δεκεμβρίου 2016 χορηγήθηκε στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποδοχές τους είναι ανάλογες με τη σπουδαιότητα του λειτουργήματός τους, όπως επιβάλλει ο Θεμελιώδης Νόμος, για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την31η Δεκεμβρίου 2011, και υπολογίστηκε ως ποσοστό του βασικού μισθού που εισέπρατταν, του οποίου το κλιμάκιο, εντός εκάστου βαθμού, είχε καθοριστεί, κατά τον χρόνο της πρόσληψης των υπαλλήλων και δικαστών αυτών, βάσει της ηλικίας τους, κατ’ εφαρμογήν του προηγούμενου ομοσπονδιακού νόμου για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων. Πλην όμως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικό μέτρο δυνάμει του οποίου, εντός εκάστου των υπηρεσιακών βαθμών, το κλιμάκιο του βασικού μισθού ενός δημοσίου υπαλλήλου καθορίζεται, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, βάσει της ηλικίας του (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 52).

36

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ως εκ τούτου, αν αποτελεί νέα διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι δικαστές που υπέστησαν διάκριση λόγω της ηλικίας τους, βάσει του προηγούμενου ομοσπονδιακού νόμου για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, εισπράττουν, λόγω του χαμηλότερου βασικού μισθού τους σε σύγκριση με εκείνον των δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών που έχουν μεν αντίστοιχη πείρα αλλά προσλήφθηκαν σε μεγαλύτερη ηλικία, χαμηλότερες επιπλέον αποδοχές σε απόλυτους αριθμούς, σε σύγκριση με τους τελευταίους, για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 έως την 31η Μαρτίου 2011.

37

Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι αληθές ότι η αναδρομική αύξηση των αποδοχών που υπολογίζεται ως σταθερό ποσοστό του βασικού μισθού δημοσίου υπαλλήλου ή δικαστή δεν παρουσιάζει, αφεαυτής, εγγενή σύνδεσμο με την ηλικία και δεν εισάγει επιπλέον διαφοροποίηση μεταξύ των προσώπων που αφορά πέραν εκείνης που προκύπτει από το σύστημα αναφοράς με το οποίο καθορίζεται ο εν λόγω βασικός μισθός.

38

Εντούτοις, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι το σύστημα αναφοράς εν προκειμένω είναι ο προηγούμενος νόμος για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, βάσει του οποίου ο καθορισμός του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, γινόταν, κατά τον χρόνο της πρόσληψης των ως άνω δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων, σε συνάρτηση με την ηλικία τους, ο σύνδεσμος αυτός έχει ως αποτέλεσμα η επίμαχη στις κύριες δίκες αναδρομική αύξηση αποδοχών που προβλέφθηκε με τους νόμους του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας‑Άνχαλτ της 18ης Δεκεμβρίου 2015 και της 8ης Δεκεμβρίου 2016 να εισάγει εκ νέου διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας εις βάρος αυτών των δικαστών και δημοσίων υπαλλήλων.

39

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στις κύριες δίκες αναδρομική αύξηση των αποδοχών ενέχει νέα διαφορετική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

40

Επιβάλλεται, στη συνέχεια, να εξεταστεί αν η ως άνω διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

41

Το πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από τους θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

42

Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν μέτρα που συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78. Έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης για την επιλογή όχι μόνον του συγκεκριμένου σκοπού που προτίθενται να επιδιώξουν στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και για τον καθορισμό των μέτρων επίτευξης του σκοπού αυτού (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 46).

43

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορετική μεταχείριση που διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης οφείλεται στην επιδίωξη σκοπού που απορρέει από τον Θεμελιώδη Νόμο και αφορά τη διασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών στους υπαλλήλους και στους δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ.

44

Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι θεμιτός ο σκοπός που συνίσταται στην καταβολή στους υπαλλήλους και τους δικαστές του ομόσπονδου αυτού κράτους αποδοχών ανάλογων με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Escribano Vindel, C‑49/18, EU:C:2019:106, σκέψη 66).

45

Πρέπει ακόμη να εξετασθεί, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, αν, στο πλαίσιο του ευρέος περιθωρίου εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και υπενθυμίζεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

46

Ως προς το ζήτημα αυτό, η επιλογή της καταβολής αναδρομικών αποδοχών οι οποίες υπολογίζονται ως σταθερό ποσοστό του βασικού μισθού παρίσταται κατά κανόνα ως πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην καταβολή στους δημόσιους υπαλλήλους και τους δικαστές αποδοχών ανάλογων με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους.

47

Όσον αφορά το ζήτημα αν το μέτρο αυτό βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του ως άνω θεμιτού σκοπού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο υπολογισμός των αναδρομικών αποδοχών θα έπρεπε να γίνει με άλλον τρόπο, για παράδειγμα με βάση το υψηλότερο κλιμάκιο του οικείου βαθμού.

48

Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, στις σκέψεις 63, 72 και 86 της απόφασης της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78 δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία έχει σκοπό την εξάλειψη διάκρισης λόγω ηλικίας και χρησιμοποιεί ως στοιχείο αναφοράς, για μια μεταβατική περίοδο, το προηγούμενο μισθολογικό καθεστώς το οποίο βασιζόταν σε διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας, κατά το μέτρο που το στοιχείο αυτό αναφοράς είναι αναγκαίο για την προστασία των κεκτημένων δικαιωμάτων και οι συνέπειες της χρήσης του πρόκειται να αμβλυνθούν και να εξαλειφθούν με την πάροδο του χρόνου.

49

Στο ως άνω πλαίσιο, το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 81 της απόφασης αυτής, ότι ο προσδιορισμός της ζημίας που ένα τέτοιο μεταβατικό καθεστώς θα μπορούσε να προξενήσει στους θιγόμενους υπαλλήλους είναι εξαιρετικά περίπλοκος, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του αριθμού των υπαλλήλων αυτών και της απουσίας έγκυρου συστήματος αναφοράς που να καθιστά δυνατή τη σύγκριση μεταξύ των ευνοούμενων και μη ευνοούμενων υπαλλήλων.

50

Στη σκέψη 96 της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο κατέληξε εν συνεχεία στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη ισχύος της νέας εθνικής ρύθμισης, είναι δυνατή η καταβολή αναδρομικών αποδοχών υπολογιζόμενων με βάση το υψηλότερο κλιμάκιο του οικείου βαθμού μόνον εφόσον υφίσταται έγκυρο σύστημα αναφοράς και ότι τέτοιο σύστημα αναφοράς δεν υπήρχε στο πλαίσιο του προηγούμενου ομοσπονδιακού νόμου για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, δεδομένου ότι οι εισάγουσες δυσμενείς διακρίσεις πτυχές του νόμου αυτού επηρέαζαν δυνητικώς όλους τους υπαλλήλους.

51

Πλην όμως, υπό το πρίσμα των νομολογιακών αυτών δεδομένων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εφόσον μέτρο όπως το επίμαχο στις κύριες δίκες ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο χαρακτηριζόμενο τόσο από μεγάλο αριθμό θιγόμενων δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών όσο και από την απουσία έγκυρου συστήματος αναφοράς, και δεν συνεπάγεται τη διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας, τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78 δεν αντιτίθενται στη χρήση του προηγουμένου αυτού μισθολογικού καθεστώτος ως βάσης για τον υπολογισμό αναδρομικών αποδοχών με σκοπό να διασφαλιστεί η καταβολή στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές αποδοχών ανάλογων με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα που προηγείται της έναρξης ισχύος νέας ρύθμισης η οποία αποσκοπεί στην εξάλειψη της διάκρισης λόγω ηλικίας.

52

Υπό τις συνθήκες αυτές και υπό την επιφύλαξη των ζητημάτων τα οποία οφείλει, κατά συνέπεια, να ελέγξει το αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι το επίμαχο μέτρο στις κύριες δίκες βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στη εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών στους υπαλλήλους και τους δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας‑Άνχαλτ, όπως επιβάλλει ο Θεμελιώδης Νόμος.

53

Κατά συνέπεια, στο πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε μέτρο δυνάμει του οποίου χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές, προς εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών, αναδρομική αύξηση υπολογιζόμενη ως ποσοστό του βασικού μισθού που τους καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, η οποία κατάταξη είχε γίνει, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία τους, εφόσον το μέτρο αυτό, αφενός, ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο χαρακτηριζόμενο τόσο από μεγάλο αριθμό θιγόμενων δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών όσο και από την απουσία έγκυρου συστήματος αναφοράς, και, αφετέρου, δεν συνεπάγεται τη διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας.

Επί του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου ερωτήματος

54

Με το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει επίσης να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2000/78, καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι δίμηνη αποσβεστική προθεσμία για την κατάθεση αίτησης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης της βλάβης που προξενήθηκε από μέτρο που ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας αρχίζει την ημέρα της δημοσίευσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε ότι παρόμοιο μέτρο ενείχε επίσης διάκριση, ιδίως στην περίπτωση που εντός του εν λόγω κράτους μέλους υπάρχει διχογνωμία σχετικά με το κατά πόσον οι δικανικές κρίσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου ισχύουν και για το επίμαχο μέτρο.

55

Επισημαίνεται καταρχάς ότι δεν αμφισβητείται ότι ο AGG μεταφέρει την οδηγία 2000/78 στο γερμανικό δίκαιο, ότι σκοπός του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG είναι η συμβολή στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το άρθρο 17 της οδηγίας και ότι η διάταξη αυτή του AGG προβλέπει, στο πλαίσιο αυτό, την ικανοποίηση της μη περιουσιακής ζημίας που προκλήθηκε από διάκριση λόγω ηλικίας.

56

Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης εξαρτάται αποκλειστικά από την απόδειξη της ύπαρξης διάκρισης, η χρηματική ικανοποίηση ορίζεται κατ’ αποκοπήν σύμφωνα με πάγια εθνική νομολογία στο ποσό των 100 ευρώ ανά μήνα για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συνεχιζόταν η διάκριση και η αξίωση δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG πρέπει να προβληθεί εγγράφως στον εργοδότη εντός δίμηνης προθεσμίας από τη γνώση της διάκρισης εκ μέρους του εργαζομένου.

57

Για περιπτώσεις όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, σημείο έναρξης της προθεσμίας είναι, σύμφωνα με τη νομολογία του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία), η ημέρα δημοσίευσης της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560).

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν η διάρκεια της προθεσμίας αυτής και ο καθορισμός της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 ως σημείου έναρξής της πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2000/78 και αν συνάδουν με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

59

Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έχει πρόσβαση σε διοικητικές διαδικασίες για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων από την οδηγία 2000/78.

60

Συνεπώς, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι το ζήτημα των προθεσμιών για την κίνηση διαδικασίας, προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από την οδηγία, δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 24).

61

Ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τέτοιους διαδικαστικούς κανόνες, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, οι προϋποθέσεις αυτές δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που διέπουν παρεμφερή μέσα παροχής έννομης προστασίας που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, δεν θα καθιστούν ανέφικτη ή υπέρμετρα δυσχερή στην πράξη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 25).

62

Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει προθεσμία όπως αυτή του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG, υπό τον όρο ότι, αφενός, η προθεσμία δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που αφορά παρόμοιες ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου και, αφετέρου, ο καθορισμός του σημείου εκκίνησης της εν λόγω προθεσμίας δεν καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την οδηγία (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 42).

63

Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 15, παράγραφος 4, του AGG συνάδει με την αρχή της ισοδυναμίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι η δυνατότητα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας και ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που προκαλεί η παράβαση της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής, φύλου, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικής ταυτότητας προβλέφθηκε για πρώτη φορά στον AGG και, επομένως, δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα αντίστοιχες διαδικασίες πριν από την έκδοση του νόμου αυτού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 30). Η διαπίστωση αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου.

64

Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αξιώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG μπορούν να προβληθούν ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για σχέση εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου και της δέσμευσης ή μη από συλλογική σύμβαση.

65

Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν οι αξιώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, οι οποίες κατά τα φαινόμενα συνδέονται όλες με την προβολή χρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων στη δημόσια διοίκηση, είναι παρόμοιες με την αξίωση από το άρθρο 15 του AGG και αν οι ισχύοντες για αυτές διαδικαστικοί κανόνες είναι ευνοϊκότεροι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών των επίμαχων διαδικασιών (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 29).

66

Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο το οποίο έχει άμεση γνώση των διαδικαστικών κανόνων που ισχύουν για τέτοιες αξιώσεις στο πλαίσιο του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και, ως εκ τούτου, είναι το πλέον αρμόδιο να εξετάσει τόσο το αντικείμενο όσο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των φερόμενων ως παρόμοιων διαδικασιών του εσωτερικού δικαίου (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 28).

67

Για τους σκοπούς της εξέτασης αυτής, υπενθυμίζεται ότι η τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας προϋποθέτει ότι ο επίμαχος κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις διαδικασίες που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσο και σε εκείνες που στηρίζονται σε μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου και έχουν παρεμφερές αντικείμενο και παρεμφερή αιτία (πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Rudigier, C‑518/17, EU:C:2018:757, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, επισημαίνεται ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική διαδικαστική διάταξη καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της, ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, TDC, C‑327/15, EU:C:2016:974, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Κατά πάγια νομολογία, ο καθορισμός ευλόγων αποσβεστικών προθεσμιών πληροί, καταρχήν, την επιταγή της αποτελεσματικότητας, καθόσον συνιστά εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο όσο και την οικεία διοικητική αρχή. Πράγματι, τέτοιες προθεσμίες δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης. Εντούτοις, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν, για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, προθεσμίες που να έχουν σχέση, μεταξύ άλλων, με τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερόμενους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, με το περίπλοκο των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, με τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να αφορούν οι αποφάσεις ή με τα άλλα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Υπό την επιφύλαξη αυτή, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν περισσότερο ή λιγότερο μακρές προθεσμίες (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, TDC, C‑327/15, EU:C:2016:974, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 15, παράγραφος 4, του AGG το οποίο προβλέπει προθεσμία δύο μηνών για την προβολή των αξιώσεων στον εργοδότη, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της προθεσμίας αυτής δεν φαίνεται ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψεις 38 και 39).

71

Όσον αφορά το σημείο έναρξης της αποσβεστικής προθεσμίας, το Δικαστήριο τόνισε ότι αυτό δεν πρέπει να ορίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε ο εργαζόμενος να ενδέχεται να μην είναι σε θέση να γνωρίζει την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης που υπέστη εντός της προθεσμίας αυτής, πράγμα που θα καθιστούσε αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων του (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 40).

72

Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, καθόσον το σημείο έναρξης της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG είναι το χρονικό σημείο γνώσης εκ μέρους του εργαζομένου της φερόμενης δυσμενούς διάκρισης εις βάρος του, η διάταξη αυτή δεν είναι ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke, C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 41).

73

Πράγματι, το Δικαστήριο δεν θεωρεί υπερβολική δυσχέρεια την επιβολή αποσβεστικών προθεσμιών των οποίων αφετηρία είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε ή τουλάχιστον όφειλε να έχει λάβει γνώση της φερόμενης δυσμενούς μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Flausch κ.λπ., C‑280/18, EU:C:2019:928, σκέψη 55).

74

Πλην όμως, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στις σκέψεις 71 έως 73 της παρούσας απόφασης, για να είναι κάποιος σε θέση να γνωρίζει την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης που υπέστη, πρέπει να γνωρίζει τόσο τη διαφορετική εις βάρος του μεταχείριση και τον λόγο στον οποίο αυτή οφείλεται, όσο και ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση αποτελεί δυσμενή διάκριση οφειλόμενη στον συγκεκριμένο λόγο.

75

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο προηγούμενος ομοσπονδιακός νόμος για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων προέβλεπε ότι το κλιμάκιο του βασικού μισθού του δημοσίου υπαλλήλου ή του δικαστή, εντός του οικείου βαθμού, καθορίζεται κατά τον χρόνο της πρόσληψης βάσει της ηλικίας, οι ενάγοντες των κύριων δικών ήταν σε θέση να γνωρίζουν ήδη από την πρόσληψή τους τόσο τη διαφορετική μεταχείριση όσο και τον λόγο στον οποίο αυτή οφειλόταν.

76

Αντιθέτως, δεν φαίνεται να αμφισβητείται στις υποθέσεις των κύριων δικών ότι οι ενάγοντες δεν γνώριζαν ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο της πρόσληψής τους, ότι η ως άνω διαφορετική μεταχείριση αποτελούσε δυσμενή διάκριση οφειλόμενη στον ως άνω λόγο. Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι έλαβαν γνώση του γεγονότος αυτού λίγο χρόνο πριν την άσκηση των διοικητικών προσφυγών τους.

77

Τίθεται επομένως το ζήτημα αν οι ενάγοντες των κύριων δικών ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση αποτελούσε διάκριση από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), όπως έκρινε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο), με το σκεπτικό ότι στην απόφαση αυτή αποκρυσταλλώθηκαν τα κρίσιμα νομικά δεδομένα.

78

Ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η φύση και το περιεχόμενο της υποχρέωσης που υπέχουν τα κράτη μέλη από τα άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, όσον αφορά εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως ο προηγούμενος ομοσπονδιακός νόμος για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, έχουν διασαφηνιστεί και διευκρινιστεί από τη δημοσίευση της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560) (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 104).

79

Δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας‑Άνχαλτ δεν ενημέρωσε όσους υπηρετούσαν σε αυτό για τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης και, αφετέρου, ότι αυτή ήταν διαθέσιμη από την ημέρα της δημοσίευσής της στον ιστότοπο του Δικαστηρίου. Επιπλέον, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση, αφενός, δημοσιοποιήθηκε στο ευρύ κοινό μέσω των γερμανικών μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, γνωστοποιήθηκε στα μέλη συνδικαλιστικής οργάνωσης των υπαλλήλων του ομόσπονδου αυτού κράτους.

80

Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, επί των 10667 αιτήσεων καταβολής χρηματικής ικανοποίησης δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του AGG που υποβλήθηκαν στις αρχές του εν λόγω ομόσπονδου κράτους, 7071 απορρίφθηκαν, μεταξύ των οποίων 6516 ως εκπρόθεσμες λόγω μη τήρησης της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG. Συνεπώς, 4151 αιτήσεις είχαν υποβληθεί εντός της προθεσμίας αυτής, μεταξύ των οποίων πάνω από 700 από συνδικαλιστική οργάνωση που ενεργούσε για τα μέλη της.

81

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο για τις υποθέσεις των κύριων δικών, οι υπάλληλοι και οι δικαστές που υπηρετούσαν στο ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ δεν υπάγονταν στην κανονιστική ρύθμιση την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), αλλά σε εκείνη την οποία αφορούσαν οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561).

82

Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ εκτίμησε, όπως και το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών με τις εγκυκλίους της 27ης Ιανουαρίου 2012 και της 23ης Μαρτίου 2012, ότι η εν λόγω απόφαση δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση των υπαλλήλων και των δικαστών που υπηρετούσαν σε αυτό, δεδομένου ότι αφορούσε μόνον τους συμβασιούχους υπαλλήλους.

83

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων δεχόταν την άποψη αυτή έως τη δημοσίευση των αποφάσεων της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561), ενώ το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποσαφήνισε τη θέση του μόνο μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005).

84

Συνεπώς, κατά το αιτούν δικαστήριο, τα κρίσιμα νομικά δεδομένα για τις κύριες δίκες αποσαφηνίστηκαν σταδιακά με τις διαδοχικές αποφάσεις του Δικαστηρίου και έως τη δημοσίευση των αποφάσεων της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 51), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561, σκέψεις 33 και 34), τα δεδομένα αυτά δεν είχαν ακόμη αποκρυσταλλωθεί.

85

Τέλος, από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι οι ενάγοντες των κύριων δικών δεν έλαβαν αμέσως γνώση της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), ούτε κατανόησαν τη σημασία της για τις αποδοχές τους.

86

Από τα ανωτέρω στοιχεία, και ιδίως από το γεγονός ότι αρκετές χιλιάδες υπαλλήλων και δικαστών του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ υπέβαλαν αίτηση εντός της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG, προκύπτει ότι το σημείο έναρξής της, όπως ορίστηκε εν προκειμένω, δεν καθιστούσε πρακτικώς αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του AGG.

87

Αντιθέτως, όπως φαίνεται να εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, από άλλα στοιχεία αναδεικνύεται ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που εκθέτει, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τους υπαλλήλους και τους δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ κατέστη υπερβολικά δυσχερής, διότι το σημείο έναρξης της προθεσμίας καθορίστηκε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει το ενδεχόμενο αυτοί να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν, εντός της δίμηνης προθεσμίας, την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης την οποία υπέστησαν.

88

Πράγματι, στις σκέψεις 81 έως 84 της παρούσας απόφασης υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), δεν αφορούσε την εθνική κανονιστική ρύθμιση στην οποία υπάγονταν οι ενάγοντες των κύριων δικών, ότι το ομόσπονδο κράτος της Σαξονίας-Άνχαλτ και οι αρμόδιες ομοσπονδιακές αρχές είχαν εκτιμήσει, μετά τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης, ότι αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων και των δικαστών και ότι, έως τη δημοσίευση των αποφάσεων της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ. (C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 51), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland (C‑20/13, EU:C:2015:561, σκέψεις 33 και 34), το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων δεχόταν την άποψη αυτή.

89

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο ορθώς κατά τα φαινόμενα εκτιμά ότι, παρά τις διασαφηνίσεις και τις διευκρινίσεις που περιείχε η απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), όσον αφορά τη φύση και την έκταση της υποχρέωσης που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, τα κρίσιμα νομικά δεδομένα για να εκτιμηθεί η συμβατότητα με τις διατάξεις αυτές των κανόνων σχετικά με το μισθολόγιο των υπαλλήλων και των δικαστών του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ δεν είχαν αποκρυσταλλωθεί με τη δημοσίευση της απόφασης αυτής ούτε για τις αρμόδιες αρχές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας‑Άνχαλτ, ούτε για τις αρμόδιες ομοσπονδιακές αρχές, ούτε για την πλειονότητα των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων.

90

Υπό τις συνθήκες αυτές, φαίνεται ότι υπήρχε το ενδεχόμενο οι υπάλληλοι, ή ακόμη και οι δικαστές, του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν, εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης την οποία υπέστησαν.

91

Η ύπαρξη τέτοιου ενδεχομένου επιβεβαιώνεται κατά τα φαινόμενα τόσο από το ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι ενάγοντες των κύριων δικών δεν κατανόησαν αμέσως τη σημασία της απόφασης αυτής όσον αφορά τις αποδοχές τους όσο και από το ότι ποσοστό άνω του 60 % των προσφυγών που ασκήθηκαν από υπαλλήλους και δικαστές του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας‑Άνχαλτ απορρίφθηκαν ως εκπρόθεσμες.

92

Τα στοιχεία αυτά γεννούν συνεπώς αμφιβολίες ως προς το αν, για τον ορισμό της ημέρας δημοσίευσης της απόφασης της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560), ως σημείου έναρξης της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη τα κριτήρια που εκτέθηκαν στη σκέψη 69 της παρούσας απόφασης και ιδίως εκείνα που αφορούν το περίπλοκο της εφαρμοστέας νομοθεσίας και τον αριθμό εκείνων που ενδεχομένως θίγονται.

93

Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο το οποίο έχει άμεση γνώση των διαφορών των κύριων δικών, εναπόκειται να διενεργήσει τον αναγκαίο έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών και νομικών περιστάσεων, προκειμένου να διαπιστώσει αν το σημείο έναρξης της προθεσμίας του άρθρου 15, παράγραφος 4, του AGG ορίστηκε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστά υπερβολικά δυσχερή την άσκηση, εκ μέρους των υπαλλήλων και των δικαστών του ομόσπονδου κράτους της Σαξονίας-Άνχαλτ, των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του AGG.

94

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο, στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι η δίμηνη αποσβεστική προθεσμία για την κατάθεση αίτησης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης της βλάβης που προξενήθηκε από μέτρο που ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας αρχίζει την ημέρα της δημοσίευσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε ότι παρόμοιο μέτρο ενείχε επίσης διάκριση, στην περίπτωση που οι θιγόμενοι ενδέχεται να μην ήταν σε θέση να γνωρίζουν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης την οποία είχαν υποστεί. Αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν στο εν λόγω κράτος μέλος υπάρχει διχογνωμία σχετικά με το κατά πόσον οι δικανικές κρίσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου ισχύουν και για το επίμαχο μέτρο.

Επί των δικαστικών εξόδων

95

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Τα άρθρα 2 και 6 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε μέτρο δυνάμει του οποίου χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους δικαστές, προς εξασφάλιση της καταβολής επαρκών αποδοχών, αναδρομική αύξηση υπολογιζόμενη ως ποσοστό του βασικού μισθού που τους καταβαλλόταν βάσει κατάταξης σε κλιμάκιο του βασικού μισθού, εντός εκάστου βαθμού, η οποία κατάταξη είχε γίνει, κατά τον χρόνο της πρόσληψης, σε συνάρτηση με την ηλικία τους, εφόσον το μέτρο αυτό, αφενός, ανταποκρίνεται στην ανάγκη προστασίας των κεκτημένων δικαιωμάτων, σε ένα πλαίσιο χαρακτηριζόμενο τόσο από μεγάλο αριθμό θιγόμενων δημοσίων υπαλλήλων και δικαστών όσο και από την απουσία έγκυρου συστήματος αναφοράς, και, αφετέρου, δεν συνεπάγεται τη διαιώνιση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας.

 

2)

Η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι η δίμηνη αποσβεστική προθεσμία για την κατάθεση αίτησης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης της βλάβης που προξενήθηκε από μέτρο που ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας αρχίζει την ημέρα της δημοσίευσης απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε ότι παρόμοιο μέτρο ενείχε επίσης διάκριση, στην περίπτωση που οι θιγόμενοι ενδέχεται να μην ήταν σε θέση να γνωρίζουν, εντός της εν λόγω προθεσμίας, την ύπαρξη ή την έκταση της δυσμενούς διάκρισης την οποία είχαν υποστεί. Αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν στο εν λόγω κράτος μέλος υπάρχει διχογνωμία σχετικά με το κατά πόσον οι δικανικές κρίσεις που διατυπώθηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου ισχύουν και για το επίμαχο μέτρο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top